Ανα-νίψον ανομήματα
(τα απόνερα ενός κειμένου και μιας... εξεταστικής -όχι στη βουλή)
Ας ξεκινήσουμε με ένα υστερόγραφο στο χτεσινό κείμενο, που το έγραψα κάπως βιαστικά κι έτσι δεν μπήκε στη θέση του.
Μπορεί ο Κούλης να μπερδεύει το Βολταίρο με το Ρουσό, όπως η αστική δημοκρατία μπερδεύει στην πράξη τις διάφορες εξουσίες μεταξύ τους, πχ την "ανεξάρτητη" δικαιοσύνη με την πολιτική εξουσία, αλλά η αγορά ενός πανάκριβου σπιτιού, όπου έμενε κάποτε ο Γάλλος φιλόσοφος, από τη σύζυγό του, Μαρέβα, μπορεί να του δώσει το έναυσμα για μελέτη -αν και δεν την χρειάζονται όσοι είναι άριστοι- σε μια πόλη όπου διέφυγε κάποτε ως πολιτικός κρατούμενος, κι ας μην μπορεί -τότε λόγω ηλικίας και σήμερα για άλλους λόγους- να αρθρώσει σοβαρό πολιτικό λόγο. Και τότε να γίνει ένας πεφωτισμένος δεξιός πρωθυπουργός, που θα κυβερνά με σύνεση κι ηπιότητα, οπότε αντί πχ να επιστρατεύει τους απεργούς, θα τους λέει:
-Διαφωνώ με την απεργία σας, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σας να απεργείτε και να διεκδικείτε (αν και αμφισβητείται κατά πόσο είπε-έγραψε ο Βολταίρος την αυθεντική φράση)
Ή φαντάσου τον τελευταίο των Ρομανόφ το 17' πχ να λέει στους επαναστάτες.
-Διαφωνώ με την επανάστασή σας, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σας να εξεγείρεστε...
Και να το ακολουθεί όντως μέχρι τέλους...
Στην πράξη βέβαια η αστική δημοκρατία έχει τα όρια του Βολταίρου. Μπορεί δηλ στην καλύτερη να ανεχτεί να λες κάτι (σχετικά) ελεύθερα, αρκεί να μην πας να το πραγματοποιήσεις γιατί τότε θα βρεις τα πραγματικά όρια της ανοχής της και την εκδικητική της στάση απέναντι σε κάθε διεκδικητική κινητοποίηση.
Κι εξακολουθεί να υποκρίνεται πως τηρεί το διαχωρισμό των εξουσιών, που νίβουν η μία την άλλη κι όλες μαζί το σύστημα- αποφεύγοντας τάχα έτσι τη μεταξύ τους διαπλοκή και τη συγκέντρωσή τους σε λίγα χέρια. Όπως διατηρεί -θεωρητικά- το διαχωρισμό μεταξύ νομοθετικής κι εκτελεστικής εξουσίας, δηλ μεταξύ του κυβερνητικού, κοινοβουλευτικού λόχου και της κυβέρνησης (υπουργείων και λοιπών μηχανισμών).
Μια διάκριση που αίρεται με διαφορετικό τρόπο από τη δική μας σκοπιά στην κοινωνία του μέλλοντος, αφού ο νομοθέτης δεν ξεκόβει από την παραγωγή κι έχει άποψη από πρώτο χέρι για τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε ρύθμιση και την πρακτική της εφαρμογή. Όπως πχ ο σχεδιαστής του Bauhaus έπρεπε να έχει αντίληψη και για το πρακτικό κομμάτι -δηλ την κατασκευή- του αντικειμένου που σχεδιάζει (ένωση θεωρίας και πράξης, τέχνης και τεχνικής).
Μιας και πιάσαμε ιστορία τέχνης, πριν από το Μοντέρνο Κίνημα και το θαυμαστό εικοστό αιώνα των επαναστάσεων, τον αμέσως προηγούμενο αιώνα επικράτησαν δύο βασικά ρεύματα: ο νεοκλασικισμός, που μιμήθηκε τα κλασικά πρότυπα της αρχαιότητας, και ο ρομαντισμός, που ήρθε ως αντίδραση στους αυστηρούς κανόνες και την τυποποίηση του νεοκλασικισμού, για να απελευθερώσει τον καλλιτέχνη, να αποκαταστήσει τα στοιχεία του αυθορμητισμού, του αυτοσχεδιασμού, κτλ. Ο νεοκλασικισμός, αντιθέτως, είχε προκύψει ως αντίδραση στην ελαφρότητα του ροκοκό και τις κιτς υπερβολές του μπαρόκ (που ύψωνε μυτερές στέγες στον ουρανό, για να τον τρυπήσει και να φτάσει το θεό...) επιστρέφοντας σε πιο απλές συνθέσεις -σαν αυτές που βλέπουμε και θαυμάζουμε σήμερα στα λιγοστά εναπομείναντα νεοκλασικά του κέντρου.
