Στις 3 του Νοέμβρη 1944 τα τελευταία χιτλερικά τμήματα εγκατέλειψαν την αιματοποτισμένη ελληνική γη. Εμειναν μόνο δύο μεμονωμένες εχθρικές εστίες. Η μια στη Μήλο και η άλλη στην Κρήτη, όπου η τελευταία μάχη δόθηκε στη θέση Παναγιά στις 12-14 του Νοέμβρη 1944.
Με τα σαμποτάζ, τα ενεδρευτικά χτυπήματα και μάχες που έδωσε ο ΕΛΑΣ, στην τελική εξόρμησή του για την απελευθέρωση της χώρας, προξένησε στα χιτλερικά στρατεύματα σημαντικές απώλειες σε άνδρες και υλικά.
Ο ΕΛΑΣ με την πολεμική του δράση καθήλωσε κατά καιρούς στη χώρα μας 8-12 εχθρικές Μεραρχίες. Προξένησε στον εχθρό βαριές απώλειες σε νεκρούς (30.000). Συνέλαβε 6.500 αιχμαλώτους. Από την πολεμική δράση του ΕΛΑΣ εναντίον των στρατευμάτων κατοχής καταστράφηκαν 37 μεγάλες γέφυρες, 85 ατμομηχανές, 1.000 περίπου βαγόνια και πάνω από 1.000 αυτοκίνητα. Ολος σχεδόν ο οπλισμός του ΕΛΑΣ προερχόταν από τις πολεμικές του επιχειρήσεις εναντίον των κατακτητών.
Βαριές ήταν και οι απώλειες του ΕΛΑΣ. Σε 28.000 υπολογίζονται οι πατριώτες που έπεσαν τα χρόνια της Αντίστασης, πολεμώντας ενάντια στους κατακτητές. Εκτελέστηκαν 50.000 από τους κατακτητές και τους συνεργάτες τους. Πάνω από 60.000 εξοντώθηκαν στα χιτλερικά κάτεργα. Περίπου 260.000 πέθαναν από την πείνα. Σκοτώθηκαν 7.000 από τους βομβαρδισμούς της εχθρικής ή της συμμαχικής αεροπορίας.
Η αξία των υλικών αγαθών που λεηλατήθηκαν με διάφορους τρόπους είτε καταστράφηκαν από τους κατακτητές ξεπέρασε, σύμφωνα με τους επίσημους υπολογισμούς των αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών, τα 8 δισεκατομμύρια δολάρια προπολεμικής αγοραστικής αξίας[1].
Κύριοι αιμοδότες της Αντίστασης στάθηκαν οι κομμουνιστές. Για την απελευθέρωση της πατρίδας και τη δημοκρατική αναγέννησή της θυσίασαν τη ζωή τους χιλιάδες μέλη και στελέχη του ΚΚΕ.
Ο ελληνικός λαός, λευτερώνοντας την πατρίδα του, έπειτα από σκληρούς και ηρωικούς αγώνες με την καθοδήγηση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, χαιρόταν την απελευθέρωση της χώρας στις συνθήκες της παλλαϊκής αγωνιστικής έξαρσης και της ελευθερίας που εξασφάλιζε ο απελευθερωτικός στρατός ΕΛΑΣ, ο λαός εξέλεγε παντού τα όργανα της αυτοδιοίκησής του, ως ένα από τα φύτρα της δικής του εξουσίας.
Η κατάσταση όμως αυτή προκαλούσε θανάσιμη αγωνία στην πλουτοκρατική ολιγαρχία και τον κύριο πολιτικό της εκπρόσωπο εκείνη την εποχή, τον Γεώργιο Παπανδρέου, πρωθυπουργό της κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Ο Γ. Παπανδρέου εκλιπαρούσε απροκάλυπτα πια την ένοπλη επέμβαση των Αγγλων ιμπεριαλιστών. Σε τηλεγράφημά του προς την ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο στις 14 Σεπτέμβρη έγραφε: «Κυβέρνησις μεταβαίνουσα Αθήνας και στερουμένη και ιδίας και Συμμαχικής δυνάμεως θα είναι ουσιαστικώς αιχμάλωτος του ΕΑΜ». Σε καινούργιο τηλεγράφημά του στις 18 Σεπτέμβρη έγραφε ότι «η κατάστασις επιδεινούται ραγδαίως», εννοώντας την απελευθέρωση της χώρας από τον ΕΛΑΣ και κατέληγε: «Μόνη μου ελπίς έχει απομείνει το Λονδίνο. Μόνο Βρετανική κυβέρνησις και ιδίως πρωθυπουργός Τσώρτσιλ μεταβάλει κατάστασιν εξευρίσκων και διατάσσων άλλοθεν δυνάμεις ενεργήσουν αμέσως Ελλάδα». Τέσσερις μέρες αργότερα, στις 22 Σεπτέμβρη, ο Γ. Παπανδρέου τηλεγραφούσε στον Τσώρτσιλ: «Αι υπό των Γερμανών εκκενούμεναι περιφέρειαι καταλαμβάνονται υπό του ΕΑΜ εν ονόματι δήθεν της ελληνικής κυβερνήσεως... ενώπιον της διαμορφωθείσης κρισίμου καταστάσεως τα πολιτικά μέσα προς αντιμετώπισίν της δεν είναι πλέον επαρκή. Μόνον η άμεσος παρουσία επιβλητικών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και μέχρι των τουρκικών ακτών ημπορεί να μεταβάλει την κατάστασιν»[2]. (Οι υπογραμμίσεις είναι του Γ. Παπανδρέου - Σημ. Συντ.). Στο ίδιο χρονικό διάστημα, όπως ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου μετά την αγγλική επέμβαση ομολόγησε στη δίκη του δοσίλογου Ράλλη, αυτός έστελνε από το Κάιρο όπλα και εξόπλιζε τις «εθνικές» οργανώσεις της Αθήνας, τους Χίτες και τους Μπουραντάδες. Και τα όπλα τα παραλάβαιναν ο Μπακογιάννης, διάδοχος του Ντερτιλή, ο Σπηλιοτόπουλος, όλοι οι δοσίλογοι συνεργάτες των Γερμανών και του Ράλλη[3] [...].
[...] Οι δυνατότητες που προσέφερε στους Αγγλους ιμπεριαλιστές η Συμφωνία του Λιβάνου δε θεωρούνταν τώρα αρκετές για την εφαρμογή των καταχθόνιων σχεδίων τους. Επεδίωκαν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις που θα τους επέτρεπαν όχι μόνο να αποβιβαστούν στην Ελλάδα με το αληθοφανές πρόσχημα να συνεχίσουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Γερμανών, αλλά και να έχουν δικαίωμα ανάμιξης στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας. Η επίτευξη της επιδίωξης αυτής αποτέλεσε το κύριο πρόβλημα της σύσκεψης που συνήλθε με την πρωτοβουλία τους στην Καζέρτα της Ιταλίας στις 26 Σεπτέμβρη 1944.
Στη Σύσκεψη της Καζέρτας που διεξήχθηκε με την προεδρεία του αρχιστράτηγου των Συμμαχικών Δυνάμεων της Μεσογείου Ουΐλσον, πήραν μέρος ο Βρετανός υπουργός Μέσης Ανατολής Μακ Μίλλαν, ο Αγγλος πρεσβευτής στην ελληνική κυβέρνηση Λήπερ, ο Αγγλος στρατηγός Σκόμπυ, διοικητής των αγγλικών δυνάμεων που ετοιμάζονταν για επέμβαση στην Ελλάδα, ο πρωθυπουργός της ελληνικής κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, οι υπουργοί Α. Σβώλος (ΠΕΕΑ), Ι. Ζέβγος (ΚΚΕ), Θ. Τσάτσος και Σγουρίτσας, ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης, στρατιωτικός αρχηγός του ΕΛΑΣ και ο Ναπολέων Ζέρβας, στρατιωτικός αρχηγός του ΕΔΕΣ.
Την ίδια μέρα υπογράφτηκε συμφωνία που θεωρούσε σαν αυτονόητο γεγονός την άμεση απόβαση βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα, υπήγαγε στο διοικητή τους τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ και έδινε στους Αγγλους τη δυνατότητα ανάμιξης στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας.
Η Αθήνα με τον Πειραιά και όλη η Αττική τέθηκαν άμεσα στη δικαιοδοσία του Αγγλου στρατηγού Σκόμπυ, που διορίστηκε διοικητής -στην ουσία αρχιστράτηγος- όλων των συμμαχικών δυνάμεων στην Ελλάδα (αγγλικών, ΕΛΑΣ, Ταξιαρχίας Ρίμινι κλπ.). Στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ της υπαίθρου απαγορεύονταν να μπουν στην πρωτεύουσα, καθώς και στην περιοχή μεταξύ Αξιού-Στρυμώνα, δηλαδή στη Θεσσαλονίκη.
Και τη φορά αυτή οι αντιπροσωπείες του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ έκαναν απαράδεκτες υποχωρήσεις απέναντι στους Αγγλους και στην πλουτοκρατική ολιγαρχία. Υποτιμώντας τις δυνάμεις που ακολουθούσαν την πολιτική του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ και θεωρώντας ότι οι Αγγλοι ως σύμμαχοι στον αντιχιτλερικό συνασπισμό, είναι σύμμαχοι και του απελευθερωτικού κινήματος και μη υπολογίζοντας σωστά το συσχετισμό δυνάμεων, αναγνώρισαν ουσιαστικά στους Αγγλους το ρόλο ρυθμιστή των εσωτερικών υποθέσεων της χώρας, θέτοντας υπό τις διαταγές τους και την ένοπλη δύναμή τους, τον ΕΛΑΣ.
Οι υποχωρήσεις του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ στην Καζέρτα αποθράσυναν, όπως ήταν επόμενο, ακόμα περισσότερο τους Αγγλους και την αντίδραση. Την επομένη της υπογραφής της Συμφωνίας της Καζέρτας ο στρατηγός Σκόμπυ έστειλε στο στρατηγό Σπηλιοτόπουλο, διοικητή της Χωροφυλακής στην πρώτη περίοδο της Κατοχής, που με τη Συμφωνία της Καζέρτας διορίστηκε στρατιωτικός διοικητής Αττικής, την εξής διαταγή:
«Οταν οι Γερμανοί αποχωρήσουν ή παραδοθούν τα Τάγματα Ασφαλείας θα λάβουν οδηγίες σας ή να λιποταχτήσουν προς τας οικίας των ή να παραδοθούν εις υμάς. Θα εργασθήτε εν συνδυασμώ με τον Διευθυντή της Αστυνομίας (αυτόν που είχαν διορίσει οι Γερμανοί κατακτητές. Σημ. Συντ.) επί του ανωτέρω ζητήματος και θα αποφασίσετε εν καιρώ ποία εκ των δύο περιπτώσεων είναι προτιμητέα[4]». (Η υπογράμμιση δική μας -Σημ Συντ.).
