29 Ιουλ 2018

Ο,τι πιο ανήθικο, βρώμικο και χυδαίο έχει κυβερνήσει ποτε αυτό τον τόπο.





1. Όταν έχουν θανατωθεί τόσοι άνθρωποι και με τέτοιο τρόπο, οποιαδήποτε αναφορά - έστω νύξη - περί άναρχης/ αυθαίρετης δόμησης και παραβίασης της νομοθεσίας εκ μέρους των κατοίκων (συνεπώς και των θυμάτων) ως αιτία του θανάτου τους αποτελεί κατ’ αρχάς αήθη πράξη (εν προκειμένω συνιστά και διάδοση ψευδούς γεγονότος, όπως θα δούμε παρακάτω).
Μπορεί στην εποχή μας να έχουμε χάσει την αίσθηση του μέτρου και κάποιοι να θεωρούν την ανηθικότητά τους ακόμη και προτέρημα, όμως η προσβολή της μνήμης νεκρού ήταν από αρχαιοτάτων χρόνων και παραμένει αήθης πράξη που χαρακτήριζε και θα χαρακτηρίζει τον δράστη ασχέτως του τι ιδέα έχει εκείνος για τον εαυτό του.

2. Η συζήτηση περί πολεοδομικών παραβάσεων και αυθαιρέτων, θα επιτρεπόταν σήμερα από ηθικής απόψεως αν το μείζον αποτέλεσμα της πυρκαγιάς ήταν η καταστροφή 200 ή 500 ακινήτων ή και όλου του οικισμού και εκεί θα μπορούσαμε να συζητήσουμε, μεταξύ άλλων, για σπίτια που κάηκαν επειδή ήταν χτισμένα μέσα στο δάσος, για τα ακραία καιρικά φαινόμενα που καθιστούσαν αδύνατη την προστασία των χτισμένων μέσα στο δάσος ακινήτων, για τους στενούς δαιδαλώδεις δρόμους που δυσχέραιναν την προσέγγιση των πυροσβεστικών οχημάτων ή για τα ελλιπή μέτρα προστασίας με ευθύνη κάποιων ιδιοκτητών κ.α.
Όμως εδώ δεν πρόκειται για ντουβάρια, αλλά για τουλάχιστον 88 ανθρώπινες ζωές.
3. Θα μπορούσα ακόμη να κατανοήσω ως ένα βαθμό αυτού του είδους την απίστευτη συζήτηση που γίνεται, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
1ον) ότι υπήρχε σχέδιο εκκένωσης του οικισμού σε περίπτωση πυρκαγιάς και αντίστοιχη ενημέρωση των κατοίκων, που όμως δεν ακολουθήθηκε από αυτούς και 
2ον) ότι δόθηκε εντολή εκκένωσης του οικισμού – ακόμα και καθυστερημένη – που απέτυχε εξαιτίας των αυθαίρετων χτισμάτων, του δαιδαλώδους των δρόμων και του αποκλεισμού της πρόσβασης στην παραλία λόγω άναρχης δόμησης.
Όμως,
1ον) ο αντιδήμαρχος Μαραθώνα (όπου υπάγεται το Μάτι) Βάιος Θανασιάς, αρμόδιος για την πολιτική προστασία, σε συνέντευξή του στον Real FM την Πέμπτη ή Παρασκευή (26 ή 27/7) δήλωσε επί λέξει ότι «εξ όσων γνωρίζω δεν υπήρχε σχέδιο εκκένωσης για το Μάτι»,
2ον) είναι απολύτως επιβεβαιωμένο και αποδεδειγμένο ότι οι κάτοικοι δεν είχαν την παραμικρή ενημέρωση από τον Δήμο για την ύπαρξη σχεδίου εκκένωσης και για τον τρόπο υλοποίησής του,
3ον) είναι απολύτως επιβεβαιωμένο και αποδεδειγμένο ότι δεν δόθηκε ποτέ εντολή εκκένωσης του οικισμού, τούτο δε παρά τις εισηγήσεις προς την πολιτική προστασία που υπήρξαν - έστω με καθυστέρηση - από τους αξιωματικούς της πυροσβεστικής που βρίσκονταν στο σημείο και για τις οποίες έκανε λόγο ο Πρόεδρος των Πυροσβεστών Δημήτριος Σταθόπουλος στις 27/7. Το γεγονός αυτό, δηλαδή το ότι δεν δόθηκε ποτέ εντολή εκκένωσης, επιβεβαίωσε ουσιαστικά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, ο οποίος σε συν.τύπου στις 26/7 είπε επί λέξει ότι «το συγκεκριμένο φαινόμενο που ολοκληρώθηκε σε 1,5 ώρα και προξένησε τους τραγικούς θανάτους, ήταν τόσο γρήγορο που σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να γίνει εκκένωση ενός οικισμού 15-20 χιλιάδων κατοίκων. Χρειάζεται 5-6 ώρες ίσως και μια ημέρα για να εκκενωθεί η πόλη. ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΝΑ ΑΡΧΙΣΕΙ ΕΝΑ ΤΕΤΟΙΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ. Δεν ήταν ανθρωπίνως δυνατό να γίνει εκκένωση σε 1,5 ώρα». Και συμπλήρωσε στην ίδια συνέντευξη τύπου ότι «οι κατασκηνώσεις έχουν διαφορετικό σχεδιασμό και είναι άστοχο και άτοπο να κάνουμε συγκρίσεις», επιβεβαιώνοντας δηλαδή ουσιαστικά ότι για το Μάτι δεν υπήρξε ποτέ εντολή εκκένωσης (ούτε καν καθυστερημένη), σε αντίθεση με τις κατασκηνώσεις. Επίσης, στην ίδια συνέντευξη, προκειμένου να υποστηρίξει ότι η ηγεσία της Πυροσβεστικής (και πολιτικής προστασία) δεν φέρει ευθύνη ανέφερε ότι «είναι αυταπάτη το κλίμα ασφάλειας ότι η λεωφόρος Μαραθώνος θα μπορούσε να σταματήσει τη φωτιά και δεν το καλλιέργησε κανένας επίσημος φορέας». Από την τελευταία παραδοχή όμως προκύπτει ότι ο διαθέσιμος χρόνος αντίδρασης ήταν πολύ μεγαλύτερος από τη 1,5 ώρα, γιατί η φωτιά ερχόταν από το Νταού Πεντέλης από πολύ νωρίτερα.
4. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι η απόδοση ευθυνών στους νεκρούς δεν αποτελεί εν προκειμένω μόνον αήθη πράξη αλλά πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω εάν πληροί και την υπόσταση του εγκλήματος της προσβολής της μνήμης νεκρού (365 ΠΚ) τελούμενη με βάναυση ή κακόβουλη εξύβριση ή με συκοφαντική δυσφήμηση. Διότι οι άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί χωρίς να υπάρχει ούτε σχέδιο εκκένωσης για να ξέρουν πού να συγκεντρωθούν και να διαφύγουν και χωρίς να δοθεί καν εντολή εκκένωσης και όχι επειδή είχαν χτίσει αυθαίρετα.
Επίσης, είναι αδιανόητο να υποστηρίζονται τα περί μη πρόσβασης στην παραλία εξαιτίας αυθαιρέτων τη στιγμή που ακόμη και αυτοί που βρήκαν τον δρόμο για την παραλία περισυνελέγησαν μετά από 5 και 6 ώρες, και τουλάχιστον 5 από αυτούς πνίγηκαν στην θάλασσα καθώς λόγω έλλειψης σχεδίου εκκένωσης με συγκέντρωση στην παραλία δεν υπήρχαν διαθέσιμα πλωτά μέσα, τα οποία έφτασαν με τεράστια καθυστέρηση.
5. Το τι υποστηρίζουν οι οπαδοί του κυβερνητικού μορφώματος έχει παύσει να με απασχολεί εδώ και καιρό, διότι πρόκειται είτε για ανίατες περιπτώσεις, είτε για επί πληρωμή οπαδούς (βλ. μεταξύ άλλων τις 9μηνες συμβάσεις με αμοιβή 14.760 € πλέον ΦΠΑ σε ψευτοδημοσιογράφους και περσόνες των τουίτερ για να χυδαιολογούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης), είτε και τα δύο.
Όμως τα όσα ειπώθηκαν παραπάνω είναι η επίσημη θέση της κυβέρνησης, είναι οι απόψεις των υπουργών της. Και δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε να έχει γίνει κάτι ανάλογο στην Ελλάδα. Δεν θυμάμαι ποτέ τέτοια ανηθικότητα, δεν θυμάμαι ποτέ τέτοιο βαθμό απροκάλυπτης χυδαιότητας όσο πίσω και αν πάω τον χρόνο.
Ήξερα ότι είχαμε να κάνουμε με αποδεδειγμένα ανίκανους, ανόητους ψεύτες και εξουσιομανείς τυχοδιώκτες. Μετά όμως από αυτά που διαδραματίστηκαν στη χώρα μας την περασμένη εβδομάδα είναι βέβαιο ότι έχουμε να κάνουμε με ό,τι πιο ανήθικο, βρώμικο και χυδαίο έχει κυβερνήσει αυτό τον τόπο.
Α.Σ.

