28 Αυγ 2012

H τελική ανάλυση του καπιταλισμού και το ταξικό μίσος των αφεντικών


H τελική ανάλυση του καπιταλισμού και το ταξικό μίσος των αφεντικών 









“Στον αριθμό των ιδιομορφιών του ιμπεριαλισμού (…) ανήκει η μείωση της μετανάστευσης από τις ιμπεριαλιστικές χώρες και η αύξηση της εγκατάστασης (του ερχομού εργατών και της μετοίκησης) σ’ αυτές τις χώρες από τις πιο καθυστερημένες, όπου ο μισθός εργασίας είναι κατώτερος”.

Κοντεύουν να περάσουν 100 χρόνια από τοτε που ο Λένιν έγραφε αυτά τα λόγια στο έργο του Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού (σελ. 123 στην έκδοση της Σύγχρονης Εποχής), και σήμερα, μετά από σχεδόν έναν αιώνα, τόσο το έργο συνολικά όσο και τα παραπάνω λόγια εξακολουθούν να επιβεβαιώνονται απόλυτα.

Στην προσπάθειά τους να αποτρέψουν τη μετατροπή αυτής της συνολικής επιβεβαίωσης σε ταξική εργατική και λαϊκή συνείδηση, και τη μετατροπή της συνείδησης σε υλική δύναμη, σε μαζικό λαϊκό κίνημα με αντιμονοπωλιακό – αντιμπεριαλιστικό προσανατολισμό, τα κέντρα εξουσίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου καταφεύγουν, ανάμεσα στα άλλα, και στην “τελική ανάλυση” του συστήματός τους, του καπιταλισμού.

Κι αυτή, η “τελική ανάλυση” του συστήματος της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, δεν μπορεί να έχει διαφορετική πολιτική μορφή από τον ναζισμό, τον φασισμό, με όποιο “σύγχρονο” προσωπείο κι αν εμφανίζεται.

Στην Ελλάδα την πολιτική έκφραση της καπιταλιστικής “τελικής ανάλυσης”, τον ρόλο εμπροσθοφυλακής της πολιτικής επιθετικότητας των καπιταλιστικών μονοπωλίων (που δεν ξεχνούν τον κανόνα: η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση), έχει αναλάβει να παίξει το ρατσιστικό φασιστικό κόμμα-συμμορία της “Χρυσής Αυγής”, ως κορφή του παγόβουνου των μηχανισμών στους οποίους έχει μεταλλαχθεί σήμερα ο μηχανισμός της πάλαι ποτέ “Κόκκινης Προβιάς” των ΝΑΤΟικών και παραΝΑΤΟικών ιμπεριαλιστικών κέντρων και υπηρεσιών.

Εκτός των τραμπούκικων δολοφονικών επιχειρήσεων, εναντίον μεταναστών στην αρχή, που εκτελούν οι συμμορίες αυτού του είδους των οργανώσεων και μηχανισμών, η πολιτική “κορωνίδα” τους, η “Χρυσή Αυγή”, επιδίδεται και στο έργο της διάδοσης των ναζιστικών, φυλετικών και αντιανθρώπινων “ιδεολογικών” θεωριών που υιοθετεί, όπως για παράδειγμα την με “οικολογικό” μανδύα προπαγάνδιση από την “πράσινη πτέρυγα του λαϊκού συνδέσμου” της ευγονικής, της στείρωσης και της ευθανασίας για “τα κληρονομικώς βεβαρημένα άτομα όπως οι παρανοϊκοί, οι πνευματικώς καθυστερημένοι, οι σχιζοφρενείς, οι επιληπτικοί, οι φορείς μεταλλαχθέντων γονιδίων, οι αθεράπευτοι αλκοολικοί, οι προχωρημένοι τοξικομανείς και άλλοι” (και άλλοι!), τους οποίους, σύμφωνα με την αντίληψη των ναζί “ιδεολόγων”, τους “καταδικάζει” στην ζωή η “δημοκρατία”. Όσο για τους “άλλους”, τους “κληρονομικώς βεβαρυμένους” οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται στην αρχική λίστα εκείνων που ο ναζισμός σκοπεύει να “απελευθερώσει” δια της ευθανασίας από την “δημοκρατική” καταδίκη τους να ζουν, αυτοί υπονοούνται σε άλλες “ιδεολογικές αναλύσεις” της “οικολογικής” πτέρυγας του “συνδέσμου” ως “κάποιος νέγρος ή μογγόλος” που το να αισθάνεται κανείς και “αποστροφή ακόμη” προς αυτόν, “δεν είναι αρρωστημένη σκέψη” αλλά “απόλυτα φυσικό συναίσθημα που η ίδια η φύση προέβλεψε για τα πλάσματά της, για την διατήρηση της ισορροπίας της και την πρόοδο των ειδών της”, και πρώτα-πρώτα προφανώς για την “πρόοδο” του είδους των ρατσιστών σαν τον Μιχαλολιάκο και την παρέα του.

Ενώ η “πράσινη πτέρυγα” του νεοναζιστικού κόμματος-συμμορίας επιδίδεται στην προπαγάνδιση του “καθαρού” ρατσισμού, ο εθνικιστικός “κορμός” του (διαρκές χαρακτηριστικό του δοσιλογισμού η διεκδίκηση της “εθνικοφροσύνης”, δηλαδή της εθνοκαπηλείας και της πατριδοκαπηλείας), επιδίδεται στην κατασκευή των “ιδεολογικών” σχημάτων παραποίησης της πραγματικότητας, στην κατασκευή της “ιδεολογίας” που επιχειρεί να εμφανίσει την δράση της, την στρατευμένη στην υπηρεσία της αντιλαϊκής εξουσίας των μονοπωλίων, σαν δράση που στρέφεται εναντίον κάποιων αόρατων και μη κατονομαζόμενων “δυνάμεων”, οι οποίες τάχα ευθύνονται αυτές (και όχι το ιστορικά σαπισμένο σύστημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης) για τα συσσωρευμένα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα λαϊκά στρώματα.

Έτσι οι ιμπεριαλιστικές χώρες, οι χώρες δηλαδή που έχουν φτάσει ήδη στο ιστορικά ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, βαφτίζονται και κατονομάζονται από τους χρυσαυγίτες “ιδεολόγους”, ως “τα πολιτισμένα έθνη της Δύσεως”, για να συγκαλυφθεί ο πραγματικός χαρακτήρας αυτών των χωρών καθώς και τα πραγματικά αίτια που οδηγούν σε αυτές τα μεταναστευτικά κύματα από τις χώρες όπου ο καπιταλισμός δεν έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό ανάπτυξής του. Αφού λοιπόν η μετανάστευση προς τις πιο “πολιτισμένες” χώρες του κόσμου δεν αποτελεί ιδιομορφία του ιμπεριαλισμού, αφού δεν μπορεί να αποτελεί και ιδιομορφία του “πολιτισμού” γενικά, ”εύκολα” πια οι χρυσαυγίτες “ιδεολόγοι” μπορούν να επιρρίψουν την ευθύνη και για αυτό το παγκόσμιο κοινωνικό πρόβλημα στον προφιλή τους αόρατο εχθρό, που έχει εκπονήσει ένα “σαφώς προμελετημένο σχέδιο αλλοιώσεως της εθνικής και κοινωνικής σύνθεσης, δια της ανεξέλεγκτης εισροής μεταναστών από τις λεγόμενες χώρες του τρίτου κόσμου (Ασία, Αφρική)”, το οποίο σχέδιο το πραγματοποιεί με μια “«χειρουργικής» ακρίβειας επιχείρηση”, η οποία “περιλαμβάνει τα λεγόμενα «ειρηνιστικά» και «αντιρατσιστικά» μηνύματα, τους «ανθρωπισμούς» και όλα τα συναφή”: ο αόρατος εχθρός μπορεί να μην κατονομάζεται αλλά ο ορατός στόχος είναι σαφής: ο φιλειρηνισμός των λαών, ο αντιρατσισμός, και βέβαια ο γενικός ηθικός και φιλοσοφικός στόχος του ναζισμού, το πρωταρχικό φιλοσοφικό – ιδεολογικό-ηθικό εμπόδιο των εκμεταλλευτών του ανθρώπου: ο ανθρωπισμός.

Όπως και τον καιρό που ο Λένιν έγραφε το έργο του “Ο ιμπεριαλισμός”, έτσι και σήμερα στα “πολιτισμένα έθνη της Δύσεως”, δηλαδή στις χώρες του αναπτυγμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού, “η ζωή γίνεται πιο περίπλοκη και οι δυσκολίες πιέζουν όχι μόνο τις εργατικές μάζες, αλλά και τις μεσαίες τάξεις”, ώστε “βλέπουμε σε όλες τις χώρες του παλιού πολιτισμού να συσσωρεύονται η ανυπομονησία, η οργή, το μίσος, που απειλούν την κοινωνική γαλήνη”, την σταθερότητα δηλαδή του κοινωνικού συστήματος της εκμετάλλευσης, το οποίο συσσωρεύει τις δυσκολίες στη ζωή των εργατικών μαζών και των μεσαίων τάξεων. Σε αυτές τις συνθήκες της “αγανάκτησης” όπως θα λέγαμε ως χθες, της “ανυπομονησίας, της οργής και του μίσους”, όπως αναφέρονται από τον Λένιν πριν σχεδόν 100 χρόνια (Ο ιμπεριαλισμός, σελ. 99), πρέπει να βρεθεί τρόπος ώστε η “ενέργεια που βγαίνει έξω από την καθορισμένη ταξική τροχιά”, να χρησιμοποιηθεί και να διοχετευτεί σε κατευθύνσεις που εξασφαλίζουν ότι δεν θα προκληθεί “κοινωνική έκρηξη στο εσωτερικό”…

…Ο Λένιν στο συγκεκριμένο σημείο του έργου του, τοποθετεί αυτή την πραγματικότητα ως έναν από τους παράγοντες της πολιτικής και της ιδεολογίας που αναπτύσσονται πάνω στη βάση του χρηματιστικού κεφαλαίου δυναμώνοντας την τάση προς αποικιακές κατακτήσεις, διοχετεύοντας έτσι ”έξω από τη χώρα” την ενέργεια που βγαίνει έξω από την καθορισμένη ταξική τροχιά. Στην πραγματικότητα της χώρας μας σήμερα, για όσον καιρό μια παρομοια πιθανότητα δεν εντάσσεται στις προτεραιότητες της ιμπεριαλιστικής στρατηγικής, η επαναδιοχέτευση της αγανάκτησης των μεσαίων στρωμάτων και των εργατικών μαζών στην “καθορισμένη τροχιά”, την τροχιά που καθορίζει η κυριαρχία του μονοπωλιακού κεφαλαίου, την τροχιά που διασφαλίζει την σταθερότητα και την αναπαραγωγή όλων των αιτιών που τροφοδοτούν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν καθώς και την αγανάκτηση γι’ αυτές, πρέπει να γίνει όχι στο εξωτερικό αλλά στο εσωτερικό της χώρας. Κι αυτόν ακριβώς το ρόλο παίζουν, αυτή την υπηρεσία εκτελούν προς το παρόν, οι διάφοροι φασιστικοί μηχανισμοί, με πρώτη την “Χρυσή Αυγή” σαν πολιτική τους βιτρίνα, επιδιώκοντας πρώτα απ’ όλα να απορροφήσουν την λαϊκή αγανάκτηση, την ενέργεια που βγαίνει από την “καθορισμένη ταξική τροχιά”, και να την μετατρέψουν σε όργανο της εξουσίας του κεφαλαίου: Ενάντια στην ενότητα της εργατικής τάξης ανεξάρτητα από εθνικότητα φυλή και θρησκεία, ενάντια επίσης στην ενότητα της εργατικής τάξης με τους κοινωνικούς της συμμάχους, τα φτωχά και μεσαία στρώματα της πόλης και της υπαίθρου, που πλήττονται από την εξουσία του κεφαλαίου, ώστε να ξαναμπεί η “ενέργεια” στις καθορισμένες της ράγες.

Ο φασισμός είναι η τελική ανάλυση του καπιταλισμού. Ο ρατσισμός είναι το ταξικό μίσος των εκμεταλλευτών ενάντια στην εργατική τάξη, που επιχειρείται βίαια να “υψωθεί” σε κυρίαρχη ιδεολογία, την οποία “οφείλουν” οι εργαζόμενοι να ασπαστούν υιοθετώντας το μίσος των αφεντικών τους εναντίον τους.