Η διαταγή αυτή, που τοιχοκολήθηκε στην Αθήνα και προκάλεσε τη γενική κατάπληξη και αγανάκτηση, εγκρίθηκε προηγούμενα και από τον πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου, ο οποίος έδινε την ίδια μέρα στο στρατηγό Σαράφη την εξής διαταγή: «Ουδεμίαν επιτρέπομεν επιθετικήν πρωτοβουλίαν εναντίον Γερμανών και Ταγμάτων Ασφαλείας[5] στην Αθήνα», ενώ την άλλη μέρα, στις 28 Σεπτέμβρη, στο διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό, τόνιζε υποκριτικά ότι «τα Τάγματα Ασφαλείας εφόσον ευρίσκονται εις την υπηρεσίαν του εχθρού, θα αντιμετωπίζονται ως εχθρικά τμήματα»[6].
Μετά τη Συμφωνία του Λιβάνου, η Συμφωνία της Καζέρτας προσέφερε νέες ακόμα μεγαλύτερες δυνατότητες στους Αγγλους ιμπεριαλιστές για την προώθηση των σχεδίων της ένοπλης επέμβασής τους και της επιβολής του αντιλαϊκού καθεστώτος της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας [...]
16-28 Σεπτέμβρη 1944. Στο διάστημα αυτό έγιναν οι τρομερές δολοφονίες ΕΠΟΝ-ΕΛΑΣιτών και δεκάδων άλλων αγωνιστών του ΕΑΜ, από αιμοσταγείς τρομοκράτες του ΕΔΕΣ στη θέση Παργινόσκαλα της Πρέβεζας [...].
Τέλος Σεπτέμβρη 1944. Ισχυρή δύναμη του Ιερού Λόχου και Αγγλοι στα νησιά των Κυκλάδων ασκούν τρομοκρατία. Στη Σύρο αφόπλισαν το τμήμα του ΕΛΑΣ, 25 ανδρών, που επικεφαλής του ήταν ο μόνιμος αξιωματικός του ΕΛΑΣ Αλέκος Παπαγεωργίου, διοικητής Κυκλάδων. Οι Ιερολοχίτες που ήταν βασιλόφρονες φυλάκισαν και προπηλάκισαν τους ΕΛΑΣίτες [...]. Αρπαξαν το καΐκι τους και αφού έσβησαν την επιγραφή του ΕΛΑΝ, έγραψαν νέα, «Ιερός Λόχος» και όλους τους μετέφεραν στον Πειραιά, όπου τους έκλεισαν στις φυλακές Βούρλων.
Τέλος Σεπτέμβρη - αρχή Οκτώβρη 1944. Το Ελληνικό υποβρύχιο «Παπανικολής», αφού αναδύθηκε έξω από το λιμανάκι του Αη-Στράτη, κανονιοβόλησε μια ομάδα του ΕΛΑΣ που βρισκόταν στο νησί. Μετά έριξε αρκετά βλήματα και βύθισε 4 καΐκια, πνίγοντας και έναν καπετάνιο. Αυτή η απρόκλητη επίθεση έγινε για να εμποδιστεί η ΕΛΑΣίτικη ομάδα να πάει πρώτη στη Λήμνο.
Οκτώβρης 1944. Τα πρώτα βρετανικά τμήματα αποβιβάστηκαν στις αρχές Οκτώβρη στις δυτικές ακτές της Πελοποννήσου, όταν και τα τελευταία χιτλερικά τμήματα είχαν εγκαταλείψει πια την περιοχή Αθήνας και του Πειραιά. Με την απόβαση των βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα, έμπαινε σε εφαρμογή το σχέδιο χτυπήματος του λαϊκού κινήματος [...].
Στην Πελοπόννησο επιχείρησαν να επιβάλουν καθεστώς κατοχής: απαγόρευσαν τις λαϊκές συγκεντρώσεις, περιόρισαν τις ώρες κυκλοφορίας των πολιτών, έθεσαν περιορισμούς στην ελευθερία κίνησης των μαχητών του ΕΛΑΣ.
Στην Κοζάνη επιχείρησαν να ματαιώσουν την παράδοση της αντεθνικής συμμορίας του Μιχάλ Αγά στα τμήματα του ΕΛΑΣ, πράγμα που δεν το πέτυχαν, γιατί διαλύθηκαν από τον ΕΛΑΣ.
Στην Κέρκυρα, με τη δικαιολογία ότι υπαγόταν στον έλεγχο του ΕΔΕΣ, αφόπλισαν το 10ο εφεδρικό Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, που είχε απελευθερώσει το νησί.
Στην περιοχή της Αθήνας ο στρατιωτικός διοικητής Αττικής Σπηλιωτόπουλος συγκέντρωνε και εξόπλιζε τις δυνάμεις της αντίδρασης. Τα Τάγματα Ασφαλείας «καταλλήλως τα ειδοποιεί να συνεχίσουν την υπηρεσίαν των.... Χρειάζονται αυτά ως αντίπαλοι κατά του ΕΑΜ»[7]. Στις 12 Οκτώβρη, τη μέρα που ο λαός της Αθήνας πανηγύριζε για τη λευτεριά του, χίτες και ΕΔΕΣίτες δολοφόνησαν στο κέντρο της πρωτεύουσας τον ΕΛΑΣίτη Θεόδωρο Τσιλίκα [...].
Τρεις μέρες μετά την απελευθέρωση της Αθήνας, στις 15 Οκτώβρη, μέρα που τα πρώτα βρετανικά τμήματα άρχισαν να εγκαθίστανται στην πρωτεύουσα, πρώην συνεργάτες των χιτλερικών έβαψαν τους δρόμους της με αίμα. Χτύπησαν με τα όπλα τη μεγάλη διαδήλωση του λαού της Αθήνας που γινόταν με αιτήματα: λεύτερη, ανεξάρτητη Ελλάδα, σύλληψη και αφοπλισμός των ταγματασφαλιστών και τιμωρία των δοσιλόγων. Εννιά νεκροί και δεκάδες τραυματίες έπεφταν στη Λεωφ. Πανεπιστημίου, χτυπημένοι από δολοφόνους που στεγάζονταν στα ξενοδοχεία «Ερμής», «Πάνθεον» και «Εθνικόν». Ηταν η πρώτη οργανωμένη πρόκληση της αντίδρασης κατά του λαού που πανηγύριζε για τη λευτεριά του[...].
Στις 18 Οκτώβρη έφθανε στην Αθήνα ο πρωθυπουργός της λεγόμενης κυβέρνησης εθνικής ενότητας Γ. Παπανδρέου, συνοδευόμενος από τον Αγγλο στρατηγό Σκόμπυ. Στην ομιλία του, στην Πλατεία Συντάγματος, διακήρυξε ξανά ότι η κυβέρνηση έχει πρόγραμμα την οικονομική ευημερία και την κοινωνική δικαιοσύνη, την εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού και των Σωμάτων Ασφαλείας από τους συνεργάτες των κατακτητών, την επιβολή σκληρών κυρώσεων κατά των προδοτών της πατρίδας, την αποκατάσταση κράτους δικαίου που θα προασπίζει τα συμφέροντα του λαού, τη δημιουργία εθνικού στρατού [...].
Η συγκέντρωση ήταν μια ισχυρότατη εκδήλωση της δύναμης του ΕΑΜικού κινήματος, που προκάλεσε σοβαρή ανησυχία στους Αγγλους ιμπεριαλιστές και την ελληνική αντίδραση. Ο πρώην υπουργός Ηρακλής Πετιμεζάς, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ακρόπολις»[8] ομολογούσε ότι «η κολοσιαία αυτή λαϊκή συγκέντρωση με τα συνθήματα του ΕΑΜ απολύτως επικρατούντα, είχε προκαλέσει περισσότερον από μίαν βαθείαν εντύπωσιν εις τον Στρατηγόν Σκόμπυ, είχε προκαλέσει ανησυχίαν». Η ίδια φυσικά ανησυχία συνείχε και τον πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου.
Στις 23 του Οκτώβρη έγινε ανασυγκρότηση και ορκωμοσία της Κυβέρνησης. Πρόεδρος της κυβέρνησης, υπουργός των Εξωτερικών και προσωρινά των Στρατιωτικών παρέμεινε ο Γ. Παπανδρέου. Στην κυβέρνηση μετείχαν έξη υπουργοί εκ μέρους του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ [...].
Στις 7 Νοέμβρη 1944 ο Τσώρτσιλ με τηλεγράφημά του προς τον Ηντεν - που πριν μια βδομάδα μαζί με το στρατηγό Ου?λσων και το ναύαρχο Κάνιγκαμ είχαν επισκεφθεί την Ελλάδα και είχαν διεξάγει ιδιαίτερες συνομιλίες με το Γ. Παπανδρέου - αναφερόταν απερίφραστα και κυνικά στην προετοιμαζόμενη επίθεση κατά των δυνάμεων της Εθνικής Αντίστασης:
«Δεν θα έπρεπε - έγραφε στο τηλεγράφημά του - να διστάσωμεν να χρησιμοποιήσωμεν βρετανικά στρατεύματα δια να υποστηρίξωμεν την ελληνικήν βασιλικήν κυβέρνησιν του κ. Παπανδρέου... Η ελληνική ταξιαρχία θα φθάσει συντόμως, ελπίζω, και δεν θα διστάσει να ανοίξει πυρ εάν είναι τούτο αναγκαίον. Διατί αποστέλετε μόνον μίαν ταξιαρχίαν της ινδικής Μεραρχίας; Χρειαζόμεθα 8-10 χιλιάδες άνδρες του πεζικού επί πλέον δια να κρατήσουν την τάξιν εις την πρωτεύουσαν και την Θεσσαλονίκην εν ονόματι της παρούσης κυβερνήσεως. Θα πρέπει να μελετήσωμεν εν συνεχεία το θέμα της επεκτάσεως της ελληνικής εξουσίας. Είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι θα έχωμεν σύγκρουσιν μετά του ΕΑΜ και ότι δεν πρέπει να προσπαθήσωμεν να την αποφύγωμεν υπό τον όρον να ελέγξωμεν καλώς το έδαφος»[9]. Και στις 19 του ίδιου μήνα έγραφε στον Ηντεν: «Είναι σίγουρα ευτύχημα ότι η επικείμενη σύγκρουση με το ΕΑΜ στην Ελλάδα γίνεται χωρίς να βρίσκεται ο βασηλιάς στη χώρα. Μπορούμε να παίξουμε πολύ καλύτερα το παιχνίδι μας για τον Παπανδρέου, απ’ ό,τι θα μπορούσαμε, αν θα εμφανιζόμασταν να επιβάλλουμε ένα μοναρχικό καθεστώς στην Ελλάδα»[10].
