Eurokinissi
|
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε με τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μ. Ντράγκι
|
Στις
28/3/2016, στην «Deutsche Welle» δημοσιεύτηκε ρεπορτάζ που έγραφε: «Οσο
τα τραπεζικά επιτόκια παραμένουν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, τόσο
περισσότεροι Γερμανοί στρέφονται σε επενδύσεις σε σπίτια, διαμερίσματα
και οικόπεδα. Σύμφωνα με την Εκθεση για την Αγορά Ακινήτων των αρμόδιων
επιτροπών πραγματογνωμόνων οι αγορές ακινήτων κυμάνθηκαν το 2015 μεταξύ
200 και 210 δισ. ευρώ. Οπως δηλώνει ο επικεφαλής των επιτροπών
πραγματογνωμόνων Πέτερ Αχε στο γερμανικό πρακτορείο ειδήσεων dpa, "για
πρώτη φορά σπάμε το φράγμα των 200 δισεκατομμυρίων ευρώ" (...) Λόγω των
χαμηλών επιτοκίων η αγορά ακινήτων θα συνεχίσει να βρίσκεται σε τροχιά
ανόδου και το 2016. Κίνδυνος για μια φούσκα στην αγορά ακινήτων στο
άμεσο μέλλον ωστόσο δεν υπάρχει, καθησυχάζουν οι ειδικοί».
Αυτό
που ξεχωρίζει στο συγκεκριμένο ρεπορτάζ είναι η εκτίμηση της αιτίας για
επενδύσεις σε ακίνητα, που είναι τα χαμηλά επιτόκια και είναι ασύμφορο
να καταθέτουν στις τράπεζες. Η γερμανική κυβέρνηση είναι αντίθετη στα
χαμηλά επιτόκια. Αφενός δυσκολεύουν τις τράπεζες να ενισχύουν την
άντληση κεφαλαίων, αφετέρου ενισχύουν τη ζήτηση δανείων, με το φόβο να
χαθούν κεφάλαια, λόγω αδυναμίας αποπληρωμής τους και να πάθουν ζημιά.
Γι' αυτό και η επισήμανση περί «φούσκας».
Οι επιθέσεις στην ΕΚΤ
Στις
αρχές Απρίλη 2016, ο Χανς Βέρνερ Ζιν, Γερμανός οικονομολόγος και πρώην
πρόεδρος του Διεθνούς Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών IFO (εκφράζει
τμήματα του κεφαλαίου που στηρίζουν την κυβέρνηση), έγραφε:
«Οι
τελευταίες πολιτικές κινήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)
έχουν συγκλονίσει πολλούς παρατηρητές. Ενώ ο στόχος - να αποτραπεί η
περαιτέρω μείωση του πληθωρισμού και να τονωθεί η ανάπτυξη - είναι
ξεκάθαρος, οι πολιτικές από μόνες τους θέτουν τις βάσεις για σοβαρή
αστάθεια.
Οι εν λόγω πολιτικές της ΕΚΤ περιλαμβάνουν το μηδενισμό
του επιτοκίου αναχρηματοδότησης από την ΕΚΤ (...) περαιτέρω μείωση στο
-0,4% του επιτοκίου κατάθεσης των χρημάτων που οι τράπεζες καταθέτουν
στην ΕΚΤ. Επιπλέον, η ΕΚΤ έχει ξεκινήσει μια νέα σειρά τεσσάρων
στοχευμένων προγραμμάτων για πιο μακροπρόθεσμη αναχρηματοδότηση με
επίσης αρνητικά επιτόκια (...) Προϋπόθεση ότι θα δανείζουν σε ιδιωτικές
επιχειρήσεις (...) Παρόμοιο λάθος έκανε και η Ιαπωνία το 1990, όταν
έσκασε η φούσκα των ακινήτων (...) με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος να
εκτιναχθεί από 67% του ΑΕΠ σε 246% του ΑΕΠ σήμερα (...) Οσο πιο
κεϋνσιανά και μονεταριστικά είναι τα φάρμακα που χορηγούνται, τόσο
περισσότερο ατονεί η αυτοθεραπευτική ικανότητα των αγορών και εξασθενεί η
βούληση χάραξης πολιτικής που να επιβάλλει επώδυνες θεραπείες
αποτοξίνωσης για την οικονομία και τον λαό.
Υπάρχουν ήδη μερικά
ανησυχητικά σημάδια για αυτό. Οι αγορές ακινήτων στην Αυστρία, στη
Γερμανία και το Λουξεμβούργο, σχεδόν εξερράγησαν (...)
