Εκτενή αποσπάσματα από την ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ, σε εκδήλωση με αφορμή την 25η Μαρτίου
|
Από την εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στον κινηματογράφο «Studio» στην Αθήνα
|
Σε
εκδήλωση της ΤΟ Εκπαιδευτικών Αττικής του ΚΚΕ και των Οργανώσεων
Φιλοσοφικής Αττικής του ΚΚΕ και της ΚΝΕ μίλησε η Αλέκα Παπαρήγα, στις 24
Μάρτη, με αφορμή την επέτειο της 25ης Μαρτίου. Θέμα της εκδήλωσης ήταν η
Επανάσταση του 1821 και η πορεία συγκρότησης του ελληνικού αστικού
κράτους. Ακολουθούν εκτενή αποσπάσματα από την ομιλία της Αλ. Παπαρήγα.
***
Η
Επανάσταση του 1821 ήταν αστική εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση, τον
ηγετικό ρόλο έπαιξαν βασικά τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης. Η
ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων, άρα και των πρώιμων τμημάτων της
αστικής τάξης, στους κόλπους της φεουδαρχικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
ξεκίνησε από το εμπορικό κεφάλαιο.
Στην αστική τάξη, που ήταν
εξαιρετικά ανομοιογενής, ανήκαν: Πλοιοκτήτες και έμποροι, γαιοκτήμονες
και προεστοί που είχαν ενταχθεί στις αστικές σχέσεις ή προσέγγιζαν σ'
αυτές στην Πελοπόννησο και τη Στερεά, επίσης πλοιοκτήτες στα νησιά,
ιδιαίτερα στην Υδρα.
Η ελληνική αστική τάξη, ιδιαίτερα το πιο πρωτοπόρο - ηγετικό τμήμα της, αναπτύχθηκε στη ναυτιλία και στο διεθνές εμπόριο, ήδη
από τον 18ο αιώνα. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, που επεκτεινόταν σε 3
ηπείρους και 5 θάλασσες, ευνόησε αρχικά το εσωτερικό εμπόριο και στη
συνέχεια το εξωτερικό, στο οποίο αξιοποιήθηκε ιδιαίτερα η ελληνική
ναυτιλία με την ήδη πολύχρονη κατακτημένη εμπειρία, και από τις μάχες
κατά των πειρατικών πλοίων. Οι Ελληνες αστοί είχαν πια τη δυνατότητα να
σταματήσουν να αποθησαυρίζουν τα χρήματά τους ως προσωπική περιουσία,
έκαναν επενδύσεις στο εμπόριο, τις τράπεζες, στη βιοτεχνία κ.λπ.
Η
αστική τάξη ταύτιζε την εθνική απελευθέρωση με τη δημιουργία εθνικού
αστικού κράτους, δηλαδή είχε τον ίδιο στόχο που είχαν όλες οι αστικές
επαναστάσεις. Αλλωστε, η έννοια έθνος, εθνικό κράτος διαμορφώθηκε την
εποχή που η αστική τάξη άρχισε να παλεύει για την ανατροπή της
φεουδαρχικής εξουσίας.
Η Επανάσταση του '21 δεν ήταν ακριβώς ίδια με τις αστικές ευρωπαϊκές επαναστάσεις,
καθώς η διαμόρφωση του εθνικού αστικού κράτους συνδεόταν με την
απελευθέρωση εδαφών με ελληνικό ή ελληνόφωνο πληθυσμό, από τη
φεουδαρχική πολυεθνική και πολυφυλετική Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Εκτός
από τους εσωτερικούς βασικούς παράγοντες που οδήγησαν στο ξέσπασμα της
Επανάστασης, πρέπει να παρθούν υπόψη και οι διεθνείς συνθήκες, καθώς ο
19ος αιώνας, όπως και ο προηγούμενος, ήταν εποχή αστικών και
αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων.
