Karl Marx-Μισθός, τιμή και κέρδος: Αξία και εργασία
VI. ΑΞΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ
Πολίτες, έφτασα τώρα σε ένα σημείο, που πρέπει να μπω στην πραγματική
ανάπτυξη του ζητήματος. Δεν μπορώ να υποσχεθώ πως θα γίνει με πολύ
ικανοποιητικό τρόπο, γιατί διαφορετικά θα έπρεπε να διατρέξω όλο το
πεδίο της πολιτικής οικονομίας. Μπορώ μόνο, όπως θα έλέγαν οι Γάλλοι
«effleurer la question», να θίξω τα κύρια σημεία.
Το πρώτο ζήτημα που πρέπει να θέσουμε είναι: τι είναι η αξία ενός
εμπορεύματος; με τι τρόπο καθορίζεται; με μια πρώτη ματιά θα μπορούσε να
φανεί πως η αξία είναι κάτι το ολότελα σχετικό και πως δεν μπορεί να
καθοριστεί χωρίς να εξεταστεί ένα εμπόρευμα στις σχέσεις του με όλα τα
άλλα εμπορεύματα.
Πραγματικά, όταν μιλάμε για την αξία, για την ανταλλακτική αξία ενός
εμπορεύματος, εννοούμε τις ανάλογες ποσότητες που σύμφωνα μ’ αυτές
ανταλλάσσεται με όλα τα άλλα εμπορεύματα. Μα τότε γεννιέται το ερώτημα:
με τι τρόπο ρυθμίζονται οι αναλογίες που σύμφωνα μ’ αυτές ανταλλάσσονται
αμοιβαία τα εμπορεύματα;
Από πείρα ξέρουμε πως οι αναλογίες αυτές μεταβάλλονται αδιάκοπα. Αν
πάρουμε ένα ξεχωριστό εμπόρευμα, λ.χ. το στάρι, θα βρούμε πως ένα
κουώρτερ στάρι ανταλλάσσεται σε αμέτρητες αναλογίες με διάφορα
εμπορεύματα. Ωστόσο, επειδή η αξία του παραμένει πάντοτε η ίδια, είτε
την εκφράσουμε σε μετάξι, είτε σε χρυσάφι, είτε σε οποιοδήποτε άλλο
εμπόρευμα, πρέπει να είναι διαφορετικό και ανεξάρτητο από αυτές τις
διαφορετικές αναλογίες που ανταλλάσσεται με τα διάφορα άλλα είδη. Πρέπει
να μπορούμε να εκφράζουμε με πολύ διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες αυτές
ισότητες με τα ποικίλα εμπορεύματα.
Εκτός από αυτό, όταν λέω πως ένα κουώρτερ στάρι ανταλλάσσεται σε μια
ορισμένη αναλογία με σίδερο, ή πως η αξία ενός κουώρτερ στάρι εκφράζεται
σε ένα ορισμένο ποσό από σίδερο, λέω πως η αξία του σταριού και το
ισοδύναμο της σε σίδερο είναι ίσα με κάποιο τρίτο πράγμα, πού δεν είναι
ούτε στάρι, ούτε σίδηρο, γιατί υποθέτω πως εκφράζουν το ίδιο μέγεθος, με
δύο διαφορετικές μορφές. Και τα δύο, το στάρι και το σίδερο, πρέπει,
κατά συνέπεια, να μπορούν να αναχθούν, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, σ’
αυτό το τρίτο, που είναι το κοινό τους μέτρο.
Για να κάνω το σημείο αυτό κατανοητό θα καταφύγω σε ένα πολύ απλό
γεωμετρικό παράδειγμα. Ποια μέθοδο ακολουθούμε όταν συγκρίνουμε μεταξύ
τους τα εμβαδά τριγώνων που έχουν τις πιο διαφορετικές μορφές και
μεγέθη, όταν συγκρίνουμε τρίγωνα με ορθογώνια, ή με οποιαδήποτε άλλα
ευθύγραμμα σχήματα; Ανάγουμε το εμβαδόν κάθε τριγώνου σε μια έκφραση που
είναι ολότελα διαφορετική από τη μορφή του. Αφού από τις ιδιότητες του
τριγώνου βρήκαμε πως το εμβαδόν του είναι ίσο με το μισό γινόμενο της
βάσης του επί το ύψος του, μπορούμε τώρα να συγκρίνουμε μεταξύ τους τις
διάφορες τιμές κάθε είδους τριγώνου καθώς και κάθε άλλου ευθύγραμμου
σχήματος, γιατί όλα τους μπορούν να χωρισθούν σε ορισμένο αριθμό από
τρίγωνα.
