Οι
προεκλογικές εξαγγελίες κυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ φέρνουν στο μυαλό τη
γνωστή ιστορία του χότζα και του γείτονα με το στενό σπίτι. Για να
γλιτώσει από τα παράπονα της οικογένειάς του πως το σπίτι είναι στενό, ο
χότζας τον συμβουλεύει να βάλει μέσα στο σπίτι διαδοχικά την αγελάδα
του, το γαϊδούρι του και τις κατσίκες του, και στη συνέχεια να βγάλει το
γάιδαρο. Στο τέλος, η οικογένεια του γείτονα είναι πολύ ευχαριστημένη
από το σπίτι της, αφού πλέον το βλέπει ως ιδιαίτερα ευρύχωρο. Το σπίτι,
ωστόσο, παραμένει πολύ στενό... Στη θέση του σπιτιού και της οικογένειας
που ασφυκτιά βρίσκεται ο ελληνικός λαός, ενώ οι τεράστιες απώλειες της
περιόδου της κρίσης αντιστοιχίζονται με τα ζωντανά που έρχονται μέσα στο
σπίτι και κάνουν την κατάσταση ακόμα πιο ασφυκτική.
Ωστόσο,
ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ αποδεικνύονται «βασιλικότεροι του βασιλέως». Αφού σήμερα
διαγκωνίζονται και προσπαθούν να μετατρέψουν σε κεντρικό επίδικο της
αντιπαράθεσης την έκταση και το βάθος των επόμενων μέτρων,
χωρίς να κάνουν λόγο ούτε καν για ανάκτηση των απωλειών των εργαζομένων την περίοδο της κρίσης.
Συνδυαστικά,
οι απώλειες των εργαζομένων στη φάση της κρίσης, συνυπολογίζοντας
μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις, (25% και 30-35% κατά μέσο όρο),
δραστική αύξηση της φορολογίας, αυξήσεις σε ασφαλιστικές εισφορές και
προώθηση της εμπορευματοποίησης των «κοινωνικών παροχών» ξεπερνούν σε
πολλές περιπτώσεις το 50% του προ κρίσης επιπέδου. Μπροστά σ' αυτές τις
τεράστιες απώλειες, κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ «κάνουν την πάπια».
Το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ
Οι
βασικές εξαγγελίες του Τσίπρα ουσιαστικά περιορίζονται σε ορισμένα
«ψίχουλα» πολύ μακριά από την ανάκτηση των τεράστιων απωλειών των
τελευταίων ετών και απ' την ικανοποίηση των αναγκών των εργαζομένων.
Την
ίδια στιγμή, η χρηματοδότηση του προγράμματος ουσιαστικά θα γίνει μέσα
απ' τη φορολόγηση των λαϊκών στρωμάτων, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα της
αστικής διακυβέρνησης, δεν πρόκειται να θίξει ούτε φορολογικά το μεγάλο
κεφάλαιο. Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι, σε τελευταία ανάλυση, ένα
πρόγραμμα
«αναδιανομής της φτώχειας», αφού οι όποιες «παροχές»
στα πιο εξαθλιωμένα τμήματα του πληθυσμού θα προέλθουν από νέα βάρη στην
πλειοψηφία των μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων.
Για τη «σημαία»
του κυβερνητικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με την επαναφορά του
κατώτατου μισθού στα 751 έχουν γίνει πολλές αναλυτικές αναφορές (βλέπε
«Η πολιτική των ελάχιστων απαιτήσεων», «Ριζοσπάστης» 26/10/2014). Φτάνει
να θυμίσουμε πως η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν επηρεάζει τους
μεγαλύτερους κλαδικούς μισθούς με τους οποίους αμείβεται το 60% των
εργαζομένων
και που έχουν μειωθεί πάνω από 25% στη φάση της κρίσης.
Γι'
αυτό, άλλωστε, και η αύξηση του κατώτατου μισθού δε θεωρείται
ριζοσπαστικό αίτημα ούτε καν από τον ίδιο τον ΣΕΒ. Ουσιαστικά, ο ΣΥΡΙΖΑ
θεωρεί οποιονδήποτε αμείβεται με μεγαλύτερο απ' τον κατώτατο μισθό ως
«προνομιούχο». Η φορολογική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, που τοποθετεί το
αφορολόγητο στις 12.000 ευρώ είναι χαρακτηριστική απ' την άποψη αυτή.
