Αιτία των διαδηλώσεων είναι η βελτίωση των συνθηκών εργασίας για τους εργάτες γης, καθώς δεν ικανοποιούνται από το νέο αγροτικό νομοσχέδιο, που προβλέπει απλά ένα “μπόνους” 30% στον κατώτατο μισθό των αγρεργατών. Οι εργάτες απαιτούν μια μόνιμη αύξηση του μισθού τους, ο οποίος είναι πολύ χαμηλός, στα μόλις 11 δολάρια τη μέρα για 8 ώρες χωρίς διάλειμμα. Με το προβλεπόμενο μπόνους, η αύξηση θα ανέλθει σε 2,5 δολάρια την ημέρα, αντί για ημερομίσθιο 20 δολαρίων που απαιτούν οι εργάτες γης. Στα αιτήματα αυτά αντιδρούν όπως είναι αναμενόμενο, οι μεγαλογαιοκτήμονες, που απειλούν και εκβιάζουν ουσιαστικά με απολύσεις σε έναν τομέα που απασχολεί 200.00 ανθρώπους στη χώρα.
Συνολικά μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα έχουν καταγραφεί 4 νεκροί στα πλαίσια των κινητοποιήσεων, πιστοποιώντας τη βαναυσότητα της καταστολής στη χώρα.
Με πληροφορίες από telesur
Εκθεση Πισσαρίδη και Δικαιοσύνη
Στο πλαίσιο αυτό, η πρόσφατη Εκθεση Πισσαρίδη περιλαμβάνει ως ιδιαίτερο κεφάλαιο τη Δικαιοσύνη, για την οποία θέτει ως κρίσιμο στόχο να «μετατραπεί από εστία αβεβαιότητας σε πηγή εμπιστοσύνης για νέες επενδύσεις».
Η κατεύθυνση των μέτρων που τίθενται στο κείμενο αυτό, δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία, αντιθέτως εκφράζει μια διαχρονική τάση προσαρμογής της Δικαιοσύνης στις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου: Την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και κερδοφορίας του κεφαλαίου, την προώθηση των στρατηγικών σχεδιασμών της αστικής τάξης που απαιτούν συνδυασμένα ένταση της εκμετάλλευσης αλλά και της καταστολής, την περιστολή του συνόλου των δικαιωμάτων του λαού, μέσα από την ταχύτερη και αποτελεσματική εφαρμογή των αντιλαϊκών νόμων.
Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα «εκσυχρονισμού» της Δικαιοσύνης είναι η θεσμοθέτηση εξωδικαστικών μορφών επίλυσης διαφορών, η υποχρεωτική διαμεσολάβηση και διαιτησία που ουσιαστικά ιδιωτικοποιούν την απονομή της.
Eurokinissi |
Βαθιά αντιδραστική είναι η εφαρμογή του θεσμού αυτού στην Ποινική Δικαιοσύνη, στη βάση των κατευθύνσεων της ΕΕ. Με τις διαδικασίες της ποινικής συνδιαλλαγής και διαμεσολάβησης καθιερώνεται ένα απαράδεκτο παζάρι ποινών, που λειτουργεί εκβιαστικά σε βάρος των φτωχών, ακόμα και αθώων, και ευνοϊκά υπέρ των ισχυρών παραβατών του νόμου, και καταπατούνται θεμελιώδη δικαιώματα (όπως το τεκμήριο αθωότητας).
Στην ίδια ρότα κινείται και η θεσμοθέτηση ειδικών τμημάτων δικαστηρίων, τα λεγόμενα «επενδυτικά» (ν. 4700/2020). Πρόκειται για ειδικά, «ελίτ» τμήματα με έμπειρους δικαστές και ταχύρρυθμες διαδικασίες, προκειμένου να διευκολύνουν τις «fast track» επενδύσεις, σε τομείς που συγκεντρώνουν ζωηρό ενδιαφέρον μεγάλων ομίλων (στην Ενέργεια, στις Τηλεπικοινωνίες, στη Διαχείριση Δεδομένων), την ώρα που οι πάσης φύσεως λαϊκές υποθέσεις (οι εργατικές, οι συνταξιοδοτικές και άλλες) βαλτώνουν και χρονίζουν στα δικαστήρια.