Η γερμανική
έκρηξη ακινήτων θα μπορούσε να χαλιναγωγηθεί μ' ένα κατάλληλο άλμα στα
επιτόκια. Αλλά, με δεδομένη την αποφασιστικότητα της ΕΚΤ να κατευθυνθεί
προς την αντίθετη κατεύθυνση, η φούσκα μόνο θα αυξάνεται. Αν σκάσει, οι
επιπτώσεις θα μπορούσαν να είναι ολέθριες για το ευρώ». Η σύνδεση της
«φούσκας» ακινήτων με το ευρώ υποδηλώνει φόβο όχι μόνον επιβράδυνσης
αλλά και φόβο για πισωγύρισμα σε κρίση. Υπερβολή, μπορεί να πει κανείς,
αλλά με δεδομένη την αρνητική κατάσταση στην παγκόσμια οικονομία, ποιος
μπορεί να το αποκλείσει...
Τον Απρίλη του 2016, τα αστικά ΜΜΕ
είχαν αναφορές στην οξύτατη επίθεση του Β. Σόιμπλε στον Μ. Ντράγκι, για
το πρόγραμμα νομισματικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η
αιτιολογία της επίθεσης του Β. Σόιμπλε στον Μ. Ντράγκι ήταν ότι τα
χαμηλά επιτόκια πλήττουν τις συνταξιοδοτικές παροχές και τις
αποταμιεύσεις των απλών Γερμανών. Δηλαδή, δεν αυξάνεται το εισόδημα των
συνταξιούχων λόγω χαμηλών επιτοκίων και κινδυνεύουν με φτωχοποίηση.
Ταυτόχρονα, του «χρέωνε» ευθύνη για τη μεγάλη ενίσχυση του
ευρωσκεπτικιστικού κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD).
Ηταν
μια βολική εκτίμηση που προπαγανδιστικά βόλευε τη γερμανική κυβέρνηση
να αποπροσανατολίζει τους συνταξιούχους ως προς την αιτία των δυσκολιών
να ζήσουν, αφού οι συντάξεις στη Γερμανία είναι αρκετά χαμηλές σε σχέση
με τις ανάγκες τους, αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων της «Ατζέντας 2010»,
που νομοθέτησε το 2004 η τότε σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, ως έναν
παράγοντα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών ομίλων.
Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, οι συνταξιούχοι αναγκάζονται να
ξαναγυρίζουν στη δουλειά, αφού δεν τους φτάνει η σύνταξη για να ζήσουν.
Στις
επιθέσεις απάντησε ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης, Γ. Βάιντμαν,
στηρίζοντας τον Ντράγκι. Ο δε σοσιαλδημοκράτης Γερμανός υπουργός
Οικονομίας, Ζ. Γκάμπριελ, είπε ότι «πρέπει να δοθεί ένα τέλος στο
παιχνίδι κατηγοριών εις βάρος της ΕΚΤ (...) Το πρόβλημα δεν είναι η ΕΚΤ
και ο κ. Ντράγκι αλλά η άρνηση να παραιτηθεί κανείς από την μονόπλευρη
πολιτική της λιτότητας».
Ανάλογο ζήτημα αναδεικνύει και η Ιζαμπέλ
Σνάμπελ, μέλος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (οι «πέντε
σοφοί», μια ανεξάρτητη ομάδα συμβούλων της γερμανικής κυβέρνησης), σε
συνέντευξη στη «Frankfurter Allgemeine Sonntagszeitung», (ΑΠΕ,
16/5/2016): «"Η ΕΚΤ έχει αποκτήσει τεράστια δύναμη, παρότι δεν υπόκειται
σε κανέναν κοινοβουλευτικό έλεγχο (...) Εχει επίσης γίνει πιο πολιτική.
Αλλά αυτό οφείλεται στο ότι συχνά οι πολιτικοί δεν ανέλαβαν δράση και
κατά συνέπεια ανάγκασαν την ΕΚΤ να το κάνει", είπε. Υπερασπίστηκε όμως
την πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζει η ΕΚΤ. "Τα χαμηλά
επιτόκια είναι πάνω απ' όλα συνέπεια της οικονομικής κρίσης", είπε.
Εξέφρασε διαφορετική άποψη από εκείνη πολλών Γερμανών πολιτικών, για
τους οποίους τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια της ΕΚΤ τιμωρούν τους Γερμανούς
αποταμιευτές και μειώνουν τα περιθώρια κέρδους των τραπεζών. Οι
εκκλήσεις να δοθεί στη Γερμανία μια ισχυρότερη ψήφος (σ.σ. στο
Διοικητικό Συμβούλιο) και πιο άμεση επιρροή στην ΕΚΤ κινούνται στη λάθος
κατεύθυνση", είπε».
