Χιλιάδες παιδιά που επέζησαν από τον πόλεμο στην ύπαιθρο, μόνα, πολλά
ορφανά, ρακένδυτα και πεινασμένα, πέρασαν με την ευθύνη και καθοδήγηση
του ΚΚΕ και της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (ΠΔΚ) στις λαϊκές
δημοκρατίες για να σωθούν.
Η Γιουγκοσλαβία, η Βουλγαρία, η Ουγγαρία, η Τσεχοσλοβακία, η Πολωνία,
η Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία, η Αλβανία (για μικρό χρονικό
διάστημα, τα παιδιά αργότερα προωθήθηκαν στις άλλες Λαϊκές Δημοκρατίες)
και η Σοβιετική Ένωση, εκπληρώνοντας στο έπακρο το διεθνιστικό τους
καθήκον, αγκάλιασαν αυτά τα παιδιά με στοργή και αγάπη, τα περίθαλψαν
(και βοήθησαν πολλά να ξανασμίξουν με τις οικογένειές τους), τα έθρεψαν,
τα μόρφωσαν, (για την παρακολούθηση της φροντίδας και της μόρφωσης των
παιδιών, το ΚΚΕ και η ΠΔΚ είχαν ιδρύσει την Επιτροπή Βοήθειας στο Παιδί
(ΕΒΟΠ), με επικεφαλής τον γιατρό καθηγητή Πέτρο Κόκκαλη) και τα
περισσότερα –ενήλικες και μεγάλοι άντρες και γυναίκες πια– επέστρεψαν
στην Ελλάδα μορφωμένοι και επαγγελματικά καταρτισμένοι, γνωρίζοντας
άριστα τη γλώσσα, την ιστορία και τις παραδόσεις της πατρίδας τους.
Παρουσιάζουμε σχετικό άρθρο του περιοδικού «Εθνική Αντίσταση» (τ.
173/2017), που φωτίζει την ιστορική αλήθεια και απαντά στις αισχρές
συκοφαντίες τις αστικής και αντικομμουνιστικής προπαγάνδας γύρω από το
ζήτημα.
Το πρόβλημα των παιδιών, τα οποία στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου
κατέφυγαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες, πάντα ήταν στην ατζέντα των ελληνικών
κυβερνήσεων και με κάθε ευκαιρία το χρησιμοποίησαν και το χρησιμοποιούν
στην αντικομμουνιστική τους προπαγάνδα.
Πρώτο, τα τελευταία χρόνια, όμως, είμαστε και πάλι μάρτυρες μιας
άφθονης βιβλιογραφίας, εκπομπών στις τηλεοράσεις και στα ραδιόφωνα, όπως
επίσης αρθρογραφίας και δηλώσεων στον έντυπο Τύπο από τους κάθε είδους
«καλοθελητές» και αντιπάλους μας. Τους έπιασε και πάλι ο πόνος γι’ αυτά
τα παιδιά.
Δεύτερο, το χαρακτηριστικό αυτής της καλά ενορχηστρωμένης και
κατευθυνόμενης αντικομμουνιστικής εκστρατείας εναντίον του ΚΚΕ έχει στο
επίκεντρό της τα εκπατρισμένα Ελληνόπουλα στις πρώην σοσιαλιστικές
χώρες. Και αυτό, βέβαια, δεν είναι καθόλου τυχαίο.
Τρίτο, το χαρτί του ανύπαρκτου «παιδομαζώματος» χρησιμοποιείται ξανά
για να χτυπηθεί το ΚΚΕ, που κοντεύει τα 100 χρόνια ζωής και αγωνιστικής
δράσης, με έναν και μοναδικό σκοπό: Να συκοφαντηθεί για να μειωθεί το
κύρος του και να περιοριστεί η επιρροή του μέσα στην εργατική τάξη και
τ’ άλλα κοινωνικά στρώματα και γενικότερα μέσα στην ελληνική κοινωνία.
