Η
εν λόγω οικονομική, κοινωνική και ιδεολογική πορεία βρίσκει επίσης την
πολιτική αντανάκλασή της. Από το ξεκίνημα της ιμπεριαλιστικής εποχής, ο
φιλελευθερισμός και ο κοινοβουλευτισμός βρίσκονται στην πραγματικότητα
σε κάμψη. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν στην ουσία η μορφή μέσω της
οποίας η ανερχόμενη αστική τάξη προώθησε τον αγώνα της εναντίον της
φεουδαρχίας και των παλιών προνομίων, συγκρατώντας την εργατική τάξη στ’
απόνερα αυτού του αγώνα. Σε αυτή τη βάση οικοδομήθηκε ο
φιλελευθερισμός, φτάνοντας στο απόγειό του το 19ο αιώνα. Οι εργάτες ήταν
δεμένοι στο άρμα της αστικής φιλελεύθερης πολιτικής. Αποτέλεσε
επίτευγμα του μαρξισμού το σπάσιμο αυτής της σκλαβιάς. Στη Βρετανία,
εκεί όπου ο παγκόσμιος μονοπωλιακός καπιταλισμός έδωσε στην αστική τάξη
υπέρτερους πόρους και τη δυνατότητα να δημιουργήσει ένα προνομιακό τμήμα
εργατικής μειοψηφίας, ο μαρξισμός σημείωσε τη μικρότερη πρόοδο και η
φιλελεύθερη εργατική πολιτική επιβίωσε περισσότερο.
Καθώς
η πάλη του προλεταριάτου εναντίον της αστικής τάξης άρχισε ν’
αντικαθιστά τον παλαιότερο αγώνα εναντίον των τάξεων που προηγήθηκαν της
αστικής, ακολούθησε μια πολιτική μετατόπιση. Τα παλιά φιλελεύθερα
κόμματα άρχιζαν να παρακμάζουν μπροστά στη σοσιαλδημοκρατία· η αστική
τάξη συνασπιζόταν όλο και περισσότερο με τ’ απομεινάρια των παλιότερων
(μοναρχικών, στρατιωτικών, φεουδαρχικών) δυνάμεων. Ωστόσο η
κοινοβουλευτική δημοκρατία παρέμεινε η πιο χρήσιμη βάση της αστικής
τάξης για την εξαπάτηση των μαζών και την αναχαίτιση της ταξικής πάλης,
υπό την προϋπόθεση ότι κι αυτό το μέσο συγκράτησης των εργατών ήταν
επαρκές.
Σήμερα,
που η εντεινόμενη ταξική πάλη δεν μπορεί πλέον ν’ αναχαιτιστεί από αυτά
τα σχήματα, η αστική τάξη γυρίζει διαρκώς την πλάτη στην
κοινοβουλευτική δημοκρατία, τασσόμενη υπέρ των πιο ωμών μορφών
εξαναγκασμού και του αυταρχικού κράτους. Αυτός είν’ ένας δείκτης
αποδυνάμωσης της αστικής τάξης.
