«Η Οκτωβριανή Επανάσταση μου άλλαξε ριζικά τη ζωή, και εάν είμαι όντως ένας σοβαρός καλλιτέχνης αυτό το οφείλω στο σοβιετικό λαό. Σε αυτόν το λαό έχω αφιερώσει όλη τη ζωή μου και το δημιουργικό μου έργο».
Γεννήθηκε το 1903 και πέθανε την 1η Μαΐου 1978. Ξεκίνησε τις σπουδές στη μουσική σε ηλικία 19 ετών στη μουσική τεχνική σχολή Γκνέσιν. Το 1934 αποφοίτησε από το Ωδείο της Μόσχας, στην τάξη της σύνθεσης του σπουδαίου μουσικού παιδαγωγού Νικολάι Γιακόβλεβιτς Μιασκόβσκι. Από το ωδείο ακόμα συνέθεσε έργα που τραβούν την προσοχή του κοινού, όπως το τραγούδι – ποίημα για βιολί και πιάνο (1929) η τοκκάτα για πιάνο (1932) και το τρίο για πιάνο, βιολί και κλαρινέτο (1932).
Η μουσική του Χατσατουριάν, που ήταν έντονα διαποτισμένη από την αρμένικη και ρώσικη λαϊκή μουσική παράδοση, καλύπτει ένα ευρύ φάσμα μουσικών έργων: κονσέρτα για βιολί, πιάνο και τσέλο, μουσική δωματίου, μουσική για μπαλέτο, συμφωνίες, μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο.
Μεγάλη επιτυχία γνώρισε η 1η Συμφωνία (1934) και τα κονσέρτα με ορχήστρα για πιάνο (1936) και για βιολί (1940). Στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Α. Χατσατουριάν συνέθεσε τη 2η Συμφωνία που είναι αφιερωμένη στον αγώνα του Σοβιετικού λαού ενάντια στην ναζιστική εισβολή. Την ίδια περίοδο επεξεργάστηκε εκ νέου το μπαλέτο Γκαγιανέ, που αφορούσε την προσπάθεια οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Το 1944 συνέθεσε τον κρατικό ύμνο της Σοβιετικής Δημοκρατίας της Αρμενίας. Το 1947 συνέθεσε το ποίημα Mια ωδή για τα 30χρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης με ένα μόνο μέρος για μεγάλη συμφωνική ορχήστρα, αρμόνιο και 15 συμπληρωματικά πνευστά. Το 1954 ολοκλήρωσε το διάσημο μπαλέτο του Σπάρτακος.
Από το 1950 έδωσε πολλές συναυλίες στην ΕΣΣΔ και το εξωτερικό ως διευθυντής ορχήστρας και δίδαξε σύνθεση στο Ωδείο της Μόσχας.
Ο Α. Χατσατουριάν ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΕΣΣΔ από το 1943, Γραμματέας της Ένωσης Σοβιετικών Συνθετών από το 1957 έως το θάνατό του και την περίοδο 1958 – 1962 βουλευτής του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ.
Για την προσφορά του στη μουσική τιμήθηκε με μια σειρά μετάλλια και βραβεία, όπως το «Βραβείο Λένιν» (1959) το «Κρατικό Βραβείο της ΕΣΣΔ» (1941, 1943, 1946, 1950, 1971) και το «Κρατικό Βραβείο της ΣΣΔ Αρμενίας» (1965).
Του είχαν απονεμηθεί οι τιμητικοί τίτλοι του «Καλλιτέχνη του Λαού της ΕΣΣΔ» και του «Ήρωα της Σοσιαλιστικής Εργασίας» ενώ ήταν και επίτιμο μέλος πολλών ακαδημιών εκτός της ΕΣΣΔ.
Είχε βραβευτεί με το παράσημο «Λένιν», το παράσημο της «Κόκκινης Σημαίας Εργασίας» και το παράσημο της «Οκτωβριανής Επανάστασης».
Βαλς από την μουσική για το έργο «Μεταμφίεση»
Το 1941 ο Χατσατουριάν έγραψε μουσική για το θεατρικό έργο «Μεταμφίεση», βασισμένο στο ομώνυμο έργο του Μιχαήλ Λέρμοντοφ. Η υπόθεση, που αφορά τη ζωή και τα καπρίτσια ενός αστού στις αρχές του 19ου αιώνα, αποτελεί μια κριτική στα στοιχεία παρακμής της αστικής τάξης. Σκηνοθέτης του έργου ήταν ο Ρούμπεν Σιμόνοφ και η πρεμιέρα του έγινε στο θέατρο Βαχτάνγκοφ στη Μόσχα, στις 21 Ιούνη 1941. Ήταν το τελευταίο έργο που ανέβηκε στο συγκεκριμένο θέατρο πριν την εισβολή της ναζιστικής Γερμανίας στην ΕΣΣΔ.
Τρία χρόνια αργότερα, το 1944, ο Χατσατουριάν επεξεργάστηκε πέντε μουσικά μέρη (Βαλς, Νοκτούρνα, Μαζούρκα, Ρομάντζα, Γκάλοπ) δημιουργώντας μια συμφωνική σουίτα βασισμένη στη μουσική για τη «Μεταμφίεση».
