Η τηλεόραση είναι μια βιτρίνα. Πολλές τηλεπερσόνες μας φαίνονται
οικείες, γιατί είναι συνεχώς μες στο σπίτι μας, και πλασάρουν έντεχνα
ένα τέτοιο προφίλ, κοντά στο λαό, σαν “ένας από εμάς”. Λίγοι μπορούν να
ξέρουν ή να υποψιαστούν όμως τι κρύβεται πίσω από τη λαμπερή βιτρίνα,
στο “μαγικό κόσμο” της τηλεόρασης.
Ο Νίκος Χατζηνικολάου είναι από τα άτομα που προσαρμόστηκαν ίσως
καλύτερα από κάθε άλλο σε αυτήν τη βιτρίνα και πούλησε αρκετά έξυπνα τον
εαυτό του, σε ενα δύσκολο χώρο. Κανείς όμως δεν μπορεί να μένει στη
βιτρίνα, την τηλεοπτική παρουσία και τα καρφιτσωμένα χαμόγελα, χωρίς να
ψάχνει τι βρίσκεται πίσω από αυτά.
Γεννήθηκε σαν σήμερα στην Αλεξανδρούπολη το 1962 και μεγάλωσε στη
Θεσσαλονίκη, ώσπου πέρασε φοιτητής στην Πάντειο. Η οικογένειά του ήταν
παραδοσιακά δεξιά και ο πατέρας του βουλευτής και υφυπουργός της ΝΔ στα
πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Ο ίδιος ήταν ως μαθητής στέλεχος της
ΜΑΚΙ και αργότερα στο Πανεπιστήμιο, επικεφαλής της ΔΑΠ στη σχολή του,
δείχνοντας πως το μήλο έπεσε κάτω από τη μηλιά. Εγκατέλειψε όμως τις
σπουδές του, για να ακολουθήσει το δημοσιογραφικό κλάδο. Εκεί έμαθε να
κρύβει τις απόψεις του ή να τις προσαρμόζει στο προσωπικό του συμφέρον,
μετά από μια περίοδο έντονης πολιτικοποίησης, όπου ίσχυε ο ακριβώς
αντίστροφος κανόνας.
Ξεκίνησε να εργάζεται στη Μεσημβρινή, στη συνέχεια συνεργάστηκε με
άλλες εφημερίδες, ενώ επί δημαρχίας Έβερτ άρχισε να κάνει ραδιοφωνικές
εκπομπές στον “Αθήνα 9,84”. Το μέσο με το οποίο ταυτίστηκε όμως ήταν η
τηλεόραση, καθώς συνδέθηκε με τα πρώτα βήματα της ιδιωτικής τηλεόρασης
και του MEGA Channel. Ήταν ο κεντρικός παρουσιαστής στο δελτίο ειδήσεων
και τις εκλογικές βραδιές με το… κύρος του Μέγκα, ενώ παρουσίαζε και την
εκπομπή “Ενώπιος-Ενωπίω” με διάφορους καλεσμένους. Έφυγε μετά από
δεκαπέντε χρόνια σχεδόν, έχοντας διαφωνίες με τη διεύθυνση του σταθμού,
και τις προάλλες που φάνηκε να οριστικοποιείται το τέλος του σταθμού
-που έχει καταλήξει όμως ανέκδοτο, σαν το τέλος των Πυξ-Λαξ, την
τελευταία συναυλία των Σκόρπιονς και την ιστορία του τσοπάνη με τα
πρόβατα και το λύκο- έδωσε το
δικό του μήνυμα από τον ΑΝΤ-1, όπου εργάζεται τώρα.
Όταν βγήκε στο γυαλί, οι περισσότεροι απόρησαν με τη νεαρή ηλικία
του, καθώς η αργή, ιδιαίτερη φωνή του -που έγινε αντικείμενο σάτιρας από
τους μίμους- και κάποιες χαρακτηριστικές φράσεις -όπως το
“Ουώ-ώ-σιγκτον”, με τον ιδιαίτερο τονισμό- τον έκαναν να ακούγεται από
το ραδιόφωνο ως δημοσιογράφος μιας άλλης γενιάς, που αποχωρούσε από το
προσκήνιο. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο, όμως, ήταν η εύκολη προσαρμογή
του στα δεδομένα ενός σταθμού που σημάδεψε το δεύτερο μισό της
Μεταπολίτευσης, μαζί με το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ και την Ελευθεροτυπία
-που πέθαναν σχεδόν ταυτόχρονα και αυτό δεν είναι τυχαίο- ακολουθώντας
κατά κανόνα αντίστοιχη γραμμή.