Η απελευθέρωση από την οθωμανική
κατοχή συνεπαγόταν διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ζήτημα που
ενδιέφερε την Αγγλία, αρχικά το έβλεπε αρνητικά, ενώ την ίδια ώρα η
Γαλλία βρισκόταν σε σοβαρή υποχώρηση, καθώς είχε ηττηθεί κατά τους
Ναπολεόντειους πολέμους. Θετικό ενδιαφέρον για την ελληνική επανάσταση
είχε η τσαρική Ρωσία, που ναι μεν επιθυμούσε τη διάλυση της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, από την άλλη όμως πλευρά είχε στον προσανατολισμό της να
μην έρθει σε σύγκρουση και με την Αγγλία.
Οι
αστικές επαναστάσεις συνέβαλαν στη διαμόρφωση ελληνικής εθνοτικής
συνείδησης λόγω της διάδοσης του ευρωπαϊκού αστικού διαφωτισμού, που
διαδιδόταν από τους Ελληνες που σπούδαζαν στα ξένα πανεπιστήμια, ιδέες
που έρχονταν σε αντίθεση με τις θεοκρατικές και ανορθολογικές ιδέες.
Στην πραγματικότητα, τα πρώτα σκιρτήματα εθνοτικής ελληνικής συνείδησης
αναπτύχθηκαν από τον 13ο αιώνα μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης
από τους Φράγκους, ενώ άνθιση αστικών ιδεών έφερε στη συνέχεια η αστική
Γαλλική Επανάσταση.
Η αστική τάξη δεν ήταν ενιαία απέναντι στην Επανάσταση
Τα διάφορα τμήματα της αστικής τάξης είχαν διαφορετική θέση και όρους πλουτισμού στις συνθήκες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Εκείνο
το τμήμα των πλοιοκτητών, δηλαδή των εφοπλιστών της εποχής, που είχαν
διεθνή επιχειρηματική δράση, έδειχναν δισταγμό απέναντι στην Επανάσταση,
εξαιτίας και της σχέσης τους με το αγγλικό κεφάλαιο και όσο η Αγγλία
δεν ήθελε το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αντιφατική ήταν
και η στάση των κοτζαμπάσηδων που αποσπούσαν σταδιακά πολλά προνόμια και
ιδιοκτησία γης, όμως αισθάνονταν ανασφάλεια, γιατί ανά πάσα στιγμή
μπορούσαν να τα χάσουν όλα από την κεντρική εξουσία της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας και γι' αυτό τελικά πήραν θετική στάση. Οι Φαναριώτες που
λειτουργούσαν αρχικά ως διερμηνείς και στην πορεία απέσπασαν υψηλά
δικαιώματα, πέρα από τα θρησκευτικά τους και ως διοικητικά στελέχη,
στήριξαν κατά βάση την οθωμανική εξουσία.
Η Εκκλησία στο πλαίσιο
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έπαιζε ρόλο στα ζητήματα του ελληνικού
χριστιανικού θρησκεύματος και στη διάσωση της ελληνοβυζαντινής γλώσσας,
συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτόν στη διαμόρφωση ελληνικής εθνικής
συνείδησης. Ομως, ο ανώτερος κλήρος ασκούσε και δικαστική εξουσία,
προωθούσε τις αποφάσεις της οθωμανικής διοίκησης, και γι' αυτό δεν
έβλεπε θετικά την προετοιμασία της εξέγερσης. Ο λαϊκός κλήρος πήρε
ενεργό ρόλο στην Επανάσταση.
Η σύνθεση των ηγετικών αστικών
επαναστατικών δυνάμεων που ήδη θίξαμε και οι αντιθέσεις τους πήραν τη
μορφή εμφύλιων ενόπλων αιματηρών συγκρούσεων. Ο πρώτος εμφύλιος, το
1821, έγινε ανάμεσα στους πρόκριτους και στρατιωτικούς και έληξε με την
ήττα των στρατιωτικών. Με τους πρόκριτους συμμάχησαν και εφοπλιστές. Ο
δεύτερος εμφύλιος, το 1824, ανέδειξε διαφορετικές συμμαχίες, από τη μια
πλευρά ήταν οι πρόκριτοι και οι στρατιωτικοί και από την άλλη οι
εφοπλιστές και έμποροι.
