15 Αυγ 2012

Μια απόφαση μάχομαι μέχρι το τέλος. Στενή Αυτοάμυνα (ΟΠΛΑ) 1946-1947


Μια απόφαση μάχομαι μέχρι το τέλος. Στενή Αυτοάμυνα (ΟΠΛΑ) 1946-1947 

Πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα βιβλίο που θα λέγαμε ότι ξάφνιασε σε σχέση με το περιεχόμενό του. Ο τίτλος είναι "Μια απόφαση μάχομαι μέχρι το τέλος. Στενή Αυτοάμυνα (ΟΠΛΑ) 1946-1947" και αναφέρεται σε ένα θέμα που δεν συναντάμε συχνά στη βιβλιογραφία. Το βιβλίο αναφέρεται στην ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών) και συγγραφέας είναι ο Τάσος Κατσαρός. Είναι γνωστό ότι για το συγκεκριμένο θέμα έχουν γραφτεί πολλές ανακρίβειες και χύθηκε αρκετή λάσπη (και όχι μόνο από την αστική πλευρά).

Στο βιβλίο αυτό γίνεται αρχικά μια σύντομη αναφορά στα γεγονότα των τελευταίων μηνών της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα, τις συμφωνίες του Λιβάνου, της Καζέρτας και της Βάρκιζας, την πολιτική σημασία των συμφωνιών αυτών, καθώς και τις επιπτώσεις που είχε στον κόσμο της Αριστεράς η υποχώρηση του ΕΛΑΣ και η παράδοση των όπλων. Ο συγγραφέας περιγράφει τις συνθήκες τρομοκρατίας που επικράτησαν στη χώρα αμέσως μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς και τις αιτίες που οδήγησαν στον εμφύλιο πόλεμο. Μετά από μια εξονυχιστική έρευνα που έκανε (μέσα από επίσημα αρχεία αλλά και μαρτυρίες) κατάφερε να συγκεντρώσει καταπληκτικά στοιχεία σχετικά με τη συγκρότηση της ΟΠΛΑ (Στενή Αυτοάμυνα) στη Θεσσαλονίκη, τη δομή της οργάνωσης, τον τρόπο δράσης της και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εξαρθρώθηκε. Τέλος, παρουσιάζονται οι απολογίες των αγωνιστών στη δίκη της ΟΠΛΑ της Θεσσαλονίκης, που αποτελούν σημαντικότατα ντοκουμέντα, χρήσιμα για τη μελέτη της περιόδου.

Ο τίτλος του βιβλίου "Μια απόφαση μάχομαι μέχρι το τέλος" ήταν ένα τραγούδι που, όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας, "σιγοτραγουδούσαν οι κουρασμένες φωνές των τραυματισμένων πολιτοφυλάκων σε κάποιο νοσοκομείο της Λερίντα στον Ισπανικό εμφύλιο", προτρέποντάς μας να κάνουμε τις απαραίτητες συγκρίσεις.

Ποια ήταν η ΟΠΛΑ
Η ΟΠΛΑ δημιουργήθηκε στις αρχές του 1944 ως προέκταση του ΕΛΑΣ στις πόλεις από μέλη του εφεδρικού ΕΛΑΣ, μόνο που οι συνθήκες κάτω από τις οποίες συγκροτήθηκε και έδρασε ήταν πολύ πιο δύσκολες.

Αφορμή στάθηκε μια επιδρομή ταγματασφαλιτών σε νοσοκομείο τραυματιών και αναπήρων στις 30 Νοεμβρίου 1943 με το πρόσχημα ότι εκεί κρύβονταν ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ και του ΕΛΑΣ. Σχεδόν αμέσως μετά, η αστυνομική διεύθυνση Αθηνών εκδίδει την παρακάτω διαταγή του Αρχηγού της Αστυνομίας Πόλεων με την οποία ζητούσε την πάταξη του ΕΑΜικού κινήματος.

"Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών
Κοινοποιώ κατωτέρω διαταγήν του Αρχηγείου Αστυνομίας Πόλεων, διά την ακριβή προς ταύτην συμμόρφωσίν σου. (Απευθύνεται σε δύο συγκεκριμένους αστυνόμους)
Εν Αθήναις τη 13/12/43
Αγγελος Εβερτ"

"Υπάρχει αντίληψις ότι οι αστυνομικοί δεν αποδίδουν, όσον αφορά την δίωξιν των αναρχικών στοιχείων του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ. Είναι ανάγκη να παύση η υπάρχουσα εντύπωσις. Πρέπει να δημιουργήσωμεν την εντύπωσιν ότι η Αστυνομία δεν υστερεί. Η συνεργασία της Αστυνομίας και των Ευζωνικών Ταγμάτων είναι στοιχείο απαραίτητον προς επιτυχίαν του εκτεθέντος σκοπού, πρέπει δε να αποβή πλήρης και απόλυτος.
Αθ. Σαμπάνης, Αρχηγός"

(Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο "Η ΟΠΛΑ χωρίς θρύλο του Γιώργου Καράγιωργα, εκδόσεις Δωδώνη, σελ. 104, που, αν και είναι αντικομμουνιστικό, το προτείνουμε, γιατί περιέχει χρήσιμα ντοκουμέντα. Με την ευκαιρία να αναφερθούμε σε ένα ακόμα βιβλίο που ανήκει στην ίδια κατηγορία (των αντικομμουνιστικών), "Τέσσερις δίκες στη Θεσσαλονίκη" του Γ. Μόδη, εκδ. Πάπυρος, που αναφέρεται εκτός απ' την ΟΠΛΑ και στη ΜΛΑ, τη Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα, με αρκετά στοιχεία. Υπάρχει έλλειψη βιβλίων για το συγκεκριμένο θέμα από την αριστερή πλευρά. Αυτό κάνει ακόμα σημαντικότερη την προσπάθεια του Τάσου Κατσαρού.

Εχθρική προς το ΕΑΜ ήταν και η στάση των αστικών κομμάτων, τα οποία στις 19 Γενάρη του 1944 έκαναν έκκληση στους Αγγλους για άμεση δράση ενάντια στο ΕΑΜ "για να σωθεί η Ελλάδα από την αναρχούμενη αντάρτικη δράση". Ο Στυλιανός Γονατάς (πρώην πρωθυπουργός "δημοκρατικής" κυβέρνησης, σε γράμμα προς τον Εμμ. Τσουδερό (πρωθυπουργό της εξόριστης κυβέρνησης που καθοδηγούνταν από τους Αγγλους), παραπονείται για τη δράση του ΕΑΜ και λέει ότι "τα τάγματα ασφαλείας απετέλεσαν το μόνο δι' αυτούς (εννοεί το ΕΑΜ) πραγματικόν αντίπαλον δέος" (από το βιβλίο του Θανάση Χατζή "Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε" τόμος 3ος, εκδ. Δωρικός, σελ. 64).

Ετσι γίνεται πλέον συστηματική η συνεργασία μεταξύ της δωσίλογης αστυνομίας και των γερμανοτσολιάδων εναντίον του ΕΑΜ. Φυσικά και η στάση των Αγγλων ήταν πλέον φανερά εχθρική. Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες συγκροτήθηκε η ΟΠΛΑ. Στη δράση της μπορούμε να συμπεριλάβουμε σαμποτάζ σε στρατιωτικούς στόχους, εκτελέσεις δωσίλογων και ταγματασφαλιτών αλλά και σε πολλές περιπτώσεις κανονικές μάχες με γερμανικά στρατιωτικά τμήματα μέσα στην πόλη. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα προσπάθησε να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά ενός αντάρτικου πόλης, προστατεύοντας πολλούς αγωνιστές από τις δολοφονικές επιθέσεις των γερμανοτσολιάδων και της δωσίλογης αστυνομίας.

Μετά τα Δεκεμβριανά και τη Βάρκιζα ξεκινά μια περίοδος άγριας τρομοκρατίας από τη μεριά του κράτους απέναντι στο λαό. Με την υποστήριξη των Αγγλων και των Αμερικάνων, το αστικό κράτος εξοπλίζεται και σε συνεργασία με τις παρακρατικές συμμορίες που δρούσαν στην ύπαιθρο μεθοδεύει συστηματικά την εξόντωση και την υποταγή των αγωνιστών του ΕΛΑΣ αλλά και κάθε δημοκράτη. Ετσι το Φλεβάρη του 1946 με απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ ξεκινάει το δεύτερο αντάρτικο. Εκτός από την ΟΠΛΑ (Εθνική Πολιτοφυλακή) υπήρχε η ΜΛΑ (Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα) καθώς και οργανώσεις αγωνιστών και αξιωματικών του ΕΛΑΣ. Τα πράγματα όμως δεν ήταν καθόλου εύκολα. Από τη μια εντεινόταν καθημερινά η "λευκή τρομοκρατία", ενώ από την άλλη η ηγεσία του ΚΚΕ βρέθηκε μπροστά σε σκληρά διλήμματα. Ακόμη και στην πρώτη φάση του δεύτερου αντάρτικου, η ασάφεια ως προς την κύρια πλευρά της πάλης είχε την επίδρασή της στη δράση της ΟΠΛΑ αλλά και των υπόλοιπων λαϊκών οργανώσεων στις πόλεις. Αλλωστε είχε χαθεί ήδη πολύτιμος χρόνος. Το καθεστώς κατάφερε να ενισχυθεί στα μεγάλα αστικά κέντρα και να δημιουργήσει όρους στεγανοποίησης και ελέγχου του πληθυσμού. Αυτά τα δεδομένα αποτυπώθηκαν στο εύρος, τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά αλλά και στον προσανατολισμό της ένοπλης πάλης στις πόλεις, που δεν ξέφυγε από έναν μικρό, συμπληρωματικό και, ως ένα βαθμό, ασαφή ρόλο.

ΟΠΛΑ Θεσσαλονίκης (Στενή Αυτοάμυνα)
Ο Τάσος Κατσαρός συνέλεξε στοιχεία σχετικά με τη συγκρότηση της Στενής Αυτοάμυνας στη Θεσσαλονίκη. Οπως αναφέρει, το Μάη του 1946 το Μακεδονικό Γραφείο του ΚΚΕ έδωσε εντολή σε κάποιον "Αλέκο" να δημιουργήσει αντάρτικο πόλης στη Θεσσαλονίκη. Ετσι αυτός άρχισε να στρατολογεί μέλη της Μαζικής Λαϊκής Αυτοάμυνας στη Στενή Αυτοάμυνα, συγκροτώντας μικρές αυτόνομες ομάδες ενταγμένες σε τρεις βασικούς τομείς (Δυτικός, Κεντρικός και Ανατολικός), έχοντας μια κεντρική διοίκηση. Τέλος, υπήρχε σημαντικός αριθμός τεχνικών, οδηγών, παρασκευαστών εκρηκτικών, ανθρώπων που τα σπίτια τους χρησίμευαν ως κρυψώνες και πληροφοριοδοτών της οργάνωσης. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει σχεδιάγραμμα της Ασφάλειας σχετικά με τον τρόπο δόμησης της Στενής Αυτοάμυνας. Η δράση της οργάνωσης περιλαμβάνει την επιλογή στόχων μέσα από πρώην συνεργάτες Γερμανών, χαφιέδες, βαθμοφόρους της χωροφυλακής και άλλα υψηλόβαθμα κρατικά στελέχη. Οι πρώτες επιθέσεις έγιναν στις αρχές Οκτώβρη του 1946 εναντίον αστυνομικών. Η τελευταία επίθεση έγινε στις 30 Απρίλη του 1947 σε στρατιωτικό λεωφορείο των Αξιωματικών της Αεροπορίας, που ήταν και η μοιραία για την εξάρθρωση της οργάνωσης. Η δίκη πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη 1947, στο Εκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, 52 από τους κατηγορούμενους καταδικάστηκαν σε θάνατο, αλλά στους 5 δόθηκε χάρη. Οι υπόλοιποι 47 εκτελέστηκαν πίσω από τις φυλακές του Γεντί Κουλέ σε τρία γκρουπ στις 17, 21 και 23 Οκτώβρη του 1947. Η απόφαση για τις εκτελέσεις πάρθηκε από την "κεντρώα" κυβέρνηση του κόμματος των Φιλελευθέρων, με πρωθυπουργό το "δημοκράτη" Θεμιστοκλή Σοφούλη. Αξιόλογες είναι οι απολογίες του Ανδρέα Παπαγεωργίου και του Αλβανού Ακίνδυνου, δύο ηγετικών στελεχών της οργάνωσης, που ανέλαβαν όλη την ευθύνη.

Τέλος, υπάρχει μια αναφορά στον Ιορδάνη Σαπουτζόγλου, έναν από τους ήρωες της οργάνωσης, που αυτοκτόνησε με την τελευταία σφαίρα που του είχε απομείνει σε μια συμπλοκή με την αστυνομία, πολεμώντας μέχρι το τέλος. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του συγγραφέα για τον Σαπουτζόγλου (σελ. 164-165):

"Ο Ιορδάνης Σαπουτζόγλου συμβολίζει για μένα τον ανθό της ελληνικής εργατικής τάξης, που διώκεται απ' όλες τις αστυνομίες του κόσμου…

…Ο Ιορδάνης, που αντιπροσώπευε τον υλισμό της Αριστεράς, έδωσε τη ζωή του για να μπορέσουν κάποτε οι προλετάριοι να έχουν μια αξιοπρεπή ζωή…

…Να είστε σίγουροι ότι θα αναστηθεί επάνω στους κόκκινους ουρανούς της κοινωνικής επανάστασης, μαζί με όλους τους μάρτυρες του εργατικού κινήματος που πέρασαν από τη γη, όταν θα έρθει η ώρα ενός καλύτερου κόσμου."

Συνέντευξη του συγγραφέα
Π.Σ.: Ποια ήταν η αφορμή για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου;

Τάσος Κατσαρός: Καταρχάς θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την παρουσίαση που κάνετε στο βιβλίο μου. Η αφορμή που μου δόθηκε να ξεκινήσω την έρευνα για τη "Στενή Αυτοάμυνα" (Ο.Π.Λ.Α.) ήταν απλώς ένα τυχαίο γεγονός. Το Νοέμβρη του 1997 έπεσαν στα χέρια μου κάποια επίσημα έγγραφα και φωτογραφίες (ντοκουμέντα) των αγωνιστών της "Στενής Αυτοάμυνας". Ετσι ξεκίνησε μια πολύχρονη έρευνα για μια υπόθεση που διαδραματίστηκε στην πόλη μας στις αρχές του εμφυλίου πολέμου 1946-1947. Στα τέλη του 2003 αυτή η προσπάθεια ολοκληρώθηκε σε βιβλίο.

 Π.Σ.: Ποιος ήταν ο στόχος της συγγραφής αυτού του βιβλίου;

Τάσος Κατσαρός: Πρώτα απ' όλα να αναφερθούμε στη "Στενή Αυτοάμυνα". Στις μεγάλες πόλεις, όπου δεν μπορούσε να κατέβει και να χτυπήσει ο ΔΣΕ, ανέλαβαν δράση ομάδες ανταρτών πόλεως. Ηταν δηλαδή η οργάνωση των ένοπλων κομμουνιστών μαχητών στις πόλεις. Οι σκοποί της οργάνωσης ήταν η παρενόχληση του κρατικού μηχανισμού με σαμποτάζ, εκτελέσεις ακροδεξιών τρομοκρατών και υψηλόβαθμων κρατικών υπαλλήλων, με προοπτική τη δημιουργία ένοπλης εξέγερσης της πόλης.