Η
εποχή του ιμπεριαλισμού, ο συγκεντρωτικός μονοπωλιακός καπιταλισμός,
ήδη μετέτρεπε αδιάλειπτα τις μορφές κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σε
καρικατούρα. Ενώ φαινομενικά η επέκταση της ψήφου εξάπλωνε τη
«δημοκρατία», στην πραγματικότητα το κοινοβούλιο στερούνταν ευθέως τον
κυβερνητικό ρόλο του, ο οποίος συγκεντρωνόταν στα χέρια της εκτελεστικής
εξουσίας, στο υπουργικό συμβούλιο, και από κει στο στενό υπουργικό
συμβούλιο, ακόμα και σ’ εξωκοινοβουλευτικούς θεσμούς (λόγου χάρη, στην
Επιτροπή Αυτοκρατορικής Αμυνας), πλήρως απομακρυσμένος από τη
«δημοκρατία» (όπως ακριβώς η προετοιμασία του πολέμου το 1914:
συγκρίνετε τη δήλωση του Συντηρητικού λόρδου Χιου Σέσιλ, ότι ο πόλεμος
δεν ήταν απόφαση «της Βουλής των Κοινοτήτων ή του εκλογικού σώματος,
αλλά συμφωνία μεταξύ νυν και πρώην υπουργών», επιστολή στους «Times», 29
Απρίλη 1916). Εναρμονισμένη με τα πραγματικά γεγονότα του μονοπωλιακού
καπιταλισμού, η καθημερινή κυβερνητική πρακτική βρισκόταν στην
πραγματικότητα στα χέρια μιας διαρκώς πιο ενισχυμένης και συγκεντρωτικής
γραφειοκρατίας. Η πραγματική άσκηση εξουσίας και η επιλογή πολιτικής
κρέμονταν από μια χούφτα ηγετών του χρηματιστικού κεφαλαίου, ενώ το
κουκλοθέατρο του κοινοβουλίου, οι εντεταλμένοι υπουργοί, οι εκλογές και
τα κατ’ όνομα αντιπολιτευτικά κόμματα αναγνωρίζονταν όλο και περισσότερο
ως διακοσμητικά του Συντάγματος για λόγους βιτρίνας. Αυτό ήταν εξίσου
εμφανές στις «δημοκρατίες» των Ηνωμένων Πολιτειών, της Γαλλίας και της
Βρετανίας.
Παρόλ’
αυτά, ο φιλελευθερισμός απόλαυσε μια τελευταία άνθηση, κατά την πρώιμη ή
προπολεμική περίοδο του ιμπεριαλισμού, αλλά με τη νέα μορφή του: Το
φιλελεύθερο ιμπεριαλισμό με το παραπλανητικό πρόγραμμα περί «κοινωνικής
μεταρρύθμισης». Τα υπερκέρδη του ιμπεριαλισμού παρείχαν τα μέσα στις
ιμπεριαλιστικές χώρες ώστε να επιχειρήσουν να εξαγοράσουν την εξέγερση
των προοδευτικών εργατών με την επίδειξη ισχνών παραχωρήσεων σε μια
μειοψηφία. Ο Βίσμαρκ είχε ήδη δείξει τον τρόπο χρήσης της νομοθεσίας της
«κοινωνικής μεταρρύθμισης», ταυτόχρονα με τον εξαναγκασμό, στην
προσπάθειά του ν’ αναχαιτίσει την πορεία προς το σοσιαλισμό. Στη βάση
της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης, οικοδομήθηκε τον 20ό αιώνα η βραχύβια
αναγέννηση του μεταρρυθμιστικού σοσιαλφιλελευθερισμού επί πρωθυπουργίας
Λόιντ Τζορτζ, ο οποίος επιχείρησε ν’ αναχαιτίσει το ανοδικό κύμα της
εργατικής εξέγερσης με την ηχηρά διαφημιζόμενη επίδειξη παραχωρήσεων κι
ενδιαφέροντος για τις «συνθήκες διαβίωσης του λαού» και με τις
θορυβώδεις εκστρατείες για την καταγγελία των γαιοκτημόνων και της
αριστοκρατίας, ενώ προωθούνταν οι πραγματικοί στόχοι του ιμπεριαλισμού
και της πολεμικής προετοιμασίας και γινόταν χρήση όλων των δυνάμεων του
κράτους εναντίον του αγώνα της μαχόμενης εργατικής τάξης.