Με το να “γκρινιάζει” κανείς μέσα σε αυτές τις συνθήκες για την “αριστερά”, η οποία δήθεν αγνοεί τις αρνητικές συνέπειες της μετανάστευσης τοσο για τους ντόπιους όσο και για τους μετανάστες εργαζόμενους, με το να υποκαθιστά με τις συνέπειες της μετανάστευσης τις συνέπειες της ίδιας της καπιταλιστικής κρίσης, με το να χρησιμοποιεί αυτές τις συνέπειες σαν πρόσχημα άρνησης της αλληλεγγύης του εργατικού λαικού κινήματος προς τους μετανάστες και της κοινής πάλης τους για πλήρη και ίσα δικαιώματα στη δουλειά και στη ζωή, με το να υιοθετεί τον διαχωρισμό ανάμεσα σε μετανάστες νόμιμους και “παράνομους” που η κυβέρνηση αρνείται να τους παρέχει έγγραφα νομιμοποίησης της προσωπικής τους υπόστασης καθώς και ταξιδιωτικά έγγραφα, με το να θεωρεί σαν αιτία της μετανάστευσης όχι την “παγκοσμιοποιημένη” μετά τις διεθνείς ανατροπές του ’90 ιμπεριαλιστική κυριαρχία αλλά κάποια υποτιθέμενη πολιτική “ανοιχτών συνόρων” (“ανοιχτών” με ναρκοπέδια, με διαδρομές μέσα από ερήμους και χιονισμένα βουνά, μέσα σε κοντέινερ και σκυλοπνίχτες, στο έλεος των δουλεμπορικών κυκλωμάτων και των διαπλοκών τους)…

…Με αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί κανείς παρά να συμβάλλει στην ιδεολογική διευκόλυνση των μηχανισμών που επιδιωκουν να τρομοκρατήσουν τους εργαζόμενους και να τους φέρουν σε αντιπαραθεση μεταξύ τους, να στρατολογήσουν ανάμεσά τους τμήματα που θα αναλάβουν την τρομοκρατηση και την πειθάρχηση των υπόλοιπων εντός των ορίων που επιτάσσει η εξουσία των εκμεταλλευτών…

…Δεν μπορεί επίσης, με αυτόν τον τρόπο, παρά να συμβάλλει στην ιδεολογική “νομιμοποίηση” της κυβερνητικής πολιτικής, που ενώ ανέχεται τις εγκληματικές ρατσιστικές δραστηριότητες όπως και αυτές του οργανωμένου εγκλήματος, ταυτόχρονα, με πρόσχημα την “λαθρομετανάστευση” θεσμοθετεί νέα κατασταλτικά μέσα και μηχανισμούς, αστυνομικά πογκρόμ, εφόδους σε τόπους κατοικίας, στρατόπεδα συγκέντρωσης, και μακρόχρονη διοικητική κράτηση χωρίς δίκη, σαν μέρος της συνολικής αντιλαϊκής της πολιτικής.

Πηγή: Διέξοδος via Lenin Reloaded
 Αναρτήθηκε από Praxis red

Τα σταφύλια της οργής - Η εργατική αλληλεγγύη στο εργατικό κίνημα της Αμερικής τα χρόνια της κρίσης του '30


Τα σταφύλια της οργής - Η εργατική αλληλεγγύη στο εργατικό κίνημα της Αμερικής τα χρόνια της κρίσης του '30


Αλληλεγγύη στο Εμπαρκαντέρο

Το Σαν Φραντσίσκο ήταν μια πόλη με 600.000 κατοίκους γεμάτη κίνηση. Κέντρο της και πηγή ζωής ήταν το λιμάνι. Ομως εκείνοι που έδιναν ζωή στην πόλη, εκείνοι που έκαναν τη σπουδαιότερη δουλειά, οι λιμενεργάτες, που φόρτωναν και ξεφόρτωναν τα πλοία και έκαναν την πόλη πλούσια με το εμπόριο, καθώς και οι ναυτικοί, που επάνδρωναν τα καράβια, κέρδιζαν το 1933 κάτι περισσότερο από 10 δολάρια την εβδομάδα. Για την ακρίβεια, ο μέσος εβδομαδιαίος μισθός των λιμενεργατών ήταν 10,45 δολάρια, ενώ οι ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι ναυτικοί έπαιρναν 53 και 36 δολάρια το μήνα αντίστοιχα.

Σπουδαιότερο ήταν το γεγονός ότι οι εργάτες στη ναυτιλία είχαν τη θέση δουλοπάροικων, χωρίς δικαιώματα μέσα σε μία βιομηχανική απολυταρχία, στη ναυτιλιακή βιομηχανία, που εισέπραττε εκατομμύρια επί εκατομμυρίων με τη μορφή κρατικών επιχορηγήσεων, σύμφωνα με την έρευνα της γερουσιαστικής επιτροπής Μπλακ. Μερικοί ναυτεργάτες ανήκαν σε μία διαβρωμένη, πουλημένη οργάνωση, το Διεθνές Συνδικάτο Ναυτικών, ακόμη λιγότεροι ανήκαν στο μαχητικό Βιομηχανικό Συνδικάτο Ναυτεργατών (της TUUL). Στην ουσία όμως ο κλάδος παρέμενε ανοργάνωτος. Οι λιμενεργάτες από το 1919 είχαν εξαναγκαστεί να γραφτούν μέλη σε ένα κατασκεύασμα της ναυτιλιακής βιομηχανίας με το όνομα Συνδικάτο της Γαλάζιας Βίβλου, μια οργάνωση της εργοδοσίας ελεγχόμενη από γκάνγκστερ, οι οποίοι ανάγκαζαν τους κακοπληρωμένους εργάτες να τους δωροδοκούν για να βρουν δουλειά.

Συνηθισμένος τρόπος πρόσληψης ήταν ο σχηματισμός ενός μεγάλου πλήθους λιμενεργατών γύρω από τον αρχιεργάτη μέσα στη μέση του δρόμου. Ο κάθε εργάτης ζούσε με την ελπίδα ότι θα τον διάλεγαν για τη δουλειά. Ο άνεργος έψαχνε ή περίμενε να πιάσει δουλειά τρεις με τέσσερις μέρες. Οταν προσλαμβανόταν μπορούσε να εργαστεί μέχρι και είκοσι τέσσερις ή τριάντα έξι συνεχόμενες ώρες σε μια μόνο βάρδια. Οι ναυτικοί, επίσης, οι οποίοι όταν ξεμπάρκαραν έμεναν άνεργοι για μακρό χρονικό διάστημα, δούλευαν δεκατέσσερις με δεκαέξι ώρες την ημέρα.

Το 1933, κάτω από την επίδραση του NIRA και της παραγράφου 7(A) και από την πίεση των αφόρητων συνθηκών εργασίας, οι λιμενεργάτες του Σαν Φραντσίσκο και όλων των ακτών του Ειρηνικού άρχισαν να συρρέουν στη Διεθνή Ενωση Λιμενεργατών της AFL. Γνωρίζοντας το ποιόν του προέδρου της, του Τζόζεφ Π. Ράιαν5, ήταν αποφασισμένοι να επιβάλουν στο συνδικάτο τον έλεγχο της βάσης. Ανάμεσα στα ηγετικά στελέχη τους ήταν ένας έξυπνος λιμενεργάτης με τραχύ πρόσωπο, ο Χάρι Μπρίτζες. Ο χαρακτήρας του ήταν σκληρός και απότομος, μα είχε σαν αρετές του μία ακλόνητη εντιμότητα και πίστη στην ικανότητα και το δικαίωμα των απλών εργατών να διαχειρίζονται μόνοι τους τις υποθέσεις τους.

Αν και ο ομοσπονδιακός νόμος υποχρέωνε τους εφοπλιστές να διεξάγουν συλλογικές διαπραγματεύσεις με συνδικάτο της αρεσκείας των εργαζομένων, εκείνοι αρνούνταν να συμμορφωθούν και παρέβαιναν το νόμο χωρίς ενδοιασμούς. Επιπλέον το Σεπτέμβρη του 1933 απέλυσαν τέσσερις ηγέτες του συνδικάτου. Οταν το τοπικό εργατικό συμβούλιο απαίτησε να επαναπροσληφθούν, οι λιμενεργάτες συσπειρώθηκαν γύρω από τη Διεθνή Ενωση Λιμενεργατών (ILA) με τόση ομοθυμία που το Συνδικάτο της Γαλάζιας Βίβλου «λίγο έφτασε να διαφέρει από ένα γραφείο με αριθμό τηλεφώνου».

Μετά την άρνηση της εργοδοσίας να διαπραγματευτεί και να αναγνωρίσει το συνδικάτο για μια περίοδο πολλών μηνών, δώδεκα χιλιάδες λιμενεργάτες από το Σαν Φραντσίσκο, το Σιάτλ, την Τακόμα, το Πόρτλαντ, το Σαν Πέντρο, το Σαν Ντιέγκο, το Στόκτον, το Μπέλινγκαμ, το Αμπερντίν, το Γκρέις Χάρμπορ, την Αστόρια και άλλα λιμάνια του Ειρηνικού κατέβηκαν σε απεργία στις 9 του Μάη 1934 και ώρα 8 μ.μ. Ακολούθησε το Βιομηχανικό Συνδικάτο Ναυτεργατών και στις 23 του Μάη απεργούσαν οκτώ συνδικάτα ναυτιλιακών επαγγελμάτων, 35.000 εργάτες πηγαινοέρχονταν στα λιμάνια και δεν έπιαναν δουλειά.

Η πρωτοφανής αστυνομική αγριότητα μετέτρεψε την απεργία των ναυτικών σε γενική απεργία 127.000 εργατών του Σαν Φραντσίσκο. Αυτόματα κάθε κίνηση σταμάτησε μετατρέποντας το Σαν Φραντσίσκο σε πόλη-φάντασμα. Οι αστυνομικοί καθοδηγούνταν από τη Βιομηχανική Ενωση, τη σύμπραξη των ισχυρότερων πλουτοκρατών της πόλης, η οποία είχε σχηματιστεί το 1919 με τη μορφή Επιτροπής για το Νόμο και την Τάξη και στόχο τη διάλυση μιας παρόμοιας απεργίας στο λιμάνι, και που από τότε είχε εξελιχθεί έτσι ώστε να γίνει ο πραγματικός κυβερνήτης του Σαν Φραντσίσκο. Η παραμικρή δήλωση των στελεχών της οργάνωσης γινόταν πρώτη είδηση στις εφημερίδες. Επαιζε καθοριστικό ρόλο στις εκλογές δημάρχων, κυβερνητών και μελών του Κογκρέσου. Διατηρούσε ένα ισχυρό λόμπι στην Ουάσιγκτον. Ηταν η πιο ισχυρή ομάδα στα παράλια του Ειρηνικού: Τα μέλη της ήταν ιδιοκτήτες ναυτιλιακών εταιρειών, αποβαθρών, αποθηκών, σιδηροδρόμων, τραπεζών, εταιρειών κοινής ωφελείας και πίστης, κοινοπραξιών ακινήτων, ασφαλιστικών εταιρειών και αξιωματούχων της πολιτείας.

Στις 9 του Μάη και ώρα 8 μ.μ. τα στελέχη της Βιομηχανικής Ενωσης και του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Σαν Φραντσίσκο ανακοίνωσαν πως δεν υπήρχε θέμα προς διαπραγμάτευση. Το μόνο που υπήρχε ήταν μια κομμουνιστική εξέγερση, η οποία έπρεπε να κατασταλεί. Αντιπροσωπευτική των δηλώσεων που γέμιζαν τις εφημερίδες ήταν του Τζ. Μ. Μέιλαρντ του νεότερου, προέδρου του Εμπορικού Επιμελητηρίου:

«Η απεργία στο λιμάνι του Σαν Φραντσίσκο έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Δεν έχουμε να κάνουμε με μια σύγκρουση ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργαζόμενο - ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία - αλλά με μια ταχέως εξαπλωνόμενη σύγκρουση ανάμεσα στις αμερικάνικες αρχές και τον αντιαμερικάνικο ριζοσπαστισμό... η ευημερία της επιχείρησης και της βιομηχανίας, ολόκληρο το έθνος αντιμετωπίζει κίνδυνο από αυτή την κρίση».