Η οργάνωση αυτή των ανταρτών πόλεως κατά καιρούς είχε σπιλωθεί (όχι μόνο από την παράταξη της Δεξιάς, αλλά και από κάποιους "ακροαριστερούς") και διαστρεβλωθεί η δράση της. Στην πορεία της έρευνας θεώρησα ως καθήκον μου να αποκατασταθεί η αλήθεια και η τιμή των ανθρώπων αυτών και, γιατί όχι, την απότιση φόρου τιμής στους νεκρούς και φυλακισμένους αγωνιστές.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ στον πρωταγωνιστικό ρόλο των δύο ηρώων-συμβόλων του βιβλίου. Στον αντάρτη πόλεως Σαπουτζόγλου Ιορδάνη, που προτίμησε να "πέσει" στο πεδίο των μαχών, αρνούμενος να παραδοθεί και να συνδιαλαγεί με το καθεστώς. Και στον επαναστάτη Αλβανό Ακίνδυνο, που "έπεσε" στο δικαστήριο, αναλαμβάνοντας την πολιτική ευθύνη της οργάνωσης.

Πηγή: Προλεταριακή Σημαία
 Αναρτήθηκε από Αντωνης

ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ Επέκταση με νέο εργαστήριο


ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ
Επέκταση με νέο εργαστήριο
Στο Μόναχο της Γερμανίας βρίσκεται το κέντρο ελέγχου του ευρωπαϊκού διαστημικού εργαστηρίου «Κολόμβος» και όλων των δραστηριοτήτων της ESA στο Διεθνή Διαστημικό Σταθμό
ESA
Εδώ και μερικές μέρες ο Διεθνής Διαστημικός Σταθμός (ΔΔΣ) διαθέτει ένα νέο εργαστήριο και ταυτόχρονα χώρο διαμονής αστροναυτών. Πρόκειται για το ευρωπαϊκό διαστημικό εργαστήριο «Κολόμβος» («Columbus») που μεταφέρθηκε σε τροχιά κατά την τελευταία πτήση του αμερικανικού Διαστημικού Λεωφορείου «Ατλαντίς» και συνδέθηκε με τον ΔΔΣ από το πλήρωμα του «Ατλαντίς», με τη βοήθεια, δύο Ευρωπαίων αστροναυτών, του Γάλλου Λέοπολντ Εϊχαρτ και του Γερμανού Χανς Σλέγκελ.
Ο «Κολόμβος», μονιμοποιεί την παρουσία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος (ESA) στον ΔΔΣ και θα δώσει τη δυνατότητα (από κοινού με τις επεκτάσεις των ηλιακών κυψελών, που τροφοδοτούν με ηλεκτρική ενέργεια το σταθμό), να αυξηθεί το μέγεθος του πληρώματος του ΔΔΣ από τα 3 στα 6 μέλη. Προς το παρόν και μέχρι να υπάρξει δυνατότητα έκτακτης εκκένωσης του σταθμού από εξαμελές πλήρωμα (π.χ. με τη μόνιμη πρόσδεση δύο διαστημοπλοίων Σογιούζ), στον ΔΔΣ θα παραμείνουν 3 αστροναύτες, ένας από τους οποίους θα είναι και ο Εϊχαρτ. Οι άλλοι δύο είναι ένας Αμερικανός και ένας Ρώσος.
Η νέα επέκταση του τροχιακού σταθμού αυξάνει τη χωρητικότητά του κατά 75 κυβικά μέτρα και το βάρος του κατά 10,3 τόνους. Το εργαστήριο «Κολόμβος» έχει μήκος 7 μέτρα και διάμετρο 4,5 μέτρα. Μέσα στον αεροστεγή κύλινδρο από κράμα αλουμινίου μπορούν να τοποθετηθούν 16 τυποποιημένα συστήματα ανάρτησης εξοπλισμού και εφοδίων και να διαμείνουν μέχρι 3 αστροναύτες. Εξωτερικά το εργαστήριο καλύπτεται από ένα θερμομονωτικό στρώμα και ένα σάντουιτς από αλουμίνιο, κέβλαρ και νέξτελ (ανθεκτικά υλικά) για την προστασία από τους μικρομετεωρίτες.
Καλλιτεχνική απεικόνιση του εσωτερικού του «Κολόμβος», όπου φαίνονται οι ειδικοί αυτόνομοι «φωριαμοί» με τα επιστημονικά όργανα για τα πειράματα και τη λειτουργία του εργαστηρίου
Αν και μικρότερο από άλλα τμήματα του ΔΔΣ, το εργαστήριο «Κολόμβος» έχει την ίδια χωρητικότητα και δυνατότητες με αυτά. Στο εξωτερικό του, σε ειδικές εξέδρες, θα προσαρτηθούν δύο συσκευές για πειράματα που απαιτούν συνθήκες διαστημικού κενού, όπως μετρήσεις ραδιενέργειας, μικρομετεωριτών, ατομικά ρολόγια κ.ά. Οι συσκευές αυτές θα μεταφερθούν μετά από 2 χρόνια στη Γη για επεξεργασία των αποτελεσμάτων.
Το εργαστήριο «Κολόμβος» θα είναι στην ευθύνη του ειδικού κέντρου ελέγχου που κατασκευάστηκε γι' αυτό το λόγο κοντά στο Μόναχο της Γερμανίας. Ολα τα ερευνητικά συστήματα, αλλά και τα συστήματα που σχετίζονται με τη διαβίωση στο τροχιακό εργαστήριο, θα επικοινωνούν με το κέντρο ελέγχου του Μονάχου, που θα βρίσκεται σε επαφή με το κέντρο ελέγχου του Χιούστον. Αυτό, μαζί με το αντίστοιχο κέντρο στη Μόσχα έχουν τη συνολική ευθύνη για τη λειτουργία του ΔΔΣ.
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος (ΕΟΔ), ή European Space Agency (ESA), όπως είναι το όνομά του στα αγγλικά, έχει μέλη 17 ευρωπαϊκά κράτη, μεταξύ αυτών και την Ελλάδα. Δεν είναι όλα τα μέλη του μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ούτε και αντίστροφα, ωστόσο ο κορμός των κρατών αυτών είναι στην ΕΕ. Αν και τυπικά ανεξάρτητος οργανισμός, ο ΕΟΔ διατηρεί στενούς δεσμούς με την ΕΕ μέσω μιας Συμφωνίας Πλαισίου και έχει κοινή με αυτήν στρατηγική για το Διάστημα. Στην ουσία ακολουθεί και προωθεί την πολιτική των μονοπωλίων της Ευρώπης για την εκμετάλλευση του Διαστήματος προς το συμφέρον τους.
Φωτογραφία του «Κολόμβος» μετά τη σύνδεσή του με το Διεθνή Διαστημικό Σταθμό
ESA
Σύμφωνα με τον ιστοτόπο του ΕΟΔ, το διαστημικό του πρόγραμμα στοχεύει στον «εμπλουτισμό της γνώσης μας σχετικά με τη Γη, το άμεσο διαστημικό της περιβάλλον, το ηλιακό σύστημα και το Σύμπαν, όπως και την ανάπτυξη βασισμένων στους δορυφόρους τεχνολογιών και υπηρεσιών και την προώθηση των ευρωπαϊκών βιομηχανιών». Ακόμα και η βασική έρευνα που διεξάγει αποσκοπεί τελικά στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ απέναντι στα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, τόσο στο Διάστημα, με τις πολιτικές και στρατιωτικές εφαρμογές του, όσο και στους οικονομικούς ανταγωνισμούς πάνω στη Γη.
Τα τέσσερα ερευνητικά, επιχειρησιακά και εκπαιδευτικά κέντρα του ΕΟΔ βρίσκονται σε Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία, ενώ η βάση εκτόξευσης στη Γαλλική Γουιάνα. Το Ηνωμένο Βασίλειο αν και συμμετέχει στον ΕΟΔ δε φιλοξενεί κάποιο κέντρο του. Συνολικά ο οργανισμός απασχολεί γύρω στους 2.000 εργαζόμενους, επιστήμονες, μηχανικούς και διοικητικό προσωπικό, έχει ετήσιο προϋπολογισμό γύρω στα 3 δισ. ευρώ και χρηματοδοτείται από τα κράτη μέλη, αναλογικά, με βάση το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν κάθε χώρας.
Σε μερικούς μήνες αναμένεται ο ΔΔΣ να επεκταθεί και με ένα ακόμα τμήμα, το ιαπωνικό εργαστήριο Κίμπο. Τόσο η ιαπωνική επέκταση, όσο και η ευρωπαϊκή, έπρεπε να είχαν μπει σε τροχιά πριν από χρόνια, αλλά η καταστροφή του αμερικανικού Διαστημικού Λεωφορείου Κολούμπια καθυστέρησε τη μεταφορά τους. Ως αποτέλεσμα, τόσο τα δύο εργαστήρια όσο και συνολικά ο ΔΔΣ δε θα μπορέσουν να αξιοποιηθούν για όλο τον ωφέλιμο χρόνο ζωής για τον οποίο είχαν σχεδιαστεί. Το τριμελές πλήρωμα που έχει ως τώρα ο ΔΔΣ απασχολείται κυρίως με τη συντήρηση και γενικότερα τη φροντίδα του σταθμού και ελάχιστα με την πραγματοποίηση πειραμάτων και άλλου ερευνητικού έργου.

Επιμέλεια:
Σταύρος ΞΕΝΙΚΟΥΔΑΚΗΣ
Πηγή: ESA

ΡΩΣΙΑ - ΕΚΑΤΕΡΙΝΜΠΟΥΡΓΚ Διώκουν τα ... «μπολσεβίκικα» μνημεία


ΡΩΣΙΑ - ΕΚΑΤΕΡΙΝΜΠΟΥΡΓΚ
Διώκουν τα ... «μπολσεβίκικα» μνημεία
Την ομαδική κατεδάφιση 54 χαρακτηρισμένων αρχιτεκτονικών μνημείων της πρωτεύουσας των Ουραλίων, ζητά ο τοπικός κυβερνήτης, ώστε να ...«καθαρίσει» το κέντρο της πόλης και να το δώσει σε «επενδυτές»
Το σπίτι του Αρκάντι Γκαϊντάρ
Σε συγκεκριμένο σχέδιο εξαφάνισης της σοσιαλιστικής περιόδου της Ρωσίας, καταρχήν στο πεδίο της κουλτούρας, παραπέμπουν διάφορα γεγονότα της τελευταίας περιόδου. Το περασμένο Αύγουστο, ο «Ρ» δημοσίευσε (10/8/2007) τον αποχαρακτηρισμό από μνημείο του σπιτιού, όπου έζησε και έγραψε ο μεγάλος Σοβιετικός συγγραφέας Αλεξέι Νικολάγιεβιτς Τολστόι, στην πόλη Πούσκιν (πρώην Τσάρσκοε Σελό) της περιοχής του Λένινγκραντ.
Σε πραγματικό «πογκρόμ», ωστόσο, παραπέμπει η πρόσφατη αποκάλυψη των ρωσικών ΜΜΕ (μεταξύ αυτών και η «Ροσίσκαγια Γκαζέτα» 29/1 που συνοδεύει το ρεπορτάζ με την υποσημείωση «Σκάνδαλο») της επιστολής που έστειλε ο κυβερνήτης της περιοχής Σβερντλόφ, Εντουάρντ Ρόσελ, προς τον επικεφαλής της ομοσπονδιακής υπηρεσίας για την κουλτούρα και τον κινηματογράφο, Μιχαήλ Σβιντκόι, ακόμα από τον περασμένο Αύγουστο, με την οποία ο πρώτος ζητά την κατεδάφιση 54 αρχιτεκτονικών μνημείων χαρακτηρισμένων ως στοιχείων πολιτιστικής και ιστορικής κληρονομιάς στην πόλη Εκατερινμπούργκ, δηλαδή στην πρωτεύουσα των κεντρικών Ουραλίων!
Τα άφησαν να καταρρεύσουν
Με απροκάλυπτο τρόπο, ο κυβερνήτης του Σβερντλόφ προτείνει την ομαδική άρση της κρατικής προστασίας και την εξαίρεση από τον «ενιαίο κρατικό κατάλογο της πολιτιστικής κληρονομιάς των λαών της Ρωσικής Ομοσπονδίας» για 54 αξιόλογα αρχιτεκτονήματα του Εκατερινμπούργκ. Μάλιστα, το γεγονός ότι η επιστολή έγινε γνωστή στον Τύπο πολύ πρόσφατα, προκαλεί τη βάσιμη υποψία ότι η εξαφάνιση των μνημείων προωθούνταν κρυφά από το λαό και τους φορείς των αρχιτεκτόνων και όσων παλεύουν να διασώσουν ό,τι μπορούν από τη λαίλαπα της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Αλλωστε, μια φράση στο γράμμα τεκμηριώνει αυτή την υποψία: «Η εξαίρεση αυτών των αντικειμένων από τον κατάλογο των μνημείων να μη γνωστοποιηθεί στην αρχιτεκτονική κοινότητα του Εκατερινμπούργκ»!
Ο Γιάκοβ Σβερντλόφ
Ο λόγος για την κατεδάφιση είναι ο γνωστός: Τα μνημεία βρίσκονται στο κέντρο της πόλης, όπου η αξία της γης έχει αυξηθεί σε δυσθεώρητα ύψη. Ο κυβερνήτης, άλλωστε, δε «μασά» τα λόγια του και στο γράμμα κάνει ευθέως λόγο για «απελευθέρωση» του κέντρου από τα μνημεία, ώστε να δοθούν για νέα οικοδόμηση. Η οικοδομική δραστηριότητα στην πόλη έχει ιδιαίτερα αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, ωστόσο τα οικόπεδα στο κέντρο είναι ελάχιστα και οι εταιρείες πιέζουν ποικιλοτρόπως τις αρχές.
Εξίσου γνωστή είναι και η δικαιολογία που προβάλλει ο κυβερνήτης για την κατεδάφιση των μνημείων: «Μέρος των αντικειμένων (σ.σ. sic) έχει, ήδη, χαθεί, ως αποτέλεσμα της πραγματικής κατάρρευσής τους, της ολικής απώλειας της δομής τους, των πυρκαγιών, ενώ ένα μέρος τους δεν έχει καλλιτεχνική αξία και η ιστορική τους αξία είναι αμφισβητήσιμη», σημειώνεται στην επιστολή.
Η περιγραφή αυτή δεν είναι εντελώς αναληθής, αλλά ο κυβερνήτης δεν μπαίνει στον «κόπο» να αναφέρει το γιατί έφτασαν σε αυτό το σημείο χαρακτηρισμένα μνημεία του κράτους. Δε λέει, για παράδειγμα, για ποιο λόγο το περίφημο κτίριο του αγροκτήματος Φαλκόβσκι εξαφανίστηκε από προσώπου γης και στη θέση του «ξεφύτρωσε» ουρανοξύστης - «κέντρο ψυχαγωγίας» (σ.σ. «κέντρο ψυχαγωγίας» στη σημερινή Ρωσία νοούνται τα καζίνο και τα «παρελκόμενά» τους...).
Είναι ...«μπολσεβίκικα»
Επίσης, ο κυβερνήτης εξαιρεί από την περιγραφή του το γεγονός ότι μεταξύ των μνημείων που θέλει να εξαφανίσει, περιλαμβάνονται σαφώς ιστορικής σημασίας κτίρια, όπως το σπίτι του μεγάλου Σοβιετικού συγγραφέα παιδικής λογοτεχνίας, Αρκάντι Γκαϊντάρ, του μπολσεβίκου, στελέχους του ΚΚΣΕ και του κράτους, Γιάκοβ Σβερντλόφ, το κτίριο - αρχηγείο του Κόκκινου Στρατού, των παράνομων μπολσεβίκικων τυπογραφείων, κ.ά. Το θέμα, όμως, είναι ότι ακριβώς ο συγκεκριμένος ιστορικός χαρακτήρας αυτών των μνημείων αποτελεί «επιχείρημα» κατεδάφισης για τον κυβερνήτη! Συγκεκριμένα, ο ίδιος λέει ότι «υπάρχουν μνημεία που εμφανίστηκαν όταν είχαμε μονοκομματικό σύστημα. Κάποιος μπολσεβίκος πέρασε δυο φορές από κάποιο κτίριο και το κτίριο αμέσως γινόταν μνημείο»! Αλλά επειδή φαίνεται πως και ο ίδιος καταλαβαίνει ότι «επικοινωνιακά» το «επιχείρημά» του «μπάζει», μετά προσπαθεί να τα «μαζέψει», λέγοντας ότι «αν όμως πρόκειται για μνημεία, τότε, σύμφωνα με το νόμο πρέπει να δοθούν χρήματα για τη διατήρησή τους. Αλλά χρήματα δεν υπάρχουν. Αλλά το πρόβλημα παραμένει». Και αμέσως μετά έρχεται ο λαϊκισμός: «Ας πούμε υπάρχει στην οδό Μαλίσεβα ένα τέτοιο μνημείο, ένα παλιό κτίριο που κατοικείται. Πρέπει να το κατεδαφίσουμε, γιατί οι άνθρωποι ζουν εκεί σε απάνθρωπες συνθήκες. Είμαστε έτοιμοι να φτιάξουμε νέα διαμερίσματα, αλλά δεν μπορούμε να το κάνουμε γιατί είναι χαρακτηρισμένο. Και τέτοια είναι πολλά στο κέντρο της πόλης».
Αποψη του Εκατερινμπούργκ
Το γιατί δε διεκδικεί ή δε δίνει χρήματα γι' αυτά τα μνημεία, γιατί δε χτίζει διαμερίσματα για τον κόσμο αυτόν αλλού, ώστε να διατηρηθεί το κτίριο, είναι ρητορικά ερωτήματα. Στόχος είναι η εμπορευματική χρήση της γης και τα μνημεία εμποδίζουν. Γι' αυτό ο κυβερνήτης κάνει και την άλλη «κλασική» πρόταση καταστροφής αρχιτεκτονικών μνημείων, που υλοποιείται σε όλο τον κόσμο - και στην Ελλάδα - ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων από τους αρχιτέκτονες: «Διατήρηση» του αρχιτεκτονικού κελύφους και κατεδάφιση και ανοικοδόμηση του εσωτερικού! Είναι δε τέτοια η «πρεμούρα» για ανοικοδόμηση του κέντρου, που ο κυβερνήτης φτάνει στο σημείο να προτείνει ακόμη και μεταφορά των μνημείων (σ.σ. ολόκληρων κτιρίων), που ακόμη κι αυτός δε βρίσκει επιχείρημα για να καταστρέψει, ...σε άλλο μέρος! «Πρόταση» που ακόμη και ο υφυπουργός Πολιτισμού, Ολέγκ Γκούμπκιν, θεωρεί πρακτικά αδύνατη.
«Εκκαθάριση» για τη διάσκεψη του Ομίλου Σαγκάης
Ωστόσο οι αρχές της περιοχής εξακολουθούν να «εκπλήσσονται» από την αρνητική δημοσιότητα της επιστολής, στην οποία, παρεμπιπτόντως, δεν υπάρχει προς το παρόν απάντηση. Επιμένουν να αναφέρουν την άθλια εικόνα μερικών από τα μνημεία και προσθέτουν κάτι ακόμη πιο προκλητικό: Τις «ετοιμασίες» της πόλης για να υποδεχτεί τη σύνοδο του Ομίλου Συνεργασίας της Σαγκάης (Καζαχστάν, Κιργιζία, Ρωσία, Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν, Κίνα) το καλοκαίρι του 2009, στο πλαίσιο της οποίας «καθαρίζουμε τις διαδρομές των επισκεπτών από τις παλιές κατασκευές»!
Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 1960 μέχρι και το 2001, στην περιοχή του Σβερντλόφ είχαν τεθεί υπό κρατική προστασία 1.228 ιστορικά και πολιτιστικά μνημεία, εκ των οποίων τα 279 αρχαιολογικής σημασίας και τα 949 ακίνητα, στα οποία περιλαμβάνονται αυτόνομα κτίρια, αρχιτεκτονικά σύνολα και αντικείμενα μνημειακής - καλλιτεχνικής σημασίας.

Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ

Από τη δράση της ΟΠΛΑ


Από τη δράση της ΟΠΛΑ  


Το περιστατικό στο οποίο θα αναφερθούμε συνέβη κατά την κατοχή και σε αυτό συμμετέχει η οργάνωση της ΟΠΛΑ. Η ΟΠΛΑ ήταν μια μυστική οργάνωση προστασίας των διωκόμενων αγωνιστών του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ που έδρασε στα χρόνια της κατοχής και τα εμφυλιακά χρόνια. Η ΟΠΛΑ, στοχοποιούσε τους ταγματασφαλίτες, τους χαφιέδες της ασφάλειας και της Γκεστάπο και αργότερα τους ΜΑΥ, τους παρακρατικούς και τους χαφιέδες τους. Ως οργάνωση, η ΟΠΛΑ στελέχωνε έμπιστα μέλη του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ από κάθε επάγγελμα και με κάθε ιδιότητα. Η δράση της, στα πλαίσια της άκρας μυστικότητας ελάχιστα μας είναι γνωστή σήμερα, ενώ οι σύγχρονοι διαστρεβλωτές της ιστορίας της έχουν προσδώσει σχεδόν δαιμονικές διαστάσεις. Τα αρχικά της σήμαιναν: Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών.

Το 1943, στην πόλη του Πειραιά η Γκεστάπο καμάρωνε για ένα νέο της απόκτημα, που είχε σκορπίσει τον τρόμο σε όλη την περιοχή. Ο λόγος για τον κατάπτυστο ταγματάρχη των ταγμάτων ασφαλείας Ζαχαράκη που δρούσε ως βασανιστής της Γκεστάπο του Πειραιά. Ο Ζαχαράκης, όπως έλεγε ο ίδιος, ήταν ειδικός στο "πάστωμα" των θυμάτων του, τα οποία αφού διάνοιγε με ξυράφι, τους έριχνε στις πληγές χοντρό αλάτι της θάλασσας. Τόσο μεγάλο ήταν το πάθος του για αίμα, που στο λαιμό του κρέμαγε σε μια χρυσή αλυσίδα ένα ξυράφι. Οι Γερμανοί φίλοι του τον φώναζαν χαϊδευτικά "φλάισερ" (χασάπης).

Η ΟΠΛΑ είχε λάβει γνώση του Ζαχαράκη και των εγκλημάτων του από τις οργανώσεις του ΕΑΜ και σύντομα η επιτροπή λαϊκής δικαιοσύνης του ΕΑΜ Πειραιά είχε διενεργήσει δίκη και έρευνα και εκδώσει καταδικαστική απόφαση για το πρόσωπο του Ζαχαράκη. Ποινή : Θάνατος. Στην ΟΠΛΑ λοιπόν φθάνει το ανάλογο έγγραφο με την υπογραφή "ΚΕΣ" που σήμαινε κατεπείγον. Η ΟΠΛΑ είχε παρακολουθήσει και μελετήσει το πρόγραμμα του Ζαχαράκη και υπολόγιζε πως το χτύπημα θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Ο ταγματάρχης συνοδεύονταν πάντα από ισχυρή φρουρά 3-4 ράλληδων ή Γερμανών και κυκλοφορούσε πάντα με αυτοκίνητο. Η μόνη αδυναμία του στόχου ήταν το συνήθειό του να ξυρίζεται τακτικά σε έναν κουρέα στην περιοχή της Καστέλας, όμως και εκεί τον περίμενε πάντα έξω από το μαγαζί το αυτοκίνητό του με 3-4 άνδρες. Έτσι αποφασίστηκε ότι το χτύπημα έπρεπε να δοθεί στο κουρείο, το πλέον αδύναμο σημείο του καθημερινού προγράμματος του ταγματάρχη.

Έτσι λοιπόν, η οργάνωση της ΟΠΛΑ επέλεξε τον θρυλικό Ζαχαρία. Ο Ζαχαρίας (λοιπά στοιχεία άγνωστα), ήταν ένα από τα πιό έμπειρα στοιχεία της ΟΠΛΑ και πριν την κατοχή εργάζονταν ως ηθοποιός του θεάτρου. Εκείνη την εποχή θα ήταν δεν θα ήταν 25 χρονών. Ο ίδιος δέχθηκε την αποστολή χωρίς δεύτερη κουβέντα παρά τις εις γνώσην του τρομακτικές της δυσκολίες.

Δασκαλεμένος και προετοιμασμένος καλά, ο Ζαχαρίας ξεκινά για την Καστέλα ντυμένος ζητιάνος. Υπόδημα μηδέν, τραγιάσκα και πουκάμισο τριμμένα και μια ξερή κουραμάνα στο δισάκι του. Έτσι μπαίνει στο κουρείο. Ο κουρέας τον ρωτάει τι θέλει, ο Ζαχαρίας εξηγεί πως θέλει να μάθει την τέχνη του κουρέα. Του λέει πως είναι και σαλταδόρος και πως μπορεί να πληρώνει την μαθητεία του με κονσέρβες και μπομπότα. Ο κουρέας το σκέφτεται λίγο και αποφασίζει να τον πάρει παραγιό. Ο Ζαχαρίας με ανάλογο ηλίθιο ύφος συστήνεται ως Ευσέβιος Αγαθάγγελος του Κωσταντίνου και της Σοφίας και αμέσως ξεκινά να σκουπίζει και να ξεσκονίζει το μαγαζί. Σιγά σιγά ο Ζαχαρίας και ο κουρέας γνωρίζονται καλύτερα. Ο νέος βοηθός του κουρείου είναι παιδί εργατικό και ολίγον κουτό και έτσι ο κουρέας τον κάνει χάζι όταν εκείνος χειριζόμενος με επιδεξιότητα του ψαλίδι τραγουδά, ελαφρώς γυναικωτά, "Φίγκαρο Φίγκαρο". Ο Ζαχαράκης μαθαίνει και αυτός σιγά σιγά τον Ζαχαρία ή Φίγκαρο όπως τον φωνάζει. Τον κάνει και αυτός χάζι έτσι χαζούλης που είναι και το τιμά συχνά με καμιά σφαλιάρα που ο Ζαχαρίας την δέχεται στωικά και απαντώντας "Μερσί ταγματάρχα μου". 

Εκείνες της ημέρες στο Παγκράτι συγκρούεται ο ΕΛΑΣ με τους ταγματασφαλίτες. Στην ολιγόωρη μάχη σκοτώνεται ένας άλλος ταγματάρχης των ράλληδων ονόματι Παπαγεωργίου. Οι ταγματασφαλίτες σκυλιάζουν. Ο ίδιος ο Ζαχαράκης μεταβαίνει στο Παγκράτι αυτοπροσώπος και κάνει ένα τεράστιο μπλόκο. Συλλαμβάνονται πολλοί πολίτες στην τύχη. Ο Ζαχαράκης λέει "Εάν μου υποδείξετε έναν κομμουνιστή αφήνω δέκα πολίτες". Ο ταγματάρχης το ορκίζεται στην στρατιωτική του τιμή. Ένα παιδί πετιέται από το πλήθος. "Εγώ κύριε ταγματάρχα μπορώ να υποδείξω έναν". "Μπράβο νέε μου", του απαντά ο Ζαχαράκης. "Εγώ είμαι κάθαρμα" ανταπαντά το παιδί. Εκείνη την ημέρα ο Ζαχαράκης εκτελεί δέκα συν έναν. Τους δέκα πολίτες και τον μικρό αγωνιστή που αργότερα διαπιστώθηκε ότι ήταν κάτοικος Νέας Σμύρνης και μόλις 18 ετών. Οι οργανώσεις του ΕΑΜ σε όλη την Αθήνα φρίττουν. Ο λαός θέλει το κεφάλι του Ζαχαράκη επί πίνακι. Η ΟΠΛΑ ρωτά τον Ζαχαρία για το χτύπημα, εκείνος τους απαντά: "Τον πούστη, θα του κάνω εγώ αύριο κόντρα ξύρισμα".

Όπως κάθε ημέρα έτσι και την επόμενη ο Ζαχαράκης μπαίνει στο κουρείο της Καστέλας. Την πόρτα ανοίγει ο Ζαχαρίας αντί για το αφεντικό και μάλιστα φορά ο ίδιος την άσπρη μπλούζα του κουρέα. "Τι κάνεις εκεί ρε χαμένο, βγάλε την μπλούζα και πιάσε να σκουπίσεις" φωνάζει ο Ζαχαράκης. "Καλέ μας ταγματάρχα σήμερα κουρεύω και ξουρίζω μόνο εγώ, το αφεντικό έπεσε με γρίππη." Ο κουρέας βρίσκεται βέβαια στο πίσω δωμάτιο δεμένος και φιμωμένος. Η συζήτηση συνεχίζεται:

_"Τι δηλαδή θα με ξουρίσεις εσύ; "
_" Θα βάλω όλη μου την τέχνη."
_" Πρόσεξε μην και με κόψεις γιατί το βλέπεις αυτό;" δείχνει το περίφημο ξυράφι του, "θα σε μουνουχίσω". Ο Ζαχαρίας ετοιμάζει παχιά παχιά την σαπουνάδα κάνοντας διαρκώς σκέρτσα. Ο ταγματάρχης χαλαρώνει και τον κοιτάει. "Τραγούδα εκείνη την αηδία ρε". Ο Ζαχαρίας ξελαρυγγιάζεται στα Φίγκαρο Φίγκαρο, ο ταγματάρχης το απολαμβάνει. "Μπράβο, μπράβο, σκύψε τώρα να εισπράξεις την πρωηνίν σου". Ο Ζαχαρίας σκύβει χαμογελαστός για αυτή την τελευταία καρπαζιά και πιάνει όλο μαεστρία το πινέλο. Περνάει μιά δυο γερές πινελιές ζεστό αφρό το λαιμό του ταγματάρχη και μετά πιάνει το λεπίδι. Το ακουμπάει σταθερά στο λαιμό, ίσα ίσα πάνω στην αρτηρία. Ο ταγματάρχης των ρωτάει:

 _" Τι χαζεύεις ρε φοβήθηκες; Αστεία το πα πως θα σε μουνουχίσω."
_" Δεν προλαβαίνεις πια. Το ξυράφι που αγγίζει το λαρύγγι σου το κρατάει η ΟΠΛΑ και ο ελληνικός λαός." Ο ταγματάρχης κερώνει.
_" Άσε τις μαλακίες ρε Ευσέβιε και ξούρισε."
_" Κλείσε τα μάτια σου και κάνε την προσευχή σου κάθαρμα."
_ " Ρε Ευσέβιε τρελάθηκες ρε; "
_ " Μαλάκα, δεν με λένε Ευσέβιο, είμαι φυτευτός εδώ. Στην είχα στημένη. Η ΟΠΛΑ σε καθαρίζει για την προδοσία σου, στο όνομα του ελληνικού λαού." 
_ " Μια πιστολιά να ρίξω μόνο ρε, για την τιμή των όπλων" ψιθυρίζει απελπισμένος ο Ζαχαράκης.
_" Την τιμή σου την ξόφλησες χθες στο Παγκράτι" απαντά ο Ζαχαρίας και με μια κίνηση κόβει τον λαιμό του ταγματάρχη. Αμέσως καλύπτει τον λαιμό με μια πετσέτα ενώ τραγουδά δυνατά Φίγκαρο για να καθησυχάσει απέξω τα παλικάρια του Ζαχαράκη που τον περιμένουν. Καλύπτει τον λαιμό με δύο ακόμα πετσέτες και πηγαίνει στο πίσω δωμάτιο, λύνει το χέρι του κουρέα και διαφεύγει από την πίσω πόρτα που τον περιμένει ένα αμάξι της ΟΠΛΑ. 