Πώς έχει στην πραγματικότητα το ζήτημα;
Ήταν αρχές του 1948. Ο εμφύλιος πόλεμος, που προκάλεσαν οι ντόπιες
αντιδραστικές δυνάμεις με την ολόπλευρη και αμέριστη βοήθεια και άμεση
συμμετοχή στην αρχή των Άγγλων και αργότερα και των Αμερικάνων
ιμπεριαλιστών, συνεχιζόταν και κλιμακωνόταν με ιδιαίτερη ένταση. Τα
παιδιά των εμπόλεμων περιοχών βρέθηκαν στον κυκλώνα του θανάτου.
Αντιμετώπιζαν μεγάλους κινδύνους, οι οποίοι προέρχονταν: α) Από τις
οβίδες των πυροβόλων και από τις βόμβες των αεροπλάνων του κυβερνητικού
στρατού, β) Από την αρπαγή, κυρίως των παιδιών των μαχητών του ΔΣΕ, τον
εγκλωβισμό και το βασανισμό τους στα διάφορα «αναμορφωτήρια» της
Φρειδερίκης.
γ) Από την τρομοκρατία των μοναρχοφασιστικών συμμοριών, τύπου Αντόν
Τσαούς, που οργίαζαν ασύδοτα σε βάρος των ανθρώπων και λεηλατούσαν τα
χωριά.
Αυτοί οι κίνδυνοι κάθε μέρα γίνονταν όλο και πιο απειλητικοί για τα
παιδιά. Αυτός ήταν ο λόγος που η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση (ΠΔΚ)
«αποφάσισε να κάνει αποδεκτές τις αιτήσεις των λαϊκών οργανώσεων και των
γονιών και να εγκρίνει την αποστολή και παραμονή των παιδιών στις
Λαϊκές Δημοκρατίες, μέχρις που οι συνθήκες στη χώρα μας θα επιτρέψουν
την επιστροφή τους».
Για το σκοπό αυτό, η ΠΔΚ απευθύνθηκε στις κυβερνήσεις των Λαϊκών Δημοκρατιών και η απάντησή τους δεν άργησε να έρθει:
«…Οι κυβερνήσεις των Λαϊκών Δημοκρατιών και οι φιλανθρωπικές και οι
οργανώσεις προστασίας της παιδικής ηλικίας, καθώς και οι διάφορες
οργανώσεις της νεολαίας των χωρών αυτών, με εξαιρετική χαρά και
ευχαρίστηση… ανέλαβαν να περιθάλψουν τα Ελληνόπουλα για όσο διάστημα
χρειαστεί».
Η κυβέρνηση των Αθηνών μόλις πληροφορήθηκε ότι οι Λαϊκές Δημοκρατίες
αποδέχτηκαν την πρόταση της ΠΔΚ να φιλοξενήσουν τα Ελληνόπουλα από τις
εμπόλεμες περιοχές, εξαπέλυσε μια πρωτοφανή συκοφαντική εκστρατεία
εναντίον της ΠΔΚ και του ΚΚΕ, κάνοντας λόγο για αρπαγή των παιδιών,
σκάρωσε το παραμύθι του «παιδομαζώματος» επιδιώκοντας:
α) Να ζωντανέψει ανατριχιαστικές μνήμες από τα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς.
β) Να τρομάξει έτσι τον ελληνικό λαό.
γ) Να παραπλανήσει τη διεθνή κοινή γνώμη, και
δ) να κινητοποιήσει τη χωροφυλακή, τις διάφορες συμμορίες, ακόμα και
το στρατό, για να συλλάβουν και να οδηγήσουν τα παιδιά διά της βίας στα
«αναμορφωτήρια» της Φρειδερίκης.