Ταυτόχρονα ο αστικός πολιτικός κόσμος ζητούσε επίμονα την επίσπευση της αγγλικής ένοπλης επέμβασης για τη συντριβή του κινήματος Αντίστασης [... Οι δολοφονίες αγωνιστών και οι προκλήσεις αυξάνονταν...].
[...] Στα μέσα Νοέμβρη ο στρατηγός Σκόμπυ, σε μια συνάντησή του με το στρατιωτικό αρχηγό του ΕΛΑΣ στρατηγό Σαράφη, εκδήλωσε απερίφραστα τις προθέσεις του, φθάνοντας σε ανοιχτές απειλές:
«Στην αρχή που ήρθαμε -είπε- ο λαός και οι αντάρτες μας δέχθηκαν πολύ καλά, ενώ τώρα υπάρχει μια ατμόσφαιρα όχι φιλική... Αν η κατάσταση αυτή εξακολουθήσει και προκύψουν προστριβές και συγκρούσεις, η κυβέρνηση της Αγγλίας θα λάβει όλα τα μέτρα για να επιβάλει το σεβασμό και έχετε υπόψη σας πως ένας αντάρτικος στρατός δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ένα σύγχρονο στρατό, που διαθέτει βαριά όπλα, άρματα, αεροπορία και ναυτικό».
Η Ελλάδα ζούσε δύσκολες μέρες. Ο λαός ήταν δικαιολογημένα ανήσυχος. Στην Αθήνα και στις άλλες πόλεις συγκροτούνταν παλλαϊκές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις με αίτημα να λυθούν ειρηνικά, δημοκρατικά τα οξύτατα πολιτικά προβλήματα.
Αντίθετα, ο στρατηγός Σκόμπυ και ο Γ. Παπανδρέου έσπρωχναν προσχεδιασμένα την κατάσταση σε αδιέξοδο. Κύρια επιδίωξή τους ήταν να εξαναγκάσουν το ΕΑΜ να δεχθεί, χωρίς εγγυήσεις για την εξασφάλιση των ελευθεριών του λαού, τον αφοπλισμό των ανταρτικών δυνάμεων. Ηταν φανερό πως σε περίπτωση που δεν θα πετύχαιναν τα σχέδιά τους αυτά θα προσπαθούσαν να διαλύσουν τον ΕΛΑΣ με τη βία.
Κύριο πρόβλημα, λοιπόν, ήταν τα όπλα που κρατούσε ο λαός. Γι’ αυτό και η πρώτη πολιτική πράξη του Γ. Παπανδρέου ήταν να καθορίσει, από τις αρχές ακόμα του Νοέμβρη, ημερομηνία αποστράτευσης των ανταρτικών δυνάμεων τη 10η του Δεκέμβρη.
Στις 8 το πρωί της 13ης Νοέμβρη, ο στρατηγός Οθωναίος - που είχε αναλάβει με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου λίγες μέρες νωρίτερα καθήκοντα αρχιστρατήγου - κατά τη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου, στην οποία παρευρίσκονταν και ο υφυπουργός Στρατιωτικών Λαμπριανίδης, δήλωσε ότι θα παραμείνει στη θέση του αρχιστρατήγου μόνο με τον όρο, ότι θα έχει πλήρη δικαιοδοσία στη διοίκηση των ελληνικών μονάδων και όχι ο στρατηγός Σκόμπυ. Ο Γ. Παπανδρέου χωρίς την έγκριση των άλλων μελών του Υπουργικού Συμβουλίου, έθεσε ουσιαστικά εκτός υπηρεσίας το στρατηγό Οθωναίο, που έμπαινε εμπόδιο στα σχέδια της ελληνικής αντίδρασης και των Αγγλων για τη διάλυση του ΕΛΑΣ. Στο στρατηγό Οθωναίο είπε ότι:
... «επειδή μέχρι της 10ης Δεκεμβρίου, ημέρας καθορισμένης δια την διάλυσιν και αφοπλισμόν των ανταρτικών στρατών, θα λάβουν χώραν ενέργειαι καθαρώς πολιτικής φύσεως... να αναμένη την ημερομηνίαν αυτήν»[11].
Τις δύσκολες εκείνες μέρες το ΚΚΕ διακήρυξε και πάλι μπροστά στο λαό την πολιτική του πάνω στα καίρια προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα, προτείνοντας ειλικρινή λύση. Στη μεγαλειώδη συγκέντρωση του αθηναϊκού λαού στην Πλατεία Συντάγματος, με την ευκαιρία της 26ης επετείου της ίδρυσης του ΚΚΕ, ο Γραμματέας της ΚΕ Γ. Σιάντος τόνισε, ότι το ΚΚΕ εμμένει στην πολιτική της εθνικής ενότητας και της ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης, ότι αγωνίζεται για να γίνει ελεύθερο δημοψήφισμα και εκλογές Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης. Αναφερόμενος στο στρατιωτικό ζήτημα ο Γ. Σιάντος διατύπωσε τη θέση του ΚΚΕ με τα ακόλουθα λόγια:
«Είμαστε σύμφωνοι να αποστρατευθούν όλα τα εθελοντικά σώματα, που δημιουργήθηκαν στο εσωτερικό και το εξωτερικό και στη θέση τους να μπει ένας Εθνικός Στρατός, που θα αποτελείται από κανονική στρατολογία, πλαισιωμένος από στελέχη ξεκαθαρισμένα από προδότες και φασίστες. Αυτή είναι πραγματικά μια ειλικρινής λύση, που αποτελεί εγγύηση για όλες τις παρατάξεις και προ παντός εγγύηση για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του έθνους»[12].
Στο μεταξύ, στα πλαίσια της κυβέρνησης οι συζητήσεις σχετικά με την επίλυση του επίμαχου στρατιωτικού ζητήματος συνεχίζονταν. Οι υπουργοί της αριστεράς κατέβαλαν επίμονες προσπάθειες για τη δημιουργία δημοκρατικού τακτικού στρατού.
Στις 21 Νοέμβρη, ο υπουργός των Εσωτερικών Μανουηλίδης, στενός συνεργάτης του Γ. Παπανδρέου, προέβαινε στην ακόλουθη δήλωση: «Η κυβέρνηση έχει αποφασίσει τη δημιουργία Εθνικού Δημοκρατικού Στρατού από τα στοιχεία εκείνα που δεν έχουν εις βάρος τους τίποτα από την τεταρτοαυγουστιανή περίοδο και τη Γερμανική Κατοχή. Θα διαλυθούν όλες οι υπάρχουσες ένοπλες δυνάμεις εσωτερικού και εξωτερικού. Μόνον έτσι, όπως δήλωσαν και οι υπουργοί της αριστεράς, είναι δυνατόν να δημιουργηθεί δημοκρατικός στρατός»[13].
Το ΕΑΜ ήταν σύμφωνο να αποστρατευθούν οι ανταρτικές δυνάμεις, να αποστρατευθεί ο ΕΛΑΣ και να συγκροτηθεί εθνικός στρατός. Πρόβαλε, όμως, την απόλυτα δικαιολογημένη, απαίτηση, να αποστρατευθούν μαζί με τον ΕΛΑΣ και όλοι οι άλλοι στρατιωτικοί σχηματισμοί: ΕΔΕΣ, Ορεινή Ταξιαρχία και Ιερός Λόχος, και να τοποθετηθούν στα τάγματα της Εθνοφυλακής, που θα συγκροτούνταν, αξιωματικοί κοινής εμπιστοσύνης.
Ο Γ. Παπανδρέου στην αρχή συμφώνησε με την πρόταση των υπουργών του ΕΑΜ και στις 22 Νοέμβρη 1944 μονόγραφε μάλιστα το σχετικό σχέδιο συμφωνίας, που όριζε ρητά ότι θα διαλυόταν οριστικά και η Ορεινή Ταξιαρχία, με τη μορφή χορήγησης «στους άνδρας της αορίστων αδειών δια τας εστίας των». Υπαναχώρησε, όμως, αμέσως δηλώνοντας ότι η βρετανική κυβέρνηση και ο στρατηγός Σκόμπυ δεν επιτρέπουν τη διάλυση της Ορεινής Ταξιαρχίας. Την ίδια στάση τήρησε και απέναντι στη νέα πρόταση που υπέβαλαν στις 27 Νοέμβρη οι υπουργοί του ΕΑΜ για τη δημιουργία μικρού στρατιωτικού τμήματος με ενιαία διοίκηση.
«Θα καταρτισθεί τμήμα Εθνικού Στρατού -ανέφερε η πρόταση των υπουργών της Αριστεράς- ίνα συνεχίσει συμβολικώς την συμμετοχήν του εις τον κοινόν Συμμαχικόν αγώνα και λάβη επίσης μέρος, αν απαιτηθή εις τας περιοχάς Κρήτης και Δωδεκανήσων. Εις το τμήμα τούτο του Εθνικού Στρατού, το οποίον θα συμβολίζει την Εθνικήν Ενότητα θα μετάσχουν η υφισταμένη Ορεινή Ταξιαρχία, ο Ιερός Λόχος, και τμήμα του ΕΔΕΣ, καθώς και μία Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ, έχουσα δύναμιν ίσην προς το άθροισμα των άνω δυνάμεων και ίσον οπλισμόν». (Υπογράμμιση δική μας - Σημ. Συντ.).
Ο Γ. Παπανδρέου ενώ είχε συμφωνήσει σε όλα τα σημεία με την πρόταση των υπουργών του ΕΑΜ, την άλλη μέρα, 28 του Νοέμβρη, έδωσε στη δημοσιότητα πλαστογραφημένο κείμενο, παρουσιάζοντάς το σαν το κείμενο που πρότειναν οι υπουργοί του ΕΑΜ. Στο κείμενο αυτό αναγραφόταν ανάμεσα στα άλλα τα εξής:
«...Προς συνέχισιν της συμμετοχής της Ελλάδος εις τον κοινόν συμμαχικόν αγώνα μέχρις της οργανώσεως του τακτικού μας στρατού, εκτός της Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου, θα σχηματισθούν επίσης εκ των δυνάμεων της Εθνικής Αντιστάσεως μια ταξιαρχία του ΕΛΑΣ και ανάλογος μονάς του ΕΔΕΣ».