Όταν τα παλικάρια του Ζαχαράκη τον βρήκαν στο πέτο έιχε ένα σημείωμα που έγραφε: "Προδότες θα πεθάνετε ΟΠΛΑ" . 

Κόκκινος Φάκελος


 Αναρτήθηκε από Αντωνης

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Στην πρώτη γραμμή πάλης για το μαζικό λαϊκό κίνημα


ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Στην πρώτη γραμμή πάλης για το μαζικό λαϊκό κίνημα
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΠΠΑΣ
Η δίμηνη καμπάνια πολύμορφης δράσης, που έχει ήδη ξεκινήσει εδώ και περίπου δύο βδομάδες από την Κομματική Οργάνωση Αττικής, για την Πάρνηθα και τις υποδομές στις πόλεις γύρω απ' το βουνό, αναδεικνύει την ανάγκη η εργατική τάξη, τα πλατιά λαϊκά στρώματα, να πάρουν την υπόθεση «περιβάλλον», στα χέρια τους. Να τεθεί στην πρώτη γραμμή του μετώπου πάλης, μαζί με τα υπόλοιπα ζητήματα και να διεκδικήσουν ζωή σε ανθρώπινο περιβάλλον.
Η καμπάνια αναδεικνύει τα ζητήματα της Πάρνηθας, των υποδομών, του μολυσμένου νερού, της τσιμεντοποίησης, με περιοδείες, συγκεντρώσεις, επισκέψεις σε φορείς. Αποκορύφωμα όλης αυτής της δραστηριότητας θα είναι η διοργάνωση επιστημονικής ημερίδας στα τέλη Φλεβάρη. Η πλατιά ανταπόκριση της πολύμορφης δράσης δείχνει όχι μόνο την αγανάκτηση των εργαζομένων, αλλά και την ανάγκη δράσης σε αυτή την κατεύθυνση, έτσι ώστε τα ζητήματα του περιβάλλοντος να γίνουν πράγματι υπόθεση του ίδιου του μαζικού λαϊκού κινήματος.
Αλλωστε, το περιβάλλον και, συνολικότερα, η ποιότητα ζωής αποτελούν καθημερινά ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα για τους εργαζομένους. Η βάρβαρη επίθεση του μεγάλου κεφαλαίου, που στο όνομα του κέρδους καταστρέφει τη γη, το νερό και τον αέρα, γίνεται φανερή και σε αυτόν τον τομέα. Η κατάσταση, όπως έχει διαμορφωθεί, είναι τραγική. Τα δάση καίγονται και οικοπεδοποιούνται. Το νερό και ο υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας μολύνονται. Η τσιμεντοποίηση, η έλλειψη ελεύθερων χώρων και η ατμοσφαιρική ρύπανση συμπληρώνουν αυτό το παζλ.
Τεράστιες, όμως, είναι οι ευθύνες των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ενισχύουν την επιχειρηματική ασυδοσία. Και είναι χαρακτηριστικά, άλλωστε, τα παραδείγματα προσπαθειών και σχεδίων εδώ και χρόνια στην Πάρνηθα, που μετά τη φωτιά μπαίνει επιτακτική η ανάγκη προστασίας της. Αναφέρουμε ενδεικτικά: Η προσπάθεια να πουλήσουν 26.000 στρέμματα του Δρυμού το 1994. Τα σχέδια επέκτασης του Καζίνο. Οι προθέσεις για επεκτάσεις των δύο Μοναστηριών και της «Ιπποκράτειου Πολιτείας». Η απόφαση παραχώρησης από το Δήμο Μενιδίου 2.500 στρεμμάτων σε πολυεθνική για να στήσει ...«Ντίσνεϊλαντ». Ακόμα πιο επικίνδυνα όμως, είναι τα σχέδια που προωθεί η ίδια η κυβέρνηση με το ΠΔ για τον ορεινό όγκο της Πάρνηθας, που ανοίγει το δρόμο να αξιοποιηθεί από ιδιώτες το κτήμα Τατοΐου.

Σε όλα αυτά βέβαια έρχεται να προστεθεί και το γεγονός ότι όλοι οι γύρω δήμοι παραμένουν ανοχύρωτοι από αντιπλημμυρικά έργα, με αποτέλεσμα να βουλιάζουν στα νερά και τις λάσπες και πριν καεί η Πάρνηθα! Την ίδια στιγμή βέβαια που οι κάτοικοι πνίγονται, το μεγάλο κεφάλαιο έχει θησαυρίσει στην ευρύτερη περιοχή με πολλά εκατομμύρια ευρώ από την κατασκευή μεγάλων υπερτοπικής σημασίας έργων.
Γι' αυτό και το ΚΚΕ ξεκάθαρα θέτει συγκεκριμένη πρόταση διεξόδου που καλεί την εργατική τάξη και το λαό να τη βάλει στην πρώτη γραμμή πάλης και να απαιτήσει:
  • Το δάσος να είναι λαϊκή περιουσία.
  • Να συγκροτηθεί Ενιαίος Δημόσιος Φορέας Διαχείρισης της δασικής περιουσίας και δασοπροστασίας.
  • Στις πόλεις να γίνονται έργα με βάση τις σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων με κεντρικό σχεδιασμό και ανάπτυξη της λαϊκής κατοικίας.

Eurokinissi

Γιώργος ΜΙΧΑΗΛΑΡΗΣ

Καθ' οδόν: Στον Ελικώνα


Καθ' οδόν: Στον Ελικώνα
Το ελατόδασος, έτοιμο να υποδεχτεί και να φιλοξενήσει ανθρώπους που αγαπούν τη φύση
Με το έμπα του νέου χρόνου, σκεφτήκαμε να ...πάρουμε τα βουνά. Πιο συγκεκριμένα, θα ανηφορίσουμε προς τον Ελικώνα, να βουλιάξουμε στην αγκαλιά του και να γευτούμε τις ομορφιές του, πριν τις προλάβει κάποια - νέα - πυρκαγιά. Μπας και πιάσει το ποδαρικό...
Η ...αυτού μεγαλειότης!
Ο Ελικώνας είναι ένα μακρύ ορεινό συγκρότημα, το οποίο εκτείνεται στο δυτικό τμήμα της Βοιωτίας αποτελώντας το φυσικό σύνορο μεταξύ της Βοιωτίας και της Φωκίδας. Εχει στα βορειοδυτικά του τον Παρνασσό, στα νοτιοανατολικά του τον Κιθαιρώνα και στα νότια τον Κορινθιακό Κόλπο. Οι υψηλότερες κορυφές του είναι η Παλιοβούνα (1.748 μ.) και το Τσίβερι (1.563 μ.). Βόρεια του κεντρικού Ελικώνα συναντάμε τα όρη Μεγάλη Λούτσα (1.549 μ.), Ξεροβούνι και Κολιέδες (1.487 μ.). Στα ανατολικά εκτείνεται η οροσειρά Μοτσαρά με κορυφή το Ζαγαρά ή Μεγάλη Τσούκα (1.512 μ.), η οποία κατά την αρχαιότητα θεωρούνταν ο καθαυτός Ελικώνας. Στις ανατολικές πλαγιές του Ζαγαρά εκτεινόταν το «Αλσος των Μουσών»,όπου υπήρχε και ο βωμός του Ελικώνιου Διός. Το όνομα Ελικών δόθηκε πιθανότητα από τη διάταξη που έχουν οι οροσειρές γύρω από τον κεντρικό Ελικώνα, η οποία παραπέμπει στο σχήμα της έλικας.
Η πρώτη γραπτή πηγή με στοιχεία φυσικής ταυτότητας του Ελικώνα, μας παρέχεται από το έργο «Θεογονία» του Ασκραίου ποιητή Ησίοδου, το οποίο αφηγείται τη γενεαλογία των θεών και τις καταβολές των στοιχείων του κόσμου. Ξεκινά με την επίκληση των Ελικωνιάδων Μουσών, υμνώντας συνάμα τις πηγές του υγρού στοιχείου που είναι αρχή της ίδιας της ζωής. Στο μεγαλόπρεπο και εύφορο βουνό του Ελικώνα διαφεντεύουν οι κόρες της Μνημοσύνης και του γιου του Κρόνου (χρόνου), εμπνεόμενες ιδιαίτερα από την πηγή του φτερωτού Πήγασου.
Το Κυριάκι, στην αγκαλιά του βουνού
Στο ελικώνιο άλσος οργάνωναν οι Θεσπιείς κάθε πέμπτο έτος, από τον 3ο π.Χ. αιώνα, γιορτές, τα λεγόμενα Μουσεία, με άθλα ισοπύθια - παρόμοια με αυτά των πυθίων, για επικούς ποιητές, αυλωδούς και αυλητές. Εχουν βρεθεί πολλοί κατάλογοι νικητών των Μουσείων, διεξαγομένων κυρίως κατά τα ρωμαϊκά χρόνια.
Οικισμοί με παράδοση
Οι οικισμοί του Ελικώνα που διατηρούν μακρά ιστορία, χαρακτηρίζονται κυρίως από τα υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή τους αλλά και από όλα τα άλλα στοιχεία που καθιστούν την περιοχή μοναδική.
Πάνω από 20 οικισμοί υπάρχουν σήμερα στον Ελικώνα. Πολλοί από αυτούς κρατούν τα νήματα που ενώνουν το χτες με το σήμερα, καθώς αποτελούν εξέλιξη παλαιότερων οικισμών που χρονολογούνται από τα αρχαία χρόνια. Οπως μας ενημερώνει ο Παυσανίας, η Αλίαρτος, η Κορώνεια, το Στείρι και το ηρωικό Δίστομο αποτελούν παραδείγματα τέτοιων οικισμών.
Οικισμοί που αναπτύχθηκαν αργότερα, όπως η Αγία Τριάδα και το Κυριάκι, επέλεξαν την ασφάλεια που εμπνέουν οι ορεινές πλαγιές του βουνού. Οχυρώθηκαν ανάμεσα στις βουνοκορφές, ακολούθησαν την κλίση του εδάφους και χτίστηκαν σε επάλληλα επίπεδα.
Σε πολλούς από τους οικισμούς διατηρούνται ακόμα στοιχεία που ανατρέχουν στην εποχή της Τουρκοκρατίας, αν και σε κάθε περίπτωση το ύφος του οικισμού επηρεάζεται τόσο από τους φυσικούς και υλικούς πόρους της περιοχής όσο και από τις κλιματολογικές της συνθήκες. Η πέτρα του Ελικώνα που κυριαρχεί στην περιοχή δίνει έναν ιδιαίτερο τόνο στους οικισμούς.
Κυρίαρχα τα περήφανα έλατα
Στην περιοχή Αρβανίτσα, κάτω από τα πελώρια έλατα
Eurokinissi
Οι πιο πολλές από τις κορυφές του Ελικώνα είναι δασώδεις. Υπάρχουν μικρά γυμνά οροπέδια διάσπαρτα αλλά στις κορυφές παρατηρούμε, κυρίως, δάση ελάτης. Στα μεσαία υψόμετρα κυριαρχεί η δρυς. Η πλούσια ποώδης βλάστηση σε όλη την έκταση του βουνού, οι πολλοί υδάτινοι σχηματισμοί και οι μορφολογική ποικιλομορφία του εδάφους δημιουργούν τοπία εξαιρετικής ομορφιάς και σπανιότητας. Τα όρια του ελατοδάσους τοποθετούνται στους οικισμούς Ανάληψη, Ελικώνας, Κυριάκι, Αγία Αννα, Αγία Τριάδα.Σε όποιον από αυτούς τους οικισμούς κι αν βρεθούμε, αξίζει να θαυμάσουμε την πυκνή βλάστηση και τα περήφανα έλατα της περιοχής. Στην πορεία μας, θα ανακαλύψουμε ενδιαφέρουσες εναλλαγές που αυξάνουν την ομορφιά του δάσους, όπως μικρά διάκενα που οφείλονται στα ασβεστολιθικά πετρώματα, οροπεδιακές καλλιέργειες ή μικρά βοσκοτόπια. Μια περιήγηση που μένει αξέχαστη...
Δε χορταίνουν τα μάτια...
Απ' όπου κι αν ερχόμαστε, τα γάργαρα νερά που κελαρύζουν στην πηγή της Αρβανίτσας, μας προειδοποιήσουν από μακριά ότι εδώ μπορούμε να ξαποστάσουμε και να ξεδιψάσουμε, θαυμάζοντας την ομορφιά του γύρω τοπίου, αρκεί ...να μη μας πιάσει η νύχτα! Αν περπατήσουμε στις πλαγιές του Ελικώνα το χειμώνα, αξίζει να πάμε μέχρι την Αγία Αννα και να αναζητήσουμε τις δολίνες της περιοχής. Εδώ το χειμώνα δημιουργούνται μικρές λίμνες, λόγω της μεγάλης συγκέντρωσης νερού, δίνοντας μια μοναδική ομορφιά στο τοπίο. Περπατώντας προς τη θέση Μπαμπλούκι, περνάμε μέσα από αειθαλή και πλατύφυλλα δέντρα που συνθέτουν μια όμορφη διαδρομή. Φτάνοντας στο Μπαμπλούκι, η θέα του σημείου κόβει την ανάσα! Με θέα στη θάλασσα και τις δαντελωτές ακτές του Κορινθιακού και τον κόλπο της Ζάλτσας, το Μπαμπλούκι είναι συνηθισμένο να δέχεται κόσμο που σιωπηλά ρεμβάζει ώρες ολόκληρες κοιτάζοντας το μαγευτικό τοπίο και απολαμβάνοντας την ομορφιά της φύσης. Ενα επίσης εντυπωσιακό σημείο που γεμίζει τον ταξιδιώτη είναι ηΜεγάλη Τσούκα. Το μάτι εδώ ταξιδεύει ελεύθερα στην πεδιάδα της Κωπαΐδας, βλέπει την Υλίκη και την Παραλίμνη, τη Θήβα αλλά και τα βουνά της Πελοποννήσου που εκτείνονται νότια, πέρα από τον Κορινθιακό Κόλπο. Στα άγρια βραχώδη πετρώματα του Ζαγαρά που κείτονται γυμνά, αξίζει να ρεμβάσουμε τη μεγαλοσύνη του τοπίου και του τόπου.
Ιδιαίτερα ελκυστικό το υγρό στοιχείο του Ελικώνα
Επιστρέφουμε με όλες μας τις αισθήσεις πλήρως ικανοποιημένες, και με την υπόσχεση να βάλουμε κι εμείς το λιθαράκι μας ώστε να προστατευτεί τούτος ο μοναδικός τόπος.