Ουσιαστικά, θεωρεί πως ένας μισθός των 857 ευρώ το μήνα είναι το κατώφλι πάνω απ' το οποίο πρέπει να φορολογείται κάποιος.
Η αντιμετώπιση της λεγόμενης «ανθρωπιστικής κρίσης»
Στο
πρόγραμμά του, ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα σε ένα πλέγμα
ορισμένων παροχών προς τμήματα του πληθυσμού που βρίσκονται σε κατάσταση
ακραίας φτώχειας. Πρόκειται για το περίφημο
«σχέδιο αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης» του ΣΥΡΙΖΑ.
Στην πραγματικότητα, τα ψίχουλα ανακούφισης, η δωρεάν παροχή ρεύματος, τα κουπόνια φαγητού, η εξασφάλιση στέγης όχι απλά δεν οδηγούν σε ανάκτηση του απωλειών,
αλλά ούτε καν διασφαλίζουν την επιβίωση των στρωμάτων που βρίσκονται σε ακραία φτώχεια.
Τα περιβόητα κουπόνια φαγητού του ΣΥΡΙΖΑ αντιστοιχούν σε μια ημερήσια επιδότηση 1,5 - 2 ευρώ ανά άτομο
.
Πρόκειται για επιδότηση που κατατάσσει τους δικαιούχος σε αυτούς που
ζουν στην κατηγορία των παγκοσμίως φτωχών με λιγότερα από 2 δολάρια την
ημέρα...
Το δωρεάν ρεύμα του ΣΥΡΙΖΑ αφορά μόνο 300 χιλιάδες
νοικοκυριά, όταν οι δικαιούχοι του κοινωνικού τιμολογίου είναι σχεδόν
διπλάσιοι. Γι' αυτούς, ο ΣΥΡΙΖΑ προβλέπει μια εξαιρετικά περιορισμένη
κατανάλωση δωρεάν ρεύματος στις 10 kwh τη μέρα, περίπου όσο καίει ο
θερμοσίφωνας για μια τετραμελή οικογένεια, ή λιγότερο από το μισή
Ενέργεια που απαιτείται για θέρμανση. Καλεί τα λαϊκά στρώματα να μάθουν
να ζουν με τη φτώχεια τους και να επιλέξουν ποιο δωμάτιο θα θερμάνουν, ή
μεταξύ θέρμανσης και ζεστού νερού...
Φυσικά, η μεγάλη πλειοψηφία των
λαϊκών νοικοκυριών θα εξακολουθούν να επιβαρύνονται με τα αβάσταχτα
τιμολόγια της ηλεκτρικής ενέργειας για να κερδίζουν οι μονοπωλιακοί
όμιλοι της ευρωενωσιακής απελευθερωμένης αγοράς Ενέργειας.
Η
επιδότηση ενοικίου με 3 ευρώ /τ.μ. το μήνα σημαίνει 135 ευρώ για ένα
διαμέρισμα των 45 τ.μ. μέτρων που δεν επαρκούν ούτε για τη στοιχειώδη
κάλυψη των αναγκών.
Εξ άλλου, η αναφορά για «παλιά εγκαταλελειμμένα
κτίρια» παραπέμπει σε γκετοποίηση των ευπαθών ομάδων σε κατοικίες που
δεν εξασφαλίζουν στοιχειωδώς όχι απλά τις σύγχρονες ανάγκες, αλλά ούτε
καν το κατακτημένο επίπεδο εξασφάλισης στέγης στις σύγχρονες συνθήκες.
Αντίστοιχα, η εξαγγελία για επαναφορά του δώρου Χριστουγέννων σε ορισμένους συνταξιούχος αποτελεί
πρόκληση
στη νοημοσύνη των συνταξιούχων. Οι συντάξεις έχουν υποστεί τεράστια
μείωση (30% - 40%) την περίοδο της κρίσης, και ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να
εμφανίσει μια αύξηση του 8,3% να εμφανίζεται ως κατάκτηση.
Οι δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ στο κεφάλαιο
Την
ίδια στιγμή, οι πηγές χρηματοδότησης που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ
αποδεικνύουν πως το πρόγραμμά του δεν συνιστά κάποια «ριζοσπαστική ρήξη»
με τα μεγάλα συμφέροντα, όμως δε σταματά να επαναλαμβάνει, πιστός στη
γραμμή «πες, πες, κάτι θα μείνει».
