31 Δεκ 2011

Το 2012 να δυναμώσει η λαϊκή συμμαχία και αντεπίθεση




Το ΚΚΕ γνωρίζει πολύ καλά πόσο σκληρά δοκιμάζεται η εργατική λαϊκή οικογένεια, όμως δεν μπορεί να της δώσει λόγια παρηγόριας και ελπίδες για εύκολες λύσεις, γιατί τέτοιες δεν υπάρχουν και μπροστά της βρίσκονται ακόμα σκληρότερες δοκιμασίες και μάχες. Το 2012 θα κριθούν πολλά. `Η η εργατική τάξη μαζί με τα φτωχά λαϊκά στρώματα θα αντεπιτεθούν με την οργάνωση, τη συμμαχία τους, στα κόμματα, στους μηχανισμούς που υπηρετούν τα μονοπώλια και τον καπιταλισμό, σφραγίζοντας τις εξελίξεις ή αυτοί θα γυρίσουν το λαό πολλές δεκαετίες πίσω.
Η λύση υπέρ του λαού απαιτεί ριζικές ανατροπές στην οικονομία και στο κράτος. Ανάπτυξη που να υπηρετεί τις δικές του ανάγκες και να αξιοποιεί όλες τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας μπορεί να υπάρξει μόνο με κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων και αποδέσμευση της χώρας από την ΕΕ και όλους τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς με εργατική λαϊκή εξουσία. Αυτή τη μόνη φιλολαϊκή διέξοδο μπορεί να τη διαμορφώσει ο ίδιος ο λαός με πρωταγωνιστική δύναμη την εργατική τάξη.
Το ΚΚΕ απευθύνεται σε κάθε εργάτρια, εργάτη, μισθωτό, στις γυναίκες και στα παιδιά της εργατικής οικογένειας. Η τάξη μας, η εργατική τάξη, είναι πανίσχυρη κοινωνική δύναμη που, αν εμπιστευθεί τη δύναμή της, οργανωθεί, ισχυροποιήσει το κόμμα της, το ΚΚΕ, τότε μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στη συγκρότηση της μεγάλης ελπιδοφόρας λαϊκής συμμαχίας και να ηγηθεί της αντεπίθεσης για την εργατική λαϊκή εξουσία. Σ' αυτό το δρόμο μπορεί και να παρεμποδίσει και να έχει νίκες στον άγριο πόλεμο που έχουν εξαπολύσει στη ζωή και στα δικαιώματα. Κάτω η κυβέρνηση του μαύρου μετώπου των αστικών κομμάτων.
Το 2012 πρέπει να γίνει χρονιά που τα εργατικά λαϊκά στρώματα θα εγκαταλείψουν μαζικά και αποφασιστικά τα κόμματα και τα ιδεολογήματα των κομμάτων που υπερασπίζονται τον καπιταλισμό και την ΕΕ. Οι εργαζόμενοι, τα φτωχά λαϊκά στρώματα που έως τώρα στήριζαν ή ανέχονταν το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, έχουν χρέος να συμπορευτούν με το ΚΚΕ, για να ισχυροποιηθεί η εργατική λαϊκή πάλη, η αλληλεγγύη, η αντεπίθεση.
Η κρίση, η χρεοκοπία, η φτώχεια, η ανεργία, ο κίνδυνος ενός γενικευμένου πολέμου είναι προϊόντα του εκμεταλλευτικού συστήματος που πεθαίνει. Δεν είναι προσωρινά. Η ΕΕ αποδείχτηκε μια καπιταλιστική λυκοσυμμαχία άκρως επιθετική και επικίνδυνη για τους λαούς που στο εσωτερικό της βασιλεύει η ανισομετρία, οι ανταγωνισμοί, η κρίση. Οποια κι αν είναι η εξέλιξή της μόνο πιο αντιδραστική μπορεί να γίνει. Ο καπιταλισμός, τα μονοπώλια δεν μπορούν να γίνουν ανθρώπινα. Ο σοσιαλισμός αποδεικνύεται επίκαιρος όσο ποτέ.

Υπόσχεται καπιταλισμό με ... «χαλινάρι»



ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ
Υπόσχεται καπιταλισμό με ... «χαλινάρι»
Το «κάρο μπροστά απ' το άλογο», όπως προ ολίγου καιρού ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει τη «χρεολογία», έβαλε ο επικεφαλής του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ Α. Τσίπρας χτες, σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε, η οποία αναλώθηκε στην «κρίση χρέους» και σε προτάσεις αντιμετώπισης, προς όφελος του κεφαλαίου, ενός συμπτώματος μιας βαθιάς και γενικευμένης καπιταλιστικής κρίσης.
Ο Αλ. Τσίπρας βρήκε τις ηγεσίες της ΕΕ «πολύ κατώτερες των περιστάσεων» και την ελληνική κυβέρνηση δίχως «θέσεις και διαπραγματευτική στρατηγική» και μάλιστα «με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα»! Συνεπώς, είπε, «δεν μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι για λύση ουσιαστική για τη χώρα, για το λαό (...) γιατί σήμερα στην Ευρώπη κυριαρχεί η αντίληψη του κατευνασμού των αγορών»! Πρόκειται για φαιδρότητες, αφού στο πλαίσιο της ΕΕ κάθε κυβέρνηση διαπραγματεύεται για τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης της χώρας της και όλες μαζί προασπίζουν τα συμφέροντα του ευρωενωσιακού κεφαλαίου, με ενιαία επίθεση στους λαούς. Επιπλέον, ο Αλ. Τσίπρας δήλωσε ότι αν δε βρεθεί λύση στη Σύνοδο Κορυφής τότε υπάρχει κίνδυνος «κραχ», «αργεντινοποίησης» της χώρας.
Η δυσκολία διαχείρισης της κρίσης ερμηνεύτηκε απ' τον Αλ. Τσίπρα σαν «εγκλωβισμός στο αδιέξοδο νεοφιλελεύθερο μοντέλο οργάνωσης της οικονομίας» και αντέτεινε «επιλογές ακύρωσης και παράκαμψης των αγορών και όχι κατευνασμού τους»!! Σαν τέτοιες, μάλιστα, αράδιασε προτάσεις του ευρωοπορτουνισμού για διαχείριση του χρέους όπως διαγραφή ενός μέρους του, βελτίωση του χρόνου αποπληρωμής και των επιτοκίων για το υπόλοιπο, απευθείας δανεισμός απ' την ΕΚΤ, μεταφορά μέρους του χρέους στην ΕΚΤ, έκδοση ευρωομολόγου και ένα νέο σχέδιο Μάρσαλ για τις χώρες της περιφέρειας.
Πρόκειται για προτάσεις που ούτως ή άλλως συζητιούνται στους κόλπους τμημάτων του κεφαλαίου, ρύθμισης των χρεών για να ανοίξει η κάνουλα νέων δανείων που θα καταλήξουν στις «τσέπες» του. «Κατευνάζοντας» ο ίδιος το κεφάλαιο διευκρίνισε ότι «η αθέτηση πληρωμών δεν είναι επιθυμία μας», αλλά, όπως είπε, αν η κυβέρνηση έστελνε αυτό το «στοιχειώδες μήνυμα», τότε «δεν θα είχαμε υποστεί ούτε το πρώτο Μνημόνιο ούτε το δεύτερο Μνημόνιο και δεν θα είχαμε πετσοκόψει τους μισθούς και τις συντάξεις»! Σιγοντάροντας την κυρίαρχη προπαγάνδα που παρουσιάζει το «μνημόνιο» σαν αναγκαίο για τη μείωση του χρέους.
Ακόμα, πρότεινε «αναθεώρηση όλων των συνθηκών που εδραιώνουν το νεοφιλελευθερισμό στην Ευρώπη», αποσιωπώντας ότι οι ευρωενωσιακές συνθήκες ανταποκρίνονται στις ανάγκες του κεφαλαίου και προκρίνουν τη μορφή διαχείρισης που τις υπηρετεί καλύτερα. Απογειώνοντας τις αυταπάτες πρόσθεσε «το αν η ΕΚΤ θα λειτουργεί μονάχα προς όφελος των μεγάλων τραπεζικών ομίλων ή θα αλλάξει πολιτική (...) είναι λύσεις οι οποίες αν αποφασιστούν ανοίγουν άλλες προοπτικές και άλλους δρόμους» και αποσπώντας σκόπιμα την πολιτική απ' την οικονομία συμπλήρωσε ότι «η αιτία του προβλήματος σήμερα είναι ότι οι αγορές είναι ανεξέλεγκτες, οι αγορές είναι πάνω από την πολιτική».
Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα την επιζήμια λογική ότι σε μια ταξικά διαιρεμένη κοινωνία, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι μπορούν να λειτουργήσουν σαν συνεταιράκια, ισχυρίστηκε «δεν αρκούν οι αποφάσεις να ληφθούν σε μια Σύνοδο Κορυφής αλλά πρέπει να στηριχθούν από τους αγώνες των λαών και τα κινήματα». Προς τούτο «μετατόπισε» τη διαχωριστική γραμμή που υπάρχει σήμερα ανάμεσα στα μονοπώλια και τους λαούς και ισχυρίστηκε ότι αυτή χαράσσεται ανάμεσα στην «ανοχή, υποταγή στην κυρίαρχη λογική που θέτει η τρόικα, το ΔΝΤ» και στην «αντίληψη ότι μπορούμε να βρούμε διέξοδο».
Πάνω σ' αυτήν την επίπλαστη διαχωριστική γραμμή ζήτησε και να οικοδομηθεί η συμμαχία της «αριστεράς», ομολογώντας ότι ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ την επιδιώκει για να πάρει μέρος στο «κάστινγκ» της άρχουσας τάξης για την επόμενη φουρνιά πολιτικών της εκπροσώπων, στο πλαίσιο και των διεργασιών αναμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού. Είπε ο Αλ. Τσίπρας: «Αν δείτε όλες τις δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών μαρτυρούν ότι ο δικομματισμός καταρρέει και ότι αν η αριστερά σήμερα μπορούσε να βρει σημεία κοινού βηματισμού θα ήταν πρώτη δύναμη (...) να κυβερνήσει τη χώρα με μοναδικό σκοπό να μας βγάλει από το Μνημόνιο της χρεοκοπίας»!
Πρόσθεσε ότι η «πλατιά συμμαχία (...) θα εκφράζει πρωτίστως κοινωνικές ανάγκες και θα (...) είναι ενάντια και σε άλλα συμφέροντα όπως των τραπεζιτών, του μεγάλου κεφαλαίου». Το πώς εννοεί ο οπορτουνισμός την εναντίωση με το κεφάλαιο προκύπτει αβίαστα απ' το γεγονός ότι ποτέ και πουθενά δεν αμφισβητεί τα «θεμέλια» της εξουσίας του, την ιδιοκτησία του στα μέσα παραγωγής που του επιτρέπει να καρπώνεται τον κοινωνικά παραγόμενο πλούτο.
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ


Προτάσεις και στρατηγική στα μέτρα του συστήματος


ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ

Παπαγεωργίου Βασίλης
Την πρόταση για έναν «νέο συνασπισμό εξουσίας» με«καταλύτη τις δυνάμεις της αριστεράς», αναμασά το τελευταίο διάστημα η ηγεσία του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, σαν την ενδεδειγμένη απάντηση στη δυσβάσταχτη για το λαό πραγματικότητα που διαμορφώνει η καπιταλιστική κρίση. Ο Αλ. Τσίπρας σε συνέντευξή του την περασμένη Δευτέρα υπερασπίστηκε τη δυνατότητα «οι εκλογές να δώσουν λύση (...) μια ριζική αλλαγή των συσχετισμών, για μια βουλή, η οποία δεν θα εγκρίνει με 150 ή με 180, αλλά θα απορρίψει αυτό το πακέτο των μέτρων».
Ο οπορτουνισμός δεν παραιτήθηκε ποτέ απ' την - χρεοκοπημένη στη ζωή - ιδέα της κεντροαριστεράς, που βρίσκεται στον πυρήνα και της «νέας» του πρότασης. Ετσι πιστεύει ότι θα πραγματωθεί η στρατηγική του στόχευση, που είναι η διαχείριση του συστήματος. Πριν λίγες μέρες ο Αλ. Τσίπρας δήλωνε: «Ο ΣΥΡΙΖΑ (...) είναι η μόνη κοινοβουλευτική δύναμη σήμερα που μπορεί, εξαιτίας του ότι έχει προτάσεις, το ότι είναι γειτονικός χώρος με το ΠΑΣΟΚ ας το πούμε έτσι, να γίνει υποδοχέας της οργής των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ».
Το ίδιο προσδοκούσε ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ απ' το πείραμα Μητρόπουλου για την Περιφέρεια Αττικής, τη «συνάντηση της αριστεράς με τον σοσιαλιστικό χώρο»... «Δεν επιλέξαμε τη μεταγραφή ενός τηλεοπτικού σταρ, επιλέξαμε να ενθαρρύνουμε διεργασίες σοβαρές μέσα στο ΠΑΣΟΚ», δήλωνε τότε ο πρόεδρος του ΣΥΝ, καλλιεργώντας αυταπάτες για ένα δήθεν «καλό» ΠΑΣΟΚ, που δυσανασχετεί για το πρόγραμμα και την πολιτική πρόταση με την οποία πολιτεύτηκε ή εκλέχτηκε στη Βουλή.
Ο οπορτουνισμός, έχοντας πλήρη συνείδηση της γειτνίασής του με τη σοσιαλδημοκρατία, «χαϊδεύει» τα «αυτιά» ενός τμήματος του ΠΑΣΟΚ, και όχι μόνο, που αν και δυσαρεστημένο απ' την κυβερνητική πολιτική, δεν είναι πεισμένο για την ανάγκη ρήξης με την εξουσία που αυτή η πολιτική εκφράζει. Καθησυχάζει τους φόβους του και εκμεταλλεύεται την αδημονία του για εύκολες, γρήγορες λύσεις, χωρίς θυσίες.
Διατυπώνει αιτήματα όπως «να φύγει τώρα η κυβέρνηση» και δεν τσιγκουνεύεται φρούδες υποσχέσεις ότι μια άλλη, πιο αποφασισμένη, ικανή δήθεν να διαπραγματευτεί, θα επιβάλει λύσεις προς όφελος του λαού. Μια κυβέρνηση που θα χωράει ΠΑΣΟΚους τύπου Μητρόπουλου και κάθε λογής οπορτουνιστές, αντίθετους στο μνημόνιο, αλλά υπέρ της ΕΕ και φυσικά της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, που ούτε στα λόγια δε θίγουν.
Ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφορές τους, όλες οι πολιτικές δυνάμεις που συνωστίζονται στο χώρο του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ καλλιεργούν την αυταπάτη μιας δήθεν φιλολαϊκής σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης του καπιταλισμού, παραγνωρίζοντας συνειδητά ότι το κεφάλαιο και τα κόμματά του δεν έχουν σήμερα το παραμικρό περιθώριο να ελιχθούν με ψευτοπαροχές και κεϋνσιανής έμπνευσης μέτρα.
Τις ψευδαισθήσεις που πλασάρουν στο λαό τις διέλυσε η ίδια η ζωή, π.χ. στην Ιταλία. Εκεί μια διακυβέρνηση σαν αυτή που οραματίζεται ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, στο όνομα των «εύκολων λύσεων» και του «εφικτού», διατήρησε όλους τους νόμους που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι. Υποσχέθηκε ότι θα αποσύρει τον ιταλικό στρατό από το Αφγανιστάν, αλλά τον διατήρησε εκεί. Αύξησε κατά δύο χρόνια τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης και μείωσε τις συντάξεις. Τάχθηκε υπέρ της «ευρωσυνθήκης», δηλαδή υπέρ της παραπέρα θωράκισης του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Βομβάρδισε τη Γιουγκοσλαβία. Τα ίδια πάνω - κάτω και στη Γαλλία. Γιατί στον καπιταλισμό μόνο «εφικτό» και «ρεαλιστικό» είναι ό,τι συνάδει με τα συμφέροντά του.
Και να σημειωθεί ότι αυτά γίνονταν πριν από το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης. Ηταν η περίοδος που η καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα έτρεχε με ρυθμούς 4% και πάνω, αλλά παρ' όλα αυτά οι εργατοπατέρες της ΓΣΕΕ υπέγραφαν με τον ΣΕΒ αύξηση 77 λεπτά στο μεροκάματο, ενώ ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ κατηγορούσε το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ για προβολή μαξιμαλιστικών αιτημάτων και για διάσπαση του εργατικού - συνδικαλιστικού κινήματος. Ηταν η περίοδος που οι ελαστικές σχέσεις εργασίας (Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης) καθιερώνονταν και στην Τοπική Διοίκηση με ομόφωνη θέση Νεοδημοκρατών, ΠΑΣΟΚων και ΣΥΝασπισμένων δημάρχων, νομαρχών και συμβούλων.
Με την ατζέντα της πλουτοκρατίας
Οι προτάσεις του οπορτουνισμού που αφορούν στο λαό, π.χ. αναδιανομή του πλούτου, απεμπλοκή απ' το μνημόνιο, συναντώνται όλες στην ενιαία ευρωενωσιακή στρατηγική για διάσωση των μονοπωλίων και επαναφορά τους σε τροχιά κερδοφορίας. Γέννημα - θρέμμα αυτής της στρατηγικής είναι η πολιτική του μνημονίου, πανομοιότυπη εφαρμόζεται σε όλες τις χώρες - μέλη.
Σ' αυτή τη στρατηγική αρχίζει και τελειώνει το εύρος των επιλογών της άρχουσας τάξης για να ξεπεράσει την κρίση της: «Πώς ξεπερνά η αστική τάξη τις κρίσεις; Από τη μια μεριά καταστρέφοντας αναγκαστικά μάζες από παραγωγικές δυνάμεις. Από την άλλη, κατακτώντας καινούριες αγορές και εκμεταλλευόμενη πιο βαθιά τις παλιές. Πώς λοιπόν; Προετοιμάζοντας πιο ολόπλευρες και πιο τεράστιες κρίσεις και ελαττώνοντας τα μέσα για να προλαβαίνει τις κρίσεις»(από το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο»).
Εδώ που τα λέμε, βέβαια, οι περισσότερες απ' τις προτάσεις που «θα επιβάλει ο νέος συνασπισμός εξουσίας», όπως ισχυρίζεται ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, δεν αφορούν στα λαϊκά συμφέροντα, αλλά στη διαχείριση της κρίσης προς όφελος της πλουτοκρατίας:«Επαναδιαπραγμάτευση του χρέους και διαγραφή μέρους του (...) σύσταση επιτροπών ελέγχου για το εθνικό θέμα του χρέους», λέει ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ. Δε λέει όμως ότι τέτοιες προτάσεις νομιμοποιούν το χρέος σαν πρόβλημα του λαού και όχι της πλουτοκρατίας. Δε λέει ότι είτε «νόμιμο», είτε «παράνομο», το χρέος θα φορτωθεί στις πλάτες του λαού και η μείωσή του δε θα σημάνει αντιστροφή των αντιλαϊκών μέτρων, αλλά ένταση της επίθεσης προς όφελος της πλουτοκρατίας.
«Αξιοποίηση του δημόσιου πλούτου για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης (...) δημιουργία ευρωπαϊκού ταμείου αλληλεγγύης και ανάπτυξης που θα χρηματοδοτεί χαμηλότοκα χώρες ώστε να αναχρηματοδοτούν το χρέος τους», λέει ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, κρύβοντας ότι η ανάπτυξη είτε θα είναι καπιταλιστική, είτε σοσιαλιστική. Είναι φανερό ότι ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ υπερασπίζεται την πρώτη, θέτοντας εξ ορισμού τη στρατηγική του ενάντια στο λαϊκό συμφέρον.
Ολα αυτά αναλύονται σε πολιτική διακανονισμού των χρεών της πλουτοκρατίας και άνοιγμα μιας ακόμα κάνουλας απ' όπου θα ρέει ζεστό χρήμα κατευθείαν στην τσέπη της. Αλλά γι' αυτά δε χρειάζεται κανένας «νέος συνασπισμός εξουσίας». Μια χαρά μπορούν να τα διευθετήσουν και οι υπάρχοντες, το κάνουν ήδη. Κι αν η άρχουσα τάξη διαπιστώσει αδυναμία του πολιτικού της προσωπικού να φέρει σε πέρας την αποστολή του, ευχαρίστως θα αναδιατάξει δυνάμεις και θα αναμορφώσει το πολιτικό σκηνικό, για να κερδίσει χρόνο, καλλιεργώντας φρούδες ελπίδες στο λαό ότι κάτι αλλάζει.
Παρότι τίποτα δεν αλλάζει με απλή αντικατάσταση του «οδηγού», απαιτείται αλλαγή ρότας του «οχήματος», στην κατεύθυνση ενός άλλου δρόμου ανάπτυξης, που στο κέντρο του θα έχει τον εργαζόμενο.
Αναπαράγει την κυρίαρχη προπαγάνδα
Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ συμπίπτει με τα αστικά πολιτικά κόμματα στον αποπροσανατολισμό του λαού, όταν ισχυρίζεται ότι υπάρχει «κρίση χρέους». Οταν κρύβει ότι το χρέος δημιουργήθηκε από την καθ' όλα νόμιμη στον καπιταλισμό πολιτική εξυπηρέτησης των μονοπωλιακών συμφερόντων και ότι όσο αυτά κυριαρχούν τα χρέη θα πολλαπλασιάζονται. Οταν αποσιωπά πως η όποια διευθέτηση στην αποπληρωμή των χρεών θα γίνει για τα συμφέροντα του κεφαλαίου και μόνο.
Ακόμα κι αν διαγραφεί ολόκληρο, ο λαός δεν πρόκειται να απολαύσει καλύτερα μεροκάματα και κοινωνικές παροχές, ούτε βέβαια πρόκειται να παρθούν πίσω τα αντιλαϊκά μέτρα. Οταν συγκαλύπτει το γεγονός πως όσο εξουσιάζει το κεφάλαιο τόσο θα δουλεύει στο φουλ η μηχανή παραγωγής χρεών, ελλειμμάτων και κρίσεων, κάθε φορά βαθύτερων και πιο επώδυνων για τους λαούς.
Ακριβώς επειδή οι προτάσεις του είναι «κομμένες» και «ραμμένες» στα μέτρα της πλουτοκρατίας, καλλιεργεί κλίμα συναίνεσης και υποταγής του λαού. Ανάγει το χρέος σε«εθνικό ζήτημα», κινδυνολογεί για το ενδεχόμενο να βρεθεί η χώρα εκτός ΕΕ και αξιώνει απ' το λαό να θέσει την πάλη του στην υπηρεσία της κυβέρνησης, ενισχύοντάς την όταν διαπραγματεύεται προς όφελος της εγχώριας άρχουσας τάξης.
Δηλώνει σχετικά ο Αλ. Τσίπρας: «Δεν μπορεί να υπάρξει λύση έξω από το ευρωπαϊκό πλαίσιο, έξω απ' την ΕΕ. Οι αφρικανικές τριτοκοσμικές χώρες θα είναι Ελβετία μπροστά σ' αυτό που θα ζούμε»! Συμπληρώνει ο Γ. Δραγασάκης: «Αυτό που κρίνεται - κατά κοινή ομολογία - είναι αν η Ελλάδα θα μπορέσει να επανέλθει και να δανείζεται με λογικά, ανεκτά, επιτόκια από τις διεθνείς αγορές ή όχι. Ο,τι κίνηση γίνει, πρέπει να απαντά σε αυτό το κρίσιμο θέμα».
Τον πόλεμο τον έχει κηρύξει το κεφάλαιο στους λαούς. Κι αυτοί έχουν χρέος να απαντήσουν με πόλεμο για τα συμφέροντά τους, για κοινωνία απαλλαγμένη απ' τα παράσιτα που ζουν απ' τον ιδρώτα τους. Αυτό είναι το μόνο τους χρέος. Απ' τα άλλα, της πλουτοκρατίας, δεν πρέπει να αναγνωρίσουν ούτε δεκάρα και ούτε βέβαια να σκοτίζονται αν θα είναι σε θέση αύριο να πάρει κι άλλα δάνεια και με ποιους όρους.
Αλίμονο αν εισακουστεί ο οπορτουνισμός που ζητά «εμπλοκή του λαϊκού παράγοντα στις εξελίξεις» για «να δώσει δύναμη και ισχύ στη διαπραγματευτική ικανότητα της χώρας». Η κυβέρνηση δε διαπραγματεύεται για το λαό, αλλά για το κεφάλαιο. Στο σφαγιασμό των λαϊκών δικαιωμάτων ομονόησαν πλήρως οι ευρωενωσιακοί εταίροι, επιβεβαιώνοντας για νιοστή φορά το ρόλο της ΕΕ και κάνοντας σκόνη την προσπάθεια του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ να την υπερασπιστεί.