Στην ίδια μέθοδο πρέπει να καταφύγουμε και με τις τιμές των
εμπορευμάτων. Πρέπει να μπορέσουμε να τις αναγάγουμε σε μια κοινή για
όλες έκφραση, και να τα ξεχωρίζουμε μόνο από τι αναλογίες που περιέχουν
το κοινό αυτό ποσό.
Επειδή οι ανταλλακτικές αξίες των εμπορευμάτων είναι μόνο κοινωνικές
λειτουργίες αυτών των πραγμάτων και δεν έχουν καμιά ολότελα σχέση με τις
φυσικές τους ιδιότητες, πρέπει πρώτα να ρωτήσουμε: Ποια είναι η κοινή
κοινωνικά ουσία σε όλα τα εμπορεύματα; Είναι η εργασία. Για να παραχθεί ένα εμπόρευμα χρειάζεται να ξοδευτεί, να μπει μέσα σ’ αυτό, ένα ορισμένο ποσό εργασίας. Και λέω όχι μόνο εργασία, μα κοινωνική εργασία. Ένας
άνθρωπος που παράγει κάποιο αντικείμενο για δική του άμεση χρήση, για
να το χρησιμοποιήσει ο ίδιος, δημιουργεί ένα προϊόν και όχι εμπόρευμα. Σαν αυτοσυντήρητος παράγωγος δεν έχει καμιά, σχέση με την κοινωνία. Μα
για να φτιάσει ένα εμπόρευμα ένας άνθρωπος δεν πρέπει να φτιάσει μόνο
ένα αντικείμενο που να ικανοποιεί κάποια κοινωνική ανάγκη, μα και η ίδια
η εργασία του να είναι μέρος και συστατικό στοιχείο ολόκληρης της
εργασίας που ξοδεύεται από την κοινωνία.
Πρέπει να υποτάσσεται στην «κατανομή της εργασίας μέσα στην κοινωνία».
Χωρίς τις άλλες υποδιαιρέσεις της εργασίας δεν είναι τίποτα και πρέπει
και αυτή από μέρους της να τις ολοκληρώνει.
Αν θεωρήσουμε τα εμπορεύματα σαν αξίες, τα θεωρούμε αποκλειστικά από
τη μοναδική άποψη της αντικειμενοποιημένης, της στερεοποιημένης ή, αν
θέλετε, της αποκρυσταλλωμένης κοινωνικής εργασίας. Από την άποψη
αυτή μπορεί να διαφέρουν μόνο γιατί αντιπροσωπεύουν μεγαλύτερα ή
μικρότερα ποσά εργασίας, όπως λ.χ. ένα μεταξωτό μαντήλι χρειάζεται
περισσότερη ποσότητα από εργασία παρά ένα τούβλο.
Με τι μετρούμε όμως τα ποσά της εργασίας; Με το χρόνο που διαρκεί η εργασία, μετρώντας την εργασία με ώρες, μέρες κ.τ.λ.
Φυσικά, για να χρησιμοποιήσουμε αυτό το μέτρο, ανάγουμε όλα τα είδη της
εργασίας σε μέση ή απλή εργασία, που τη θεωρούμε σαν τη μονάδα τους.
Καταλήγουμε, λοιπόν, σε τούτο το συμπέρασμα. Ένα εμπόρευμα έχει αξία,
γιατί είναι αποκρυστάλλωμα κοινωνικής εργασίας. Το μέγεθος της αξίας
του, της σχετικής του αξίας, εξαρτιέται από το μεγαλύτερο ή μικρότερο
πόσο αυτής της κοινωνικής ουσίας που περιέχεται σ’ αυτό, δηλαδή από τη
σχετική μάζα εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή του.
