Μία
κρύο - μία ζέστη είναι η κυβερνητική προπαγάνδα για τις
διαπραγματεύσεις γύρω από το κρατικό χρέος, προκειμένου να συντηρήσει
την εικόνα της δύναμης εκείνης που δίνει μάχη με τους δανειστές για
λογαριασμό του λαού. Ταυτόχρονα, επιδιώκει να κερδίσει χρόνο
καλλιεργώντας κλίμα αναμονής στην εργατική τάξη ενόψει του νέου σκληρού
πακέτου μέτρων. Προσπαθεί να πείσει ότι «τα δύσκολα πέρασαν», ότι με την
όποια διευθέτηση του χρέους θα ανοίξει ο δρόμος για επιστροφή στην
ανάπτυξη, ώστε αδιαμαρτύρητα να γίνουν αποδεκτά τα νέα μέτρα σφαγής του
εργατικού - λαϊκού εισοδήματος.
Ομως, η αλήθεια είναι ότι
η όποια διαχείριση του κρατικού χρέους, όπως και όλων των πλευρών της
καπιταλιστικής κρίσης, δεν πρόκειται να κάνει καλύτερη τη ζωή της
εργατικής τάξης. Η ανάπτυξη για την οποία πασχίζει η συγκυβέρνηση και τα
υπόλοιπα αστικά κόμματα έχει ταξικό πρόσημο, είναι η ανάκαμψη των
κερδών του κεφαλαίου, που αντικειμενικά συνδέεται με την ένταση του
βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, τη συγκέντρωση και
συγκεντροποίηση των επιχειρηματικών ομίλων και ταυτόχρονα το ξεκλήρισμα
των φτωχών αυτοαπασχολούμενων της πόλης και της υπαίθρου. Οπως κι αν
βαφτιστεί η ρύθμιση του χρέους (αναδιάρθρωση, απομείωση, «κούρεμα»,
επιμήκυνση κ.λπ.), το μόνο σίγουρο είναι ότι θα αποτελέσει έναν ακόμα
μόνιμο βραχνά για τα εργατικά - λαϊκά νοικοκυριά, που θα εκτείνεται
πολλές δεκαετίες μπροστά.
Συζήτηση εχθρική για τα λαϊκά συμφέροντα...
Η
διαχείριση του κρατικού χρέους δεν αφορά απλά την ελληνική
καπιταλιστική οικονομία, αλλά αποτελεί πεδίο έκφρασης οξύτατων
ανταγωνισμών ανάμεσα στο ΔΝΤ και την ΕΕ, γύρω από το ζήτημα - κλειδί για
την έξοδο από την κρίση, δηλαδή την απαιτούμενη απαξίωση κεφαλαίου για
το πέρασμα σε δυναμική καπιταλιστική ανάκαμψη. Πιο συγκεκριμένα, το
ζήτημα της διαχείρισης του χρέους των υπερχρεωμένων καπιταλιστικών
κρατών μετατρέπεται σε άλλη μια διελκυστίνδα ανάμεσα σε κράτη του ΔΝΤ -
κυρίως τις ΗΠΑ - και την ισχυρότερη δύναμη της ΕΕ, τη Γερμανία, αφού η
στάση καθεμιάς από αυτές τις κυβερνήσεις υπαγορεύεται από τα συμφέροντα
της αστικής τάξης που εκπροσωπεί ή από το τι βλάπτει περισσότερο την
αντίπαλη αστική τάξη στην κούρσα του διεθνούς ανταγωνισμού. Από τη μία,
κράτη - μέλη της ΕΕ που συμπαρατάσσονται με τους στόχους διευθέτησης του
υπέρογκου χρέους τους πιέζουν για χαλάρωση της αποπληρωμής, έχοντας
καθαρό ότι έτσι θα υπηρετηθεί η στήριξη των δικών τους μονοπωλιακών
ομίλων και θα επιμεριστεί σε ανταγωνιστές τους η όποια καταστροφή
κεφαλαίου συνεπάγεται η ρύθμιση. Από την άλλη, αυτή η εξέλιξη σκοντάφτει
στις αντιρρήσεις κυρίως της Γερμανίας, που η οικονομία της είναι
περισσότερο εκτεθειμένη σε μια ενδεχόμενη τέτοια απαξίωση κεφαλαίου. Αν
το ΔΝΤ εμφανίζεται ως υπέρμαχο της ελάφρυνσης του χρέους είναι γιατί
διαπιστώνει ότι από αυτό το σενάριο έχει να χάσει ένας από τους βασικούς
ανταγωνιστές των ΗΠΑ στον διεθνή ανταγωνισμό, δηλαδή η Γερμανία.