Το λιμάνι πρέπει να ανοίξει, δήλωναν στελέχη οργανώσεων της εργοδοσίας. Η αστυνομία πρέπει να διαλύσει τις απεργιακές γραμμές μπροστά από τις αποβάθρες.

Τα αιτήματα των λιμενεργατών ήταν ένα δολάριο αμοιβή την ώρα, έξι ώρες εργασίας την ημέρα, τριάντα ώρες τη βδομάδα και προσλήψεις μέσα από το συνδικάτο, όμως τα στελέχη της Βιομηχανικής Ενωσης μιλούσαν για «κόκκινη επανάσταση» και ζητούσαν την άμεση καταστολή της. Ο Τύπος, ο άμβωνας και το ραδιόφωνο καλλιεργούσαν συντονισμένα την υστερία ενάντια στους εργάτες που πάλευαν για να βελτιώσουν τη ζωή τους. Διάφορες ιστορίες δημοσιεύονταν στις εφημερίδες, όπως η πρωτοσέλιδη ιστορία της Κρονίκλ με τίτλο: «Κόκκινος στρατός βαδίζει εναντίον της πόλης». Σε ένα σημείο διαβάζουμε:

«Ανταποκρίσεις αναφέρουν ότι ο κομμουνιστικός στρατός σχεδίαζε την καταστροφή σιδηροδρομικών και οδικών αρτηριών για να διακοπούν οι μεταφορές και κατόπιν οι επικοινωνίες. Το Σαν Φραντσίσκο και η περιοχή του κόλπου έγιναν το επίκεντρο του κόκκινου αγώνα με σκοπό την κατάκτηση της εξουσίας.

»Η πρώτη προειδοποίηση ότι οι κομμουνιστικές δυνάμεις πλησίαζαν στα σύνορα της Βόρειας Καλιφόρνιας ήρθε από τον Τζ. Ρ. Γκίβεν, αρχιεπιστάτη της Σάουθερν Πασίφικ στο Ντάνσμπουιρ, προς το μηχανικό του περιφερειακού οδικού δικτύου της πολιτείας, Φρεντ Ου. Χέιζελγουντ, ο οποίος έστειλε αμέσως αναφορά στο διευθυντή δημόσιων έργων της πολιτείας Ερλ Λι Κέλι».

Ο Τζόζεφ Π. Ράιαν, πρόεδρος του Διεθνούς Συνδικάτου Λιμενεργατών, αλλά και συνεργάτης των γκάνγκστερ της Νέας Υόρκης, ήρθε βιαστικά απ' τη Νέα Υόρκη για να κατευνάσει τους απεργούς. Οταν δεν κατάφερε να ξεπουλήσει τους εργάτες, έπαιξε το γνωστό ρόλο του, σαν φλογερός μαχητής ενάντια στον κομμουνισμό. Δήλωσε ότι η απεργία ήταν κομμουνιστική συνωμοσία και τροφοδότησε ξανά τις εφημερίδες με πρωτοσέλιδα άρθρα. Εσπευσε από την Ουάσιγκτον και ο υφυπουργός Εργασίας Εντουαρντ Μακ Γκρέιντι, ο οποίος είχε στο ενεργητικό του τη διάλυση της απεργίας των γουνεργατών στη Νέα Υόρκη. Οταν απέτυχε να πείσει τους απεργούς να εγκαταλείψουν το αίτημα για το συνδικάτο, δήλωσε με τη σειρά του πως η απεργία ήταν «κόκκινη επανάσταση».

Το σκηνικό είχε στηθεί και η αστυνομία ανυπομονούσε. Οι εργοδότες ανακοίνωσαν ότι θα διέλυαν τις απεργιακές γραμμές στις αποβάθρες του Εμπαρκαντέρο στις 3 του Ιούλη 1934. Στις 1.27 μ.μ., ενώ οι διαδηλωτές είχαν κατακλύσει το χώρο μπροστά από τις αποβάθρες, οι ατσάλινες πύλες της αποβάθρας 38 σηκώθηκαν, μπροστά πήγαιναν οκτώ περιπολικά και ακολουθούσαν πέντε φορτηγά φορτωμένα εμπορεύματα. Ο Μάικ Κουίν, που έγραψε την ιστορία της απεργίας, περιγράφει το γεγονός:

«Ενας εκκωφαντικός βόμβος ήρθε από την πλευρά των απεργών. Στο μπροστινό μέρος της πομπής των αυτοκινήτων στεκόταν πάνω στο μαρσπιέ ενός περιπολικού ο αρχηγός της αστυνομίας Τόμας Μ. Χέρτκορν, βγήκε από το περιπολικό κραδαίνοντας το ρεβόλβερ του και φώναξε: "Το λιμάνι άνοιξε!"

»Με απόλυτη σύμπνοια οι διαδηλωτές προχώρησαν μπροστά. Το Εμπαρκαντέρο έγινε ένα τεράστιο κουβάρι μαχόμενων αντρών. Τούβλα πετούσαν στον αέρα και γκλομπ έπεφταν στα κεφάλια. Οι αστυνομικοί άνοιξαν πυρ με τα όπλα τους. Τα δακρυγόνα έσκαγαν μέσα στις γραμμές των απεργών και τους έπνιγαν μέσα στα σύννεφα της ήττας. Οι απεργοί έριχναν έφιππους αστυνομικούς από τις σέλες και τους χτυπούσαν στο πεζοδρόμιο.

»Το λιθόστρωτο του Εμπαρκαντέρο γέμισε πεσμένους άντρες και το γκρίζο του χρώμα βάφτηκε κόκκινο από το αίμα.

»Δυνάμεις αστυνομικών, που έμοιαζαν με τέρατα από τον Αρη μέσα στα ειδικά κράνη τους και τις αντιασφυξιογόνες μάσκες, άνοιγαν δρόμο πετώντας δακρυγόνα...».

Οι μάχες συνεχίστηκαν για τέσσερις ώρες μπροστά σε ένα τεράστιο πλήθος κατοίκων του Σαν Φραντσίσκο. Περίπου η μισή πόλη είχε μαζευτεί στους λόφους που υψώνονταν πάνω από το λιμάνι και παρακολουθούσε. Δύο αεροπλάνα γεμάτα περίεργους έκαναν κύκλους χαμηλά πάνω από το αιματηρό πεδίο της μάχης. Η αγριότητα εκείνης της μέρας δεν ήταν παρά ο πρόλογος της «ματωμένης Πέμπτης». Η επόμενη μέρα, μετά την πρώτη επίθεση της αστυνομίας, ήταν η 4η του Ιούλη6. Με κοινή συναίνεση έγινε ανακωχή μίας μέρας πριν συνεχιστεί η μάχη στις 5 του Ιούλη, μέρα Πέμπτη. Ο Κουίν γράφει:

«Δεν υπήρξαν προκαταρκτικά αυτή τη φορά. Η μάχη συνεχίστηκε από το σημείο που είχε σταματήσει... Χιλιάδες κατέκλυσαν τους γύρω λόφους. Χωρίς να το ξέρουν οι γονείς τους, πολλά αγόρια του γυμνασίου και των κολεγίων φόρεσαν παλιά ρούχα και κατέβηκαν να πολεμήσουν στο πλευρό των συνδικαλιστών. Εκατοντάδες εργάτες ξεκίνησαν για τη δουλειά, μα άλλαξαν γνώμη και έτρεξαν να ενωθούν με τους διαδηλωτές».

Στις 8 π.μ. ανέλαβε δράση η αστυνομία. Μια εφημερίδα έγραψε:

«Σε πολλές περιπτώσεις έγινε χρήση εμετογόνων αερίων αντί για τα σχετικά αβλαβή δακρυγόνα. Δεκάδες απεργοί και άσχετοι πολίτες αχρηστεύτηκαν από τη φοβερή ναυτία που προκαλούσαν τα αέρια. Επεσαν όλα τα προσχήματα κατά τις χθεσινές μάχες. Οι αστυνομικοί αναλάμβαναν δράση με τα περίστροφα στα χέρια. Χρησιμοποιήθηκαν πολλές δεσμίδες από σφαίρες και τα πολυβόλα ηχούσαν όλη τη μέρα».

Ομως, οι απεργοί και οι χιλιάδες που τους συμπαραστέκονταν συνέχισαν να πολεμούν με τα χέρια τους ενάντια στις σφαίρες και τις βόμβες. Τα μόνα τους όπλα ήταν τούβλα και πέτρες. Εκατοντάδες τραυματίστηκαν σοβαρά. Δύο σκοτώθηκαν: Οι Νικ Μπορντουάζ και Χάουαρντ Σπίρι. Ο Σπίρι ήταν λιμενεργάτης, ο Μπορντουάζ ήταν μάγειρας, μέλος του Συνδικάτου Μαγείρων και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Κάποιος δημοσιογράφος της «Κρόνικλ» περιέγραψε την αιματοχυσία και παρατήρησε:

«Μην τη θεωρήσετε μία οχλοκρατική εκδήλωση. Ηταν εκατό εκδηλώσεις μαζί, μικρές και μεγάλες. Μην τη θεωρήσετε μία μάχη. Ηταν δεκάδες μάχες μαζί».

Οι μάχες μαίνονταν όλη μέρα. Εφτασαν ενισχύσεις από άλλα συνδικάτα και πλαισίωσαν τις σκληρά δοκιμαζόμενες γραμμές των απεργών. Οι εργάτες τόνιζαν πως «αν χάσουμε τώρα, δεν θα υπάρξει ξανά συνδικάτο στο Φρίσκο!»7.Οι αστυνομικοί χτυπώντας με τα κλομπ και τραυματίζοντας εκατοντάδες περαστικούς και περίεργους εισέβαλαν στα γραφεία του Συνδικάτου Λιμενεργατών και τα κατάστρεψαν. Προς το τέλος της μέρας ο κυβερνήτης Μέριαμ κάλεσε την εθνοφρουρά. Κατέφτασε δύναμη δύο χιλιάδων αντρών με πλήρη οπλισμό. Ο Χάρι Μπρίτζες είπε: «Δεν μπορούμε να αντέξουμε στην επίθεση αστυνομικών, πολυβόλων και εθνοφρουρών».

Η εργοδοσία νόμισε ότι είχε κερδίσει, αλλά είχε κάνει λάθος. Η απεργία βρισκόταν ακόμα στην αρχή. «Εκείνη τη νύχτα», γράφει ο Κουίν, «το Σαν Φραντσίσκο δονήθηκε από τις έντονες συζητήσεις. Κάθε σπίτι ή τόπος συγκέντρωσης βούιζε από τις κουβέντες. Κουδούνια και τηλέφωνα χτυπούσαν. Οι γείτονες έκαναν επισκέψεις... Δύο άνθρωποι είχαν σκοτωθεί εν ψυχρώ. Η εξουσία αποκάλυψε το βίαιο και αυταρχικό πρόσωπό της. Το πρωί βρήκε την πόλη στο πόδι. Κανένας δεν είχε κοιμηθεί... Η γενική απεργία σφυρηλατήθηκε μέσα στα σπίτια των απλών ανθρώπων του Σαν Φραντσίσκο».

Το Συνδικάτο Ελαιοχρωματιστών, τοπική οργάνωση 1.158, κάλεσε σε γενική απεργία. Σχεδόν αμέσως ανταποκρίθηκε το Συνδικάτο Μηχανουργών, τοπική 68. Αλλά οι εργάτες έπρεπε πρώτα να θάψουν τους νεκρούς τους. Περισσότεροι από 35.000 συνόδεψαν τα φέρετρα. Η αστυνομία είχε εξαφανιστεί καθώς η πορεία των αγέλαστων εργατών περνούσε μέσα από το κέντρο της πόλης. Ενας δημοσιογράφος έγραψε για τους σκοτωμένους:

«Οταν ζούσαν δεν γύριζε κανείς να τους κοιτάξει σαν περνούσαν απ' τους δρόμους του Σαν Φραντσίσκο. Οταν όμως πέθαναν, σχηματίστηκε κατά μήκος της οδού Μάρκετ μια εντυπωσιακή και ευλαβική πομπή που συγκλόνισε ολόκληρη την πόλη».

