Χτες, παραμονή Χριστουγέννων, συμπληρώθηκαν 104 χρόνια από τη μεγάλη σφαγή των ανθρακωρύχων και των παιδιών τους στην πολιτεία του Μίτσιγκαν. Μια αποτρόπαια πράξη, με αυτουργούς ανθρώπους της εργοδοσίας (που δεν ταυτοποιήθηκαν ποτέ) κι ένα επεισόδιο της πάλης των απεργών ανθρακωρύχων για τα στοιχειώδη δικαιώματά τους. Σημειώνεται πως λίγους μήνες αργότερα, θα ακολουθούσε η επίθεση της αστυνομίας και των μπράβων της εργοδοσίας, στους απεργούς ανθρακωρύχους του Λάντλοου, στο Κολοράντο, που συνδέθηκε με το όνομα του Έλληνα εργάτη Λούη Τίκα (Λούης Σπαντιδάκης), ο οποίος ήταν παρών και στο Μίτσιγκαν, όταν έλαβε χώρα η τραγωδία. Τιμώντας την επέτειο, τη μνήμη των νεκρών εργατών και των παιδιών τους, επιλέξαμε την ελεύθερη απόδοση αυτού του κειμένου, που αλιεύσαμε από κάποιον τοίχο στο facebook.Ένα σύντομο χρονικό του μεγαλύτερου μαζικού εγκλήματος στην ιστορία του Μίτσιγκαν: τη σφαγή 73 ατόμων, στην πλειοψηφία τους παιδιά ανθρακωρύχων, σε ένα χριστουγεννιάτικο πάρτι, την παραμονή των Χριστουγέννων του 1913.
Τον Ιούλιο του 13′, 7.οοο ανθρακωρύχοι κατέβηκαν σε απεργία στην εταιρία C&H Copper Mining Company στο Καλουμέτ, του Μίτσιγκαν.
Τα αιτήματα των απεργών περιελάμβαναν αυξήσεις μισθών, την απαγόρευση της παιδικής εργασίας, και πιο ασφαλείς συνθήκες, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης των εξορυκτικών εργασιών από ένα άτομο μόνο τυ, καθώς και δοκάρια υποστήριξης (που οι ιδιοκτήτες δεν τα ήθελαν γιατί ήταν κοστοβόρα, ενώ οι νεκροί εργάτες “δε μας κοστίζουν τίποτα”).
Η εξάμηνη αποχή από τη δουλειά άφησε πολλές οικογένειες ανθρακωρύχων με λίγη τροφή για τις διακοπές και χωρίς λεφτά για δώρα, έτσι η γυναικεία Ομάδα Βοήθειας (Υποστήριξης) της δυτικής Ομοσπονδίας ανθρακωρύχων διοργάνωσε ένα πάρτυ για τα παιδιά. 500 παιδιά και 200 ενήλικες παραβρέθηκαν εκείνη τη μέρα, παραμονή Χριστουγέννων του 13′. Έλαβε χώρα στο δεύτερο όροφο της Ιταλικής Σάλας (Italian Hall) στο Καλουμέτ. Η μόνη είσοδος και διέξοδος ήταν μια απότομη σκάλα.
Καθώς έπεφτε το σκοτάδι κι ο κόσμος άρχισε να πηγαίνει σπίτι του, στις οικογενειακές τους γιορτές, κάποια από τα παιδιά συγκεντρώθηκαν γύρω από τη σκηνή όπου μοιράζονταν τα δώρα -για πολλά, θα ήταν το μοναδικό δώρο που θα έπαιρναν αυτόν το χρόνο. Στο μέσω αυτής της γιορτής, ένας άνδρας που φορούσε το σήμα “Συμμαχία Πολιτών”, μια αντι-απεργιακή ομάδα που συγκρότησαν οι εργοδότες, άνοιξε την κάτω πόρτα και φώναξε: Φωτιά!
Επακολούθησε χάος. Καθώς κατέβαιναν όλοι από τα σκαλιά προς την έξοδο, η πόρτα έκλεισε από έξω, παιδιά και ενήλικες μπλέχτηκαν και έπαθαν ασφυξία, από το πλήθος των σωμάτων που προσπαθούσαν να δραπετεύσουν από τη “φωτιά” -που στην πραγματικότητα δεν υπήρχε.
Τα παιδιά στη βάση του σωρού πνίγονταν από το βάρος των κορμιών που στοιβάζονταν πάνω τους, ενώ αυτοί που πάλευαν να ξεφύγουν, πατούσαν πάνω σε αυτούς που είχαν πέσει. Μια γυναίκα που αντιλήφθηκε πως επρόκειτο να πεθάνει, σήκωσε το μωρό της πάνω από το κεφάλι της. Το μωρό βρέθηκε ζωντανό, κολλημένο στα χέρια της νεκρής μητέρας του.
Συνολικά 73 άτομα, κι ανάμεσά τους 59 παιδιά, πέθαναν, οι περισσότεροι Φινλανδοί μετανάστες. Ο μικρότερος ήταν ο Ραφαέλ Λέζαρ, μόλις 2,5 χρονών. Η γηραιότερη ήταν η Κέιτ Πίττερι, 66 χρονών. Κάποιες οικογένειες έχασαν όλα τα παιδιά τους, όπως ο Φρανκ κι η Γιοζέπα Κλάριχ, που έθαψαν τις τρεις κόρες τους, Κριστίνα (11), Μαρία (9) και Καταρίνα (7). Οι μικροί τους σταυροί βρίσκονται στη σειρά, πάνω στους τάφους τους, σε ένα κοιμητήρια δυτικά του Καλουμέτ.
Οι ένοχοι που φώναξαν στη σάλα εκείνη τη μέρα, ξεκινώντας την τραγωδία, δεν ταυτοποιήθηκαν ποτέ. Αλλά οι περισσότεροι υποψιάζονται (θεωρείται ευρέως) πως οι αυτουργοί ήταν σύμμαχοι της δοίκησης των ορυχείων, για να διακόψουν το πάρτι των μεταλλωρύχων. Κανείς δε διώχθηκε δικαστικά ούτε συνελήφθη, ως υπεύθυνος για τη σφαγή. Πάντοτε έτσι ήταν: αυτοί που έχουν λεφτά και δύναμη ελέγχουν το αφήγημα, αποσιωπούν την αλήθεια κι ακυρώνουν τη δικαιοσύνη.
Εν μέρει επειδή πολλοί ανθρακωρύχοι εγκατέλειψαν το Καλουμέτ μετά την τραγωδία, η απεργία δεν πέτυχε τα αιτήματά της. Παρόλα αυτά, θεωρήθηκε ως σημείο καμπής για τη δύναμη της συνδικαλιστικής ένωσης στο Μίτσιγκαν.
Το 1941, ο Woody Guthrie συνέλαβε μια ιδέα για ένα τραγούδι για την τραγωδία, που το ονόμασε: “1913, η σφαγή”.