Βάσω ΝΙΕΡΡΗ

Συσκοτίζει την αιτία της κρίσης και τη φιλολαϊκή διέξοδο


ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ
Συσκοτίζει την αιτία της κρίσης και τη φιλολαϊκή διέξοδο
Θεματοφύλακας της αστικής νομιμότητας και συνεργός στο να φορτωθεί το χρέος στο λαό
Η «εθελοδουλεία» της κυβέρνησης απέναντι στο «ιερατείο του νεοφιλελευθερισμού»,δηλαδή στην τρόικα, ευθύνεται, κατά τον Αλ. Τσίπρα, για την «κατάντια» της χώρας, αφήνοντας μ' αυτόν τον τρόπο στο απυρόβλητο την κυρίαρχη στρατηγική του κεφαλαίου, που συνυπηρετούν κυβέρνηση και τρόικα. Στο ίδιο πνεύμα, ο επικεφαλής του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, μιλώντας χτες στο ΑΛΤΕΡ, κατήγγειλε ότι η χώρα βρίσκεται «σ' ένα ιδιότυπο καθεστώς πραξικοπήματος συνταγματικού, κοινοβουλευτικού και οικονομικού».
Το ιδεολόγημα του «πραξικοπήματος» είναι αναγκαίο για τον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να δικαιολογήσει την αγωνία του για τη θωράκιση της αστικής νομιμότητας, με «ανατροπή αυτής της ιδιόμορφης διεθνούς δικτατορίας που έχει επιβάλει στη χώρα μας αυτόν τον γύψο», για να μην υπάρξουν «εξελίξεις παράκαμψης της συνταγματικής νομιμότητας και της δημοκρατίας». Συνειδητά κρύβει ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ ότι τα ντόπια μονοπώλια, οι κυβερνήσεις τους και οι διακρατικές σχέσεις που συνάπτουν στο πλαίσιο του ανισόμετρου ιμπεριαλιστικού συστήματος, είναι αυτά που έχουν ρίξει το λαό στο καναβάτσο, και όχι βέβαια κάποια «έξωθεν» δύναμη, ή κάποια εκτροπή από την αστική νομιμότητα, που υπηρετεί τα μονοπώλια.
Αυτό που ζει ο λαός και έχει χρέος να αντιπαλέψει, είναι ο «καπιταλισμός». Την αδυναμία των πολιτικών του εκπροσώπων να διαχειριστούν την κρίση, πρέπει το εργατικό λαϊκό κίνημα να την αξιοποιήσει προς όφελός του, να μετατρέψει την αδυναμία του αντιπάλου σε δική του δύναμη και όχι να συνδράμει το κεφάλαιο στη θωράκιση της αστικής εξουσίας.
Ο επικεφαλής του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ επανέλαβε το αίτημα για εκλογές, ώστε να αναδειχτεί μια«νέα κυβέρνηση που με λαϊκή στήριξη θα βγάλει τη χώρα από το μνημόνιο». Ο ίδιος περιέγραψε και τον τρόπο με τον οποίο θα «διαπραγματευθεί» με τους δανειστές για το «κούρεμα» του χρέους, λέγοντας: «Να έρθει μια κυβέρνηση η οποία θα χτυπήσει το χέρι στο τραπέζι και θα πει ότι τα ομόλογα που λήγουν τον Μάρτιο σας λέω εγώ από τώρα κύριοι πιστωτές ότι θα πάρετε το 50% της αξίας τους, αν θέλετε να πάρετε κάτι. Γιατί ο ελληνικός λαός δεν χρωστάει»!
Κοροϊδεύει το λαό ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, όταν λέει ότι μια κυβέρνηση που δεν αμφισβητεί την εξουσία των μονοπωλίων και τη συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ, μπορεί να επιβάλει διαγραφή ακόμα και μέρους του χρέους, χωρίς αυτό να μεταφράζεται σε νέα αντιλαϊκά μέτρα. Την ίδια ώρα βέβαια, ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ αναγνωρίζει ότι το χρέος είναι και του λαού, γι' αυτό και ζητάει διαγραφή μόνο ενός μέρους του.
Επιπρόσθετα, ο Αλ. Τσίπρας αποκάλυψε ότι η κυβέρνηση αυτή θα εκβιάσει την Ευρωζώνη ότι«θα την βουλιάξει», θα καταστρώσει κι ένα πρόγραμμα για «πρωτογενή πλεονάσματα»βάζοντας τους πλούσιους να πληρώσουν! Τέτοιου είδους διακηρύξεις, όπως η υπερφορολόγηση του κεφαλαίου στο πλαίσιο της ΕΕ, που για τον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ είναι ιερό και απαραβίαστο, ηχούν μόνο σαν αστεϊσμοί, που στόχο έχουν να καλλιεργήσουν αυταπάτες και να αποπροσανατολίσουν το λαό.
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ


Ανεμίζοντας τις σημαίες των αστών...



ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ

Παπαγεωργίου Βασίλης
Κατά την προσφιλή του τακτική να ψαρεύει σε θολά νερά, ο επικεφαλής του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, Αλ. Τσίπρας, παραχώρησε πρόσφατα μια συνέντευξη σωστό «περιβόλι» σε blogs, που κάθε άλλο παρά για την «προοδευτικότητά» τους διακρίνονται. Προσαρμόζοντας το λόγο του στο συγκεκριμένο «ακροατήριο», επέλεξε για «κορμό» της συνέντευξής του το «έθνος» και απερίφραστα παραδέχτηκε ότι όχι μόνο είναι με την εξουσία των αστών, αλλά θέλει και το λαό «νεροκουβαλητή» στο «μύλο» τους.
Παίζοντας με τις εντυπώσεις και προσπαθώντας πίσω απ' αυτές να κρύψει ότι ο χώρος του επιδιώκει διακαώς να αναβαθμίσει το ρόλο του στην αστική διαχείριση, είπε αναφερόμενος στην «Ελληνικός Χρυσός ΑΕ»: «...Μεγαλομέτοχοι είναι ο κύριος Μπόμπολας, ο κύριος Κούτρας κλπ. Εγώ, βλέπετε, δεν μπορώ να αποφύγω να λέω ονόματα. Οπως κάνει η Παπαρήγα, που λέει αόριστα "φταίει το κεφάλαιο"! Το κεφάλαιο μπορεί να είναι από τον Μπόμπολα, τον Βαρδινογιάννη και τον Λάτση, μέχρι τον μικρομεσαίο που έχει ένα μαγαζί. Και αυτόν "κεφάλαιο" τον θεωρούν! Δεν μπορεί να λες "το κεφάλαιο" χωρίς να λες ονόματα και διευθύνσεις. Βέβαια, εγώ έχω πολιτικό κόστος γι' αυτό»..!
Η λαθροχειρία απέναντι στο ΚΚΕ βγάζει μάτι. Οπως και οι ανέξοδοι λεονταρισμοί ενός κόμματος, που στα λόγια το «παίζει» αντικαπιταλιστικό, αλλά με τη στρατηγική του αντικειμενικά βοηθάει το κεφάλαιο να θωρακιστεί απέναντι στο λαό. Για του λόγου το αληθές, ο Τσίπρας διαβεβαίωσε στη συνέχεια: «Και επαναλαμβάνω ότι εγώ δεν είμαι αντίθετος στις επενδύσεις. Και βέβαια πρέπει να γίνουν επενδύσεις, πάντα με σεβασμό στο περιβάλλον». Και σε άλλο σημείο: «Προσέξτε: Εγώ δεν έχω πρόβλημα με την ανάπτυξη, με την επιχειρηματικότητα, με το υγιές κέρδος. Με την αισχροκέρδεια έχω πρόβλημα, με την ατιμία έχω πρόβλημα (...) με το ότι σήμερα δεν υπάρχουν "Deals" παρά μονάχα σε έναν στενό κύκλο επιχειρηματιών σε όλη την χώρα. Για να γίνουν σήμερα επενδύσεις πρέπει να περάσουν από το παραμάγαζο του Μαξίμου, το οποίο το ελέγχουν δύο - τρία άτομα, τέσσερις επιχειρηματικές οικογένειες στη χώρα».
Ο οπορτουνισμός σε όλο του το μεγαλείο! Ο Αλ. Τσίπρας καταγγέλλει το κεφάλαιο, δεν αμφισβητεί όμως την κυριαρχία του στην παραγωγή, την οποία θέλει να «εξυγιάνει», ακριβώς για να εγκλωβίσει το λαό στην αυταπάτη ότι ο καπιταλισμός μπορεί να εξανθρωπιστεί. Μάλιστα, κλείνει το μάτι σε εκείνες τις μερίδες της ντόπιας άρχουσας τάξης που νιώθουν «ριγμένες» στη μοιρασιά και υπερασπίζεται τη φενάκη των «καλών» και «κακών» καπιταλιστών, για να τους αθωώσει συνολικά σαν τάξη.
Ψηφοθηρώντας στη λαϊκή δεξιά
Στην ίδια συνέντευξη, έχοντας το βλέμμα στραμμένο στους ψήφους της λεγόμενης «λαϊκής δεξιάς», ο Αλ. Τσίπρας υπερασπίζεται μέχρι και τον Κ. Καραμανλή, ισχυριζόμενος ότι «είχε αποφασίσει να έρθει σε ρήξη, προσπάθησε αλλά στο τέλος τους ανέχτηκε». Ακόμα και τον Αντ. Σαμαρά, για τον οποίο εκτιμά ότι δεν κάνει αντιπολίτευση «διότι έχει πολύ μεγάλες πιέσεις»! Σκόπιμα συγκαλύπτει το γεγονός ότι τα κόμματα εκπροσωπούν και εκφράζουν ταξικά συμφέροντα. Αυτή η «αφήγηση» βολεύει τον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο για να ψηφοθηρήσει χαϊδεύοντας αυτιά, αλλά και για να δικαιολογήσει τη δική του πρόταση, που είναι πρόταση διαχείρισης, με ανέγγιχτα τα μονοπώλια και την εξουσία τους.
Διατείνεται επ' αυτού ο Αλ. Τσίπρας: «Γι' αυτό εμείς μιλάμε για ένα νέο μεγάλο συνασπισμό εξουσίας (...) με σκοπό τη δημιουργία μίας κυβέρνησης που θα λειτουργήσει προς όφελος των δικών τους συμφερόντων και σε τελική ανάλυση με γνώμονα το Εθνικό συμφέρον (...) Ημουν ο πρώτος που είχα μιλήσει πριν από 6 μήνες για την ανάγκη συγκρότησης ενός ευρύτατου μετώπου για τη σωτηρία της χώρας. Αναφέρθηκα τότε στο ΕΑΜ (...) Και σήμερα έχουμε μία οικονομική κατοχή (...) Τι έκανε τότε η Αριστερά; Είπε ότι το πρώτιστο πατριωτικό καθήκον είναι η απελευθέρωση (...) Βρέθηκαν οι Κομμουνιστές δίπλα με τους παπάδες. Βρέθηκαν οι Κομμουνιστές δίπλα στους αστούς (...) Εάν υπάρχουν λοιπόν πολίτες από τη λαϊκή Δεξιά που θέλουν να συνταχθούν σε αυτό το μέτωπο, εμείς είμαστε ανοιχτοί, πρέπει να συνταχθούν»!
«Μανούλες» στη λαθροχειρία οι οπορτουνιστές. Με βάση τη δική τους αντιεπιστημονική ανάλυση περί κατοχής, όχι μόνο κάνουν ανιστόρητους παραλληλισμούς με το ΕΑΜ, αλλά δε διστάζουν ωμά να ομολογήσουν ότι ο στόχος που υπηρετεί το παραλήρημά τους είναι να φέρουν τους εργαζόμενους και το λαό στην ίδια όχθη με τους αστούς.
Με αυτόν τον τρόπο, ο Τσίπρας προσπαθεί να παρουσιάσει σαν «κατοχή» την ανισομετρία που είναι δεδομένη στον καπιταλισμό. Στοχοποιεί την πολιτική ηγεσία σε χώρες που βρίσκονται ψηλότερα στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα της ΕΕ, αφήνει στο απυρόβλητο την αστική τάξη στις χώρες αυτές και, το κυριότερο, αθωώνει τους ντόπιους καπιταλιστές και τα κόμματά τους, που με δική τους θέληση και πρόνοια συμμετέχουν στην Ευρωένωση και συνεργάζονται με την τρόικα. Καλεί το λαό να συμμαχήσει με μερίδες του κεφαλαίου που ταυτίζουν τα συμφέροντά τους με μια ενδεχόμενη έξοδο από την Ευρωζώνη, χωρίς βέβαια να αλλάξει τίποτα στο επίπεδο της εξουσίας και της οικονομίας.
Ρωσία αντί του Ισραήλ
Συνεχίζει ο Αλ. Τσίπρας εκφωνώντας τις επιθυμίες τμημάτων της ντόπιας πλουτοκρατίας: «Ο Παπανδρέου παρέδωσε όχι μόνο την εθνική οικονομία, αλλά και την εθνική κυριαρχία, των εθνικών συμφερόντων σε ξένα κέντρα. Η χώρα παραδίδεται σε έναν άξονα ΗΠΑ - Ισραήλ - Σαουδική Αραβία - Κατάρ. Πρέπει να έχουμε ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, χωρίς νταβατζήδες. Στην ενεργητική εξωτερική πολιτική του Ερντογάν πρέπει να απαντήσουμε αντίστοιχα με ενεργητική πολιτική (...) Εμείς συνεχίζουμε να στηριζόμαστε σε δυνάμεις που φθίνουν. Εδώ υπάρχουν αναδυόμενες δυνάμεις, όπως η Ρωσία. Είναι αδιανόητο να της γυρνούμε την πλάτη. Ναι, με τη Ρωσία θα έπρεπε να έχουμε πολύ στενές σχέσεις. Στην Ενέργεια, στον Τουρισμό, στον Πολιτισμό. Είναι δυνατόν να πηγαίνει ο πρωθυπουργός στον Πούτιν, ο τελευταίος να του προτείνει σχέδιο χρηματοδότησης που θα γλίτωνε τη χώρα από τη μέγκενη του ΔΝΤ και ο Παπανδρέου να του μιλά για "πράσινη ανάπτυξη" και πράσινα άλογα;»...
Πριν από τον Αλ. Τσίπρα, τα ίδια ακριβώς ζητήματα έθεσε ο Γ. Καρατζαφέρης, σέρνοντας το λαό να διαλέξει ιμπεριαλιστή και μάλιστα με κριτήριο το ποιος είναι πιο ισχυρός, ποιος φθίνει και ποιος είναι ανερχόμενη δύναμη! Από τις κολεγιές ανάμεσα σε «τσακάλια», κανένα όφελος δεν προκύπτει για το λαό. Ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική από μια καπιταλιστική χώρα μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, δεν μπορεί να υπάρξει. Ακόμα όμως κι αν η Ρωσία ήταν ο δανειστής της Ελλάδας και όχι το ΔΝΤ, δεν θα άλλαζε το παραμικρό από τα μέτρα που έχουν παρθεί, γέννημα ένα προς ένα της ευρωενωσιακής φιλομονοπωλιακής στρατηγικής, την οποία ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ υπερασπίζεται, αφού υπερασπίζεται την ίδια την ΕΕ.
Λογική συνέχεια των παραπάνω, η κατά τον πρόεδρο του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ «μόνη λύση», που δεν είναι άλλη από την «ανάπτυξη»! «Η μόνη λύση λοιπόν είναι η ανάπτυξη. Είναι μονόδρομος (...) Προτείνεται λοιπόν ένα μορατόριουμ, ένα πάγωμα πληρωμής δανείων και τόκων μέχρι να επανέλθει η χώρα στην ανάπτυξη και μετά να ξεκινήσουν οι πληρωμές (...) Πρέπει όντως να δημιουργηθούν πρωτογενή πλεονάσματα», δηλώνει και σταματά εκεί.
Μα η ανάπτυξη είναι στόχος και της κυβέρνησης και βεβαίως της πλουτοκρατίας. Αυτή η ανάπτυξη όμως στον καπιταλισμό προϋποθέτει να φτάσει στον πάτο η τιμή της εργατικής δύναμης, όπως επιδιώκουν οι αστικές κυβερνήσεις με τα μέτρα που παίρνουν. Το ίδιο ισχύει και με τα πρωτογενή πλεονάσματα, που είναι διακαής πόθος όλων των αστικών κυβερνήσεων και επιπλέον υποχρέωσή τους, στο πλαίσιο των συμφωνιών για ενισχυμένη οικονομική διακυβέρνηση στην ΕΕ.
Τα πρωτογενή πλεονάσματα για να επιτευχθούν προϋποθέτουν προϋπολογισμούς αιματηρής λιτότητας, σφαγιασμού δαπανών που κατευθύνονται σε κρίσιμους τομείς για τη ζωή της εργατικής λαϊκής οικογένειας, όπως η Παιδεία, η Υγεία - Πρόνοια κ.ά. Και, φυσικά, αποδοχή του χρέους που σώρευσε η πλουτοκρατία και αξίωση από το λαό να το αποπληρώσει μέχρι δεκάρας... Αυτά υπερασπίζεται στην ουσία ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ όταν συμμετέχει στη συζήτηση για διαχείριση της κρίσης με τα εργαλεία των αστών και άρα προς όφελός τους.
Η ανάπτυξη έχει ταξικό πρόσημο και τα οφέλη της στον καπιταλισμό δεν κατευθύνονται για την κάλυψη των λαϊκών αναγκών, αλλά τα καρπώνονται στο σύνολό τους το κεφάλαιο, τα μονοπώλια. Στις σημερινές συνθήκες οξύτατης καπιταλιστικής κρίσης, με όλους τους ανταγωνισμούς και τις αντιθέσεις εντός του συστήματος να μαίνονται, ο λαός μπορεί να ανασυνταχθεί, να συγκροτήσει τη δική του συμμαχία, που θα στοχεύσει στην ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων και στην οικοδόμηση της λαϊκής εξουσίας. Για μια ανάπτυξη προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων και μόνο. Αυτή την προοπτική εχθρεύεται ο οπορτουνισμός τόσο που να καλεί το λαό να αυτοκτονήσει, αξιώνοντας να βάλει πλάτη για την ανάπτυξη των κερδών του κεφαλαίου.

Β.


Η επανάσταση και η δολοφονία των Κ. Λίμπκνεχτ και Ρ. Λούξεμπουργκ



ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΝΟΕΜΒΡΗΣ 1918 - ΦΛΕΒΑΡΗΣ 1919