Η διατύπωση είχε γίνει με τέτοιο τρόπο που φαινόταν, ότι το τμήμα του ΕΛΑΣ, το οποίο θα έμενε μετά την αποστράτευση των ανταρτών, θα είχε ίση δύναμη με το τμήμα μόνο του ΕΔΕΣ και όχι με το σύνολο της δύναμης των άλλων τμημάτων, όπως πρόβλεπε το αυθεντικό κείμενο της συμφωνίας. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκονταν να εξασφαλιστεί η υπεροχή των ένοπλων δυνάμεων της αντίδρασης. Ετσι τορπιλίστηκε και η νέα προσπάθεια του ΕΑΜ για την επίλυση του στρατιωτικού προβλήματος.
Ο γραμματέας του ΚΚΕ Γ. Σιάντος, για να διευκολύνει τη λύση του προβλήματος, πρότεινε στον Παπανδρέου να εφαρμοστεί το πρώτο σχέδιο, δηλαδή της αποστράτευσης όλων των στρατιωτικών σχηματισμών. Ο Γ. Παπανδρέου στην πρόταση αυτή «δεν αντέταξε παρά μόνο την άρνηση των Αγγλων και την αδυναμία του να μεταβάλλει τις αντιλήψεις τους»[14].
Ο στρατηγός Σκόμπυ εξάλλου προσπάθησε στις 26 Νοέμβρη να υφαρπάσει από το στρατιωτικό αρχηγό του ΕΛΑΣ στρατηγό Σαράφη, την υπογραφή διαταγής για την αποστράτευση του ΕΛΑΣ. Για το σκοπό αυτό κάλεσε στο Στρατηγείο του, εκτός από το στρατηγό Σαράφη και τους στρατηγούς του ΕΛΑΣ Μάντακα και Μπακιρτζή, τον συνταγματάρχη Παπασταματιάδη και τον αρχηγό του ΕΔΕΣ Ζέρβα. Το κείμενο της διαταγής αναφερόταν μόνο στην άμεση αποστράτευση του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ και στη συγκρότηση Εθνοφυλακής, χωρίς να παρέχεται καμία εγγύηση ότι θα είναι πραγματικά εθνική και δημοκρατική. Ο στρατηγός Σκόμπυ ζήτησε την άμεση υπογραφή της διαταγής για να την σκορπίσει με αεροπλάνα σε όλη την Ελλάδα. Ο αρχηγός του ΕΔΕΣ Ζέρβας, αποδέχθηκε το κείμενο της διαταγής του στρατηγού Σκόμπυ. Ο στρατιωτικός αρχηγός του ΕΛΑΣ στρατηγός Σαράφης αρνήθηκε. «Ο ΕΛΑΣ -είπε- είναι εθνικός στρατός και κατά συνέπεια η αποστράτευσή του δεν είναι δικό μου ζήτημα, αλλά ζήτημα της κυβέρνησης. Εγώ δεν μπορώ να σφετεριστώ ξένη εξουσία και ξένα δικαιώματα»[15].
Ηταν ολοφάνερο ότι η κατάσταση οδηγούνταν σε αδιέξοδο. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, η διαταγή του υφυπουργού των Στρατιωτικών Λαμπριανίδη, της 27ης Νοέμβρη, προς τα συγκροτούμενα Τάγματα Εθνοφυλακής στα οποία τοποθετούσε 250 αξιωματικούς, στην πλειοψηφία τους όργανα της βασιλομεταξικής δικτατορίας και γνωστούς συνεργάτες των κατακτητών, ερχόταν να κορυφώσει την κρίση, που τελικά ξέσπασε την πρώτη του Δεκέμβρη. Η αποκάλυψη του σκανδάλου προκάλεσε τέτοια κατακραυγή, που ο Γ. Παπανδρέου υποχρεώθηκε να αντικαταστήσει τον υφυπουργό των Στρατιωτικών Λαμπριανίδη με τον στρατηγό Σαρηγιάννη, επιτελάρχη της ΚΕ του ΕΛΑΣ, στη διάρκεια της Κατοχής.
Την 1η Δεκέμβρη ο στρατηγός Σκόμπυ, χωρίς καμιά σχετική απόφαση της κυβέρνησης, κοινοποίησε στον ΕΛΑΣ διαταγή του και κυκλοφόρησε προκήρυξη, που σκορπίστηκε από βρετανικά αεροπλάνα σε όλη τη χώρα. Με την προκήρυξη καθόριζε ημερομηνία έναρξης της αποστράτευσης των ανταρτικών δυνάμεων την 10η Δεκέμβρη και απειλούσε το λαό, ότι αν δεν εφαρμοστεί η διαταγή του θα «κλονιστεί η σταθερότητα του εθνικού νομίσματος» και «θα πεινάσει». Ταυτόχρονα ο Γ. Παπανδρέου συγκαλούσε την κυβέρνηση, χωρίς τη συμμετοχή των υπουργών του ΕΑΜ, και αποφάσιζε την άμεση διάλυση της Εθνικής Πολιτοφυλακής σε πολλές περιφέρειες της χώρας.
Το ιταμό τελεσίγραφο του Σκόμπυ, που απαιτούσε τον μονόπλευρο αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και η απόφαση του Γ. Παπανδρέου για τη διάλυση της Εθνικής Πολιτοφυλακής, ξεσήκωσαν, όπως ήταν επόμενο, τη γενική κατακραυγή.
Η ΚΕ του ΕΑΜ συνήλθε έκτακτα και ενέκρινε απόφαση στην οποία, αφού τόνιζε ότι αγωνίζεται για τη διατήρηση της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας με την προϋπόθεση ότι θα βάλει άμεσα σε εφαρμογή το εξαγγελόμενο πρόγραμμά της και θα οδηγήσει τη χώρα στην κατοχύρωση των λαϊκών ελευθεριών με το γρήγορο δημοψήφισμα και ελεύθερες εκλογές για Συντακτική Εθνοσυνέλευση, διακήρυχνε ότι μοναδική λύση, που εξυπηρετεί την ησυχία του λαού και την ομαλότητα, είναι η πλήρης αποστράτευση όλων των ενόπλων δυνάμεων: ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ-Ορεινής Ταξιαρχίας-Ιερού Λόχου και των σχηματισμών Μέσης Ανατολής, η εκκαθάριση των σωμάτων ασφαλείας και των κρατικών υπηρεσιών, η τιμωρία των προδοτών.
Στη συνεδρίασή της αυτή η ΚΕ του ΕΑΜ αποφάσισε να καλέσει το λαό σε συλλαλητήριο διαμαρτυρίας στις 3 Δεκέμβρη και στις 4 Δεκέμβρη να κηρυχθεί γενική απεργία.
Την 1η Δεκέμβρη οι υπουργοί του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ, που εκπροσωπούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού, παραιτήθηκαν. «Ο Παπανδρέου και οι απομείναντες υπουργοί του είχαν χάσει πλέον και το τελευταίο ίχνος επιβολής», ομολογεί στα Απομνημονεύματά του ο Τσώρτσιλ[16].
Στις 2 Δεκέμβρη το ΕΑΜ κοινοποίησε την απόφασή του για συγκρότηση συλλαλητηρίου. Ο Γ. Παπανδρέου, ενώ στην αρχή χορήγησε την άδεια, πριν από τα μεσάνυχτα υπαναχώρησε και απαγόρευσε το συλλαλητήριο [...].
Από την αυγή της 3 Δεκέμβρη ο λαός της αδούλωτης Αθήνας και του Πειραιά βρισκόταν σε γενικό συναγερμό. Τα μεσάνυχτα της 2-3 Δεκέμβρη είχε αρχίσει κιόλας η γενική απεργία. Ο αθηναϊκός λαός, αψηφώντας την απαγόρευση, τις ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις, που είχαν καταλάβει επίκαιρες θέσεις και τα βρετανικά τανκς που περιπολούσαν, ξεκίνησε από τις συνοικίες προς το κέντρο. Ατέλειωτοι λαϊκοί χείμαρροι κατέκλυσαν τους ίδιους δρόμους που οδηγούσαν προς την Πλατεία Συντάγματος. Στους ίδιους δρόμους ο ηρωϊκός λαός της πρωτεύουσας είχε αντιμετωπίσει τις μέρες της χιτλερικής Κατοχής τα τάνκς και τα πολυβόλα των κατακτητών και των συνεργατών τους. Απτόητος και πάλι, βαδίζοντας σε μεγάλη ειρηνική πορεία, ύψωνε μυριόστομη κραυγή διαμαρτυρίας και αγωνιστικής αποφασιστικότητας: «Οχι άλλη κατοχή», «Λαϊκή Κυριαρχία», «Εθνικός Στρατός», «Κυβέρνηση πραγματικής εθνικής ενότητας», «Λαοκρατία και όχι Βασιλιά».
Μα τη στιγμή που οι φάλαγγες των άοπλων ειρηνικών διαδηλωτών προχωρούσαν προς την Πλατεία Συντάγματος και κατέκλυζαν το χώρο μπροστά στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, από τα Παλαιά Ανάκτορα και το κτίριο της Διεύθυνσης της Αστυνομίας, ρίχθηκαν δολοφονικά πυρά. Την ίδια περίπου ώρα οι φάλαγγες των διαδηλωτών των Ανατολικών Συνοικιών της Αθήνας, που προχωρούσαν από την οδό Ηρώδου του Αττικού προς την κατεύθυνση της Πλατείας Συντάγματος, δέχονταν πυρά μπροστά στην αμερικάνικη πρεσβεία από το σπίτι του Γ. Παπανδρέου. Επεσαν 24 νεκροί και 140 τραυματίες [...].
Η δολοφονική επίθεση όμως δεν τρομοκράτησε το λαό. Παραμέρισε με τον όγκο του τις ισχυρές δυνάμεις των αστυνομικών, πέρασε ανάμεσα από τα βρετανικά τανκς, αψήφισε τα αεροπλάνα που εφορμούσαν απειλητικά πάνω από τα πλήθη τα οποία είχαν πλημμυρίσει την Πλατεία Συντάγματος και κυριάρχησε στο κέντρο της πρωτεύουσας. Το συλλαλητήριο πραγματοποιήθηκε.