Οι σχετικές αξίες των εμπορευμάτων καθορίζονται, κατά συνέπεια, από
τις αντίστοιχες ποσότητες ή μεγέθη εργασίας που έχουν χρησιμοποιηθεί,
αντικειμενοποιηθεί η σταθεροποιηθεί σ’ αυτά τα αντίστοιχα ποσά
εμπορευμάτων, που μπορούν να παραχθούν στον ίδιο χρόνο εργασίας είναι
ίσα. Ή η αξία ενός εμπορεύματος έχει προς την αξία ενός άλλου
εμπορεύματος τον ίδιο λόγο πού έχει το ποσό της εργασίας που είναι
στερεοποιημένο στο ένα προς το ποσό της εργασίας που είναι
στερεοποιημένο στο άλλο.
Υποψιάζομαι πως πολλοί από σας θα ρωτήσουν: Υπάρχει τότε πραγματικά
μια τόσο τεράστια ή μια οποιαδήποτε έστω διαφορά ανάμεσα στον καθορισμό
της αξίας στα εμπορεύματα από το μισθό και τον καθορισμό της από τα
σχετικά ποσά εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή της; Πρέπει,
ωστόσο, να έχετε αντιληφθεί, πως η αμοιβή της εργασίας και το ποσό της
εργασίας είναι δύο ολότελα διαφορετικά πράγματα. Υποθέστε λ.χ. πως σε ένα κουώρτερ στάρι και σε μια ουγκιά χρυσάφι είναι στερεοποιημένα ίσα ποσά εργασίας.
Αναφέρω το παράδειγμα αυτό, γιατί το χρησιμοποίησε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος
στο πρώτο του δοκίμιο που δημοσίευσε το 1729 με τον τίτλο «A modest
Enquiry into the Nature and Necessity of a Paper Currency» όπου, ένας
από τους πρώτους, βρήκε την πραγματική φύση της αξίας. Πολύ καλά! Υποθέτουμε,
λοιπόν, πώς ένα κουώρτερ στάρι και μια ουγκιά χρυσάφι είναι ίσες αξίες ή
ισοδύναμα, γιατί είναι αποκρυσταλλώματα ίσων ποσών μέσης εργασίας τόσων
ημερών ή τόσων εβδομάδων εργασίας που έχει στερεοποιηθεί αντίστοιχα στο
κάθε ένα από αυτά. Μήπως, όταν καθορίζουμε μ’ αυτό τον τρόπο τις
σχετικές αξίες του χρυσού και του σταριού, αναφέρουμε με ένα οποιοδήποτε
τρόπο τους μισθούς του εργάτη γης και του μεταλλωρύχου; Καθόλου.
Αφήνουμε ολότελα ακαθόριστο πόσο πληρώθηκαν για την εργασία μιας μέρας ή
μιας βδομάδας, ακόμα και το αν χρησιμοποιήθηκε καθόλου μισθωτή εργασία.
Αν χρησιμοποιήθηκε, μπορεί οι μισθοί να ήταν πολύ άνισοι. Ο εργάτης,
που η εργασία του αντικειμενοποιήθηκε στο ένα κουώρτερ στάρι, μπορεί να
πήρε μονάχα δύο μπούσελ στάρι και ο εργάτης που χρησιμοποιήθηκε στο
μεταλλείο, μπορεί να πήρε μονάχα μισή ουγκιά χρυσάφι. Ή αν υποθέσουμε
πως oι μισθοί τους είναι ίσοι, μπορεί oι μισθοί αυτοί να απομακρύνονται
με κάθε αναλογία, που είναι δυνατό, από τις αξίες των εμπορευμάτων που
παράχθηκαν από αυτούς.
Μπορεί να φτάνουν το μισό, το τρίτο, το τέταρτο, το πέμπτο ή οποιοδήποτε άλλο μέρος από ένα κουώρτερ στάρι ή μια ουγκιά χρυσάφι.