Οι επιδιώξεις του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και ο ρόλος του στην ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού
Η
αναγνώριση του ελληνικού κράτους έγινε στις 4/2/1830, με πρωτόκολλο που
υπογράφηκε στο Λονδίνο από τις Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, το οποίο
καθόρισε ως βόρεια σύνορα τη γραμμή που ένωνε τον Αμβρακικό και τον
Παγασητικό Κόλπο. Από τα νησιά ανήκαν στην ελληνική επικράτεια μόνο οι
Βόρειες Σποράδες και οι Κυκλάδες. Ηταν το πρώτο ανεξάρτητο κράτος που
πρόκυψε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με έκταση 47.516 τ.χλμ. και
πληθυσμό 500 - 600.000 άτομα. Εκτός Ελλάδας έμεναν 2-3 εκατομμύρια
ελληνικοί πληθυσμοί. Ηδη από το 1828, ως κυβερνήτης του νέου κράτους
είχε οριστεί ο Καποδίστριας, που επιχείρησε εκσυγχρονισμούς για την
ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων με αφετηρία βεβαίως τη συγκρότηση
αστικού κράτους.
Μετά τη συγκρότηση του αστικού κράτους και σε όλη
τη διάρκεια του 19ου αιώνα, πρωτοπορία στην καπιταλιστική ανάπτυξη ήταν
το τμήμα εκείνο της αστικής τάξης που δρούσε στο εμπόριο, στις
μεταφορές, στη ναυπήγηση πλοίων. Στο εμπόριο στράφηκε και μεγάλο μέρος
γαιοκτημόνων με εξαγωγές και με μικρότερη διάθεση να διοχετευθούν
χρήματα για τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της αγροτικής παραγωγής. Το
ελληνικό αστικό κράτος δημιουργούσε ένα εμπορικό δίκτυο υποδομών,
τελωνεία, επιμελητήρια, προξενεία στο εξωτερικό για την υπηρέτηση του
τομέα του εμπορίου. Παράλληλα, αναπτύχθηκε ακόμα πιο πολύ η ελληνική
ναυτιλία, που δεν έκανε μόνο μεταφορά προϊόντων, εντασσόταν στο διεθνές
ευρωπαϊκό εμπόριο. Οι πλοιοκτήτες κατάφεραν να ξεπεράσουν προβλήματα
εκσυγχρονισμού, με τη ναυπήγηση και χρησιμοποίηση ατμοκίνητων πλοίων,
χάρη στη στήριξη του ελληνικού αστικού κράτους και τις επενδύσεις των
Ελλήνων εφοπλιστών, πράγμα που δεν μπορούσαν να το κάνουν μικρότεροι
καραβοκύρηδες, που άρχισαν να εκτοπίζονται. Από το τέλος του 19ου αιώνα,
η Ελλάδα μετατράπηκε σε κέντρο ναυτιλιακών επιχειρήσεων με επίκεντρο
τον Πειραιά, ενώ ήδη είχε καταξιωθεί, πιο πριν, ως ναυπηγικό κέντρο η
Σύρος.
Μετά το β' μισό του 19ου αιώνα αναπτύχθηκε η βιομηχανία, με αποτέλεσμα και το σχηματισμό μικρής, ακόμα, εργατικής τάξης.
