η;
Η προδοσία είναι σύνθετη έννοια, πολύ πιο σύνθετη από ό,τι μπορεί φαίνεται σε μια πρώτη ανάγνωση.
Αυτό το αντιλαμβάνονται καλά πχ όσοι έζησαν την αλλαγή του ΠΑΣΟΚ και το γενόσημο του ΣΥΡΙΖΑ, με την ιστορία να επαναλαμβάνεται αρχικά σα φάρσα και τη δεύτερη φορά σαν τραγωδία. Το ΠΑΣΟΚ εξέφρασε τον στόχο μιας ριζικής αλλαγής και το σύνθημα “ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο” -που στην πορεία έγινε “ΠΑΣΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο”-, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ με τη σειρά του το ευρύ αντιμνημονιακό ρεύμα της περασμένης δεκαετίας. Αμφότεροι στάθηκαν αναμφίβολα ασυνεπείς στα συνθήματα και τις υποσχέσεις τους, όχι όμως και στον στρατηγικό τους στόχο -και αυτή η φαινομενική αναντιστοιχία είναι ένας αρκετά περιεκτικός ορισμός της δημαγωγίας. Δεν πρόδωσαν ποτέ τη βασική τους αποστολή, παρά την έφεραν υποδειγματικά εις πέρας, φροντίζοντας στη διαδρομή να κάψουν κάθε είδους αυταπάτες για τον ρόλο τους -άλλο αν κάποιοι τόσο τις ήθελαν και γαντζώθηκαν πάνω τους “μέχρι τέλους”.
Η σοσιαλδημοκρατία είναι πάντα προδοτική απέναντι στα ταξικά συμφέροντα που υποτίθεται πως εκπροσωπεί και πάντα αμετακίνητα συνεπής σε αυτά που πραγματικά πρεσβεύει. Αλίμονο λοιπόν σε όποιον πάρει στα σοβαρά τους όρκους πίστης της προς τον λαό και νιώσει αναδρομικά εξαπατημένος.
Αν αυτός είναι διαχρονικά ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα μας, και όχι μόνο, στη σοβιετική εκδοχή της -δηλαδή στην περίπτωση του Γκορμπατσόφ και των ομοίων του- υπάρχει ένας κοινός πυρήνας με όσα εκθέσαμε προηγουμένως αλλά και υπαρκτές διαφοροποιήσεις. Οι 50 ελληνικές αποχρώσεις του ΠΑΣΟΚ (παλιό ορθόδοξο, εκσυγχρονιστικό, όλον ΠΑΣΟΚ κτλ) και των επιγόνων του δημαγωγούσαν για να πάρουν ή να κρατήσουν την εξουσία, που σε πλήρη αντίθεση με τη βασική επαγγελία της Αλλαγής, παρέμενε απαράλλαχτα αστική, για αυτό χρειαζόταν διαρκώς να την μακιγιάρουν.
Ο Γκορμπατσόφ, αντιθέτως, δε χρειαζόταν τα δικά του “κομμουνιστοψέματα” (ο όρος νομίζω ανήκει στον Βλαδίμηρο τον “ορθόδοξο”) για να διατηρήσει την εξουσία, αλλά για να την γκρεμίσει ή τουλάχιστον να την μεταλλάξει. Για αυτό μιλούσε για “περισσότερο σοσιαλισμό”, -σαν διαφημιστικό σλόγκαν, πολύ καλύτερο από αυτό της πίτσας Hut- και χρειαζόταν μια διπλή γλώσσα, όπου έπρεπε να σκάψεις πίσω από την κομμουνιστική διάλεκτο, για να διακρίνεις το νόημα και κάποια ψήγματα των πραγματικών στόχων της Περεστρόικα.