Ο Καρλ Λίμπκνεχτ μιλάει σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας ενάντια στο αντεπαναστατικό πραξικόπημα της 24ης του Δεκέμβρη 1918
Το Νοέμβρη του 1918 ξέσπασε επανάσταση στη Γερμανία. Το ξέσπασμά της ήταν αποτέλεσμα μιας σειράς αντικειμενικών συνθηκών που συνέθεταν το πλαίσιο επαναστατικής κρίσης, ωθούσαν τις λαϊκές μάζες στο να μη θέλουν άλλο τη διακυβέρνηση του παλιού καθεστώτος, ενώ ταυτόχρονα αναπτυσσόταν μαζική επαναστατική πάλη από μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης, άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων και τμημάτων του στρατού και του ναυτικού. Υπήρχαν δηλαδή σημάδια επαναστατικής κρίσης, επαναστατικής κατάστασης. Ηταν εποχή του τέλους του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ιμπεριαλιστική Γερμανία ήταν ήδη ηττημένη, μ' όλες τις φρικτές συνέπειες και τα βάσανα που φόρτωσαν το λαό της ο πόλεμος και η ήττα σ' αυτόν. Βεβαίως, οι πολεμικές επιχειρήσεις τυπικά δεν είχαν ακόμη σταματήσει, αλλά η ήττα ήταν οριστική πια τη συγκεκριμένη περίοδο. Ταυτόχρονα, η Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση στη Ρωσία ένα χρόνο πριν ήταν το κοσμοϊστορικό γεγονός που έβαζε τη σφραγίδα του στις παγκόσμιες εξελίξεις κυρίως από την πλευρά της πάλης της εργατικής τάξης και των λαών ιδιαίτερα των εμπόλεμων κρατών. Ολ' αυτά μαζί ήταν ικανά να ωθήσουν τους εργάτες και τους στρατιώτες της Γερμανίας σε επαναστατική δράση.
Το καθεστώς της Γερμανίας δεν ήταν καθεστώς αστικής δημοκρατίας. Αλλωστε, στην ιμπεριαλιστική Γερμανία η αστική τάξη, δηλαδή οι ιδιοκτήτες των μονοπωλίων, σχετικά με την εξουσία είχε έρθει σε συμβιβασμό με τους γιούνκερ, δηλαδή τους μεγάλους γαιοκτήμονες και μοιραζόταν την εξουσία μαζί τους.
Οξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων
Διαδήλωση επαναστατών ναυτών στο Κίελο, Νοέμβρης 1918
Το τέλος του πολέμου τη Γερμανία τη χαρακτηρίζει η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων. Δύο εκατομμύρια Γερμανοί είχαν σκοτωθεί στα πεδία των μαχών και μαζί με τους τραυματίες και τους αιχμαλώτους οι απώλειες έφταναν τα εφτάμισι εκατομμύρια. Ο πόλεμος έφερε καταστροφή στη βιομηχανία, πτώση της αγροτικής παραγωγής, έλλειψη τροφίμων, ενώ οι αρρώστιες επιδείνωναν την κατάσταση των λαϊκών μαζών μαζί με την πείνα. Το μεροκάματο, που δεν έφτανε για τη ζωή των εργατικών οικογενειών, σε συνδυασμό με το ελάχιστο βοήθημα στις οικογένειες των στρατιωτών, ανέδειχνε την τεράστια ένταση των κοινωνικών αντιθέσεων αφού την ίδια στιγμή οι μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι βιομήχανοι, έμποροι και τραπεζίτες συσσώρευαν τεράστια κέρδη από τον πόλεμο.
Ετσι, στα 1918 η χώρα συνταράχτηκε από μεγαλειώδεις απεργιακές κινητοποιήσεις, στις οποίες συμμετείχαν πάνω από 2,5 εκατομμύρια εργάτες. Στην ιστορία της Γερμανίας ήταν άγνωστη μια τόσο μεγάλη έκταση του απεργιακού αγώνα. Αυτή η κατάσταση που μέρα με τη μέρα φούντωνε όλο και περισσότερο σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο πόλεμος βάδιζε προς το τέλος του, με τη Γερμανία ηττημένη, έκαναν τον Λένιν να γράψει τον Οκτώβρη του 1918:
«Η γερμανική αστική τάξη και η γερμανική κυβέρνηση που συντρίφτηκαν στον πόλεμο και απειλούνται από ένα ισχυρό επαναστατικό κίνημα από τα μέσα, παραδέρνουν αναζητώντας σωτηρία».
Στρατιώτες και πολίτες συζητούν στους δρόμους του Βερολίνου - Επανάσταση στη Γερμανία 9/11/1918
Η αφορμή για το ξέσπασμα επαναστατικών γεγονότων δεν άργησε να δοθεί. Στις 28 του Οκτώβρη η γερμανική στρατιωτική διοίκηση διέταξε το στόλο να βγει σε ανοιχτή θάλασσα για αποφασιστική σύγκρουση με τους Αγγλους. Ηταν μια ενέργεια πέρα για πέρα παράλογη και τυχοδιωκτική. Οταν δόθηκε η διαταγή ο πόλεμος είχε χαθεί για τη Γερμανία και μ' αυτή την ενέργεια ο στόλος οδηγούνταν στην καταστροφή. Θα μπορούσαν να χαθούν 80.000 ναύτες χωρίς λόγο.
Ετσι τα πληρώματα των πλοίων αρνήθηκαν να πολεμήσουν και επέβαλαν την επιστροφή των πλοίων στη βάση τους. Στη συνέχεια μια αντιπροσωπεία των πληρωμάτων πήγε στην ανώτατη διοίκηση και δήλωσε πως ο στόλος ήταν έτοιμος να αμυνθεί σε ενδεχόμενη επίθεση του εχθρού, αλλά όχι και να προχωρήσει στην άσκοπη καταστροφή του. Η απάντηση της διοίκησης ήταν το ξεκίνημα διώξεων σε βάρος των ναυτών. Κι όταν αυτοί αντέδρασαν με διαδήλωση διαμαρτυρίας στο Κίελο στις 3 του Νοέμβρη, μια ομάδα αξιωματικών άνοιξε πυρ κατά των διαδηλωτών σκοτώνοντας 8 και τραυματίζοντας βαριά 29.
Την επομένη στάλθηκαν στο Κίελο μονάδες πεζικού για να πνίξουν την ανυπακοή των ναυτών στη διοίκηση και στην κυβέρνηση. Ομως, πέρασαν με το μέρος των ξεσηκωμένων ναυτών, ενώ συνενώθηκαν μαζί τους και οι εργάτες. Ετσι, στις 4 του Νοέμβρη του 1918 σχηματίστηκε στο Κίελο το σοβιέτ των εργατών και το σοβιέτ των στρατιωτών. Σοβιέτ σχηματίστηκαν, επίσης, στα πλοία στα οποία την επόμενη μέρα υψώθηκαν κόκκινες σημαίες.
Ξεσπά επαναστατική δράση
Καρλ Λίμπκνεχτ
Ετσι άναψε η επαναστατική φλόγα στο Κίελο και διαδόθηκε αμέσως σ' όλη τη Γερμανία. Στη Λυβέκη, στο Μπρούνσμπιτελ, στο Κουξχάφεν, στο Αμβούργο, στη Βρέμη, στο Ροστόκ, στο Μπρούνσβικ, στο Σβέριν, στη Δρέσδη, στη Λιψία και σε πολλές άλλες πόλεις η λαϊκή κινητοποίηση δημιουργεί παντού σοβιέτ, τα όργανα του επαναστατικού αγώνα και της νέας εξουσίας που μόλις ξεπροβάλλει. Στη Βαυαρία, στη Σαξονία, στη Βιρτεμβέργη και αλλού ένας μετά τον άλλον εκθρονίζονται οι εστεμμένοι άρχοντες.
Στις 9 του Νοέμβρη 1918, το πρωί, εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανοί εργάτες με κόκκινες σημαίες κινήθηκαν προς το κέντρο του Βερολίνου, ζητώντας να σταματήσει ο πόλεμος, να φύγει η μοναρχία, να έχουν ψωμί και ανθρώπινη ζωή. Δίπλα στους εργάτες βάδιζαν σε μακριές σειρές οι γυναίκες, που ζητούσαν ειρήνη για τους άνδρες τους, τους πατεράδες ή τα παιδιά τους. Το ανθρώπινο ποτάμι, με την καθοδήγηση της ομάδας «Σπάρτακος» και επαναστατικών στοιχείων του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας, γρήγορα πλημμύρισε όλους τους κεντρικούς δρόμους της πόλης και κινήθηκε προς τους στρατώνες, όπου συνάντησε ελάχιστη έως μηδαμινή αντίσταση. Οι στρατιώτες συναδελφώθηκαν με τους εργάτες. Χωρίς αντίσταση καταλήφθηκαν επίσης το παλάτι, η διοίκηση Χωροφυλακής και τα περισσότερα κυβερνητικά κτίρια. Κατά το μεσημέρι το Βερολίνο, η πρωτεύουσα της αυτοκρατορικής Γερμανίας, βρισκόταν στα χέρια των επαναστατών. Προηγουμένως, όμως, γύρω στις 11 π.μ., ο πρωθυπουργός του Ράιχ, πρίγκιπας Μαξ φον Μπάντεν, ανήγγειλε την παραίτηση από το θρόνο του τελευταίου Χοεντζόλερν, του κάιζερ Γουλιέλμου II, υπέρ του διαδόχου. Ταυτόχρονα, διεξήγαγε διαπραγματεύσεις με το δεξιό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας για το διορισμό του Εμπερτ, ηγέτη των δεξιών σοσιαλδημοκρατών, στη θέση του πρωθυπουργού. Στις 12 το μεσημέρι ο Εμπερτ ήταν ήδη ο αρχηγός της κυβέρνησης, αφού προηγουμένως είχε διαβεβαιώσει τον πρίγκιπα Μαξ για τις προθέσεις του λέγοντας: «Μισώ την επανάσταση σαν την πανούκλα». Αργότερα στα απομνημονεύματά του ο πρίγκιπας Μαξ δικαιολόγησε ως εξής τις παραπάνω ενέργειές του: «Σκέφτηκα: Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η επανάσταση θα νικήσει. Δεν μπορούμε να την καταστείλουμε, ίσως, όμως, μπορούμε να την πνίξουμε». Ειδικά δε για το διορισμό του Εμπερτ στη θέση του πρωθυπουργού ο πρίγκιπας Μαξ δε δίσταζε να δηλώσει: «Στην κατάσταση που δημιουργήθηκε, το μοναδικό πρόσωπο που είναι δυνατόν να γίνει καγκελάριος του Ράιχ είναι ο Εμπερτ. Αυτός θα μπορέσει να στρέψει την επαναστατική ενέργεια στα πλαίσια του νόμιμου εκλογικού αγώνα».
Ρόζα Λούξεμπουργκ
Αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του ο Εμπερτ είχε την ελπίδα ότι μπορούσε να σώσει τη μοναρχία. Επρόκειτο για μια αυταπάτη. Κάτω από την πίεση των επαναστατημένων μαζών ο άλλος ηγέτης των δεξιών σοσιαλδημοκρατών, ο Φ. Σάιντεμαν, μιλώντας από ένα παράθυρο του Ράιχσταγκ σε μια τεράστια λαϊκή διαδήλωση ανακήρυξε την ελεύθερη λαϊκή δημοκρατία της Γερμανίας. Ηθελε να προλάβει το πέρασμα των μαζών με το μέρος των πραγματικών επαναστατικών δυνάμεων, να περιορίσει την επιρροή του πολιτικού λόγου των ηγετών της ομάδας «Σπάρτακος». Κι είχε προβλέψει σωστά τις επερχόμενες εξελίξεις. Την ίδια μέρα από το μπαλκόνι των αυτοκρατορικών ανακτόρων, μιλώντας σε μια τεράστια συγκέντρωση από εργάτες και στρατιώτες, ο ηγέτης του «Σπάρτακου», Καρλ Λίμπκνεχτ, ανακήρυξε τη Γερμανία σε «Ελεύθερη Σοσιαλιστική Δημοκρατία» και κάλεσε την εργατική τάξη «να στρέψει όλες τις δυνάμεις της για να συγκροτηθεί μια κυβέρνηση από εργάτες και στρατιώτες και να οργανωθεί μια τέτοια τάξη πραγμάτων στη χώρα που να μπορέσει το προλεταριάτο να εγκαθιδρύσει την ειρήνη, την ευτυχία και την ένωση του ελεύθερου γερμανικού λαού με τους ταξικούς αδελφούς του όλου του κόσμου».
Μπροστά στην κυβέρνηση έμπαινε το ζήτημα της καταστολής της επανάστασης.
Η αντεπανάσταση οργανώνεται