Οι μισθοί τους δεν μπορούν, φυσικά, να είναι μεγαλύτεροι από τις αξίες
των εμπορευμάτων που παράγουν, μπορούν όμως να είναι μικρότεροι σε κάθε
δυνατό βαθμό. Oι μισθοί τους έχουν όριο τις αξίες των προϊόντων, ενώ οι αξίες των προϊόντων τους δεν έχουν όριο τους μισθούς. Και πριν
απ’ όλα, οι αξίες, οι σχετικές αξίες λ.χ. του σταριού και του χρυσού,
θα έχουν καθορισθεί χωρίς να λαβαίνεται καθόλου υπ’ όψη η αξία της
εργασίας που χρησιμοποιήθηκε, δηλαδή, ο μισθός. Ο καθορισμός της
αξίας των εμπορευμάτων από τα σχετικά ποσά εργασίας που στερεοποιήθηκαν
σ’ αυτά αποτελεί, λοιπόν, κάτι το ολότελα διαφορετικό από την
ταυτολογική μέθοδο να καθορίζουμε τις αξίες των εμπορευμάτων με την αξία
της εργασίας, ή από το μισθό. Ωστόσο, το σημείο αυτό θα φωτιστεί ακόμα περισσότερο στην πορεία της έρευνάς μας.
Όταν υπολογίζουμε την ανταλλακτική αξία ενός εμπορεύματος πρέπει να
προσθέτουμε στο ποσό της εργασίας που χρησιμοποιήθηκε τελευταία και το
ποσό της εργασίας πού καταναλώθηκε προηγούμενα στην πρώτη ύλη του
εμπορεύματος, καθώς και την εργασία που ξοδεύτηκε στα όργανα, τα
εργαλεία, τις μηχανές και τα κτίρια, που παίρνουν μέρος στη δουλειά
αύτή. Η αξία ενός ορισμένου ποσού λ.χ. βαμβακερής κλωστής είναι
αποκρυστάλλωμα του ποσού της εργασίας που έχει προστεθεί στο βαμβάκι,
όταν το έκλωθαν, του ποσού της εργασίας που είχε προηγούμενα
αντικειμενοποιηθεί στο ίδιο το βαμβάκι, του ποσού της εργασίας που είχε
αντικειμενοποιηθεί στο κάρβουνο, το λάδι και τις άλλες βοηθητικές ύλες
που χρησιμοποιήθηκαν, του ποσού της εργασίας που στερεοποιήθηκε στην
ατμομηχανή, τα αδράχτια, τα κτίρια του εργοστασίου κ.τ.λ. τα καθαυτό
όργανα της παραγωγής, όπως τα εργαλεία, οι μηχανές, τα κτίρια,
χρησιμοποιούνται ξανά και ξανά για ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό
διάστημα σε επαναλαμβανόμενους κύκλους παραγωγής. Αν ξοδεύονταν διά
μιας, όπως η πρώτη ύλη, ολόκληρη η αξία τους θα περνούσε διά μιας στα
εμπορεύματα που έγιναν με τη βοήθειά τους.
Επειδή όμως ένα αδράχτι λ.χ. ξοδεύεται μόνο λίγο- λίγο, γίνεται ένας
περίπου υπολογισμός με βάση το μέσο χρονικό διάστημα που διαρκεί και τη
μέση κατανάλωση ή φθορά του στο διάστημα μιας ορισμένης χρονικής
περιόδου, ας πούμε μιας ημέρας. Μ’ αυτό τον τρόπο υπολογίζουμε πόσο
μέρος από την αξία του αδραχτιού μεταφέρεται στην κλωστή που κλώθεται σε
μια μέρα και πόσο μέρος κατά συνέπεια από το ολικό ποσό της εργασίας,
που έχει πραγματοποιηθεί λ.χ. σε μια λίβρα κλωστή, οφείλεται στο ποσό
της εργασίας που είχε αντικειμενοποιηθεί προηγούμενα στο αδράχτι. Για
τον τωρινό μας σκοπό δεν χρειάζεται να σταθούμε περισσότερο στο σημείο
αυτό.
Θα μπορούσε να νομισθεί πως, αν η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται
από το ποσό της εργασίας που ξοδεύεται για την παραγωγή του, όσο πιο
τεμπέλης, όσο πιο αδέξιος είναι ένας άνθρωπος, τόσο πιο μεγάλη αξία θα
έχει το εμπόρευμα του, γιατί τόσο μεγαλύτερο θα είναι το χρονικό
διάστημα που χρειάζεται για την κατασκευή του εμπορεύματος. Αυτό,
ωστόσο, θα ήταν μια αξιοθρήνητη πλάνη. Θα θυμάστε πως χρησιμοποίησα τη
λέξη «κοινωνική εργασία» και ο χαρακτηρισμός αυτός «κοινωνική» κλείνει
πολλά μέσα του.
