Γράφει ο Ηρακλής Κακαβάνης //Ο Κωνσταντίνος (< λατ. Constantinus < επίθ. constans) είναι ο σταθερός, επίμονος, πεισματάρης, ταυτόχρονα δε και διαρκής – όχι εφήμερος. Το χαρακτηρισμό «Κονστάνς» τον έδιναν στους αυτοκράτορες, κατά τους χρόνους που ο αυτοκρατορικός θρόνος της Ρώμης ήταν εξαιρετικά ασταθής, αφού οι πραιτοριανοί έφταναν μέχρι του σημείου να πουλούν το θρόνο σε δημοπρασία, όπως ακριβώς συνέβη με τον Δίδιο Ιουλιανό.
Πρώτος
ο Ευτρόπιος έδωσε στο παιδί του, μελλοντικό αυτοκράτορα, το όνομα
Κωνστάντιους (επίρρημα ανάλογο με το «διαρκώς – συνεχώς»). Εμεινε
γνωστός ως Κωνστάντιος Χλωρός χάρη στους βυζαντινούς ιστορικούς που
εξελλήνισαν το όνομα και έδωσαν και το προσωνύμιο «Χλωρός», δηλαδή «Ο
Χλωμός», λόγω του χλομού του προσώπου. Ο Κωνστάντιος Χλωρός, το παιδί
του (από την παλλακίδα Ελένη) το ονόμασε Κωνσταντίνον (δηλαδή μικρούλη,
πεισματάρη). Αργότερα, ο «μικρούλης» Κωνσταντίνος αναδείχθηκε Μέγας και
συνέχισε την πατρική παράδοση, δίνοντας στα παιδιά του τα ονόματα:
«Κωνσταντίνος – Κωνστάντιος και Κώνστανς, που εκφράζουν όλα μαζί τη
διάρκεια, τη σταθερότητα και την πίστη. Εκτοτε αυτό το όνομα έφεραν 13
αυτοκράτορες του Βυζαντίου.
Η μεταστροφή του…
Η χριστιανική παράδοση παρουσιάζει τον Κωνσταντίνο ως κρυπτοχριστιανό και λέει ότι παραμονή της μάχης έξω από τη Ρώμη έγινε η μεταστροφή του, με αφορμή ένα (υποτιθέμενο) θεόπεμπτο όραμα (διαδεδομένο τέχνασμα για τη διάδοση των θρησκειών): Παραμονή μάχης είδε ένα σταυρό σχηματιζόμενο από τα γράμματα Χ και Ρ που πλαισιωνόταν από την επιγραφή «(Εν) τούτω νίκα». Η απάντηση των ιστορικών είναι ότι η μεταστροφή του είναι ψέμα. Για πολιτικούς λόγους έδειχνε συμπάθεια στους χριστιανούς.
Οι
χριστιανοί είναι μειοψηφία μέσα στην αυτοκρατορία. Ειδικά στην ύπαιθρο
ήταν πάρα πολύ λίγοι και μόνο στις πόλεις η νέα θρησκεία είχε οπαδούς.
Είχαν όμως γερή οργάνωση και πίστευαν στην ιδεολογία τους με φανατισμό
που τους έκανε να μη λογαριάζουν τα βασανιστήρια, τα άγρια θηρία, τη
φωτιά, την κρεμάλα και τον αποκεφαλισμό. Το θάρρος, ο φανατισμός και η
πίστη τους προκάλεσαν το θαυμασμό ακόμα και των αντιπάλων τους. Οσοι
ήταν δειλοί και λιποψύχησαν βγήκαν από την οργάνωση. Είναι λίγοι,
οργανωμένοι, ξέρουν τι θέλουν και πιστεύουν στις ιδέες τους. Ο ένας από
αυτούς άξιζε για εκατό άλλους ανοργάνωτους. Ο Κωνσταντίνος κατάλαβε ότι
είχαν δυνατότητα που δεν μπορούσε να μη τη λογαριάσει.