Κι εδώ αρχίζουν κάποιες αντιφάσεις -τουλάχιστον για μένα, που δεν είμαι βαθύς γνώστης και τσαλαβουτάω σε σκόρπιες γνώσεις κι έννοιες.
Ο ρομαντισμός αποκαθιστά κατά μία έννοια τη φαντασία και το συναίσθημα, ενώ ο νεοκλασικισμός τον ορθό λόγο. Παρόλα αυτά, ο διαφωτισμός, που στηρίζεται στον ορθό λόγο, την επιστήμη και την αξιοποίηση των αρχαίων ελληνικών και λατινικών κειμένων, συνδέεται (και) με το ρομαντισμό, που εξυμνεί τον απλό άνθρωπο και τους απελευθερωτικούς αγώνες του (όπως πχ ο Ντελακρουά με τον πίνακα για τη σφαγή της Χίου).
Ο 19ος αιώνας είναι γεμάτος επαναστατικά ξεσπάσματα, τη μάχη ανάμεσα στο καινούριο που αναδύεται, παλεύοντας να βρει ταυτότητα και να επικρατήσει, και στο παλιό που γαντζώνεται από το ιστορικό προτσές και το τραβάει -με νύχια και με δόντια- προς τα πίσω, πασχίζοντας να διατηρήσει την καθεστηκυία τάξη (Ιερά Συμμαχία) και να παραμείνει στο προσκήνιο. Σε αυτό το πλαίσιο, η επιστροφή στο παρελθόν μπορεί να εκφράζει πολλά, διαφορετικά πράγματα: ένα βήμα πίσω -στην αρχαία γραμματεία- για να πάρει φόρα προς τα μπρος και να υπερπηδήσει τα μεσαιωνικά κατάλοιπα του παλιού κόσμου. Ή μια επιστροφή σε σίγουρες, παραδοσιακές αξίες που μας δίνουν ένα σταθερό μπούσουλα σε μια εποχή αβεβαιότητας και γενικών ανακατατάξεων. Και μια αμήχανη μελαγχολία απέναντι σε έναν κόσμου που αλλάζει ραγδαία, αναπτύσσεται και μας αφήνει πίσω του (κι αυτή είναι η αντιδραστική, αναχρονιστική πτυχή του ρομαντισμού, όπως μπορώ να την καταλάβω).
Μα τότε πώς συνδέονται με την επαναστατική εποχή τους και το καινούριο δύο ρεύματα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είχαν στραμμένο το βλέμμα τους και την οπτική τους στο παρελθόν; Και ποια είναι τα ρεύματα που εκφράζουν και εκπροσωπούν το πνεύμα της εποχής μας;
Κι εμάς τι μας ενδιαφέρουν όλα αυτά -θα αναρωτηθεί κανείς; Σαφώς και μας ενδιαφέρουν. Και συνδέονται με την εποχή μας, που είναι ζήτημα να μπορέσουμε να την καταλάβουμε, να τη μάθουμε και να την αναλύσουμε σφαιρικά, όπως κάνουμε με πάθος για άλλες ιστορικές συγκυρίες (τον 19ο αιώνα, το ρώσικο 17', το 44' πριν το Λίβανο, κοκ). Να επιστρέψουμε στους κλασικούς (που μοιάζει σα μια μορφή νεοκλασικισμού) για να τους μελετήσουμε, επικαιροποιήσουμε, εμβαθύνουμε (κι όχι επειδή φύγαμε ποτέ μακριά τους), κρατώντας παράλληλα τη φαντασία και το συναίσθημα των ρομαντικών, και να το υπερβούμε διαλεκτικά, συνδυάζοντας συνειδητό κι αυθόρμητο, οργάνωση και αυτοσχεδιασμό, πιάνοντας το νήμα της εποχής μας, εκφράζοντας το καινούριο σε ένα σάπιο, γέρικο κόσμο.
-Ήθελα να σου πω και για τη "θέση ανάνηψης", που θα έδενε με τον τίτλο και κάποια σημεία παραπάνω, αλλά ας το κρατήσουμε κάβα για ένα άλλο κείμενο.