Το Βαλς της σουίτας είναι ένα από τα πιο δημοφιλή και αγαπημένα στο μουσικό κοινό έργα του Χατσατουριάν. Η σύνθεση του Βαλς δεν ήταν κάτι εύκολο, καθώς όπως εξηγούσε ο ίδιος ο συνθέτης, η μουσική του θα έπρεπε να αντιστοιχεί στα λόγια της ηρωίδας του έργου: «Ω, τι ωραίο που είναι το νέο βαλς! Κάτι ανάμεσα σε λύπη και χαρά άγγιξε την καρδιά μου!». Ο συνθέτης χρειάστηκε να επεξεργαστεί αρκετά θέματα, να αναπλάσει αρκετές φορές το μουσικό υλικό του και να ανατρέξει στη μελέτη μουσικής των αρχών του 19ου αιώνα για να μπορέσει να αποδώσει το κλίμα της σκηνής. Έγραφε ο ίδιος:
«Μια μέρα καθώς έδινα συναυλία άκουσα ξαφνικά στο μυαλό μου ένα θέμα που έγινε το δεύτερο θέμα του μελλοντικού μου βαλς. Αμφιβάλω αν μπορώ να εξηγήσω πως μου ήρθε. Αλλά είμαι σίγουρος, ότι αν δεν ήταν η επίμονη έρευνα των προηγούμενων εβδομάδων δεν θα μπορούσε να υπάρξει τέτοια ανακάλυψη. Το θέμα αυτό ήταν σαν ένας μαγικός κρίκος που μου επέτρεψε να κατασκευάσω όλη την αλυσίδα. Το υπόλοιπο βαλς γράφτηκε με ευκολία, χωρίς να παρουσιάσει κανένα πρόβλημα».
Το αποτέλεσμα ήταν ένα από τα πιο όμορφα έργα μουσικής, που οι μελωδίες του κινούνται πραγματικά ανάμεσα στη λύπη και τη χαρά, έχοντας πάντα τη φρεσκάδα μιας νέας για την εποχή της σύνθεσης.
Ο χορός των Σπαθιών
«Ο χορός των Σπαθιών» είναι το πιο γνωστό έργο του Χατσατουριάν, που εντυπωσιάζει με τον εκρηκτικό ρυθμό και τα ξέφρενα μοτίβα του. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι ένα έργο με πολλές ηχογραφήσεις από μεγάλες ορχήστρες σε όλο τον κόσμο και αναρίθμητες εκτελέσεις σε συναυλίες.

«Ο χορός των Σπαθιών» είναι μέρος από το φινάλε του μπαλέτου Γκιαγιανέ, που γράφτηκε το 1941 – 1942 στην πόλη Περμ, όπου είχε μεταφερθεί η έδρα των μπαλέτων Κίροφ εξαιτίας τις ναζιστικής εισβολής στην ΕΣΣΔ. Η πρεμιέρα του έγινε στο μικρό κρατικό θέατρο της πόλης. Σε πείσμα των δυσκολιών που είχε αυτό το εγχείρημα, το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: παρά τον πόλεμο και την ναζιστική εισβολή ο αγώνας για τη ζωή συνεχίζεται.
Το μπαλέτο εξιστορεί τη ζωή σε ένα κολχόζ της Αρμενίας. Η υπόθεση αφορά την προσπάθεια των μελών του κολχόζ να αποτρέψουν μια σειρά κλοπές και δολιοφθορές στην αγροτική παραγωγή, κάτι που καταφέρνουν τελικά με τη βοήθεια του Κόκκινου Στρατού.
Στο φινάλε η ιστορία αγάπης με άξονα την οποία εξελίσσεται η παραπάνω υπόθεση, καταλήγει σε έναν παραδοσιακό γάμο της Αρμενίας, κατά τη διάρκεια του οποίου υπό τους ήχους του λαϊκού – παραδοσιακού χορού των σπαθιών γίνεται επίδειξη των ικανοτήτων των μαχητών.
Το συγκεκριμένο μπαλέτο του Χατσατουριάν συνδύαζε για πρώτη φορά τις τεχνικές του κλασικού μπαλέτου με την κίνηση και τους χορούς από την λαϊκή παράδοση των λαών της ΕΣΣΔ.
Ειδικά για το «Χορό των Σπαθιών» έγραφε ο Χατσατουριάν:
«Ο Χορός των σπαθιών ήρθε στη ζωή με έναν σχεδόν τυχαίο τρόπο. Μια μέρα καθώς οι πρόβες για το μπαλέτο ήταν σε εξέλιξη, με κάλεσε ο σκηνοθέτης στο θέατρο και μου είπε ότι θα ήθελε να έχει ακόμη έναν χορό στην τελευταία πράξη.
Θεωρούσα το μπαλέτο ολοκληρωμένο και αρνήθηκα προσθέσω κάτι επιπλέον στη μουσική.
Επιστρέφοντας σπίτι κάθισα στο πιάνο και σκεφτόμουν τι είδους χορός θα ήταν κατάλληλος. Το φαντάστηκα σαν ένα γρήγορο και πολεμικό χορό. Ξεκίνησα να το γράφω στις τρεις το μεσημέρι και μέχρι τις δυο τη νύχτα τον είχα ολοκληρώσει. Την άλλη μέρα στις έντεκα το πρωί η ορχήστρα ήδη έκανε πρόβα το ‘Χορό των Σπαθιών’ και μέχρι το βράδυ είχε γίνει και η χορογραφία». («Αράμ Χατσατουριάν: Άρθρα και Αναμνήσεις», εκδ. Σοβιετικός Συνθέτης 1980.)