Όταν λέμε πως η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται από το ποσό της
εργασίας που έχει διατεθεί ή αποκρυσταλλωθεί σ’ αυτό, εννοούμε το ποσό
της εργασίας που είναι αναγκαίο για την παραγωγή του, σε μια δοσμένη
κοινωνική κατάσταση, κάτω από ορισμένους μέσους κοινωνικούς όρους
παραγωγής, με μια δοσμένη μέση κοινωνική εντατικότητα και με μια μέση
επιδεξιότητα της εργασίας που χρησιμοποιήθηκε. Όταν στην Αγγλία
άρχισε ο μηχανικός αργαλειός να συναγωνίζεται τον χειροκίνητο αργαλειό,
χρειάζονταν μονάχα ο μισός χρόνος εργασίας από πριν για να μετατραπεί
ένα ορισμένο ποσό κλωστή σε μια γιάρδα βαμβακερό ή λινό ύφασμα. Ο φτωχός
χειροτέχνης υφαντής δούλευε τώρα δέκα επτά και δέκα οχτώ ώρες τη μέρα
αντί για εννέα ή δέκα που δούλευε πρώτα. Το προϊόν όμως της εικοσάωρης
εργασίας του αντιπροσώπευε τώρα μόνο δέκα κοινωνικές ώρες εργασίας ή
δέκα ώρες εργασία κοινωνικά αναγκαίες για να μετατρέψει ένα ορισμένο
ποσό κλωστή σε ύφασμα. Το προϊόν των είκοσι ωρών του δεν είχε, κατά
συνέπεια, περισσότερη αξία απ’ ότι το προηγούμενο προϊόν του των δέκα
ωρών.
Αν, λοιπόν, ρυθμίζει τις ανταλλακτικές αξίες των εμπορευμάτων το ποσό
της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας που είναι αντικειμενοποιημένο σ’ αυτά,
κάθε αύξηση στο ποσό της εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή ενός
εμπορεύματος θα πρέπει να μεγαλώνει την αξία του, όπως και κάθε ελάττωση
του θα πρέπει να τη μικραίνει.
Αν τα αντίστοιχα ποσά της εργασίας, που είναι απαραίτητα για να
παραχθούν τα αντίστοιχα εμπορεύματα, παράμεναν σταθερά, θα παράμεναν και
οι σχετικές τους αξίες παρόμοια σταθερές. Μα δεν είναι έτσι. Το ποσό
της εργασίας που απαιτείται για να παραχθεί ένα εμπόρευμα αλλάζει ολοένα
παράλληλα με τις αλλαγές στην παραγωγική δύναμη της εργασίας που
χρησιμοποιήθηκε σ’ αυτό. Όσο μεγαλύτερη είναι η παραγωγική δύναμη της
εργασίας, τόσο περισσότερο προϊόν παράγεται μέσα σε ένα δοσμένο χρονικό
διάστημα εργασίας, και όσο μικρότερη είναι η παραγωγική δύναμη της
εργασίας, τόσο λιγότερο προϊόν παράγεται στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Αν λ.χ. με την αύξηση του πληθυσμού γίνονταν απαραίτητο να καλλιεργηθούν
και λιγότερο εύφορα εδάφη, μόνο αν ξοδεύονταν μεγαλύτερο ποσό εργασίας
θα ήταν δυνατό να έχουμε το ίδιο ποσό από προϊόντα και η αξία, κατά
συνέπεια, του αγροτικού προϊόντος θα ανέβαινε. Από το άλλο μέρος, αν με
τα σύγχρονα μέσα παραγωγής, ένας μόνο κλώστης μετατρέπει σε κλωστή, σε
μια εργάσιμη μέρα, πολλές χιλιάδες φορές περισσότερο βαμβάκι απ’ όσο θα
μπορούσε να κλώσει με το ροδάνι, μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα, είναι
φανερό, πως κάθε ξεχωριστή λίβρα βαμβάκι θα απορροφούσε πολλές χιλιάδες
φορές λιγότερη κλωστική εργασία απ’ ότι πρώτα και πώς, κατά συνέπεια, η
αξία που προσθέτει με το κλώσιμο σε κάβε λίβρα βαμβάκι θα είναι χιλιάδες
φορές μικρότερη απ’ ότι ήταν προηγούμενα. Η αξία της κλωστής θα πέσει
ανάλογα.