Είναι μια παρέμβαση που, ανάμεσα σε άλλα, καθιερώνει μια Δικαιοσύνη δύο ταχυτήτων και ενισχύει τα μέσα για να γίνεται όλο και πιο ελεγχόμενη, φιλική και γρήγορη για τους επιχειρηματικούς ομίλους, ενώ εντείνει τους φραγμούς για την πρόσβαση των λαϊκών στρωμάτων σε αυτήν.
Η Εκθεση Πισσαρίδη, σε αδιάσπαστη ενότητα με τις παραπάνω αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις, εκφράζει τις βασικές στοχεύσεις του αστικού κράτους και στο σκέλος της απονομής της Δικαιοσύνης.
Το κείμενο εντοπίζει αγκυλώσεις μέσα και έξω από το δικαστικό σύστημα (π.χ. καθυστερήσεις στην απονομή Δικαιοσύνης), οι οποίες ευθύνονται για τη χαμηλή παγκόσμια κατάταξη της Ελλάδας ως προς την εφαρμογή των συμβάσεων (επενδυτικών κ.ά.). Ασκεί κριτική για την «κακή αντίληψη των ελληνικών επιχειρήσεων περί δικαστικής ανεξαρτησίας», κάνει αναφορά σε «ένδικες διαφορές που επιβαρύνουν αχρείαστα (!) το δικαστικό σύστημα... ενώ θα μπορούσαν να επιλυθούν χωρίς προσφυγή στη Δικαιοσύνη, με συμβιβασμό των μερών».
Ολη η ουσία του προσανατολισμού που δίνει η έκθεση, μπορεί να συνοψιστεί στη διατύπωση ότι «η αποτελεσματική απονομή της Δικαιοσύνης είναι κομβική και για την απορρόφηση των πόρων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, καθώς μεγάλο μέρος των πόρων αυτών συνδέονται με δημόσια έργα υποδομών, τα οποία πρέπει να πραγματοποιηθούν σε προκαθορισμένες προθεσμίες».
Αναφορικά με την εκπαίδευση - κατάρτιση των δικαστών, αναγνωρίζει μεν το υψηλό τους επίπεδο, ωστόσο χαρακτηρίζει περιορισμένη και ελλιπή τη γνώση τους σε θέματα οικονομικής επιστήμης (!). Χρειάζεται οι δικαστές να συνδυάζουν τη νομική τους κατάρτιση με κατανόηση του οικονομικού τρόπου σκέψης και της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου, να τους προσφέρονται μαθήματα σε περισσότερο τεχνικά οικονομικά θέματα, όπως ο ανταγωνισμός, η λογιστική και τα χρηματοοικονομικά.
Ερχεται σε αντίθεση ακόμα και με το ρόλο των δικαστών! Οι δικαστές δεν είναι πραγματογνώμονες, ώστε να έχουν τεχνικές και ειδικές γνώσεις των διαφόρων επιστημών (π.χ. Λογιστική), αλλά ο δικός τους «επιστημονικός τομέας» είναι να γνωρίζουν σε βάθος, να εφαρμόζουν και να ερμηνεύουν τον νόμο.
Η στόχευση αυτών των μέτρων είναι η διαμόρφωση μιας Δικαιοσύνης εξολοκλήρου κομμένης και ραμμένης στις ανάγκες και επιδιώξεις του κεφαλαίου. Θέλουν τους δικαστές εφαρμοστές γνώσεων οικονομοτεχνικής φύσης, τεχνοκράτες, να θέτουν ως κριτήριο της δικαιοδοτικής τους κρίσης την ευημερία της επιχείρησης. Να αναγνωρίζουν, όπως οι καπιταλιστές, ότι η πρόοδος της εταιρείας είναι παράλληλη με το συμφέρον του εργαζόμενου και μάλιστα ότι σε περίπτωση σύγκρουσης, επικρατέστερο είναι το συμφέρον της πολυεθνικής, του ομίλου κ.λπ.