Στις 15 του Νοέμβρη του 1918 μια ομάδα από μεγαλοβιομηχάνους, ανάμεσα σ' αυτούς και οι ιδιοκτήτες μονοπωλίων Μπίρζιγκ, Στίνες και Σπρίγκερουμ, υπέγραψε με τους ηγέτες (αποτελούνταν από συμβιβασμένους σοσιαλδημοκράτες) της Γερμανικής Γενικής Ενωσης των Συνδικαλιστικών Οργανώσεων μια συμφωνία «έμπρακτης συνεργασίας». Ηταν μια από τις ενέργειες για να αντιμετωπίσουν την επαναστατική προοπτική. Με τη συγκεκριμένη συμφωνία αναγνωρίζονταν στις συνδικαλιστικές οργανώσεις μόνον τα δικαιώματα που είχαν κατακτήσει οι εργάτες στην πορεία της επανάστασης - τα δικαιώματα του συνεταιρίζεσθαι, της οκτάωρης εργάσιμης μέρας και των συλλογικών συμβάσεων. Η συμφωνία προέβλεπε ακόμη πως όλες οι διαφορές ανάμεσα στους εργάτες και στους επιχειρηματίες θα λύνονταν μόνο με διαιτησία. Ετσι, πίσω από την πλάτη της εργατικής τάξης οι ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων συμφώνησαν με τους καπιταλιστές να σταματήσουν ουσιαστικά την ταξική πάλη.
Με τη σειρά της η κυβέρνηση Εμπερτ-Χάαζε στην προσπάθειά της να εξαπατήσει τις μάζες με ψεύτικα συνθήματα ίδρυσε μια «επιτροπή κοινωνικοποίησης» με επικεφαλής τον Καρλ Κάουτσκι. Η τεράστια προπαγανδιστική καμπάνια που σηκώθηκε γύρω από την επιτροπή αυτή είχε σκοπό να δημιουργήσει μια φαινομενική εντύπωση πως τάχα η Γερμανία βαδίζει το δρόμο του σοσιαλισμού και να συγκαλύψει την αντεπαναστατική συμφωνία των σοσιαλδημοκρατών ηγετών με τους κεφαλαιοκράτες και τους γιούνκερ και με την ηγεσία του στρατού. Ο σοσιαλδημοκρατικός Τύπος υποστήριζε επίμονα πως η Γερμανία θα γίνει σοσιαλιστική χώρα, αλλά για να γίνει αυτό χρειάζονταν «γερά θεμέλια» που ακόμη δεν υπήρχαν.
Στο μεταξύ, οι αντιδραστικοί αξιωματικοί σε συνεννόηση με τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και με χρήματα που τους έδινε η αστική τάξη, άρχισαν να συγκροτούν ένοπλα τμήματα «εθελοντών». Ετσι οργανώθηκαν το σώμα στρατού Μέρκερ, τα αποσπάσματα Ρόσμπαχ, Λιτσόφ και Επ, η ταξιαρχία Ερχαρντ, η βαλτική άμυνα, το Σώμα εθελοντών και άλλα. Στα Σώματα αυτά υπηρετούσαν χιλιάδες αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, διάφοροι άνθρωποι που μέσα στα τέσσερα και πάνω χρόνια που κράτησε ο πόλεμος είχαν ξεκόψει από την παραγωγή, και ο πόλεμος τούς είχε γίνει ένα συνηθισμένο επάγγελμα. Με τα ένοπλα αυτά τμήματα προετοιμαζόταν η αντεπανάσταση να συντρίψει την επαναστατική δράση των λαϊκών μαζών.
Στις 6 του Δεκέμβρη του 1918 μια αντεπαναστατική ένοπλη ομάδα πυροβόλησε στο Βερολίνο εναντίον διαδήλωσης στρατιωτών του μετώπου και αδειούχων που ζητούσαν να συμπεριληφθούν οι αντιπρόσωποί τους στα Σοβιέτ των στρατιωτών. Σκοτώθηκαν 16 διαδηλωτές, ανάμεσα σ' αυτούς και το ηγετικό στέλεχος της «Ενωσης των κόκκινων στρατιωτών», Βίλι Μπούντιχ. Επίθεση έγινε και εναντίον των γραφείων της εφημερίδας των «Σπαρτακιστών», «Ρότε Φάνε». Η «Ενωση του Σπάρτακου» ήταν η κομμουνιστική φράξια η οποία δρούσε οργανωμένα μέσα στο «Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας», που μαζί με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας ήταν με το πλευρό της αντεπανάστασης. Ηταν κι αυτή μια ιδιομορφία του κινήματος, η μη ύπαρξη Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας. Ηγέτες των «Σπαρτακιστών» ήταν ο Κ. Λίμπκνεχτ, η Ρ. Λούξεμπουργκ κ.ά.
Οι αντεπαναστάτες μπήκαν στο μέγαρο της Εκτελεστικής Επιτροπής του Σοβιέτ του Βερολίνου και έπιασαν τα μέλη της. Αλλά δεν πέτυχαν το σκοπό τους. Οι εργάτες απαντώντας στην πρόσκληση των «Σπαρτακιστών» όρμησαν στο κέντρο της πόλης, απελευθέρωσαν τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής και σκόρπισαν τους αντεπαναστάτες. Στις 7 και στις 8 του Δεκέμβρη οι εργάτες του Βερολίνου οργάνωσαν μαζικές διαδηλώσεις με τα συνθήματα: «Κάτω η κυβέρνηση Εμπερτ - Σάιντεμαν», «Να αφοπλιστούν αμέσως οι αξιωματικοί!», «Να συγκροτηθούν αμέσως ένοπλα σώματα εργατών και Κόκκινης Φρουράς!», «Ζήτω η Διεθνής!», «Ζήτω η Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία της Ρωσίας!». Στη διαδήλωση στις 8 του Δεκέμβρη πήραν μέρος 150.000 άτομα, ανάμεσά τους και πολλοί ένοπλοι. Οι αντεπαναστάτες αναγκάστηκαν προσωρινά να υποχωρήσουν.
Τα Σοβιέτ που ιδρύθηκαν στην πορεία της επανάστασης του Νοέμβρη δημιουργήθηκαν από τη γερμανική εργατική τάξη και υποστηρίζονταν από τις λαϊκές μάζες. Γι' αυτό οι δεξιοί σοσιαλδημοκράτες μην τολμώντας να εναντιωθούν στα Σοβιέτ ανοιχτά αποφάσισαν να τα αποσυνθέσουν από τα μέσα, να τα χρησιμοποιήσουν για σκοπούς πέρα για πέρα αντίθετους από την ουσία των Σοβιέτ των αντιπροσώπων των εργατών και των στρατιωτών.
Το συνέδριο των Σοβιέτ
Από τις 16 έως τις 21 του Δεκέμβρη έγινε το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών. Σ' αυτό πήραν μέρος 288 δεξιοί σοσιαλδημοκράτες, 87 του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, 27 εξωκομματικοί στρατιώτες, 25 από αστικά κόμματα και μόνο 10 «Σπαρτακιστές». Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ δεν είχαν εντολή να πάρουν μέρος στο συνέδριο. Στο συνέδριο έφτασε για να πάρει μέρος και αντιπροσωπεία της Σοβιετικής Ρωσίας, αλλά το συνέδριο δεν την έκανε δεκτή. Από το συσχετισμό, αλλά και από τη στάση του συνεδρίου απέναντι στη ρωσική σοβιετική αντιπροσωπεία ήταν φανερό ότι το συνέδριο των Σοβιέτ δεν ήταν με την επανάσταση. Αλλωστε, η πλειοψηφία της εργατικής τάξης ήταν με τους δεξιούς και τους ανεξάρτητους σοσιαλδημοκράτες, πολύ περισσότερο δε και κάτω από το γεγονός της μη ύπαρξης Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο τρόπος δουλιάς των «Σπαρτακιστών» δεν αρκούσε ν' αλλάξει την κατάσταση.
Τη μέρα που άρχισαν οι εργασίες του συνεδρίου των Σοβιέτ, οι «Σπαρτακιστές» οργάνωσαν μια μαζική διαδήλωση εργατών. Οι διαδηλωτές ζήτησαν από το συνέδριο να ανακηρύξει τη Γερμανία ενιαία σοσιαλιστική δημοκρατία, να παραδώσει στα Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών όλη την εξουσία, να αφοπλίσει αμέσως τους αντεπαναστάτες και να οπλίσει τους εργάτες. Με τα συνθήματα αυτά πέρασαν μπροστά από το μέγαρο του συνεδρίου 250.000 διαδηλωτές.
Αλλά η ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος με την πείρα και την επιρροή που είχε στην εργατική τάξη, καθώς και με το πλατύ δίκτυο των εφημερίδων της, κατόρθωσε να εξαπατήσει τις λαϊκές μάζες. Η σοσιαλδημοκρατική προπαγάνδα διαβεβαίωνε πως η επανάσταση είχε τελειώσει και πως η εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού από τώρα και πέρα εξαρτιόταν από την Εθνοσυνέλευση που θα εκλεγόταν ελεύθερα. Τους δεξιούς σοσιαλδημοκράτες τούς ενίσχυαν και οι ηγέτες του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος που έχοντας υπόψη πως οι εργαζόμενες μάζες συμπαθούν τα Σοβιέτ πρότειναν ένα σχέδιο απόφασης για να διατηρηθεί το σύστημα των Σοβιέτ. Στην πραγματικότητα αυτό σήμαινε πως συνδυαζόταν το σύστημα των Σοβιέτ με την Εθνοσυνέλευση, πως τα Σοβιέτ υπάγονταν στο όργανο της δικτατορίας της αστικής τάξης με μοναδικό αποτέλεσμα να διαστρεβλωθεί και να δυσφημιστεί ή ιδέα των Σοβιέτ.
Οι αντιπρόσωποι στο συνέδριο των Σοβιέτ έπεσαν στις αυταπάτες της σοσιαλδημοκρατικής προπαγάνδας και πίστεψαν τις αόριστες κυβερνητικές διακηρύξεις για την κοινωνικοποίηση της βιομηχανίας από την επιτροπή Κάουτσκι ενώ βολεύτηκαν με κάποιες δημοκρατικές παραχωρήσεις και υποστήριξαν το σχέδιο απόφασης των δεξιών σοσιαλδημοκρατών για να συγκληθεί Εθνική (Συντακτική) Συνέλευση και να μεταβιβαστεί όλη η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία στο Συμβούλιο των πληρεξουσίων του λαού ωσότου αποφασίσει τελειωτικά η Εθνοσυνέλευση.
Το συνέδριο εξέλεξε το Κεντρικό Σοβιέτ που του παραχωρήθηκε τυπικά το δικαίωμα να ελέγχει την κυβέρνηση. Στο Κεντρικό Σοβιέτ πήραν μέρος μόνο σοσιαλδημοκράτες της πλειοψηφίας.
Η εξουσία στο κεφάλαιο
Το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ έλυσε το βασικό πρόβλημα της επανάστασης, δηλαδή το πρόβλημα της εξουσίας, προς όφελος της αστικής τάξης. Αμέσως μετά το συνέδριο οι δεξιοί ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας πέρασαν στην επίθεση εναντίον της επαναστατικής εμπροσθοφυλακής της εργατικής τάξης. Και πρώτα πρώτα θέλησαν να στερήσουν το προλεταριάτο από τις ένοπλες δυνάμεις του που το ίδιο είχε δημιουργήσει. Για το σκοπό αυτό η κυβέρνηση σταμάτησε να πληρώνει τους μισθούς στη λεγόμενη Λαϊκή Ναυτική Μεραρχία, που αριθμούσε περισσότερους από 3.000 επαναστάτες ναύτες. Για τη λύση της διαφοράς αντιπρόσωποι των ναυτών της μεραρχίας έφτασαν στις 23 του Δεκέμβρη στο φρουραρχείο του Βερολίνου. Την ώρα που διαπραγματεύονταν με τον σοσιαλδημοκράτη φρούραρχο Βελς μια περίπολος του φρουραρχείου πυροβόλησε στο δρόμο εναντίον της ομάδας των ναυτών που συνόδευσαν έως εκεί τους αντιπροσώπους τους. Δύο ναύτες σκοτώθηκαν και τρεις τραυματίστηκαν βαριά. Οι αγανακτισμένοι ναύτες έπιασαν τον Βελς και τον πήγαν στο μέγαρο της ιππευτικής σχολής.
Στις 24 του Δεκέμβρη το πρωί η κυβέρνηση αφού συγκέντρωσε μπροστά στη σχολή τμήματα πεζικού και πυροβολικό, έστειλε τελεσίγραφο στους ναύτες να εγκαταλείψουν τη σχολή, να παραδώσουν τα όπλα και να αφήσουν ελεύθερο τον Βελς. Οι ναύτες αρνήθηκαν. Μετά από αυτό άρχισε ο κανονιοβολισμός των κτιρίων της σχολής που κατείχαν οι ναύτες. Οι εργάτες του Βερολίνου ξεσηκώθηκαν για να υπερασπίσουν τους ναύτες, έδιωξαν τους στρατιώτες και η κυβέρνηση απέτυχε, σ' αυτή της την ενέργεια. Ετσι εγκατέλειψε προσωρινά την ιδέα της διάλυσης της Λαϊκής Ναυτικής Μεραρχίας. Οι ηγέτες του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος άρχισαν διαπραγματεύσεις με τους εργάτες και τους ναύτες και τους έπεισαν να σταματήσουν τον αγώνα.
