Στην έκτη επέτειο της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα από το Γ.
Ρουπακιά, μέλος της Χρυσής Αυγής, βρίσκει το ναζιστικό μόρφωμα διαλυμένο, εκτός
βουλής, ενώ η δίκη των δολοφόνων του ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί.
Σίγουρα
η διάλυση του ναζιστικού μορφώματος φαίνεται να δίνει ένα αισιόδοξο μήνυμα για το αντιφασιστικό κίνημα και
τον αγώνα του εναντίον των εγκληματιών της Χρυσής Αυγής, αν η υποψία για την
ύπουλη διάχυση του φασισμού μέσω νομιμοποιημένων οδών, όπως έδειξαν οι τελευταίες εκλογές, δεν έμοιαζε αρκετά βάσιμη.
Όχι μόνο το νέο κομματικό μόρφωμα του Κ.
Βελόπουλου αλλά και η ίδια η Ν.Δ, χαρακτηριζόμενο παραδοσιακό συντηρητικό κόμμα, φαίνεται πως ενσωματώνουν τα φασιστικά
ρεύματα συμβάλλοντας στην προσαρμογή του φασισμού στις συνθήκες του σύγχρονου
καπιταλισμού.
Η σχεδόν βίαιη πτώση του βιοτικού
επιπέδου στα πρώτα χρόνια της κρίσης, που απείλησε να διαρρήξει τις υπάρχουσες
πολιτικές δομές εξαιτίας της ανασφάλειας και εξαθλίωσης στις οποίες η
καπιταλιστική κρίση έριξε εκατομμύρια ζωές, έδωσε την ευκαιρία, με την
ανοχή αν όχι βοήθεια της κυρίαρχης εξουσίας, οι φασιστικές δυνάμεις να
μετακινηθούν από το περιθώριο, να ενισχυθούν και όπως φαίνεται να εδραιωθούν
στην κοινωνία. Σ’ αυτή τη δεκαετία, η οικονομική κρίση μαζί με τις πολιτικές
μετανάστευσης και ρατσισμού, που μετακινήθηκαν στο επίκεντρο, και με την αποτυχία των προοπτικών της μεταρρύθμισης
που υποσχόταν η σοσιαλδημοκρατία δημιούργησε τον πολιτικό χώρο για την ανάπτυξη
του φασισμού, που κατέλαβε η Χρυσή Αυγή, για να χρησιμοποιηθεί, όταν το
απαιτήσουν οι συνθήκες, για την αναπαραγωγή του συστήματος.
Στα πρώτα χρόνια της κρίσης η
Χρυσή Αυγή έκανε αισθητή την παρουσία της με βίαιο τρόπο, με αντικαπιταλιστικό λόγο και προωθητική βοήθεια
από τα ΜΜΕ, με αποτέλεσμα να βρει θέση στο κοινοβούλιο και αποθρασυνόμενη να προσπαθεί να εκφοβίζει και να τρομοκρατεί, για
να σπάσει κάθε αντίσταση, ξεκινώντας από περιπτώσεις αλλοδαπών. Οι εκλογές του
2012 ήταν καθοριστικές, γιατί η εκπροσώπηση του φασισμού στη βουλή με κόμμα,
αφού η συμμετοχή του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμα νομιμοποίησε τη φασίζουσα
ακροδεξιά, παρείχε ένα πλαίσιο για
ανάπτυξη φασιστικών δυνάμεων με παρουσία στους δρόμους ενάντια στο εργατικό
κίνημα. Δεν ήταν λοιπόν τυχαίες ούτε οι οργανωμένες επιθέσεις της
Χρυσής Αυγής εναντίον αλλοδαπών μικροπωλητών, όπως η βίαιη επέμβαση κλιμακίου της
με καταστροφή πάγκων στη λαϊκή αγορά του Μεσολογγίου το 2012, ούτε η επίθεση σε
τέσσερις αιγύπτιους αλιεργάτες στο σπίτι τους, ούτε η οργανωμένη επίθεση τάγματος εφόδου της σε μέλη του ΠΑΜΕ στο Πέραμα, που προκάλεσε τον
τραυματισμό τους, και βέβαια το αποκορύφωμα της εγκληματικής δράσης της η δολοφονία
του Π. Φύσσα τον Σεπτέμβρη του 2013, που την στιγμάτισε σαν μια ανεξέλεγκτη συμμορία από μαχαιροβγάλτες.