Λουδοβίκος Φόυερμπαχ – Δρόμοι και αδιέξοδα της προμαρξικής γερμανικής φιλοσοφίας

Ο Λουδοβικός Φόυερμπαχ, είναι με βεβαιότητα ο νεοεγελιανός στοχαστής με τη μεγαλύτερη επιρροή, τόσο στους συγχρόνους του όσο και αργότερα, αν κρίνει κανείς από το αδιάκοπο, ως τις μέρες μας ενδιαφέρον για τη ζωή και το έργο του. Ανήκει στη χορεία των στοχαστών εκείνων που επαναστάτησαν ενάντια στο ακαδημαϊκό κατεστημένο της φιλοσοφίας και πρότειναν έναν νέο πολιτισμό για την ανθρωπότητα. Αναμφισβήτητα η σκέψη του έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που τον κάνουν να ξεπερνά τα στενά όρια της εγελιανής αριστεράς και να θέσει τις βάσεις για την εμφάνιση του επιστημονικού σοσιαλισμού, ιδίως σε ό,τι αφορά το έναυσμα που έδωσε στον νεαρό Καρλ Μαρξ, την εποχή, που όπως όλοι οι ριζοσπαστικοί Γερμανοί διανοούμενοι, ήταν θαυμαστής του Φόυερμπαχ, όπως μαρτυρά κι ο Ένγκελς. Δεν είναι τυχαίο πως όποια κριτική κι αν άσκησε μετέπειτα στο δάσκαλό του – με την ευρεία έννοια – δεν παρέλειπε ποτέ να αναγνωρίζει την ξεχωριστή εκτίμηση και οφειλή του σε εκείνον. Η σταδιακή απομάκρυνση του Φόυερμπαχ από τον ιδεαλισμό του Έγελου, και ιδίως η κριτική του στη θρησκεία- το χριστιανισμό ειδικότερα – υπήρξαν μοχλός ριζοσπαστικοποίησης των αριστερών εγελιανών και της στροφής μερίδας τους προς υλιστικές προσεγγίσεις.
Ο Λουδοβίκος Ανδρέας Φόυερμπαχ γεννήθηκε στις 28 Ιούλη 1804 στο Λάντσχουτ της Βαυαρίας, μέσα σε ένα φιλελεύθερο περιβάλλον, επηρεασμένο από τις ιδέες του διαφωτισμού. Πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Άνσελμος Φόυερμπαχ, διακεκριμένος νομικός, γνωστός για τις μεταρρυθμίσεις του ποινικού συστήματος που εισηγήθηκε, οι οποίες κορυφώθηκαν με την κατάργηση των βασανιστηρίων στη Βαυαρία το 1806. Είχε άλλους τέσσερις αδερφούς, που ασχολήθηκαν με διάφορους επιστημονικούς κλάδους, ενώ ένας εξ αυτών πέθανε στα 34 του χρόνια από τις συνέπειες της φυλάκισής του για πολιτικούς λόγους. Ο Λουδοβίκος ξεκίνησε σπουδές ευαγγελικής θεολογίας στη Χαϊδελβέργη το 1823, όπου ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την εγελιανή φιλοσοφία μέσω του καθηγητή του Καρλ Ντάουμπ. Σύντομα κατέληξε στο συμπέρασμα πως η θεολογία δεν ήταν παρά ένα “πλέγμα από σοφιστείες” και εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο μεταπηδώντας στη φιλοσοφία, απόφαση που ο ίδιος αποκαλούσε μετάβαση από την “Πίστη” στη “Σκέψη”.
Το δυσμενές πολιτικό κλίμα στην πόλη, καθώς και οι οικονομικές δυσκολίες τον αναγκάζουν να συνεχίσει τις σπουδές του στην πόλη Έρλανγκεν, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας και εργάστηκε ως λέκτορας. Το 1830 δημοσίευσε ανώνυμα την πραγματεία “Σκέψεις περί θανάτου και αθανασίας”, στην οποία στηλίτευε τη χρήση της θεολογίας ως οργάνου καταπίεσης ενός αυταρχικού κράτους. Όταν έγινε γνωστό το όνομα του συγγραφέα, ο Φόυερμπαχ αναγκάστηκε να παραιτηθεί, χάνοντας μια για πάντα τις προσβάσεις του στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Ο γάμος του με την εύπορη Μπέρτ Λεφ, κόρη εργοστασιάρχη πορσελάνης, του διασφάλισε πλέον μια άνετη ζωή αφοσιωμένη στη συγγραφή. Ως προς τα πολιτικά τεκταινόμενα, στάθηκε με σκεπτικισμό απέναντι στην επανάσταση του 1848, αρνούμενος μάλιστα να θέσει υποψηφιότητα στην Εθνοσυνέλευση της Φρανκφούρτης, αν και δέχτηκε την πρόσκληση επαναστατών φοιτητών να μιλήσει δημόσια ενώπιων ενός ενθουσιώδους φιλελεύθερου κοινού. Για ένα διάστημα σκέφτηκε να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ, ενώ το 1860 η χρεοκοπία της οικογενειακής επιχείρησης τον έφερε και πάλι αντιμέτωπο με το φάσμα της ένδειας. Προς το τέλος της ζωής του εκφράστηκε εγκωμιαστικά για το κεφάλαιο του Μαρξ, το οποίο διάβασε το 1868, ενώ το 1870, δυο χρόνια πριν φύγει από τη ζωή, έγινε μέλος του νεοσύστατου γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.
Τα πρώτα του επώνυμα έργα κινούνται εν πολλοίς στο κλίμα του εγελιανού ιδεαλισμού, σημείο καμπής ωστόσο για τη σχέση του με αυτόν αποτελεί η “Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας” (1839), όπου στρέφεται ενάντια στην “απολυτοποίηση” των εγελιανών κατηγοριοποιήσεων οι οποίες μετατρέπουν σε τελεσίδικες απόψεις που από τη φύση τους είναι σχετικές. Έργο – σταθμό στην πορεία του ωστόσο αποτελεί η “Ουσία του Χριστιανισμού” (1841), που εδραίωσε τη φήμη του ως βασικού εκπροσώπου της εγελιανής αριστεράς και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Ο ίδιος το θεωρούσε επιστημονικό έργο, στο οποίο χρησιμοποιεί λογικές αποδείξεις για να υποστηρίξει την ορθότητα των επιχειρημάτων του. O νοηματικός πυλώνας της “Ουσίας του Χριστιανισμού” είναι μια φαινομενικά απλή πρόταση: “Το μυστικό της θεολογίας είναι η ανθρωπολογία”, κάτι που σημαίνει πως κάθε θρησκευτική έννοια για την ανάληση της θεϊκής φύσης θα πρέπει να μεταφραστεί πρώτα σε έννοιες που σχετίζονται με την ανθρώπινη φύση. Η θρησκεία αποκαλύπτει πολά για την τελευταία, αλλά επειδή τα θετικότερα στοιχεία αυτής αποδίδονται στο Θεό, ο άνθρωπος δεν οδηγείται παρά στην αποξένωση από τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό που αντικατοπτρίζει και στο οποίο δίνει υπόσταση η θρησκεία δεν είναι παρά η ίδια η ανθρώπινη φύση σε όλες της τις εκφάνσεις, δηλαδή με τις ανάγκες, τις επιθυμίες, τις ιδέες, ακόμα και τις παρορμήσεις της.