Επιμέλεια
Ελένη ΑΡΓΥΡΙΟ

«ΛΕΦ» («ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΜΕΤΩΠΟ» ΤΕΧΝΩΝ) Η τέχνη ως «εργαλείο» της Επανάστασης


«ΛΕΦ» («ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΜΕΤΩΠΟ» ΤΕΧΝΩΝ)
Η τέχνη ως «εργαλείο» της Επανάστασης
Η γέννηση, η ακμή και οι αντιφάσεις ενός από τα χαρακτηριστικότερα καλλιτεχνικά κινήματα του Μεγάλου Οχτώβρη
Β. Μαγιακόφσκι
«Ο Οχτώβρης μας δίδαξε με τη δουλιά. Εμείς ήδη από τις 25 Οχτώβρη αρχίσαμε να δουλεύουμε» («Γιατί παλεύει το ΛΕΦ», περιοδικό «ΛΕΦ», Νο 1, 1923)
Το βασικό χαρακτηριστικό της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, ως της πρώτης επανάστασης στην Ιστορία κατά την οποία οι φορείς της εκμετάλλευσης δεν αντικαταστάθηκαν, αλλά καταργήθηκαν, δε θα μπορούσε παρά να αποτελέσει τον αντικειμενικό παράγοντα για την εκρηκτική απελευθέρωση δημιουργικών δυνάμεων, πρωτόγνωρων, μέχρι εκείνη τη στιγμή, για την ανθρωπότητα. Οι συνέπειες αυτής της απελευθέρωσης πήραν χαρακτήρα «σειριακών εκρήξεων» σε όλους τους τομείς δράσης της ανθρώπινης διάνοιας. Σε ό,τι αφορά στο εποικοδόμημα, οι λαμπερότερες των «εκρήξεων» αυτών έλαβαν χώρα στο πεδίο της κουλτούρας και της τέχνης (η εποποιία του αλφαβητισμού αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο), όπου, για πρώτη φορά, τα πλέον ριζοσπαστικά κινήματά της που «γεννήθηκαν» από τις στάχτες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, έβρισκαν στο κάλεσμα των μπολσεβίκων την πολιτική πραγμάτωση της κραυγής τους: «Στη Σοβιετική εργατοαγροτική Δημοκρατία όλη η τοποθέτηση του ζητήματος της διαφώτισης (...) και στον τομέα της τέχνης ειδικά, πρέπει να διαποτίζεται από το πνεύμα της ταξικής πάλης του προλεταριάτου για την επιτυχή πραγματοποίηση των σκοπών της δικτατορίας του, δηλ. για την ανατροπή της αστικής τάξης, για την κατάργηση των τάξεων, για την εξάλειψη κάθε εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο» (Β. Ι. Λένιν «Για τον προλεταριακό πολιτισμό», 1920).
Κινήματα όπως ο υπερρεαλισμός, το νταντά και η ρωσική εκδοχή του φουτουρισμού (απαλλαγμένη αρκετά νωρίς από το φασιστικό εκφυλισμό της ιταλικής ηγεσίας του υπό τον Μαρινέτι) κ.ά. στην ακμή τους, πρόσφεραν ακόμη και αίμα στην υπόθεση αυτή (π.χ. οι ντανταϊστές στη γερμανική επανάσταση το 1919) με τη Ρωσία να μετατρέπεται σε ένα επίσης πρωτόγνωρο «πειραματικό εργαστήρι» για τα «πώς» και τα «γιατί» του ζητήματος της ενεργητικής συμμετοχής της ριζοσπαστικής διανόησης στο χτίσιμο του νέου προλεταριακού κράτους.
Κολάζ του Ε. Περεμίσλιεφ βασισμένο στο πορτρέτο της Λίλι Μπρικ από τον Α Ροντσένκο (1924)
Ηταν αντικειμενικό, αυτός ο διάλογος να παίρνει ενίοτε και τη μορφή διαπάλης, τόσο στο εσωτερικό της διανόησης, όσο και στη σχέση της με το προλεταριάτο και την οργανωμένη πολιτική του πρωτοπορία, το λενινιστικό Κόμμα νέου τύπου. Διότι, εκτός από το ότι δεν υπήρχε ανάλογο προηγούμενο, τα πρωτοπόρα τμήματα της διανόησης είχαν και έντονη πολιτική δράση, άρα επηρεάστηκαν και εξέφραζαν και στο πεδίο της κουλτούρας την ιδεολογική διαπάλη της εποχής.
Και τώρα ...δουλιά!
Το βέβαιο είναι ότι οι πιο φωτισμένοι εκπρόσωποι της επαναστατικής διανόησης ξεκαθάρισαν εξαρχής τα πράγματα εντός των κύκλων τους και τη σχέση τους με το προλεταριάτο: Δουλιά! Δουλιά με όρους «βιομηχανικής» παραγωγής. Οχι βέβαια όπως εννοείται σήμερα από τα μονοπώλια η «πολιτιστική βιομηχανία», αλλά όπως εννοούνταν στην επαναστατημένη Ρωσία οι ανάγκες των προλεταρίων και των φτωχών αγροτών για αλφαβητισμό, χειραφέτηση, ουσιαστική ψυχαγωγία, άρρηκτα δεμένα όλα αυτά με την εμψύχωση των επαναστατημένων μαζών σε μια χώρα ρημαγμένη από τον εμφύλιο και την ιμπεριαλιστική επέμβαση που ακολούθησαν της Επανάστασης.
Οι μορφές που πήρε αυτή η πολιτιστική εποποιία μετά το '17 ήταν πολλές, απλώθηκαν σε όλους τους τομείς της τέχνης και εκφράστηκαν από ένα τεράστιο πλήθος φορέων και εντύπων με όρους κινήματος, «μοντέλο» που κυριαρχούσε άλλωστε στην Ευρώπη των πρώτων 10ετιών του 20ού αιώνα. Ανάμεσά τους ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε το «Αριστερό Μέτωπο» τεχνών, το γνωστό«ΛΕΦ», από τα ρωσικά αρχικά των δύο πρώτων λέξεων. Ο λόγος που ξεχωρίζει το «ΛΕΦ» από τα άλλα, επίσης σημαντικά, ρωσικά καλλιτεχνικά, επαναστατικά κινήματα της εποχής, είναι αφενός η συγκρότησή του από διανοούμενους και καλλιτέχνες που θα αποτελούσαν αργότερα σημαντικά κεφάλαια της σοβιετικής κουλτούρας και, αφετέρου, ότι σε αυτό αντανακλώνται περισσότερο ξεκάθαρα τα ιδεολογικά, πολιτικά, καλλιτεχνικά ζητήματα, οι αντιθέσεις καιαντιφάσεις της διανόησης.
«Επανάσταση» του Ντ. Μπουρλιούκ
Το «ΛΕΦ» δεν ήταν η πρώτη έκφραση της επαναστατικής διανόησης. Μόλις μια βδομάδα πριν την Επανάσταση (19/10/1917), δημιουργείται η «ΠΡΟΛΕΤΚΟΥΛΤ»(«Προλεταριακή Κουλτούρα») με στόχο τη «δημιουργία μιας νέας προλεταριακής κουλτούρας». Η «ΠΡΟΛΕΤΚΟΥΛΤ» αποτέλεσε την πλέον μαζική και περισσότερο προσηλωμένη στα επαναστατικά καθήκοντα οργάνωση της Σοβιετικής Ρωσίας, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια. Η αυτοδιάλυσή της και ο μετασχηματισμός της είναι ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον κεφάλαιο. Το Μάρτη του 1918 στην Πετρούπολη (Λένινγκραντ) δημιουργείται η«Ενωση Λογοτεχνών» (Γκόρκι, Μπλοκ, Τσουκόβσκι κ.ά.), η οποία αυτοδιαλύθηκε το Μάη του 1919 λόγω των αντιθέσεων και της διαπάλης στο εσωτερικό της. Επίσης, το 1918 δημιουργείται η «Πανρωσική Ενωση Ποιητών»(Μπλοκ, Μπριούσοφ, Τίχονοφ κ.ά.) και η«Πανρωσική Ενωση Συγγραφέων». Το 1919 εγκαινιάζεται στην Πετρούπολη το «Σπίτι των Τεχνών». Παρεμβάλλεται το 1ο Πανρωσικό Συνέδριο Προλεταριακών Συγγραφέων (18-21/10/1920) και το 1921 δημιουργείται η «Πανρωσική Ενωση Αγροτών Συγγραφέων» και η «Πανρωσική Ενωση Προλεταριακών Συγγραφέων».
Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο, δημιουργείται στις 30/12/1922 το «ΛΕΦ», το οποίο αρχικά εμφανίζεται σαν ένα είδος της προλεταριακής μετεξέλιξης του ρωσικού Φουτουρισμού («νέο στάδιο στην ανάπτυξη του φουτουρισμού» κατά την άποψη των ιδρυτών του) και αποτέλεσε τον κυριότερο οργανωμένο εκφραστή της αντίληψης ότι τώρα η τέχνη έχει νόημα μόνο ως «κοινωνική παραγγελία». Αυτή η αντίληψη λειτούργησεευεργετικά στις προπαγανδιστικές ανάγκες του νέου κράτους (με κορυφαίες καλλιτεχνικές - προπαγανδιστικές επιδόσεις μέσω των «Παραθύρων» του Ρωσικού Τηλεγραφικού Πρακτορείου), ενώ το ταλέντο και η διάνοια των συντελεστών του «ΛΕΦ» χάρισε στην παγκόσμια προοδευτική τέχνη μερικά από τα σημαντικότερα κεφάλαιά της. Αλλωστε, επικεφαλής του κινήματος και αρχισυντάκτης του ομότιτλου περιοδικού ήταν ο κατεξοχήν ποιητής της Επανάστασης, Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι.
Τέχνη «οικοδόμος της ζωής»
Αν τα «σπάργανα» του ΛΕΦ ήταν η Επανάσταση, οι ιδέες του έχουν σαν αφετηρία το «παρακλάδι» του ρωσικού φουτουρισμού που «σκάει» την ...επαναστατική του «μύτη» το 1912, οπότε ο Μαγιακόφσκι και άλλοι επαναστάτες και κομμουνιστές - φουτουριστές (αδελφοί Μπουρλιούκ κ.ά.) δημοσιεύουν το μανιφέστο τους υπό τον τίτλο «Μπάτσος για το δημόσιο γούστο». Αν και «απογαλακτισμένος» από τον ιταλικό φουτουρισμό, ο ρωσικός «ξάδερφος» σε αυτό το κείμενο διατηρεί τη ρητορική του («Το παρελθόν είναι στενάχωρο. Η Ακαδημία και ο Πούσκιν πιο ακατανόητοι κι από ιερογλυφικά»). Αυτή η ρητορική απαντάται στο μανιφέστο του φουτουρισμού που δημοσιεύτηκε το 1909 στην εφημερίδα «Φιγκαρό» με υπογραφή του Ιταλού ποιητή Φιλίπο Τομάζο Μαρινέτι (1876 - 1944) («Ενα βρυχώμενο αυτοκίνητο, που μοιάζει να τρέχει πάνω σ' ένα πολυβόλο, είναι πιο όμορφο από τη Νίκη της Σαμοθράκης...»). Σαν κίνημα, ο φουτουρισμός θα χειραγωγηθεί από τα ιδεολογικά αδιέξοδα του ιδρυτή του, ο εθνικισμός του οποίου γίνεται φανερός στο μανιφέστο, ενώ από την άλλη, λίγο πριν, το 1905, ύμνησε τον αναρχισμό, το 1911 οι Ιταλοί φουτουριστές χαιρέτισαν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στη Λιβύη (όπως γράφει ο ντε Μικέλι, «σ' αυτό το σημείο οι φουτουριστές αποχαλινώθηκαν και η αντιαστική τους θέση ναυάγησε άθλια»), ενώ το 1918 θα ιδρυθεί το «Φουτουριστικό Πολιτικό Κόμμα» με σαφή φασιστικά χαρακτηριστικά.
Στη Ρωσία το κίνημα είχε εντελώς διαφορετική πορεία, γι' αυτό και είναι διακριτό στην παγκόσμια βιβλιογραφία σαν Ρωσικός Φουτουρισμός. Ο Μαγιακόφσκι, ήδη προεπαναστατικό στέλεχος του Μπολσεβίκικου Κόμματος, με κομματική, παράνομη δουλιά, διώξεις και φυλακίσεις, αλλά και ήδη αναγνωρισμένος ποιητής, δημιούργησε μετεπαναστατικά την ομάδα των «κομμουνιστών - φουτουριστών» μαζί με τον Οσιπ Μπρικ, καταλήγοντας στο «ΛΕΦ», όπου θα συσπειρωθούν λογοτέχνες και θεωρητικοί όπως οι Ασέγιεφ, Τρετιακόφ, Κάμενσκι, Παστερνάκ, ζωγράφοι κονστρουκτιβιστές όπως οι Ροντσένκο, Στεπάνοφ, Λαβίνσκι, κινηματογραφιστές όπως οι Αϊζενστάιν, Βερτόφ κ.ά.