Ο Κουίν γράφει για την κηδεία:

«Η μπάντα ενός συνδικάτου έπαψε το πένθιμο εμβατήριο του Μπετόβεν. Ποτέ προηγούμενα η μουσική του μεγάλου μουσουργού δεν ταίριαξε τόσο πολύ με τον ανθρώπινο θρήνο όσο τώρα. Αργά - μόλις που προχωρούσαν - οι νεκροφόρες μπήκαν στην οδό Μάρκετ. Ακολούθησε η τεράστια πομπή με αργά, ρυθμικά βήματα. Τα πρόσωπα ήταν συσπασμένα και σοβαρά. Οι άνθρωποι κρατούσαν με επισημότητα τα καπέλα στο στήθος τους. Σιγά σιγά, σαν ένα παχύρρευστο υγρό, η ογκώδης πομπή ξεχύθηκε στην οδό Μάρκετ.
Οι οδηγοί των τραμ ακινητοποίησαν τα οχήματα. Οσο περνούσε η πορεία, εκείνοι στέκονταν σιωπηλοί με τα πηλήκιά τους στο στήθος και τα κεφάλια τους ψηλά.

Κανένας δε χαμογελούσε από το ατέλειωτο πλήθος. Οι άνθρωποι στα πεζοδρόμια παρακολουθούσαν ξέσκεποι και με χαμηλωμένα κεφάλια. Κάποιοι άλλοι κοιτούσαν την πομπή με τον πανικό ζωγραφισμένο στα μάτια. Εδώ κι εκεί καλοντυμένοι επιχειρηματίες... είχαν μείνει έκπληκτοι από το θέαμα, μα εξακολουθούσαν να φορούν τα καπέλα τους. Απότομες φωνές ακούστηκαν μέσα από την πομπή: "Βγάλτε τα καπέλα σας!"

Ο τόνος της φωνής ήταν επιτακτικός και η αντίδραση άμεση. Με γρήγορες και νευρικές κινήσεις οι επιχειρηματίες έβγαλαν τα καπέλα τους. Οι ώρες περνούσαν, μα το πλήθος κατέκλυζε ακατάπαυστα και με πρωτοφανή μαζικότητα την οδό Μάρκετ».

Τα τοπικά συνδικάτα όλης της πόλης συνέρχονταν και αποφάσιζαν την κήρυξη γενικής απεργίας. Στις συζητήσεις που έγιναν, τονίστηκε η συμβολή των κομμουνιστών στον αγώνα των λιμενεργατών και ναυτικών. Οι κομμουνιστές και άλλοι μαρξιστές έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο σε κάθε μεγάλη απεργία από την εποχή της απεργίας των σιδηροδρομικών (το 1877) και μετά. Οι συνδικαλιστές δήλωναν πως αν το εργατικό κίνημα του Σαν Φραντσίσκο δεχόταν την κοκκινοφοβία της εργοδοσίας, αυτό θα σήμαινε και ταυτόχρονη παραδοχή της διάσπασης, των χαμηλών μισθών και των πολλών ωρών εργασίας. Στις 10 του Ιούλη το Εργατικό Συμβούλιο της Αλαμέντα υποστήριξε επίσημα τη γενική απεργία. Στις 12 του Ιούλη οι ισχυρές τοπικές οργανώσεις του Συνδικάτου Φορτηγατζήδων στο Σαν Φραντσίσκο και το Οκλαντ εξέδωσαν έκκληση για ενότητα και αλληλεγγύη και τάχθηκαν υπέρ της γενικής απεργίας.

Ο Ουίλιαμ Γκριν έστειλε τηλεγραφήματα που απαγόρευαν την απεργία. Ομως, στις 15 του Ιούλη περίπου 160 τοπικά συνδικάτα της AFL, δηλαδή 127.000 εργάτες, κήρυξαν απεργία για την επόμενη μέρα.

Οι εργάτες των τυπογραφείων και των εργοστασίων ηλεκτρικής ενέργειας δεν απέργησαν, αποτέλεσαν όμως εξαίρεση, καθώς τα μέλη όλων των άλλων συνδικάτων δεν έπιασαν δουλειά το πρωί της 16ης του Ιούλη. Ο Κουίν γράφει:

«Η απεργία σημείωσε επιτυχία πέρα από κάθε πρόβλεψη. Ουσιαστικά, παρέλυσε εντελώς η βιομηχανία. Τα μεγάλα εργοστάσια άδειασαν και ερήμωσαν. Τα τραμ εξαφανίστηκαν από τους δρόμους. Τα καταστήματα έκλεισαν. Ο γιγαντιαίος μηχανισμός του εμπορίου μετατράπηκε σε άψυχο και ανίσχυρο ερείπιο.

Η εργατική τάξη είχε αποσυρθεί. Η ζωή, το αίμα των καταστημάτων και των βιομηχανιών, οι εργάτες, εξαφανίστηκαν και άφησαν πίσω τους σιωπηλά κτίρια που περιείχαν επενδεδυμένα κεφάλαια πολλών εκατομμυρίων. Τα τεράστια μηχανήματα φάνταζαν τώρα σαν άχρηστα παλιοσίδερα...

Ολα έμεναν όπως τα είχαν αφήσει οι εργάτες - τα εργαλεία, ο εξοπλισμός, οι μηχανές, οι πρώτες ύλες και τα κτίρια. Οταν οι άνθρωποι απέργησαν, πήραν μόνο ό,τι τους ανήκε - την εργασία τους. Ηταν όμως σαν να έπαιρναν τα πάντα, γιατί ο πολύπλοκος μηχανισμός που άφησαν πίσω τους δεν είχε καμιά αξία και κανένα νόημα χωρίς τους εργάτες. Τα μηχανήματα ήταν η προέκταση της εργασίας, δημιουργήθηκαν και εξαρτώνται από αυτήν.

Οι εργάτες αποτελούσαν τη ζωή και την ενέργεια. Οι ιδιοκτήτες απέμειναν με το πτώμα στα χέρια.

Οι δρόμοι που οδηγούσαν στην πόλη γέμισαν από τις πικετοφορίες. Τίποτα δεν κουνιόταν αν δεν έδινε άδεια η επιτροπή των απεργών. Οι εργάτες κανόνιζαν τα πάντα. Παρ' όλα αυτά, οι εργοδότες έλεγχαν ένα σημαντικό παράγοντα. Μέσα από τη "συντηρητική πτέρυγα" είχαν την πλειοψηφία στη Γενική Απεργιακή Επιτροπή. Αυτή η "συντηρητική πτέρυγα", όμως, είχε να αντιμετωπίσει μια ισχυρή προοδευτική μειοψηφία και δεν τολμούσε να εναντιωθεί ανοιχτά στη θέληση της μάζας των εργαζομένων».

Στρατεύματα με δύναμη τρεις χιλιάδες άντρες στάλθηκαν στην πόλη, αλλά δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Πλήθη πολιτοφυλάκων ορκίστηκαν έκτακτοι αστυνομικοί και οπλίστηκαν με κλομπ και όπλα, αλλά οι εργάτες παρέμεναν στα σπίτια τους έχοντας πλήρη επίγνωση της δύναμής τους. Οταν σταμάτησαν τη δουλειά σταμάτησε να κινείται και ο κόσμος. Ολα τα μεταξωτά καπέλα, τα δολάρια και τα όπλα δεν μπορούσαν να τον ξαναθέσουν σε κίνηση χωρίς εκείνους.

Οι πολιτοφύλακες αποδύθηκαν σε ένα όργιο παρανομίας. Κατάστρεψαν γραφεία συνδικάτων, έκαναν επιδρομές σε λέσχες αλλοδαπών και χτύπησαν τους θαμώνες τους, λεηλάτησαν προοδευτικά βιβλιοπωλεία και σκόρπισαν στο δρόμο τα βιβλία και τα φυλλάδια. Οι αστυνομικοί παρατηρούσαν απαθείς τους πολιτοφύλακες να καταστρέφουν τα γραφεία της «Ουέστερν Ονόρκερ», κομμουνιστικής εφημερίδας που υποστήριζε την απεργία. Παρακολουθούσαν αμέτοχοι καθώς λεηλατούνταν τα γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος, του Βιομηχανικού Συνδικάτου Ναυτεργατών, τα συσσίτια του ILA, ο Σύνδεσμος Εργατών Παλαιών Πολεμιστών, ο Οίκος Εργατών της περιοχής Μίσιον.
Και οι αστυνομικοί παρανόμησαν όταν συνέλαβαν πεντακόσιους ηλικιωμένους ανέργους, πεντακόσια ανήμπορα ναυάγια της ζωής, με την κατηγορία της κομμουνιστικής συνωμοσίας. «Το Κομμουνιστικό Κόμμα εξουδετερώθηκε στο Σαν Φραντσίσκο», ανακοίνωσε ο αστυνόμος Τζ. Τζ. Ο'Μίρα, επικεφαλής της αντιεξτρεμιστικής αστυνομικής δύναμης, πριν γίνει γνωστό ότι κανένας από τους ηλικιωμένους άντρες δεν ήταν κομμουνιστής. Τελικά αφέθηκαν ελεύθεροι.

Η βία των αστυνομικών και των πολιτοφυλάκων δεν εμπόδισε την επιτυχία της απεργίας. Η πόλη έμοιαζε με τάφο στις 16 του Ιούλη. Τίποτα δεν κινήθηκε στις 17. Το Σαν Φραντσίσκο ήταν πόλη - φάντασμα στις 18. Ομως, καθεμιά από αυτές τις μέρες, η «συντηρητική πτέρυγα» πετύχαινε τη σταδιακή χαλάρωση της απεργίας. Την πρώτη μέρα επιτράπηκε να ανοίξουν τα εστιατόρια. Την επομένη το μέτρο επεκτάθηκε σε ορισμένα φορτηγά. Την επομένη εξαιρέθηκαν και άλλοι κλάδοι. Διαδίδονταν φήμες ότι η απεργία είχε λήξει. Μία από τις μεγαλύτερες κινητοποιήσεις στην ιστορία της αμερικάνικης εργατικής τάξης τερματίστηκε στις 19 του Ιούλη, όταν οι Ντιλ, Βαντελέρ και Κίντγουελ, συντηρητικά στελέχη της AFL, αφού αρνήθηκαν τη διεξαγωγή ονομαστικής ψηφοφορίας, ανακοίνωσαν ότι το κεντρικό εργατικό σώμα ψήφισε τη λήξη της γενικής απεργίας με ψήφους 191 έναντι 174.

Αλλά οι εργάτες επέστρεψαν στις εργασίες τους σαν να πανηγύριζαν για κάποια νίκη. Ακούμπησαν τα χέρια τους στους διακόπτες, τις βαλβίδες, τα τιμόνια και τα μηχανήματα και τους έδωσαν ζωή. Οι ναυτικοί και οι λιμενεργάτες, αφού ματαίωσαν όλες τις προσπάθειες να διασπαστούν τα οκτώ συνδικάτα που απεργούσαν, έμειναν σταθεροί στις απεργιακές γραμμές τους αλλά με ενισχυμένη δύναμη. Η αστυνομία σταμάτησε τις επιθέσεις της. Οι εθνοφρουροί κρατήθηκαν μακριά από τους απεργούς. Οι εργάτες είχαν κάνει επίδειξη της δύναμής τους και οι μεγιστάνες της Βιομηχανικής Ενωσης, οι οποίοι τώρα πολεμούσαν μεταξύ τους, δεν επιθυμούσαν να γευτούν ξανά την ενότητα της εργατικής τάξης.
Στις 30 του Ιούλη οι 35.000 εργάτες στη ναυτιλία ξανάπιασαν δουλειά. Μέσα στις λίγες βδομάδες της απεργίας οι λιμενεργάτες είχαν κατακτήσει το εξάωρο, τις τριάντα ώρες τη βδομάδα και να πληρώνονται συν 50% στις υπερωρίες. Οι μισθοί ανέβηκαν ενενήντα πέντε σεντς την ώρα και 1,40 δολάρια για υπερωρίες. Μα πάνω από όλα είχαν κερδίσει τις προσλήψεις μέσα από το συνδικάτο, μια μέθοδο για δημοκρατικές προσλήψεις χωρίς την οποία το συνδικάτο θα αδυνατούσε να προστατέψει τις κατακτήσεις του.

Οι ναυτικοί επέστρεψαν στις εργασίες τους υπό τον όρο να εξασφαλιστεί η αναγνώριση του Διεθνούς Συνδικάτου Ναυτικών. Επειδή όμως το συνδικάτο βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο μιας αντιδραστικής κλίκας υποταγμένης στα συμφέροντα των εφοπλιστών, οι κατακτήσεις των ναυτικών ήταν ελάχιστες. Αντίθετα, επειδή το τοπικό συνδικάτο των λιμενεργατών ήταν στα χέρια των εργατών της βάσης, οι κατακτήσεις των μελών του ήταν πολύ περισσότερες.