Από
τα παραπάνω γίνεται καθαρό ότι αυτή η διαπάλη είναι «ενδοοικογενειακή»
υπόθεση των αστικών τάξεων. Αν ενδιαφέρει το λαό η εξέλιξη των παζαριών
αυτών, τον ενδιαφέρει από τη σκοπιά τού πόσο και πότε θα κληθεί να
πληρώσει τα αποτελέσματα της όποιας ρύθμισης. Δεν ευσταθεί η άποψη που
καλλιεργείται συστηματικά ότι με «μικρότερο χρέος, οι εργαζόμενοι δεν θα
δοκιμάζουν νέα μέτρα», γιατί τα μέτρα είναι αποτέλεσμα της εξέλιξης της
καπιταλιστικής κρίσης και όχι της διόγκωσης του χρέους.
Αλλωστε,
προϋπόθεση για την όποια συμφωνία είναι η εφαρμογή του τρέχοντος
μνημονίου, η υλοποίηση του οποίου εκτείνεται για πολλά χρόνια μετά από
την τυπική ολοκλήρωση του προγράμματος το 2018. Οχι τυχαία, το ΔΝΤ, που
είναι ο πιο συνεπής οπαδός της αναδιάρθρωσης του κρατικού χρέους κάνει
λόγο για «πρόσθετο πρόγραμμα», δηλαδή κι άλλο πακέτο αντιλαϊκών μέτρων.
Επιπλέον, ο λαός έχει πείρα από το προηγούμενο «κούρεμα χρέους» της
κυβέρνησης Παπαδήμου, το λεγόμενο PSI, που συνοδεύτηκε από σκληρά μέτρα
και από ψαλίδισμα της περιουσίας ασφαλιστικών ταμείων και άλλων δημόσιων
φορέων με άμεσες επιπτώσεις στη ζωή της εργατικής - λαϊκής οικογένειας.
Για
να στοιχίσει το λαό γύρω από τον στόχο «βιωσιμότητας» του χρέους, η
κυβέρνηση αξιοποιεί το επιχείρημα ότι έτσι εξασφαλίζεται η πολυπόθητη
ανάκαμψη μέσω της ένταξης στην ποσοτική χαλάρωση (QE). Κι αυτό γιατί με
τη μείωση των κονδυλίων που κατευθύνονται στην αποπληρωμή ομολόγων το
κράτος θα μπορεί να κατευθύνει πόρους για τη στήριξη μονοπωλιακών ομίλων
με ζεστό χρήμα. Επομένως, ωφελημένοι θα βγουν και πάλι οι καπιταλιστές
και όχι βέβαια ο λαός, που θα κληθεί να πληρώσει ξανά την όποια ρύθμιση.
...και χρήσιμη για το κεφάλαιο
Ολη
αυτή η συζήτηση γύρω από το χρέος μένει ψηλά στην επικαιρότητα από το
ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης πριν από 8 χρόνια μέχρι σήμερα και
έχει αποδειχτεί ιδιαίτερα πολύτιμη για όλες τις αστικές κυβερνήσεις και
το κεφάλαιο. Από τη μία, συσκοτίζεται ο πραγματικός χαρακτήρας της
κρίσης, ως καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, επομένως και
η διέξοδος από αυτήν, που βρίσκεται στην πάλη για την ανατροπή του
συστήματος που τη γεννά.
Από την άλλη, το κεφάλαιο καταφέρνει με
τη βοήθεια αστικών και οπορτουνιστικών κομμάτων, που προπαγανδίζουν ως
μέτρο ανακούφισης του λαού τη ρύθμιση του δημόσιου χρέους, να στοιχίζει
το λαό πίσω από τον στόχο του για ελάφρυνση, δηλαδή για την ανάκαμψη των
κερδών του. Στο βαθμό που η εργατική τάξη υιοθετεί ως δικό της αυτόν το
στόχο, αυτό δρα παραλυτικά για τον αγώνα της, για τη δυναμική και την
αντοχή του, για τη σύγκρουση με το κεφάλαιο και την εξουσία του. Γιατί
έτσι οι εργαζόμενοι δύσκολα μπαίνουν στην πάλη για την ικανοποίηση των
σύγχρονων αναγκών τους, για μισθούς, συντάξεις, Παιδεία, Υγεία κ.λπ. Δεν
είναι τυχαίο το επιχείρημα περί «μη αντοχής της οικονομίας», λόγω και
του υψηλού χρέους που γεννά ηττοπάθεια και μοιρολατρία, υποταγή στην
«αντοχή» των κερδών των καπιταλιστών που ποτέ δεν χωρούν εργατικές
διεκδικήσεις.