Ορισμένες επισημάνσεις
Σύμφωνα
με όλα τα παραπάνω, οξύνονται ακόμη παραπέρα οι υπαρκτοί από την έναρξη
της εκδήλωσης της οικονομικής κρίσης ανταγωνισμοί, ανάμεσα σε τμήματα
του γερμανικού κεφαλαίου.
Η αλληλοσύνδεση επιτοκίων, καταθέσεων,
αγοράς ακινήτων, φουσκών κ.λπ. έχει σχέση με την πολιτική διαχείρισης
της κρίσης και της ανάκαμψης του κεφαλαίου, αλλά και με την επιδίωξη να
μην ξανακυλήσει η οικονομία της Γερμανίας σε κρίση.
Τα χαμηλά
επιτόκια όντως αφαιρούν καταθέσεις από τις τράπεζες, αφού δεν δίνουν
μεγάλα κέρδη στους καταθέτες, ενώ μειώνουν και τα κέρδη των τραπεζών.
Αυτό όμως σε ένα τραπεζικό σύστημα προκαλεί δυσκολίες και κινδύνους όχι
μόνο ζημιών αλλά και κατάρρευσης τραπεζών με δεδομένα και τα «κόκκινα»
επιχειρηματικά δάνεια.
Επομένως, η «καρδιά του καπιταλισμού», το
χρηματοπιστωτικό σύστημα, χρειάζεται προστασία. Χρειάζεται αποτροπή
εκροής καταθέσεων και κατεύθυνσής τους σε άλλες επενδύσεις και αύξηση
επιτοκίων για αύξηση κερδών. Στη Γερμανία δεν λείπουν τα προβλήματα στο
χρηματοπιστωτικό της σύστημα, με την «Ντόιτσε Μπανκ», για παράδειγμα, να
έχει μεγάλες ζημιές, 40% πτώση της μετοχής της κ.λπ. Αν το
χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει προβλήματα, εμφανίζονται και αδυναμίες
στην προσπάθεια ισχυρής ανάπτυξης.
Η μεταφορά καταθέσεων και η
επιδίωξη δανειοδότησης με μηδαμινά επιτόκια για αγορά ακινήτων, αφενός
αυξάνουν τις τιμές των ακινήτων λόγω ζήτησης, αφετέρου εγκυμονούν
κινδύνους για νέα «κόκκινα» δάνεια, οι «φούσκες» που λένε, δηλαδή
ενδεχόμενη εκδήλωση κρίσης στον κατασκευαστικό τομέα που θα χτυπήσει
πολλούς κλάδους της οικονομίας.
Για όλ' αυτά, η γερμανική
κυβέρνηση αλλά και τμήματα Γερμανών επιχειρηματιών θεωρούν αποκλειστικό
υπεύθυνο την ΕΚΤ, ταυτόχρονα όμως φανερώνουν ανταγωνισμούς ανάμεσα στους
κατασκευαστές π.χ., από τη μια, και σε άλλες κατηγορίες καπιταλιστών,
από την άλλη. Επίσης, εμφανίζεται η μεγάλη κόντρα γύρω από το κοινό
νόμισμα και το μείγμα διαχείρισης, που εκφράζεται με την ενδυνάμωση του
AfD που είναι κόμμα - δημιούργημα καπιταλιστών που θέλουν επιστροφή στο
«μάρκο», άρα ενοποίηση με ισχυρότερα τα «εθνικά χαρακτηριστικά».
Και τα δικαστήρια
Βεβαίως,
η υπόθεση της αντιπαράθεσης της γερμανικής κυβέρνησης με την ΕΚΤ έχει
ακόμη πιο σφοδρή συνέχεια. Σύμφωνα με ρεπορτάζ της «Ημερησίας»
15/5/2016, «μια ομάδα καθηγητών και επιχειρηματιών στη Γερμανία
προσέφυγε κατά της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας (ΕΚΤ) στο ανώτατο δικαστήριο της χώρας, γράφει η γερμανική
εφημερίδα Welt am Sonntag.
Η προσφυγή αυτή ανοίγει ένα νέο
κεφάλαιο στην μακρά νομική μάχη ανάμεσα στην ΕΚΤ και ομάδες εντός της
μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης που επιθυμούν τον περιορισμό των
εξουσιών της τράπεζας αυτής.