Πρόκειται για μια περίτεχνη χρήση της διπλής γλώσσας που έκανε αργότερα κομμουνιστές σαν τον Γερμανό ιστορικό Κουρτ Γκοσβάιλερ να αναρωτιέται μαζί με άλλους: πώς μπόρεσα εγώ, ένας σοβαρός μαρξιστής, να δώσω πίστη σε όλα αυτά τα κούφια λόγια; (Βλέπε περισσότερα στο άρθρο “τα πολλά στρώματα του κρεμμυδιού που λέγεται Γκορμπατσόφ”). Κάτι που συμβαίνει, δυστυχώς, όταν η πίστη είναι τυφλή και όχι έλλογη, συνειδητή, όπως ήταν η πίστη πολλών κομμουνιστών σε όλη τη γη απέναντι στους Σοβιετικούς -κι ας μην είχε καμία σχέση αυτή η στάση με τα “θρησκευτικά δόγματα”, όπως αναμασούν εμμονικά και μονότονα οι πάπες του αντικομμουνισμού.
Η ουσία της Περεστρόικα -δηλαδή της Ανασυγκρότησης- ήταν η διάλυση, δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από ό,τι δήλωνε ως έννοια, στο πλαίσιο αυτής της διπλής γλώσσας. Ο Γκόρμπι έφτασε στο σημείο να κόψει το κλαδί στο οποίο καθόταν και να γίνει ο μοναδικός σύγχρονος ηγέτης που υπέγραψε την κατάργηση της χώρας του και του αξιώματός του. Ίσως να υπολόγιζε πως μπορεί να κρατήσει τον έλεγχο του παιχνιδιού και να διατηρήσει πρωταγωνιστικό ρόλο στη νέα εποχή, χωρίς να υπολογίζει πως το διαλυτικό προτσές που πυροδότησε θα συμπαρέσυρε και τον ίδιο, και πως η Περεστρόικα ως καταλύτης της παλινόρθωσης θα κατέλυε και τη δική του θέση.
Γιατί την προδοσία πολλοί αγάπησαν, αλλά τον προδότη κανείς. Και ο Γκόρμπι είναι ο ορισμός της πολιτικά στυμμένης λεμονόκουπας, που την πέταξαν στο περιθώριο, μόλις εκπλήρωσε την ιστορική του αποστολή -και τώρα τον θυμούνται μόνο σε κάποιες ιστορικές επετείους. Μα αν πέτυχε την αποστολή του, τότε γιατί τον λέμε προδότη;
Πριν μπούμε επί της ουσίας σε αυτό το ερώτημα, ας σημειωθεί παρενθετικά η τραγική ειρωνεία της ιστορίας, που θυμίζει το σχήμα για τον καπιταλισμό στο ρόλο του μάγου που απελευθερώνει πρωτόγνωρες (παραγωγικές) δυνάμεις, αλλά αδυνατεί να τις ελέγξει κι αυτές γυρίζουν μπούμερανγκ, ενάντια στα στενά καλούπια της ιδιωτικής ιδιοκτησίας όπου προσπαθεί να τα κλείσει, αναζητώντας νέες παραγωγικές σχέσεις που να εκφράζουν και να συμβαδίζουν με τον ανεπτυγμένο κοινωνικό τους χαρακτήρα. Το ΚΚΣΕ χρησιμοποίησε, αντιστοίχως, οικονομικούς μοχλούς και έννοιες κατευθείαν από το αστικό οπλοστάσιο -όπως το κέρδος- για να επιλύσει τα υπαρκτά προβλήματα που αντιμετώπιζε, και απελευθέρωσε αντεπαναστατικές δυνάμεις, που όχι απλά δεν μπόρεσε να τις ελέγξει, αλλά από ένα σημείο και έπειτα τις εξέφρασε πολιτικά. Συνεπώς δε στράφηκαν ακριβώς εναντίον του ή μάλλον ενάντια στα ηγετικά στελέχη του και τις επιδιώξεις τους, πέτυχαν όμως το αντίθετο αποτέλεσμα από το θεωρητικά προσδοκώμενο, δηλαδή την ενίσχυση της σοσιαλιστικής οικονομίας-εξουσίας.
