-
του Β. Ντ. Πιχόροβιτς
Το
όνομα του Βίκτορ Μιχάιλοβιτς Γκλουσκόφ ήταν στην πράξη γνωστό σε όλους
τους συγχρόνους του. Δεν ήταν άλλωστε πολλοί οι σοβιετικοί επιστήμονες
που τιμήθηκαν με τέτοια δημοφιλία: ο Κορολιόφ, ο Κουρτσάτοφ, ο Πατόν ο
πρεσβύτερος - μάλλον είναι όλοι κι όλοι. Αιτία αυτής της παλλαϊκής
εκτίμησης ήταν οι επιστήμονες και όχι τόσο καθαυτά τα επιστημονικά
επιτεύγματα που οπωσδήποτε είχαν. Η αιτία βρισκόταν στο ότι, ενώ ήταν
σημαντικά μεγέθη στους επιστημονικούς τομείς τους, αυτοί οι επιστήμονες
βρέθηκαν επιπλέον και στην πρώτη γραμμή της πάλης μεταξύ του σοσιαλισμού
και του καπιταλισμού. Ο καθένας στον τομέα του εξασφάλιζε την αμυντική
μας ικανότητα και τη δυνατότητα να μην υστερούμε στην οικονομική
άμιλλα.1
Αλλά
ακόμα και ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους ο Γκλουσκόφ πρέπει ν’
αναφέρεται ιδιαίτερα. Ο Β. Ι. Λένιν, στο έργο «Για το ενιαίο οικονομικό
σχέδιο», συλλογιζόμενος το ζήτημα της άγνοιας πολλών κομμουνιστών
καθοδηγητών να οργανώνουν τη δουλειά των αστών ειδικών στα πλαίσια του
σχεδίου ΓΚΟΕΛΡΟ, μας καλούσε να θυμόμαστε «ότι ένας μηχανικός θα
φτάσει στην αναγνώριση του κομμουνισμού όχι έτσι, όπως έφτασε ο
παράνομος προπαγανδιστής, ο λόγιος, αλλά από τα δεδομένα της επιστήμης
του, ότι ο γεωπόνος θα φτάσει με το δικό του τρόπο στην αναγνώριση του
κομμουνισμού, ο δασοκόμος κλπ. Ο κομμουνιστής, συνεχίζει ο Λένιν, που
δεν απόδειξε την ικανότητά του να συνενώνει και να κατευθύνει με
σεμνότητα τη δουλιά των ειδικών, μπαίνοντας στην ουσία της υπόθεσης,
μελετώντας την διεξοδικά, ο κομμουνιστής αυτός είναι συχνά επιζήμιος.
Έχουμε πολλούς κομμουνιστές, και θα έδιναν ντουζίνες απ’ αυτούς για ένα
μορφωμένο αστό ειδικό, που μελετάει ευσυνείδητα τη δουλιά του»2.
Φυσικά,
στις δεκαετίες της Σοβιετικής εξουσίας η κατάσταση άλλαξε. «Αστοί
ειδικοί» με την παλιά έννοια της λέξης δεν υπήρχαν πια. Η συντριπτική
πλειοψηφία των μεγάλων επιστημόνων ήταν μέλη του κόμματος. Όμως το
πρόβλημα καθαυτό δεν εξαφανίστηκε, αλλά άλλαξε μόνο όψη.
Σήμερα
δεν χρειάζεται να εξηγηθεί ιδιαίτερα ότι το να είσαι μέλος του
Κομμουνιστικού Κόμματος και το να είσαι κομμουνιστής δεν είναι καθόλου
το ίδιο πράγμα. Ένα πράγμα είναι να «αναγνωρίζεις» τον κομμουνισμό (τις
δεκαετίες του ’50 και του ’60 ακόμα και οι πιο λάβροι εχθροί της
σοβιετικής εξουσίας δεν μπορούσαν να επιτρέψουν στον εαυτό τους να
αμφιβάλλει για το αναπόφευκτό του) και εντελώς άλλο να είσαι ο ίδιος
πραγματικά κομμουνιστής. Γιατί ο κάθε ξεχωριστός άνθρωπος έπρεπε σε κάθε
περίπτωση να φτάσει τον κομμουνισμό με το δικό του τρόπο. Τότε υπήρχαν
πάρα πολλά μέλη του κόμματος ανάμεσα στους επιστήμονες, αλλά για τη
συντριπτική τους πλειοψηφία αυτό ήταν μάλλον μια «κοινωνική επιβάρυνση»,
που δε σχετιζόταν άμεσα με τις επιστημονικές ασχολίες τους. Οι
περισσότεροι γίνονταν μέλη του κόμματος πριν ακόμα γίνουν επιστήμονες,
ενώ από εκείνους που γίνονταν μέλη του κόμματος έχοντας ήδη κατακτήσει
ορισμένη θέση στην επιστήμη, ένα σημαντικό τους μέρος το έκανε όχι για
επιστημονικούς, αλλά, π.χ., για λόγους καριέρας. Εν πολλοίς ο
κομμουνισμός και οι εξειδικευμένες επιστήμες όλα τα χρόνια του
σοσιαλισμού συνέχισαν να υπάρχουν χωριστά και συνδέονταν μάλλον
οργανωτικά παρά ιδεολογικά.
Όπως
φαίνεται, ο Γκλουσκόφ, όντας φύση ακέραια και συνεπής, συνηθισμένος να
προσεγγίζει τα πάντα με το μυαλό του (και όχι απλά με τα συναισθήματα),
χωρίς να γνωρίζει και χωρίς να θέλει να προσποιείται σε ζητήματα αρχής,
ένιωθε την επιτήδευση και μια ορισμένη προσποίηση αυτής της κατάστασης
πραγμάτων. Το πιθανότερο είναι ότι ακριβώς γι’ αυτό έγινε μέλος του
κόμματος αρκετά αργά, το 1958, ενώ ήδη ήταν επικεφαλής του Υπολογιστικού
Κέντρου της Ακαδημίας Επιστημών της Ουκρανικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής
Δημοκρατίας, που είχε καθεστώς επιστημονικού-ερευνητικού ινστιτούτου.
Αλλά
ακόμα και τότε η πραγματική επιστημονική «αποδοχή» του κομμουνισμού από
τον Γκλουσκόφ απείχε στο μέλλον. Ο Γκλουσκόφ έφτασε στον κομμουνισμό
πραγματικά «μέσα από τα δεδομένα της επιστήμης του» δυο-τρία χρόνια
αργότερα. Μέχρι το 1962 ήταν πλήρως πεπεισμένος ότι η πραγματική
εφαρμογή της Κυβερνητικής ως επιστήμης βρίσκεται στη διεύθυνση της
σχεδιασμένης σοσιαλιστικής οικονομίας. Μόνο εδώ πραγματοποιεί με
πληρότητα τον εαυτό της.
Από
τις αρχές ήδη της δεκαετίας του ’60 έγινε προφανές ότι ο σχεδιασμός της
σοβιετικής οικονομίας και ο αποτελεσματικός έλεγχος της εκτέλεσης των
πλάνων από ένα ενιαίο κέντρο γίνεται όλο και δυσκολότερος, λόγω της
συντριπτικής αύξησης της ποσότητας των οικονομικών πληροφοριών που είναι
απαραίτητο να τύχουν επεξεργασίας κατά το σχεδιασμό και τον έλεγχο.
Η
συντριπτική πλειοψηφία των οικονομολόγων εκείνη την εποχή τείνει στη
σκέψη περί αναγκαιότητας περαιτέρω αποσυγκέντρωσης της διοίκησης, πράγμα
που οδηγούσε αναπόφευκτα στην αναγκαιότητα ενίσχυσης του ρόλου των
αγοραίων μοχλών για τη διεύθυνση της οικονομίας, δηλαδή σε μια επιστροφή
προς τα πίσω, στην κυριαρχία της εμπορευματικής οικονομίας. Καταρχήν,
τους οικονομολόγους θα μπορούσαμε να τους καταλάβουμε. Η πολιτική
οικονομία δεν διέθετε από μόνη της τα μέσα για να παλέψει με την
αναπτυσσόμενη κρίση στη διεύθυνση. Η έξοδος μπορούσε να βρεθεί
αποκλειστικά στην κατεύθυνση της αλλαγής της τεχνικής βάσης της
διεύθυνσης.