Ενας από τους πρωτεργάτες της ένοπλης επέμβασης, ο Βρετανός πρεσβευτής Λήπερ στο βιβλίο του, «Οταν ο Ελληνας συναντά τον Ελληνα»[17], γράφει τα παρακάτω για τα τραγικά γεγονότα της 3ης του Δεκέμβρη 1944:
«Οι πυροβολισμοί στην Πλατεία Συντάγματος έλαβαν χώραν μπροστά στα μάτια πολλών ξένων ανταποκριτών που έμεναν στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετάνια». Απέναντι από το ξενοδοχείο ήταν τα κεντρικά γραφεία της Αστυνομίας και ακριβώς σ΄αυτήν τη γωνιά έγιναν οι ταραχές. Ηταν μια θαυμάσια ευκαιρία για τους ανταποκριτές να δώσουν μια γρήγορη ανταπόκριση... Είχαν ιδεί, οι ίδιοι, όλα τα γεγονότα και τα σχόλια έβγαιναν γρήγορα από τις γραφομηχανές τους. Σε λίγες ώρες ο κόσμος είχε την εντύπωση ότι η φασιστική ή σχεδόν φασιστική αστυνομία της Αθήνας είχε πυροβολήσει ενάντια στο άοπλο πλήθος. Αυτές οι γραφομηχανές έδωσαν στο ΕΑΜ μια μεγάλη νίκη εκείνη την ημέρα» [...].
Στις 4 Δεκέμβρη η γενική απεργία, που είχε κηρυχθεί στις 3, αγκάλιασε ολόκληρη την περιοχή της Αθήνας και του Πειραιά. Σταμάτησαν τα πάντα. Τα εργοστάσια, τα μέσα μεταφοράς, τα υπουργεία, οι τράπεζες, τα ιδιωτικά καταστήματα, το Πανεπιστήμιο νέκρωσαν. Η Αθήνα ξεσηκώθηκε σύσσωμη να συνοδέψει στην τελευταία τους κατοικία τα θύματα της φασιστικής θηριωδίας. Να απαιτήσει την παραίτηση της ματωβαμένης κυβέρνησης. Για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας συγκεντρώθηκε ένα τόσο μεγάλο πλήθος στους δρόμους της πρωτεύουσας. Μέσα σε συγκλονιστική ατμόσφαιρα πένθους, εκατοντάδες χιλιάδες λαού συνόδεψαν τους ηρωικούς νεκρούς τους. Οταν ο όγκος της πένθιμης πομπής έφθασε στην Πλατεία Συντάγματος, οι διαδηλωτές γονάτισαν. Ορκίστηκαν στη μνήμη των νεκρών. Εψαλλαν το πένθιμο εμβατήριο. Πάνω από το ανταριασμένο πλήθος υψώνονταν ένα τεράστιο πανώ που έγραφε: «Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα».
Μα καθώς ο λαός γύριζε από το νεκροταφείο, οι συμμορίες των δοσιλόγων, που στρατωνίζονταν στο κέντρο της Αθήνας και αστυνομικοί από το 4ο Αστυνομικό Τμήμα και τη Γενική Ασφάλεια, εξαπέλυσαν νέα δολοφονική επίθεση. Δεκάδες νεκροί και τραυματίες έβαψαν και πάλι με το αίμα τους την αθηναϊκή άσφαλτο [...].
Λίγες ώρες πριν το αιματοκύλισμα της διαδήλωσης της 4ης Δεκέμβρη, ο στρατηγός Σκόμπυ, με τη συγκατάθεση του Γ. Παπανδρέου, είχε κηρύξει το στρατιωτικό νόμο. Σχεδόν ταυτόχρονα με νέο τελεσίγραφό του διέταξε τα τμήματα του ΕΛΑΣ να εγκαταλείψουν την περιοχή της πρωτεύουσας και μέσα σε 72 ώρες να βρίσκονται πέρα από τη γραμμή Ελευσίνα - Κηφισιά - Κορωπί. «Κάθε αντίθετη ενέργεια, έγραφε η διαταγή, θα θεωρηθεί πράξις εχθρική».
Τα ξημερώματα της 3-4 Δεκέμβρη ο στρατηγός Σκόμπυ είχε ήδη προχωρήσει στην πρώτη ανοικτή επιθετική ενέργεια εναντίον του ΕΛΑΣ. Ισχυρές βρετανικές δυνάμεις θωρακισμένων κύκλωσαν και αφόπλισαν το 2ο Σύνταγμα της ΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ στο Ψυχικό.
Στο μεταξύ από το πρωί είχαν αρχίσει οι πρώτες συγκρούσεις στην πρωτεύουσα. Τα τμήματα του ΕΛΑΣ ξεκαθάριζαν τις σφηκοφωλιές των χιτών στο Θησείο. Στην Αθήνα είχαν καταληφθεί τα περισσότερα αστυνομικά τμήματα, ενώ στον Πειραιά είχε ολοκληρωθεί η κατάληψή τους. Μοναδικά στηρίγματα της αντίδρασης απέμεναν το οχυρωμένο μέγαρο Βάτη και η Σχολή Δοκίμων, που προστατεύονταν από τα κανόνια των βρετανικών πολεμικών. Το βράδυ της 4ης Δεκέμβρη, κάτω από την πανελλήνια κατακραυγή και το ξεσήκωμα του αθηναϊκού λαού, ο Γ. Παπανδρέου υποχρεώθηκε να παραιτηθεί. Παραιτήθηκαν επίσης οι υπουργοί που ανήκαν στο Κόμμα των Φιλελευθέρων. Ο αρχηγός του Κόμματος των Φιλελευθέρων Θ. Σοφούλης, με τη συγκατάθεση της Αριστεράς, ανέλαβε το ίδιο βράδυ την πρωτοβουλία να προχωρήσει στο σχηματισμό νέας κυβέρνησης.
Ο Σκόμπυ όμως ζητά από το Σοφούλη να εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια και να υποστηρίξει τον Παπανδρέου. Αλλά ο Σοφούλης αρνείται και δηλώνει ότι σε περίπτωση που «συγκατατεθεί να υποστηρίξει τον Παπανδρέου, αυτό σημαίνει ότι υποστηρίζει την δικτατορία»[18].
Ο Τσώρτσιλ, όμως, που ενημερωνόταν τηλεγραφικά για τις εξελίξεις της κατάστασης, επεμβαίνει αμέσως. «Την στιγμήν εκείνην -γράφει στα Απομνημονεύματά του- ανέλαβε τον άμεσον έλεγχον της υποθέσεως»[19].Στις 5 Δεκέμβρη ο Τσώρτσιλ τηλεγραφεί στον Αγγλο πρεσβευτή Λήπερ:
«Μην απασχολείσθε πλέον με τους διαφόρους ελληνικούς κυβερνητικούς συνασπισμούς. Τίθεται ζήτημα ζωής ή θανάτου. Πρέπει να παρακινήσετε τον Παπανδρέου να πράξει το καθήκον του και να τον διαβεβαιώσετε ότι εις την περίπτωσιν αυτήν θα τον υποστηρίξωμεν με όλας μας τας δυνάμεις. Παρήλθεν πλέον η εποχή καθ’ ήν μια οιαδήποτε ομάς Ελλήνων πολιτικών ηδύνατο να ματαιώσει την εξέγερσιν του όχλου. Η μόνη ελπίς του είναι να συνεργαστεί μεθ’ ημών δια την αποσόβησιν ενδεχομένης συμφοράς»[20].
Την ίδια μέρα ο Τσώρτσιλ διατάσσει το στρατηγό Σκόμπυ να δράσει με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις.
«Είσθε υπεύθυνος, του τηλεγραφεί, δια την τήρησιν της τάξεως εις τας Αθήνας και δια την καταστροφήν όλων των ομάδων ΕΑΜ - ΕΛΑΣ... μη διστάσετε να ενεργήσετε ως να ευρίσκεσθε εις μίαν μόλις καταληφθείσαν υπό του στρατού πόλιν, όπου έχει εκραγεί επαναστατικόν κίνημα... Πρέπει να κρατήσωμεν τας Αθήνας και να επιβληθώμεν. Εάν τούτο το επιτύχετε χωρίς αιματοχυσίαν θα είναι κατόρθωμα δια σας, αλλά και με αιματοχυσίαν θα είναι επίσης κατόρθωμα εάν αυτή είναι απαραίτητος»[21]. (Οι υπογραμμίσεις είναι του Τσώρτσιλ - Σημ. Συντ.).
Μετά τη διαταγή του Τσώρτσιλ, αδίστακτος πια ο στρατηγός Σκόμπυ έριξε όλες τις δυνάμεις που διέθετε στην Αθήνα εναντίον του ΕΛΑΣ. Τα βρετανικά τμήματα, που ως εκείνη την ώρα επιχειρούσαν να περισώσουν τις συμμορίες της δοσίλογης δεξιάς και τις αστυνομικές δυνάμεις από τα πλήγματα των τμημάτων του ΕΛΑΣ, άνοιξαν πυρά εναντίον των ΕΛΑΣιτών στην οδό Πατησίων και στις φυλακές Συγγρού. Την ίδια περίπου ώρα βρετανικά αεροπλάνα πολυβολούσαν έξω από τη Θήβα τμήματα του ΕΛΑΣ.
Αρχιζε η απροκάλυπτη ένοπλη επέμβαση των Αγγλων ιμπεριαλιστών κατά του απελευθερωτικού κινήματος του ελληνικού λαού. Ανέβηκαν και στην Ακρόπολη και από εκεί, χρησιμοποιώντας το απυρόβλητο-ασυλία, βομβάρδιζαν και πολυβολούσαν τις γύρω συνοικίες, προξενώντας πολλά θύματα στον άμαχο πληθυσμό. Η Αθήνα και ο Πειραιάς μετατρέπονταν σε πεδίο μάχης, σε πανεθνικό χαράκωμα της πάλης για την απόκρουση των ιμπεριαλιστών επιδρομέων. Σύσσωμος ο λαός, και στις πρώτες γραμμές οι μαχητές του ΕΛΑΣ, πρόβαλαν ηρωϊκή αντίσταση στην ωμή αγγλική επέμβαση.
Στην πορεία η σύγκρουση επεκτάθηκε και γενικεύθηκε. Κλιμακωτά στις επιχειρήσεις του Δεκέμβρη πήραν μέρος 60 χιλιάδες αγγλικού στρατού με 80 αεροπλάνα, 200 τανκς και πολλά πυροβόλα, ενώ μονάδες του αγγλικού στόλου με τα πυροβόλα τους κανονιοβολούσαν την πρωτεύουσα και ταυτόχρονα εξασφάλιζαν τον εφοδιασμό των στρατευμάτων. Πήραν μέρος, επίσης, στο πλευρό των Αγγλων η 3η Ορεινή Ταξιαρχία (2.500), ο Ιερός Λόχος (500), η Χωροφυλακή (3.000) και άλλοι σχηματισμοί δοσιλόγων. Ο στρατηγός Λέων Σπαής, υπουργός τότε Στρατιωτικών, σε άρθρο του το 1976 στο περιοδικό «Πολιτικά Θέματα», έκανε την παρακάτω αποκάλυψη, σχετικά με τα γεγονότα του Δεκέμβρη: «Αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν κατά του ΕΑΜ τα Τάγματα Ασφαλείας. Η εισήγηση ήταν των Αγγλων και η απόφαση δική μου... Συνολικά υπήρχαν 27.000 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας. Χρησιμοποιήσαμε 12.000... Τους ντύσαμε και τους εξοπλίσαμε, αφού τους πήραμε από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως....»[22].