Εκτός από τη διαφορετική ενεργητικότητα και την αποκτημένη
επιδεξιότητα στην εργασία στους διαφορετικούς λαούς, η παραγωγική δύναμη
της εργασίας πρέπει, πριν απ’ όλα, να εξαρτιέται:
Πρώτο: Από τους φυσικούς όρους της εργασίας, όπως είναι λ.χ. η ευφορία του εδάφους, η αποδοτικότητα των μεταλλείων κ.τ.λ.
Δεύτερο: Από την προοδευτική τελειοποίηση των Κοινωνικών Δυνάμεων της
εργασίας, που προέρχεται από την παραγωγή σε μεγάλη κλίμακα, από τη
συγκέντρωση του κεφαλαίου και το συνδυασμό της εργασίας, από τον
καταμερισμό της εργασίας, από τις μηχανές, τις βελτιωμένες μέθοδες, τη
χρησιμοποίηση χημικών και άλλων φυσικών μέσων, τη συμπίεση του χρόνου
και του χώρου με τα μέσα συγκοινωνίας και μεταφοράς καθώς και από κάθε
άλλη επινόηση που μ’ αυτή η επιστήμη υποχρεώνει τις φυσικές δυνάμεις να
υπηρετήσουν την εργασία και που χάρη σ’ αυτή αναπτύσσεται ο κοινωνικός ή
συνεργατικός χαρακτήρας της εργασίας. Όσο μεγαλύτερες είναι οι
παραγωγικές δυνάμεις της εργασίας, τόσο λιγότερη εργασία ξοδεύεται για
ένα δοσμένο ποσό προϊόντος, τόσο μικρότερη, λοιπόν, η αξία του προϊόντος
αυτού.
Όσο μικρότερες είναι οι παραγωγικές δυνάμεις της εργασίας, τόσο
περισσότερη εργασία ξοδεύεται για το ίδιο ποσό προϊόντος, τόσο
μεγαλύτερη, λοιπόν, η αξία του. Μπορούμε, κατά συνέπεια, να καθορίσουμε σαν γενικό νόμο πως:
Οι αξίες των εμπορευμάτων είναι κατευθείαν ανάλογες με το χρόνο της
εργασίας που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή τους και αντίστροφα
ανάλογες με την παραγωγική δύναμη της εργασίας που χρησιμοποιήθηκε.
Και μια πού ως τώρα μιλούσα μόνο για αξία, θα προσθέσω μερικά λόγια για την τιμή, που είναι μια ιδιαίτερη μορφή της αξίας.
Η τιμή, αυτή καθαυτή, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η χρηματική έκφραση της αξίας.
Οι αξίες λ.χ. όλων των εμπορευμάτων σε τούτη τη χώρα εκφράζονται σε
τιμές χρυσού, ενώ, αντίθετα, στην Ηπειρωτική Ευρώπη εκφράζονται κατά
κύριο λόγο σε τιμές αργύρου. Η άξια του χρυσού ή του αργύρου, όπως
και όλων των άλλων εμπορευμάτων, ρυθμίζεται από το ποσό της εργασίας που
είναι αναγκαίο για την απόκτηση τους. Ένα ορισμένο ποσό από τα εθνικά
σας προϊόντα, όπου έχει αποκρυσταλλωθεί ένα ορισμένο ποσό από την εθνική
σας εργασία, το ανταλλάσσετε με το προϊόν των χωρών που παράγουν
χρυσάφι και ασήμι, όπου έχει αποκρυσταλλωθεί ένα ορισμένο ποσό από τη
δική τους εργασία.