Η
ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων, της μεταποιητικής βιομηχανίας και
των άλλων τομέων της οικονομίας, όποια έγινε, πραγματοποιήθηκε από
βασικά τμήματα της αστικής τάξης, επίσης και με τη συμβολή του
βρετανικού και γαλλικού κεφαλαίου. Από τους πρώτους βιομηχανικούς
κλάδους που γνώρισαν ανάπτυξη ήταν τα ναυπηγεία. Η ανάπτυξη πιο
σύγχρονης αγροτικής καλλιέργειας και ο εξαγωγικός προσανατολισμός της
διευκόλυνε να αναπτυχθούν ορισμένοι κλάδοι της μεταποίησης, όπως ήταν η
βιομηχανία ξύλινων κιβωτίων και του οινοπνεύματος. Το μεγαλύτερο
επίτευγμα για τη βιομηχανική ανάπτυξη ήταν το σιδηροδρομικό δίκτυο, στη
συνέχεια ενισχύθηκε και η βιομηχανία των τροφίμων.
Με την ίδρυση
του ελληνικού κράτους, ξεκίνησε η προσπάθεια για τη δημιουργία
πιστωτικού συστήματος και χρηματικών, δανειακών συναλλαγών. Το πρώτο
βήμα έγινε επί Καποδίστρια, που καθιέρωσε ως ελληνικό νόμισμα το φοίνικα
έναντι του τουρκικού, που ήταν το γρόσι. Το 1841 ιδρύθηκε η ΕΤΕ, που
λειτουργούσε ως Τράπεζα της Ελλάδας, αν και εμπορική, γιατί είχε το
προνόμιο της έκδοσης χαρτονομίσματος.
Η ίδρυση της ΕΤΕ απέβλεπε να
μειώσει έως και να εμποδίσει την τοκογλυφία, βεβαίως προς όφελος των
επιχειρηματιών. Αρχικά το τραπεζικό σύστημα έπαιζε το ρόλο του δανειστή
προς το κράτος, με την έναρξη του 20ού αιώνα ξεχώρισε η εμπορική και
εκδοτική δραστηριότητα και η ΕΤΕ συνδέθηκε με τις βιομηχανικές
επιχειρήσεις, δηλαδή σχηματίστηκε το χρηματιστικό κεφάλαιο.
Αδυναμίες στις εκτιμήσεις του Κόμματος
Το Κόμμα μας δεν μπόρεσε για πολλά χρόνια να εκτιμήσει αντικειμενικά την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού
και να ερμηνεύσει σωστά γιατί το εγχώριο βιομηχανικό κεφάλαιο, τον 19ο
αιώνα, ήταν αδύναμο σε σχέση με το εμπορικό. Υποεκτιμούσε την ανάπτυξη
των καπιταλιστικών σχέσεων, παίρνοντας ως κύριο δείκτη την καθυστερημένη
ανάπτυξη της μεταποιητικής βιομηχανίας, δεν έπαιρνε υπόψη το ρόλο της
ελληνικής ναυτιλίας και της βιομηχανίας των μεταφορών στην ανάπτυξη του
ελληνικού καπιταλισμού. Χρησιμοποιήθηκε μάλιστα και ο λαθεμένος
χαρακτηρισμός της ελληνικής αστικής τάξης ως κομπραδόρικης και υποτελούς
στο ξένο κεφάλαιο.
Οι λόγοι της καθυστέρησης στη βιομηχανική μεταποίηση ήταν οι εξής:
1.
Η μικρή και αδύναμη εσωτερική αγορά λόγω της περιορισμένης έκτασης του
ελληνικού κράτους το 1830, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος εδαφών και νησιών
παρέμεναν σε κατοχή.
2. Η εμβρυακή κατάσταση των αστικών κέντρων
και η μεγάλη έλλειψη βασικών υποδομών, δηλαδή σιδηροδρομικό, οδικό,
χερσαίο. Τα μεγάλα ακόμα και ελληνικά αστικά κέντρα ήταν εκτός τότε
γεωγραφικών ορίων.
3. Από το 1830 έως το 1840 η εμπορευματική παραγωγή ήταν αδύνατη σε σχέση με την παραγωγή για αυτοκατανάλωση.