Στην κατηγορία της ελληνικής κυβέρνησης, ότι τα παιδιά μεταφέρθηκαν
στο εξωτερικό με τη βία και παρά τη θέληση των γονέων τους, η απάντηση
της ΠΔΚ δόθηκε στο Υπόμνημά της στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, στο οποίο,
μεταξύ των άλλων, διαβάζουμε τα εξής:
«Η αλήθεια όμως είναι τόσο απλή, που ο καθένας χωρίς την παραμικρή
προσπάθεια θα μπορούσε να τη διαπιστώσει. Η απαθλίωση των παιδιών, η
πείνα τους, η εγκατάλειψή τους, οι κίνδυνοι από τις αεροπορικές
επιδρομές και από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, υποχρέωσαν τους γονείς
των παιδιών να τα στείλουν σε ασφαλή τόπο. Οι φιλανθρωπικές οργανώσεις
των Λαϊκών Δημοκρατιών δέχτηκαν, με τη μεσολάβησή μας, να περιποιηθούν
και να φιλοξενήσουν αυτά τα φτωχά θύματα των μοναρχοφασιστικών
φρικαλεοτήτων. Και τις μέρες εκείνες ακριβώς που γινόταν από τον ΟΗΕ η
παγκόσμια καμπάνια για το παιδί, διεξαγόταν εδώ ένα λαμπρό έργο
αλληλεγγύης. Δώδεκα χιλιάδες παιδιά είχαν σωθεί.
Φυσικά, δεν ήταν όλα τα παιδιά, της Ελεύθερης Ελλάδας. Πολλοί γονείς,
είτε επειδή είχαν τα μέσα να τα θρέψουν, είτε γιατί δεν ήθελαν να τα
αποχωριστούν, δεν τα έστειλαν και κανένας δεν τους ανάγκασε να το
κάνουν. Άλλοι πάλι γονείς έστειλαν ένα ή δυο παιδιά και κράτησαν τα
άλλα. Είναι αλήθεια πως πολλοί από αυτούς τους τελευταίους μετάνιωσαν
που δε μιμήθηκαν τους άλλους, όταν τα αμερικάνικα αεροπλάνα σκότωσαν
πολλά από αυτά και η πείνα αποδεκάτιζε τα άλλα. Το γεγονός αυτό, εν πάση
περιπτώσει, δείχνει πως κανένας καταναγκασμός δεν ασκήθηκε, ούτε ήταν
δυνατό να ασκηθεί. Σας επαναλαμβάνουμε μονάχα τούτο: Ούτε ένα παιδί δε
στάλθηκε σε μια δημοκρατική χώρα χωρίς τη συγκατάθεση των γονέων του. Σε
κάθε χωριό, άλλωστε, οι γονείς εξέλεξαν μονάχοι τους μια ενήλικη κοπέλα
ή μια γυναίκα για κάθε ομάδα 20-25 παιδιών για να τα συνοδεύσει».
Μετά τη συγκατάθεση των κυβερνήσεων των Λαϊκών Δημοκρατιών, άρχισε η
μεταφορά των 25.000 παιδιών από τις εμπόλεμες περιοχές της Ηπείρου, της
Μακεδονίας και της Θράκης με τη θέληση των γονιών ή των συγγενών τους (η
ελληνική κυβέρνηση ανέβαζε τον αριθμό αυτό στις 28.000).
Ποια ήταν, λοιπόν, η κατάσταση της υγείας και του μορφωτικού επιπέδου
αυτών των παιδιών, όταν μπήκαν στις χώρες της Λαϊκής Δημοκρατίας;
Επειδή δεν υπάρχουν στατιστικά στοιχεία για τα προσφυγόπουλα ξεχωριστά
για κάθε χώρα που τα δέχτηκε, θα παραθέσουμε στοιχεία των αρμοδίων
υπηρεσιών για τη νοσηρότητα σε ποσοστά για το σύνολο των Ελληνόπουλων
της προσφυγιάς. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, η κατάσταση της υγείας τους
ήταν:
- Πνευμονικές παθήσεις 26%.
- Βρογχικά 17%.