Η ιδέα της θρησκείας και του Θεού ως ανθρώπινων δημιουργημάτων δε διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, καθώς ήδη οι υλιστές του 17ου και 18ου αιώνα έβλεπαν τη θρσηκεάι ως απότοκο του ανθρώπινου φόβου μπροστά στις φυσικές δυνάμεις, ο Φόυερμπαχ ωστόσο επεκτείνει και ολοκληρώνει τη σχετική παράδοση. Για εκείνον, η θρησκεία δεν είναι απλά ένα πνευματικό – θεωρητικό φαινόμενο, αλλά μια πρακτική δραστηριότητα, στα πλαίσια του ανθρώπου να στρέψει μια δυσάρεστη πραγματικότητα προς μια πιο ικανοποιητική για τον ίδιο κατεύθυνση. Αυτό όμως λαμβάνει χώρα μόνο στη σφαίρα της φαντασίας, λόγω της προσωρινής αδυναμίας του να το πράξει και στην καθημερινότητά του. Τα βέλη του Φόυερμπαχ στρέφονται πάντως πρωτίστως κατά της θεολογίας, την οποία ταυτίζει με το χριστιανισμό, ενώ η στάση του έναντι της θρησκείας αυτής καθαυτής είναι πιο αμφίσημη. Η χειρότερη συνέπεια της θεολογίας για τον ίδιο είναι η διχοστασία που επιβάλλει στον άνθρωποπ μεταξύ πίστης και αγάπης. Εν τέλει για το Φόυερμπαχ η απαλλαγή από το χριστιανισμό θα συμφιλιώσει τον άνθρωπο με τον εαυτό του. Η ουμανιστική προσέγγιση του Φόιερμπαχ αγγίζει εδώ το ανώτατο σημείο της: Από τη στιγμή που αποδείχτηκε πως το υπέρτατο ον δεν είναι ο Θεός, αλλά ο άνθρωπος, καθίσταται αναγκαία η αντικατάσταση της αγάπης προς το Θεό με την αγάπη του ενός ανθρώπου προς τον άλλο, αυτό που ο ίδιος αποκαλεί “homo homini deus”.
Στη θέση του αυτή ανιχνεύεται ο ανθρωπολογικός υλισμός του φιλοσόφου, από τη στιγμή που δεν αναγνωρίζεται τίποτε υπεράνω της υλικής ύπαρξης του ανθρώπου. Η ανθρωπολογία του Φόιερμπαχ έχει επηρεαστεί από τον αρχαιοελληνικό στοχασμό περί ευδαιμονίας, και πολιτικό του πρόυτπο είναι η πόλη – κράτος. Ο ίδιος όμως περιορίζεται σε μια θεωρητική ενατένιση των ιδανικών του, χωρίς να προτείνει κάποια πρακτική δράση για την εφαρμογή τους. Αυτό αποτέλεσε και βασικό σημείο κριτικής του Μαρξ, γεγονός όχι άσχετο με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής που εκδόθηκε το βιβλίο (1841), τόσο λόγω των δυσμενών πολιτικών εξελίξεων, όσο και της κρίσης στους κόλπους των νεοεγελιανών, που προκάλεσε η ανάδυση των ιδεολογικών τους αδιεξόδων. Ο ίδιος ο φιλόσοφος αναγνώριζε τα έντονα ιδεαλιστικά κατάλοιπα της “Ουσίας” τα οποία μετρίασε κάπως σε μεταγενέστερες εκδόσεις, όπως τις “Διαλέξεις περί της Ουσίας του Χριστιανισμού” (1848) και της “Θεογονίας σύμφωνα με τις πηγές της εβραϊκής και χριστιανικής αρχαιότητας” (1857).
Παραμένει πάντως γεγονός πως οι συνειδητές προτάσεις αναμόρφωσης του Φόιερμπαχ αποτελούν το λιγότερο επεξεργασμένο κομμάτι της θεωρίας του. Ο ίδιος έμπαινε συχνά στον πειρασμό να θεωρεί τον εαυτό του αναμορφωτή της φιλοσοφίας, με τον ίδιο τρόπο που λειτούργησε ο Λούθηρος για τη θρησκεία. Πίστευε όμως πως αρκούς να επέλθει η κατάρρευση του παλιού φιλοσοφικού συστήματος και των αξιών που αυτό πρέσβευε, προκειμένου να αναδυθεί αυτόματα μια νέα φιλσοοφία, με επίκεντρο τον άνθρωπο και σύμμαχο τις επιστημονικές ανακαλύψεις. Με τα δικά του λόγια, “ο άνθρωπος πρέπει να γίνει φιλόσοφος και ο φιλόσοφος πρέπει να γίνει άνθρωπος”. Είναι προφανής η αοριστία αυτόύ του θεωρητικού σχήματος, ανάλογη με εκείνη που διακρίνει τις ηθικές και κοινωνικές αντιλήψεις του Φόιερμπαχ. Δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην έννοια της ανθρώπινης ελευθερίας, την οποία ευνοεί ως δυνατότητα του καθενός να δρα στην κατεύθυνση της κατάκτησης της ευτυχίας και της πλήρους ανάπτυξης των προσωπικών ικανοτήτων. Τάσσεται κατά των ασφυκτικών κανόνων της τρέχουσας ηθικής, επιζητώντας μια νέα, υλιστική ηθική στα ανθρώπινα μέτρα.
Το ηθικολογικό υπόβαθρο υπολανθάνει και στους κοινωνικούς προβληματισμούς του στοχαστή, ο οποίος όμως σπάνια επικεντρώνεται στο υπάρχον κοινωνικοοικονομικό σύστημα, παρότι διακρίνει τα αδύνατά του σημεία. Κατ’αρχήν τάσσεται κατά των ιδιαίτερων προνομίων κάποιων τάξεων σε βάρος των υπολοίπων, καθώς κάτι τέτοιο αντιβαίνει στη φυσική ισότητα των ανθρώπων. Αντιλαμβάνεται την εξαθλίωση και την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, θεωρείς όμως πως η ηθική βελτίωση του ανθρώπου θα επιφέρει την επικράτηση της αγάπης έναντι του ανταγωνισμού, αποκαθιστώντας αρμονικές κοινωνικές σχέσεις. Δεν αρνείται πως στη νέα κοινωνία κάποιοι θα ξεχωρίζουν λόγω μόρφωσης, ούτε πιστέυει στην κατάργηση της ιδιοκτησίας, επιθυμεί ωσόστο αμφότερα να γίνουν κτήμα του κοινωνικού συνόλου. Ο ίδιος ονόμαζε τον εαυτό του κομμουνιστή, σε μια εποχή που η έννοια βέβαια ήταν ρευστή, και προς το τέλος της ζωής του προσέγγισε με συμπάθει τη μαρξιστική θεωρία. Η σκέψη του Μαρξ ομολογουμένως οφείλει πολλά στη φοϊερμπαχιανή θεώρηση του κόσμου, από την άλλη ο πυρήνας της θεωρίας του Φόιερμπαχ δεν έπαυε να κινείται σε υπερβατική τροχιά μακριά από την πολιτική επικαιρότητα και δράση, όχι επειδή υποτιμούσε την αναγκαιότητά της, αλλά επειδή, πιθανότατα επηρεασμένος και από τις διακυμάνσεις στη δική του ταξική θέση, πίστευε πως η Γερμανία ήταν ανέτοιμη για ριζικές αλλαγές κι είχε ανάγκη από “φαρμάκι” κι όχι “φωτιά και σπαθί”, πρεσβεύοντας την διάβρωση κι όχι την ανατροπή του status quo.