Οι
αστικές κυβερνήσεις έκαναν προσπάθειες για την εγκατάσταση
μανιφακτούρας με άμεσες επενδύσεις, από τις οποίες υπήρχε δυνατότητα να
προκύψουν βιομηχανικές μονάδες, τελικά έγιναν μόνο 4 εργοστάσια. Επαιξε
ρόλο ότι έλειπε και η μισθωτή εργατική δύναμη, γι' αυτό και έγινε
εισαγωγή ξένων εργατών από την Αλβανία κυρίως για τα έργα της Κωπαΐδας,
επίσης εισαγωγή ειδικευμένων εργατών Ιταλών και Ισπανών.
4. Τροχοπέδη αποτελούσε η αντοχή της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας και της οικιακής βιοτεχνίας.
Μια
άλλη πλευρά που το Κόμμα δεν εκτίμησε σωστά, αποτελεί το ζήτημα του
εξωτερικού δανεισμού, που θεωρήθηκε παράγοντας καθυστέρησης της Ελλάδας.
Ο εξωτερικός δανεισμός για την υποδουλωμένη Ελλάδα, στις συνθήκες της
αστικής απελευθερωτικής επανάστασης, ήταν απολύτως αναγκαίος γιατί δεν
ήταν δυνατόν να δημιουργηθούν με διαφορετικό τρόπο όροι πολεμικής
προετοιμασίας. Βεβαίως, οι όροι του δανεισμού ήταν δυσβάσταχτοι,
χρησιμοποιήθηκαν ως παράγοντας εξωτερικής πίεσης, πράγμα που δεν
αποτελεί ελληνική ιδιοτυπία, είναι γνώρισμα στο πλαίσιο των διεθνών
σχέσεων και συναλλαγών ανάμεσα στα αναπτυσσόμενα ανισόμετρα μεταξύ τους
καπιταλιστικά κράτη.
Το ζήτημα της γης
Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος κληρονόμησε πολύ πιο περίπλοκες σχέσεις στην αγροτική παραγωγή σε σύγκριση με άλλα αστικά κράτη.
Το
οθωμανικό δίκαιο κατοχύρωνε ότι η ιδιοκτησία της γης ανήκε στο Θεό και η
διαχείριση στο σουλτάνο, που προβαλλόταν ως εκπρόσωπος του Θεού στη Γη.
Οι Ελληνες γαιοκτήμονες - εντολοδόχοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
δρούσαν ως φοροεισπράκτορες και ως μηχανισμός συλλογής του αγροτικού
υπερπροϊόντος. Ετσι έπαιρναν ένα μέρος του παρακρατήματος από το
αγροτικό υπερπροϊόν, απέκτησαν χρήματα που τα επένδυσαν όχι στον
εκσυγχρονισμό της αγροτικής παραγωγής, αλλά κυρίως στο εμπόριο.
Εκμεταλλεύονταν σκληρά τους φτωχούς κατοίκους του χωριού
με φεουδαρχικές και μεταβατικές προς τις καπιταλιστικές μισοφεουδαρχικές σχέσεις, χρησιμοποιούσαν και μισθωτή εργασία χωρικών.
Το
νεοσύστατο ελληνικό κράτος εφάρμοσε νέο δίκαιο ιδιοκτησίας γης, που
βασιζόταν στο αντίστοιχο ρωμαϊκό, βυζαντινό. Τα εδάφη που ανήκαν στην
ιδιοκτησία ή τη νομή του οθωμανικού κράτους μετατρέπονταν σε ελληνική
κρατική ιδιοκτησία, που ονομάστηκαν «εθνικές γαίες», στην Πελοπόννησο
και τη δυτική Στερεά Ελλάδα, την Εύβοια και τα νησιά.
