Η
μείωση των προγραμματισμένων χειρουργείων έως και 80% στα δημόσια
νοσοκομεία, με απόφαση της κυβέρνησης, αποτελεί μια ακόμα κυνική
ομολογία ότι το «θωρακισμένο σύστημα Υγείας απέναντι στην πανδημία»
είναι παραμύθι για μικρά παιδιά.
Οτι στο οκτάμηνο που πέρασε από
την έναρξη της πανδημίας, και παρά τη σχετική ύφεση για μερικούς μήνες, η
κυβέρνηση δεν πήρε κανένα ουσιαστικό μέτρο ενίσχυσης των νοσοκομείων
και των άλλων δομών Υγείας, ενώ ήξερε ότι το δεύτερο κύμα ήταν
αναπόφευκτο. Αν λοιπόν το σύστημα «αντέχει», τότε γιατί σταματούν τα
τακτικά χειρουργεία; Γιατί τα νοσοκομεία μετατρέπονται σε «μιας νόσου»;
Το
σύστημα Υγείας όχι μόνο δεν είναι σε «πλήρη ετοιμότητα» να ανταποκριθεί
στη μεγάλη πίεση από τη σταθερή έξαρση των κρουσμάτων, αλλά μέσα σε
αυτές τις συνθήκες επιδεινώνονται οι υπηρεσίες Υγείας συνολικά για τον
λαό, στο έδαφος της πολιτικής υποχρηματοδότησης, εμπορευματοποίησης και
ιδιωτικοποίησης, που ακολουθούν όλες διαχρονικά οι κυβερνήσεις.
Αλλά
και το lockdown που αποφασίστηκε για τα Λύκεια στις περιοχές με τη
χειρότερη επιδημιολογική εικόκαθιστάνα αποτελεί μια έμμεση ομολογία ότι
τα σχολεία δεν είναι «υγειονομικές φουσκάλες», όπως έλεγε η κυβέρνηση,
για να δικαιολογήσει την παντελή έλλειψη μέτρων, πέρα από τη μάσκα.
Για
να απορρίπτει επιδεικτικά τα αιτήματα για μείωση των μαθητών ανά τάξη,
προσλήψεις εκπαιδευτικών, μαζικά και τακτικά τεστ, εξαντλητική
ιχνηλάτηση σε περίπτωση κρούσματος, υγειονομική υποστήριξη των σχολείων
κ.ά.
Ειδικά στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, οι κίνδυνοι είναι ακόμα
μεγαλύτεροι, επειδή τα τμήματα είναι συνήθως πιο πολυπληθή, μαθητές και
καθηγητές (μόνιμοι και αναπληρωτές) εναλλάσσονται σε πολλές τάξεις, η
εξωσχολική ζωή τούς εκθέτει περισσότερο στον κορονοϊό και, όπως λένε
τώρα οι επιστήμονες, η συμπεριφορά του ιού σ' αυτές τις ηλικίες έχει
περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά με τους ενήλικες.
Για τίποτα απ'
αυτά δεν ίδρωνε το αυτί της κυβέρνησης, όταν είχε το χρόνο να πάρει
ουσιαστικά μέτρα προστασίας. Αντίθετα, «πήδηξε» από το «η μάσκα μόνο
φτάνει» στο ...lockdown, κουνώντας μάλιστα το χέρι στη νεολαία ότι με
τους αγώνες της μεταφέρει τον κορονοϊό!
Αλλο χαρακτηριστικό
παράδειγμα είναι τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, όπου το διαχρονικό
ξεχαρβάλωμα και η λειτουργία τους με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, με
ευθύνη όλων των κυβερνήσεων, τα καθιστούν επικίνδυνα για την υγεία σε
συνθήκες πανδημίας, εξαιτίας του μεγάλου συγχρωτισμού, που για την
κυβέρνηση απλά ...δεν υπάρχει!
Τι απαντάει όμως όταν στριμώχνεται
από την πραγματικότητα που τη διαψεύδει; Οτι δεν γίνεται να
αντιστοιχηθούν τα οχήματα, οι συρμοί, το προσωπικό, τα δρομολόγια των
Μέσων Μαζικής Μεταφοράς με τις πραγματικές ανάγκες και να φρεναριστεί η
μετάδοση του ιού, επειδή «δεν αντέχει η οικονομία».
Βρίσκει
μάλιστα το θράσος ο υπουργός Ανάπτυξης να εκβιάζει ότι αν «πάρουμε 1.000
λεωφορεία», θα πρέπει «να κόψουμε μισθούς και συντάξεις», καλώντας τον
λαό να διαλέξει τι θα χάσει, γιατί προφανώς δεν χωράνε «όλα» σε μια
πολιτική που λειτουργεί με κριτήριο την κερδοφορία των ομίλων.
Ολα
αυτά λέγονται μάλιστα την ίδια ώρα που η κυβέρνηση αξιοποιεί την
πανδημία ως ευκαιρία για νέα αντεργατικά μέτρα και νέα προνόμια στήριξης
του κεφαλαίου.
Οι καταγγελίες, τέλος, που πέφτουν βροχή από
σωματεία και εργαζόμενους για χώρους δουλειάς - εστίες υπερμετάδοσης,
είναι οι καθημερινές αποδείξεις για τις ευθύνες κράτους και εργοδοσίας
στην εξάπλωση της πανδημίας.
Ολα τα παραπάνω δίνουν ένα γερό
χαστούκι στο αφήγημα της «ατομικής ευθύνης», επιβεβαιώνοντας ότι είναι
απλά ο «φερετζές» της απροθυμίας του κράτους να πάρει ουσιαστικά μέτρα
προστασίας της ζωής και της υγείας του λαού, επειδή αυτά κοστίζουν και
δεν «αποδίδουν» κέρδη για το κεφάλαιο, παρ' όλο που η μεγάλη λαϊκή
πλειοψηφία χρηματοδοτεί το κράτος μέσω άμεσων και έμμεσων φόρων και
μάλιστα επιβαρύνεται το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της φορολογίας.
Οταν
λοιπόν μιλάνε για «ατομική ευθύνη», δεν εννοούν την ευθύνη του καθενός,
ως μέλους μιας κοινωνίας που εγγυάται την υγεία και τη ζωή του, που
έχει ως κριτήριο τις δικές του ανάγκες. Εννοούν το «κάνε το κουμάντο
μόνος σου και αν νοσήσεις θα φταις εσύ ή οι άλλοι που δεν πρόσεξαν». Σε
καμιά περίπτωση όμως δεν θα φταίνε το αστικό κράτος και η εργοδοσία!
Αναδεικνύεται
έτσι πως ο μόνος «ασφαλής» δρόμος που μπορούν να βαδίσουν οι
εργαζόμενοι είναι αυτός της συλλογικής διεκδίκησης μέσα από τα σωματεία
και τους άλλους μαζικούς φορείς, για να παρθούν όλα τα αναγκαία μέτρα
στην Υγεία, στα σχολεία, στα Μέσα Μεταφοράς, στους χώρους δουλειάς. Εκεί
δηλαδή που κρίνεται η υγεία, ακόμα και η ζωή τους.