Οι προκλητικές ενέργειες της κυβέρνησης στις 23 και 24 του Δεκέμβρη έδειχναν καθαρά πως οι δεξιοί σοσιαλδημοκράτες μαζί με τους στρατιωτικούς είχαν περάσει στο δρόμο της ανοιχτής αντεπαναστατικής δράσης. Ανάμεσα στους εργάτες ξέσπασαν ταραχές. Οι προλεταριακές μάζες ζητούσαν από τους ηγέτες των ανεξάρτητων να ξεκόψουν από το συνασπισμό με τους σοσιαλδημοκράτες της πλειοψηφίας του Σοβιέτ. Οι «Σπαρτακιστές» ζητούσαν να συγκληθεί αμέσως συνέδριο του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στο οποίο ανήκαν σαν φράξια. Οι ηγέτες των ανεξάρτητων αρνήθηκαν να συγκαλέσουν συνέδριο του κόμματος, αλλά βλέποντας πως αν εξακολουθούσαν να παίρνουν μέρος στην κυβέρνηση Εμπερτ κινδύνευαν να χάσουν την εμπιστοσύνη των απλών μελών του κόμματος, αποσύρανε τους αντιπροσώπους τους (Χάαζε, Ντίτμαν και Μπαρτ) από το Συμβούλιο των πληρεξουσίων του λαού. Τις θέσεις των ανεξάρτητων στην κυβέρνηση τις πήραν οι δεξιοί σοσιαλδημοκράτες Νόσκε και Βίσελ.
Ιδρύεται το ΚΚΓ
Το ξετύλιγμα των επαναστατικών γεγονότων έβαζε ολοένα και με πιο μεγάλη οξύτητα μπροστά στους ηγέτες της «Ενωσης του Σπάρτακου» το πρόβλημα δημιουργίας ενός Ανεξάρτητου Κόμματος. Είχε γίνει πλέον φανερό ότι δεν μπορούσαν να καθοδηγήσουν τα επαναστατικά γεγονότα και την τροπή που πήραν σαν φράξια στους ανεξάρτητους. Μάλλον άργησαν να συνειδητοποιήσουν αυτή την αναγκαιότητα.
Στο τέλος του Δεκέμβρη του 1918 ομάδες της «Ενωσης Σπάρτακου» είχαν συγκροτηθεί στο Ρουρ, στον Κάτω Ρήνο, στο Εσεν, στο Μπρούνσβικ, στη Θουριγγία, στην Ανατολική Πρωσία, στη Βαυαρία, στη Στουτγκάρδη, στη Λιψία, στο Χέμνιτς, στη Δρέσδη, στο Μαγδεμβούργο και αλλού. Στις 14 του Δεκέμβρη η εφημερίδα των Σπαρτακιστών «Ρότε Φάνε» δημοσίευσε την προγραμματική προκήρυξη «Τι θέλει η Ενωση Σπάρτακου]. Η προκήρυξη αυτή έβαζε καθήκον τον αγώνα για την παραπέρα ανάπτυξη της επανάστασης με σκοπό να νικήσουν η εργατική τάξη και η αγροτιά, να εγκαθιδρυθεί η δικτατορία του προλεταριάτου και να σχηματιστεί μια ενιαία γερμανική σοσιαλιστική δημοκρατία. Διατυπώνονταν ακόμη και τα εξής άμεσα αιτήματα: Να εκμηδενιστεί ο πρωσικός μιλιταρισμός, να οργανωθεί πολιτοφυλακή από εργάτες, να εθνικοποιηθούν οι τράπεζες, τα ανθρακωρυχεία και η βαριά βιομηχανία, να γίνει αγροτική μεταρρύθμιση, να καταργηθούν τα χωριστά γερμανικά κράτη, να αφοπλιστούν η αστυνομία, οι αξιωματικοί και όλες οι ένοπλες δυνάμεις των κυρίαρχων τάξεων.
Στις 29 του Δεκέμβρη η παγγερμανική κλειστή συνδιάσκεψη της «Ενωσης Σπάρτακου» αποφάσισε να ξεκόψει από τους ανεξάρτητους και να ιδρύσει κομμουνιστικό κόμμα. Την άλλη μέρα, στις 30 του Δεκέμβρη, άρχισε τις εργασίες του στο Βερολίνο το ιδρυτικό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας. Σ' αυτό πήραν μέρος 83 αντιπρόσωποι από 46 τοπικές Οργανώσεις, 3 αντιπρόσωποι της «Ενωσης των κόκκινων στρατιωτών», 1 αντιπρόσωπος της νεολαίας και 16 προσκαλεσμένοι. Το συνέδριο άκουσε την εισήγηση του Καρλ Λίμπκνεχτ «Η κρίση στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και η ανάγκη να ιδρυθεί Κομμουνιστικό Κόμμα στη Γερμανία» και ενέκρινε μια απόφαση που έλεγε πως η «Ενωση Σπάρτακου», σπάζοντας τους οργανωτικούς δεσμούς της με το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, συγκροτείται σε ανεξάρτητο πολιτικό κόμμα με τον τίτλο «Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας» («Ενωση Σπάρτακου»).
Η κύρια προσοχή του συνεδρίου είχε συγκεντρωθεί στην εισήγηση της Ρόζας Λούξεμπουργκ «Το πρόγραμμα και η πολιτική κατάσταση». Η εισήγηση έβαζε το ζήτημα ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας στέκεται στη βάση του μαρξισμού, τόνιζε τη σημασία της Οχτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία και ότι για τη γερμανική επανάσταση ήταν ένα μεγάλο παράδειγμα. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ εξέφρασαν στους λόγους τους τη διεθνιστική αλληλεγγύη προς τη Σοβιετική Ρωσία και διαμαρτυρήθηκαν για την αντισοβιετική πολιτική της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Γερμανίας. Το συνέδριο ενέκρινε χαιρετιστήριο προς τους «Ρώσους συναγωνιστές στον αγώνα εναντίον του κοινού εχθρού των καταπιεζόμενων όλων των χωρών». Το χαιρετιστήριο αυτό ανάμεσα στα άλλα έλεγε και τα εξής: «Η συναίσθηση πως οι καρδιές σας χτυπούν για μας δίνει δύναμη και ενεργητικότητα στον αγώνα μας. Ζήτω ο σοσιαλισμός! Ζήτω η παγκόσμια επανάσταση!».
Για πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος το συνέδριο ενέκρινε την προκήρυξη «Τι θέλει η Ενωση Σπάρτακου».
Στο συνέδριο δε λύθηκαν όλα τα προβλήματα σωστά. Ετσι τα μέλη του συνεδρίου υποτίμησαν το ρόλο της αγροτιάς ως σύμμαχου του προλεταριάτου και γι' αυτό το συνέδριο δεν κατάρτισε αγροτικό πρόγραμμα. Επηρεασμένο από σεχταριστικό πνεύμα το συνέδριο απαγόρευσε στα μέλη του κόμματος να δουλεύουν στις ρεφορμιστικές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Αντίθετα από τις επίμονες υποδείξεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ αποφασίστηκε να μποϊκοτάρει το κόμμα τις εκλογές για Εθνοσυνέλευση, αν και το ζήτημα της Εθνοσυνέλευσης δεν είχε ακόμη ξεσκεπαστεί στα μάτια των πλατιών μαζών και έτσι οι μάζες δε θα καταλάβαιναν γιατί οι κομμουνιστές αρνούνται να πάρουν μέρος στις εκλογές. Το συνέδριο εξουσιοδότησε την Κεντρική Επιτροπή της «Ενωσης Σπάρτακου» να εκτελεί καθήκοντα Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος έως το επόμενο συνέδριο του κόμματος.
Το ιδρυτικό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας είχε τεράστια διεθνή σημασία. Το γερμανικό εργατικό κίνημα αποκτούσε κόμμα με επαναστατικό μαρξιστικό πρόγραμμα που αναγνώριζε τη δικτατορία του προλεταριάτου. Οπως είχε δηλώσει στο συνέδριο η Ρόζα Λούξεμπουργκ, «τώρα είμαστε πάλι με τον Μαρξ». Οι επαναστατικές δυνάμεις σε πολλές χώρες επηρεάστηκαν ουσιαστικά και από το ότι παγκόσμια γνωστοί παράγοντες του εργατικού κινήματος, όπως ο Κ. Λίμπκνεχτ, η Ρ. Λούξεμπουργκ, ο Β. Πικ και ο Φ. Μέρινγκ, ξέκοψαν οριστικά από το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και ίδρυσαν το ανεξάρτητο Κομμουνιστικό Κόμμα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήδη είχε επέλθει η διάσπαση στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία με επίκεντρο την εκτίμηση του χαρακτήρα του πολέμου (ιμπεριαλιστικός) και την ταχτική της σοσιαλδημοκρατίας στον πόλεμο, όπου οι δεξιοί σοσιαλδημοκράτες, ανάμεσά τους και οι Γερμανοί με τον Κάουτσκι, πέρασαν με την αστική τους τάξη και την ταχτική της «άμυνας της πατρίδας», ενώ απ' όλες τις πλευρές ο πόλεμος γινόταν για το εδαφικό ξαναμοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ενώ οι μαρξιστές με επικεφαλής τον Λένιν χάραξαν την ταχτική της μετατροπής του πολέμου από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της σε κάθε χώρα σε εμφύλιο, ενάντια δηλαδή στην αστική εξουσία για την ανατροπή της, ταχτική που δικαιώθηκε με την Οχτωβριανή Επανάσταση. Και διεξαγόταν οξύτατη διαπάλη στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία, ανάμεσα σ' αυτούς που πέρασαν με την αστική τάξη και στους συνεπείς μαρξιστές.
Ετσι η ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας έπαιξε μεγάλο ρόλο στο προτσές της ίδρυσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ο Β. 1. Λένιν έγραφε: «Οταν η "Ενωση Σπάρτακου" ονόμασε τον εαυτό της "Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας", τότε η ίδρυση μιας πραγματικά προλεταριακής, μιας πραγματικά διεθνιστικής, μιας πραγματικά επαναστατικής Γ΄ Διεθνούς, της Κομμουνιστικής Διεθνούς, κατέστη γεγονός. Τυπικά η βάση αυτή δεν είχε ακόμη κατοχυρωθεί, αλλά στην ουσία η Γ΄ Διεθνής τώρα πια υπάρχει».
Αντεπαναστατική επίθεση
Μετά και από τις αρνητικές για την εργατική τάξη και την επανάσταση εξελίξεις στο συνέδριο των Σοβιέτ, η αστική τάξη επιτάχυνε τις προετοιμασίες για μια αποφασιστική εκστρατεία εναντίον της επαναστατικής εμπροσθοφυλακής της εργατικής τάξης. Τα ένοπλα τμήματα των λεγόμενων εθελοντών, που είχε οργανώσει, άρχισαν να συγκεντρώνονται στο Βερολίνο. Στις 4 του Γενάρη του 1919 ο διευθυντής της αστυνομίας του Βερολίνου, ο αγαπητός στους εργάτες ανεξάρτητος Αϊχγκορν, απολύθηκε από τη θέση του και αντικαταστάθηκε από τον δεξιό σοσιαλδημοκράτη Ερνστ. Η πρόκληση αποσκοπούσε να σπρώξει τους εργάτες του Βερολίνου σε μια πρόωρη εξέγερση.
Στις 4 του Γενάρη το βράδυ σε σύσκεψη των οργανώσεων των ανεξάρτητων και επαναστατών εκπροσώπων του Σοβιέτ του Βερολίνου όπου πήραν μέρος και εκπρόσωποι του Κομμουνιστικού Κόμματος (Καρλ Λίμπκνεχτ και Βίλχελμ Πικ) αποφάσισε να μην επιτρέψει την αντικατάσταση του Αϊχγκορν και κάλεσε τους εργάτες του Βερολίνου σε διαδήλωση στις 5 του Γενάρη και σε περίπτωση ανάγκης να αρχίσουν αγώνα για την ανατροπή της κυβέρνησης. Εκλέχτηκε μια επαναστατική επιτροπή δράσης όπου πήραν μέρος ο Καρλ Λίμπκνεχτ και ο Βίλχελμ Πικ. Το ίδιο βράδυ η ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος αποφάσισε να υποστηρίξει τους επαναστάτες προεστούς και να πάρει μέρος στη διαδήλωση, αλλά έκρινε άκαιρη την εξέγερση για την ανατροπή της κυβέρνησης γιατί η χώρα δεν ήταν έτοιμη γι' αυτό.