Ο ηγέτης της βάσης Χάρι Μπρίτζες εξελέγη πρόεδρος του παραρτήματος Σαν Φραντσίσκο της Διεθνούς Ενωσης Λιμενεργατών και αργότερα ανέλαβε την προεδρία ολόκληρης της περιφερειακής οργάνωσης της δυτικής ακτής. Από εκείνη τη στιγμή μπήκε στο στόχαστρο της αντίδρασης. Είχε διαπράξει το ασυγχώρητο αμάρτημα: Είχε πετύχει να γίνει αύξηση στους μισθούς. Είχε μειώσει τις ώρες εργασίας. Είχε βάλει περισσότερα χρήματα στους φακέλους της μισθοδοσίας των εργατών. Είχε μεταμορφώσει τους εργαζομένους σε ανθρώπους με δικαίωμα λόγου στις αποφάσεις σχετικά με την πρόσληψή τους. Αν και δεν τα έκανε όλα αυτά μόνος του, τουλάχιστον είχε παίξει σημαντικό ρόλο στην επίτευξη των στόχων των εργαζομένων.

Από την ώρα που ο Μπρίτζες έπαιξε σπουδαίο ρόλο στις αυξήσεις των μισθών, για την ισχυρή Βιομηχανική Ενωση του Σαν Φραντσίσκο ήταν κομμουνιστής. Δεν ήταν δυνατό να εξαγοραστεί ή να τρομοκρατηθεί, να δωροδοκηθεί ή να απειληθεί. Γι' αυτό έπρεπε να εξουδετερωθεί. Δεν είχε καμιά σημασία αν ήταν κομμουνιστής ή όχι. Είχε συνεργαστεί με τους κομμουνιστές και ήταν αδιάφθορος.

Σε τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις επιστράτευσαν επίλεκτους χαφιέδες, επίορκους και εγκληματίες και τους απείλησαν πως αν δεν κατέθεταν ό,τι τους έλεγαν, θα έμπαιναν στη φυλακή. Σε τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις οι ομοσπονδιακές αρχές ή οι ένορκοι στα δικαστήρια κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Μπρίτζες δεν ήταν κομμουνιστής, αλλά ήταν στόχος μιας καλά σχεδιασμένης σκευωρίας και αντικείμενο πρωτοφανούς διωγμού. Ακόμα και το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών έβγαλε την ίδια απόφαση. Παρ' όλα αυτά, τα μεγάλα συμφέροντα των ακτών του Ειρηνικού διενεργούν τώρα (1955 - σ.τ.μ.) την πέμπτη προσπάθεια να στήσουν σκευωρία ενάντια στον Χάρι Μπρίτζες8.

Ομως, οι εργάτες γνωρίζουν ότι όλες αυτές οι προσπάθειες γίνονται γιατί ο Μπρίτζες ήταν ηγετικό στέλεχος στη γενική απεργία του Σαν Φραντσίσκο το 1934, η οποία αποτέλεσε εκδήλωση της αδιάσπαστης ενότητας και πηγή έμπνευσης για την αμερικάνικη εργατική τάξη. Επαιξε αποφασιστικό ρόλο στην αύξηση των μισθών και έξω από το Σαν Φραντσίσκο. Εδωσε το σύνθημα για ακόμα μεγαλύτερες μάχες και μεγαλύτερες νίκες.

Σημειώσεις:

1. Αυτές οι Χούβερβιλ, οι οποίες ονομάστηκαν έτσι από τους ανέργους «προς τιμήν» του Προέδρου Χούβερ, παρουσιάστηκαν σε όλες σχεδόν τις μεγάλες πόλεις της χώρας. Σ' αυτές ζούσαν μέσα σε απερίγραπτες συνθήκες οι άποροι και οι άστεγοι, δεκάδες χιλιάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά. Μια ιδέα για τη φτώχεια και την αθλιότητα αυτών των περιοχών μπορούμε να πάρουμε από τα παρακάτω: «Μια έγκυος γυναίκα ζει στη Χούβερταουν, στην άκρη της βιομηχανικής περιοχής του Λος Αντζελες. Για στέγη έχει ένα κομμάτι καραβόπανο απλωμένο πάνω από το κρεβάτι. Εκείνη και ο άντρας της είναι άνεργοι εδώ και μήνες. Τρέφονται με σάπια λαχανικά, αυτά που πετιούνται από τις λαϊκές αγορές σαν ακατάλληλα για πούλημα» (Γράμμα από έναν εργάτη του Λος Αντζελες που παρατίθεται στο: G. Hutchins, Women who work, σελ. 3).

2. Σχετικά με τον Αρτσιμπαλντ Μπ. Ρούζβελτ, γραμματέα του Εθνικού Οικονομικού Συνδέσμου, και με μερικά άλλα μέλη του, το μέλος του Κογκρέσου Πάτμαν είπε στη Βουλή στις 3 του Γενάρη 1933: «Ο Αρτσιμπαλντ Ρούζβελτ επιδιώκει να πάρει επιχορήγηση, ούτε λίγο ούτε πολύ, ενός εκατομμυρίου δολαρίων το χρόνο από την κυβέρνηση για μια από τις ναυτιλιακές και ατμοπλοϊκές εταιρείες που έχει, όταν κι ένα καναρίνι ακόμα αρκεί για να μεταφέρει στις πλάτες του ολόκληρο τον... όγκο του ταχυδρομείου του οποίου τη μεταφορά έχουν αναλάβει αυτές οι εταιρείες. Ο ναύαρχος Μπερντ, άλλο ένα δραστήριο μέλος της παράνομης αυτής οργάνωσης, αποσπά 4.600 δολάρια το χρόνο από το κράτος, χωρίς να έχει μείνει ανάπηρος όταν υπηρετούσε στη διάρκεια του πολέμου. Ακόμη ο φίλος μας στρατηγός Πέρσινγκ, που αποσπά 21.000 δολάρια το χρόνο από το κράτος, είναι επίσης μέλος αυτής της παράνομης οργάνωσης. Είναι πικραμένος και ενοχλημένος από το γεγονός ότι μερικοί από τους πρώην φαντάρους του παίρνουν τώρα 12 δολάρια το μήνα για 49% αναπηρία». (Congressional Record, 72:2, σελ. 1.232).

3. Το 1933 πρόεδρος του Συνδικαλιστικού Ενωτικού Συνασπισμού ήταν ο Τζακ Στέιτσελ, ο οποίος αργότερα καταδικάστηκε σε φυλάκιση πέντε χρόνων για παράβαση του ανελεύθερου νόμου Σμιθ.

4. Τα τελευταία χρόνια γνώρισε κάμψη η βιομηχανική κατασκοπεία των Πίνκερτον, εφόσον την παρακολούθηση και κατάδοση των εργατών ανέλαβε το FBI. Οι απολύσεις των μαχητικών συνδικαλιστών τώρα (1955 - σ.τ.μ.) γίνονται με τη διαδικασία ακροάσεων στο Κογκρέσο και συχνά διεξάγονται λίγο πριν τις εκλογές στα εργατικά συμβούλια.

5. Το 1953 ο Τζόζεφ Π. Ράιαν διώχτηκε από τη θέση του προέδρου της Διεθνούς Ενωσης Λιμενεργατών και παραπέμφθηκε σε δίκη για κλοπή χρημάτων του συνδικάτου τα οποία προόριζε για την καταπολέμηση του κομμουνισμού.

6. Η εθνική γιορτή των ΗΠΑ (σ.τ.μ.).

7. Λαϊκή ονομασία του Σαν Φραντσίσκο (σ.τ.μ.).

8. «Μνημείο ανθρώπινης μισαλλοδοξίας» χαρακτήρισε τη δίωξη του Μπρίτζες το μέλος του Ανώτατου Δικαστηρίου Φρανκ Μέρφι. Ο συνάδελφος του Ντάγκλας διαπίστωσε το 1945 ότι ο Μπρίτζες ήταν υπεύθυνος μόνο «για τη μαχητική υπεράσπιση του συνδικαλισμού» και ποτέ δεν ήταν ένοχος για «ανατρεπτική δραστηριότητα που απαγορεύει ο νόμος».Ο κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του Χάρβαρντ, Τζέιμς Λάντις, μετά από σειρά ακροάσεων το 1939, συμπέρανε ότι ο Μπρίτζες «δεν είναι μέλος ούτε σχετίζεται κατά κάποιον τρόπο με το Κομμουνιστικό Κόμμα». Περιέγραψε ένα μάρτυρα κατηγορίας στην υπόθεση Μπρίτζες σαν «ψεύτη κατά την ιδία του ομολογία», «παθολογικό» και «διεφθαρμένο» και άλλους σαν «προκατειλημμένους, αμετροεπείς και αυταρχικούς».


Πηγή : Ριζοσπάστης 2 Ιουλιου 2012 - ένθετο τα σταφύλια της οργής)

Η παράδοση της χώρας στους ναζί, οι επιπτώσεις, οι ντόπιοι συνεργάτες τους και εχθροί της αντίστασης


Η παράδοση της χώρας στους ναζί, οι επιπτώσεις, οι ντόπιοι συνεργάτες τους και εχθροί της αντίστασης


Η προδοτική στάση των αρχών

Σαν ιδρυτική πράξη αυτής της σχέσης συνεργασίας μεταξύ ξένων και ντόπιων φασιστών μπορούμε να θεωρήσουμε την παράδοση στους Γερμανούς, από τον υφυπουργό Ασφαλείας Κ. Μανιαδάκη, 1600 συμπατριωτών του, κομμουνιστών και άλλων αντιπάλων του δικτατορικού καθεστώτος. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πολιτικοί κρατούμενοι ζητούσαν την αποφυλάκιση τους προκειμένου να συγκρουστούν με τον κατακτητή ενώ την ίδια στιγμή ο βασιλιάς και η ελληνική κυβέρνηση είχαν αυτοεξοριστεί (πολύ μου αρέσει αυτή η λέξη) στην Αίγυπτο επιδεικνύοντας έτσι περίσσιο θάρρος.[1]

Η κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου που ανέλαβε την διακυβέρνηση στις 30/4/1941 ενώ είχε πρώτα διαχειριστεί την ανευ όρων παράδοση της χώρας στους ναζί, επιδόθηκε με περίσσια θέρμη στην εξυπηρέτηση του ρόλου του αστυνόμου-τρομοκράτη, υποβοηθώντας τους κατακτητές (Βούλγαρους, Γερμανούς και Ιταλούς) στο δύσκολο έργο να επιβάλλουν την κυριαρχία τους. Πλήθος εγγράφων μαρτυρούν την ανάληψη αυτής της “υποχρέωσης” της κυβέρνησης του Τσολάκογλου προς τους κατακτητές.

Ο Τσολάκογλου ζητούσε από τον υπουργό Δημόσιας Ασφάλειας "την λήψιν αυστηροτάτων μέτρων κατά παντός οργάνου της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων, το οποίο ου μόνον ήθελε παραμελήσει την εκτέλεσιν του καθήκοντος του, αλλά και δεν ήθελε να συμπεριφερθεί καλώς και επιζητήσει ουσιαστικώς και τυπικώς στενήν συνεργασίαν προς τα όργανα των Ιταλών Βασιλικών καραμπινιέρων"[2]. Ο υπουργός Δημόσιας Ασφάλειας Ν.Μάρκου, εξάλλου, βεβαίωνε τον πρωθυπουργό του ότι "αι υπηρεσίαι Χωροφυλακής και Αστυνομίας Πόλεων θα δίδωσιν εις τας αρχάς κατοχής εις σχετικάς αιτήσεις των τα ονοματεπώνυμα των κομμουνιστών"[3], ενώ έσπευδε παράλληλα να ορίσει σαν τόπους εκτόπισης των κομμουνιστών που συλαμβάνονταν τον Άγιο Ευστράτιο, την Ανάφη, τη Φολέγανδρο, τη Σίφνο, το στρατόπεδο της Ακροναυπλίας και τους πρώην στρατώνες του πυροβολικού “Παύλος Μελάς” στη Θεσσαλονίκη. Ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός της μοναρχοφασιστικής δικτατορίας της 4ης Αυγούστου πέρασε στην υπηρεσία των κατακτητών.[4]

Παράλληλα με όλα αυτά ιδρύθηκαν στην χώρα φασιστικά κόμματα και οργανώσεις. Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας, Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωση (ΕΣΠΟ), Οργάνωση Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδας(ΟΕΔΕ), κ.α.[5]

Ο Αστικός Τύπος
Μόλις οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα έσπευσαν να πάρουν στα χέρια τους την ραδιοφωνία και τον Τύπο. Οι ιδιοκτήτες των εφημερίδων, συμφώνησαν με τους κατακτητές να συνεχίσουν τις εκδόσεις τους, ακόμα και αν αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να γίνουν φερέφωνα τους. Έτσι έχουμε εφημερίδες όπως η “Καθημερινή” η “Εστία” η “Ακρόπολις” η “Βραδινή” το “Ελεύθερον Βήμα” τα “Αθηναϊκά Νέα” και άλλες που υμνούσαν τον Άξονα και αντιστρατευόταν σε κάθε ιδέα και προσπάθεια αντίστασης.[6]

Αξίζει να ρίξουμε μια ματιά σε κάποια δημοσιεύματα τα οποία προέρχονται από τα ιστορικά του Ριζοσπάστη, Στα 70 Χρόνια από την ίδρυση του ΕΑΜ, σελ. 16-17:

Από την “Εστία” 29/4/1941 με το που μπήκαν οι χιτλερικοί στην Αθήνα

"Ο πόλεμος ετελείωσε διά την Ελλάδα. Θα νικήσει ο Άξων"(έτσι για να ανέβει το εθνικό φρόνημα).