Ο
Β. Μ. Γκλουσκόφ δεν ήταν ο πρώτος στην ΕΣΣΔ που έστρεψε την προσοχή του
στην αναγκαιότητα εφαρμογής της υπολογιστικής τεχνικής στη διεύθυνση
της λαϊκής οικονομίας. Από τη δεκαετία του ’50, παρόμοιες ιδέες
προβάλλονταν από ορισμένους ειδικούς στον τομέα της υπολογιστικής
τεχνικής, για παράδειγμα από τον Α. Ι. Κιτόφ, όπως και από
οικονομολόγους, ιδιαίτερα από τον ακαδημαϊκό Β. Σ. Νεμτσίνοφ.
Όμως
ο Β. Μ. Γκλουσκόφ ήταν αυτός που αποδείχτηκε ο πιο ένθερμος πρωτοπόρος
αυτής της υπόθεσης κι έκανε τα περισσότερα για την πραγματοποίησή της. Η
ιδέα του Παγκρατικού Συστήματος Αυτοματοποιημένης Διεύθυνσης (ΠΣΑΔ)
έγινε η υπόθεση της ζωής του.
Ορισμένοι
βιογράφοι του Β. Μ. Γκλουσκόφ χτίζουν μιαν απλοϊκή άποψη, σύμφωνα με
την οποία την ιδέα του ΠΣΑΔ την έθαψε η γραφειοκρατία, που δεν είχε
συμφέρον από την εισαγωγή σύγχρονων μεθόδων διεύθυνσης. Αυτή η άποψη
γοητεύει με την απλότητα και την προφάνειά της. Αλλά αυτή έχει μια
τέτοια απλότητα που, όπως λένε, είναι χειρότερη και από κλεψιά.
Για
το ζήτημα του ΠΣΑΔ, τον Γκλουσκόφ δεν τον πολυκαταλάβαιναν όχι μόνο οι
γραφειοκράτες αλλά ακόμα και οι κοντινότεροι συνεργάτες του, χωρίς
βέβαια να αναφερόμαστε στα λεγόμενα «στελέχη της οικονομίας» και τους
οικονομολόγους. Τον αναγνώριζαν πρόθυμα ως μεγάλο οργανωτή της
επιστήμης, ως ιδιοφυή επιστήμονα, αλλά αυτό που ο ίδιος ο Γκλουσκόφ
θεωρούσε κύριο –το ΠΣΑΔ– πολλοί το θεωρούσαν μια όχι και τόσο σοβαρή
ενασχόληση, ακόμα και απλώς παραξενιά. Μάλιστα αυτοί οι άνθρωποι
θεωρούσαν τον εαυτό τους πολύ πρακτικό, ενώ τον Γκλουσκόφ οραματιστή.
Στην πραγματικότητα αυτοί οι «άνθρωποι της πρακτικής» δεν είχαν τον
απαιτούμενο ορίζοντα και, εάν θέλετε, φαντασία. Ο Γκλουσκόφ έβλεπε πολύ
μακρύτερα από όλους τους ειδικούς. Δεν έβλεπε μόνο αυτό που υπήρχε, αλλά
και αυτό που θα υπάρξει. Η ισχύς των ηλεκτρονικών υπολογιστών που
υπάρχουν σήμερα ξεπερνά κατά εκατοντάδες, χιλιάδες και εκατομμύρια φορές
εκείνη που χρειαζόταν για την οργάνωση του ΠΣΑΔ. Όμως αυτή η ισχύς δεν
αξιοποιείται καθόλου με σκοπό την απελευθέρωση του ανθρώπου από τη
μονότονη εξαντλητική δουλειά για τη δημιουργία και την ανάπτυξη των
ικανοτήτων τους. Χρησιμοποιούνται κυρίως για την ενίσχυση της
εκμετάλλευσης των ανθρώπων, για την εξουθένωση, την ηθική και πνευματική
τους εξαχρείωση, για την ενίσχυση της κυριαρχίας του κεφαλαίου πάνω
στην εργασία.
Η
ιδέα του ΠΣΑΔ ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια όχι μόνο της κυβερνητικής
αλλά και της επιστήμης καθαυτής. Ήταν εκείνη η περίπτωση που η επιστήμη
είχε την ευκαιρία να μετατραπεί σε άμεση παραγωγική δύναμη της κοινωνίας
σε όλη την κλίμακα και, συνεπώς, οι παραγωγικές δυνάμεις είχαν την
ευκαιρία να αποσπαστούν από το αυθόρμητο των εμπορευματικών-αγοραίων
σχέσεων και να αναπτύσσονται στο εξής αποκλειστικά σε επιστημονική,
ορθολογική, εχέφρονα βάση. Η κοινωνία απέκτησε την ευκαιρία να ασκήσει
πλήρη εξουσία πάνω στις δικές της παραγωγικές δυνάμεις και να μην
παράγει πια «όπως το φέρει η τύχη - στα τυφλά», αλλά ξέροντας ακριβώς
τις σημερινές της ανάγκες κι έχοντας τη δυνατότητα να προβλέψει τις
αλλαγές τους για αύριο και για πολλά χρόνια μπροστά. Επιπλέον, ήταν
δυνατό να προβλεφτούν όχι μόνο οι δυνατότητες του πορτοφολιού των
καταναλωτών, αλλά και οι πραγματικές λογικές ανάγκες των ανθρώπων και
της κοινωνίας.
Όταν
δουλευόταν το ΓΚΟΕΛΡΟ, εμφανίστηκε η ρήση του Λένιν «κομμουνισμός είναι
η σοβιετική εξουσία συν τον εξηλεκτρισμό όλης της χώρας». Σήμερα είναι
φανερό ότι αυτή η διατύπωση αντανακλούσε με ακρίβεια την ιδιαιτερότητα
μόνο της πρώτης φάσης του κομμουνισμού. Η δεύτερη φάση –ο πλήρης
κομμουνισμός– ήταν απραγματοποίητη χωρίς την αυτοματοποίηση της
διεύθυνσης της σοσιαλιστικής οικονομίας. Αυτό δυστυχώς δεν μπόρεσαν να
το καταλάβουν τότε, στα μέσα της δεκαετίας του ’60.
Ο
Γκλουσκόφ οραματιζόταν να έχει το ΠΣΑΔ την ίδια στήριξη με το πυρηνικό
και το πυραυλικό πρόγραμμα. Θα απαιτούσε μόνο περισσότερες προσπάθειες,
επειδή αφορούσε όλους τους κλάδους της οικονομίας και της κοινωνικής
ζωής γενικά. Όμως και το αποτέλεσμα από την εφαρμογή αυτού του
συστήματος έδειχνε πως θα ήταν πρωτοφανές. Εδώ εμείς δεν αμυνόμασταν και
δεν πλησιάζαμε απλά τις ΗΠΑ. Το ΠΣΑΔ ήταν ένα όπλο οικονομικής και
κοινωνικής επίθεσης, που η εφαρμογή του δε θα άφηνε στον καπιταλισμό
καμία πιθανότητα στην οικονομική του πάλη εναντίον μας. Να τους
ξεπεράσουμε, χωρίς να τους φτάσουμε – αυτή την αρχή πρότεινε ο
Γκλουσκόφ. Κανείς δεν μπόρεσε να προβάλει οποιαδήποτε επί της αρχής
αντίρρηση εναντίον του ΠΣΑΔ. Όμως δεν προσπάθησαν να εξετάσουν την ιδέα
της αυτοματοποιημένης διεύθυνσης της οικονομίας από άποψη αρχής. Την
εξέτασαν, πρώτ’ απ’ όλα, από την άποψη του οφέλους. Η ιδέα φυσικά
υποσχόταν ότι θα ήταν επωφελής, αλλά όχι σύντομα και επιπλέον ήταν
άγνωστο αν θα πετύχαινε. Τυπική άποψη μικρού μπακάλη. Αλλά εδώ έπρεπε να
παρθεί ακριβώς μια απόφαση επί της αρχής. Όχι οικονομική, αλλά
πολιτική, ακριβέστερα πολιτικοοικονομική. Ο Γκλουσκόφ αυτό το
καταλάβαινε σαφώς. Όχι τυχαία, απαντώντας στην ερώτηση της
«Κομσομόλσκαγια Πράβντα»: «Ποια ρήση του Λένιν, ποια σκέψη του θυμάστε
πάντα» ο Βίκτορ Μιχάιλοβιτς είπε: «Τη σκέψη ότι η πολιτική αρχών είναι η
μοναδική ορθή πολιτική… Προσπαθώ πάντα να ακολουθώ αυτή τη σκέψη».