Στο σύστημα απονομής Δικαιοσύνης που περιγράφεται στην Εκθεση, υπάρχει χώρος μόνο για τον δικαστή που θα κρίνει σύμφωνα με το συμφέρον και την ευρωστία της επιχείρησης, που δεν θα επιδικάσει, παραδείγματος χάριν, δεδουλευμένα στον εργαζόμενο ή ολόκληρη αποζημίωση στον ζημιωθέντα από αυτοκινητιστικό ατύχημα επειδή θα είναι επιβλαβές για την εταιρεία.
Οι παραπάνω προτάσεις συμπληρώνονται με την ανάγκη κατάρτισης των δικαστών σε ψηφιακές και διοικητικές δεξιότητες, καθώς και επέκταση και εμβάθυνση της αξιολόγησής τους. Εξάλλου, σε αρκετά σημεία οι δικαστές αντιμετωπίζονται λίγο πολύ ως manager, που χρειάζεται να αποκτούν διοικητικά προσόντα, ενώ δεν λείπουν και προτάσεις που αντιβαίνουν το Σύνταγμα, όπως για σώμα «επίκουρων δικαστών», ολιγοετούς θητείας, κατά το πρότυπο άλλων ευρωπαϊκών κρατών.
Ανάμεσα στις προτάσεις προβάλλουν η ψηφιοποίηση και διασύνδεση με άλλες κρατικές υπηρεσίες (ΕΛ.ΑΣ. κ.λπ.), η συγχώνευση δικαστηρίων με τη λογική «κόστους - οφέλους», νέα «ειδικά» δικαστήρια κατά το πρότυπο των πρόσφατων «επενδυτικών» σε τομείς «σημαντικού οικονομικού ενδιαφέροντος» (π.χ. πτώχευση) και διάφορα άλλα μέτρα, που συν τοις άλλοις κάνουν ακόμα πιο δύσκολη την πρόσβαση του λαού στη Δικαιοσύνη.
Αλλωστε, «ψηφιακός μετασχηματισμός» του κράτους, συμπεριλαμβανομένης της Δικαιοσύνης, κάθε άλλο παρά αμβλύνει, αντίθετα εντείνει τον αντιδραστικό ρόλο τους. Με την «ηλεκτρονική δικαιοσύνη», η ψηφιοποίηση, η «διασύνδεση» δεδομένων και η επιτάχυνση εστιάζονται στα κρίσιμα για το κεφάλαιο αντικείμενα (αδειοδοτήσεις επενδύσεων κ.ά.), ενώ προστίθενται νέα «όπλα» στην αντιμετώπιση του «εχθρού λαού» από το αστικό κράτος (παρακολούθηση, καταστολή).
Η Εκθεση περιέχει βαθιά αντιδραστικές προτάσεις, επιδιώκει να μετατρέψει τη Δικαιοσύνη σε μοχλό προσέλκυσης επενδύσεων. Οπως σωστά σημείωσε η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων στην ανακοίνωση καταδίκης της, «επιχειρείται ο υποβιβασμός της δικαστικής λειτουργίας σε ένα απλό εργαλείο άσκησης οικονομικής πολιτικής από την εκάστοτε κυβέρνηση».
Το πιο αντιδραστικό, κατά τη γνώμη μας, σημείο είναι εκείνο για την εκπαίδευση - κατάρτιση και αξιολόγηση των δικαστών, επειδή αποκαλύπτει τη βούληση του συστήματος για την ακόμα μεγαλύτερη ευθυγράμμιση του δικαστικού σώματος με τις ανάγκες και τα συμφέροντα των μονοπωλίων. Σε ένα ήδη ασφυκτικό πλαίσιο, επιδιώκεται να γίνει αδύνατη και η παραμικρή ακόμα διαφοροποίηση ενός δικαστή από τη γραμμή υλοποίησης των συμφερόντων των μονοπωλίων.
Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι στον καπιταλισμό, η «δικαστική εξουσία», τα κρατικά όργανα απονομής της αστικής Δικαιοσύνης, περιβάλλονται με μία φαινομενική ανεξαρτησία από τις άλλες κρατικές λειτουργίες και θεσμούς.