Το “Ελεύθερο Βήμα”2/5/1941 φιλοξενούσε άρθρο που έκανε λόγο για κοινότητα συμφερόντων Ελλάδας και δυνάμεων του Άξονα.

Η “Ακρόπολις” 15/5/1941 ονόμαζε “το δεύτερο όχι”, δηλαδή την αντίσταση στους Γερμανούς, “εγκληματικότερον του πρώτου”, δηλαδή την αντίσταση στους Ιταλούς.

Η “Καθημερινή” 1/6/1941 έγραφε ότι “Καλώς συνετάγη” ο νόμος που τιμωρεί με θάνατο τους Έλληνες υπηκόους όσοι μετέχουν σε πολεμικές εχθροπραξίες κατά των γερμανών.

Τα “Καθημερινά Νέα” στον τίτλο τους ονόμαζαν Αίσχος την αντίσταση των πατριωτών στην Κρήτη κατά των ορδών του Χίτλερ.

Και για τις φιλικές προθέσεις των κατακτητών η “Καθημερινή” στις 30 Απρίλη 1941 γράφει:

“Ναι! Να γίνη και η ψυχική αποστράτευσις, περί της οποίας γράφει η “ΕΣΤΙΑ”. Ο πόλεμος ετελείωσε και πρέπει να το πιστεύσωμεν και να ασχοληθώμεν με τα ειρηνικά μας έργα. Αυτή είναι η σπουδαιότερη υπηρεσία εξ όσων έχομεν να προσφέρωμεν εις την χώρα μας. Με την ψυχικήν αποστράτευσην θα αισθανθούμε την λύτρωσιν από τον εφιάλτην του πολέμου και θα αγωνισθώμεν, δια να αναδείξουμε την παραγωγήν και τον πολιτισμόν μας.”

Και στις 29 του ίδιου μήνα:
“Δεν το γράφομεν εκ λόγων κολακείας, αλλά διότι είναι γενική εντύπωσις: Οι Γερμανοί στρατιώται, όσοι εκυκλοφόρησαν κατά τας ημέρας αυτάς εις την πόλιν, υπήρξαν όλοι υποδείγματα ευπρέπειας και ευγένειας” και σε άλλο άρθρο, προκειμένου να σιγουρευθεί ο λαός ότι οι γερμανοί είναι φίλοι του, αναφέρονται τα εξής. “Αυταί οι εκδηλώσεις των ευάριθμων-ευτυχώς ευάριθμων-μωρών ανθρώπων, πρέπει να τελειώνουν. Δεν τους οφείλομεν τίποτε να προδίδουν και να δηλητηριάζουν μίαν απολύτως φιλικήν ατμόσφαιρα μεταξύ του Λαού και των στρατευμάτων κατοχής. Εις το κάτω-κάτω είναι και έλλειψις στοιχειώδους αγωγής αι τοιούται εκδηλώσεις (σ.σ. προς τους αιχμαλώτους Άγγλους εκ μέρους του Λαού)”.

Τέλος τα “Αθηναϊκά Νέα” 2/6/1941 γράφουν
"Λησμονούντες ότι από της πρώτης στιγμής οι Γερμανοί μας εφέρθησαν ως φίλοι, ότι δε μας βοήθησαν εις όλα, ότι μας συνέδραμαν εις όλα, ότι αποδέσμευσαν τρόφιμα που ήσαν λεία πολέμου, ότι εργάζονται διά να αποκαταστήσουν τας συγκοινωνίας μας, ότι μας έδωσαν ύλας που χρειαζόμεθα, δια να επικοινωνήσωμεν μετά των επαρχιών. Οι άνθρωποι, που ελησμόνησαν τας υπηρεσίας αυτάς, δεν ειναι Έλληνες. Είναι ή πεπωρωμένοι άνθρωποι ή όργανα των ξένων (!!!)"

Στο ένθετο του Ριζοσπάστη θα βρείτε περισσότερες πληροφορίες και αποσπάσματα σχετικά με τον ρόλο του τύπου την περίοδο της Γερμανικής κατοχής τα οποία για να μην γίνει τεράστιο το άρθρο δεν μπορώ να τα δημοσιεύσω. Το ένθετο θα το βρείτε εδώ σε ηλεκτρονική μορφή.

Η Εκκλησιαστική αρχή
Θέση κατά της αντίστασης όμως πήρε και η επίσημη εκκλησία, ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνόςαπευθυνόμενος στον Ελληνικό Λαό γράφει:

“Ουδέν έχομεν να ωφεληθώμεν εξ οιωνδήποτε αποπειρών και προκλήσεων εναντίον των Αρχών κατοχής. Διά τούτο πάντες οφείλομεν, αφιερωμένοι εις την παραγωγικήν εργασίαν, ν’ αναμείνουμε την ώρα της ειρήνης, εγκαρτερούντες και πιστεύοντες εις τον δικαιοκρίτην Θεόν”[7]

Ενώ σε επιστολή προς τον πληρεξούσιο του Ράιχ στην Ελλάδα Γκ. Αλτενμπουργκ:

"Είναι περιττόν και να λεχθεί ότι εκ της τοιαύτης περιπλοκής μόνον ζημίαι, υλικαί και ηθικαί, δύνανται να προκύψουν δι’ αμφότερα τα μέρη, ωφελήματα δε μόνον διά τους έχοντας συμφέρον να οξύνουν και να διαιωνίζουν την αντίθεσιν μεταξύ Δυνάμεων Κατοχής και Ελληνικού Λαού"[8]


Πόσο φίλοι ήταν οι κατακτητές; Μήπως είχαν δίκιο οι εφημερίδες τελικά ότι την Κατοχή έπρεπε να χαλαρώσουμε και να την απολαύσουμε;
Μερικά στατιστικά στοιχεία για την περίοδο της κατοχής και τα εγκλήματα των κατακτητών και των συνεργατών τους από το δοκίμιο ιστορίας σελ. 444-445:

- Οι χιτλερικοί ίδρυσαν στη χώρα μας 36 στρατόπεδα συγκέντρωσης ενώ ήταν χιλιάδες οι Έλληνες που στέλνονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης εκτός της χώρας.

- Οι εκτελεσμένοι πατριώτες έφτασαν τις 48 χιλιάδες και οι όμηροι πάνω από τις 100 χιλιάδες.

- Εξοντώθηκε το 87% του εβραϊκού πληθυσμού της Ελλάδας.

Παράλληλα με τις εκτελέσεις ή σε συνδυασμό με αυτές, οι χιτλερικοί με τους εθνοπροδότες έκαναν πολλές επιδρομές και μπλόκα σε συνοικίες πόλεων και σε χωρία, ακολουθούν ενδεικτικά μερικές πληροφορίες σχετικά με τέτοιες ενέργειες(από το δοκίμιο, σελ. 446-447).

Ενδεικτικά μόνο καθώς οι σφαγές ήταν πολλές:

- 14/10/1941, κατακτητές μαζί με ντόπιους συνεργάτες τους εκτελούν σε δυο φάσεις 315 κατοίκους του χωριού Μεσόβουνο της Δυτικής Μακεδονίας και ισοπεδώνουν το χωριό.

- 25/10/1941, εκτελούν 222 άνδρες και καταστρέφουν τα χωριά Άνω και Κάτω Κερδύλια της Κεντρικής Μακεδονίας.

- 15/8/1943, καταστρέφουν το χωριό Κομμένο της Ηπείρου και εκτελούν 317 κατοίκους.

Η μαζικότερη σφαγή ήταν η σφαγή των Καλαβρύτων που από τις 5-13 του Δεκέβρη εκτελέστηκαν 1.100 πατριώτες, 776 εκτέλεσαν μέσα στην πόλη από τους οποίους ο μικρότερος ήταν 12 ετών.[9]

Οι οικονομικές επιπτώσεις της Κατοχής, διότι ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται
Η αγροτική παραγωγή της χώρας που προπολεμικά κάλυπτε τα 2/3 των αναγκών της χώρας πέφτει το 1941 και 1942 στο 40% της προπολεμικής. Η παραγωγή σιτηρών έπεσε από τους 1.100 χιλιάδες τόνους στους 850.000 το 41 και στους 690.000 το 42. Οι εισαγωγές τροφίμων από τους 700.000 τόνους προπολεμικά, έπεσαν στους 76.400 τόνους, όπως ήταν φυσικό την περίοδο 41-42 την χώρα την έπληξε τρομερός λιμός που στην Αθήνα και τον Πειραιά στοίχησε τη ζωή τουλάχιστον του 1/10 των κατοίκων[10] Σαν να μην έφτανε αυτό, την περίοδο που ο λιμός μάστιζε την χώρα, οι κατακτητές μαζί με τους ντόπιους συνεργάτες τους έκαναν ότι μπορούσαν για να αρπάξουν την εναπομένουσα παραγωγή των αγροτών, δυσχεραίνοντας έτσι ακόμη περισσότερο τις συνθήκες για τον Λαό.[11](οι φίλοι μας οι Γερμανοί μας έθεσαν εις αναγκαστικήν δίαιτα δια να μην παχύνουμε, υποθέτω θα έγραφε ο αστικός Τύπος της εποχής).

Ο βιομηχανικός κλάδος ακολούθησε χειρότερη κατρακύλα αφού η βιομηχανική παραγωγή σχεδόν σταμάτησε, ενώ ενδεικτικά οι εισαγωγές πρώτων υλών από 1.659 χιλιάδες τόνους προπολεμικά μειώθηκαν το 41 σε 79 μόλις χιλιάδες τόνους. Οι μισθοί έπεσαν, οι τιμές των τροφίμων ανέβηκαν ραγδαία (ως και 11,5 φορές πάνω), ενώ οι Γερμανοί και οι Ιταλοί απομυζούσαν την οικονομία με τα κατοχικά δάνεια και την βίαια εισχώρηση του Γερμανικού και Ιταλικού κεφαλαίου. Οι ιταλικές και γερμανικές εταιρίες έβαλαν στο χέρι το εξωτερικό εμπόριο, το κρατικό μονοπώλιο καθώς και το 51/100 των μετοχών όλων των μεγάλων επιχειρήσεων της χώρας, όλα αυτά φυσικά έγιναν δια της βίας. Πιο συγκεκριμένα, το εθνικό εισόδημα έπεσε από τα 62 δις δραχμές το 1939 στα 21 το 41 και στα 7 το 42, ενώ ο προυπολογισμός απο 14,7 δις δραχμές το οικονομικό έτος 1938-1939, μόλις έφτανε τα 600 εκ. το 1941-1942.[12]

Αυτή ήταν η εικόνα της κατακτημένης Ελλάδας, υπο τους κατά τα άλλα πολιτισμένους και ευγενικούς(όπως τους αποκαλούσε ο αστικός τύπος) κατακτητές. Σε αυτή τη δεινή θέση έφεραν την χώρα οι θιασώτες του φασισμού και του ναζισμού ντόπιοι και ξένοι (το λεω και το ξαναλέω), έχοντας βέβαια να αντιμετωπίσουν την σθεναρή και ηρωική αντίσταση μεγάλου μέρους του Ελληνικού λαού, με αιχμή του δόρατος το ΚΚΕ και τις οργανώσεις του.