Το κράτος
εκμίσθωνε τη γη που ανήκε στις «εθνικές γαίες» στους χωρικούς,
επιβαρύνοντάς τους με φορολογικά βάρη, αρχικά με τη μορφή της δεκάτης,
που διατήρησε και κληρονόμησε από το οθωμανικό καθεστώς, ενώ στη
συνέχεια υποχρέωνε τους χωρικούς να αποδίδουν το 15% της παραγωγής τους
στο κράτος. Η γη που πριν την Επανάσταση ανήκε σε Ελληνες αναγνωρίστηκε
ως ιδιοκτησία τους στο βαθμό που υπήρχαν οθωμανικοί τίτλοι παραχώρησης.
Επίσης, μετατράπηκε σε εκκλησιαστική ιδιοκτησία η γη που ανήκε στην
Ορθόδοξη Εκκλησία, με τη μορφή της κατοχής. Τέλος, το αστικό κράτος
έδειξε ανοχή στην κατάληψη εγκαταλελειμμένων από τους Οθωμανούς κτημάτων
όσο και στην παράνομη κατοχή δημόσιων, κοινοτικών και εκκλησιαστικών
ιδιοκτησιών. Νόμος του 1838 έδινε το δικαίωμα απόκτησης γης σε ιδιώτες
με ανώτατο όμως μέγεθος, ώστε να εμποδίζεται η μεγάλη ιδιοκτησία.
Πολλοί
από τους νέους μεγάλους γαιοκτήμονες, αφού συγκέντρωναν μεγάλες
εκτάσεις γης, την νοίκιαζαν σε αγρότες και τους μεταβίβαζαν το βάρος της
ανυπαρξίας αρδευτικών έργων και άλλων υποδομών. Τους υπόσχονταν ότι
στην πορεία θα γινόταν εκχώρηση γης, σε αντάλλαγμα για την προσωπική
εργασία. Η μη διανομή γης καλλιεργούσε στους ακτήμονες την ελπίδα της
επίλυσης του προβλήματος με απόκτηση τίτλων ιδιοκτησίας και γι' αυτό δεν
υπάρχουν τον 19ο αιώνα αγροτικές κινητοποιήσεις.
Εως το 1880 οι μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις αποτελούσαν μικρό μέρος της παραγωγής,
μόνο το 5%, όμως άλλαξε η σχέση γαιοκτημόνων και κολίγων, καθώς οι
δεύτεροι διώχνονταν από τα σπίτια τους και από τα χωράφια που
καλλιεργούσαν αν δεν συμμορφώνονταν με τις νέες σχέσεις γαιοκτημόνων.
Το αγροτικό ζήτημα μπήκε σε νέα βάση με την προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Αρτας το 1881.
Εγινε τεράστια μεταβίβαση ιδιοκτησιών γης από τους αποχωρούντες
Τούρκους σε Ελληνες χρηματιστές της διασποράς. Στα πεδινά κυριάρχησε η
μεγάλη ιδιοκτησία, που κατ' όνομα όμως παρέμενε τσιφλίκι, στα ορεινά
κυριάρχησε η μικρή ιδιοκτησία. Οι κολίγοι δούλευαν είτε με την
παραχώρηση σε αυτούς του δικαιώματος χρήσης γης και την αντίστοιχη
παράδοση στον ιδιοκτήτη μεγάλου μέρους της παραγωγής, είτε ως μισθωτοί
αγρότες με ετήσια συμβόλαια. Οι κολίγοι είχαν και βοηθούς που
ονομάζονταν παρακεντέδες.
Το Κόμμα δεν μπόρεσε, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, να ερμηνεύσει σωστά
ότι στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι υπήρχε πολύ χαμηλός βαθμός
συγκέντρωσης της γης, πολύ χαμηλό επίπεδο παραγωγικότητας, δεν σήμαινε
ότι δεν είχε προχωρήσει ο αστικός μετασχηματισμός και στην αγροτική
παραγωγή ή ότι η αγροτιά δεν υφίστατο την εκμετάλλευση του κεφαλαίου,
όταν μάλιστα αυτή ήταν στενά δεμένη με μεγάλους και μικρούς αστούς
γαιοκτήμονες που δρούσαν ως καπιταλιστές.