Στις 5 του Γενάρη έγινε μια μεγαλειώδης διαδήλωση. Η επαναστατική επιτροπή που μέλη της ήταν και εκπρόσωποι του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, κάλεσε τους εργάτες να αγωνιστούν για τη διάλυση των σωμάτων των λευκοφρουρών, για τον οπλισμό του προλεταριάτου και για την επαναφορά του Αϊχγκορν στη θέση του. Αλλά ταυτόχρονα ρίχτηκε και ένα σύνθημα που γι' αυτό οι εργάτες δεν ήταν προετοιμασμένοι. Η επαναστατική επιτροπή κάλεσε τους διαδηλωτές να ανατρέψουν την κυβέρνηση Εμπερτ-Σάιντεμαν και δήλωσε πως παίρνει την εξουσία στα χέρια της.
Την άλλη μέρα, στις 6 του Γενάρη, ξέσπασε στο Βερολίνο γενική απεργία. Αυτή τη μέρα και τις επόμενες βγήκαν στους δρόμους 500 περίπου χιλιάδες εργάτες. Στις 7-8 του Γενάρη οι εργάτες κυρίευσαν τους σιδηροδρομικούς σταθμούς και τα γραφεία και τα τυπογραφεία της εφημερίδας «Φόρβερτς», αλλά δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν. Οι ηγέτες των ανεξάρτητων που λίγο πριν είχαν ζητήσει την ανατροπή της κυβέρνησης, άρχισαν τώρα να διαπραγματεύονται μαζί της δίνοντας έτσι στην αντεπανάσταση τη δυνατότητα να κερδίσει χρόνο για να συγκεντρώσει ένοπλες δυνάμεις. Υστερα από αυτό η ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος αποφάσισε στις 8 του Γενάρη να ανακαλέσει τον Λίμπκνεχτ και τον Πικ από την επαναστατική επιτροπή. Την ίδια μέρα το βράδυ, ύστερα από την αποτυχία των συνομιλιών με τον Εμπερτ, οι ανεξάρτητοι που ανήκαν στην επαναστατική επιτροπή ξανάρχισαν να καλούν τους εργάτες στα όπλα. Αλλά δεν καταπιάνονταν να προετοιμαστούν πραγματικά για ένοπλη πάλη και εξέγερση. Στο μεταξύ, το νεαρό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είχε ακόμη τη δύναμη να τραβήξει μαζί του πλατιές λαϊκές μάζες. Συνολικά τα μέλη της κομματικής οργάνωσης του Βερολίνου ήταν μόλις 300.
Τις μέρες αυτές τα μέλη της κυβέρνησης συσκέπτονταν συνεχώς με εκπροσώπους της ηγεσίας του στρατού. Σε μια από τις συσκέψεις αυτές ο Νόσκε ζήτησε να παρθούν γενναίες αποφάσεις. Κάποιος του φώναξε: «Καταπιαστείτε λοιπόν μ' αυτό το ζήτημα!». Και ο Νόσκε απάντησε: «Τι να γίνει! Κάποιος ασφαλώς πρέπει να γίνει το αιμοβόρο σκυλί. Εγώ δε φοβάμαι τις ευθύνες». Το παρατσούκλι «αιμοβόρο σκυλί» χαρακτήρισε για πάντα το Νόσκε σαν δήμιο της γερμανικής επανάστασης.
Στις 11 του Γενάρη η κυβέρνηση είχε συγκεντρώσει στρατό και άρχισε να εφαρμόζει σκληρά μέτρα. Εναντίον των εργατών και των στρατιωτών που αμύνονταν στο μέγαρο της διεύθυνσης της αστυνομίας και στα γραφεία της εφημερίδας «Φόρβερτς» χρησιμοποιήθηκαν τουφέκια και πυροβολικό. Οι αιχμάλωτοι δέρνονταν άγρια και πολλοί τουφεκίζονταν επιτόπου. Οι κομμουνιστές κηρύχτηκαν εκτός νόμου. Οι κύριες δυνάμεις των ένοπλων τμημάτων των «εθελοντών» - η λευκή φρουρά του Νόσκε - εισβάλανε στις εργατικές συνοικίες.
Οι σοσιαλδημοκράτες εδραιώνουν την αστική εξουσία
Στις 13 του Γενάρη η ηγεσία των ανεξάρτητων κήρυξε τη λήξη της απεργίας.
Με απόφαση της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ περνάνε στην παρανομία, αλλά εξακολουθούν να διευθύνουν την εφημερίδα του κόμματος «Ρότε Φάνε». Η Ρ. Λούξεμπουργκ γράφει το άρθρο «Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο», όπου αποκαλύπτει για ποιους λόγους νικήθηκε το προλεταριάτο του Βερολίνου. Τα χωριά, που έδιναν ένα μεγάλο ποσοστό από τη μάζα των στρατιωτών, γράφει η Λούξεμπουργκ, η επανάσταση δεν τα έθιξε σχεδόν καθόλου. Η πολιτική ανωριμότητα της μάζας των στρατιωτών επέτρεπε στους αξιωματικούς να τους χρησιμοποιούν για αντεπαναστατικούς σκοπούς. Πολλά επαναστατικά κέντρα στις επαρχίες, π.χ., στην περιοχή του Ρήνου, στις παραθαλάσσιες πόλεις, στο Μπρούνσβικ, στη Σαξονία, στη Βιρτεμβέργη, ήταν απόλυτα με το μέρος του προλεταριάτου του Βερολίνου, αλλά τους έλειπε η ενότητα δράσης που θα έδινε ασύγκριτα πιο μεγάλο αποτέλεσμα και δύναμη κρούσης στις εξεγέρσεις των Βερολινέζων εργατών.
Ο Κ. Λίμπκνεχτ στο άρθρο του «Παραβλέποντας το καθετί», που γράφτηκε στις 14 του Γενάρη, τόνιζε: «Ναι, οι επαναστάτες εργάτες του Βερολίνου συντρίφτηκαν και οι Εμπερτ-Σάιντεμαν-Νόσκε νίκησαν. Αλλά υπάρχουν ήττες που ισοδυναμούν με νίκες, και υπάρχουν νίκες που είναι πιο μοιραίες από τις ήττες. Οι νικημένοι σήμερα εργάτες θα γίνουν αύριο νικητές γιατί η ήττα έγινε γι' αυτούς μάθημα».
Οι πράκτορες των στρατιωτικών της αντεπανάστασης κατόρθωσαν να ανακαλύψουν το διαμέρισμα που κρύβονταν ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Στις 15 του Γενάρη το βράδυ τους έπιασαν και τους πήγαν στο επιτελείο της μεραρχίας ιππικού της φρουράς. Και οι δύο αυτοί θαυμάσιοι επαναστάτες δολοφονήθηκαν από αξιωματικούς. Οι δολοφόνοι έστειλαν το σώμα του Κ. Λίμπκνεχτ στο νεκροτομείο σαν «πτώμα αγνώστου ανδρός», ενώ το σώμα της Ρ. Λούξεμπουργκ το πέταξαν σε ένα κανάλι όπου βρέθηκε μόλις στις 31 του Μάη του 1919.
Σε ολόκληρη τη Γερμανία ξεσηκώθηκε ένα κύμα διαμαρτυρίας για τη δολοφονία των δύο αυτών επιφανών κομμουνιστών ηγετών της γερμανικής εργατικής τάξης. Οι κηδείες του Καρλ Λίμπκνεχτ (25 του Γενάρη 1919) και της Ρόζας Λούξεμπουργκ (13 του Ιούνη 1919) μετατράπηκαν σε διαδηλώσεις, όπου πήραν μέρος χιλιάδες εργαζόμενοι.
Η γερμανική αστική τάξη αφού συνέτριψε την επαναστατική εμπροσθοφυλακή της εργατικής τάξης, πέτυχε το σκοπό της. Εξασφάλισε τη νίκη στις εκλογές για Εθνοσυνέλευση. Οι εκλογές έγιναν σε συνθήκες άγριας τρομοκρατίας. Ψήφισαν 30 εκατ. εκλογείς. Οι σοσιαλδημοκράτες πήραν 11,5 εκατομ. ψήφους και 165 έδρες και οι ανεξάρτητοι 2,3 εκατ. ψήφους και 22 έδρες. Συνολικά τα δύο αυτά κόμματα συγκέντρωσαν τα 45,5% των εδρών. Τα υπόλοιπα 54,5% των εδρών τα πήραν τα αστικά κόμματα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν πήρε μέρος στις εκλογές. Ηταν ήδη εκτός νόμου.
Η Εθνική (Συντακτική) Συνέλευση άρχισε τις εργασίες της στις 6 του Φλεβάρη στη μικρή πόλη της Θουριγγίας Βαϊμάρη. Τη μέρα που άρχισαν οι εργασίες της Συνέλευσης, το Κεντρικό Συμβούλιο των Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών αποφάσισε να της παραδώσει την εξουσία που την είχε πάρει από το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών. Ετσι εκπλήρωσε την αποστολή που του ανέθεσαν οι σοσιαλδημοκράτες, να εδραιώσει την αστική εξουσία. Και αφού η αποστολή του έληξε, οδηγήθηκε στην αυτοδιάλυση. Στις 11 του Φλεβάρη η Εθνοσυνέλευση εξέλεξε τον Εμπερτ Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στις 13 του Φλεβάρη ο Σάιντεμαν σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού σοσιαλδημοκρατών με τα αστικά κόμματα. Ετσι η σοσιαλδημοκρατία έπαιξε καλά το ρόλο της ως σωτήρας του καπιταλισμού από την επανάσταση. Αυτό έκανε από τότε, αυτό συνεχίζει και σήμερα.
Η δολοφονία της Ρ. Λούξεμπουργκ και του Κ. Λίμπκνεχτ ήταν ένα τεράστιο πλήγμα, όχι μόνο για το γερμανικό, αλλά και για το παγκόσμιο προλεταριάτο. Την πολιτική σημασία του γεγονότος την έδωσε με ακρίβεια ο Λένιν στις 19 του Γενάρη του 1919, όταν, μιλώντας σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας, είπε μεταξύ άλλων («Απαντα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 37, σελ. 434): «Σήμερα στο Βερολίνο η αστική τάξη και οι σοσιαλπροδότες πανηγυρίζουν. Κατάφεραν να δολοφονήσουν τον Κ. Λίμπκνεχτ και τη Ρ. Λούξεμπουργκ. Ο Εμπερτ και ο Σάιντεμαν, που τέσσερα ολόκληρα χρόνια έσπρωχναν τους εργάτες στο σφαγείο για ληστρικά συμφέροντα, ανέλαβαν τώρα το ρόλο δημίων των προλεταριακών ηγετών. Το παράδειγμα της επανάστασης στη Γερμανία μάς πείθει ότι η "δημοκρατία" δεν είναι παρά ένα προκάλυμμα της αστικής καταλήστευσης και της πιο άγριας βίας». Για το ίδιο θέμα, επίσης, ο Λένιν μίλησε το Μάρτη του '19 στο ιδρυτικό συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, λέγοντας χαρακτηριστικά («Απαντα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 37, σελ. 497): «Η δολοφονία του Καρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ αποτελεί γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας, όχι μόνο γιατί βρήκαν τραγικό θάνατο οι καλύτεροι άνθρωποι και ηγέτες της πραγματικά προλεταριακής, της Κομμουνιστικής Διεθνούς, αλλά και γιατί αποκαλύφθηκε πέρα για πέρα η ταξική ουσία ενός κράτους προηγμένου σε ευρωπαϊκή κλίμακα - μπορούμε να πούμε δίχως υπερβολή σε παγκόσμια κλίμακα. Αν κάτω από μια κυβέρνηση σοσιαλπατριωτών οι αξιωματικοί και οι καπιταλιστές μπόρεσαν να δολοφονήσουν ατιμώρητα κρατούμενους, δηλαδή ανθρώπους που η κρατική εξουσία τούς είχε θέσει κάτω από τη φρούρησή της, βγαίνει το συμπέρασμα πως η ρεπουμπλικανική δημοκρατία στην οποία μπόρεσε να συμβεί ένα τέτοιο πράγμα δεν είναι παρά δικτατορία της αστικής τάξης».
Πηγές:
1. Β. Ρούγκε: «Η επανάσταση του Νοέμβρη 1918 στη Γερμανία» εκδόσεις ΣΕ, σελ. 52
2. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», εκδόσεις «Μέλισσα», τόμος Η΄

Επιμέλεια
Στέφανος ΚΡΗΤΙΚΟΣ

TOP READ