Ας ξεκινήσουμε με ένα υστερόγραφο στο χτεσινό κείμενο, που το έγραψα κάπως βιαστικά κι έτσι δεν μπήκε στη θέση του.
Μπορεί ο Κούλης να μπερδεύει το Βολταίρο με το Ρουσό, όπως η αστική δημοκρατία μπερδεύει στην πράξη τις διάφορες εξουσίες μεταξύ τους, πχ την "ανεξάρτητη" δικαιοσύνη με την πολιτική εξουσία, αλλά η αγορά ενός πανάκριβου σπιτιού, όπου έμενε κάποτε ο Γάλλος φιλόσοφος, από τη σύζυγό του, Μαρέβα, μπορεί να του δώσει το έναυσμα για μελέτη -αν και δεν την χρειάζονται όσοι είναι άριστοι- σε μια πόλη όπου διέφυγε κάποτε ως πολιτικός κρατούμενος, κι ας μην μπορεί -τότε λόγω ηλικίας και σήμερα για άλλους λόγους- να αρθρώσει σοβαρό πολιτικό λόγο. Και τότε να γίνει ένας πεφωτισμένος δεξιός πρωθυπουργός, που θα κυβερνά με σύνεση κι ηπιότητα, οπότε αντί πχ να επιστρατεύει τους απεργούς, θα τους λέει:
-Διαφωνώ με την απεργία σας, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σας να απεργείτε και να διεκδικείτε (αν και αμφισβητείται κατά πόσο είπε-έγραψε ο Βολταίρος την αυθεντική φράση)
Ή φαντάσου τον τελευταίο των Ρομανόφ το 17' πχ να λέει στους επαναστάτες.
-Διαφωνώ με την επανάστασή σας, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σας να εξεγείρεστε...
Και να το ακολουθεί όντως μέχρι τέλους...
Στην πράξη βέβαια η αστική δημοκρατία έχει τα όρια του Βολταίρου. Μπορεί δηλ στην καλύτερη να ανεχτεί να λες κάτι (σχετικά) ελεύθερα, αρκεί να μην πας να το πραγματοποιήσεις γιατί τότε θα βρεις τα πραγματικά όρια της ανοχής της και την εκδικητική της στάση απέναντι σε κάθε διεκδικητική κινητοποίηση.
Κι εξακολουθεί να υποκρίνεται πως τηρεί το διαχωρισμό των εξουσιών, που νίβουν η μία την άλλη κι όλες μαζί το σύστημα- αποφεύγοντας τάχα έτσι τη μεταξύ τους διαπλοκή και τη συγκέντρωσή τους σε λίγα χέρια. Όπως διατηρεί -θεωρητικά- το διαχωρισμό μεταξύ νομοθετικής κι εκτελεστικής εξουσίας, δηλ μεταξύ του κυβερνητικού, κοινοβουλευτικού λόχου και της κυβέρνησης (υπουργείων και λοιπών μηχανισμών).
Μια διάκριση που αίρεται με διαφορετικό τρόπο από τη δική μας σκοπιά στην κοινωνία του μέλλοντος, αφού ο νομοθέτης δεν ξεκόβει από την παραγωγή κι έχει άποψη από πρώτο χέρι για τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε ρύθμιση και την πρακτική της εφαρμογή. Όπως πχ ο σχεδιαστής του Bauhaus έπρεπε να έχει αντίληψη και για το πρακτικό κομμάτι -δηλ την κατασκευή- του αντικειμένου που σχεδιάζει (ένωση θεωρίας και πράξης, τέχνης και τεχνικής).
Μιας και πιάσαμε ιστορία τέχνης, πριν από το Μοντέρνο Κίνημα και το θαυμαστό εικοστό αιώνα των επαναστάσεων, τον αμέσως προηγούμενο αιώνα επικράτησαν δύο βασικά ρεύματα: ο νεοκλασικισμός, που μιμήθηκε τα κλασικά πρότυπα της αρχαιότητας, και ο ρομαντισμός, που ήρθε ως αντίδραση στους αυστηρούς κανόνες και την τυποποίηση του νεοκλασικισμού, για να απελευθερώσει τον καλλιτέχνη, να αποκαταστήσει τα στοιχεία του αυθορμητισμού, του αυτοσχεδιασμού, κτλ. Ο νεοκλασικισμός, αντιθέτως, είχε προκύψει ως αντίδραση στην ελαφρότητα του ροκοκό και τις κιτς υπερβολές του μπαρόκ (που ύψωνε μυτερές στέγες στον ουρανό, για να τον τρυπήσει και να φτάσει το θεό...) επιστρέφοντας σε πιο απλές συνθέσεις -σαν αυτές που βλέπουμε και θαυμάζουμε σήμερα στα λιγοστά εναπομείναντα νεοκλασικά του κέντρου.