Ο Μαρξ είχε ξεκαθαρίσει
το χαρακτήρα της τσιφλικάδικης οικονομίας. Απέδειξε ότι οι λεγόμενοι
τσιφλικάδες εκμεταλλεύονταν την εργασία ελεύθερων εργατών γης, με το
ονομαζόμενο «μεσακάρικο» σύστημα, σύμφωνα με το οποίο, μοίραζαν ένα
μέρος του προϊόντος στον ενοικιαστή της γης τους. Αυτό συνιστούσε μια
μεταβατική μορφή από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό ως προς τον κολίγο,
ενώ ο γαιοκτήμονας λειτουργούσε ως καπιταλιστής.
Το Κόμμα
εκτιμούσε ότι παραμένουν φεουδαρχικές και μισοφεουδαρχικές σχέσεις και
όταν αυτές είχαν τελείως εξαλειφθεί. Το τσιφλίκι δεν συνιστούσε την
περίοδο που αναφερόμαστε στην Ελλάδα τυπική φεουδαρχική σχέση.
Ανάλογο πρόβλημα εκτίμησης των καπιταλιστικών σχέσεων στην αγροτική
παραγωγή υπήρχε και στις εκτιμήσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της
Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας.
Ο μεγαλοϊδεατικός εθνικισμός της ελληνικής αστικής τάξης
Ανάμεσα
στους πρώτους στόχους της αστικής τάξης, μετά την αναγνώριση
ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, ήταν η απελευθέρωση εδαφών με ελληνικούς
πληθυσμούς, προβάλλοντας μάλιστα το εθνικιστικό σύνθημα ότι υπάρχει
συνέχεια της Ελλάδας από την αρχαιότητα και μέσω του Βυζαντίου. Εδώ
βρίσκεται και η ρίζα του ελληνικού εθνικισμού, που στην πορεία
αποκλήθηκε «Μεγάλη Ιδέα».
Ηδη η Φιλική Εταιρεία το 1814 εκδήλωσε
τάσεις υπέρ της ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σε αντίθεση με
το περιεχόμενο των διακηρύξεων του Ρήγα και του ανώνυμου κειμένου της
Ελληνικής Νομαρχίας (1806), που έδιναν έμφαση στο αστικό κοινωνικό
περιεχόμενο της Επανάστασης.
Τη διακήρυξη του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού πρόβαλε ο Κωλέττης του Γαλλικού κόμματος το 1844.
Συστατικό
της ήταν η διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς, η εθνική ομογενοποίηση,
αξιοποιώντας τις εθνοτικές ή εθνοφυλετικές παραδόσεις. Στα Βαλκάνια,
όμως, υπήρχε μωσαϊκό εθνοτήτων, επομένως η ελληνοποίηση σήμαινε αγνόηση
της εθνικής ταυτότητας. Και ο Οθωνας ήταν επίσης οπαδός της «Μεγάλης
Ιδέας» ταυτισμένος με τις επιδιώξεις της τσαρικής Ρωσίας.
Ο Κωλέττης αναφερόταν στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, την πρώτη ως τη μεγάλη πρωτεύουσα των Ελλήνων.
Τη «Μεγάλη Ιδέα» υποστήριζε και το Αγγλικό κόμμα, με μόνη διαφορά ότι
υποστήριζε ότι πρώτα έπρεπε να ενισχυθεί η ελληνική οικονομία και μετά
να επιδιωχθεί η επέκτασή της ανάλογα και με την πορεία αποσύνθεσης της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο Τρικούπης ήταν υπέρ της οικονομικής ισχυροποίησης πρώτα
και μετά να επιδιωχθεί η επέκταση, αντίθετα ο πολιτικός του
ανταγωνιστής Δεληγιάννης ήταν υπέρ της επέκτασης ως προϋπόθεσης
ισχυροποίησης. Η Αγγλία επιθυμούσε τη διατήρηση των εδαφών της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως μέσο επέκτασής της στη Μέση Ανατολή.