Τα
σοσιαλδημοκρατικά κι εργατικά κόμματα μετά τον πόλεμο προσπάθησαν να
προωθήσουν το ρόλο του μεταρρυθμιστικού σοσιαλφιλελεύθερου
ιμπεριαλισμού, αλλά υπό θεμελιωδώς διαφορετικές συνθήκες· σ’ ένα πιο
προηγμένο στάδιο της ταξικής πάλης, αλλά κι εν μέσω κρίσης και
καπιταλιστικής παρακμής. Συνεπώς, δε σημείωσαν την παραμικρή αντίστοιχη
επιτυχία· η έκκλησή τους στις μάζες, μέσω της κοινοβουλευτικής
μεταρρύθμισης, δεν προκαλούσε πλέον κανέναν ενθουσιασμό· οι
μεταρρυθμίσεις που μπορούσαν να επιτύχουν ήταν περιορισμένες λόγω της
οικονομικής κρίσης, των εξασθενημένων εθνικών οικονομιών και του βάρους
των πολεμικών χρεών που έπρεπε να σηκώσουν· τα κατασταλτικά και
καταναγκαστικά μέτρα που έπρεπε να εφαρμόσουν για την αντιμετώπιση της
ταξικής πάλης ήταν κατά πολύ βαρύτερα.
Ακόμα
και οι παραχωρήσεις που επέτρεπε το μέτρο των περιορισμένων κοινωνικών
μεταρρυθμίσεων άρχισαν να καταρρέουν και να φθίνουν υπό την πίεση της
οικονομικής κρίσης. Με τις εντεινόμενες εξεγέρσεις στις αποικίες, η βάση
του ιμπεριαλισμού άρχισε ν’ αδυνατίζει. Το κύμα των υπερκερδών
μειώθηκε· η αντιπαράθεση των αντιπάλων στο πλαίσιο του μονοπωλιακού
καπιταλισμού εντάθηκε. Ως εκ τούτου, αναπτύχθηκε έν’ αντίστροφο κίνημα,
όχι πλέον για την επέκταση των κοινωνικών παραχωρήσεων, αλλά, αντίθετα,
για τη μείωση και κατάργηση όσων είχαν ήδη δοθεί. Η εντονότερη έκφραση
αυτής της διαδικασίας σημειώθηκε στο χρονικό και την πτώση της δεύτερης
κυβέρνησης των Εργατικών, καθώς και στην κρίση του 1931.
Στο
εξής, οι διαρκείς πιέσεις οδηγούν στην ανοιχτή διεξαγωγή της ταξική
πάλης, η οποία ξεσπά διαπερνώντας το λεπτό στρώμα των φιλελεύθερων και
κοινοβουλευτικών δημοκρατικών αυταπατών. Ακόμα και η σοσιαλδημοκρατία
αναγκάζεται να μιλήσει για την «κατάρρευση της μεταρρύθμισης», το «τέλος
της κοινωνικής μεταρρύθμισης» και την ακόλουθα αναπόφευκτη «κατά
μέτωπο» επίθεση στο κεφάλαιο (όπως ακριβώς υποστήριζε η γενική
προπαγανδιστική γραμμή της Διάσκεψης του Εργατικού Κόμματος στο Λέστερ,
το 1932), την ίδια στιγμή που στην πράξη καθίσταται διαρκώς πληρέστερη η
ενσωμάτωσή της στη συμμαχία με το μονοπωλιακό καπιταλισμό και η
συμφωνία της στην καταστολή των εργατών (η γραμμή των «Δημόσιων
Εταιριών» κλπ.). Η αντιπαράθεση εργατικής τάξης και καπιταλισμού δεν
μπορεί πλέον να καλύπτεται από φιλελεύθερα και μεταρρυθμιστικά
προσχήματα περί καλυτέρευσης των όρων διαβίωσης στον καπιταλισμό.
