Μια σούμα για την κρίση
Στα προηγούμενα μέρη παρουσιάσαμε σε τρεις συνέχειες, με εκτενή
αποσπάσματα από το βιβλίο του Σακελλαρόπουλου για την κρίση και την
κοινωνική διαστρωμάτωση στην Ελλάδα, τα βασικά σημεία ενός (ευρύτατα
διαδεδομένου στο ελληνικό αριστεροχώρι) ερμηνευτικού σχήματος της
καπιταλιστικής κρίσης σε παγκόσμια, ευρωπαϊκή και ελλαδική κλίμακα. Η
συγκεκριμένη προσέγγιση επιλέχτηκε γιατί αποτελεί μια τυπική και
συνοπτική εκδοχή μιας αντίληψης που υπάρχει σε διάφορες μικροπαραλλαγές,
που παρουσιάζουν κάποια βασικά κοινά γνωρίσματα.
-Ο κομβικός ρόλος της κρίσης του 73'
Κατά το Μαυρουδέα, κάθε μεγάλη οικονομική κρίση σηματοδοτεί μια νέα περίοδο και μια δομική αλλαγή στην αρχιτεκτονική του καπιταλιστικού συστήματος. Έτσι, η κρίση του 29' άνοιξε το δρόμο στο new deal και τον κεϊνσιανισμό, (ο οποίος όμως επικράτησε μόνο μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και την καταστροφή-απαξίωση μεγάλης μερίδας κεφαλαίου, στη βάση της ανοικοδόμησης), ενώ η πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 70' καθόρισε την "αλλαγή υποδείγματος" και την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Αντιστοίχως, περιμένουμε να διαφανούν τα χαρακτηριστικά της νέας περιόδου, που σηματοδότησε η κρίση του 08', μετά την "εξάντληση του προηγούμενου μοντέλου συσσώρευσης".
Σε κάθε περίπτωση, αν αληθεύει ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει πλήρως την κρίση του 73' και να αναχαιτίσει την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους, παρά την ενισχυτική ένεση που του έδωσαν οι ανατροπές της διετίας 89-91, επιβεβαιώνεται ταυτόχρονα κι η εκτίμηση πως η αστική τάξη διεθνώς έχει την τάση να αμβλύνει τις συνέπειες της κρίσης, αναβάλλοντας χρονικά την εκδήλωσή τους, που μετατοπίζεται χρονικά προς τα πίσω. Το μόνο που καταφέρνει έτσι, όμως, είναι μια παροδική και αναιμική περίοδος ανάκαμψης, που τη διαδέχεται μια νέα, σφοδρότερη κρίση, με εντονότερες, οξυμένες αντιφάσεις, που σωρεύονται διαρκώς στο καζάνι που σιγοβράζει κι απειλούν να τινάξουν το καπάκι και να εκραγούν, με απρόβλεπτες συνέπειες.
-Τραπεζικό σύστημα
Η θεωρία της χρηματιστικοποίησης, που δείχνει τα αδιέξοδα του καπιταλιστικού συστήματος και της εναγώνιας προσπάθειάς του να ανιστρέψει τις συνέπειες της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους δεν ερμηνεύεται ως επιβεβαίωση της σύμφυσης του χρηματιστικού και του βιομηχανικού κεφαλαίου, που περιλαμβάνει ο Λένιν στα βασικά χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού, αλλά ως μια υπέρβασή του, με την καθολική επικράτηση του τραπεζικού τομέα. Δημιουργεί συνεπώς το έδαφος για την εισδοχή από την πίσω πόρτα του ιδεολογήματος του καζινοκαπιταλισμού -που αναπτύσσεται εις βάρος της... πραγματικής παραγωγής. Ενώ στην πιο ριζοσπαστική εκδοχή του, καταλήγει στο (μεταβατικό) στόχο της κρατικοποίησης των τραπεζών, θεωρώντας ουσιαστικά πως μπορεί η καρδιά του συστήματος, δηλ οι τράπεζες, να χτυπάνε φιλολαϊκά σε ένα ξένο, αντιλαϊκό σώμα. Μεταβατικό υβρίδιο-Φρανκεστάιν.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.