Η
προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Αρτας αύξησε την επιθυμία για την
άμεση πραγματοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας», όμως ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος
και η επονείδιστη ήττα που τον σημάδεψε (1897), έφερε το αντίθετο
αποτέλεσμα, τη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους και κλονισμό του κύρους
του θρόνου.
Στο μεταξύ άρχισε να δυναμώνει η επιρροή της Γερμανίας σε
τμήματα της αστικής τάξης και στο θρόνο, καθώς η γερμανική τράπεζα είχε
φιλόδοξο σχέδιο επενδύσεων στη Βαλκανική, οπότε η «Μεγάλη Ιδέα»
συνδέθηκε με τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α' Παγκόσμιο
ιμπεριαλιστικό Πόλεμο.
Οι διεκδικήσεις της αστικής τάξης
διέπονταν και από ρεαλισμό, με την έννοια ότι ήξερε πως οι στόχοι της
χρειάζονταν την υποστήριξη Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, που ήταν οι
λεγόμενες «προστάτιδες δυνάμεις».
Το γενικό συμπέρασμα για τον ελληνικό καπιταλισμό λίγο πριν την ίδρυση του ΚΚΕ
Η
Ελλάδα στο διάστημα 1864 - 1918 δεν ήταν μονομερώς αγροτική χώρα. Είχαν
αναπτυχτεί οι καπιταλιστικές σχέσεις στη βιομηχανία και στην αγροτική
παραγωγή, είχε ενισχυθεί το αστικό κράτος, ήταν ενταγμένη στους
ενδοκαπιταλιστικούς ανταγωνισμούς. Βεβαίως, η καπιταλιστική ανάπτυξη της
Ελλάδας σφραγίστηκε από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, πράγμα άλλωστε
που ισχύει για κάθε καπιταλιστικό κράτος, επέδρασαν δηλαδή οι δικές της
ιστορικές ιδιαιτερότητες, αλλά και η εποχή, που ήταν εποχή ανάπτυξης
του καπιταλισμού. Τα ιδιαίτερα ελληνικά χαρακτηριστικά και ο διεθνής
ανταγωνισμός, που βασίζονταν κυρίως στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας,
επιδρούσαν στο ποιοι κλάδοι της βιομηχανίας αναπτύσσονταν περισσότερο
από άλλους. Δεν επρόκειτο για ζήτημα υποτέλειας ή υποχώρησης της
ελληνικής αστικής τάξης από τους δικούς της σκοπούς και στόχους. Το
πρόβλημα του εξωτερικού δανεισμού, που απαιτούσε η πολεμική στρατιωτική
δράση, επιδρούσε στην πρόοδο των αστικών εκσυγχρονισμών. Ο δανεισμός, οι
πολεμικές ανάγκες για την ολοκλήρωση της εδαφικής επικράτειας ήταν
παράγοντες που ταυτόχρονα αξιοποιούνταν για εξωτερική πίεση πάνω στην
Ελλάδα. Οι ανισότιμες σχέσεις αλληλεξάρτησης και εξάρτησης δεν ήταν
ελληνική ιδιομορφία, ούτε ήταν ιδιομορφία η προσπάθεια σύνδεσης με τη
συμμαχία πότε της μιας, πότε της άλλης μεγάλης δύναμης.
Η ελληνική
αστική τάξη, αν και διαμορφώθηκε σε μια Ελλάδα με οξυμένα προβλήματα,
δεν υστέρησε σε κοσμοπολιτισμό και εθνικισμό - αλυτρωτισμό, στη διάθεση
να πάρει ενεργό μέρος στον πόλεμο επέκτασης σε νέα εδάφη.