Αντίθετα, οι πραγματικές πηγές χρηματοδότησης του ΣΥΡΙΖΑ
θα είναι τα λαϊκά στρώματα που δε βρίσκονται σε καθεστώς απόλυτης εξαθλίωσης με νέα αύξηση της φορολογίας. Στην ουσία, πρόκειται για ένα πρόγραμμα «αναδιανομής της φτώχειας».
Χαρακτηριστικό
σημείο είναι η εκτίμηση εισροής 3 δισ. ευρώ το χρόνο από ληξιπρόθεσμες
οφειλές. Η τοποθέτηση αυτή σημαίνει πως ο ΣΥΡΙΖΑ περιμένει από τα λαϊκά
στρώματα (στα οποία αφορούν κατά κύριο λόγο οι ληξιπρόθεσμες οφειλές)
να
καταβάλλουν, επιπλέον της φορολόγησης για την τρέχουσα χρονιά, 3 δισ.
ετησίως ως «δόσεις» για τα ληξιπρόθεσμα χρέη του παρελθόντος. Η
καταβολή θα γίνεται γιατί, όπως ομολογεί το φορολογικό πρόγραμμα του
ΣΥΡΙΖΑ και δεν σταματούν να δηλώνουν τα στελέχη του, μετά τις ρυθμίσεις,
«οι δόσεις που θα
προκύπτουν θα είναι κοινωνικά δίκαιες και θα
πρέπει να καταβάλλονται, αξιοποιώντας όλους τους σχετικούς ελεγκτικούς
και κατασταλτικούς μηχανισμούς». Αποκαλύπτει, δηλαδή, πως ο ΣΥΡΙΖΑ, θεωρώντας τη δική του φορολογία δίκαιη, θα επιτείνει τη φοροαφαίμαξη των λαϊκών στρωμάτων.
Η
φορολόγηση των λαϊκών στρωμάτων θα προκύψει ως ανάγκη για τη μελλοντική
κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ δεσμεύεται για
«ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς», αφήνει στο απυρόβλητο τη
νόμιμη φοροαποφυγή του μεγάλου κεφαλαίου,
τα αφορολόγητα αποθεματικά, το προκλητικό πλαίσιο με το οποίο οι
μονοπωλιακοί όμιλοι φορολογούνται ελάχιστα. Δεν είναι τυχαίο πως η
φορολογία του μεγάλου κεφαλαίου έχει συνειδητά τεθεί τελείως εκτός της
«ατζέντας» του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, τα «γραπτά μένουν» και το δημοσιευμένο
φορολογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ καθιστά σαφές πως δεν είναι πρόθεσή του
να φορολογήσει τους μονοπωλιακούς ομίλους.
Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ μιλά
για μια ελάχιστη αύξηση της φορολόγησης συνολικά του κεφαλαίου «στο μέσο
όρο της ΕΕ», δηλαδή για μια αύξηση της φορολογίας κατά 2,5 δισ. ευρώ
ετησίως, που μάλιστα αφορά συνολικά μονοπωλιακούς ομίλους και
μικρομάγαζα. Τα υπόλοιπα 48 δισ. ευρώ των φορολογικών βαρών που
απαιτούνται για τη διασφάλιση των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών θα τα
πληρώσουν οι εργαζόμενοι. Αλλωστε, αποδεικνύοντας τα προσόντα του ως άξιου διαχειριστή της εξουσίας των μονοπωλίων αναφέρει με σαφήνεια ότι «
κάθε
αλλαγή στο επίπεδο της φορολογίας των επιχειρήσεων πρέπει να λαμβάνει
υπόψη τα δεδομένα του φορολογικού ανταγωνισμού τόσο σε επίπεδο
Ευρωζώνης, όσο και σε επίπεδο γεωγραφικής περιοχής της χώρας».
Δηλαδή,
σε απλά Ελληνικά, δηλώνουν ότι δεν μπορούν να αυξήσουν τους φόρους στις
επιχειρήσεις όσο η φορολογία στην ΕΕ και στην ευρύτερη περιοχή είναι
χαμηλή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, επίσης, προτείνει την αξιοποίηση των
κεφαλαίων του ΕΣΠΑ και τα 11,5 δισ. που βρίσκονται δεσμευμένα στο ταμείο
χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Η τοποθέτηση αυτή είναι βαθιά
αποπροσανατολιστική.