Τις εχθρικές αυτές δυνάμεις τις αντιμετώπισαν τις πρώτες κρίσιμες μέρες το Α΄ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ, 6.500 περίπου άνδρες με ελαφρά όπλα και 3500 άνδρες της ΙΙ Μεραρχίας.
Στη μάχη του Δεκέμβρη ΕΛΑΣ και λαός της Αθήνας και του Πειραιά βρίσκονταν επί ποδός πολέμου. Οι μαχητές του ΕΛΑΣ κρατούσαν γερά τις θέσεις τους. Διεκδικούσαν τετράγωνο με τετράγωνο την περιοχή της πρωτεύουσας. Ενεργούσαν σοβαρές επιθετικές κρούσεις. Αχρήστευαν δεκάδες άρματα μάχης. Κατέρριπταν αεροπλάνα. Επιαναν αιχμαλώτους. Ο λαός έστηνε οδοφράγματα. Ανοιγε αντιαρματικές τάφρους. Μετέφερε τραυματίες και τρόφιμα. Νέοι και γέροι, άντρες, γυναίκες έπαιρναν θέση στο μετερίζι της μεγάλης μάχης.
Κατά τα μέσα του Δεκέμβρη, ο ΕΛΑΣ με ορμητικές επιθετικές ενέργειες υποχρέωσε τους Βρετανούς επιδρομείς να περιχαρακωθούν στο κέντρο της πρωτεύουσας. Το κράτος του Σκόμπυ και του Παπανδρέου περιορίστηκε στο χώρο ανάμεσα στην Ομόνοια, την Πλατεία Συντάγματος και το Κολωνάκι, με ελάχιστα σημεία στήριξης έξω από το χώρο αυτό.
Η σοβαρή κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στην Αθήνα, οι σημαντικές εκδηλώσεις αλληλεγγύης προς τον ελληνικό λαό και η καταδίκη της επέμβασης της Μ. Βρετανίας από τη δημοκρατική κοινή γνώμη των χωρών του εξωτερικού και της ίδιας της Αγγλίας, προκαλούσαν πολλές ανησυχίες στην αγγλική κυβέρνηση.
Ο ίδιος ο Τσώρτσιλ στα απομνημονεύματά του γράφει ότι «στην Αγγλία υπήρχε πολλή σύγχυση. Οι «Τάιμς» και ο «Μαγχεσριανικός Φύλαξ» καταδίκασαν την αντιδραστική, όπως την αποκαλούσαν, πολιτική μας... Στη Βουλή των Κοινοτήτων ο σάλος υπήρξε μεγάλος...». Και προσθέτει: «Η μεγάλη πλειοψηφία του αμερικανικού Τύπου καταδίκασε αναφανδόν τη δράση μας που την χαρακτήρισε σαν νόθευση των αρχών υπέρ των οποίων πολεμούσαμε»[23]. Η αγγλική κυβέρνηση, ανήσυχη από τις εξελίξεις, αποφάσισε να κλείσει με γενική πολεμική ενέργεια το ελληνικό ζήτημα.
Αλλά, πριν αρχίσει τη γενική επίθεση, ο Τσώρτσιλ θεώρησε καλό να αναλάβει πρωτοβουλία για διευθέτηση του ζητήματος με πολιτικά μέσα, αφού και ο στρατάρχης Αλεξάντερ του είχε ήδη τηλεγραφικώς τονίσει πως στρατιωτική νίκη, στην περίπτωση που θα εξακολουθούσε τον αγώνα ο ΕΛΑΣ μετά την απώθησή του από την Αθήνα και την περιοχή της Αττικής, δεν μπορούσε να επιτευχθεί.
Ο τότε σύμβουλος του βασιλιά Γεωργίου, Π. Πιπινέλης, γράφει ότι το τηλεγράφημα του Αλεξάντερ προκάλεσε «βαθυτάτην εντύπωσιν» στον Τσώρτσιλ, ότι άρχισε να καταλαβαίνει πως ακόμα και με μια συντριπτική νίκη στην Αθήνα «δεν ήταν δυνατόν να λυθεί το ελληνικό πρόβλημα. Γι΄ αυτό, μαζί με τη συγκέντρωση στρατιωτικών ενισχύσεων, άρχισε να προσανατολίζεται στην ανάγκη κάποιας πολιτικής λύσεως στην περίπτωση που ο ΕΛΑΣ δεν συνθηκολογούσε»[24].
Στις 25 του Δεκέμβρη ο Τσώρτσιλ, συνοδευόμενος από τον υπουργό των Εξωτερικών Ηντεν έφτασε ξαφνικά στην Αθήνα. Στο αεροπλάνο που τον μετέφερε στο αεροδρόμιο Χασανίου, αντάλλαξε με το στρατάρχη Αλεξάντερ, τον υπουργό της Μεσογείου Μακ Μίλαν και τον πρεσβευτή Λήπερ, απόψεις πάνω στην πορεία των πολεμικών επιχειρήσεων. Συζήτησαν την πολιτική κατάσταση κι αποφάσισαν τη σύγκληση σύσκεψης, στην οποία να μετάσχουν αντιπρόσωποι του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, των αστικών κομμάτων και της κυβέρνησης Παπανδρέου.
Ετσι, στις 26 του Δεκέμβρη το απόγευμα άρχιζε στο υπουργείο Εξωτερικών, με την προεδρία του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, η σύσκεψη που είχαν αποφασίσει ο Τσώρτσιλ και οι διπλωματικοί και στρατιωτικοί του σύμβουλοι κατά την άφιξή τους στο αεροδρόμιο του Χασανίου. Στη σύσκεψη πήραν μέρος αντιπροσωπεία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ από το Γ. Σιάντο, Μ. Παρτσαλίδη και το στρατηγό Μάντακα, ο Γ. Παπανδρέου και πολλοί υπουργοί του, ο Ν. Πλαστήρας, τον οποίον έφεραν οι Αγγλοι εσπευσμένα από τη Νίκαια της Γαλλίας στην Ελλάδα, με σκοπό να τον χρίσουν πρωθυπουργό στη θέση του Παπανδρέου, αντιπρόσωποι των αστικών κομμάτων, ο Τσώρτσιλ, ο Ηντεν, ο στρατάρχης Αλεξάντερ και άλλοι διπλωματικοί εκπρόσωποι.
Μετά τον εναρκτήριο λόγο του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, μίλησε ο Τσώρτσιλ, ο οποίος δήλωσε ότι η βρετανική κυβέρνηση δεν οργάνωσε τη σύσκεψη από αδυναμία, ούτε έχει κανένα δισταγμό να προχωρήσει στην επίτευξη των σκοπών της και ζήτησε απερίφραστα να αποδεχθεί ο ΕΛΑΣ, χωρίς καμιά αντίρρηση, τους όρους του στρατηγού Σκόμπυ.
Μετά το λόγο του Τσώρτσιλ και τη σύντομη ομιλία του στρατάρχη Αλεξάντερ, όλοι οι ξένοι αποχώρησαν από την αίθουσα της σύσκεψης. Ο λόγος του Βρετανού πρωθυπουργού μεγάλωσε την αδιαλλαξία των εκπροσώπων των αστικών κομμάτων, που μέσα σε μια ατμόσφαιρα αντεγκλήσεων, ζήτησαν όλοι την παράδοση άνευ όρων των όπλων και τη διάλυση του ΕΛΑΣ. Μόνο ο Γ. Καφαντάρης χαρακτήρισε τον Γ. Παπανδρέου ανάξιο πολιτικό, υπεύθυνο για τη δραματική κατάσταση που δημιουργήθηκε και τόνισε ότι για 2.000 πραιτωριανούς της Ορεινής Ταξιαρχίας ματοκύλισε τον τόπο. Υπογράμμισε επίσης ότι τα ζητήματα πρέπει να τα λύσει ο πολιτικός κόσμος της χώρας και όχι οι Αγγλοι.
Ο Γ. Σιάντος στην ομιλία του ανέφερε τις θυσίες και τις υποχωρήσεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ για να εξασφαλιστεί ομαλή δημοκρατική εξέλιξη και παρατήρησε ότι τίποτα δεν πραγματοποιήθηκε απ’ όσα είχαν συμφωνηθεί. Ούτε εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού, ούτε κανείς δοσίλογος τιμωρήθηκε. Ο Σιάντος καυτηρίασε την επέμβαση των Αγγλων και τις ωμότητες που διέπρατταν και αφού τόνισε ότι ο αγώνας του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ είναι απόλυτα δίκαιος, υπογράμμισε ότι δύο σημεία πρέπει ν’ αποτελέσουν τη βάση της συμφωνίας: Δημοκρατία και Ανεξαρτησία.
Τη δεύτερη μέρα της σύσκεψης, 27 του Δεκέμβρη, και μετά την απόφαση για τη συγκρότηση αντιβασιλείας, ο Γ. Σιάντος επανέλαβε την άποψη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ ότι πρέπει να γίνει νέα κυβέρνηση πραγματικής εθνικής ενότητας, με πρωθυπουργό πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης, στην οποία θα παραδώσει τα όπλα ο στρατός του ΕΛΑΣ. Το πρόγραμμα της κυβέρνησης αυτής πρέπει να είναι: Η τιμωρία των δοσιλόγων. Η εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τους στυλοβάτες της 4ης Αυγούστου και τους δοσίλογους. Η διάλυση της Χωροφυλακής, που οργίασε σε βάρος του λαού. Ο σχηματισμός Εθνικού Στρατού με πρόσκληση 2-3 ηλικιών, αφού διαλυθούν όλα τα εθελοντικά σώματα. Πρότεινε, τέλος, να δοθούν στην Αριστερά το 40-50% των υπουργείων. Η κυβέρνηση να προχωρήσει σύντομα σε δημοψήφισμα και εκλογές.
Το ίδιο βράδυ ο Τσώρτσιλ δήλωσε στους δημοσιογράφους: «Είμεθα απολύτως αποφασισμένοι, όπως ολόκληρος η περιοχή αυτή εκκαθαριστεί από ενόπλους, οι οποίοι δεν ευρίσκονται υπό τον έλεγχο οιασδήποτε αναγνωρισμένης κυβερνήσεως..., θα χρησιμοποιήσωμεν οσασδήποτε δυνάμεις χρειασθώσι προς τούτο, δια να επιτύχωμεν τον αντικειμενικόν μας αυτόν σκοπόν»[25].