Κωνσταντίνος Μανιαδάκης – Ο πατριάρχης του ρετσινόλαδου

Η εξάρθρωση του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν μια από τις βασικές επιδιώξεις των αστών και των πολιτικών τους εκπροσώπων από την πρώτη πρακτικά στιγμή της ίδρυσής του, το μεταξικό καθεστώς όμως έφτασε σε αυτό τον στόχο, χωρίς να τελικά να τον πετύχει, πλησιέστερα από οποιονδήποτε άλλον πριν ή μετά. Μεγάλο μέρος αυτής της παρολίγον επιτυχίας είχε ο υφυπουργός Δημοσίας Ασφαλείας του Μεταξά, Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, που με έναν συνδυασμό “επιστημονικής” διάβρωσης του κομματικού μηχανισμού και βασανιστηρίων κατόρθωσε να δημιουργήσει Κεντρική Επιτροπή υπό τον έλεγχο του καθεστώτος, καθώς και ασφαλίτικο Ριζοσπάστη, σπέρνοντας τεράστια σύγχυση στις γραμμές του κόμματος. Ο Μανιαδάκης, αναβαπτισμένος στα νάματα της μετεμφυλιακής εθνικοφροσύνης, συνέχισε την πολιτική του σταδιοδρομία ως βουλευτής , ενώ έφυγε από τη ζωή χωρίς ποτέ να λογοδοτήσει για τις πράξεις του.
Γεννήθηκε στο Σοφικό Κορινθίας σαν σήμερα το 1893. Κατατάχθηκε ως εθελοντής στους Βαλκανικούς Πολέμους και αποφοίητσε από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1916, εντασσόμενος στο σώμα του Μηχανικού. Συμμετείχε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο Μακεδονικό Μέτωπο, στην Ουκρανική Εκστρατεία στο πλευρό των Δυτικών ιμπεριαλιστών κατά των μπολσεβίκων και στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Η στρατιωτική του σταδιοδρομία έλαβε απότομα τέλος με την απόταξή του λόγω της συμμετοχής του στο αντιβενιζελικό πραξικόπημα των Γαργαλίδη – Λεοναρδόπουλου. Αν και αμνηστεύτηκε το 1928 με δυνατότητα επανόδου στο στράτευμα, ο ίδιος παραιτήθηκε το 1929 με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη κι εργάστηκε ως πολιτικός μηχανικός. Έχοντας διακριθεί στον τομέα συλλογής πληροφοριών τον καιρό που ακόμα υπηρετούσε στο στρατό, διορίστηκε στις 14 Αυγούστου 1936 υφυπουργός Δημοσίας Ασφαλείας, ένα από τα τρία σημαντικότερα νέα χαρτοφυλάκια που δημιούργησε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Το υφυπουργείο του Μανιαδάκη είχε στη δικαιοδοσία του όλα τα σώματα ασφαλείας (τη Βασιλική Χωροφυλακή, την Αστυνομία Πόλεων, την Πυροσβεστική και τη Διεύθυνση Μεταναστεύσεως και Διαβατηρίων του υπουργείου Εσωτερικών), ενώ τα δυο βασικά του καθήκοντα ήταν η αποκάλυψη ξένων κατασκόπων (Ιταλίας, Βουλγαρίας κι αργότερα της Γερμανίας), ιδίως όμως η καταπολέμηση του κομμουνισμού. Επί ημερών του η Χωροφυλακή αυξήθηκε κατά 20%, ενώ η διαβόητη Ειδική Ασφάλεια της Χωροφυλακής υπερδιπλασιάστηκε σε προσωπικό. Στις προαγωγές εφαρμόστηκε σύστημα “αξιοκρατίας”, υπήρξαν μισθολογικές αυξήσεις καθώς και η εισαγωγή μαθημάτων μαρξισμού – λενινισμού στις αστυνομικές σχολές. Σημαντικό ρόλο στις διώξεις των κομμουνιστών έπαιξε ο Σπύρος Παξινός, που τοποθετήθηκε διοικητής της Αστυνομίας Πόλεων, που έλαβε μάλιστα ειδική μετεκπαίδευση στη ναζιστική Γκεστάπο στη Γερμανία.
Ήδη ως τα τέλη Σεπτέμβρη του 1936 είχαν συλληφθεί πάνω από 1000 στελέχη του ΚΚΕ, ανάμεσά τους και ο Νίκος Ζαχαριάδης, οδηγούμενα σε φυλακές και εξορίες.Ο στόχος διάβρωσης των οργανώσεων του ΚΚΕ βοηθήθηκε κατά πολύ από τον πράκτορα της Ασφάλειας Δημήτρη Κουτσογιάννη, παλιού λοχία του Κόκκινου Στρατού που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης μεταξύ των κομμουνιστών. Μυστήριο παραμένουν μέχρι σήμερα οι λόγοι της μεταστροφής του, καθώς αυτή πραγματοποιήθηκε ήδη από το 1927 χωρίς να έχει πρώτα συλληφθεί ή βασανιστεί.