Φεύγοντας από το ΜΕΓΚΑ, βρέθηκε στο πλευρό το Δημήτρη Κοντομηνά κι
ανέλαβε επιτελικό ρόλο στον ALPHA, όχι απλά ως δημοσιογράφος ή
επικεφαλής του ειδησεογραφικού τμήματος, αλλά κι ως μέλος του ΔΣ του
Ομίλου. Συγκέντρωσε στο κανάλι τα μεγαλύτερα ονόματα της δημοσιογραφικής
αφρόκρεμας, αλλά τα αποτελέσματα δεν ήταν αντίστοιχα, κάτι που
προκάλεσε γκρίνια και εσωτερικές φαγωμάρες. Ήταν τότε που ένα από τα
“θύματά του”, η Άννα Παναγιωταρέα είχε γράψει το μυθιστόρημα “ο
κυρίαρχος των Οκτώ”, που αναφερόταν στην κλασική ώρα έναρξης των
δελτίων, και τον φωτογράφιζε, προβλέποντας ουσιαστικά το τέλος του. Αφού
έφαγε αρκετά κεφάλια, το τελευταίο που έπεσε ήταν το δικό του. Η
συνεργασία του με το σταθμό έληξε το 07′, παρόλα αυτά γλυκάθηκε από την
επιχειρηματική δραστηριότητα και άνοιξε τον Real FM, που εξελίχθηκε στο
δικό του δημοσιογραφικό όμιλο, με Κυριακάτικη εφημερίδα κι αργότερα και
καθημερινό φύλλο.
Σε τηλεοπτικό επίπεδο, επέστρεψε στην παρουσίαση δελτίων ειδήσεων στο
Alter. Εκεί φάνηκε να πιάνει το “αντι-μνημονιακό πνεύμα” των καιρών,
προσφέροντας ένα καλοστημένο δελτίο-σόου με τους καβγάδες της “πράσινης”
Κ. Μακρή και τις φωνές του Τράγκα ως “αντίλογο”, ενώ αυξημένο
ενδιαφέρον παρουσίαζαν και τα πολιτικά “τοκ-σόου”. Παρόλα αυτά, σκόνταψε
στα οικονομικά προβλήματα του ιδιοκτήτη του ALTER, που οδηγήθηκε στο
κλείσιμο, παρά τις κινητοποιήσεις των εργαζόμενών του.
Έκανε ένα σχετικά σύντομο πέρασμα από το STAR, σε ρόλο σχολιαστή, που
δε φάνηκε να του ταιριάζει ιδιαίτερα, και σχετικά πρόσφατα επέστρεψε
στη γνώριμη θέση του, ως παρουσιαστής του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του
ΑΝΤ-1, που κάποτε ήταν ο μεγάλος ανταγωνιστής του. Στο ενδιάμεσο είχε
προλάβει να “λανσάρει” με τον “Ενικό” και ένα “διαφορετικό” μοντέλο
πολιτικών συζητήσεων, με καλεσμένους που απαντούσαν ζωντανά στις
αυθόρμητες ερωτήσεις του κοινού.
Στο ραδιόφωνο, ο Real FM κατέκτησε την κορυφή, με έξυπνες και
στοχευμένες κινήσεις και ανοίγματα ακόμα και σε ένα αριστερό κοινό,
εντός ή εκτός εισαγωγικών, -πχ το Στάθη για όσους αναζητούσαν εύκολες
κυβερνητικές λύσεις ή από την άλλη, τη Λιάνα Κανέλλη, τον Μπογιόπουλο
και την “Ελληνοφένεια”, για πιο υποψιασμένους ακροατές. Ο Χατζηνικολάου
έπιανε ευέλικτα το πνεύμα της εποχής, ως “εξυπνος επιχειρηματίας”,
σύντομα όμως άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, να έχει
έλλειψη ρευστού και να πηγαίνει πίσω τις πληρωμές των εργαζόμενων,
μολονότι ο σταθμός πήγαινε πολύ καλά. Αυτά δεν τον εμπόδισαν βέβαια να
ανοίξει κι ένα καθημερινό φύλλο, με το ήδη υπάρχον προσωπικό, χωρίς να
προσλάβει άλλους υπαλλήλους.
Ο επίλογος της προσωπικής του διαδρομής δεν έχει γραφτεί, αλλά τα
συμπεράσματα δε χρειάζεται να περιμένουν το τέλος. Ο Χατζηνικολάου
μπορεί να είναι ικανός κι ευέλικτος επιχειρηματίας, που έμαθε να κρύβει
τις πολιτικές του ιδέες, προτάσσοντας το πολιτικό του συμφέρον, δεν
παύει όμως να είναι επιχειρηματίας, που σημαίνει: α) πυλώνας του
συστήματος και β) απέναντι από τους εργαζόμενους, με διαφορετικά ταξικά
συμφέροντα. Κι αυτή είναι η ουσία που πρέπει να δει κανείς πίσω από τη
λαμπερή βιτρίνα.