- Νευρικές παθήσεις 10.5%.
- Ψώρα 14%.
- Ρευματισμοί και άλλες παθήσεις (τραχώματα, κλπ.) 21,5%.
- Τελείως υγιή μόνο 10,5%.
- Το σωματικό βάρος για το 92% των παιδιών αυτών ήταν 5-10 κιλά κάτω από το κανονικό.
Δεν ήταν καλύτερη η κατάσταση αυτών των παιδιών και από την άποψη του μορφωτικού τους επιπέδου.
- Εντελώς αγράμματα 60%.
- Α΄ τάξη Δημοτικού 17,5%.
- Β΄ 14%.
- Γ΄ 5%.
- Πάνω από τη Γ΄ τάξη 4%.
Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης, το ΚΚΕ, το Μάη του 1948,
συγκρότησε την Κεντρική Επιτροπή «Βοήθειας» στο παιδί (ΕΒΟΠ) με
επικεφαλής τον Πέτρο Κόκκαλη «υπουργός Υγείας -Πρόνοιας και Παιδείας
Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης του ΔΣΕ». Η ΕΒΟΠ ασχολήθηκε με την
καθοδήγηση και τη βοήθεια του έργου των Ελλήνων εκπαιδευτικών, την
οργάνωση φροντιστηρίων επιμόρφωσης των Ελλήνων δασκάλων, τη συγγραφή
διδακτικών βιβλίων, την έκδοση εξωσχολικών αναγνωσμάτων, κλπ. Και από τη
μεριά τους. Οι Έλληνες εκπαιδευτικοί, με τη διδασκαλία της ελληνικής
γλώσσας και λογοτεχνίας, της ελληνικής ιστορίας, της γεωγραφίας της
Ελλάδας και με την πατριωτική αγωγή των προσφυγόπουλων.
Μετά από 68 χρόνια, κάνοντας έναν απολογισμό, πρέπει με έμφαση να τονίσουμε ότι:
Η βοήθεια που έδωσαν οι πρώην χώρες των Λαϊκών Δημοκρατιών στα παιδιά
των μαχητών του ΔΣΕ, αργότερα και στους ίδιους, ήταν πραγματικά
συγκινητική. Ακόμα από την πρώτη μέρα πρόσφεραν αμέσως στα παιδιά δωρεάν
στέγη και τροφή, ιματισμό και υπόδηση, ιατρική περίθαλψη. Μέσα σ’
εκείνες τις πολύ δύσκολες συνθήκες για τις χώρες αυτές, όλη αυτή η
φροντίδα και η συμπαράστασή τους ήταν μεγάλη και ανεκτίμητη.
Κυριολεκτικά, προερχόταν από το υστέρημα των λαών τους. Και μάλιστα,
αυτή η βοήθεια προσφέρθηκε χωρίς κανένα απολύτως αντάλλαγμα.
Χαρούμενα ελληνόπουλα σε παιδικό σταθμό της Ουγγαρίας
Τηρουμένων των αναλογιών, τα παιδιά αυτά αποτελούσαν ένα προνομιούχο
στρώμα. Ο Ερυθρός Σταυρός των χωρών των Λαϊκών Δημοκρατιών εξασφάλιζε
όλα τα αναγκαία και απαραίτητα μέσα. Ήταν μια στοργική μάνα, που στις
χαρές και στις λύπες βρίσκονταν πάντα δίπλα στα παιδιά. Όλα αυτά δεν
μπορούν και δεν πρέπει να ξεχαστούν ποτέ. Σήμερα όλα αυτά τα παιδιά
αναγνωρίζουν και εκτιμούν πάρα πολύ αυτή τη συμπαράσταση και εκφράζουν
από τα βάθη της καρδιάς τους την ειλικρινή ευγνωμοσύνη τους και λένε ένα
μεγάλο «ευχαριστώ» στα Κομμουνιστικά Κόμματα των Λαϊκών Δημοκρατιών,
στους λαούς τους και στα πρώην Σοσιαλιστικά κράτη. Και απολύτως
δικαιολογημένα θεωρούν της πρώην Λαϊκές Δημοκρατίες για δεύτερη πατρίδα
τους.