Τα κεφάλαια του ΕΣΠΑ δεν αποδεσμεύονται άνευ
όρων. Τα έργα που χρηματοδοτούνται έχουν συγκεκριμένο προσανατολισμό,
που έχει καθοριστεί από την ΕΕ, και αφορά στη στήριξη της κερδοφορίας
των μονοπωλιακών ομίλων σε συγκεκριμένους τομείς προτεραιότητας. Είναι,
λοιπόν, υποκριτικό να υποστηρίζει κανείς πως μπορεί να χρηματοδοτήσει
οποιοδήποτε έργο ή δράση θέλει με τα κεφάλαια του ΕΣΠΑ. Συγχρόνως, η
αποδέσμευση των κεφαλαίων είναι σταδιακή και κάθε φορά γίνεται με την
έγκριση των ευρωπαϊκών θεσμών, έγκριση που προϋποθέτει το σεβασμό των
συμφωνιών, των κανονισμών, της στρατηγικής της ΕΕ. Αντίστοιχα, τα
κεφάλαια του ΤΧΣ είναι δεσμευμένα ακριβώς με τον ίδιο τρόπο για την
κεφαλαιακή στήριξη των τραπεζικών ομίλων και δεν μπορούν να αξιοποιηθούν
με βάση τις επιθυμίες της επόμενης κυβέρνησης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ
υποκλίνεται στους ευρωπαϊκούς θεσμούς ή την ευρωπαϊκή νομιμότητα. Το
πρόγραμμά του και οι συνεχείς δηλώσεις υποταγής του στην ΕΕ αποδεικνύουν
του λόγου το αληθές.
Μαχητικά, με αφετηρία την ανάκτηση των απωλειών
Τα
προγράμματα του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ περιλαμβάνουν ορισμένες παροχές -
ψίχουλα για τμήματα του λαού που ζουν σε ακραία φτώχεια, που στην
πραγματικότητα δεν επαρκούν ούτε καν για την ανακούφισή τους, πόσο
μάλλον δεν οδηγούν σε ανάκτηση των τεράστιων απωλειών των τελευταίων
ετών. Τις όποιες παροχές θα κληθούν να τις πληρώσουν οι υπόλοιποι
εργαζόμενοι που δε ζουν σε ακραία φτώχεια, αφού το μεγάλο κεφάλαιο
παραμένει στο απυρόβλητο, ενώ οι δεσμεύσεις τους για στήριξη των «υγιών
επιχειρηματιών» και για σεβασμό των ευρωπαϊκών θεσμών οδηγούν ακόμα και
τις παροχές αυτές σε αμφισβήτηση.
Ομως, «Λυδία Λίθος» με την
οποία πρέπει οι εργαζόμενοι να κρίνουν κάθε πολιτικό κόμμα είναι η
ανάκτηση των απωλειών των τελευταίων ετών και ο δρόμος για την
πραγματική ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών τους. Και με αυτό το κριτήριο κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ παίρνουν μηδέν.
Το
ΚΚΕ επιμένει πως η αναγέννηση του εργατικού κινήματος, η οργανωτική και
ιδεολογική ισχυροποίηση είναι ο μονόδρομος για τους εργαζόμενους που
μπορεί να εγγυηθεί αυτόν το δρόμο.
Στις 26 του Γενάρη, όποιος και
να είναι στο τιμόνι της αστικής διακυβέρνησης, ο πραγματικός αντίπαλος
των εργαζομένων, δηλ. οι μονοπωλιακοί όμιλοι που έχουν τα κλειδιά της
οικονομίας, το κράτος τους, η ΕΕ που στηρίζει την εξουσία και την
κερδοφορία θα βρίσκονται απέναντι στους εργαζόμενους.
Ο λαός θα βρίσκεται στην αντιπολίτευση. Καθήκον των εργαζομένων να οργανώσουν την πάλη τους, να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους. Μαχητικά,
ξεκινώντας
απ' την ανάκτηση των απωλειών να ανοίξουν το δρόμο για το ριζικά
διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης, της αποδέσμευσης απ' την ΕΕ με εργατική -
λαϊκή εξουσία που διασφαλίζει τη λαϊκή ευημερία. Η ισχυροποίηση του
ΚΚΕ στα συνδικάτα, στη Βουλή, στο δρόμο, είναι αποφασιστικής σημασίας
για την ισχυρή λαϊκή αντιπολίτευση που έχουν ανάγκη τα λαϊκά στρώματα.
Του Γρηγόρη ΛΙΟΝΗ*
*Ο Γρηγόρης Λιονής είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