Στο
εξής, ισχυροποιείται διαρκώς η απαίτηση των εκπροσώπων του καπιταλισμού
να παραλειφθούν ή να τροποποιηθούν οι παλιές κοινοβουλευτικές
δημοκρατικές μορφές, οι οποίες δεν εκπληρώνουν πλέον το στόχο τους, και
να επιβληθούν νέες και ισχυρές μορφές καταστολής και δικτατορίας. Η
εξέγερση εναντίον της «δημοκρατίας» και του «κοινοβουλίου», στην οποία
ήδη αναφέρονταν προπολεμικά οι κύκλοι των αστών, ενώ στα κρυφά ακόμα την
εκθείαζαν οι πιο στενά αντιδραστικοί κύκλοι, τώρα αποτελεί κοινό
στοιχείο όλων των σύγχρονων αναφορών. Το αίτημα κάποιου όπως ο Οουεν
Γιανγκ για ένα «διάλειμμα στα κοινοβούλια» («αν ένα διάλειμμα στους
εξοπλισμούς είναι καλό, ένα διάλειμμα στα κοινοβούλια θα ήταν ακόμα
καλύτερο», από την ομιλία του στο Lotus Club, στη Ν. Υόρκη, στις 6
Δεκέμβρη 1930)· ή όπως ο σερ Ουίλιαμ Μπέβεριτζ για «έναν παγκόσμιο
δικτάτορα» (Halley Stewart Lecture, 1931)· ή η ανακοίνωση κάποιου όπως ο
Γκόρντον Σέλφριτζ στο Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο του Λονδίνου,
μετά από την επιστροφή του από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ότι «ως
Αμερικανός μίλησε σε πενήντα εκπροσώπους των Ηνωμένων Πολιτειών και δε
βρήκε κανέναν που να διαφωνεί με την άποψή του ότι η δημοκρατία σ’ αυτήν
τη μεγάλη χώρα δε θ’ αποτελούσε ενδεχομένως πετυχημένο σύστημα
διακυβέρνησης [...] οι χώρες πρέπει να διοικούνται όπως οι μεγάλες
εταιρίες» («Times», 22 Ιούνη 1932): Αυτές και χιλιάδες άλλες παρόμοιες
αναφορές είναι χαρακτηριστικές της παρούσας αντίληψης των εκπροσώπων του
χρηματιστικού κεφαλαίου και προσομοιάζουν το σκεπτικισμό των ίδιων των
κοινοβουλευτικών εκπροσώπων, το απροκάλυπτο αντικοινοβουλευτικό ύφος του
Τύπου ή εκείνο των πάλαι ποτέ «προοδευτικών» διανοούμενων (Σο, Ουέλς),
αν όχι τις ευθείες επιθέσεις των Τσόρτσιλ, Λόιντ ή Ταρντιέ1.
Τα
σοσιαλδημοκρατικά κι εργατικά κόμματα, σε παράλληλη κίνηση με τον
καπιταλισμό, ομοίως μεταβάλλουν την αντίληψή τους κι αρχίζουν να μιλάνε
διαρκώς πιο πολύ για τα «όρια του κοινοβουλίου», την ανάγκη
ισχυροποίησης της «πειθαρχίας» κι «εξουσίας» του κράτους (ο
«νεοσοσιαλισμός» στη Γαλλία, η προπαγάνδα της Σοσιαλιστικής Λίγκας στην
Αγγλία. Δείτε επίσης το βιβλίο του Λάτσκι «Δημοκρατία σε κρίση», 1933,
κι εκείνο του Βαντερβέλντε «Η εναλλακτική», 1933, για την εξασθένιση των
παλιών θεωρητικών δημοκρατικών αντιλήψεων).
Η
πρακτική του σύγχρονου καπιταλισμού απομακρύνεται όλο και περισσότερο
από τις κοινοβουλευτικά δημοκρατικές μορφές στον πιο ενισχυμένο κι
απροκάλυπτο καταναγκασμό και την ταξική δικτατορία. Αυτό ισχύει όχι μόνο
για τα καταφανώς φασιστικά καθεστώτα, αλλά και για το φθίνοντα αριθμό
των ιμπεριαλιστικών κρατών τα οποία παραμένουν κατ’ όνομα «δημοκρατικά».