Κάπου εδώ σταματάει το δεύτερο μέρος της αναφοράς μου στον φασισμό που γνωρίσαμε (και ξεχάσαμε), εστιασμένο κυρίως στα δεινά της γερμανικής κατοχής και σε όσους την υποστήριξαν. Σίγουρα ένα άρθρο λίγων σελίδων (που δεν μπορεί να γίνει μεγαλύτερο λόγω της φύσης του μέσου) αδυνατεί να καλύψει όλα τα ζητήματα μιας και το θέμα είναι τεράστιο, ελπίζω όμως να κατάφερα ενδεικτικά να δοθεί έστω μια αντιπροσωπευτική εικόνα.

Πρόκειται να ακολουθήσει και τρίτο μέρος το οποίο θα αναφέρεται στην μετακατοχική εποχή.

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)

[1] Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, Α Τόμος, 1918-1949, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2011, σελ. 365.

[2] Πρόεδρος της Κυβερνήσεως. Επιτροπή Συνδέσμου μετά της Ιταλικής Διοικήσεως. Απόρρητος, επείγουσα,, 21-8-1941.

[3] Υπουργείον Δημοσίας Ασφαλείας. Διεύθυνσης Εθνικής Ασφαλείας. Γραφείο Ε, Αριθ. Εμπ. Πρωτ. 13/16-8-1941.

[4] Δοκίμιο ιστορίας, σελ. 370-371.

[5] Δοκίμιο ιστορίας, σελ. 371.

[6] Ριζοσπάστης Ιστορικά, Στα 70 χρόνια από την ίδρυση του ΕΑΜ, 25 Σεπτέμβρη 2011, σελ. 16.

[7] Ο.Π. σελ. 17.

[8] Ο.Π. σελ. 17.

[9] Δοκίμιο Ιστορίας, σελ. 447.

[10] Ο.Π, σελ. 392-393.

[11] Ο.Π, σελ. 393.

[12] Ο.Π, σελ. 369-370, 392.

Πηγή: Poexania

Δεν εχεις λεφτα;;;;;......ΠΕΘΑΙΝΕΙΣ


Στοπ ιατρών Κέρκυρας λόγω... ΕΟΠΥΥ: Πληρώστε για να εξεταστείτε!






Να συνταχθούν με την απόφαση του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου αποφάσισαν τα μέλη του Ιατρικού Συλλόγου Κέρκυρας και, έτσι, από την ερχόμενη Δευτέρα διακόπτουν τη συνεργασία τους με τον ΕΟΠΥΥ και θα δέχονται μόνο με πληρωμή των υπηρεσιών τους. Έτσι, οι ασφαλισμένοι του Οργανισμού (που περιλαμβάνει το ΙΚΑ, τον ΟΓΑ, το Δημόσιο και πολλά ακόμα Ταμεία) να πρέπει, εκτός από τα φάρμακα λόγω των κινητοποιήσεων των φαρμακοποιών, να πληρώνουν από την τσέπη τους και τις επισκέψεις στον ιατρό τους!
Η Ένωση Ιατρών ΕΟΠΥΥ εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία αναφέρει μεταξύ άλλων ότι η συγκρότηση του μεγαλύτερου οργανισμού παροχής υπηρεσιών υγείας έγινε με πρόχειρο και αποσπασματικό τρόπο, χωρίς σωστό σχεδιασμό και κυρίως με ελλιπέστατη χρηματοδότηση. Ο προϋπολογισμός του, σημειώνεται, ξεκίνησε με έλλειμμα 683 εκατ. ευρώ και αυτή τη στιγμή παρουσιάζει ήδη για τους πρώτους 8 μήνες του 2012 «μαύρη τρύπα» 1,5 δισ. ευρώ με προοπτική αυτό το ποσό να γίνει 2 δισ. μέχρι τέλους του έτους.
Σύμφωνα με την Ένωση Ιατρών ΕΟΠΥΥ, ο Οργανισμός οφείλει στους κλινικούς ιατρούς πάνω από 50 εκατ. ευρώ και στους εργαστηριακούς ιατρούς 200 εκατ. για το 2012 καθώς και 570 εκατ. ευρώ και 540 εκατ. αντίστοιχα για τα έτη 2010 και 2011. Προσθέτει ότι «όλα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι ιατροί έχουν δανείσει ατόκως τον ΕΟΠΥΥ με πάνω από 1,3 δισ. ευρώ τα τελευταία 2 έτη».

ΕΛΛΗΝΑΡΑΔΕΣ πατριωτες...ΔΟΥΛΕΜΠΟΡΟΙ


«φέτος η φράουλα δεν πήγε καλά…»











Την Κολομβία της Νέας Μανωλάδας Ηλείας, ανέδειξε για μια ακόμη φορά η πρόσφατη δολοφονική επίθεση κατά του Αιγύπτιου εργάτη γης , τον οποίον οι «άνθρωποι – αγρίμια» της περιοχής, έσυραν «κρεμασμένο» στη πόρτα αυτοκινήτου τους πριν τον πετάξουν αναίσθητο και αιμόφυρτο στην άκρη του δρόμου.

Μια χυδαία ιστορία εκμετάλλευσης δεκάδων αλλοδαπών εργατών από «εισαγόμενο» τσιφλικά φράουλας και η δράση «πληρωμένων μαφιόζων» , κρύβεται –σύμφωνα με πληροφορίες – πίσω από την βάρβαρη επίθεση κατά του μετανάστη εργάτη που νοσηλεύεται σε σοβαρή κατάσταση στο νοσοκομείο.

Το ρεπορτάζ λέει ότι πίσω από το αιματηρό περιστατικό, υπάρχει η προκλητική ασυδοσία του τσιφλικά ο οποίος με το πρόσχημα ότι «φέτος η φράουλα δεν πήγε καλά…» αποφάσισε να αφήσει απλήρωτους πάνω από 150 μετανάστες εργάτες γης από το Μπαγκλαντές και την Αίγυπτο που τα κυκλώματα των δουλεμπόρων είχαν προωθήσει εκεί . Όμως οι περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν χαρτιά και άδειες παραμονής με αποτέλεσμα να μη μπορούν να διεκδικήσουν τα δεδουλευμένα με νόμιμο τρόπο από το πανίσχυρο «αφεντικό» .

Ανθρωποι της περιοχής που θέλησαν για ευνόητους λόγους να τηρήσουν την ανωνυμία τους , φοβισμένοι κάνουν λόγο για μια καλά δομημένη εγκληματική ομάδα με ιεραρχία, εντολείς και αδίστακτους μπράβους, ανθρώπους της νύχτας και του υποκόσμου , οπλοφόρους που ξυλοκοπούν και τρομοκρατούν τους κατατρεγμένους αλλοδαπούς εργάτες γης που τολμούν να σηκώσουν το κεφάλι τους και να ζητήσουν τα χρήματα από τα μεροκάματα που έκαναν , χύνοντας ποτάμια ιδρώτα στα απέραντα φραουλοχώραφα της Νέας Μανωλάδας.

Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι θύματα όλων αυτών είναι εκτός των αλλοδαπών εργατών και ο κάθε ντόπιος πολίτης που θα τολμήσει να αντιδράσει η να εκφράσει δημόσια τη γνώμη του για τα όσα συμβαίνουν εκεί.

Είναι σε όλους γνωστό ότι οι φράουλες που καλλιεργούνται επί χρόνια στη Νέα Μανωλάδα Ηλείας, είναι ποτισμένες με ιδρώτα , αίμα και εκμετάλλευση χιλιάδων αλλοδαπών εργατών γης που άφησαν τις πατρίδες τους αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο. Αυτό αποδεικνύεται και από τα επίσημα στοιχεία των Αρχών .

Τα τελευταία τέσσερα χρόνια το τοπικό αστυνομικό τμήμα έχει σχηματίσει πάνω από 200 δικογραφίες σε βάρος εκείνων που φιλοξενούν αλλοδαπούς στα κτήματά τους παράνομα και με το αζημίωτο τους καταυλισμούς της ντροπής. Το 20% των δικογραφιών αφορούν υποθέσεις για παράνομη εργασία…

Είναι επίσης γνωστό ότι το καθεστώς της Μαφίας που δραστηριοποιείται εκεί για να προστατέψει τα συμφέροντα ορισμένων μεγαλοτσιφλικάδων , περιέργως ουδέποτε εξαρθρώθηκε ή ενοχλήθηκε από τις αρμόδιες Αρχές. Και ας επισημάνθηκε με πρωτοσέλιδα από μεγάλες Αθηναϊκές εφημερίδες.

Η μαρτυρία της δημοσιογράφου Ντίνας Δασκαλοπούλου στο «Ε» της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας» πριν από δύο περίπου χρόνια όταν προσπαθούσαμε μαζί να κάνουμε ρεπορτάζ, είναι ενδεικτική του κλίματος που επικρατεί στη περιοχή …
« Οπου κι αν πηγαίναμε μας ακολουθούσαν ο επιστάτης με το μηχανάκι κι ένα μαύρο αγροτικό πολυτελείας…Δεν άργησαν και τα περίεργα τηλεφωνήματα. «Μαζέψτες τους ρουφιάνους…» και οι πληροφορίες ότι «εδώ με δυο χιλιάρικα σε ξαπλώνουν κάτω»
« Μετανάστες σε συνθήκες ελεγχόμενης ελευθερίας αμείβονται με 23 ευρώ την ημέρα και καταβάλουν περίπου τα μισά για προστασία αλλά και για ενοίκιο στις τρώγλες όπου διαβιούν…»- έγραψε τότε ο «Ελεύθερος Τύπος» .

« Ολοι αυτοί βεβαίως είναι ένοχοι, όχι για την επίθεση στους δημοσιογράφους, αλλά γιατί ανέχονται και με την ανοχή τους υποδαυλίζουν ένα εξευτελιστικό για κάθε πολιτισμό καθεστώς ΞΕΝΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ. Διότι μόνο έτσι μπορεί να χαρακτηριστεί η κράτος εν κράτει συμπεριφορά των «ντόπιων» απέναντι στους «ξένους» – κάποτε Πακιστανούς, τώρα Ρουμάνους και Βούλγαρους και διαχρονικά Ελληνες…» – έγραψε την ίδια περίοδο το ΒΗΜΑ τότε που η δημοσιογραφική του αποστολή δέχθηκε δολοφονική επίθεση από τους νταβατζήδες των φραουλοπαραγωγών επειδή τόλμησε να κάνει ρεπορτάζ…
Παρ όλα αυτά, σήμερα τίποτα δεν έχει αλλάξει .