Κι εδώ αρχίζουν κάποιες αντιφάσεις -τουλάχιστον για μένα, που δεν είμαι βαθύς γνώστης και τσαλαβουτάω σε σκόρπιες γνώσεις κι έννοιες.
Ο ρομαντισμός αποκαθιστά κατά μία έννοια τη φαντασία και το συναίσθημα, ενώ ο νεοκλασικισμός τον ορθό λόγο. Παρόλα αυτά, ο διαφωτισμός, που στηρίζεται στον ορθό λόγο, την επιστήμη και την αξιοποίηση των αρχαίων ελληνικών και λατινικών κειμένων, συνδέεται (και) με το ρομαντισμό, που εξυμνεί τον απλό άνθρωπο και τους απελευθερωτικούς αγώνες του (όπως πχ ο Ντελακρουά με τον πίνακα για τη σφαγή της Χίου).
Ο 19ος αιώνας είναι γεμάτος επαναστατικά ξεσπάσματα, τη μάχη ανάμεσα στο καινούριο που αναδύεται, παλεύοντας να βρει ταυτότητα και να επικρατήσει, και στο παλιό που γαντζώνεται από το ιστορικό προτσές και το τραβάει -με νύχια και με δόντια- προς τα πίσω, πασχίζοντας να διατηρήσει την καθεστηκυία τάξη (Ιερά Συμμαχία) και να παραμείνει στο προσκήνιο. Σε αυτό το πλαίσιο, η επιστροφή στο παρελθόν μπορεί να εκφράζει πολλά, διαφορετικά πράγματα: ένα βήμα πίσω -στην αρχαία γραμματεία- για να πάρει φόρα προς τα μπρος και να υπερπηδήσει τα μεσαιωνικά κατάλοιπα του παλιού κόσμου. Ή μια επιστροφή σε σίγουρες, παραδοσιακές αξίες που μας δίνουν ένα σταθερό μπούσουλα σε μια εποχή αβεβαιότητας και γενικών ανακατατάξεων. Και μια αμήχανη μελαγχολία απέναντι σε έναν κόσμου που αλλάζει ραγδαία, αναπτύσσεται και μας αφήνει πίσω του (κι αυτή είναι η αντιδραστική, αναχρονιστική πτυχή του ρομαντισμού, όπως μπορώ να την καταλάβω).
Μα τότε πώς συνδέονται με την επαναστατική εποχή τους και το καινούριο δύο ρεύματα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είχαν στραμμένο το βλέμμα τους και την οπτική τους στο παρελθόν; Και ποια είναι τα ρεύματα που εκφράζουν και εκπροσωπούν το πνεύμα της εποχής μας;
Κι εμάς τι μας ενδιαφέρουν όλα αυτά -θα αναρωτηθεί κανείς; Σαφώς και μας ενδιαφέρουν. Και συνδέονται με την εποχή μας, που είναι ζήτημα να μπορέσουμε να την καταλάβουμε, να τη μάθουμε και να την αναλύσουμε σφαιρικά, όπως κάνουμε με πάθος για άλλες ιστορικές συγκυρίες (τον 19ο αιώνα, το ρώσικο 17', το 44' πριν το Λίβανο, κοκ). Να επιστρέψουμε στους κλασικούς (που μοιάζει σα μια μορφή νεοκλασικισμού) για να τους μελετήσουμε, επικαιροποιήσουμε, εμβαθύνουμε (κι όχι επειδή φύγαμε ποτέ μακριά τους), κρατώντας παράλληλα τη φαντασία και το συναίσθημα των ρομαντικών, και να το υπερβούμε διαλεκτικά, συνδυάζοντας συνειδητό κι αυθόρμητο, οργάνωση και αυτοσχεδιασμό, πιάνοντας το νήμα της εποχής μας, εκφράζοντας το καινούριο σε ένα σάπιο, γέρικο κόσμο.
-Ήθελα να σου πω και για τη "θέση ανάνηψης", που θα έδενε με τον τίτλο και κάποια σημεία παραπάνω, αλλά ας το κρατήσουμε κάβα για ένα άλλο κείμενο.