Η
αποτελεσματικότητα του ΠΣΑΔ έπρεπε να μετριέται σε εντελώς άλλες
κλίμακες, από αυτές που σκέφτονταν οι τότε οικονομολόγοι - αγοραίοι και
οι διοικητικοί της μετασταλινικής εποχής.
Να
πούμε με την ευκαιρία ότι ο Στάλιν, στα «Οικονομικά προβλήματα του
σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», μιλώντας για την αποδοτικότητα της τότε
σοσιαλιστικής οικονομίας, έγραφε ότι η αποδοτικότητα από την άποψη των
ξεχωριστών επιχειρήσεων και κλάδων παραγωγής δε συγκρίνεται σε καμία
περίπτωση με την ανώτερη αποδοτικότητα που εμφανίζει η σοσιαλιστική
παραγωγή, απαλλάσσοντάς μας από τις κρίσεις υπερπαραγωγής κι
εξασφαλίζοντάς μας αδιάκοπη άνοδο της λαϊκής οικονομίας με τους υψηλούς
της ρυθμούς.
Όμως
οι ιδέες του Στάλιν εκείνη την περίοδο δε βρίσκονταν πια σε εκτίμηση.
Ανάμεσα στους οικονομολόγους τον Β. Μ. Γκλουσκόφ στήριξε πλήρως ο
ακαδημαϊκός Β. Σ. Νεμτσίνοφ, που –όπως ειπώθηκε– και ο ίδιος είχε
εκφράσει παλιότερα μια παρόμοια ιδέα. Όμως το πάνω χέρι πήρανε οι
αγοραίοι οικονομολόγοι, ανάμεσα στους οποίους βρέθηκαν και οι μαθητές
του Β. Σ. Νεμτσίνοφ. Στην πραγματικότητα η οικονομική μεταρρύθμιση του
1965 δε σήμανε τίποτε άλλο από την επίσημη αποδοχή της αγοραίας
κατεύθυνσης στην πολιτική οικονομία. Οι αντίπαλοι της ενίσχυσης των
αγοραίων μεθόδων στην οικονομία, δηλαδή εκείνοι που προσπαθούσαν να
τελειοποιήσουν τη συγκεντρωτική διεύθυνση της οικονομίας με την εισαγωγή
της σύγχρονης τεχνικής και των νέων μεθόδων σχεδιασμού, απομακρύνθηκαν
από τη σφαίρα της διεύθυνσης της οικονομίας και στην πράξη στερήθηκαν
την επιρροή που είχαν στην πολιτική του κόμματος και του κράτους.
Ένα
ξεχωριστό στοιχείο του χαρακτήρα του Γκλουσκόφ ήταν η απίθανη ικανότητά
του για δουλειά και η επιμονή για την επίτευξη των στόχων που είχαν
τεθεί: τόσο εκείνων που έβαζε ο ίδιος προσωπικά όσο κι εκείνων που
έμπαιναν στην κολεκτίβα, στη χώρα συνολικά. Σε κάθε περίπτωση, το
προσωπικό, το συλλογικό και το κοινωνικό συνδέονταν οργανικά σε αυτόν. Ο
Γκλουσκόφ ήξερε να διαχέεται στη δράση της κολεκτίβας που καθοδηγούσε.
Όμως αυτή την ικανότητα, αν και δεν την έχουν όλοι, την έχουν ωστόσο
αρκετοί καθοδηγητές, πολλοί από τους οποίους προσπαθούσαν να βάλουν τα
συμφέροντα της κολεκτίβας πάνω από τα συμφέροντα της κοινωνίας.
Ο
Γκλουσκόφ ήξερε ακόμα να υποτάσσει ολόπλευρα και τη δραστηριότητα της
δικής του κολεκτίβας στην επίλυση ζητημάτων, που αντιμετώπιζε η κοινωνία
συνολικά. Όμως, το να «υποτάσσει» γι’ αυτόν σήμαινε να βρίσκεσαι στην
πρώτη γραμμή, να οδηγείς, να γοητεύεις, να κάνεις τους άλλους να
κινούνται προς τα μπρος. Σε αυτό συνίστατο η κομμουνιστική φύση του Β.
Μ. Γκλουσκόφ – δεν ήταν φραστική, αλλά πραγματική, πρακτική, δρώσα.
Το
κόμμα ανακοίνωσε ότι ο κομμουνισμός θα έχει οικοδομηθεί σε 20-25 χρόνια
και ο Γκλουσκόφ προβάλλει αμέσως την ιδέα του ΠΣΑΔ, που περιλάμβανε
αρχικά –εκτός απ’ όλα τα άλλα– κι ένα σύστημα αχρήματων λογαριασμών του
πληθυσμού. Και αυτό δεν ήταν ένα απλό σχέδιο. Όλα αυτά ήταν μελετημένα
ως τις λεπτομέρειες: τεχνικές, οικονομικές, ακόμα και ψυχολογικές.
Αργότερα, τη δεκαετία του ’70, στις συζητήσεις που αναφέρονται στο
βιβλίο του Β. Μόγιεφ «Τα ηνία της διεύθυνσης», ο Βίκτορ Μιχάιλοβιτς
διηγείται για την ιδέα του για παραγωγικούς συνεταιρισμούς στον τόπο
κατοικίας, που λόγω του γεγονότος ότι όλα τα μέλη τους γνωρίζονται
προσωπικά, εφόσον είναι γείτονες και συναντιόνται κάθε μέρα, θα
επέτρεπαν τόσο τον αποκλεισμό της τάσης για εξαπάτηση σε συνθήκες
αχρήματης διανομής όσο και την αποφυγή της φαινομενικά αναπόφευκτης
–κατά την επίλυση τέτοιων ζητημάτων– παρέμβασης στην προσωπική ζωή του
κάθε ξεχωριστού μέλους της κοινωνίας. Είχε σκεφτεί και το μηχανισμό
χρηματοδότησης της σταδιακής μετάβασης στην αχρήματη διανομή.
Άνθρωποι
όπως ο Γκλουσκόφ, δυστυχώς, δε βρέθηκαν αρκετοί ούτε στην καθοδήγηση
της επιστήμης, ούτε στην καθοδήγηση του κόμματος. Χωρίς καν να
δοκιμάσουν να υλοποιήσουν το πρόγραμμα του κόμματος, υπέρ του οποίου
ψήφισαν ομόφωνα οι ίδιοι, οι καθοδηγητές του κόμματος το θεώρησαν μη
πραγματοποιήσιμο. Αντί να σκεφτεί πώς θα πραγματοποιήσει αυτό που
υποσχέθηκε στο λαό και τι πρέπει να κάνει γι’ αυτό στον έναν ή τον άλλο
τομέα της κοινωνικής ζωής, η καθοδήγηση του κόμματος σκεφτόταν μόνο πώς
θα ευκολύνει τη ζωή της, ώστε και να καθοδηγεί και ταυτόχρονα να μην
πιέζεται ιδιαίτερα. Είναι απολύτως κατανοητό ότι άνθρωποι με τέτοιες
διαθέσεις αποδέχτηκαν με μεγάλο ενθουσιασμό τις τσαρλατάνικες ιδέες των
αγοραίων οικονομολόγων, που ισχυρίζονταν ότι η ενίσχυση των αγοραίων
κινήτρων στην οικονομία θα λύσει αυτόματα όλα τα προβλήματα.