Μια από τις πιο διαβόητες “εφευρέσεις” του Μανιαδάκη ήταν οι δηλώσεις μετανοίας, σύμφωνα με τις οποίες οι συλληφθέντες κομμουνιστές μπορούσαν να απελευθερωθούν εφόσον αποκήρυσσαν την ιδεολογία τους. Οι δηλώσεις ασκούσαν σημαντική επίδραση και σε τοπικό επίπεδο, καθώς αυτές δημοσιεύονταν στους τόπους καταγωγής των συλληφθέντων. ήταν τέτοιος ο ζήλος των αστυνομικών οργάνων, ώστε οι δηλώσεις φαίνεται να υπήρξαν υπερδιπλάσιες των προπολεμικών μελών του κόμματος (15000), καθώς απλοί συμπαθούντες ή συγγενείς κομμουνιστών καλούνταν σε αυτή την ταπεινωτική διαδικασία. “Σύμμαχος” στην απόσπαση των δηλώσεων ήταν συχνά η χρήση βασανιστηρίων, όπως η πόση ρετσινόλαδου και ο εξαναγκασμός των κρατουμένων να βάζουν τα γυμνά τους πόδια πάνω στον πάγο. Ο Μανιαδάκης ισχυρίστηκε αργότερα πως απλώς επρόκειτο για φήμες που τεχνηέντως διέσπειρε για να ψυχολογικούς λόγους ( «Αυτό, ρε κορόιδο, ήταν ένα παραμύθι που το πιστέψατε και με το παραμύθι αυτό σας έβαλα σε τάξη», είπε σε βουλευτή της Ένωσης Κέντρου τη δεκαετία του ’60, σε συζήτηση σχετικά με τα σώματα ασφαλείας, όταν του απευθύνθηκε η μομφή περί ρετσινόλαδου) οι μαρτυρίες ωστόσο είναι πολλές και συγκλίνουν στην αναμφίβολη και επανειλημμένη προσφυγή σε τέτοιες βάναυσες μεθόδους.
Αποκορύφωμα ωστόσο της διάβρωσης που πέτυχαν οι μηχανισμοί του Μανιαδάκη ήταν βέβαια το στήσιμο της λεγόμενης “Προσωρινής Διοίκησης”, με δικό της Ριζοσπάστη, όπου συμμετείχαν μεταξύ άλλων οι Τυρίμος, Μιχαηλίδης και Μανωλέας. Η ΠΔ ενεπλάκη σε σφοδρή διαμάχη με τη λεγόμενη Παλαιά Κεντρική Επιτροπή υπό τον Νίκο Πλουμπίδη και το Γιώργο Σιάντο, που αλληλοκατηγορούνταν για χαφιεδισμό. Για μεγάλο διάστημα εξάλλου πολλά ηγετικά στελέχη, μεταξύ τους κι ο ίδιος ο Ζαχαριάδης, είχαν παρασυρθεί στην υποστήριξη της ΠΔ, που έπαψε τη δράση της το Μάη του 1941. Παρότι το κόμμα τελικά κατόρθωσε να επιβιώσει από αυτή τη δοκιμασία, κατορθώνοντας μάλιστα να φέρει σε πέρας την εποποΐα της Εθνικής Αντίστασης, τα τραύματα της εμπειρίας αυτής παρέμειναν βαθιά τα επόμενα χρόνια, επιτείνοντας το κλίμα καχυποψίας και χαφιεδοφοβίας που προκαλούσε ούτως ή άλλως οι συνθήκες σχεδόν συνεχούς παρανομίας από το 1936 κι εξής.
Ο Μανιαδάκης αρχικά πέρασε, μετά το θάνατο του Μεταξά,  απρόσκοπτα από το τεταρτοαυγουστιανό καθεστώς στην κυβέρνηση Κορυζή και μετέπειτα σε εκείνη του Εμμανουήλ Τσουδερού, καταφεύγοντας μαζί με την τελευταία στην Αίγυπτο. Το κλίμα στην εξόριστη κυβέρνηση βάρυνε ωστόσο εναντίον του, όχι από “αγανάκτηση” κατά των πεπραγμένων του, αλλά λόγω του ότι υπήρχε ο φόβος πως η υπερβολική ταύτιση με πρωτοκλασάτα στελέχη της δικτατορίας υπονόμευε το ήδη λειψό κύρος των αστών πολιτικών και της βασιλικής οικογένειας, που προηγουμένως βέβαια ανήκε στους πυλώνες του καθεστώτος.
Παραιτήθηκε το Μάη του 1941 και κατέφυγε στην Αργεντινή, απ’όπου επέστρεψε το 1949, επιχειρώντας να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά το αντικομμουνιστικό κλίμα την επαύριο της ήττας του ΔΣΕ. Εξελέγη βουλευτής Αργολιδοκορινθίας το 1950, αλλά τα επόμενα χρόνια παρέμεινε εκτός βουλής, ώσπου κατόρθωσε να κερδίσει έδρα για λογαριασμό της ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1958, κάτι που επανέλαβε στις εκλογές βίας και νοθείας το 1961 και εκείνες του 1964, που ανέδειξαν αυτοδύναμη την Ένωση Κέντρου. Αίσθηση εξάλλου είχε προκαλέσει η παρέμβασή του στην αντιπαπανδρεϊκή εφημερίδα Ημέρα, όπου δήλωνε πως ο γιος του τότε πρωθυπουργού, Ανδρέας Παπανδρέου, είχε συλληφθεί για τροτσκιστική δράση, υπογράφοντας δήλωση πως θα απείχε στο εξής από οποιαδήποτε πολιτική δράση.
Τον καιρό των μεταιουλιανών κυβερνήσεων ανήκε στους συμβούλους του βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος τον Σεπτέμβρη του 1966 τον κάλεσε στα ανάκτορα για να ζητήσει τη γνώμη του για το τι μέλει γενέσθαι. Ο πρώην υπουργός του Μεταξά σύστησε την κυβέρνηση ενός “μετώπου εθνικοφρόνων”μέχρι το 1968, όταν και θα διεξαγόταν “δυναμικές εκλογές”.
Σύμφωνα με μαρτυρίες δεν είχε την καλύτερη άποψη για τη χούντα των συνταγματαρχών, χωρίς προφανώς να προχωρήσει σε οποιαδήποτε δημόσια αποδοκιμασία, πολλώ δε μάλλον δική του απολογία ή αυτοκριτική. Έφυγε από τη ζωή στις 28 Φλεβάρη 1972.