Ωστόσο, αυτό που εφαρμόζουν τα δικαστήρια είναι το ισχύον, ταξικό Δίκαιο, κάνοντας μία ερμηνεία στο πλαίσιο της κυρίαρχης δικαιικής αντίληψης και με τα εργαλεία της αστικής νομικής θεωρίας και νομολογίας. Επομένως, δεν μπορούμε να μιλάμε για ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, αφού στην πραγματικότητα τα δικαιοδοτικά όργανα αποτελούν τμήμα της ενιαίας, αστικής κρατικής εξουσίας.
Ετσι, την πορεία αντιδραστικοποίησης του καπιταλιστικού συστήματος ακολουθεί και η αστική Δικαιοσύνη, ενισχύοντας το νομικό οπλοστάσιο, εντείνοντας την επίθεση σε βάρος του εργαζόμενου λαού (Εργασιακά, Υγεία - Πρόνοια - Ασφάλιση, Παιδεία, αλλά και συνδικαλιστικά δικαιώματα, δικαίωμα στην απεργία κ.λπ.).
Στη σημερινή περίοδο, η εμφάνιση νέας οικονομικής κρίσης και η δυσκολία διαχείρισής της απαιτεί απονομή Δικαιοσύνης με πιο αντιδραστικούς όρους, για να διευκολύνονται οι επενδύσεις, ο ανταγωνισμός, συνολικά η ίδια η αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου. Οσο οξύνονται οι αντιθέσεις του συστήματος, τόσο εμπλουτίζεται η φαρέτρα της αστικής Δικαιοσύνης, για να εμποδιστεί η πάλη του εργατικού - λαϊκού κινήματος, να φιμωθεί και η παραμικρή φωνή εναντίωσης.
Η Εκθεση Πισσαρίδη είναι ένα πολιτικό κείμενο, προτείνει αναδιαρθρώσεις που περιλαμβάνουν το σύνολο των λειτουργιών του κράτους, κάνοντάς το πιο εχθρικό απέναντι στις λαϊκές ανάγκες, αντιμετωπίζοντας την ευημερία και τα δικαιώματα των εργαζομένων ως ένα «διαρθρωτικό» πρόβλημα, που πρέπει να ρυθμιστεί. Προβλέπει μοίρασμα δισ. ευρώ στις επιχειρήσεις και φτώχειας στον λαό. Ομως τα λαϊκά στρώματα πλήρωσαν και μάτωσαν αρκετά τα προηγούμενα χρόνια της κρίσης. Η Εκθεση είναι άλλο ένα σχέδιο μακριά και έξω από τα λαϊκά συμφέροντα, που πρέπει να απορριφθεί.
Η απάντηση χρειάζεται να είναι ξεκάθαρη. Κανένας νέος άνθρωπος, εργαζόμενος στο χώρο της Δικαιοσύνης και αλλού δεν πρέπει να δώσει άλλη πίστωση χρόνου σε αυτή την αντιλαϊκή πολιτική. Τώρα χρειάζεται ανασύνταξη, οργάνωση του αγώνα και αντεπίθεση.
Στο έδαφος των παραπάνω εξελίξεων, χρειάζεται παρέμβαση που θα αναδεικνύει τον ταξικό χαρακτήρα και τα όρια της αστικής Δικαιοσύνης, κόντρα σε λεγκαλιστικές αυταπάτες που συχνά καλλιεργούνται, ιδίως από δυνάμεις του οπορτουνισμού. Παράλληλα, να μην υποτιμούνται η σημασία και τα περιθώρια παρέμβασης σε όλους τους χώρους, ακόμα κι αν έχουν αντιδραστικά χαρακτηριστικά, όπως ο χώρος της απονομής Δικαιοσύνης, όπου αναμφισβήτητα υπάρχουν τίμιοι, καλοπροαίρετοι και προοδευτικοί δικαστές, οι οποίοι μπορούν να εξαντλούν τα περιθώρια, να εκμεταλλεύονται κάθε χαραμάδα για να μη στέκονται απέναντι στον λαό που βασανίζεται.