Μείναμε Έλληνες
Στις πρώην Λαϊκές Δημοκρατίες ζήσαμε, μεγαλώσαμε, σπουδάσαμε και
εργαστήκαμε 30 και πλέον χρόνια. Ήταν τα καλύτερά μας χρόνια. Ήταν τα
χρυσά χρόνια της ζωής και της νιότης μας. Και αυτά δε σβήνουν με τίποτα,
ότι και να λένε οι αντίπαλοί μας. Αυτά τα χρόνια είναι γραμμένα με
ανεξίτηλα γράμματα. Είναι αλήθεια. Δε μας έλειπε τίποτα. Κι όμως,
αλίμονο αν όλα τα καλά και οι ανέσεις της ζωής, που μας εξασφάλισαν τα
σοσιαλιστικά κράτη, όπως και η μακρόχρονη υπερορία μας, είχαν καταφέρει
να σβήσουν το φως που έκαιγε μέσα στην καρδιά μας για την πατρίδα, που
τόσο μας έλειπε. Η νοσταλγία μας, για την επιστροφή στην πατρίδα, στα
χωριά μας στα μέρη που αφήσαμε ήταν μεγάλη. Αυτόν τον διακαή πόθο μας
για τον επαναπατρισμό σαν παιδιά και αργότερα σαν γονείς τον
μεταλαμπαδεύσαμε και στα δικά μας τα παιδιά, που εξ αντικειμένου δεν
ήταν δυνατό να γνωρίσουν την Ελλάδα από κοντά. Σ’ αυτό συνέβαλαν το ΚΚΕ
και η Δημοκρατική Οργάνωση Μόρφωσης και Εκπολιτισμού των Ελλήνων
Πολιτικών Προσφύγων. Ιδιαίτερα αξιέπαινος και σημαντικός ήταν ο ρόλος
των Ελλήνων δασκάλων, οι οποίοι, μέσω της διδασκαλίας της μητρικής μας
γλώσσας, της ελληνικής ιστορίας, της γεωγραφίας και της πατριδογνωσίας,
μας διαπαιδαγώγησαν στο πνεύμα της αγάπης προς το λαό και την πατρίδα
μας, όπως και στο πνεύμα του προλεταριακού διεθνισμού. Οι Έλληνες
εκπαιδευτικοί, μένοντας πιστοί στα ιδανικά του κομμουνισμού και στις
αρχές της σοσιαλιστικής – κομμουνιστικής παιδαγωγικής, επιτέλεσαν επάξια
το βαθιά ανθρωπιστικό, πατριωτικό και επιστημονικό τους καθήκον.
Επίσης, πολύ σημαντικός ήταν και ο ρόλος των γονέων, των γιαγιάδων και
παππούδων. Όλοι αυτοί οι παράγοντες μαζί συντέλεσαν στο να μείνουμε
Έλληνες.
Η προσφορά του σοσιαλισμού στον άνθρωπο και ειδικότερα στα
κατατρεγμένα Ελληνόπουλα που βρέθηκαν και έζησαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες
φανερώνει τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του σοσιαλισμού και την ηθική,
πολιτική και κοινωνική ανωτερότητά του σε σχέση με τις καπιταλιστικές
κοινωνίες… Αυτήν την ανωτερότητα οφείλουμε να την προβάλλουμε όσο το
δυνατόν ολοκληρωμένα γίνεται. Όχι γιατί είμαστε – όπως θέλουν να λένε
ορισμένοι -απολογητές του υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλά γιατί είμαστε
οπαδοί της κοινωνικής απελευθέρωσης και της κατάργησης της
καπιταλιστικής σκλαβιάς».