Το απόγευμα της 27ης του Δεκέμβρη, ο Τσώρτσιλ συναντήθηκε με τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό. Στο πρόσωπό του «είχεν εύρει τον άνθρωπο που του εχρειάζετο». Του ανεκοίνωσε ότι θα ζητήσει από τον Γεώργιο Γλίξμπουργκ να τον διορίσει αντιβασιλιά. Ο Δαμασκηνός υποσχέθηκε στον Τσώρτσιλ ότι «θα επιχειρήσει το σχηματισμό κυβερνήσεως, χωρίς τη συμμετοχή σ’ αυτήν κομμουνιστών»[26].
Στις 31 του Δεκέμβρη ο Δαμασκηνός ορκίστηκε αντιβασιλιάς. Την ίδια μέρα ο Γ. Παπανδρέου υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησής του. Ουσιαστικά παύτηκε. Είχε πια παίξει το μακάβριο ρόλο του. «Αι επιβλητικαί βρετανικαί δυνάμεις», που βρίσκονται στο ελληνικό έδαφος, «είχαν μεταβάλει την κατάστασιν». Στις 3 του Γενάρη 1945 ο Νικόλαος Πλαστήρας διορίστηκε πρωθυπουργός.
Στις 28 του Δεκέμβρη, τρίτη ημέρα της παραμονής του Τσώρτσιλ στην Αθήνα και ενώ συνεχιζόταν η πολιτική σύσκεψη, εξαπολύθηκε γενική επίθεση των βρετανικών δυνάμεων κατά του ΕΛΑΣ.
Επακολούθησαν σκληρές μάχες. Οσο ψηλό κι αν παρέμενε το μαχητικό φρόνημα του λαού και των μαχητών του ΕΛΑΣ, η υπεροχή των Βρετανών ήταν συντριπτική. Οι απώλειες του ΕΛΑΣ ήταν σοβαρές. Χρειάζονταν εφεδρείες και όπλα. Ισχυρές μονάδες του ΕΛΑΣ, που είχαν εκκαθαρίσει την Ηπειρο από τις δυνάμεις του Ζέρβα, μόλις άρχισαν να οδεύουν προς την κατεύθυνση της Αθήνας. Με τις καλύτερες προϋποθέσεις θα βρίσκονταν στην περιοχή της πρωτεύουσας στα τέλη του Γενάρη 1945.
Η ΚΕ του ΕΛΑΣ, σταθμίζοντας την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί, διέταξε τη σύμπτυξη των υπερασπιστών της Αθήνας και του Πειραιά.
Στις 5 του Γενάρη 1945 τα τμήματα του ΕΛΑΣ, αφού άφησαν ελαφρές επίλεκτες δυνάμεις για την απασχόληση του εχθρού, άρχισαν τη σύμπτυξή τους. Χιλιάδες λαού της Αθήνας και του Πειραιά ακολούθησαν τον ΕΛΑΣ στη Θεσσαλία. Οι βασικοί μηχανισμοί του ΚΚΕ και του ΕΑΜ μεταφέρθηκαν προσωρινά στα Τρίκαλα [...].
Η σύγκρουση του Δεκέμβρη 1944, που κράτησε 33 μέρες, στάθηκε ένας ηρωϊκός αγώνας για τη λευτεριά και έγραψε μια λαμπρή σελίδα στην ιστορία της δημοκρατικής αντιιμπεριαλιστικής πάλης του ελληνικού λαού.
Οι μαχητές του ΕΛΑΣ, της Εθνικής Πολιτοφυλακής, όλος ο λαός πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση στους καινούργιους κατακτητές. Τελικά, μπροστά στις υπέρτερες αριθμητικά δυνάμεις, η αντίσταση του ΕΛΑΣ και του λαού της Αθήνας - Πειραιά κάμφθηκε.
Στην έκβαση της μάχης του Δεκέμβρη, εκτός από την ανεπάρκεια των δυνάμεων και των πολεμικών μέσων του ΕΛΑΣ, συντελέσανε και οι εξής παράγοντες: Η ηγεσία του Κόμματος χωρίς σωστή πρόβλεψη των εξελίξεων, αιφνιδιάστηκε από τα γεγονότα και αντέδρασε σπασμωδικά. Ανασυγκρότησε την ΚΕ του ΕΛΑΣ, χωρίς επιτελείο και μηχανισμό, που ανέλαβε τη διεύθυνση της μάχης της Αθήνας. Παραμέρισε το Γ. Σ. του ΕΛΑΣ, που διέθετε επιτελείο και υπηρεσίες και ανέθεσε στο Σαράφη και τον Αρη, με τις κύριες δυνάμεις του ΕΛΑΣ, δευτερεύουσα αποστολή εναντίον του ΕΔΕΣ στην Ηπειρο. Δεν συγκέντρωσε έγκαιρα τις βασικές δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Αθήνα που ήταν το κύριο μέτωπο και δεν οργάνωσε αποτελεσματικά τμήματα να μεταφερθούν στην Αθήνα και να πάρουν μέρος στις μάχες.
Ακόμη η ηγεσία του κινήματος, έχοντας την εκτίμηση ότι οι Αγγλοι είναι σύμμαχοι, δεν είχε προβλέψει ότι η κατάσταση πιθανόν θα οδηγούνταν από τους Αγγλους και την αντίδραση σε ένοπλη σύγκρουση, με επίκεντρο την πρωτεύουσα. Σε αυτό οφείλεται και η μη έγκαιρη κατάρτιση σχεδίου. Η βαθύτερη ουσία βρίσκεται στη λαθεμένη στρατηγική για το ζήτημα της εξουσίας.
Στις 11 του Γενάρη 1945, ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τους Αγγλους, υπογράφτηκε ανακωχή που καθόριζε ημερομηνία κατάπαυσης του πυρός την 14.1.1945.
Σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ υποχρεώνονταν ως τις 18 του Γενάρη 1945 να εκκενώσουν τις περιοχές της Αττικοβοιωτίας - Εύβοιας, ένα μεγάλο τμήμα του Νομού Φθιωτιδοφωκίδας και το μεγαλύτερο μέρος του Νομού Μαγνησίας. Επίσης, ν’ αποσυρθούν από ένα τμήμα του Νομού Θεσσαλονίκης και την πόλη της Θεσσαλονίκης, τα νησιά Ζάκυνθος, Κύθηρα, Κυκλάδες και Σποράδες, καθώς και ολόκληρη τη Βόρεια Πελοπόννησο, πάνω από τη γραμμή Πύργου - Αργους.
Σε αυτές τις συνθήκες άρχισαν, στις 2 του Φλεβάρη 1945 στη Βάρκιζα Αττικής, διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις αντιπροσωπείες του ΕΑΜ και της κυβέρνησης Πλαστήρα για το σταμάτημα της αιματοχυσίας και την αποκατάσταση της ειρήνης και της πολιτικής ομαλότητας στη χώρα.
Υστερα από 10ήμερες συζητήσεις, στις 12 του Φλεβάρη 1945, υπογράφτηκε το κείμενο της συμφωνίας, που είναι γνωστή σαν Συμφωνία της Βάρκιζας[27].
Στις διαπραγματεύσεις της Βάρκιζας το ΕΑΜ εκπροσώπησαν ο Γιώργης Σιάντος, Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ, ο Δημήτρης Παρτσαλίδης, Γενικός Γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ και ο Ηλίας Τσιριμώκος, Γενικός Γραμματέας της Ε.Λ.Δ. Την κυβέρνηση του Ν. Πλαστήρα εκπροσώπησαν οι Ι. Σοφιανόπουλος, υπουργός Εξωτερικών, ο Π. Θ. Ράλλης, υπουργός Εσωτερικών και ο Ι. Μακρόπουλος, υπουργός Γεωργίας.
Στα κύρια σημεία της συμφωνίας προβλεπόταν ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να εξασφαλίσει την ελεύθερη εκδήλωση των πολιτικών φρονημάτων όλων των πολιτών, το σεβασμό των ατομικών ελευθεριών και να προβεί στην κατάργηση κάθε ανελεύθερου νόμου. Προβλεπόταν επίσης η αποστράτευση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και η συγκρότηση Εθνικού Στρατού με κανονική στρατολογία, η εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τους συνεργάτες των κατακτητών και τους εγκάθετους της τεταρτοαυγουστιανής δικτατορίας. Καθοριζόταν, τέλος, η διενέργεια, στη διάρκεια του 1945, ελεύθερου δημοψηφίσματος και στη συνέχεια εκλογών Συντακτικής Συνέλευσης.
Η Συμφωνία της Βάρκιζας δεν προέβλεπε τη χορήγηση γενικής αμνηστίας. Αμνήστευε μόνο «τα πολιτικά αδικήματα, τα τελεσθέντα από τις 3 Δεκεμβρίου 1944, μέχρι της υπογραφής της συμφωνίας». Ο Μήτσος Παρτσαλίδης, γενικός γραμματέας του ΕΑΜ και μέλος της αντιπροσωπείας στις συζητήσεις στη Βάρκιζα, σε μια συνέντευξη που έδωσε σε δημοσιογράφο είπε ότι «στην αρχή ολόκληρη η αντιπροσωπεία επέμεινε στην πλήρη, χωρίς καμιά εξαίρεση αμνηστία. Αυτό δεν το δέχτηκαν οι κυβερνητικοί και τα πράγματα έφτασαν ουσιαστικά σε διακοπή των διαπραγματεύσεων για δύο μέρες... Ο Τσιριμώκος ήταν αυτός που περισσότερο ήθελε να υποχωρήσουμε. Και να ζητήσουμε εγγυήσεις για να περιοριστεί όσο το δυνατόν ο κίνδυνος να επεκταθούν οι διώξεις... Και συμφωνήσαμε ότι θα έπρεπε να κάνουμε την υποχώρηση για να μην τραιναριστεί άλλο η υπόθεση... Το τραινάρισμα αυτό μπορεί να οδηγούσε στη ματαίωση της συμφωνίας και να επαναλαμβάνονταν οι επιχειρήσεις έπειτα από την ανακωχή που είχαμε κάνει με τον Σκόμπυ...»[28].