-Κρίση ανταγωνιστικότητας
Η καπιταλιστική κρίση λοιπόν, στα καθ' ημάς, δεν ερμηνεύεται μαρξιστικά ως κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων (κι όχι υπερπαραγωγής προϊόντων, που ακούγεται συχνά) που δεν μπορούν να επενδυθούν, εξασφαλίζοντας το μέγιστο κέρδος, στα πλαίσια της διευρυμένης αναπαραγωγής, ούτε καν ως τέτοια που εκδηλώνεται όμως ως κρίση χρέους (ένα άλλο "αγαπημένο" ιδεολόγημα για το αριστεροχώρι) αλλά ως κρίση ανταγωνιστικότητας για την περίπτωση της Ελλάδας.
Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι ακριβώς το ίδιο, με το ότι μια μικρή επιχείρηση έκλεισε μες στην κρίση, γιατί δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τα μονοπώλια στον κλάδο της. Αυτό όμως δε μας λέει απολύτως τίποτα για το χαρακτήρα και τα αίτια της κρίσης.
Επιπλέον, αυτή ακριβώς η ανάλυση δείχνει τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις του όποιου μεταβατικού σχεδίου-προγράμματος. Εφόσον αυτό το τελευταίο προετοιμάζει θεωρητικά το επαναστατικό άλμα στις σημερινές συνθήκες και πάντα εντός των πλαισίων του καπιταλισμού, ακολουθώντας λοιπόν υποχρεωτικά τους δικούς του νόμους, πώς ακριβώς σκοπεύει αυτή η μεταβατική διαδικασία να αντιμετωπίσει το ζήτημα της μειωμένης ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας; Αγνοούν μήπως οι διάφοροι αναλυτές ότι ο βασικός (αν όχι μοναδικός) τρόπος να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου είναι να μειώσει το κόστος παραγωγής, δηλ την αξία της εργατικής δύναμης, δηλ τους μισθούς και τα μεροκάματα; Και μήπως τελικά καταλήγουν έτσι, σε αυτό ακριβώς που ισχυρίζονται πως αποφεύγουν;
Κλείνοντας για τη μελέτη του Σακελλαρόπουλου, θα έλεγα πως περιλαμβάνει μερικά άλλα, πολύ πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια στα επόμενα μέρη, όπου εξετάζει την ταξική σύνθεση της ελληνικής κοινωνίας, απαντά σε αστικά ιδεολογήματα κι αποδεικνύει στατιστικά την αύξηση της εργατικής τάξης, αφού πρώτα ασχοληθεί με το μαρξιστικό ορισμό των τάξεων γενικά.
Κλείνοντας παράλληλα αυτό το σημείωμα, θα επαναλάβω κάτι που έγραψε ο Σεχτάρ σε ένα σχόλιό του: ότι πρέπει να τολμάμε να αναπτύσσουμε τη θεωρία μας, παίρνοντας τα ρίσκα που συνεπάγεται μια τόσο δύσκολη προσπάθεια (αναθεώρηση) και να επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε τα νέα φαινόμενα, που δεν καλύπτονται από το θεωρητικό κεκτημένο.
Αυτό κατά τη γνώμη μου σημαίνει μεταξύ άλλων να μελετήσουμε ξανά και πολύ, να διερευνήσουμε πώς, πότε, με ποιους υλικούς όρους μια οικονομική κρίση μπορεί να μετατραπεί σε επαναστατική, σε ευκαιρία από τη δική μας σκοπιά. Να βρίσκουμε την ουσία μες στο χαμό και να μη συγχέουμε σκόπιμα τα πιο απλά πράγματα, ιδίως σε μια περίοδο που η κρίση τα απλουστεύει, οι αντιθέσεις οξύνονται στο έπακρο και τείνουν να εμφανιστούν στην πιο καθαρή μορφή. Και παράλληλα να έχουμε την ικανότητα να μιλάμε συγκεκριμένα, να εκλαϊκεύουμε σύνθετες, δυσνόητες οικονομικές έντονες, τάσεις, φαινόμενα.
