Έγκλημα χωρίς τιμωρία: Ο ΝΑΤΟϊκός πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία
Από: Palmografos.com - Έγκλημα χωρίς τιμωρία: Ο ΝΑΤΟϊκός πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία - Του Νικολάου Μόττα*
ΔΕΚΑΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΥ.
Θεσσαλονίκη, μεσημέρι. Σταματημένος σε φανάρι της οδού 28ης Οκτώβρη, στα πέριξ του λιμανιού της πόλης. Το βλέμμα πέφτει στο ξεβαμμένο σύνθημα που είναι γραμμένο με κόκκινη μπογιά στον τοίχο: "NATO KILLERS GO HOME". Ο νους πηγαίνει 13 χρόνια πίσω, σ' εκείνες τις μέρες του Μάρτη του 1999 όταν ξεκινούσε, λίγα χιλιόμετρα βορείως των ελληνικών συνόρων, η τελευταία μεγάλη σφαγή του 20ου αιώνα. Τότε που τα Βαλκάνια φλέγονταν απ' τις αεροπορικές επιδρομές της βορειοατλαντικής συμμαχίας και ένα ολόκληρο έθνος, η τότε ομοσπονδιακή δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, συντρίβονταν στο βωμό του ιμπεριαλιστικού επεκτατισμού.
Η κυβέρνηση του Μπιλ Κλίντον και το ΝΑΤΟ είχαν τότε προσδιορίσει το λόγο της έναρξης του πολέμου ως «επέμβαση» με σκοπό να τερματιστεί η φημολογούμενη επιθετικότητα της κυβέρνησης Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς στην περιοχή του Κοσόβου. Στις 23 Μαρτίου 1999, ο τότε Γ.Γ. του ΝΑΤΟ Χαβιέ Σολάνα δίνει εντολή στον αμερικανό στρατηγό Γουέσλι Κλαρκ να ξεκινήσουν οι πρώτες αεροπορικές επιδρομές πάνω απ' τις σερβικές πόλεις. Ανελέητοι βομβαρδισμοί αλλά και χερσαίες στρατιωτικές επιχειρήσεις που κράτησαν 78 ολόκληρες μέρες, ισοπεδώνοντας τις υποδομές της χώρας και προκαλώντας χιλιάδες απώλειες στον άμαχο πλήθυσμό. Ασφαλώς, η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών συνεπικουρούμενη από μια στρατιά διεθνών μέσων ενημέρωσης είχε και τότε προσπαθήσει να «καλύψει» το έγκλημα με τον μανδύα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο τότε αμερικανός πρόεδρος Κλίντον, σε ένα ρεσιτάλ δημόσιου πολιτικού θεατρινισμού, επιχείρησε να εμφανιστεί ως ο ειλικρινής ηγέτης μιας διεθνούς κοινότητας που ενωμένη «αγωνιά» για την τύχη του αλβανικού πληθυσμού στο Κοσσυφοπέδιο. Αρωγός σε αυτήν την αιματηρή προπαγάνδα στάθηκε η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία (με πρωταγωνιστές τους Γκέρχαρντ Σρέντερ, Τόνι Μπλερ και τους «πράσινους» του Γιόσκα Φίσερ), παρά τις λαϊκές αντιδράσεις που η ΝΑΤΟϊκή βαρβαρότητα είχε ξεσηκώσει στη γηραιά ήπειρο.
Για όσους δεν τρέφουν αυταπάτες, ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το ΝΑΤΟ στην ισοπέδωση ενός ολόκληρου λαού το 1999 ουδεμία σχέση είχε με τους αλβανούς του Κοσόβου. Στο βιβλίο του "Collision Course: NATO, Russia and Kosovo" [1] ο Τζον Νόρις, τέως διευθυντής επικοινωνίας του αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών της κυβέρνησης Κλίντον, Στρόουμπ Τάλμποτ, είναι αποκαλυπτικός αναφορικά με τα πραγματικά κίνητρα του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία: «Η πορεία της κοινότητας των δυτικών δημοκρατιών αποδεικνύει γιατί η Γιουγκοσλαβία του Μιλόσεβιτς αποτελούσε αναχρονισμό (στο διεθνές πεδίο). Ενώ τα έθνη σε ολόκληρη την περιοχή επεδίωκαν να μεταρρυθμίσουν τις οικονομίες τους, να αμβλύνουν τις εθνικές εντάσεις και να διευρύνουν την κοινωνία των πολιτών, το Βελιγράδι συνέχιζε να κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση. Δεν πρέπει λοιπόν να απορεί κανείς για το γεγονός ότι το ΝΑΤΟ και η Γιουγκοσλαβία τέθηκαν σε τροχιά σύγκρουσης. Ήταν η αντίσταση της Γιουγκοσλαβίας στις ευρύτερες τάσεις πολιτικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων - όχι η καταπίεση των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου - αυτό εξηγεί καλύτερα τους λόγους του πολέμου του ΝΑΤΟ».