Βρήκαν εξιλαστήριο θύμα


Το συγκεκριμένο άγαλμα ονομάζεται "Κενότητα". 
Φτιάχτηκε από έναν καλλιτέχνη που είχε χάσει το παιδί του
Γίνεται μια σπέκουλα από έμμισθους συριζαίους να ρίξουν όλο το φταίξιμο, όλο αυτό το θανατικό στους ιδιοκτήτες του οικοπέδου που κάηκαν 26 άνθρωποι, γιατί ήταν περιφραγμένο και έκλεινε την πρόσβαση προς τον ¨αιγιαλό¨.
Αποπροσανατολίσουν τη συζήτηση.
Να διώξουν τις ευθύνες από πάνω τους. Τις ευθύνες και την ΕΝΟΧΗ τους.



Μίλησαν για αυθαίρετα μέσα στο δάσος. Ήδη όμως βγήκαν στη φόρα αεροφωτογραφίες του 45 που δείχνουν ότι ήταν πάντα αγροτική-οικιστική περιοχή και ποτέ δάσος.
Πευκόδασος άρχισε να γίνεται από το 83.
Δε μιλάμε τώρα για ξενοδοχεία και βιλάρες.Μιλάμε για τα σπίτια του κοσμάκη εκεί.
Βρήκαν ένα εξιλαστήριο θύμα, έναν αγρότη, που δεν έφταιξε για την πυρκαγιά, που βοήθησε όλη η οικογένειά του στο να σωθούν άνθρωποι και τον αναγορεύουν σε φονιά.
Το θέμα των συριζαίων είναι ότι είναι στην ΝΔ.
Ε και; (ποιος κάνει άραγε τώρα λαικίστικη μικροπολιτική;).
Για το οτι η γυναίκα του είχε βάλει υποψήφια με τον ΣΥΡΙΖΑ κουβέντα !!
Αυτός έβαλε τη φωτιά; Αυτός δεν έστειλε την πυροσβεστική; Αυτός δεν ήχησε τις σειρήνες; Αυτός δεν πήρε μέτρα πρόληψης;
Αυτός έκαψε τους ανθρώπους και το βιος τους; Αυτός δεν πήρε απόφαση εκκένωσης; Αυτός έχασε τη μάχη της Μαραθώνος;
Αυτός;
Λένε περιέφραξε το οικόπεδο του και δεν υπήρχε πρόσβαση στην παραλία κι είχε πόρτα κλειδωμένη.
Υπήρχε πόρτα που πολλοί, διαβάζοντας τα σχόλια τους, έμαθα ότι γενικά ηταν ανοιχτή κι οποιος ήθελε και μπορουσε να κατέβει απο τα βράχια, περνούσε μέσα απο το οικόπεδο.
Η αλήθεια είναι ότι δεν υπήρχε καμία παραλία. Υπήρχε γκρεμός. Μόνο γκρέμια και βράχοι.
Σωστά περιέφραξε το οικόπεδο του, γιατί υπήρχε κίνδυνος πτώσης.
Ο νόμος λέει ελεύθερη πρόσβαση προς την παραλία. όπου «παραλία» είναι η ζώνη ξηράς που προστίθεται στον αιγιαλό, καθορίζεται δε σε πλάτος μέχρι και πενήντα (50) μέτρα από την οριογραμμή του αιγιαλού, προς εξυπηρέτηση της επικοινωνίας της ξηράς με τη θάλασσα και αντίστροφα.
Κάτω από το οικόπεδό δεν υπήρχε καμία παραλία.
Οι φωτογραφίες είνα από κατοίκους της περιοχης και αφορούν το επίμαχο οικόπεδο και την επίμαχη ¨παραλία¨.
Το ό,τι έχει ευθύνες και η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ για την απόδομηση της Πυροσβεστικής είναι γνωστό. Αλλά αυτή η σιχασιά που νιώθω για τους συριζαίους δεν περιγράφεται.
Όταν δήλωναν πανέτοιμοι το Μάη εννοούσαν πανέτοιμοι να ρίξουν λάσπη στα θύματά της βάρβαρης πολιτικής τους.
Καλύτερα να γυρίσουν στη σιωπή που είχαν τόσες μέρες και να βγάλουν τον σκασμό.
Θεσ.Κατ.
ΚΑΙ ΔΕΝ ΔΙΚΑΙΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΜΙΛΑΝΕ ΓΙΑ ΑΥΘΑΙΡΕΤΑ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 2017 ΝΟΜΟΘΕΤΟΥΣΑΝ 
"ΤΑΚΤΟΠΟΙΩΝΤΑΣ" ΤΑ ΜΕ 60% ΕΚΠΤΩΣΗ ΚΑΙ 80 ΔΟΣΕΙΣ !!!