Μπορεί ο μηδενισμός της πολιτιστικής κληρονομιάς να ήταν το βασικό θεωρητικό σημείο που διατήρησε το «ΛΕΦ» από το «ακραιφνώς» φουτουριστικό του παρελθόν (σ.σ. αν και ίδιες αντιλήψεις είχε και η «Προλετούλτ», που δεν είχε σχέση με τον φουτουρισμό), αλλά ήταν και το αφετηριακό σημείο από όπου χωρίστηκαν οριστικά και αμετάκλητα οι δρόμοι των Ιταλών και των Ρώσων φουτουριστών, με την ηγεσία των πρώτων να υποκλίνεται στο φασισμό και με τους δεύτερους να θέλουν να αντικαταστήσουν την παλιά από τη νέα επαναστατική τέχνη. Η μπολσεβίκικη «μαγιά» του «ΛΕΦ» αποπειράθηκε να συνδέσει τον φουτουρισμό με τον μαρξισμό: «Ο φουτουρισμός (επαναστατική τέχνη) όπως και ο μαρξισμός (επαναστατική επιστήμη) προορίζεται από τη φύση του να θρέψει την επανάσταση», βεβαίωνε ο Ν. Γκόρλοφ, ένας από τους θεωρητικούς του κινήματος. Ετσι, από το αρχικό φουτουριστικό σύνθημα «να σταθούμε πάνω στον όγκο της λέξης "εμείς" μέσα σε θάλασσα σφυριγμάτων και αγανάκτησης», οι «ΛΕΦοι» ανακάτεψαν το δικό τους «μικρό "εμείς" στο τεράστιο "εμείς" του κομμουνισμού» και έθεσαν το κίνημα στις προσταγές της Επανάστασης: «Οργανώνουμε το ΛΕΦ. Το ΛΕΦ είναι η κάλυψη των μεγάλων κοινωνικών θεμάτων από όλα τα πυροβόλα του φουτουρισμού».
Θα ήταν λάθος (και θα αδικούσε όχι μόνο το εν λόγω κίνημα αλλά και την επαναστατική κουλτούρα που είχε αρχίσει να μορφοποιείται) να εκληφθεί το «ΛΕΦ» ως ένα είδος «ξεκαθαρίσματος λογαριασμών» των φουτουριστών μεταξύ τους. Η δημιουργία του «ΛΕΦ» (όσο κι αν το ίδιο θα απέρριπτε αυτή τη θέση) ήταν ένα από τα αποτελέσματα των διεργασιών και της εξέλιξης της ρωσικής τέχνης και λογοτεχνίας των τελευταίων δύο αιώνων πριν την Επανάσταση. Διεργασίες που σαφώς επηρεάστηκαν από (και εξέφρασαν) το επαναστατικό κίνημα στην τσαρική αυτοκρατορία. Προεπαναστατικά οι Ρώσοι φουτουριστές αντιμετώπιζαν την τέχνη ως«καταστροφή του καλουπιού» (σ.σ. εννοείται και το στερεότυπο). Το «ΛΕΦ» όμως ξεκαθάρισε πως το «καλούπι», το «στερεότυπο» και ο «βάλτος» αφορούσε στην προεπαναστατική πραγματικότητα, η οποία βέβαια έπρεπε «διά παντός» να «καταστραφεί». Μετά τον Οχτώβρη λοιπόν, η «πρακτική πραγματικότητα» εκλήφθηκε ως «αιώνια ρευστή, μεταβαλλόμενη». Με αυτόν τον τρόπο οι θεωρητικοί του «ΛΕΦ» πίστευαν ότι καταστρέφεται το «αιώνιο όριο» μεταξύ της τέχνης και της πραγματικότητας και ότι τώρα πια είναι δυνατή η ύπαρξη μιας νέας τέχνης, της «τέχνης - οικοδόμου της ζωής». «Η ίδια η πρακτική ζωή πρέπει να κοσμείται με την τέχνη»,βεβαίωνε ο Σ. Τρετιακόφ, εκ των βασικών θεωρητικών του «ΛΕΦ». Ετσι, η ζωγραφική «δεν είναι ο πίνακας, αλλά το σύνολο του ζωγραφικού διάκοσμου του τρόπου ζωής», το θέατρο πρέπει να μετατραπεί σε«σκηνοθετούμενο τρόπο ζωής» (σ.σ. αρκετά ασαφής ο όρος ακόμη και στη ρωσική γλώσσα, γεγονός που αντανακλά ακόμη ένα φουτουριστικό «βαρίδι» του «ΛΕΦ») και λογοτεχνία να «γίνει» (σ.σ. θεωρηθεί, εκληφθεί) οποιοδήποτε έργο τέχνης που προβαίνει σε πράξη λόγου. Οπότε, «ανακατεμένη» με την «πρακτική ζωή», η τέχνη ακυρώνει το διαχωρισμό της κοινωνίας σε δημιουργούς και καταναλωτές. «Η μάζα με χαρά και προθυμία κινείται στη διαδικασία της δημιουργίας», θριαμβολογούσε ο Ν. Τσουζάκ.
Τα ...δύο «μηδέν»
Το ζήτημα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης την εποχή που εμφανίζεται το «ΛΕΦ» έχει και χαρακτηριστικά επιβίωσης, με την έννοια ότι το νέο κράτος του προλεταριάτου καλούνταν στην πράξη να ξεκινήσει από το «μηδέν», όχι μόνο λόγω της εντελώς διαφορετικής βάσης της κοινωνίας που δε στηριζόταν πια στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά και των αντικειμενικών δυσκολιών (σ.σ. το μέγεθος των οποίων έκανε τους αστούς να πιστεύουν στη σύντομη ημερομηνία «λήξης» του «εγχειρήματος»), που προέκυψαν από τον πόλεμο, τον εμφύλιο και την ιμπεριαλιστική επέμβαση. Αυτό απαιτούσε οργάνωση, σχέδιο, προγραμματισμό και, φυσικά, δουλιά. Στο πεδίο της κουλτούρας, το «ΛΕΦ» αποτέλεσε τη χαρακτηριστικότερη έκφραση αυτής της διαδικασίας. Για τους «ΛΕΦοι», η τέχνη δεν είναι αποτέλεσμα έμπνευσης αλλά «σχεδίου» και ορθολογισμού. Η ορολογία του «ΛΕΦ» είναι χαρακτηριστική: Δεν «δημιουργώ» αλλά «κάνω» (φτιάχνω) (σ.σ. «Πώς να κάνετε στίχους», είναι ο τίτλος του γνωστού άρθρου του Μαγιακόφσκι), δεν «συγκροτώ» αλλά «επεξεργάζομαι» λέξεις, δεν υπάρχει «έργο τέχνης» αλλά «επεξεργασμένο υλικό». «Ο άνθρωπος για μας κρίνεται όχι από αυτό που υποφέρει, αλλά από αυτό που κάνει» έγραφε ο Ο. Μπρικ.
Ο «προλεταριακός φουτουρισμός» του «ΛΕΦ» οδήγησε το κίνημα σε θεωρητικές «ακροβασίες», που τελικά το απέκοψαν από την ...«πρακτική πραγματικότητα» που το ίδιο με ειλικρινές πάθος υπηρετούσε στην πράξη. Πριν όμως γίνει αυτό, ακόμη και οι ιδεολογικές του αντιφάσεις πρόφτασαν να προσφέρουν ακόμη μία υπηρεσία στη Σοβιετική - και όχι μόνο - κουλτούρα, φέρνοντας στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της διανόησης τέχνες όπως η φωτογραφία και ο κινηματογράφος που για την τσαρική και προεπαναστατική ρωσική αστική διανόηση δεν αποτελούσαν καν τέχνη. Ορμώμενο από την ολοκληρωτική απόρριψη του παρελθόντος, το «ΛΕΦ» έφτασε στο σημείο να απορρίψει ως «γερασμένα» τα λογοτεχνικά είδη (μυθιστόρημα, νουβέλα, διήγημα) και ως εκ τούτου «ανίκανα» να υπηρετήσουν την οικοδόμηση της νέας σοσιαλιστικής κουλτούρας. Στη θέση τους το «ΛΕΦ» έβαλε το «γεγονός» με τη δημοσιογραφική έννοια. Η «αντικατάσταση» της λογοτεχνίας από το δημοσιογραφικό λόγο οδήγησε το «ΛΕΦ» στη «φετιχοποίηση» της φωτογραφίας. Και αν αυτές οι θεωρητικές επεξεργασίες το οδήγησαν σε ιδεολογικό αδιέξοδο, ωστόσο, έφεραν τη φωτογραφία στο προσκήνιο ως τέχνη.
Ποια ήταν, όμως, η πραγματικότητα, από την οποία αποκόπηκε το «ΛΕΦ»; Το «κλειδί» βρίσκεται στο τι πραγματικά εννοούσε η Επανάσταση με το «ξεκινάμε από το μηδέν» και στο πώς αυτό εκφράστηκε από το «ΛΕΦ». Η μηδενιστική απόρριψη της πολιτιστικής κληρονομιάς από τους «ΛΕΦοι» οδηγούσε ή θα μπορούσε να οδηγήσει αν κάποιος τραβούσε στα άκρα αυτή τη θέση - αν και τελικά δεν εκφράστηκε έτσι - και στη μηδενιστική απόρριψη κάθε επιστημονικοτεχνικού επιτεύγματος. Οδηγούσε, τελικά, σε μια αντιδιαλεκτική και αντι-υλιστική θεώρηση της Ιστορίας, σε έναν ...«φουτουριστικό μαρξισμό», που με τη σειρά του θα διολίσθαινε στον «κλασικό» ιδεαλισμό της «παρθενογένεσης». Ομως, «ο μαρξισμός (...) αποτελεί την ανώτατη ανάπτυξη όλης της ιστορικής και της οικονομικής και της φιλοσοφικής επιστήμης της Ευρώπης» (Β. Ι. Λένιν, «Αλλη μια εκμηδένιση του σοσιαλισμού»). «Θα κάνατε όμως τεράστιο λάθος αν δοκιμάζατε να βγάλετε το συμπέρασμα ότι μπορεί να γίνει κανείς κομμουνιστής χωρίς να αφομοιώσει ό,τι έχει συσσωρεύσει η γνώση του ανθρώπου (...) Ο προλεταριακός πολιτισμός δεν είναι κάτι που ξεπήδησε άγνωστο από πού, δεν είναι επινόηση των ανθρώπων που ονομάζουν τον εαυτό τους ειδικούς στον προλεταριακό πολιτισμό. Ολα αυτά είναι καθαρή ανοησία. Ο προλεταριακός πολιτισμός πρέπει να είναι η νομοτελειακή ανάπτυξη του αποθέματος των γνώσεων που επεξεργάστηκε η ανθρωπότητα κάτω από το ζυγό της καπιταλιστικής κοινωνίας (...)» (Β. Ι. Λένιν «Τα καθήκοντα της νεολαίας»).
Επαναστατική παρακαταθήκη
Αν και εδώ ο Λένιν αναφέρεται εμμέσως πλην σαφώς στην «ΠΡΟΛΕΤΚΟΥΛΤ», ωστόσο η «μπάλα» παίρνει και το «ΛΕΦ». Στο εσωτερικό του οποίου η ιδεολογική αντιπαράθεση ήταν εξαρχής έντονη. Συσπειρωμένο γύρω από το ομώνυμο περιοδικό του, το κίνημα άρχισε να χαλαρώνει τους εσωτερικούς δεσμούς του. Σύμφωνα με τον Μαγιακόφσκι, στην πρώτη περίοδο του «ΛΕΦ» (1922 - 1925 οπότε κλείνει προσωρινά και το περιοδικό που άρχισε να εκδίδεται από το 1923) «στριμώχνονταν» πάνω από 12 διαφορετικές ομάδες (φουτουριστές, κονστρουκτιβιστές, φορμαλιστές, θεωρητικοί της τέχνης, «εφημεριδάδες» κ.ά.). Οι ιδεολογικές αντιθέσεις και αντιφάσεις του κινήματος το οδήγησαν πλέον σε «ασυμβατότητα» με την κοσμογονία που συντελούνταν στη χώρα των Σοβιέτ. Ωστόσο, δεν είχε σβήσει ακόμη.
Το 1927 εμφανίζεται το «Νέο ΛΕΦ» με αρχισυντάκτη και πάλι τον Μαγιακόφσκι και συντακτική ομάδα τουςΑϊζενστάιν, Σκλόφσκι, Παστερνάκ, Ροντσένκο κ.ά. Η ύλη είναι σαφώς μικρότερη, όπως και ο αριθμός των μελών του. Διαφορετικές είναι και οι θέσεις του σε σχέση με το παρελθόν. Αυτή η διαφορετικότητα όμως δεν αποδείχτηκε αρκετή. Νιώθοντας ότι ο κύκλος της προσφοράς του «ΛΕΦ» στην Επανάσταση ολοκληρώθηκε, ο Μαγιακόφσκι το εγκαταλείπει οριστικά τον Αύγουστο του 1928, μαζί με τους Ασέγιεφ, Μπρικ κ.ά. Ο Τρετιακόφ θα συνεχίσει για μερικούς μήνες ακόμη, αλλά τελικά το περιοδικό θα κλείσει για πάντα. Αφήνοντας όμως μια σπουδαία παρακαταθήκη και δίνοντας ένα σημαντικό ιστορικό μάθημα για το χρέος της σημερινής προοδευτικής διανόησης, που δεν είναι άλλο, από το να συνταχτεί με την εργατική τάξη και την πολιτική της πρωτοπορία, να εκφράσει και να εμπνεύσει τους λαϊκούς αγώνες, αν πραγματικά εννοεί ότι ετεροκαθορίζεται από τη νομοτέλεια της τελικής απελευθέρωσης της ανθρωπότητας από τα δεσμά της ταξικής εκμετάλλευσης.

Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ
Κύριες πηγές:1) Β. Ι. Λένιν «Απαντα» 2)Μάριο Ντε Μικέλι: «Οι πρωτοπορίες της τέχνης του 20ού αιώνα» («Οδυσσέας»)3) Β. Β. Μαγιακόφσκι, «Απαντα», (εκδοτικό «Πράβντα», Μόσχα 1987)4) «Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια»5) «Ιστορία της δημιουργίας των καλλιτεχνικών ενώσεων» («Μοσχοβίτες συγγραφείς» http://mp.urbannet.ru)6) Λιουντμίλα Πολικόφσκαγια: «ΛΕΦ» (www.krugosvet.ru)7) Β. Ι. Λένιν: «Για την πολιτιστική επανάσταση» («Σύγχρονη Εποχή» 1979)

ΟΧΤΩΒΡΙΑΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
«Κοντσέρτο» για μια νέα κοινωνία
Σε μια πρωτόγνωρη άνθηση της μουσικής οδήγησε η Επανάσταση του Οχτώβρη
Πιανίστα παραδίδει μάθημα μουσικής σε παιδιά προσχολικής ηλικίας, σε παιδικό σταθμό της ΕΣΣΔ
Η Οχτωβριανή Επανάσταση έδωσε τη δυνατότητα στους λαούς της ΕΣΣΔ να εκδηλώσουν τις δημιουργικές τους δυνάμεις σε όλα τα είδη της Τέχνης. Αυτό συνέβη και στον τομέα της μουσικής δημιουργίας, η οποία στη σοβιετική περίοδο γνώρισε μεγάλη άνθηση σε όλους τους τομείς. Στηριγμένη στην πλουσιότατη κληρονομιά της λαϊκής δημιουργίας και της κλασικής μουσικής, καθώς και στην αμέριστη κρατική ενίσχυση, η σοβιετική μουσική αποτέλεσε ένα νέο σταθμό στην ανάπτυξη της παγκόσμιας μουσικής δημιουργίας.
Κρατική μουσική υποδομή
Η δημιουργία κρατικής μουσικής υποδομής, σε όλη την επικράτεια της Σοβιετικής Ενωσης, σε πόλεις και χωριά, από τις Δημοκρατίες του ευρωπαϊκού τμήματος μέχρι τη Σιβηρία, την κεντρική Ασία και την υπερκαυκασία, υπήρξε η σοβαρότερη προϋπόθεση για την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής μουσικής κουλτούρας. Αυτό πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά με διάταγμα του Συμβουλίου Λαϊκών Επιτρόπων για τα ωδεία της Μόσχας και της Πετρούπολης (12/7/1918), που φέρει την υπογραφή του Λένιν. Το κράτος ανέλαβε τη διεύθυνση των μεγαλύτερων μουσικών ιδρυμάτων (ωδείων, θεάτρων, του Μπολσόι και του πρώην Μαριίνσκι), μουσικών εκδοτικών οίκων, εργοστασίων μουσικών οργάνων κ.λπ. Δημιουργήθηκαν νέα μουσικά συγκροτήματα, όπως η περίφημη Ρώσικη Λαϊκή Ορχήστρα (1919), που από το 1946 πήρε τ' όνομα του Ν. Σ. Οσίποφ, η σπουδαία Φιλαρμονική της Πετρούπολης (1921) κ.ά., καθώς και πολλά μουσικο - εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Το κύριο πρόβλημα στον τομέα της μουσικής παιδείας τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια ήταν η μόρφωση των εργαζομένων και η μύησή τους στη μουσική. Με τη συμμετοχή εξειδικευμένων μουσικών πραγματοποιούνταν πολυάριθμες λαϊκές συναυλίες και διαλέξεις για τη μουσική και οργανώνονταν ερασιτεχνικές χορωδίες, ορχήστρες, εκπαιδευτικά σεμινάρια, ακόμη και στα τμήματα του Κόκκινου Στρατού. Σπουδαίο ρόλο στη διαφύλαξη και διάδοση αξιόλογων έργων της κλασικής μουσικής έπαιξαν οι συνθέτες Α.Κ. Γκλαζουνόφ, Ιππολίτς - Ιβανόφ και Ρ.Μ. Γκλιέρ, οι οποίοι διηύθυναν τα Ωδεία της Πετρούπολης, της Μόσχας και του Κιέβου, αντίστοιχα, καθώς και ο Α. Δ. Καστάλσκι, διευθυντής της Λαϊκής Χορωδιακής Ακαδημίας της Μόσχας.
«Καρποί» της σοσιαλιστικής οικοδόμησης
Η Ακαδημαϊκή Συμφωνική Ορχήστρα Μόσχας
Τα πρώτα σοβιετικά μουσικά έργα δημιουργούνται στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου (1918 - 1920) και είναι κυρίως τραγούδια τόσο από ερασιτέχνες όσο και από συνθέτες που συνδέονται με τον Κόκκινο Στρατό και υμνούν τα κατορθώματά του. Μετά το τέλος του εμφυλίου και με το πέρασμα στην ειρηνική ανοικοδόμηση, αρχίζει νέα περίοδος ανάπτυξης στη μουσική, που χαρακτηρίζεται από την εντατική αναδιοργάνωση της μουσικής ζωής και της δραστηριότητας όλων των μουσικών ιδρυμάτων και οργανισμών. Χιλιάδες όμιλοι και ομάδες ερασιτεχνών (χορωδίες και λαϊκές ορχήστρες) έκαναν την εμφάνισή τους, αναπτύχθηκε το ερασιτεχνικό τραγούδι και ανανεώθηκε το ρεπερτόριο του θεάτρου και των συναυλιών με έργα Σοβιετικών και ξένων συνθετών, ενώ μεγάλη επιτυχία γνώρισαν λυρικά έργα, με θέματα εμπνευσμένα από τους λαϊκούς απελευθερωτικούς αγώνες - το 1928 ανεβαίνει στο Λένινγκραντ για πρώτη φορά η όπερα του Μουσόργκσκι «Μπορίς Γκοντουνόφ» στην αυθεντική της μορφή. Παράλληλα, νέα μουσικά θέατρα και ωδεία αρχίζουν να λειτουργούν στο Αζερμπαϊτζάν (1921), Αρμενία (1923) κ.ά.
Μεγάλη άνοδο γνώρισε η σοβιετική μουσική κουλτούρα τη δεκαετία του 1930. Σε όλες τις ενωσιακές και σε μερικές αυτόνομες Δημοκρατίες λειτουργούσαν πλέον εθνικά μουσικά θέατρα, ενώ σε πολλές Δημοκρατίες, για πρώτη φορά, έκαναν την εμφάνισή τους συμφωνικές ορχήστρες και ορχήστρες μουσικής δωματίου. Η Απόφαση της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος (23/4/1932) «Για την αναδιοργάνωση των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών οργανώσεων» υπήρξε σημαντικό ορόσημο στην ιστορία της σοβιετικής τέχνης, σημαντικό βήμα για τη συνένωση των καλλιτεχνικών δυνάμεων στην κατεύθυνση δημιουργίας μιας νέας, σοσιαλιστικής τέχνης. Εκείνη την περίοδο παρουσιάζονται τα πρώτα δείγματα της κλασικής σοβιετικής μουσικής, όπως η 5η Συμφωνία και άλλα έργα του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, το χορόδραμα «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», η καντάτα «Αλέξανδρος Νέφσκι» του Σεργκέι Προκόφιεφ, τα κοντσέρτα για πιάνο και βιολί του Χατσατουριάν κ.ά. Η αλληλεπίδραση των εθνικών πολιτισμών της Σοβιετικής Ενωσης γίνεται εντονότερη, ενώ γράφονται όπερες, συμφωνικά έργα, χοροδράματα σε Δημοκρατίες που προηγουμένως δεν είχαν γραπτή παράδοση μουσικής τέχνης, όπως στο Ουζμπεκιστάν, Καζαχστάν, Κιργκιζία, Μπασκιρία, Ταταρία κ.ά. Το 1936-37 οργανώνεται η Συμφωνική Ορχήστρα και το Συγκρότημα Λαϊκών Χορών της ΕΣΣΔ, ενώ παράλληλα, εγκαινιάζονται καινούργια ωδεία στο Μινσκ, Σβερντλόφσκ, Τασκένδη, Κισινιόφ και πολυάριθμες μουσικές σχολές. Το σοβιετικό τραγούδι γίνεται παλλαϊκό, ανθίζουν η όπερα και η συμφωνική μουσική, ενώ δημιουργούνται μνημειώδη έργα στο είδος του ορατορίου - καντάτας. Το 1935, στο «Λιτερατούρνι Λένινγκραντ», ο μεγάλος Σοβιετικός συνθέτης Ντμίτρι Σοστακόβιτς δηλώνει: «Εδώ στη Σοβιετική Ενωση κάθε εξειδικευμένος δημιουργός, παραγωγός, συγγραφέας, μηχανικός, συνθέτης ή οτιδήποτε άλλο, απολαμβάνει την υποστήριξη του Κόμματος και της κυβέρνησης... Οι Σοβιετικοί συνθέτες έχουν όλες τις ευκαιρίες να δώσουν μεγάλα έργα. Ουδέποτε υπήρξε άλλη εποχή ή άλλος τόπος, όπου ένας συνθέτης να μπορεί ήσυχος να γράψει μια σονάτα ή ένα κουαρτέτο, ξέροντας ότι είναι οικονομικά εξασφαλισμένος. Αυτό είναι αποτέλεσμα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη χώρα μας, αποτέλεσμα της πολιτικής του Κόμματός μας».
Η σαρανταμελής Ορχήστρα Ακορντεόν του Σπιτιού Πολιτισμού των Τεχνικών Σχολών Λένινγκραντ
Παιδί της Οχτωβριανής Επανάστασης, ο Ντ. Σοστακόβιτς εμπνεύστηκε όπως και άλλοι μεγάλοι ομότεχνοί του από τα ιδανικά της, θέτοντας τη δημιουργία του στην υπηρεσία του λαού που έχτιζε τη σοσιαλιστική κοινωνία. Ηγετική φυσιογνωμία στο χώρο της μουσικής ο Σοστακόβιτς (έγραψε 15 συμφωνίες, όπερες, μουσική για μπαλέτο, κινηματογράφο, θέατρο κλπ.) εντυπωσιάζει όχι μόνο για την αισθητική υπεροχή της γραφής του, αλλά και για τη συμμετοχή του στα κοινά, στην πολιτική ζωή, για την ενεργό δράση του στο παγκόσμιο κίνημα ειρήνης. Οπως έλεγε «ο δεσμός του καλλιτέχνη με το λαό και με την εποχή που ζει είναι η ραχοκοκαλιά κάθε πραγματικού έργου τέχνης»...
Το μεγαλείο αυτού του δεσμού αποκαλύφθηκε περίτρανα στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς οι Σοβιετικοί μουσικοί συμμετείχαν από κάθε μετερίζι στον αγώνα κατά του ναζισμού (είτε ήταν στο μέτωπο είτε στα μεγάλα μουσικά ιδρύματα που συνέχιζαν να λειτουργούν). Και με τη γλώσσα της μουσικής δόθηκε το φιλοσοφικό - ηθικό νόημα του πολέμου σαν γιγάντια σύγκρουση του φωτός και του σκότους, του ανθρωπισμού και της φασιστικής βαρβαρότητας, όπως και η επιβεβαίωση των υψηλών ιδεών του σοσιαλιστικού ανθρωπισμού. Να θυμηθούμε την ιστορική πρεμιέρα της μνημειώδους 7ης Συμφωνίας του Σοστακόβιτς, στον Αύγουστο του 1942 στο πολιορκημένο από τους χιτλερικούς Λένινγκραντ, όπου η παρτιτούρα μεταφέρθηκε με ειδικό αεροπλάνο και που για να εμπλουτιστεί η σύνθεση της μοναδικής ορχήστρας που είχε απομείνει στην πόλη, της Ορχήστρας της Ραδιοφωνίας, η Στρατιωτική Διοίκηση ανακάλεσε επαγγελματίες μουσικούς από το μέτωπο;
Από την άνθηση στη ...Γιουροβίζιον
Από τη μεταπολεμική περίοδο και στις επόμενες δεκαετίες η σοβιετική μουσική αναπτύχθηκε μέσα από έντονες δημιουργικές αναζητήσεις, που οδήγησαν στην πολυμορφία των στιλ, των ειδών και των μορφών, ενώ απέκτησε παγκόσμια φήμη. Η μουσική παιδεία στην ΕΣΣΔ, μέσα από ένα αξιοζήλευτο σύμπλεγμα κρατικών ωδείων (ανάμεσά τους το κορυφαίο Ωδείο Τσαϊκόφσκι), ινστιτούτων τέχνης, μουσικών ιδρυμάτων μέσης και κατώτερης βαθμίδας και χιλιάδων ακόμη παιδικών μουσικών σχολών, δημιούργησε γενιές μουσικών δημιουργών και εκτελεστών υψηλότατου επιπέδου και μια πλατιά, πρωτόγνωρη άνθηση της μουσικής ζωής.
Η ανατροπή του σοσιαλισμού στην πρώην ΕΣΣΔ, που είχε δραματικές επιπτώσεις σε όλη τη σφαίρα του πολιτισμού, επέφερε μεγάλο χτύπημα και στον τομέα της μουσικής. Καταδικάστηκαν σε ένδεια μεγάλοι μουσικοί οργανισμοί, ενώ υπήρξε τεράστια αιμορραγία των μουσικών της προς το εξωτερικό. Ο «πολιτισμός» της εποχής της καπιταλιστικής παλινόρθωσης μπορεί να καταδικάζει σε οικονομική ασφυξία το Μπολσόι και να εμπορευματοποιεί τη μουσική παιδεία, όμως διαθέτει εκατομμύρια για τα γκλάμουρ σόου της «Γιουροβίζιον» και την προώθηση του κάθε λογής μουσικού φαστ φουντ...

Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ

Δυο φλιτζάνια καφέ


Δυο φλιτζάνια καφέ
Γρηγοριάδης Κώστας
Απ' τον ενδέκατο όροφο που έμενα, πριν χρόνια, αγνάντευα τη γη ν' απλώνεται επίπεδη ως πέρα στον ορίζοντα, μια αχνή γραμμή, με το πυρηνικό εργοστάσιο να εξέχει. Χωράφια ορθογώνια, σειρές καινούρια κτίσματα, καινούριοι δρόμοι, διασταυρώσεις, μεγάλες γέφυρες, ψηλά εργοστάσια, δασώματα στον ποταμό, τρένα πολλά που σέρνανε βαγόνια και βαγόνια και βαγόνια. Απ' τη ροή του ποταμού, σαράντα δύο μοίρες νότια - στο χάρτη το 'χα μετρημένο - πολλά χιλιόμετρα ευθεία κάτω, έδειχνα (σε μένα έδειχνα, σε ώρες νοσταλγίας): Εκεί είν' η πατρίδα μου. Σαν έπεφτε ομίχλη κι έσβηνε αργά, καινούριους δρόμους, νέα κτίρια, με το μυαλό μου έσβηνα κι εγώ: έξω αυτό, έξω εκείνο κι έμενε μόνο η πόλη η παλιά, το μυτερό καμπαναριό, οι κόχες των σπιτιών και του στρατοπέδου που το κατείχαν πια Αμερικάνοι. Μισόκλεινα τα μάτια... Στα χρόνια του πολέμου, κυμάτιζαν στις κόχες σβάστιγκες, μουγκρίζανε στρατιωτικά αμάξια φορτωμένα, ηχούσαν μπότες στα λιθόστρωτα, μανάδες, αδελφές αγκάλιαζαν στρατιώτες στα σταχτιά, βαριά οπλισμένους. Τους κατευόδωναν για ν' απλωθούν σαν μαύρη ομίχλη και να στηθεί αργότερα το άσπρο μάρμαρο, στις πέτρες του χωριού μου: «Εκτελεσθέντες». Εφερνε η μάνα μου το χέρι της στο μέτωπο, τα δάχτυλα μες στα μαλλιά, τα ίσιωνε με δύναμη. Μιλούσε με την πλάκα, με τον άντρα της.
-- Αυτά τα βράχια σ' αποχαιρετήσανε;
Δε μίλαγα. Ημουν μικρός. Κοιτούσα μοναχά τον πόνο, τον αγώνα της να μεγαλώσει τέσσερα παιδιά. Η στερημένη της ζωή πάντα με βάραινε.
Μεγάλος, της μιλούσα στο τηλέφωνο.
-- Μάνα, θα 'ρθεις στη Γερμανία, θα σε γυρίσω σ' όλη την Ευρώπη.
-- Εμένα άσε με. Εσείς δουλεύτε, να γυρίσετε.
-- Δουλεύουμε. Οκτώ με οκτώ. Κι υπερωρίες.
-- Την αδελφή σου πρόσεχε.
Μαζί μου είχα πάρει, τον τρίτο χρόνο τότε, την αδελφή μου, τη μικρή, για να δουλέψει. Παράτησα την αποθήκη πού 'μενα και νοίκιασα εκείνο το διαμέρισμα, ψηλά, να τα βρει ανθρωπινά. Τα βρήκε όλα ζυγισμένα, στοιχισμένα. Στις έξι εγερτήριο, ψωμάκια, βούτυρο, καφέ, εφτά η ώρα γύρναγα στην πόρτα τα κλειδιά και βγαίναμε στο διάδρομο. Θα βγει κι η φράου Λίνη τώρα, έλεγα από μέσα μου. Και πράγματι. Ανοιγε η πόρτα νούμερο οκτώ, χαμογελούσαμε με τη γριά. «Guten Tag».
Στεκόμασταν στο ασανσέρ εμείς, αυτή στην πόρτα της, κοιτούσε αριστερά - δεξιά στο διάδρομο, σειρά κλεισμένες πόρτες, στρεφόταν σφίγγοντας στο στήθος της τη ρόμπα.
-- Wie Schlechtes Wetter - Τι άσχημος καιρός!
-- Ya, ya, χαζά χαμόγελα και τ' ασανσέρ ερχότανε κι αυτό στην ώρα του.
Παραξενεύτηκε η αδελφή μου. Τι σύμπτωση! Κάθε πρωί ανοίγαμε μαζί με τη γριά.
-- Ακούει τα κλειδιά και βγαίνει, της εξήγησα. Να πει δυο λόγια. Ζει ολομόναχη.
-- Αχ, την καημένη. Θα την καλέσω για καφέ την Κυριακή.
Μου θύμισε τη μάνα μας, την κοίταξα, κρατήθηκα να μη γελάσω. Την καημενούλα, τι αφέλεια! Δεν είχε καταλάβει πού βρισκόταν. Θα έπινε καφέ με Γερμανούς! Οι Γερμανοί σε λίγο θα τη 'βαζαν να δουλέψει ακόρντ. Με το κομμάτι. Θα τη χρονομετρούσανε. Schnell, schnell, γρήγορα, γρήγορα. Schnell, schnell, κι ο νους μου πήγε στον Αντώνη. Δυο μέτρα άντρας, πέτρα. Τον άκουγα που ράιζε.
--...την τύχη μου... Σνελ, σνελ. Χτύπησα άνθρωπο. Τον πήρα με το κλαρκ. Εναν εργάτη με τέσσερα παιδιά.
Τον άκουγα αμίλητος. Καθόμασταν σ' ένα cafe για μετανάστες, εκεί τη βγάζαμε. Ολόγυρα χαρτόπαιζαν, μεθούσανε, χτυπιόντουσαν. Η φάρα μας. Οι άλλες φάρες είχαν άλλα στέκια. Βριζόμασταν. «Οι Τούρκοι ύπουλοι, οι Γιουγκοσλάβοι κλέφτες. Φασίστες Γερμανοί, μας έχουνε για ζώα, για τις δουλιές τις βρώμικες. Εναν καφέ δε μας κάλεσαν σπίτι τους να πιούμε».
Κουνούσε το κεφάλι του ο Αντώνης. «Ολοι οι ξυπόλυτοι κι άπλυτοι εδώ έχουν μαζευτεί».
Κατάθλιψη με έπιανε. Κοιτούσα μόνο τ' άσχημα. Και στην Ελλάδα τ' άσχημα κοιτάω. Δεν το μπορώ να υψωθώ, να δω τον κόσμο από ψηλά. Είναι στον άνθρωπο.
Ω, ρε, πουλιά μου διαβατάρικα, πόσο ψηλά πετάτε.
Το τραγουδούσε η μάνα μου αυτό. Και στις χαρές και στα στενάχωρα.
Εγώ λιγοψυχάω φαίνεται, εχθρεύομαι και βλέπω τ' άσχημα. Και σήμερα αναπολώ λιβάδια, δάση, κάστρα. Λυπάμαι που περπάτησα τους δρόμους σου με τόση θλίψη κι έχθρα, Γερμανία. Δουλιά - σπίτι - δουλιά, σκληρή οικονομία και κάτι Κυριακές, τι μοναξιά! Καλύτερα να δούλευε κανείς, μια βόλτα στο λιθόστρωτο, ο κόσμος αραιός, ξαπόσταινε στα σπίτια του...
Δεν έβρισκες, ιδίως στην αρχή, έναν άνθρωπο να πεις δυο λόγια, να πιεις έναν καφέ, έστω μουγκός. Εγώ έψαχνα στους Ελληνες, η αδελφή μου ξανοιγότανε και μ' Ιταλίδες, Ισπανίδες. Αυτό τη βοήθαγε και μάθαινε γερμανικά, μα πάθαινε χουνέρια. Θυμάμαι όταν την πρωτοκάλεσαν. Ντυθήκαμε και πήγαμε. Χτυπάγαμε, κοιτούσαμε. Μας είχανε ξεχάσει, λείπανε. Αλλά και πού είναι εύκολο να βρεις έναν φίλο γκαρδιακό να πιεις καφέ και να μιλήσεις;
-- Την κάλεσα τη φράου Λίνη για καφέ. Δύο φορές, αλλά δεν έρχεται, μου είπε κάποια μέρα.
Με κοίταξε, απ' έξω έβρεχε, μετά γυρόφερνε στο σπίτι κι αναστέναζε.
Με ξάφνιασε. Στο βάθος δε γουστάριζα τη Γερμανίδα σπίτι μου.
-- Οι Γερμανοί δεν πιάνουνε με μας φιλίες, είπα. Και μεταξύ τους δύσκολα. Για να σ' ανοίξουν το λουκέτο τους περνάς σαράντα κύματα. Κι αυτή η γριά... Τι να της πεις, τι να σου πει; Και πλάι στους Γερμανούς δεν πάει. Εκεί, μονάχη της. Ξεκουτιασμένη είναι.
Το πράμα χειροτέρευε, γιατί η μέρα μίκραινε και πλάκωσαν τα χιόνια.
Σήμερα, όταν χιονίζει, η αδελφή μου χαίρεται και σέρνει στο έλκηθρο το Γερμανοελληνάκι της. Τότε κοιτούσε απ' το παράθυρο τον μαύρο ουρανό, κοιτούσε την ομίχλη, τα εργοστάσια. «Η σιδερένια χώρα», έλεγε, θυμότανε τ' αγιόκλημα, το κουζινάκι μας, βαμμένο ώχρινο, στη μέση το τραπέζι που τρώγαμε φακές, και στις γιορτές, η μάνα μου μας έβαζε επίσημα στο κέντρο και τυρί. «Μανούλα μου - της έγραφε - τι θέλω εδώ; Εγώ δεν ένιωσα ποτέ φτωχή κοντά σου».
Και η γριά ...υψώθηκε σαν διαβατάρικο πουλί.
Η μάνα μας, αιφνίδια: «Μεθαύριο, στις 11 το βράδυ. Πτήση 213», μου είπε ο αδελφός μου στο τηλέφωνο.
-- Μονάχη της; Γριά κι αγράμματη;
-- Θα πω στην αεροσυνοδό να την προσέχει.
Θυμάμαι και γελάω. Η μάνα μου, κοντούλα, μια σταλιά, χωμένη σε χοντρό παλτό, χωριάτικο, στ' αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης. Κοιτούσε σαστισμένη τους διαδρόμους, απάνω σκάλες, κάτω αίθουσες, υπόγεια γκαράζ, να στρίψουμε από δω, όχι από κει.
-- Σιγά, να μη σας χάσω. Και τ' όνομά μου δε θυμάμαι να τους πω.
Την άλλη μέρα, στις εφτά, στην πόρτα το κλειδί και βγήκαμε κι οι ...τέσσερις.
-- Guten Tag.
Κοιτάχτηκαν οι δυο γριές και πήρε φόρα η μάνα μου.
-- Καλή σας μέρα και καλώς σας βρήκα. Ηρθα τη νύχτα χτες απ' την Ελλάδα. Ανέβηκα κι εγώ σ' αεροπλάνο. Τι να 'κανα; Η κόρη μου στενοχωριέται λίγο, αλλά της πέρασε, μου λέει, τώρα.
-- Μάνα, δεν ξέρει ελληνικά η φράου Λίνη, τη σκούντηξε η κόρη της.
Τις σύστησε κι οι δυο γριές χαζογελάγανε. Στην πόρτα του ασανσέρ, της ξαναθύμισα πως θα γυρίσουμε το βράδυ κι αν ήθελε ας έκανε μια βόλτα εδώ γύρω.
-- Τι λες παιδάκι μου, θες να χαθώ; Δεν το κουνάω ρούπι.
-- Καλά να κλείσεις, είπα. (Της είχα δείξει πώς κλειδώναμε και βάζαμε ένα συρτή μ' αλυσίδα.) Της έπιασα το μάγουλο. «Αντε, την Κυριακή να δεις πού θα σε πάω».
«Πού να την πάω τη γριούλα;». Σκεφτόμουν και λογάριαζα. Τεράστιες αποστάσεις κι άστατος καιρός. Το Βερολίνο μόνο απείχε έξι ώρες. Ούτε κι εγώ είχα πάει πουθενά, από την τσιγκουνιά μου. Την Κυριακή πρωί την έβαλα στ' αμάξι. Τη γύριζα εκεί κοντά. «Εδώ 'ναι το Βερολίνο, μάνα... Εκεί ήτανε η Καγκελαρία... Εδώ, παλιά, ο Κάιζερ, εκεί ο Λούθηρος. Τον έχεις, μάνα, ακουστά τον Λούθηρο;».
-- Για γράφ' τα μου σ' ένα χαρτί, παιδάκι μου, μην τα ξεχάσω, να λέω στην Ελλάδα τι είδα.
Την άλλη μέρα πάλι στη δουλιά κι η μάνα μου στο σπίτι. Τα βραδινά, της έδειχνα τα φώτα στην πεδιάδα. «Κει κάτω είναι η Ελβετία, μάνα».
Η αδελφή μου ηρέμησε, κοιμόντουσαν μαζί και σιγομίλαγαν τη νύχτα. Με νανουρίζανε. Γαλήνευα.
Και μια βραδιά... Ηταν σπερ Μουλ και κατεβάζαμε στο δρόμο τ' άχρηστα να τ' αποσύρει ο δήμος. Αν και πολλά τα παίρνανε οι νέοι μετανάστες. Η μάνα μου τους κοίταζε που τριγύριζαν όπως τα σκυλιά μες στους σωρούς, τραβούσανε παλιές κουρτίνες, έπιπλα. Κατέβαζε κι η φράου Λίνη. Παιδάκι μου, με παρακάλεσε, για βόηθα τη γριούλα. Της έκανα τη χάρη. Προχώρησα στο διάδρομο, της φράου Λίνη η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, πλησίασα. Και τότε... Με υποδέχτηκε ένας άντρακλας με τη στολή της Βέρμαχτ! Τον είδα από το άνοιγμα. Καπέλο, μπότες κι ο σταυρός στο στήθος. Με κοίταγε στητός, λιγάκι πιο ψηλά από μένα, στον τοίχο απέναντι. Στο πλάι του, η φράου Λίνη, νέα, χαμογελούσε αγέρωχη. Ταράχτηκα. Δεν ήταν όπως σε βιβλία ή ταινίες. Τους ένιωσα ολοζώντανους, και τόσο δίπλα μου.... Τη νύχτα στο κρεβάτι στριφογύριζα. Ετσι στητούς τους έβλεπε ο πατέρας μου και τον σημάδευαν. Τους σκότωσαν και μόλις φύγανε ξεχύθηκε ο τραγικός χορός, γυναίκες, μάνες, αδελφές, στις πέτρες, στους νεκρούς. Στο νου μου έρχονταν ντοκιμαντέρ απ' τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μπουλντόζες σπρώχναν πτώματα, καπνοί ανέβαιναν και μαύρο χιόνι, στάχτη έπεφτε, αποκαΐδια ανθρώπινα. Βαθιά χαράματα σηκώθηκε η μάνα μου. Βημάτιζε, συμμάζευε μες στην κουζίνα, άκουγα. Η στερημένη της ζωή. Δε χάρηκε. Κι εδώ, στη Γερμανία, τίποτα δεν είδε, τίποτα, μονάχα κάτι ψέματα γελοία. Βημάτιζε κλεισμένη σπίτι μου και έβαζε το συρτή. Σε λίγες μέρες θα 'φευγε.
Ζήτησα άδεια απ' τα γραφεία. «A, nein, nein, der plan», μου είπανε, μα το περίμενα, γι' αυτό επέμενα και πώς, στη φούρια μου, τους είπα με αφέλεια πως ήρθε η μάνα μου. Κοιτάχτηκαν κατάπληκτοι, το βρήκανε αστείο και κάποιοι χαμογέλασαν. Με πόνεσε, οργίστηκα, χιλιάδες λόγια, χείμαρρος, μου ήρθανε, μα μπούκωσαν, και τα γερμανικά μου ήταν λίγα. Στεκόμουνα αμίλητος, αμίλητοι κι αυτοί κι από το τζάμι, πέρα, έβλεπα τους γερανούς που υψώνανε, τα κομπρεσέρ, μια μυρμηγκιά ξένους εργάτες. Ιδια Βαβέλ. Καθένας με τον πόνο και τη γλώσσα του, μια μοναξιά χωρίς ελπίδα. Κατέβηκα στο πόστο μου, είπα στον μάιστερ πως είμαι άρρωστος και έφυγα. Ας κάναν ό,τι θέλανε. Θα έπαιρνα τη μάνα μου στους δρόμους πλάι στον Ρήνο. Γεννήθηκε στα ξεροχώματα, μα θα την πήγαινα να δει, στα τελευταία της, νερά, νερά, παραμυθένια κάστρα μες στα δάση. Βαθιά ως τις πηγές θα έφτανα, στην Ελβετία μέσα. Θυμάμαι, κοίταξα στο βάθος το ποτάμι. Κοπήκανε τα πόδια μου. Ομίχλη έπεφτε αργά. Σερνότανε και έσβηνε. «Οχι, ρε μάνα, τόσο άτυχη είσαι;». Τι διάβολο; Κι η Φύση ακόμη ήταν εχθρική σ' αυτήν τη χώρα; Μα είχα μια μικρή ελπίδα ότι μπορεί να έφτιαχνε ο καιρός.
Ανέβηκα φουριόζος σπίτι. Στο διάδρομο, το μάτι μου καρφώθηκε στην είσοδο της φράου Λίνη. Η πόρτα ήταν θεόκλειστη. Το χάρηκα. Σαν μούμια τυλιγμένη σβάστιγκες στον σφραγισμένο τάφο της θα λιώνει. Να πληρωθούν η στάχτη πού 'πεφτε, οι τραγικοί χοροί. Προχώρησα... και στάθηκα. Η πόρτα μας ήτανε γερτή, ξεκλείδωτη. Παραξενεύτηκα, φοβήθηκα. Την άνοιξα σιγά και μπήκα. Μια αλλόκοτη σιωπή με έζωσε. Αφουγκραζόμουνα ακίνητος. Μια αλλόκοτη σιωπή κι ένα ψιθύρισμα. Ενα ψιθύρισμα που με υπέβαλε. Σαν εκκλησιά, σε ώρα ιερή, μου φάνηκε. Απ' την κουζίνα ερχότανε. Πλησίασα και άνοιξα αργά.
Είδα τη μάνα μου, σιμά τη φράου Λίνη, και δυο φλιτζάνια με καφέ.
Η Γερμανίδα έδειχνε φωτογραφίες κι έκλαιγε σιγά. Με είδε, τρόμαξε, μου χαμογέλασε δειλά κι έφυγε αθόρυβα, όμοιο φάντασμα, κυνηγημένο λες.
Τα σάστισα.
-- Μάνα, τι έγινε;
Σηκώθηκε και πήρε τα φλιτζάνια, τ' ακούμπησε στο νεροχύτη. Μ' απόφευγε γυρνώντας μου τις πλάτες. Μου θύμισε που κάποτε, μικρός, την έπιασα να κλαίει.
Πλησίασα.
-- Τι έγινε;
-- Τι θες να γίνει; Τίποτα, αναστέναξε. Ηπιαμε καφέ. Τα είπαμε.
-- Τι είπατε;
Είδα το χέρι της στο μέτωπο, τα δάχτυλα μες στα μαλλιά, τα ίσιωσε. Την άκουγα να λέει πως είπανε για τον πατέρα μου κι ότι «αυτή, η καημένη, έχασε τον άντρα της, την κόρη της στον πόλεμο, τ' αδέλφια της».
Την άκουγα βουβός. Δεν καταλάβαινα. Πώς τα 'πανε όλα αυτά; Πώς συνεννοήθηκαν;
Την κοίταγα. Σκυφτή στο νεροχύτη έπλενε, χυνόταν μαύρο απ' τα φλιτζάνια κι έμπαινε φως απ' το παράθυρο. Και πίσω της, βαθιά, μες στην ομίχλη, το μυτερό καμπαναριό, οι κόχες, το στρατόπεδο...
Μου φάνηκε όνειρο πως τάχα ήρθε η μάνα μου εδώ... Τους βρήκε. Ηπιαν καφέ. Κοιτούσανε φωτογραφίες, κλαίγανε. Τα είπανε.
Αγανακτώ με μένα σήμερα. Γιατί δε φύλαξα αυτά τα δυο φλιτζάνια;

Κώστας ΘΛΙΜΜΕΝΟΣ

TOP READ