Τα στραβά μάτια της Πολιτείας απέναντι στην αθλιότητα και την ανθρώπινη εκμετάλλευση και η σιωπή των τοπικών παραγόντων της Ηλείας , συνεχίζονται με προκλητικό τρόπο , υιοθετώντας με την στάση τους , την ασυδοσία των ντόπιων μαφιόζων. Οι οποίοι με πρόσχημα το κέρδος από τις φράουλες , καταλύουν κάθε έννοια νομιμότητας και ανθρώπινης αξιοπρέπειας , δέρνοντας και βασανίζοντας αλλοδαπούς εργάτες γης , δημοσιογράφους και όποιον τολμήσει να σηκώσει κεφάλι στα παντοδύναμα «μεγάλα αφεντικά».-

ΑΚΟΥΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΗΧΗΤΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΛΟΜΒΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΜΑΝΩΛΑΔΑΣ :






ΔΕΙΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΜΠΟΥΚΩΝ ΣΤΟΥΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΣ




 
http://mnodaros.blogspot.gr/2012/08/blog-post_27.html

Πολιτική άλλης διαχείρισης ή αντεπίθεση;


Πολιτική άλλης διαχείρισης ή αντεπίθεση;
Είναι γεγονός ότι η οικονομική κρίση του καπιταλισμού καταστρέφει παραγωγικές δυνάμεις με πρώτη απ' όλες την εργατική δύναμη, τους εργάτες. Η δραστική μείωση μισθών και συντάξεων, οι δραστικές περικοπές από τον κρατικό προϋπολογισμό σε τομείς αναγκαίους για τη ζωή της εργατικής λαϊκής οικογένειας όπως η υγεία, η πρόνοια, η παιδεία, η συνεχής επέκταση της εμπορευματοποίησής τους, η ανεργία που αυξάνεται ραγδαία, με το κλείσιμο εργοστασίων και άλλων τόπων δουλειάς, των μικρομάγαζων, η μείωση εργαζομένων, αλλά και η αδυναμία πληρωμής εργαζομένων από καπιταλιστικές επιχειρήσεις, αποκαλύπτουν αυτή την τεράστια καταστροφή της εργατικής δύναμης που ωθεί στην εξαθλίωση. Βεβαίως όλη αυτή η εξέλιξη των τριών τελευταίων χρόνων στηρίχτηκε στην πολιτική διαχείρισης της κρίσης και διεξόδου απ' αυτήν σε όφελος του κεφαλαίου. Πολιτική δηλαδή που μεταφέρει τις καταστροφικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης στις πλάτες της εργατικής τάξης και των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων, αυτοαπασχολούμενων και φτωχών αγροτών. Προκειμένου να χτυπηθεί όσο γίνεται λιγότερο το κεφάλαιο από την αναπόφευκτη καταστροφή ενός μέρους του λόγω κρίσης. Γιατί καταστρέφεται και κεφάλαιο. Το κλείσιμο εργοστασίων, η μείωση της παραγωγής σε όλους σχεδόν τους κλάδους της οικονομίας είναι καταστροφή.
***
Είναι επίσης γεγονός ότι από την αρχή της εκδήλωσης της οικονομικής κρίσης, τα αστικά επιτελεία, τα κόμματα του ευρωμονόδρομου, πασχίζουν να συγκαλύψουν την αιτία της οικονομικής κρίσης, (κρίση υπερσυσσώρευσης είναι, δηλαδή από μια χρονική περίοδο μεγάλης κερδοφορίας, συσσωρεύτηκαν κεφάλαια τα οποία τώρα δεν μπορούν να επενδυθούν γιατί δε θα φέρουν κέρδη, παράχτηκαν πολλά εμπορεύματα που δεν μπορούν να πουληθούν για να φέρουν κέρδη), ακριβώς γιατί αποκαλύπτει και το ότι η κρίση οφείλεται στην καπιταλιστική ιδιοκτησία, άρα ο καπιταλισμός είναι ξεπερασμένος και πρέπει να καταργηθεί, να ανατραπεί, πρέπει η μεγάλη καπιταλιστική ιδιοκτησία να γίνει κοινωνική ιδιοκτησία. Ετσι οι δυνάμεις του ευρωμονόδρομου μιλούν για κρίση χρέους και την αναγκαιότητα να αντιμετωπιστεί προκειμένου να δημιουργηθούν συνθήκες ανάπτυξης, καπιταλιστικής βεβαίως.Και παίρνουν πρόσθετα μέτρα καταστροφής της εργατικής, της λαϊκής οικογένειας όπως π.χ. η τεράστια πολύμορφη φορολογία.
***
Αυτή την πραγματικότητα αξιοποιούν ένα μέρος της αστικής προπαγάνδας, διάφοροι αστοί οικονομολόγοι, ο ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να στηρίξουν την αναγκαιότητα εφαρμογής άλλης πολιτικής διαχείρισης και εξόδου από την κρίση και ανάπτυξης σε όφελος του κεφαλαίου, μιλώντας βεβαίως στο όνομα του λαού και των βασάνων του, από τη σημερινή πολιτική. Βασικό τους επιχείρημα ότι η πολιτική μείωσης του εργατικού, του λαϊκού εισοδήματος με τις αναδιαρθρώσεις, φέρνει ύφεση, λένε κάποιοι, δε συμβάλλει να βγει η οικονομία από την ύφεση και τραβάει χρονικά σε μάκρος λένε άλλοι, γιατί το χτύπημα του εργατικού εισοδήματος μειώνει τη ζήτηση, επομένως δεν μπορεί να κινηθεί, να αναπτυχθεί η οικονομία. Αρα πρέπει να τονωθεί η ζήτηση που σημαίνει να τονωθεί το εργατικό, το λαϊκό εισόδημα. Η ζήτηση θα φέρει ανάπτυξη.
***
Βεβαίως ο καπιταλισμός μπορεί να ξεπεράσει την οικονομική καπιταλιστική κρίση σε όφελός του, αφού καταστρέψει εργατική δύναμη και μέρος του κεφαλαίου,αλλά με νέες επενδύσεις και σε τομείς που απαιτούν μεγάλη παραγωγικότητα εργασίας, δηλαδή απαιτούν νέα ακόμη πιο σύγχρονα μέσα παραγωγής που παράγουν με λιγότερους εργάτες και βγάζουν περισσότερα κέρδη. Δεν είναι τυχαίο ότι μιλούν π.χ. για επενδύσεις στη λεγόμενη πράσινη ενέργεια, (ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά), που απαιτούν ελάχιστη εργατική δύναμη. Και ταυτόχρονα πάμφθηνη εργατική δύναμη. Το βασικό τους πρόβλημα για να κάνουν επενδύσεις, είναι η ανταγωνιστικότητα. Που σημαίνει εφαρμογή όλων των αντεργατικών αναδιαρθρώσεων, όπως η μείωση των μισθών και των συντάξεων, των παροχών σε υπηρεσίες υγείας - πρόνοιας, αλλά και εργασιακές σχέσεις ευέλικτες. Θέλουν ένταση της εκμετάλλευσης. Επομένως το κεφάλαιο όχι μόνο δεν πρόκειται να δημιουργήσει όρους ζήτησης, δηλαδή αύξηση μισθών π.χ. ή μείωση φορολογίας του λαού, αλλά απαιτεί να παρθούν πίσω όσες ακόμη εργατικές κατακτήσεις έχουν απομείνει για να κάνει επενδύσεις. Αν αυξηθεί η τιμή της εργατικής δύναμης, μειώνονται τα κέρδη. Μα θα πει κάποιος ότι θα κάνουν επενδύσεις, αλλά πάλι η ζήτηση θα είναι μικρότερη. Μόνο που τα κέρδη τους θα είναι μεγαλύτερα, αφού η μείωση των μισθών και οι άλλες αντεργατικές αναδιαρθρώσεις αυξάνουν την εκμετάλλευση. Αλλωστε το ύψος των μισθών εξαρτάται από την ταξική πάλη. Δεν αποκλείεται σε κάποια στιγμή σε περίοδο ανάκαμψης κάτω από την ανάπτυξη ταξικών αγώνων να υπάρξει κάποια αύξηση μισθών. Αλλά η τάση μείωσής τους στον καπιταλισμό είναι προδιαγεγραμμένη. Επομένως η εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα, πρέπει να έχουν καθαρό πως καμιά πολιτική διαχείρισης δεν πρόκειται να τους ανακουφίσει. Το ξεπέρασμα της κρίσης σε όφελός τους απαιτεί ανατροπή του καπιταλισμού και κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων. Να γιατί λέμε ότι διέξοδος σε όφελος του λαού θα έρθει όταν ο ίδιος αποφασίσει την αντεπίθεση για ρήξη, σύγκρουση με το κεφάλαιο, για αποδέσμευση από την ΕΕ, μονομερή διαγραφή του χρέους και να πάρει την οικονομία από τους καπιταλιστές στα δικά του χέρια.

Δικό τους τακίμι η «Χρυσή Αυγή»


Δικό τους τακίμι η «Χρυσή Αυγή»
Ο αντιμεταναστευτικός παροξυσμός της κυβέρνησης, προϊόν της ταξικής πολιτικής της ενάντια σε Ελληνες και ξένους εργάτες, ευθύνεται για την έξαρση του ρατσισμού, με φαινόμενα τύπου Μανωλάδας και «ταΐζει» τη «Χρυσή Αυγή». Το φασιστικό μόρφωμα παρουσιάζεται να κοντράρεται τάχα με την κυβέρνηση, αλλά στην πραγματικότητα «το ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δυο το πρόσωπο» ενός συστήματος σάπιου από την κορφή έως τα νύχια. Η κυβέρνηση εξαπολύει πογκρόμ σε βάρος των μεταναστών, στοχοποιώντας τους για όλα τα δεινά που περνάει σήμερα ο λαός εξαιτίας της καπιταλιστικής κρίσης και της αστικής διαχείρισης υπέρ του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, ανοίγει υποκριτικά το μέτωπο προς τη «Χρυσή Αυγή», για να της δώσει άλλοθι, σαν το μακρύ χέρι του συστήματος στη χειραγώγηση και το τσάκισμα του λαού.
Μιλώντας σε συγκέντρωση οπαδών του στις Θερμοπύλες, ο επικεφαλής της «Χρυσής Αυγής» έκανε λόγο για «προδότες πολιτικούς». Είπε για τη Βουλή ότι «αισθανόμαστε άβολα εκεί μέσα» και πως «αν θέλουν τα εγκαταλείπουμε ανά πάσα στιγμή. Βγαίνουμε στους δρόμους για να δούμε πόσα απίδια βγάζει ο σάκος». Αλλο ένα δείγμα της σαπίλας του κοινοβουλευτισμού στο αστικό σύστημα. Ποιος όμως έστρωσε το έδαφος, ώστε το παραλήρημα της «Χρυσής Αυγής» να βρίσκει σήμερα «πάτημα» σε λαϊκές συνειδήσεις; Οι ίδιοι που καμώνονται πως την πολεμούν. Τα αστικά κόμματα και οι παραφυάδες τους, καλλιέργησαν συνειδητά ή ανέχτηκαν τη λογική του «κλέφτες πολιτικοί» και «οι 300 στο Γουδή», για να εκτονώσουν ανώδυνα τη λαϊκή αγανάκτηση και να συγκαλύψουν τις πραγματικές αιτίες και τους ένοχους της κρίσης.
Ποιος δε θυμάται τους αλαλαγμούς χαράς των αστικών επιτελείων για τις «πλατείες» και το Σύνταγμα, όπου οργανωμένες ομάδες έριχναν τα παραπάνω συνθήματα, για να εγκλωβίσουν τους χιλιάδες που διαδήλωναν το δίκαιο θυμό τους για τη βάρβαρη πολιτική, αλλά αδυνατούσαν να δουν ολοκληρωμένα τα αίτια και να στραφούν στον πραγματικό αντίπαλο; Ολοι αυτοί, που έτριβαν τα χέρια τους όταν έβλεπαν τους συγκεντρωμένους να τα βάζουν με τους «κλέφτες πολιτικούς» και όχι με τη αστική τάξη και τους συνειδητούς υπηρέτες της, με την ΕΕ και την αντιλαϊκή στρατηγική της, έριξαν το λίπασμα για να φυτρώσουν αντιδραστικά μορφώματα τύπου «Χρυσής Αυγής». Αυτή με τη σειρά της, ανατροφοδοτεί την ίδια αντίληψη: Για τα δεινά των Ελλήνων φταίνε οι «προδότες πολιτικοί» και οι ξένοι που μας κλέβουν τις δουλειές και τον πλούτο.
Ψαρεύουν σε θολά νερά και με κάθε αφορμή δείχνουν τα δόντια τους στο κίνημα, ξερνώντας αντικομμουνισμό και μίσος για τους ταξικούς αγώνες. «Εμείς περιμένουμε την ώρα να είμαστε αρκετά δυνατοί για να διεκδικήσουμε το δίκιο των Ελλήνων. Θα δούμε τι σημαίνει τάγματα εφόδου» είπε ο Μιχαλολιάκος. Ποιο δίκιο θα διεκδικήσουν οι Χρυσαυγίτες; Μήπως του μεροκαματιάρη, Ελληνα και μετανάστη, που του κλέβει τον ιδρώτα η μεγαλοεργοδοσία και το κράτος της; Μήπως έβγαλαν ποτέ τους «κιχ» για την ΕΕ και τις αντιλαϊκές της συνθήκες; Ασφαλώς όχι. Αρα, για λογαριασμό ποιων θα αναμετρηθούν τα «τάγματά» τους, όπως οι ίδιοι λένε; Για λογαριασμό των ντόπιων αστών, σε βάρος της εργατικής τάξης και του λαού. Αυτός είναι ο ρόλος τους, γι' αυτό τους συντηρούν και τους προετοιμάζουν. Ο λαός πρέπει να τους απομονώσει. Τη δράση δολοφονικών οργανώσεων, μαζί και της κρατικής καταστολής, μπορεί και πρέπει να την αντιμετωπίσει και να τη βάλει στο περιθώριο μόνο ο οργανωμένος λαός που παλεύει για τη δική του εξουσία.

TOP READ