Αν
τον ακαδημαϊκό Γκλουσκόφ είναι η επιστήμη του που τον οδήγησε
κατευθείαν στην «αποδοχή του κομμουνισμού», ελάχιστοι ήταν οι ειδικοί
στον τομέα της πολιτικής οικονομίας που η δική τους επιστήμη τους
οδήγησε στο ίδιο σημείο. Αντίθετα, τους σοβιετικούς οικονομολόγους η
«επιστήμη» τους τους τραβούσε αμείλικτα στο βάλτο της
εμπορευματικότητας, της αναρχίας της αγοράς, ουσιαστικά στον
καπιταλισμό.
Το
θέμα μάλλον είναι ότι δεν οδηγεί στον κομμουνισμό τον κάθε επιστήμονα,
τον κάθε ειδικό γενικά, η δουλειά του. Η επιστήμη οδηγεί στον
κομμουνισμό μόνο τους πραγματικούς επιστήμονες και ειδικούς που ξέρουν
να είναι συνεπείς και σταθεροί, δίνουν τον εαυτό τους στη δουλειά τους
και τη δουλειά τους την βάζουν στην υπηρεσία της προόδου της κοινωνίας
και δεν την μετατρέπουν σε κάποιο είδος επιχείρησης ή, αντίστροφα, σε
βαρύ, μισητό μεροκάματο. Δυστυχώς, στους «κάτω» της σοβιετικής επιστήμης
και οικονομίας υπήρχαν πολύ περισσότεροι τέτοιοι αφοσιωμένοι στη
δουλειά τους άνθρωποι, απ’ ό,τι στους «πάνω» της επιστήμης και του
κόμματος.
Εξάλλου,
είναι άλλη η συζήτηση για τους «πάνω» του κόμματος και τη σχέση τους με
την επιστήμη. Το θέμα δεν είναι ότι εκεί δεν υπήρχαν επιστήμονες. Το
πρόβλημα βρισκόταν στο ότι όποιοι βρίσκονταν «πάνω» δεν ήθελαν να
μαθαίνουν. Ειδικά δεν επιθυμούσαν να κατέχουν εκείνη ακριβώς την
επιστήμη, που χωρίς αυτήν είναι αδιανόητη η επιτυχημένη διεύθυνση σε
συνθήκες σοσιαλισμού – το μαρξισμό. Για εκείνους ο μαρξισμός ήταν
περισσότερο μια θρησκευτική εθιμοτυπία παρά επιστήμη.
Αν
ήξεραν έστω τα βασικά της οικονομικής θεωρίας του Μαρξ, κανείς δε θα
άκουγε καν τους κήρυκες του «σοσιαλισμού της αγοράς», τους προβοκάτορες
της «οικονομικής μεταρρύθμισης του 1965», επειδή, από την άποψη της
οικονομικής θεωρίας του μαρξισμού, όλα αυτά είναι ένας απολύτως
αγράμματος αντικομμουνιστικός εκχυδαϊσμός.
Άλλωστε, πώς να το αποκλείσουμε, αυτό θα μπορούσε πιθανά να είναι ένα καλά μελετημένο λεπτό παιχνίδι του εξωτερικού εχθρού.
Δεν είναι μάλλον τυχαίο που με τον καιρό οι βασικοί ιδεολόγοι της «μεταρρύθμισης του 1965» βρέθηκαν στο εξωτερικό.
Εάν
αυτό ήταν ένα παιχνίδι, έγινε ένα ποντάρισμα στη μαρξιστική
αγραμματοσύνη της καθοδήγησης του κόμματος και του κόμματος συνολικά. Σε
αυτή την περίπτωση πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτό το ποντάρισμα
δικαιώθηκε πλήρως.
Η τεράστια υπεροχή.
Το
2011 εμφανίστηκε στο διαδίκτυο σε ρωσική μετάφραση ένα πολύ ενδιαφέρον
άρθρο του συνεργάτη του Ινστιτούτου Ιστορίας «Νιούτον» του ΜΙΤ Β.
Γκερόβιτς «Ιντερ-νιέτ! Γιατί δε δημιουργήθηκε στη Σοβιετική Ένωση ένα πανεθνικό υπολογιστικό δίκτυο»3.
Το
άρθρο αυτό είναι ενδιαφέρον, ακριβώς επειδή είναι μια «αποκεί» ματιά
στο ΠΣΑΔ. Και αυτή η ματιά θα φανεί αρκετά αναπάντεχη για πολλούς που
έχουν συνηθίσει να βλέπουν με επιφύλαξη τα επιτεύγματα της σοβιετικής
οικονομίας και επιστήμης.
Φυσικά, σε αυτό το άρθρο υπάρχουν και σημεία του τύπου «το 1953, όταν πέθανε ο Στάλιν, η σοβιετική οικονομία θύμιζε εξαντλημένο ζώο»4.
Όμως
φαίνεται ότι, όπως κάποτε στην μπρεζνιεφική ΕΣΣΔ οι επιστήμονες στην
αρχή του άρθρου ή του βιβλίου, εντός κι εκτός τόπου, ανέφεραν
υποχρεωτικά τα υλικά του τελευταίου συνεδρίου του ΚΚΣΕ, έτσι και στις
ΗΠΑ, ακόμα και το πιο έξυπνο άρθρο για την ΕΣΣΔ έπρεπε υποχρεωτικά να
περιέχει ορισμένες τελετουργικές κριτικές θέσεις σχετικά με το
αντικείμενο της μελέτης. Αλλά ακόμα και οι φανατικότεροι σοβιετικοί
υμνητές με κάθε ευκαιρία του ΚΚΣΕ δεν επέτρεπαν στον εαυτό τους να
χρησιμοποιούν στις επιστημονικές εργασίες καταφανώς ψευδή στοιχεία. Γι’
αυτό προκαλούν έκπληξη δηλώσεις του τύπου «από το 1959 μέχρι το 1964 ο
όγκος της βιομηχανικής παραγωγής μειωνόταν συνεχώς» με παραπομπή στον
ίδιο τον Judy R. Είναι πιθανό ότι αυτός ο Judy έχει τις δικές του
αντιλήψεις περί στατιστικής και επιστημονικής ευσυνειδησίας, αλλά ο Β.
Γκερόβιτς έχει επιμελημένη σοβιετική παιδεία και πρέπει να καταλαβαίνει
ότι τέτοια δεδομένα δεν μπορεί να αντιστοιχούν με την πραγματικότητα.
Σύμφωνα με τα σοβιετικά επίσημα στοιχεία, ο όγκος της βιομηχανικής
παραγωγής το 1968 αυξήθηκε σε σύγκριση με το 1958 κατά 84%. Ας
υποθέσουμε ότι ο αξιότιμος Β. Γκερόβιτς δεν έχει τη διάθεση να
εμπιστευτεί τη σοβιετική στατιστική. Αυτό είναι δικαίωμά του, αν και μια
τέτοια δυσπιστία θα έπρεπε να τεκμηριώνεται. Σημαίνει άραγε αυτό, ότι
μπορεί να εμπιστεύεται ανεπιφύλακτα τα στοιχεία του εκπληκτικού Judy R.;
Γιατί αυτά, κατ’ ελάχιστο, απέχουν πολύ απ’ όσα έλεγε για εκείνη την
εποχή στη σοβιετική ιστορία ο Αμερικανός πρόεδρος Κένεντι. Για
παράδειγμα: «Ας μου εξηγήσει κάποιος πώς να τους φτάσουμε! Ας είναι και
οδοκαθαριστής εκεί πέρα, αν ξέρει πώς! Για εμάς δεν υπάρχει τίποτα
σοβαρότερο!».