Οπορτουνιστικές δυνάμεις που καλούσαν το λαό να
χωρίσει το χρέος σε «καλό» και «κακό», που πάλευαν για τη διαγραφή του
«επαχθούς» μέρους του, που έστηναν «επιτροπές λογιστικού ελέγχου» κ.λπ.,
έχουν βάλει πλάτη για να μπορεί σήμερα η κυβέρνηση να εμφανίζει ως
«λαϊκή κατάκτηση» την όποια διευθέτηση συμφωνηθεί, επομένως να εμφανίζει
το λαό ως συνένοχο. Συστηματικά όλες αυτές οι δυνάμεις συσκοτίζουν το
γεγονός ότι η απομείωση του χρέους για το αστικό κράτος αποτελεί βήμα
για να ξαναβγεί στις «χρηματαγορές», δηλαδή για να αρχίσει ξανά να
δανείζεται και να συναλλάσσεται με πιστωτικούς οίκους, αφού έτσι
λειτουργεί ο καπιταλισμός. Αυτό δεν είναι ελληνική ιδιομορφία.
Απάντηση της εργατικής τάξης η μονομερής διαγραφή από τη δική της εξουσία
Η
μόνη απάντηση που μπορεί να δοθεί από τη σκοπιά των εργατικών - λαϊκών
αναγκών είναι ότι η εργατική τάξη, ο λαός δεν αναγνωρίζουν κανένα χρέος
γιατί δεν συμμετείχαν στη δημιουργία του. Γιατί η διόγκωση του δημόσιου
χρέους είναι αποτέλεσμα των κάθε λογής επιδοτήσεων, προνομίων και
φοροαπαλλαγών προς το μεγάλο κεφάλαιο από το αστικό κράτος και όχι από
τις παροχές προς το λαό, όπως υποστηρίζει η αστική προπαγάνδα. Είναι,
επίσης, αποτέλεσμα των υπέρογκων ΝΑΤΟικών εξοπλισμών κ.λπ. Δεν είναι
τυχαίο ότι δεν υπάρχει κανένα καπιταλιστικό κράτος στον κόσμο που να μην
έχει δημόσιο χρέος, άλλο υψηλότερο και άλλο χαμηλότερο, ως αποτέλεσμα
της ανισομετρίας που χαρακτηρίζει την καπιταλιστική ανάπτυξη. Την
περίοδο 2007 - 2014, το συνολικό παγκόσμιο κρατικό χρέος αυξήθηκε κατά
27 τρισ. δολάρια, αυξάνοντας το ποσοστό του ως προς το Παγκόσμιο
Ακαθάριστο Προϊόν κατά 20,8%.
Γι' αυτό, η μόνη ρεαλιστική
προοπτική για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα είναι η μονομερής
και ολοσχερής διαγραφή του χρέους από τη δική τους εξουσία και όχι η
διαχείρισή του από την οποιαδήποτε αστική κυβέρνηση που θα είναι από
χέρι αντιλαϊκή. Γιατί το εργατικό κράτος δεν αποτελεί «συνέχεια» του
αστικού, αλλά προϋποθέτει την ανατροπή του, επομένως η εργατική εξουσία
δεν θα κληρονομήσει τα «βαρίδια» των κεφαλαιοκρατών για να τα φορτώσει
στο λαό, όπως κάνουν οι αστικές κυβερνήσεις.
Η μονομερής διαγραφή,
μαζί με την αποδέσμευση από όλους τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς
(ΕΕ, ΝΑΤΟ κ.λπ.), αποκτά φιλολαϊκό περιεχόμενο μόνο στο βαθμό που
συνδέεται με την πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού και την
κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη. Αυτό είναι το «χρέος» της
εργατικής τάξης, το οποίο δεν συμβιβάζεται με την εξυπηρέτηση των χρεών
του κεφαλαίου.