Οσα
σχετικά αναφέρονται από την Εκκλησία για το όραμα του Κωνσταντίνου και
τη διαταγή στους στρατιώτες του να χαράξουν στις ασπίδες τους το
Χ(χριστό) Ι(ησούς) δεν στέκουν. Ο Κωνσταντίνος μέχρι το τέλος της ζωής
του λάτρευε τον Ηλιο. Ούτε ήταν δυνατό να χαράξει στις ασπίδες των
λεγεώνων του το μονόγραμμα του Χριστού, γιατί δεν ήταν όλοι οι
στρατιώτες του χριστιανοί. Αν έδινε τέτοια εντολή οι μη χριστιανοί θα
στασίαζαν. Επειτα, θα έπρεπε πρώτα ο ίδιος να δώσει το παράδειγμα και να
δηλώσει πως είναι χριστιανός και πως ο Ηλιος και οι άλλοι θεοί δεν
είναι αληθινοί.
Δεν
είδε κανένα όραμα ούτε ήταν ανόητος ώστε την παραμονή της μάχης που
κρινόταν η τύχη του να διακινδύνευε τη διάλυση του στρατού του (το
μονόγραμμα αυτό ήταν αρχικά διαδεδομένο και στους χριστιανούς και στους
παγανιστές). Μιλώντας γενικά και αόριστα για το θεό αντλούσε πολιτικά
οφέλη από τους οπαδούς και των δύο θρησκειών. Είναι ο πρώτος
αυτοκράτορας που εκμεταλλεύεται το χριστιανισμό και τη διάδοσή του
προκειμένου να κερδίσει τις κατώτερες τάξεις που του πρόσφεραν και τους
στρατιώτες.
Τους
πρώτους αιώνες οι χριστιανοί είχαν ταχτεί κατά των πολέμων και της
στράτευσης και απέκρουαν τις αυτοκρατορικές αξιώσεις για στράτευση. Ο
ρωμαϊκός στρατός ήταν μισθοφορικός και απαρτιζόταν από φτωχούς και τους
κοινωνικά απόκληρους. Κατατάσσονταν στις λεγεώνες για να εξασφαλίσουν
πόρους ζωής και όχι γιατί ήθελαν να γίνουν στρατιώτες. Μετά το 235
(περίοδος εμφυλίων, στρατιωτικής αναρχίας και σιτοδείας) οι φτωχοί
χριστιανοί κατατάσσονται μαζικά στο στρατό. Οι αρχιερείς των χριστιανών
που πριν απαγόρευαν την κατάταξη, τώρα προπαγανδίζουν την ιδέα οι
χριστιανοί να γίνουν στρατιώτες. Ηθελαν να πάρουν τα κλειδιά της
αυτοκρατορίας και για να το πετύχουν αυτό έπρεπε να καταταγούν στο
στρατό.
Οταν
ο Κωνσταντίνος έγινε κυρίαρχος της Δύσης έβαλε στόχο την επικράτηση
στην Ανατολή όπου οι χριστιανοί ήταν και πολλοί και μαχητικοί. Επρεπε να
τους πάρει μαζί του. Δε βγήκε ποτέ να διακηρύξει ότι είναι χριστιανός.
Πρώτον, γιατί δεν ήταν και, δεύτερον, θα προκαλούσε στάσεις και
επαναστάσεις, γιατί και πολλοί από τις λεγεώνες του ήταν Εθνικοί και η
πλειοψηφία της αριστοκρατίας και της πλουτοκρατίας λάτρευαν άλλους
θεούς.