Αυτά
τα λόγια, αν πιστέψουμε το βιβλίο του H. Sidney «Kennedy: a portrait of
a President», τα είπε ο Κένεντι στα τέλη του Απρίλη του 1961 σε
συνεδρίαση με τους επικεφαλής της ΝΑΣΑ. Αυτό αφορούσε μόνο την πτήση του
Γκαγκάριν στο διάστημα, αλλά δεν είναι καθόλου δύσκολο να μαντέψουμε
ότι μεταξύ των πτήσεων στο διάστημα και της ανάπτυξης της βιομηχανίας
υπάρχει ορισμένη σχέση.
Προκαλεί
έκπληξη ότι μεταξύ των οδοκαθαριστών της ΝΑΣΑ δε βρέθηκε άνθρωπος με το
επίπεδο σκέψης του Judy R., που θα καθησύχαζε τον Αμερικανό πρόεδρο και
θα του εξηγούσε ότι είναι πολύ απλό να φτάσει την ΕΣΣΔ – πρέπει αρχικά
να οδηγηθεί η οικονομία σε «κατάσταση εξαντλημένου ζώου» κι έπειτα να
οργανωθεί η υπόθεση έτσι που «ο όγκος της βιομηχανικής παραγωγής να
μειώνεται συνεχώς».
Όμως
αυτές οι παντελώς αστήρικτες θέσεις αξιολογικού χαρακτήρα αναφορικά με
τη σοβιετική οικονομία, που εκφράζονται στο άρθρο του Β. Γκερόβιτς,
είναι απολύτως συγχωρητέες, εάν ληφθεί υπόψη ότι στο άρθρο γίνεται λόγος
για πράγματα εξαιρετικά δυσάρεστα στους περήφανους Αμερικανούς, που
είναι σίγουροι ότι πάντα και παντού –και στην υπολογιστική τεχνική
ιδιαίτερα– βρίσκονται «μπροστά απ’ όλο τον πλανήτη».
Στο
δεδομένο υλικό ο συγγραφέας διηγείται για το σοβιετικό σχέδιο που θα
μπορούσε απολύτως να βάλει τους Αμερικανούς στην ίδια δυσάρεστη θέση που
τους έβαλε το σοβιετικό διαστημικό πρόγραμμα. Επιπλέον, η επιτυχής
υλοποίηση αυτού του σχεδίου θα μπορούσε να έχει αποφασιστική επίδραση
στην έκβαση της άμιλλας μεταξύ της ΕΣΣΔ και των ΗΠΑ στον οικονομικό
τομέα και να κάνει αδύνατη τη συνέχιση αυτής της άμιλλας για τις ΗΠΑ.
Ορίστε οι μαρτυρίες που αναφέρει σχετικά με αυτό ο Β. Γκερόβιτς: «Η
CIA ίδρυσε ειδικό τμήμα για τη μελέτη της σοβιετικής κυβερνητικής
απειλής. Αυτό το τμήμα εξέδωσε σειρά απόρρητων εισηγήσεων, όπου
σημείωνε, μεταξύ των άλλων στρατηγικών απειλών, την πρόθεση της
Σοβιετικής Ένωσης να δημιουργήσει “ενιαίο πληροφοριακό δίκτυο”».
Στη βάση των εισηγήσεων της CIA, τον Οκτώβρη του 1962, ο πιο έμπιστος
σύμβουλος του προέδρου Τζον Κένεντι έγραψε ένα μυστικό μνημόνιο σχετικά
με το ότι «η σοβιετική απόφαση να δοθεί βάρος στην Κυβερνητική» θα δώσει στη Σοβιετική Ένωση «τεράστιο
πλεονέκτημα». «…μέχρι το 1970 η ΕΣΣΔ μπορεί να διαθέτει μια εντελώς νέα
τεχνολογία παραγωγής, που θα καλύπτει ολόκληρες επιχειρήσεις και
συμπλέγματα κλάδων και θα διευθύνεται από ένα κλειστό κύκλο
ανατροφοδότησης με τη χρήση αυτοεκπαιδευόμενων Η/Υ». Και αν η Αμερική συνεχίσει να αγνοεί την Κυβερνητική, συμπέραινε ο ειδικός, «θα τελειώσουμε».5
Πιθανά
σε αυτά τα κείμενα να υπάρχει ορισμένη υπερβολή του κινδύνου που
αποτελούσε για τις ΗΠΑ η εφαρμογή του ΠΣΑΔ στην ΕΣΣΔ, όμως η εκτίμηση
ότι, σε περίπτωση υλοποίησης του σχεδίου, αυτή η απειλή θα ήταν
στρατηγική, είναι πιθανότατα ορθή. Το θέμα είναι ότι σε αυτή την απειλή
οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να αντιπαρατεθούν επί της αρχής.
Και
όχι μόνο εξαιτίας της «αγνόησης της Κυβερνητικής», αλλά και επειδή
καμία Κυβερνητική δεν ήταν σε θέση να κάνει την αμερικανική οικονομία
διευθυνόμενη. Γιατί, για να χτιστεί ένα σύστημα αυτοματοποιημένης
διεύθυνσης, δε φτάνει να έχεις επαρκή αριθμό μηχανών και σωστά στημένα
πληροφοριακά δίκτυα (μηχανές στις ΗΠΑ υπήρχαν πάντα πολύ περισσότερες
από ότι στην ΕΣΣΔ, αλλά και το σωστό στήσιμο του δικτύου δε θα μπορούσε
να τους δημιουργήσει προβλήματα). Όμως ανάμεσα στη δημιουργία ενός
πανεθνικού δικτύου και στη δημιουργία του πανεθνικού αυτοματοποιημένου
συστήματος διεύθυνσης της οικονομίας δεν υπάρχουν περισσότερα κοινά, απ’
όσα υπάρχουν μεταξύ των προσφωνήσεων «ελεήμων κύριε» και «κύριε».6
Το
πρόβλημα συνίστατο στο ότι για να χτιστεί το αυτοματοποιημένο σύστημα
διεύθυνσης ήταν αναγκαίο να οριστεί το αντικείμενο της διεύθυνσης. Σε
διάκριση με την ΕΣΣΔ όπου υπήρχε το ενιαίο σύμπλεγμα της λαϊκής
οικονομίας, στις ΗΠΑ δεν υπήρχε τίποτα παρόμοιο και συνεπώς δεν υπήρχε
τίποτα να διευθυνθεί.
Εννοείται
ότι αυτό καθόλου δεν απέκλειε την εισαγωγή αυτοματοποιημένων συστημάτων
διεύθυνσης της μιας ή της άλλης διαδικασίας –ας πούμε τεχνολογικής– ή
στη σφαίρα του οικονομικού λογισμού, αλλά κι εδώ η αυτοματοποίηση
συγκρουόταν με αναπάντεχα προβλήματα.
Έτσι, σύμφωνα με τα δεδομένα της Διεθνούς Ομοσπονδίας Τεχνικής Ρομπότ (IFR)7,
για το 2005, σε κάθε 10.000 απασχολούμενους στη μεταποιητική βιομηχανία
χρησιμοποιούνταν στην Ιαπωνία 352 ρομπότ, στη Νότια Κορέα 173. Στη
μεταποίηση της Γερμανίας σε κάθε 10.000 εργαζόμενους χρησιμοποιούνταν
171 ρομπότ, στην Ιταλία 130, στη Σουηδία 117. Στη Φινλανδία η
«πυκνότητα» χρήσης ήταν 99 και την ακολουθούν οι ΗΠΑ με 90 ρομπότ για
κάθε 10.000 εργαζόμενους στη βιομηχανία. Αμέσως μετά τις ΗΠΑ ακολουθούν η
Ισπανία με 89 και η Γαλλία με 84.