Δεν υπάρχει όμως μια έννοια συνειδητής προδοσίας όταν η πλειοψηφία της ηγεσίας και ο ίδιος ο ηγέτης του ΚΚ -δηλαδή της επαναστατικής πρωτοπορίας- ηγείται της παλινόρθωσης και αποδεικνύεται στην καλύτερη περίπτωση ένας τυπικός σοσιαλδημοκράτης, δηλαδή προδότης της εργατικής τάξης και του κομμουνιστικού κινήματος;
Αυτό το αντιλαμβάνονται καλά πχ όσοι έζησαν την αλλαγή του ΠΑΣΟΚ και το γενόσημο του ΣΥΡΙΖΑ, με την ιστορία να επαναλαμβάνεται αρχικά σα φάρσα και τη δεύτερη φορά σαν τραγωδία. Το ΠΑΣΟΚ εξέφρασε τον στόχο μιας ριζικής αλλαγής και το σύνθημα “ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο” -που στην πορεία έγινε “ΠΑΣΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο”-, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ με τη σειρά του το ευρύ αντιμνημονιακό ρεύμα της περασμένης δεκαετίας. Αμφότεροι στάθηκαν αναμφίβολα ασυνεπείς στα συνθήματα και τις υποσχέσεις τους, όχι όμως και στον στρατηγικό τους στόχο -και αυτή η φαινομενική αναντιστοιχία είναι ένας αρκετά περιεκτικός ορισμός της δημαγωγίας. Δεν πρόδωσαν ποτέ τη βασική τους αποστολή, παρά την έφεραν υποδειγματικά εις πέρας, φροντίζοντας στη διαδρομή να κάψουν κάθε είδους αυταπάτες για τον ρόλο τους -άλλο αν κάποιοι τόσο τις ήθελαν και γαντζώθηκαν πάνω τους “μέχρι τέλους”.
Η σοσιαλδημοκρατία είναι πάντα προδοτική απέναντι στα ταξικά συμφέροντα που υποτίθεται πως εκπροσωπεί και πάντα αμετακίνητα συνεπής σε αυτά που πραγματικά πρεσβεύει. Αλίμονο λοιπόν σε όποιον πάρει στα σοβαρά τους όρκους πίστης της προς τον λαό και νιώσει αναδρομικά εξαπατημένος.
Αν αυτός είναι διαχρονικά ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα μας, και όχι μόνο, στη σοβιετική εκδοχή της -δηλαδή στην περίπτωση του Γκορμπατσόφ και των ομοίων του- υπάρχει ένας κοινός πυρήνας με όσα εκθέσαμε προηγουμένως αλλά και υπαρκτές διαφοροποιήσεις. Οι 50 ελληνικές αποχρώσεις του ΠΑΣΟΚ (παλιό ορθόδοξο, εκσυγχρονιστικό, όλον ΠΑΣΟΚ κτλ) και των επιγόνων του δημαγωγούσαν για να πάρουν ή να κρατήσουν την εξουσία, που σε πλήρη αντίθεση με τη βασική επαγγελία της Αλλαγής, παρέμενε απαράλλαχτα αστική, για αυτό χρειαζόταν διαρκώς να την μακιγιάρουν.
Ο Γκορμπατσόφ, αντιθέτως, δε χρειαζόταν τα δικά του “κομμουνιστοψέματα” (ο όρος νομίζω ανήκει στον Βλαδίμηρο τον “ορθόδοξο”) για να διατηρήσει την εξουσία, αλλά για να την γκρεμίσει ή τουλάχιστον να την μεταλλάξει. Για αυτό μιλούσε για “περισσότερο σοσιαλισμό”, -σαν διαφημιστικό σλόγκαν, πολύ καλύτερο από αυτό της πίτσας Hut- και χρειαζόταν μια διπλή γλώσσα, όπου έπρεπε να σκάψεις πίσω από την κομμουνιστική διάλεκτο, για να διακρίνεις το νόημα και κάποια ψήγματα των πραγματικών στόχων της Περεστρόικα.
Πρόκειται για μια περίτεχνη χρήση της διπλής γλώσσας που έκανε αργότερα κομμουνιστές σαν τον Γερμανό ιστορικό Κουρτ Γκοσβάιλερ να αναρωτιέται μαζί με άλλους: πώς μπόρεσα εγώ, ένας σοβαρός μαρξιστής, να δώσω πίστη σε όλα αυτά τα κούφια λόγια; (Βλέπε περισσότερα στο άρθρο “τα πολλά στρώματα του κρεμμυδιού που λέγεται Γκορμπατσόφ”). Κάτι που συμβαίνει, δυστυχώς, όταν η πίστη είναι τυφλή και όχι έλλογη, συνειδητή, όπως ήταν η πίστη πολλών κομμουνιστών σε όλη τη γη απέναντι στους Σοβιετικούς -κι ας μην είχε καμία σχέση αυτή η στάση με τα “θρησκευτικά δόγματα”, όπως αναμασούν εμμονικά και μονότονα οι πάπες του αντικομμουνισμού.