Ενώ οι εφοπλιστές αξιώνουν μειώσεις μισθών, η ΠΝΟ «κατέβασε ρολά»

        


Την ίδια στιγμή που οι εφοπλιστές όχι μόνο αρνούνται να υπογράψουν Συλλογική Σύμβαση με αυξήσεις για τους ναυτεργάτες των επιβατηγών πλοίων, αλλά αξιώνουν μειώσεις μισθών, η «πλειοψηφία» της διοίκησης της ΠΝΟ αποφάσισε την Πέμπητ να «κατεβάσει ρολά», εξαγγέλλοντας απεργία… τον Σεπτέμβρη!
Συγκεκριμένα, η Εκτελεστική Επιτροπή της ΠΝΟ, με ευθύνη του εργοδοτικού – κυβερνητικού συνδικαλισμού, με επικεφαλής τον γγ της Ομοσπονδίας, Γ. Χαλά, αποφάσισε 24ωρη απεργία στις 3 Σεπτέμβρη, δηλαδή με την ουσιαστική λήξη της τουριστικής περιόδου, προκειμένου προφανώς να μη θιχτεί η κερδοφορία των εφοπλιστών. Είναι αβέβαιο, προφανώς, αν θα γίνει ακόμα και αυτή η απεργία.
Οι δυνάμεις του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού, με συμπλήρωμα αυτές του οπορτουνισμού με κύριο εκφραστή τον πρόεδρο της Ένωσης Ναυτών, Α. Νταλακογιώργο, απέρριψαν από κοινού την πρόταση των ναυτεργατικών σωματείων ΠΕΜΕΝ, «ΣΤΕΦΕΝΣΩΝ», ΠΕΕΜΑΓΕΝ για 24ωρη πανελλαδική απεργία σε όλες τις κατηγορίες πλοίων την 1η Αυγούστου και άλλες πολύμορφες κινητοποιήσεις.
Ο δε Αντ. Νταλακογιώργος εμφανίστηκε να προτείνει 48ωρη απεργία, όταν μαζί με τις άλλες δυνάμεις του συμβιβασμού και της συναλλαγής από κοινού «ροκάνιζαν» μέχρι τώρα το χρόνο της θερινής περιόδου για λογαριασμό των εφοπλιστών, απορρίπτοντας τις απεργιακές προτάσεις των ταξικών σωματείων και εμποδίζοντας την οργάνωση της πάλης των ναυτεργατών για την υπογραφή της ΣΣΕ.
Τα τρία ταξικά ναυτεργατικά σωματεία τονίζουν ότι στη συνεδρίαση της ΕΕ της ΠΝΟ επιβεβαιώθηκαν οι επανειλημμένες καταγγελίες τους, ότι την «αδιαλλαξία και επιθετικότητα εφοπλιστών, κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, ΥΕΝ», που στοχεύει μέχρι την κατάργηση των ΣΣΕ, «την οπλίζουν οι δυνάμεις του εργοδοτικού – κυβερνητικού συνδικαλισμού».
Υπογραμμίζουν ότι «η πάλη για τις ΣΣΕ, για αποκλειστικά δημόσια Κοινωνική Ασφάλιση, που να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες συνδέεται με την ανασύνταξη του ναυτεργατικού συνδικαλιστικού κινήματος» και καλούν τους ναυτεργάτες να πάρουν την οργάνωση της δράσης στα χέρια τους, διεκδικώντας ΣΣΕ με αυξήσεις και δικαιώματα.

Δημήτρης Βλαντάς: από δεξί χέρι του Ζαχαριάδη, στην αγκαλιά της Δεξιάς του Μητσοτάκη