Μ’ αυτό τον τρόπο, στην πραγματικότητα με την άμεση ανταλλαγή,
μαθαίνετε να εκφράζετε σε χρυσό ή άργυρο τις τιμές όλων των
εμπορευμάτων, δηλαδή, τα αντίστοιχα ποσά εργασίας που ξοδεύονται σ’
αυτά. Αν εξετάσετε κάπως κοντύτερα τη χρηματική έκφραση της αξίας, ή, πράγμα. που κάνει το ίδιο, τη μετατροπή της αξίας σε τιμή, θα
βρείτε πως αυτό είναι μια μέθοδος να δίνετε στις αξίες όλων των
εμπορευμάτων μια ανεξάρτητη και ομογενή μορφή, ή να τις εκφράζετε σαν
ποσά ίσης κοινωνικής εργασίας. Ως το σημείο που η τιμή είναι μόνο η
χρηματική έκφραση της αξίας, ο Άνταμ Σμιθ την ονόμασε «natural price»
[φυσική τιμή] και οι Γάλλοι φυσιοκράτες «prix nécessaire» [αναγκαία
τιμή].
Ποια σχέση υπάρχει τότε ανάμεσα στην αξία και τις τιμές στην αγορά ή ανάμεσα στις φυσικές τιμές και τις τιμές στην αγορά;
Όλοι σας ξέρετε πως η τιμή στην αγορά είναι η ίδια για όλα τα
εμπορεύματα του ίδιου είδους, οσοδήποτε και αν διαφέρουν οι όροι της
παραγωγής στον κάθε ξεχωριστό παραγωγό. Η τιμή στην αγορά εκφράζει το
μέσο ποσό κοινωνικής εργασίας που είναι αναγκαίο, κάτω από τις μέσες
συνθήκες παραγωγής, να εφοδιάσει την αγορά με μια ορισμένη μάζα από
κάποιο εμπόρευμα. Την υπολογίζουμε πάνω στο συνολικό ποσό του
εμπορεύματος αυτού.
Σύμφωνα μ’ αυτά η τιμή που έχει ένα εμπόρευμα στην αγορά ταυτίζεται με την αξία του. Από το άλλο μέρος, οι
διακυμάνσεις των τιμών στην αγορά, που πότε ανεβαίνουν πάνω και πότε
πέφτουν κάτω από την αξία ή φυσική τους τιμή, εξαρτώνται από τις
διακυμάνσεις στην προσφορά και τη ζήτηση. Οι παρεκκλίσεις των τιμών στην αγορά από την αξία τους είναι αδιάκοπες, μα, όπως λέει ο Άνταμ Σμιθ:
«Η φυσική τιμή. . .. είναι ή κεντρική τιμή που γύρω της
περιστρέφονται αδιάκοπα οι τιμές όλων των εμπορευμάτων. Διάφορα
περιστατικά μπορούν άλλοτε να τις κρατούν αρκετά πάνω από αυτή και
άλλοτε να τις ρίχνουν κάτω και μάλιστα κάτι πιο κάτω και από αυτή. Μα,
παρά τα οποιαδήποτε εμπόδια που δεν τις αφήνουν να κατακαθίσουν στο
κέντρο αυτό της ηρεμίας και της ακινησίας, αυτές τείνουν αδιάκοπα σ’
αυτό».
Δεν μπορώ να εξετάσω τώρα πιο βαθιά το ζήτημα αυτό. Αρκεί να πω πώς, αν
η προσφορά και η ζήτηση ισορροπούν, οι τιμές των εμπορευμάτων στην
αγορά θα αντιστοιχούν με τις φυσικές τους τιμές, δηλαδή, με τις αξίες
τους, όπως αυτές καθορίζονται από τις αντίστοιχες ποσότητες εργασίας πού
χρειάζονται για την παραγωγή τους. Η προσφορά όμως και η ζήτηση πρέπει
να τείνουν εξακολουθητικά να ισορροπούνται, αν και αυτό γίνεται μονάχα
με τον συμψηφισμό της μιας διακύμανσης με την άλλη, μιας ύψωσης με μια
πτώση και αντίστροφα.