Η Welt am Sonntag διευκρινίζει ότι το
αντικείμενο της πρόσφατης προσφυγής στο Συνταγματικό Δικαστήριο είναι
αν η ΕΚΤ υπερέβη την εντολή της με την εκτενή αγορά κυβερνητικών
ομολόγων και με τα σχέδιά της να αρχίσει να αγοράζει εταιρικά ομόλογα.
Η
γερμανική εφημερίδα συμπληρώνει ότι οι καθηγητές και οι επιχειρηματίες
αυτοί πιστεύουν ότι η ΕΚΤ ξεκινάει προγράμματα που ενέχουν
ανυπολόγιστους κινδύνους για τον ισολογισμό της γερμανικής Κεντρικής
Τράπεζας και ως εκ τούτου για τους Γερμανούς φορολογούμενους - υπό το
πρόσχημα της επίτευξης του στόχου της για πληθωρισμό μόλις κάτω του 2%
μεσοπρόθεσμα.
Σύμφωνα με έναν από τους πρωτεργάτες της
πρωτοβουλίας αυτής για την προσφυγή, τον Μάρκους Κέρμπερ, δικηγόρο και
καθηγητή δημοσιονομικών, η ΕΚΤ απομακρύνεται από την αρχή της
"αναλογικότητας" των μέτρων της».
Οι «Financial Times», για το
ίδιο ζήτημα, αναφέρουν: «Το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, το
ανώτερο δικαστήριο στη χώρα, προσπαθεί να αποφασίσει αν θα βγάλει
απόφαση κατά ενός πιο αμφιλεγόμενου προγράμματος αγοράς ομολόγων, του
OMT (Απευθείας Νομισματικές Συναλλαγές), μέσω του οποίου η κεντρική
τράπεζα μπορεί να αγοράζει κρατικά ομόλογα σε απεριόριστες δυνητικά
ποσότητες για να καταπολεμήσει την εκτίναξη του κόστους δανεισμού για
κράτη - μέλη της Ευρωζώνης που πυροδοτείται από πανικό στις
χρηματοοικονομικές αγορές.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, στο οποίο παρέπεμψε το Συνταγματικό Δικαστήριο την καταγγελία για το OMT, αποφάσισε υπέρ της ΕΚΤ.
(...)
οι δύο Γερμανοί που είναι μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ - ο
πρόεδρος της Bundesbank Γιενς Βάιντμαν και το μέλος του Εκτελεστικού
Συμβουλίου, Σαμπίν Λαουτενσλέγκερ - αντιτάχθηκαν στο τελευταίο πρόγραμμα
(...) συμφώνησαν και οι δύο πως το πρόγραμμα είναι νόμιμο», (σ.σ. άλλο
ένα δείγμα ενδογερμανικών καπιταλιστικών ανταγωνισμών).
Ολα τα
παραπάνω αποκαλύπτουν πως οι ανταγωνισμοί στην Ευρωζώνη και στην ΕΕ
οξύνονται συνεχώς, ενώ στη Γερμανία διαπλέκονται με εσωτερικούς
ενδοκαπιταλιστικούς ανταγωνισμούς, με υπόβαθρο την αδύναμη ανάκαμψη και
τους κινδύνους επιστροφής στην κρίση. Αυτές οι αντιθέσεις διαπλέκονται
επίσης με τις αντιθέσεις για την οικονομική διακυβέρνηση, αντιθέσεις,
από τη μια, της Γερμανίας και των συμμάχων της (Φινλανδία, Ολλανδία
κ.λπ.) και, από την άλλη, των κρατών του Νότου (Γαλλία, Ιταλία,
Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα), έστω και με διαφοροποιήσεις.
Η
Γερμανία, διεκδικεί επίσης στο πλαίσιο της διακυβέρνησης ενισχυμένο ρόλο
στην ΕΚΤ, σε όφελος των γερμανικών μονοπωλίων, όπως είπε και η Ιζαμπέλ
Σνάμπελ από τους πέντε «σοφούς» της γερμανικής κυβέρνησης.
Οι
καπιταλιστές, λοιπόν, «τσακώνονται», αλλά ...όταν τσακώνονται τα
βουβάλια στο βάλτο την πληρώνουν τα βατράχια. Οι λαοί, επομένως, θα
νιώθουν ολοένα και πιο βαριά στο σβέρκο τους την καπιταλιστική
βαρβαρότητα μέχρι να την αποτινάξουν οριστικά, ανατρέποντας την εξουσία
του κεφαλαίου.