Ο Δημήτρης Βλαντάς είναι μία από τις πιο χαρακτηριστικές κι ίσως πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις πάλαι ποτέ κομμουνιστών, που ήταν στην πρώτη γραμμή του αγώνα κατά τη δεκαετία του 40′, πέρασε όμως στην αντίπαλη ταξική όχθη και τα στερνά του δεν τίμησαν τα πρώτα. Κάτι που δεν είναι υποκειμενική κρίση, αλλά αντικειμενική διαπίστωση, όπως προκύπτει από τα γραπτά του.
Γεννήθηκε στο Μάραθο της Κρήτης το 1908. Ήρθε από μικρή ηλικία σε επαφή με το κομμουνιστικό κίνημα και οργανώθηκε στις γραμμές της ΟΚΝΕ. Γνώρισε διώξεις και εξορίες, περνώντας κι από τις “φυλακές απειθάρχων” φαντάρων στο Καλπάκι. Όταν εισέβαλαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, βρισκόταν εξόριστος στη Γαύδο, από όπου κατάφερε να αποδράσει μαζί με άλλους συγκρατούμενούς του, για να περάσει στην Κρήτη και την οργάνωση της Αντίστασης.
Ως Γραμματέας της ΟΚΝΕ, ήταν από τους πρωτοστάτες στη συγκρότηση της ΕΠΟΝ το Φλεβάρη του 1943 κι έγινε ο πρώτος Γραμματέας της. Ήταν παρών στους Κορυσχάδες Ευρυτανίας το διάστημα που συγκροτήθηκε η ΠΕΕΑ και από εκεί κατέβηκε μετά από αρκετές δυσκολίες στην Κρήτη. Είχε καθοδηγητικό ρόλο την περίοδο που υπογράφτηκε στο νησί το σύμφωνο ενότητας μεταξύ των δυνάμεων του ΕΑΜ και άλλων τοπικών αντιστασιακών οργανώσεων, εκ των οποίων κάποιες είχαν την ανοιχτή στήριξη των Άγγλων και της αστικής τάξης.
Αυτός ήταν ένας από τους παράγοντες που καθόρισαν την Κρητική “ιδιαιτερότητα”, καθώς η Μεγαλόνησος έδωσε αναλογικά πολλούς αγωνιστές στη μάχη κατά των κατακτητών (απελευθερώθηκε άλλωστε τελευταία, μετά το τέλος του Πολέμου) δε γνώρισε όμως εκτεταμένες συγκρούσεις κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Κι αυτό αποτέλεσε τη βάση για τη μετέπειτα πολιτική σύμπλευση του Βλαντά με το Μητσοτάκη, που είχε ενεργό ρόλο εκείνα τα χρόνια στην Κρήτη.
Στο δεύτερο αντάρτικο ο ρόλος του Βλαντά αναβαθμίστηκε και οι αρμοδιότητές του αυξήθηκαν. Έγινε διαδοχικά μέλος της ΚΕ και του ΠΓ του ΚΚΕ, Μέλος της Προσωρινής Κυβέρνησης του Βουνού και Υποστράτηγος του ΔΣΕ, με επιτελικό ρόλο σε μεγάλες μάχες.
Ακολούθησε το δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς, μαζί με τους άλλους αντάρτες, μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, παραμένοντας σημαίνων συνεργάτης του Ζαχαριάδη και σημαίνον στέλεχος μέχρι την 6η Ολομέλεια του 1956. Είχε μάλιστα ενεργό συμμετοχή στην εσωκομματική κρίση και τα γεγονότα της Τασκένδης, ως επικεφαλής της πλειοψηφίας των Ζαχαριαδικών, που υπερασπίστηκαν με επιτυχία τα Γραφεία της Κομματικής Οργάνωσης από την ομάδα των εσωκομματικών τους αντιπάλων, που είχαν την υπόγεια στήριξη της νέας σοβιετικής ηγεσίας. Είχε όμως δειλή και επαμφοτερίζουσα στάση στις κομματικές διαδικασίες που ακολούθησαν, χωρίς να υπερασπιστεί πολιτικά και με σθένος τον εαυτό του και τις πράξεις του.
Καθαιρέθηκε από την ΚΕ, διαγράφτηκε και εκτοπίστηκε στη Ρουμανία, περνώντας δύσκολα χρόνια με τους δικούς του, σύμφωνα με όσα διηγείται. Από αυτό μάλιστα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο επαγγελματίας επαναστάτης δεν πρέπει να δημιουργεί οικογένεια, για να μην είναι ευάλωτος στις πιέσεις και να μη δυστυχήσουν οι δικοί του από τις συνέπειες των δικών του επιλογών.
Βρήκε τρόπο να διαφύγει στη Γαλλία το 1967, όπου πέρασε όλα τα χρόνια της δικτατορίας, αποστασιοποιημένος από το Κόμμα και το Κομμουνιστικό Κίνημα, κι επαναπατρίστηκε στην Ελλάδα μετά την πτώση της χούντας, το 75′. Δεν είχε έντονη ανάμειξη στα πολιτικά δρώμενα, θεωρητικά κι εν είδει αυτοκριτικής για τα λάθη και τις αποτυχίες του κατά το παρελθόν, κι αφοσιώθηκε στο συγγραφικό του έργο, όπου πήρε όμως σαφείς πολιτικές θέσεις, που τον οδήγησαν σταδιακά στην πολιτική σύμπλευση με το συντοπίτη του, Κ. Μητσοτάκη.
Από το συγγραφικό του έργο, σημειώνουμε κάποιες θεωρητικές μπροσούρες εναντίον του Ανδρέα Παπανδρέου, πριν αυτός ανέλθει στην εξουσία, ένα βιβλίο για το Νίκο Ζαχαριάδη και τους 22 στενούς συνεργάτες του, που είναι γεμάτο πολιτικά κουτσομπολιά και χολή, καθώς και ένα τετράτομο έργο εν είδει “απομνημονευμάτων” και κρίσεων για την προσωπική πολιτική του πορεία, την ιστορική εξέλιξη του ΚΚΕ και της χώρας συνολικά.
Τα γραπτά του Βλαντά έχουν ρέοντα λόγο, απόλυτες κρίσεις, χοντροκομμένες διαπιστώσεις, μονομέρεια και αρκετή αυτοαναφορικότητα. Βγάζουν σε μεγάλο βαθμό τα δικά του χαρακτηριστικά γνωρίσματα, που -για να δανειστούμε τα λόγια του Μαραντζίδη- ήταν: εγωπαθής, πεισματάρης, αλλά αποφασιστικός.
Σε αυτά δε στέκεται απλώς αυτοκριτικά στο παρελθόν του και την πολιτική του ένταξη, αλλά τα διαγράφει σχεδόν μονοκοντυλιά. Απορρίπτει το μαρξισμό-λενινισμό και βασικά του στοιχεία, όπως τη δικτατορία του προλεταριάτου και το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, ενώ εντοπίζει τη ρίζα των προβλημάτων του ΚΚΕ στη σχέση εξάρτησής του από τους Σοβιετικούς. Παρόλα αυτά και παρά τους δεδομένους περιορισμούς, έχει κάποιες εύστοχες επισημάνσεις, ιδίως στα σημεία που η κρίση του δε θολώνει από μηδενιστική διάθεση και την απόρριψη του κομμουνισμού εν γένει ως ρεύματος.
Αυτό που μονοπώλησε ωστόσο -κακώς κατά τη δική μου γνώμη- το ενδιαφέρον των ιστορικών είναι η συζήτηση για το προσωπικό του ημερολόγιο και τις σημειώσεις του από τα χρόνια του Εμφύλιου, που εκδόθηκαν αρκετά χρόνια μετά από το θάνατό του. Το επίμαχο ζήτημα ήταν κατά πόσο οι σημειώσεις κρατήθηκαν στον πραγματικό ιστορικό χρόνο των μαχών στο βουνό ή συμπληρώθηκαν εκ των υστέρων από τον ίδιο το Βλαντά, σε διάστημα που είχε ήδη επέλθει η ρήξη του με το κομμουνιστικό κίνημα.
Το πιο εντυπωσιακό είναι πως την υπεράσπιση της ιστορικής αξίας των σημειώσεών του, που έχουν διάφορες αρνητικές κρίσεις αλλά περιορισμένο ενδιαφέρον, ανέλαβε εργολαβικά η Καθημερινή, ο Μαραντζίδης και το ρεύμα που εκπροσωπεί, σφραγίζοντας συμβολικά τον πολιτικό εναγκαλισμό του Βλαντά από τη Δεξιά -όσο κι αν εσχάτως ο Μαραντζίδης γλυκοκοιτάζει την “αναβαπτισμένη σοσιαλδημοκρατία” του ΣΥΡΙΖΑ.

TOP READ