Η Σερβία πλήρωσε το γεγονός ότι ήταν η τελευταία γωνιά της Ευρώπης που δεν είχε υποκύψει στις μεταρρυθμίσεις που απαιτεί ο αμερικανικός νεοφιλελευθερισμός. Ως εκ τούτου, έπρεπε να εφευρεθεί το καλύτερο δυνατό πρόσχημα για να ολοκληρωθεί πλήρως η διάλυση της άλλοτε ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, να εκτοπιστεί από την εξουσία ο «ανυπάκουος» Μιλόσεβιτς και να προσδεθεί, μια και καλή, η οικονομία της χώρας στο άρμα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Ο καναδός οικονομολόγος Μισέλ Χοσουντόφσκι, διευθυντής του Κέντρου Ερευνών για την Παγκοσμιοποίηση, έχει κάνει δημόσια λόγο για ανάμειξη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας στο έγκλημα της Γιουγκοσλαβίας [2]. Σύμφωνα με τον Χοσουντόφσκι, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα σε αγαστή συνεργασία με το ΝΑΤΟ είχαν εκπονήσει σχέδιο οικονομικής ανασυγκρότησης (με λίγα λόγια ξεπούλημα εθνικής περιουσίας, μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, γκρέμισμα του κοινωνικού κράτους κλπ.) αρκετό καιρό πριν την στρατιωτική επέμβαση της βορειοατλαντικής συμμαχίας. Ταυτόχρονα η δημιουργία ενός ακόμη κράτους-προτεκτοράτου της Ουάσινγκτον, αυτό του Κοσόβου - στα πρότυπα της γειτονικής πΓΔΜ - διευκόλυνε ακόμη περισσότερο τα αμερικανικά οικονομικά συμφέροντα σε μια πρώην ασταθή πολιτικά περιοχή.
Όσο για τη Σερβία, η ερημοποίηση που προκάλεσε η ΝΑΤΟϊκή θηριωδία συμπληρώθηκε από το εξευτελιστικό ξεπούλημα των υποδομών της χώρας. Υπολογίζεται ότι στη μετά-Μιλόσεβιτς εποχή, από το 2000 έως το 2009, έλαβαν χώρα περισσότερες από 1.800 ιδιωτικοποιήσεις κρατικής περιουσίας και επιχειρήσεων, η πλειοψηφία της σερβικής βιομηχανίας μετάλλου έχει περάσει σε αμερικανικά χέρια ενώ η εθνική αυτοκινητοβιομηχανία «Ζάσταβα» εξαγοράστηκε από τον ιταλικό κολοσσό Fiat [3]. Δεκατρία χρόνια μετά τους ανελέητους βομβαρδισμούς, ο σερβικός λαός παλεύει ενάντια στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα που έχουν επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ως αντίδοτο για την ανοικοδόμηση της χώρας. Παλεύει όμως απέναντι και στις φρικιαστικές μνήμες του πολέμου, ζώντας ακόμη τις δραματικές συνέπειες των βομβών απεμπλουτισμένου ουρανίου που η βορειοατλανική συμμαχία άφησε πίσω της.
Δεκατρία χρόνια μετά το έγκλημα του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία κανένας από τους πραγματικούς υπαίτιους του πολέμου δε λογοδότησε στη δικαιοσύνη. Εάν το Διεθνές Δίκαιο λειτουργούσε σύμφωνα με το γράμμα του νόμου και όχι ανάλογα με τα συμφέροντα της εκάστοτε ιμπεριαλιστικής ολιγαρχίας, τότε στα έδρανα των κατηγορουμένων στη Χάγη, πέραν των Ράντοβαν Κάρατζιτς και Ράτκο Μλάντιτς, θα καθόντουσαν μια πλειάδα δυτικών ηγετών: απ' τον τέως πρόεδρο Κλίντον και το γερμανό καγκελάριο Σρέντερ, μέχρι τον στρατηγό Κλαρκ και τον πρώην ΝΑΤΟϊκό Γραμματέα Χαβιέ Σολάνα. Δεκατρία χρόνια μετά την ισοπέδωση της γειτονικής χώρας, είναι αδύνατο να μην αναλογιστεί κάποιος και τις ευθύνες της «δικιάς μας», της ελληνικής, πολιτικής ηγεσίας. Τότε που η ελληνική κυβέρνηση, δέσμια των υποχρεώσεων της ως μέλος του ΝΑΤΟ, παρέδιδε τα λιμάνια της Βόρειας Ελλάδας [4] στις «συμμαχικές δυνάμεις», συμβάλλοντας έτσι στο έγκλημα. Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, μοναδικό θετικό στοιχείο υπήρξε η μαζική τότε αντίδραση της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού - όπως αυτή εκφράστηκε σε αντιπολεμικά συλλαλητήρια, σε συναυλίες αλληλεγγύης και άλλες μορφές δράσης κατά της ελληνικής συμμετοχής στα ΝΑΤΟϊκά πολεμικά σχέδια.
Δεκατρία χρόνια μετά το βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας - και έπειτα από δύο αιματηρές στρατιωτικές επεμβάσεις σε Αφγανιστάν και Ιράκ - η ξεκάθαρη και ηχηρή αντίθεση στην πολεμική στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ είναι αναγκαία παρά ποτέ. Ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου η ένταση στη Μέση Ανατολή «υποβόσκει», με το Ιράν να τίθεται αυτή τη φορά στο στόχαστρο των αμετανόητων γερακιών του διεθνούς ιμπεριαλισμού.
Υποσημειώσεις:
[1] Τζον Νόρις (2005), Collision Course: NATO, Russia and Kosovo, Praeger. Σελίδες 22-23.
[2] Συνέντευξη με το Μισέλ Χοσουντόφσκι, 16 Απριλίου 2000. Linking NATO, the IMF, and the World Bank - Michel Chossudovsky (http://www.converge.org.nz/pma/apmich.htm).
[3] Cronin, David. "Grim reality of Serbia's EU 'dream'", The Guardian, 22 Δεκεμβρίου 2009.
[4] Στις υπηρεσίες του ΝΑΤΟ και της KFOR (Kosovo Force) είχαν τεθεί τα λιμάνια της Θεσσαλονίκης, της Γρίτσας Λιτοχώρου, του Βόλου και της Αγχιάλου Μαγνησίας. Επίσημα έγγραφα του ΝΑΤΟ καθιστούσαν τη Βόρειο Ελλάδα μέρος του «Θεάτρου των επιχειρήσεων». Ριζοσπάστης, 8 Μαϊου 1999.