Η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που κήρυξε ο Ρούσβελτ και η κυβέρνηση
Εθνικής Ενότητας στη Βρετανία αντιπροσωπεύουν στάδια και φάσεις μιας
διαδικασίας μετασχηματισμού, αντίστοιχου σε ορισμένες πλευρές του με την
περίοδο Μπρούνινγκ2 στη Γερμανία. Η
σύγχρονη νομοθεσία ισχυροποιεί την εκτελεστική εξουσία, τη γραφειοκρατία
και την αστυνομία, ενώ περιορίζει διαρκώς τα όρια της νόμιμης
λειτουργίας του εργατικού κινήματος, του δικαιώματος στη συναναστροφή
και τη συνάθροιση, καθώς και στην απεργία. Αυτή η διαδικασία
«μετασχηματισμού της δημοκρατίας» στις ιμπεριαλιστικές χώρες της Δύσης
και η προετοιμασία του εδάφους για την έλευση του φασισμού εξετάζεται
περαιτέρω σ’ επόμενο κεφάλαιο.
Το
κύμα εναντίον της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ορθώνεται ολόπλευρα, αν
κι αυτό δε σημαίνει ότι ο καπιταλισμός έχει εξαντλήσει πλήρως τη
χρησιμότητά του. Ωστόσο το πραγματικό ζήτημα παρουσιάζεται συνήθως
μπερδεμένο λόγω της χυδαίας προπαγανδιστικής αντιμετώπισής του, βάσει
της οποίας η επίθεση στη «δημοκρατία» εξαπολύεται εκ παραλλήλου από τον
κομμουνισμό και το φασισμό. Αντίθετα, όμως, η κριτική του κομμουνισμού ή
του μαρξισμού δε θεωρεί την καπιταλιστική δημοκρατία «υπερβολικά
δημοκρατική», αλλά «όχι αρκετά δημοκρατική» και υποστηρίζει ότι στην
πραγματικότητα αποτελεί απλώς παραπλανητικό προκάλυμμα της
καπιταλιστικής δικτατορίας, ενώ η αληθινή δημοκρατία προς όφελος των
εργατών θα καταστεί δυνατή μόνο όταν η δικτατορία του προλεταριάτου
καταλύσει την εξουσία της καπιταλιστικής τάξης. Από την άλλη, ο
σύγχρονος καπιταλισμός πορεύεται εναντίον της κοινοβουλευτικής
δημοκρατίας ενισχύοντας την καταστολή της εργατικής τάξης κι
εγκαθιδρύοντας μια απροσχημάτιστη και βίαιη δικτατορία του μονοπωλιακού
καπιταλισμού. Η πραγματικότητα αυτής της διαμάχης μεταξύ ολιγαρχικής
δικτατορίας κι ελευθερίας της εργατικής τάξης αναδύεται μέσ’ από τις
παλιές αυταπάτες που πλαισίωναν την κοινοβουλευτική δημοκρατία.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
*
Το κείμενο είναι προδημοσίευση μέρους από το βιβλίο του Ρατζανί Πάλμε
Ντουτ «Φασισμός και κοινωνική επανάσταση», που θα κυκλοφορήσει από τις
εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».Ο Ντουτ (1886-1974) διετέλεσε ΓΓ του ΚΚ
Μεγάλης Βρετανίας το διάστημα 1939-1941 και στέλεχος της Κομμουνιστικής
Διεθνούς.
1.
Σ.μ. Αντρέ Ταρντιέ (1876-1945), συντηρητικός πολιτικός, κυρίαρχη
προσωπικότητα της γαλλικής πολιτικής ζωής την τριετία 1929-1932, κατά
την οποία χρημάτισε τρεις φορές πρωθυπουργός της χώρας. http://encyclopedia.thefreedictionary.com/Tardieu %2c+André
2.
Σ.μ. Brüning Heinrich (1885-1970), Γερμανός πολιτικός, ο οποίος υπήρξε
καγκελάριος της χώρας τη διετία 1930-1932. Εξαναγκάστηκε σε παραίτηση το
1932, ανοίγοντας το δρόμο για την προέλαση των Ναζί στη γερμανική
εξουσία. http://encyclopedia. thefreedictionary.com/Brüning%2c+Heinrich