Ο μονοκράτορας
Επί
μονοκρατορίας του το εκκλησιαστικό ιερατείο, εξαγορασμένο από τη
γενναιοδωρία του, νομιμοποιεί τη βία και γίνεται σύμμαχος και εταίρος
στη νομή της εξουσίας. Εκμεταλλεύεται την επιρροή των χριστιανών στις
μάζες. Με τη βοήθεια και τη φιλανθρωπία, που ασκούσαν οι χριστιανοί,
μπορούσαν να επηρεάσουν το λαό. Η διδασκαλία για τη μεταθανάτια ζωή, την
ανάσταση και την εγκαθίδρυση της βασιλείας των χριστιανών ήταν
ελκυστική και τραβούσε μάζες στην Εκκλησία. Επιπλέον, ζητούσε από τους
πιστούς πλήρη υποταγή και αναγνώριση του δόγματος. Στους «αντιπροσώπους»
του θεού πλέον κυριαρχεί ο χρυσός και το ιερατείο συναγωνίζεται σε
μεγαλοπρέπεια και χλιδή το παλάτι. Ο Κωνσταντίνος είναι αυτός που
αποφασίζει πλέον για κάθε δραστηριότητα των χριστιανών, ενώ ταυτόχρονα
καταφεύγει στα μαντεία, μεταφέρει και οικοδομεί στη νέα πρωτεύουσα ναούς
και μνημεία της αρχαίας λατρείας και παραμένει αρχιερέας της. Ετσι και
οι δύο θρησκείες γίνονται τα στηρίγματα της απολυταρχικής εξουσίας του.
Οταν πέθανε ο Κωνσταντίνος , οι Εθνικοί του έστησαν ανδριάντα με τη
μορφή του Απόλλωνα – Ηλιου, η ρωμαϊκή Σύγκλητος τον θεοποίησε και η
χριστιανική Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο και ισαπόστολο γιατί σταμάτησε
τους διωγμούς και προστάτευσε το χριστιανισμό.
Το χτίσιμο της Πόλης
Το
324 ήταν μονοκράτορας. Το 326 είδε ένα όνειρο και κάποια φωνή του έλεγε
να χτίσει μια πόλη και να την αφιερώσει στη Θεοτόκο. Μη γνωρίζοντας πού
να χτίσει αυτή την πόλη κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη. Ομως τα υλικά που
είχε συγκεντρώσει για να χτίσει εκεί την πόλη του …ονείρου του, τα
άρπαξαν αετοί και τα πήγαν στο Βυζάντιο. Κατάλαβε τότε ότι επρόκειτο για
θαύμα και μήνυμα και άρχισε να χτίζει τη νέα πόλη στο Βυζάντιο. Η πόλη
αυτή ονομάστηκε Νέα Ρώμη ή Κωνσταντινούπολη (εγκαινιάστηκε ως νέα
πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας στις 11 Μάη του 330). Η πόλη και τα κτίρια
μιμούνται σε μεγάλο βαθμό την παλιά πρωτεύουσα Ρώμη. Για να χτιστεί
χρειάστηκαν είκοσι χρόνια. Από τότε οι δύο αετοί έγιναν το λάβαρο όσων
ονειρεύονταν την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Οι
μεγάλες δαπάνες εξαγοράς και επίδειξης μεγαλείου και οικοδόμησης της
νέας πρωτεύουσας καλύπτονται με τη φορολόγηση του λαού. Ο «Χρυσάργυρος»,
ο εξοντωτικός φόρος σε χρυσό και ασήμι, φέρνει σε απόγνωση τα φτωχά
λαϊκά στρώματα. Η αδυναμία καταβολής αντιμετωπιζόταν με βασανιστήρια και
φυσική εξόντωση. Οι γονείς αναγκάζονται να πωλούν τα παιδιά τους και να
εκπορνεύουν τις κόρες τους. Οι αγρότες πλήρωναν φόρο για τα βόδια τους,
τα μουλάρια, τους σκύλους… επιβλήθηκε φόρος οικοδομής, ο αερικός και ο
καπνικός, κεφαλικός φόρος. Ακόμη και τα αφοδεύματα και τα ούρα
φορολογήθηκαν.