Στα
μέσα Οκτώβρη του 2008, σύμφωνα με τα στοιχεία της IFR, στη βιομηχανία
της Ιαπωνίας σε κάθε 10.000 εργάτες αναλογούσαν 310 ρομπότ, στη Γερμανία
234, στη Νότια Κορέα (185), στις ΗΠΑ (116) και Σουηδία (115). Όπως
βλέπετε, η «πυκνότητα» χρήσης ρομπότ στην Ιαπωνία έπεσε, στις ΗΠΑ
αυξήθηκε, αλλά πολύ λιγότερο απ’ όσο στη Γερμανία. Από αυτή την άποψη οι
ΗΠΑ υστερούν ακόμα και από την Ευρώπη συνολικά. Ενώ οι πωλήσεις
βιομηχανικών ρομπότ στην Ευρώπη το 2007 αυξήθηκαν κατά 15%, στις ΗΠΑ
αυξήθηκαν κατά 9%.
Όμως η εισαγωγή βιομηχανικών ρομπότ και η αυτοματοποίηση της παραγωγής, που δίνει τη δυνατότητα να διαθέτεις «μια
εντελώς νέα τεχνολογία παραγωγής, που θα καλύπτει ολόκληρες
επιχειρήσεις και συμπλέγματα κλάδων και θα διευθύνεται από ένα κλειστό
κύκλο ανατροφοδότησης με τη χρήση αυτοεκπαιδευόμενων Η/Υ», δεν
είναι καθόλου το ίδιο πράγμα. Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι,
προχωρώντας στο δρόμο της εισαγωγής ξεχωριστών ρομπότ, ακόμα και
ξεχωριστών αυτοματοποιημένων γραμμών, είναι καταρχήν αδύνατον να φτάσεις
μια τέτοια «εντελώς νέα τεχνολογία παραγωγής».
Σε
ό,τι αφορά την εισαγωγή οικονομικών ειδικά αυτοματοποιημένων συστημάτων
διεύθυνσης, εδώ τα προβλήματα αποδείχτηκαν οξύτερα. Ορίστε τι γράφει ο
Στίβεν Ζαρλένγκα, χρηματιστής που βρισκόταν στο βασικό χώρο του
χρηματιστηρίου αξιών της Νέας Υόρκης τις ημέρες της χρηματιστικής κρίσης
του 1987: «Ορισμένες μεγάλες φίρμες από τη Γουόλ Στριτ
συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούν να σταματήσουν τους εκ των προτέρων
προγραμματισμένους υπολογιστές τους, που λειτουργούσαν με αλγόριθμους
συναλλαγών με παράγωγα. Μου έλεγαν ότι ορισμένοι αναγκάστηκαν να
τραβήξουν τις πρίζες από το δίκτυο ή να τις κόψουν – κυκλοφορούσαν
φήμες, ότι κάποιοι χρησιμοποίησαν ακόμα και πυροσβεστικά τσεκούρια από
τα κλιμακοστάσια. Το θέμα είναι ότι δε γινόταν να σβήσουν οι υπολογιστές
και αυτοί έστελναν εντολές αγοράς κατευθείαν στο χώρο της
διαπραγμάτευσης».
Είναι
αλήθεια ότι αυτό είναι ένα –ας πούμε– εμπειρικό γεγονός, αν και πολύ
ενδεικτικό. Όμως στη διπλωματική εργασία της φοιτήτριας της Ανώτατης
Σχολής Οικονομίας της Μόσχας Α. Ν. Ρομανιούχα με τίτλο «Εκτίμηση της
σχέσης μεταξύ της κρίσης υποθηκών στις ΗΠΑ και της δυναμικής της αγοράς
αξιών» (από την οποία δανειστήκανε αυτό το απόσπασμα) εμπεριέχεται και η
θεωρητική γενίκευση που καταδεικνύει την επί της αρχής ασυμβατότητα των
αυτοματοποιημένων συστημάτων διεύθυνσης και του αμερικανικού
χρηματιστικού συστήματος, που μόνο αυτό συνενώνει ένα ατέλειωτο σύνολο
ιδιωτών παραγωγών και καταναλωτών σε κάτι που μοιάζει με ενιαίο όλον.
Μάλιστα αυτό δεν ανήκει στον οποιονδήποτε, αλλά στον Άλαν Γκρίνσπαν, τον
άνθρωπο που δεν επιτρέπεται να εμπιστευόμαστε σε αυτή την υπόθεση,
γιατί αυτός ακριβώς, όντας διορισμένος εκείνο το 1987 πρόεδρος του
διοικητικού συμβουλίου του ομοσπονδιακού αποθεματικού συστήματος των
ΗΠΑ, καταλάβαινε καλύτερα απ’ όλους τη μηχανική της αμερικανικής
οικονομίας. Ορίστε τι γράφει ο ίδιος: «Οι διευρυμένες βάσεις
δεδομένων άμεσης πρόσβασης, τα πλατιά κανάλια επικοινωνιών, οι
υπολογιστικές και τηλεπικοινωνιακές δυνατότητες επιτρέπουν να λαμβάνουμε
πληροφορίες για την κατάσταση της αγοράς και τις πιστωτικές
ιδιαιτερότητες στιγμιαία, πράγμα που επιτρέπει στο δανειολήπτη να
αναλύει αυτοτελώς την πιστοληπτική ικανότητα, να επεξεργάζεται και να
λαμβάνει σύνθετες εμπορικές στρατηγικές αντιστάθμισης των κινδύνων. Αυτό
επιφέρει ευθεία ζημία στην πιστοληπτική ικανότητα των πιστωτικών
ιδρυμάτων και ταυτόχρονα οδηγεί στην εμφάνιση νέων ανταγωνιστικών
πλεονεκτημάτων υποκατάστατων αξιόγραφων, όπως εμπορικών λογαριασμών,
ενυπόθηκων δανείων, ακόμα και δανείων αυτοκινήτων»8.
Φυσικά
ο Γκρίνσπαν φέρεται πονηρά, όταν κατηγορεί την πληροφορία για την
«εμφάνιση νέων ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων των υποκατάστατων
αξιόγραφων». Εννοείται, ότι η κερδοσκοπία με τα παράγωγα, ως συνέπεια
της οποίας φουσκώνουν και σκάνε τεράστιες χρηματιστηριακές φούσκες, δεν
εμφανίστηκε ως αποτέλεσμα της εισαγωγής των πληροφοριακών τεχνολογιών,
είναι όμως γεγονός ότι η πληροφοριοποίηση υπονομεύει το μονοπώλιο των
τραπεζών στην πληροφορία για την κατάσταση των αγορών και ιδιαίτερα το
μονοπώλιό τους στις πιστωτικές σκευωρίες.
Αυτή
ακριβώς η φροντίδα για τη διατήρηση του μονοπωλίου των τραπεζών
αποτελεί το βασικό και αξεπέραστο εμπόδιο στο δρόμο της εισαγωγής
παγκρατικών συστημάτων διεύθυνσης στις ΗΠΑ και αυτή ακριβώς καταδικάζει
τη χώρα σε περιοδικές ενισχυόμενες χρηματιστικές, πιστωτικές, εμπορικές
κλπ. κρίσεις, που στην ουσία τους είναι κρίσεις διεύθυνσης, των οποίων
τις αιτίες, δηλαδή την πλήρη κυριαρχία των διεθνικών
χρηματιστικών-βιομηχανικών επιχειρήσεων και τον μεταξύ τους ανταγωνισμό,
κανείς ποτέ δεν είχε την πρόθεση να εξαλείψει. Γι’ αυτό εκεί η
Κυβερνητική αγνοήθηκε, συνεχίζει να αγνοείται μέχρι τώρα και, κρίνοντας
απ’ όλα τα δεδομένα, οι ηγέτες των ΗΠΑ ελπίζουν ότι θα μπορέσουν να την
αγνοούν και στο μέλλον.