Βέβαια, υπήρχε μια αναντιστοιχία
μεταξύ της αυξανόμενης εκλογικής στήριξης των φασιστών και της μετριοπαθούς
υποστήριξης των δράσεων τους, τουλάχιστον με έκδηλο τρόπο, ίσως εξαιτίας του
στιγματισμού τους και περιθωριοποίησής
τους μετά τα ναζιστικά εγκλήματα του
χιτλερικού καθεστώτος. Η αποθράσυνσή τους με τη δολοφονία του Π. Φύσσα, το αντιφασιστικό
κίνημα με την οργανωμένη αντίδραση μέσα κι έξω από τη Βουλή των κομμουνιστών
που προκαλεί την αμφιταλάντευση των
αστών πολιτικών για τη δράση των φασιστών αφήνει τους τελευταίους έκθετους,
χωρίς όμως στην ουσία ο αστικός κόσμος να τους αντιμετωπίζει με αποτελεσματική αντίδραση. Κι αυτή η διαπίστωση ενισχύεται από τον τρόπο διεξαγωγής της δίκης της
Χρυσής Αυγής που μακρόσυρτα τραβά για
τέσσερα χρόνια με αποφυλακισμένους τους κατηγορουμένους ή και την εισαγγελική
πρόταση για αθώωση και τελικά την φυλάκιση με αναστολή των Γ. Λαγού και Ν.
Μίχου για την επίθεση στο κοινωνικό στέκι «Συνεργείο» ή την αδιαφορία για τους χρηματοδότες
της.
Κι ενώ η Χρυσή Αυγή συμβάλλει, σε μια περίοδο
με αυξανόμενη οικονομική επιδείνωση και αμφισβήτηση των αστικών κομμάτων, στην
εδραίωση του φασισμού σαν εναλλακτικής λύσης, όταν οι φόβοι του πολιτικού συστήματος καταλάγιασαν,
οι σχεδόν παράνομες πρακτικές της και το αντιφασιστικό κίνημα την ξανάβαλαν στο
περιθώριο. Μοιάζει λοιπόν το κομβικό σημείο επιλογής μιας έκδηλης φασιστικής
λύσης να έχει ξεπεραστεί από τη στιγμή
που έχει σταθεροποιηθεί κι έγινε αποδεκτή, με την προσφορά και του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο
η μνημονιακή αλλά κυρίως η μεταμνημονιακή κατάσταση με όλες τις αλλαγές που τα
μνημόνια επέβαλλαν. Φαίνεται λοιπόν αναγκαίο, για να αναβιώσει η παρουσία του
φασισμού στο πολιτικοκοινωνικό σκηνικό, ώστε να προσφέρει τις καλές του
υπηρεσίες στην άρχουσα τάξη, θα πρέπει να επανεφευρεθεί, για να ξεφύγει από το
καθεστώς του παρία. Κι αυτό θα γίνεται με πολλούς τρόπους. Όπως με την εξοικείωση
με το φασιστικό λόγο που επιτρέπει την νομιμοποίησή του με την
υιοθέτηση του από παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα, όπως η Ν.Δ, και ο οποίος με
τη σειρά του θα δικαιολογεί πρακτικές καταστολής και αυταρχισμού. Οι φασίστες μπορούν
να ενσωματωθούν σε κόμματα όπως του Βελόπουλου που δηλώνει πως ««εγώ δεν μπορώ
τα πολύ ναζιστικά», αλλά κυρίως στο παραδοσιακό συντηρητικό κόμμα της Ν.Δ όπου
ο καλυμμένος φασιστικός λόγος βρίσκει
στέγη και ψήφους, για να ανακάμψει όταν απαιτήσουν τα συμφέροντα της άρχουσας
τάξης.
Κι όλο αυτό το διάστημα ο φασισμός διαχέεται
ως πολιτική σκέψη και νοοτροπία στην κοινωνία. Δεν αρκεί απλά η κριτική για να
τον υποσκάψει, χρειάζεται και πολιτική δράση για να τον αντιμετωπίσει. Και
ποια άλλη ισχυρή, οργανωμένη,
αντιφασιστική δύναμη υπάρχει από το Κομμουνιστικό Κόμμα;