-Ο κομβικός ρόλος της κρίσης του 73'
Κατά το Μαυρουδέα, κάθε μεγάλη οικονομική κρίση σηματοδοτεί μια νέα περίοδο και μια δομική αλλαγή στην αρχιτεκτονική του καπιταλιστικού συστήματος. Έτσι, η κρίση του 29' άνοιξε το δρόμο στο new deal και τον κεϊνσιανισμό, (ο οποίος όμως επικράτησε μόνο μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και την καταστροφή-απαξίωση μεγάλης μερίδας κεφαλαίου, στη βάση της ανοικοδόμησης), ενώ η πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 70' καθόρισε την "αλλαγή υποδείγματος" και την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Αντιστοίχως, περιμένουμε να διαφανούν τα χαρακτηριστικά της νέας περιόδου, που σηματοδότησε η κρίση του 08', μετά την "εξάντληση του προηγούμενου μοντέλου συσσώρευσης".
Σε κάθε περίπτωση, αν αληθεύει ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει πλήρως την κρίση του 73' και να αναχαιτίσει την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους, παρά την ενισχυτική ένεση που του έδωσαν οι ανατροπές της διετίας 89-91, επιβεβαιώνεται ταυτόχρονα κι η εκτίμηση πως η αστική τάξη διεθνώς έχει την τάση να αμβλύνει τις συνέπειες της κρίσης, αναβάλλοντας χρονικά την εκδήλωσή τους, που μετατοπίζεται χρονικά προς τα πίσω. Το μόνο που καταφέρνει έτσι, όμως, είναι μια παροδική και αναιμική περίοδος ανάκαμψης, που τη διαδέχεται μια νέα, σφοδρότερη κρίση, με εντονότερες, οξυμένες αντιφάσεις, που σωρεύονται διαρκώς στο καζάνι που σιγοβράζει κι απειλούν να τινάξουν το καπάκι και να εκραγούν, με απρόβλεπτες συνέπειες.
-Τραπεζικό σύστημα
Η θεωρία της χρηματιστικοποίησης, που δείχνει τα αδιέξοδα του καπιταλιστικού συστήματος και της εναγώνιας προσπάθειάς του να ανιστρέψει τις συνέπειες της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους δεν ερμηνεύεται ως επιβεβαίωση της σύμφυσης του χρηματιστικού και του βιομηχανικού κεφαλαίου, που περιλαμβάνει ο Λένιν στα βασικά χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού, αλλά ως μια υπέρβασή του, με την καθολική επικράτηση του τραπεζικού τομέα. Δημιουργεί συνεπώς το έδαφος για την εισδοχή από την πίσω πόρτα του ιδεολογήματος του καζινοκαπιταλισμού -που αναπτύσσεται εις βάρος της... πραγματικής παραγωγής. Ενώ στην πιο ριζοσπαστική εκδοχή του, καταλήγει στο (μεταβατικό) στόχο της κρατικοποίησης των τραπεζών, θεωρώντας ουσιαστικά πως μπορεί η καρδιά του συστήματος, δηλ οι τράπεζες, να χτυπάνε φιλολαϊκά σε ένα ξένο, αντιλαϊκό σώμα. Μεταβατικό υβρίδιο-Φρανκεστάιν.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.
-Κρίση ανταγωνιστικότητας
Η καπιταλιστική κρίση λοιπόν, στα καθ' ημάς, δεν ερμηνεύεται μαρξιστικά ως κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων (κι όχι υπερπαραγωγής προϊόντων, που ακούγεται συχνά) που δεν μπορούν να επενδυθούν, εξασφαλίζοντας το μέγιστο κέρδος, στα πλαίσια της διευρυμένης αναπαραγωγής, ούτε καν ως τέτοια που εκδηλώνεται όμως ως κρίση χρέους (ένα άλλο "αγαπημένο" ιδεολόγημα για το αριστεροχώρι) αλλά ως κρίση ανταγωνιστικότητας για την περίπτωση της Ελλάδας.
Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι ακριβώς το ίδιο, με το ότι μια μικρή επιχείρηση έκλεισε μες στην κρίση, γιατί δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τα μονοπώλια στον κλάδο της. Αυτό όμως δε μας λέει απολύτως τίποτα για το χαρακτήρα και τα αίτια της κρίσης.
Επιπλέον, αυτή ακριβώς η ανάλυση δείχνει τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις του όποιου μεταβατικού σχεδίου-προγράμματος. Εφόσον αυτό το τελευταίο προετοιμάζει θεωρητικά το επαναστατικό άλμα στις σημερινές συνθήκες και πάντα εντός των πλαισίων του καπιταλισμού, ακολουθώντας λοιπόν υποχρεωτικά τους δικούς του νόμους, πώς ακριβώς σκοπεύει αυτή η μεταβατική διαδικασία να αντιμετωπίσει το ζήτημα της μειωμένης ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας; Αγνοούν μήπως οι διάφοροι αναλυτές ότι ο βασικός (αν όχι μοναδικός) τρόπος να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου είναι να μειώσει το κόστος παραγωγής, δηλ την αξία της εργατικής δύναμης, δηλ τους μισθούς και τα μεροκάματα; Και μήπως τελικά καταλήγουν έτσι, σε αυτό ακριβώς που ισχυρίζονται πως αποφεύγουν;
Η αναφορά στα προβλήματα ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να εκληφθεί ως κάποιου είδους επιθυμία από μέρους μας για ύπαρξη ενός ιδιαίτερα ανταγωνιστικού ελληνικού καπιταλισμού. Ο σκοπός είναι η περιγραφή κι η ανάλυσης μιας οικονομικοκοινωνικής πραγματικότητας. Από εκεί και πέρα, από τη σκοπιά των συμφερόντων των κυριαρχούμενων τάξεων, το ζήτημα σε τακτικό επίπεδο είναι η μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης της ζωντανής εργασίας από το κεφάλαιο, και σε στρατηγικό η κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.
Κλείνοντας για τη μελέτη του Σακελλαρόπουλου, θα έλεγα πως περιλαμβάνει μερικά άλλα, πολύ πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια στα επόμενα μέρη, όπου εξετάζει την ταξική σύνθεση της ελληνικής κοινωνίας, απαντά σε αστικά ιδεολογήματα κι αποδεικνύει στατιστικά την αύξηση της εργατικής τάξης, αφού πρώτα ασχοληθεί με το μαρξιστικό ορισμό των τάξεων γενικά.
Κλείνοντας παράλληλα αυτό το σημείωμα, θα επαναλάβω κάτι που έγραψε ο Σεχτάρ σε ένα σχόλιό του: ότι πρέπει να τολμάμε να αναπτύσσουμε τη θεωρία μας, παίρνοντας τα ρίσκα που συνεπάγεται μια τόσο δύσκολη προσπάθεια (αναθεώρηση) και να επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε τα νέα φαινόμενα, που δεν καλύπτονται από το θεωρητικό κεκτημένο.
Αυτό κατά τη γνώμη μου σημαίνει μεταξύ άλλων να μελετήσουμε ξανά και πολύ, να διερευνήσουμε πώς, πότε, με ποιους υλικούς όρους μια οικονομική κρίση μπορεί να μετατραπεί σε επαναστατική, σε ευκαιρία από τη δική μας σκοπιά. Να βρίσκουμε την ουσία μες στο χαμό και να μη συγχέουμε σκόπιμα τα πιο απλά πράγματα, ιδίως σε μια περίοδο που η κρίση τα απλουστεύει, οι αντιθέσεις οξύνονται στο έπακρο και τείνουν να εμφανιστούν στην πιο καθαρή μορφή. Και παράλληλα να έχουμε την ικανότητα να μιλάμε συγκεκριμένα, να εκλαϊκεύουμε σύνθετες, δυσνόητες οικονομικές έντονες, τάσεις, φαινόμενα.