Η ουσία της Περεστρόικα -δηλαδή της Ανασυγκρότησης- ήταν η διάλυση, δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από ό,τι δήλωνε ως έννοια, στο πλαίσιο αυτής της διπλής γλώσσας. Ο Γκόρμπι έφτασε στο σημείο να κόψει το κλαδί στο οποίο καθόταν και να γίνει ο μοναδικός σύγχρονος ηγέτης που υπέγραψε την κατάργηση της χώρας του και του αξιώματός του. Ίσως να υπολόγιζε πως μπορεί να κρατήσει τον έλεγχο του παιχνιδιού και να διατηρήσει πρωταγωνιστικό ρόλο στη νέα εποχή, χωρίς να υπολογίζει πως το διαλυτικό προτσές που πυροδότησε θα συμπαρέσυρε και τον ίδιο, και πως η Περεστρόικα ως καταλύτης της παλινόρθωσης θα κατέλυε και τη δική του θέση.
Γιατί την προδοσία πολλοί αγάπησαν, αλλά τον προδότη κανείς. Και ο Γκόρμπι είναι ο ορισμός της πολιτικά στυμμένης λεμονόκουπας, που την πέταξαν στο περιθώριο, μόλις εκπλήρωσε την ιστορική του αποστολή -και τώρα τον θυμούνται μόνο σε κάποιες ιστορικές επετείους. Μα αν πέτυχε την αποστολή του, τότε γιατί τον λέμε προδότη;
Πριν μπούμε επί της ουσίας σε αυτό το ερώτημα, ας σημειωθεί παρενθετικά η τραγική ειρωνεία της ιστορίας, που θυμίζει το σχήμα για τον καπιταλισμό στο ρόλο του μάγου που απελευθερώνει πρωτόγνωρες (παραγωγικές) δυνάμεις, αλλά αδυνατεί να τις ελέγξει κι αυτές γυρίζουν μπούμερανγκ, ενάντια στα στενά καλούπια της ιδιωτικής ιδιοκτησίας όπου προσπαθεί να τα κλείσει, αναζητώντας νέες παραγωγικές σχέσεις που να εκφράζουν και να συμβαδίζουν με τον ανεπτυγμένο κοινωνικό τους χαρακτήρα. Το ΚΚΣΕ χρησιμοποίησε, αντιστοίχως, οικονομικούς μοχλούς και έννοιες κατευθείαν από το αστικό οπλοστάσιο -όπως το κέρδος- για να επιλύσει τα υπαρκτά προβλήματα που αντιμετώπιζε, και απελευθέρωσε αντεπαναστατικές δυνάμεις, που όχι απλά δεν μπόρεσε να τις ελέγξει, αλλά από ένα σημείο και έπειτα τις εξέφρασε πολιτικά. Συνεπώς δε στράφηκαν ακριβώς εναντίον του ή μάλλον ενάντια στα ηγετικά στελέχη του και τις επιδιώξεις τους, πέτυχαν όμως το αντίθετο αποτέλεσμα από το θεωρητικά προσδοκώμενο, δηλαδή την ενίσχυση της σοσιαλιστικής οικονομίας-εξουσίας.
Δεν υπάρχει όμως μια έννοια συνειδητής προδοσίας όταν η πλειοψηφία της ηγεσίας και ο ίδιος ο ηγέτης του ΚΚ -δηλαδή της επαναστατικής πρωτοπορίας- ηγείται της παλινόρθωσης και αποδεικνύεται στην καλύτερη περίπτωση ένας τυπικός σοσιαλδημοκράτης, δηλαδή προδότης της εργατικής τάξης και του κομμουνιστικού κινήματος;