Αν, αντί να βλέπετε μόνο τις καθημερινές διακυμάνσεις, αναλύσετε την
κίνηση των τιμών στην αγορά για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους, όπως έκανε λ.χ. ο Τουκ στο έργο του «Ιστορία των τιμών», θα
βρείτε πως οι διακυμάνσεις των τιμών στην αγορά, οι παρεκκλίσεις τους
από τις αξίες, τα πάνω και τα κάτω τους, παραλύουν και ισοσταθμίζουν ή
μια την άλλη, έτσι που αν παραβλέψουμε την επίδραση των μονοπωλίων καθώς
και μερικές άλλες τροποποιήσεις, που τώρα είμαι υποχρεωμένος να τις
προσπεράσω, όλα τα είδη των εμπορευμάτων πουλιούνται, κατά μέσο όρο,
στις αντίστοιχες αξίες τους, ή τις φυσικές τους τιμές. Η μέση
χρονική περίοδος που στη διάρκεια της ισοσταθμίζονται μεταξύ τους οι
διακυμάνσεις των τιμών στην αγορά είναι διαφορετική για τα διάφορα είδη
των εμπορευμάτων, γιατί στο ένα είδος είναι ευκολότερο να προσαρμοστεί η
προσφορά στη ζήτηση παρά στο άλλο.
Αν τώρα, μιλώντας γενικότερα και αγκαλιάζοντας κάπως μεγαλύτερες
περιόδους, όλες οι κατηγορίες των εμπορευμάτων πουλιούνται στις
αντίστοιχες αξίες τους, είναι παραλογισμός να υποθέσουμε πως τα κέρδη,
όχι σε ατομικές περιπτώσεις, μα τα σταθερά και συνηθισμένα κέρδη στους
διάφορους κλάδους της παραγωγής, προέρχονται από μια προσαύξηση πάνω
στις τιμές των εμπορευμάτων ή γιατί πουλιούνται σε τιμές που ξεπερνούν
σημαντικά την αξία τους.
Ο παραλογισμός στην αντίληψη αυτή γίνεται φανερός αν τον γενικέψουμε.
Αυτό, που ένας άνθρωπος θα κέρδιζε σταθερά σαν πουλητής, θα το έχανε
άλλο τόσο σταθερά σαν αγοραστής. Δεν θα ωφελούσε σε τίποτε αν
λέγαμε, πως υπάρχουν άνθρωποι που είναι αγοραστές χωρίς να είναι
πουλητές, ή καταναλωτές χωρίς να είναι παραγωγοί. Ο, τι πληρώνουν οι
άνθρωποι αυτοί στους παραγωγούς, πρέπει πρώτα να το έχουν πάρει δωρεάν
από αυτούς. Αν κάποιος παίρνει πρώτα τα χρήματά σας και ύστερα σας τα
γυρίζει πίσω αγοράζοντας τα εμπορεύματα σας, δεν πρόκειται να
πλουτίσετε ποτέ πουλώντας τα εμπορεύματα σας πολύ ακριβά σ’ αυτόν τον
ίδιο άνθρωπο. Αυτό το είδος της συναλλαγής θα μπορούσε να ελαττώσει μια
ζημιά, μα ποτέ δεν θα βοηθούσε να πραγματοποιηθεί κέρδος.
Για να εξηγήσετε λοιπόν τη γενική φύση του κέρδους θα πρέπει να
ξεκινήσετε από το αξίωμα πως, κατά μέσα όρο, τα εμπορεύματα πουλιούνται
στις πραγματικές τους αξίες και πως τα κέρδη βγαίνουν από την πούληση
τους στην αξία τους, δηλαδή, ανάλογα με το ποσό της εργασίας που είναι
αντικειμενοποιημένο σ’ αυτά. Αν δεν μπορείτε να εξηγήσετε το κέρδος με
την προϋπόθεση αυτή δεν θα μπορέσετε να το εξηγήσετε καθόλου. Αυτό
φαίνεται παράδοξο και αντίθετο με την καθημερινή παρατήρηση. Το ίδιο
παράδοξο είναι πως η Γη περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο και πως το νερό
αποτελείται από δύο εξαιρετικά εύφλεκτα αέρια. Η επιστημονική αλήθεια
είναι πάντα παράδοξη, όταν την κρίνουμε από την καθημερινή πείρα που
αντιλαμβάνεται μόνο την απατηλή εξωτερική όψη των πραγμάτων.