Εξάλλου,
το γεγονός ότι η Κυβερνητική αγνοήθηκε στις ΗΠΑ και τις άλλες
καπιταλιστικές χώρες, πρόλαβαν να το σημειώσουν και οι κλασικοί της
Κυβερνητικής. Να πώς βλέπει αυτό το θέμα ο Νόρμπερτ Βίνερ στο βιβλίο
«Κυβερνητική και κοινωνία»: «Η μοίρα της πληροφορίας στον τυπικό
αμερικανικό κόσμο είναι να μετατραπεί σε κάτι που μπορεί να αγοραστεί ή
να πουληθεί. Δεν εντάσσεται στα καθήκοντά μου μια σχολαστική ανάλυση του
αν αυτή η εμπορική άποψη είναι ηθική ή ανήθικη, αν δείχνει άγνοια ή αν
είναι λογική. Καθήκον μου είναι να δείξω ότι αυτή η άποψη οδηγεί σε μια
εσφαλμένη κατανόηση της πληροφορίας και των εννοιών που σχετίζονται με
αυτήν και σε μια διαφορετική σχέση με αυτές»9.
Και ορίστε ποια διέξοδο βλέπει ο θεμελιωτής της κυβερνητικής: «Η
διέξοδος είναι μία – να χτίσουμε μια κοινωνία που θα βασίζεται στις
ανθρώπινες αξίες που διαφέρουν από την αγοραπωλησία. Για την οικοδόμηση
μιας τέτοιας κοινωνίας θα χρειαστεί μεγάλη προετοιμασία και μεγάλος
αγώνας, που σε ευνοϊκές συνθήκες μπορεί να διεξαχθεί στο ιδεολογικό
επίπεδο, αλλά στην ενάντια περίπτωση – ποιος ξέρει πώς;»10.
Ο Στάφορντ Μπιρ: «Ο
κόσμος των πλούσιων δεν αναγνώριζε ποτέ την Κυβερνητική ως εργαλείο
διεύθυνσης και γι’ αυτό σχετίζεται με αυτήν εσφαλμένα μέχρι γελοιότητας»11.
Σε
ό,τι αφορά τον Κ. Τσούζε, το δημιουργό της πρώτης πλήρως λειτουργικής
προγραμματιζόμενης στο δυαδικό κώδικα υπολογιστικής μηχανής, δήλωνε
ευθέως την πρόθεσή του να βάλει τους υπολογιστές στην υπηρεσία της
σοσιαλιστικής οικονομίας του μέλλοντος. Από κοινού με τον Άρνο Πέτερσον
επεξεργάζονται την ιδέα της «ισοδύναμης οικονομίας», την οποία ο
τελευταίος παρουσιάζει στο βιβλίο που εκδόθηκε το 2000 με τον εύγλωττο
τίτλο «Κομπιουτερικός σοσιαλισμός - Συζητήσεις με τον Κόνραντ Τσούζε».
Φυσικά,
μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα αναφερόμενα γεγονότα έχουν επιλεγεί
αυθαίρετα, ότι και οι απόψεις των πατέρων της κυβερνητικής ήταν
προκατειλημμένες. Είναι όμως αδύνατο να αγνοήσουμε το γεγονός ότι μετά
την καταστροφή της ΕΣΣΔ, παρά την απίθανη αύξηση της ισχύος της
υπολογιστικής τεχνικής και παρόλο που πλέον όλος ο κόσμος καλύπτεται από
υπολογιστικά δίκτυα, κανείς δε θέτει καν το καθήκον της αξιοποίησης
όλων αυτών των δυνατοτήτων για την επίλυση των ζητημάτων μιας
ορθολογικής διεύθυνσης της ανάπτυξης της οικονομίας και των κοινωνικών
διαδικασιών. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι οι περίοδοι ανάμεσα στις
κρίσεις γίνονται συντομότερες και ο χρόνος της κρίσης μακρύτερος. Η
τελευταία διαρκεί από το 2008 και προς το παρόν όλοι λένε μόνο ότι το
μέλλον θα είναι χειρότερο.
Η
κρίση δείχνει ότι το «σιδερένιο χέρι της αγοράς» ως εργαλείο
διεύθυνσης, που κουτσά-στραβά επιτελούσε τις λειτουργίες του την εποχή
της ατμομηχανής, έχει φανερά παλιώσει, όπως πάλιωσε και η ατμομηχανή που
το γέννησε. Η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνικής τον τελευταίο
ενάμισι αιώνα προχώρησε απίθανα μπροστά και είναι αφελής όποιος πιστεύει
ότι αυτό το γεγονός μπορεί να αγνοείται και να συνεχίζει να στηρίζεται
για τη δουλειά της διεύθυνσης αυτής της τεράστιας παγκόσμιας δύναμης
αποκλειστικά στον κοινό νου και στο ότι η συγκυρία στο χρηματιστήριο θα
είναι ευνοϊκή.
Στην
ΕΣΣΔ στις αρχές της δεκαετίας του ’60 έγινε μια προσπάθεια να
οικοδομηθεί ένα σύστημα διεύθυνσης της οικονομίας εναλλακτικό προς το
αγοραίο. Ένα σύστημα που θα επέτρεπε την πραγματοποίηση πρόβλεψης,
σχεδιασμού της οικονομικής ανάπτυξης και διεύθυνσής της σε επιστημονική
βάση. Σε αυτό ακριβώς συνίστατο η ουσία του ΠΣΑΔ. Με αυτή την έννοια, ο
αναφερόμενος από τον Β. Γκερόβιτς Αμερικανός επιμελητής της συλλογής
«Κυβερνητική στην υπηρεσία του κομμουνισμού», που σημείωσε ότι η έννοια
αυτού του συστήματος συνίσταται στο «να δημιουργήσει μια πλήρως ενοποιημένη και διευθυνόμενη οικονομία»,
κατά την άποψή μας, αντανακλά με μεγάλη ακρίβεια όχι μόνο την ουσία του
ΠΣΑΔ, αλλά κι ένα καθήκον, που χωρίς την επίλυσή του ο σύγχρονος
αντικειμενικά παγκοσμιοποιημένος κόσμος είναι αμφίβολο αν θα μπορέσει να
ισορροπήσει επί μακρόν στα όρια της κατακρήμνισης σε χαοτική κατάσταση…
Και
πρέπει από σήμερα να σκεφτόμαστε γι’ αυτή την αντικατάσταση. Η πείρα
της ΕΣΣΔ (τόσο η θετική όσο και η αρνητική) μπορεί να παρέχει καλές
υπηρεσίες σε όσους θα επεξεργαστούν τα διευθυντικά συστήματα του
μέλλοντος και θα τα εφαρμόσουν στην πράξη.
Η
μοίρα της ΕΣΣΔ σε σχέση με αυτό είναι πολύ διδακτική. Σχεδόν όλοι, όσοι
γράφουν γι’ αυτή την ιστορία, κατηγορούν για την αποτυχία της
δημιουργίας του Παγκρατικού Αυτοματοποιημένου Συστήματος Διεύθυνσης της
οικονομίας την ηγεσία της ΕΣΣΔ και, φαίνεται, τέτοια ευθύνη υπήρχε. Όμως
συνήθως αποσιωπάται σε τι ακριβώς συνίστατο αυτή η ευθύνη.