Εξαιρούνταν από τη συμφωνία «τα συναφή κοινά αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήταν απαραιτήτως αναγκαία δια την επιτυχίαν του πολιτικού σκοπού». Ο όρος έδωσε τη δυνατότητα στην αντίδραση, με την αστυνομική τρομοκρατία και το μηχανισμό των δικαστηρίων, να εξαπολύσει ένα φοβερό διωγμό κατά των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, χαλκεύοντας σε βάρος τους κατηγορίες για διάπραξη κοινών αδικημάτων κατά την περίοδο της κατοχής. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι συνομιλίες στη Βάρκιζα άρχισαν μαζί με τα έκτακτα στρατοδικεία και τις πρώτες θανατικές καταδίκες. Πέντε αγωνιστές, οι Δ. Αυγέρης, Μ. Μονέδας, Α. Μπουρδής, Π. Μόνος και Ε. Μενεγάτος, καταδικάστηκαν στην εσχάτη των ποινών και οι δύο πρώτοι εκτελέστηκαν. Η συμφωνία επίσης δεν προέβλεπε συμμετοχή του ΕΑΜ στην κυβέρνηση, ούτε την αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα, μετά τη λήξη του πολέμου.
Η Συμφωνία της Βάρκιζας δεν ανταποκρινόταν στο συσχετισμό των πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων. Αν και το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ είχε υποστεί μερική ήττα στην Αθήνα, διατηρούσε σχεδόν ανέπαφες τις κύριες δυνάμεις του και διέθετε την αμέριστη υποστήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Συνεπώς, μπορούσε να συνεχίσει τον αγώνα για τη νίκη ή την υπογραφή συμφωνίας που θα εξασφάλιζε ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη του κινήματος. Η συμφωνία αποτέλεσε απαράδεκτο συμβιβασμό και ουσιαστική συνθηκολόγηση με τους Αγγλους ιμπεριαλιστές και τη ντόπια αντίδραση. Ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης γράφει ότι, «τις παραμονές της Συμφωνίας της Βάρκιζας άρχισε μια εντατική δουλειά ανασυγκρότησης των μονάδων και τακτοποίησή τους με νέα διάταξη, ώστε στις αρχές του Φλεβάρη ο ΕΛΑΣ ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε νέα επίθεση»[29].
Στις 16 του Φλεβάρη 1945, ο Στέφανος Σαράφης και ο Αρης Βελουχιώτης υπέγραψαν την ημερήσια διαταγή του Γενικού Στρατηγείου για την αποστράτευση του ΕΛΑΣ[30].
Ο Τσώρτσιλ για να παραπλανήσει και να παγιδεύσει την αγγλική και διεθνή κοινή γνώμη, παρουσίασε την παλλαϊκή αντίσταση του ελληνικού λαού κατά της αγγλικής ένοπλης επέμβασης το Δεκέμβρη 1944 σαν «απόπειρα μερικών ληστών των ορέων» και «μιας μικρής μειοψηφίας αναρχικών στασιαστών εξτρεμιστών» να καταλάβουν την εξουσία. Την άποψη αυτή του Τσώρτσιλ αναιρούν, όμως, δύο μαρτυρίες επίσης αγγλικές: Ο γνωστός άσπονδος φίλος του ΕΑΜ Κρις - Γκουντχάουζ γράφει σε βιβλίο του[31]: «Αν το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ ήταν αποφασισμένο να καταλάβει την εξουσία με τη βία αμέσως με την απελευθέρωση της Ελλάδας, η πρωτεύουσα ήταν απόλυτα στη διάθεσή του την ίδια μέρα που έφυγαν οι Γερμανοί. Αν το αποφάσιζε, μόνο με μια εισβολή που θα στοίχιζε ακριβά θα ήταν δυνατό να εκδιωχθεί - την οποία η συμμαχική πίεση και η κοινή γνώμη θα την έκαναν αδύνατη. Ηταν αδιανόητο ότι θα μπορούσαν, με οποιουσδήποτε υπολογισμούς, να βρουν ότι θα τους δινόταν καλύτερη ευκαιρία. Το ότι δεν κατέλαβαν την Αθήνα τον Οκτώβριο, πριν φθάσουν οι δυνάμεις του Σκόμπυ, είναι οριστική απόδειξη της ειλικρίνειάς τους».
Οσο για το ότι οι αντιστεκόμενοι αγωνιστές στην Αθήνα ήταν μια «μικρή μειοψηφία», σε αυτό δίνει αποστομωτική απάντηση ο Βρετανός στρατηγός Αλεξάντερ που στάλθηκε στο πεδίο των συγκρούσεων από τον Τσώρτσιλ, στη διάρκεια των Δεκεμβριανών, για να εξετάσει την κατάσταση από στρατιωτική άποψη και να του υποβάλει προτάσεις. Ο Αλεξάντερ ζήτησε από τον Τσώρτσιλ, για να αποφευχθεί η αιχμαλωσία των «περιμανδρωμένων εις το κέντρον των Αθηνών βρετανικών στρατευμάτων», να εξεύρει «μια πολιτική λύση στο ελληνικό πρόβλημα», γιατί «ήταν πάνω από τις δυνάμεις τους η στρατιωτική λύση». Ακόμα και ο συνταγματάρχης Ι. Πλυντζανόπουλος, αρχηγός των Ταγμάτων Ασφάλειας στην απολογία του στο Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων, είπε πως «ο αγώνας εναντίον του ΕΛΑΣ ήταν δύσκολος, γιατί τον βοηθούσαν ακόμα και τα μικρά παιδιά».
Η ένοπλη επίθεση από την άρχουσα τάξη και τους Αγγλους ιμπεριαλιστές συμμάχους της κατά του λαού άνοιξε το δρόμο για την επανεγκαθίδρυση της αστικής εξουσίας ανοίγοντας τον εμφύλιο πόλεμο.
Η ηρωϊκή αντίσταση του λαού της Αθήνας και του Πειραιά το Δεκέμβρη του 1944 στην ένοπλη επέμβαση των Αγγλων ιμπεριαλιστών αποτέλεσε συνέχεια και επιστέγασμα του μεγάλου αντιφασιστικού απελευθερωτικού αγώνα του ελληνικού λαού για την εθνική ανεξαρτησία και τη δημοκρατική ανάπλαση της Ελλάδας.
Το κείμενο είναι αποσπάσματα από την εισαγωγή στον υπό έκδοση Ε΄ τόμο του έργου «ΕΠΕΣΑΝ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ. Ηρωες-μάρτυρες λαϊκών, απελευθερωτικών αγώνων», έκδοση ΚΕ του ΚΚΕ.
[1] Ο καθηγητής Αγ. Αγγελόπουλος στο βιβλίο του «Από την Κατοχή στον Εμφύλιο. Η μεγάλη ευθύνη των Συμμάχων», στις σελίδες 27 και 119 αναφέρει ότι η συνολική ζημιά που προξενήθηκε εξαιτίας του πληθωρισμού μέχρι την 1η του Οκτώβρη 1944, φτάνει τις 27.452.262 χρυσές λίρες Αγγλίας και οι υλικές καταστροφές που προξένησαν στη χώρα μας οι κατακτητές ξεπερνούν τα 4 τρισεκατομμύρια προπολεμικές δραχμές.
[2] Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του Γ. Παπανδρέου, «Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ». Εκδοσις Δευτέρα, σελ. 128-130 και 131.
[3] Γιάννη Ζέβγου: «Η ΛΑΪΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΗ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ», Νέα Υόρκη 1945, σελ. 23.
[4] Γ. Παπανδρέου: Στο ίδιο, σελ. 139.
[5] Γ. Παπανδρέου: Στο ίδιο, σελ. 140.
[6] Γ. Παπανδρέου: Στο ίδιο, σελ. 145.
[7] Θρ. Τσακαλώτου, «ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», τόμος 1ος, σελ. 578. (υπογράμμιση δική μας - Σημ. Συντ.).
[8] «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», 27.12.1958.
[9] «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ, 1940-1945» Δοκίμιο, 7η έκδοση «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 354.
[10] Δημ. Κ. Νικολή: «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», τ. Ε-ΣΤ, σελ. 636.
[11] Εφημερίδα «Ελευθερία», αριθμός φύλλου 59.
[12] Στο ίδιο, αριθμ. φύλλου 57.
[13] Στέφανου Σαράφη, «Ο ΕΛΑΣ Π.Λ.Ε.», σελ. 565.
[14] Α. Σβώλου, άρθρο στην εφημερίδα «Μάχη» της 5.12.45.
[15] Σ. Σαράφη, «Ο ΕΛΑΣ, ΙΙ. Λ.Ε.», σ. 573-574.
[16] Ουΐνστων Τσώρτσιλ, «Απομνημονεύματα», τόμος 6, Βιβλίο Α΄, σελ. 263.
[17] Λήπερ, «Οταν ο Ελληνας συναντά τον Ελληνα», σελ. 101, στα αγγλικά.
[18]«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ 1940-1945», Δοκίμιο, σελ. 366.
[19] Ουΐνστων Τσώρτσιλ, «Απομνημονεύματα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου», τ. 6, Βιβλ. Α΄, σελ. 256, ελληνική έκδοση.
[20] Στο ίδιο, σελ. 256.
[21] Στο ίδιο, σελ. 255.
[22] Από άρθρο του Γ. Α. Λεονταρίτη στην «Καθημερινή», στις 10.12.1994.
[23] Ουΐνστων Τσώρτσιλ, «Απομνημονεύματα του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου», τομ. 6, Βιβλ. Α΄, σελ. 258 και 265.
[24] Π. Πιπινέλης, «Τα πολιτικά και διπλωματικά παρασκήνια», εφημερίδα «Ακρόπολις», 24.8.1958.
[25] Στρατάρχης Αλεξάντερ, «Πολεμικά Απομνημονεύματα», εφημερίδα «Καθημερινή», 12.3.1961.
[26] Ουΐνστον Τσώρτσιλ, «Απομνημονεύματα του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου», τόμ. 6, βιβλ. Α΄. σελ. 280.
[27] Βλέπε το πλήρες κείμενο της Συμφωνίας της Βάρκιζας, στο βιβλίο «Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα», τόμος 5ος, σελ. 411-416.
[28] Παναγιώτης Βενάρδος. «Η Συμφωνία της Βάρκιζας», εκδόσεις. «Το Ποντίκι», σελ. 98.
[29] Στέφανος Σαράφης, «Ο ΕΛΑΣ», σελ. 609.
[30] Στο ίδιο, σελ. 612-613. «Το πλήρες κείμενο της ημερήσιας διαταγής για την αποστράτευση του ΕΛΑΣ».
[31] Κρις Γκουντχάουζ, «Το μήλο της Εριδος», σελ. 316.
Στο βίντεο που ακολουθεί, από τον Δεκέμβρη του 1944, βρετανικά τανκς και στρατιώτες από κοινού με Έλληνες Χωροφύλακες, επιχειρούν εναντίον του ΕΛΑΣ της Αθήνας.
Σε ένα από τα πλάνα τα βρετανικά τάνκς, επί της οδού Κοραή, εισβάλουν στο αρχηγείο του ΕΑΜ!
(Λανθασμένη η χρονολογία που αναγράφεται στο βίντεο)