Συνίστατο
στο ότι η σοβιετική ηγεσία την τελευταία στιγμή προτίμησε από το
μπελαλίδικο και κοστοβόρο σχέδιο δημιουργίας ενιαίου ΠΣΑΔ που θα
μπορούσε να συμβάλει στη δημιουργία «πλήρως ολοκληρωμένης και
διευθυνόμενης οικονομίας», το σχέδιο των οικονομολόγων οπαδών της
αγοράς, η ουσία του οποίου συνίστατο στην απόρριψη της τελειοποίησης των
μεθόδων της συγκεντρωτικής διεύθυνσης της οικονομίας και στην εισαγωγή
των λεγόμενων «οικονομικών», δηλαδή αγοραίων, μεθόδων, που σήμαναν στην
πράξη την απόρριψη της συνειδητής διεύθυνσης των οικονομικών
διαδικασιών.12
Η
οικονομική ουσία αυτής της μεταρρύθμισης αναγόταν στη μέγιστη
αποκέντρωση της διεύθυνσης. Αυτή η τάση είχε αντικειμενική βάση, που ο
Β. Μ. Γκλουσκόφ διατύπωσε στη θεωρία του των «πληροφοριακών φραγμών»,
που συνίστατο στο ότι ήταν ήδη αδύνατον αν γίνουν με μια ματιά
αντιληπτές όλες οι σχέσεις των μερών της ενιαίας οικονομίας και η
ιεραρχία της διεύθυνσης ελάχιστα βοηθούσε σε αυτό. Ο Γκλουσκόφ πρότεινε
να ξεπεραστεί αυτός ο φραγμός με τη βοήθεια του ΠΣΑΔ. Οι οικονομολόγοι
οπαδοί της αγοράς μέσω της αποκέντρωσης της διεύθυνσης, της παράδοσης
μέγιστης ποσότητας διευθυντικών λειτουργιών από το κέντρο στην
περιφέρεια έλεγαν ότι έτσι μειώνεται η γραφειοκρατία. Στην
πραγματικότητα όμως με αυτό τον τρόπο έμπαινε κάτω από το γραφειοκρατικό
σύστημα διεύθυνσης η υλική βάση. Εάν κατά το παρελθόν το γραφειοκρατικό
σύστημα διεύθυνσης δεν είχε από κάτω του κανένα πραγματικό οικονομικό
στήριγμα και γι’ αυτό όχι μόνο ο κάθε γραφειοκράτης αλλά και το κάθε
γραφειοκρατικό όργανο εξαρτιόταν απολύτως από την πολιτική συγκυρία,
τώρα η κατάσταση άλλαζε ριζικά. Η τοπική γραφειοκρατία (ιδιαίτερα στο
επίπεδο των Δημοκρατιών) ενισχυόταν σημαντικά, η ενότητα του
συμπλέγματος της λαϊκής οικονομίας παραβιαζόταν ουσιαστικά, επειδή σε
συνθήκες που το κέρδος και ο όγκος πωλήσεων ανακηρύσσονταν κύριοι
δείκτες της αποτελεσματικότητας της δραστηριότητας της επιχείρησης, το
κέντρο της οικονομικής ζωής μετακινιόταν προς την πλευρά της ξεχωριστής
επιχείρησης κι έτσι έμπαιναν οι βάσεις των φυγόκεντρων τάσεων που στη
συνέχεια οδήγησαν στην καταστροφή της ΕΣΣΔ.
Τυπικά,
μετά τη μεταρρύθμιση, όπως και πριν από αυτήν, η ιδιοκτησία στα μέσα
παραγωγής παρέμενε στα χέρια του κράτους, όμως στην πραγματικότητα το
συμφέρον της κολεκτίβας της ξεχωριστής επιχείρησης άρχιζε να κυριαρχεί
πάνω στο συμφέρον της κοινωνίας συνολικά, ενώ για ένα τέτοιο ζήτημα,
όπως η προοπτική της παγκόσμιας επανάστασης, πράγμα που αποτελούσε το
κεντρικό θέμα κατά τα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής εξουσίας, εκείνη την
εποχή ήταν άκομψο ακόμα και να γίνεται υπόμνηση. Τέτοιες ιδέες δεν
περιέχονταν, από θέση αρχής, στην αντίληψη της «οικονομικής»
μεταρρύθμισης.
Η
προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία το συμφέρον των «πρωτοβάθμιων
κολεκτίβων» περνά στο πρώτο πλάνο, στο μαρξισμό ονομάζεται
αναρχοσυνδικαλισμός, τον οποίο ο Λένιν χαρακτήρισε ως «θανάσιμη αρρώστια
του κομμουνισμού».
Αλίμονο, κι εδώ ο κλασικός αποδείχτηκε θανατηφόρα διορατικός.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
*
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Ένωσης Κομμουνιστών Ουκρανίας
«Μαρξισμός και σύγχρονη Εποχή», τ. 1-2, 2014-2015, με τον τίτλο «Για την
ιστορία του πολιτικοοικονομικού Θερμιδώρ στην ΕΣΣΔ. Για τα πενηντάχρονα
του σχεδίου Παγκρατικού Συστήματος Αυτοματοποιημένης Διεύθυνσης.
Κυβερνητική και κομμουνισμός».
1. Από το βιβλίο «Очерки истории кибернетики в СССР». М. URSS. 2014.
2. Β. Ι. Λένιν: «Για το ενιαίο οικονομικό σχέδιο», «Άπαντα», τ. 42, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 346.
4.
Όπως ευαρεστήθηκε να χαρακτηρίσει την κατάσταση της σοβιετικής
οικονομίας το 1953 κάποιος Judy R. The Soviet Economy: From Commissars
to Computers //International Journal. - 1967. - Vol. 22. – P. 642. Και
αυτό ενώ από το 1950 το επίπεδο της βιομηχανικής παραγωγής στην ΕΣΣΔ
ξεπερνούσε το προπολεμικό κατά 73% και το 1952 η μέση ετήσια προσαύξηση
της βιομηχανικής παραγωγής ήταν 10%. Η ΕΣΣΔ εκείνη την εποχή κατάργησε
το μονοπώλιο των ΗΠΑ όχι μόνο στον τομέα του πυρηνικού όπλου αλλά και
στον τομέα της υπολογιστικής τεχνικής. Έχει ενδιαφέρον πώς θα ονόμαζε
αυτός ο εξυπνάκιας την κατάσταση της οικονομίας των ΗΠΑ, η οποία, παρά
το γεγονός ότι πάχυνε απίθανα στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήδη το 1948-49
βίωσε σοβαρή κρίση με πτώση της παραγωγής κατά 17%. Η άνοδος του 1950
βασικά συνδέεται με τον πόλεμο στην Κορέα, προς το τέλος του οποίου η
αμερικανική οικονομία γλίστρησε αργά προς την επόμενη κρίση, που
διάρκεσε ακόμα περισσότερο από την προηγούμενη και οδήγησε σε πτώση της
παραγωγής κατά 9%.
5.
Οι πηγές στις οποίες αναφέρεται ο Β. Γκερόβιτς στο άρθρο του: Conway
F., Siegelman J. Dark Hero of the Information Age: In Search of Norbert
Wiener, the Father of Cy-bernetics. New York: Basic Books, 2005. - P.
318, 391. Artur Schlesinger? Jr., to Robert Kennedy, 20 October 1962.
Schlesinger Personal Papers. John F. Kennedy Library (Boston, Mass.).
Box WH-7. «Cybernetics».
6.
Σχετικά με αυτό, δεν μπορεί να μην προκαλέσει κατάπληξη ότι ο Β.
Γκερόβιτς, που φαίνεται ότι καταλαβαίνει πολύ καλά αυτό το πρόβλημα,
έδωσε για κάποιο λόγο στο άρθρο του για το πρόβλημα της δημιουργίας του
Παγκρατικού Αυτοματοποιημένου Συστήματος Διεύθυνσης μια ονομασία που δεν
αντανακλά το πραγματικό του περιεχόμενο.
8. Jenny Anderson, Goldman Runs Risks, Reaps Rewards, «The New York Times», June 10, 2007.
9. Н. Винер, Кибернетика и общество. - М., 1958. - С. 120
10. Ό.π.
11. Стаффорд Бир, Мозг фирмы. - М., 2005. - С. 256
12. В. М. Глушков, Пионер кибернетики. - К., 2003. - 326 с