Πριν από δύο μήνες περίπου η κε του μπλοκ βρέθηκε σε μια εκδήλωση στον πολύ όμορφο χώρο της λαμπηδόνας, όπου παρακολούθησε το τρίτο ντοκιμαντέρ της αλίντας δημητρίου, που κλείνει την τριλογία της για τη συμβολή των γυναικών στους αγώνες του λαϊκού κινήματος, κατά τον εικοστό αιώνα.
Σε αυτό το ντοκιμαντέρ η αλίντα μας παρουσιάζει τις γυναίκες που φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και αντιστάθηκαν στην χούντα των συνταγματαρχών και της «ελλάδος ελλήνων χριστιανών», και στέκεται κυρίως στο κεφάλαιο της οδού μπουμπουλίνας και των βασανιστηρίων της ασφάλειας. Οι πιο πολλές μαρτυρίες είναι συγκλονιστικές, γροθιά στο στομάχι του ανυποψίαστου θεατή, ακόμα και του υποψιασμένου.
Το ντοκιμαντέρ βασίζεται στη δύναμη των γυμνών αφηγήσεων. Απαλλαγμένες από κάθε είδους «καλλιτεχνικές αρετές», παρατίθενται χωρίς ανάσα και δημιουργούν μία αίσθηση «ασφυξίας» στο θεατή, πετυχαίνοντας έτσι να αποδώσουν πιστά τα συναισθήματα των γυναικών που τα έζησαν κι ένιωθαν να μην έχουν καμία διέξοδο, πέραν της λιποθυμίας.
Πολλές φορές γίνεται δύσκολο να τ’ ακούς, να τα αναπαριστάς νοερά στην οθόνη του μυαλού σου, πόσο μάλλον να τα ζεις δια ζώσης και να τα διηγείσαι. Κάποιες από τις γυναίκες που δέχτηκαν να μιλήσουν, σταμάτησαν την αφήγηση σε μερικά σημεία και τους ήταν δύσκολο να συνεχίσουν γιατί ένιωθαν πως τα ξαναζούσαν. Ή γιατί ακόμα και σήμερα, από τέτοια χρονική απόσταση, δε θέλουν να αποκαλύψουν όλες τις λεπτομέρειες, ντρέπονται να μιλήσουν δημόσια για τις ταπεινώσεις που υπέστησαν.
Μια δυσφορία που αυξάνεται απ’ τη μετέπειτα ατιμωρησία των βασανιστών, λυτρώνεται όμως απ’ την μεγαλοψυχία και την δύναμη των γυναικών, που δε στοχοποιούν προσωπικά τους βασανιστές τους, αλλά το σύστημα που επέβαλε τα βασανιστήρια –και τέτοια υπάρχουν πολλά ακόμα ανά την υφήλιο. Καθώς επίσης κι από τη βεβαιότητα ότι αν τους δινόταν η ευκαιρία, θα ξανάκαναν τα ίδια ακριβώς και θα ακολουθούσαν απαρέγκλιτα τον ίδιο δρόμο.
Κάποιες άλλες γυναίκες είχαν ακόμα μεγαλύτερη δυσκολία να μιλήσουν, για να μην ταυτιστούν με το στερεότυπο για τη γενιά του πολυτεχνείου που βολεύτηκε στην αμφισβήτηση κι εξαργύρωσε τους αγώνες του παρελθόντος με μια θέση στο σύστημα εξουσίας που αντιπάλεψε. Όπως ηφωνή του πολυτεχνείου, που έγινε φερέφωνο του συστήματος.
Η αλίντα αναδεικνύει την μέθοδο των βασανιστηρίων, που παραμένει σχεδόν αναλλοίωτη στον χρόνο. Η εξουσία απέναντι στο άτομο και την ιδεολογία του. Και το σώμα του, που γίνεται αγνώριστο, για να σπάσει μαζί με το φρόνημα, να το απαρνηθείς μαζί με τη συνείδηση και να καταλήξεις ένα πράγμα χωρίς υπόσταση, δίχως ταυτότητα, δικαιώματα, αξιοπρέπεια. Χωρίς αίσθηση του χρόνου και του χρόνου, απλά έρμαιο των βασανιστών σου.
Κάνει μια «ψυχολογική διατριβή» για τα όρια και τις αντοχές του ανθρώπου, τη δύναμη της ψυχής του, που την οπλίζουν τα ιδανικά και η συλλογικότητα. Φώναζα δυνατά στους φύλακες ότι δεν θα υπογράψω δήλωση, για να το ακούσουν οι σύντροφοί μου, να εκτεθώ μπροστά τους και να μην το πάρω πίσω. Να βρω δύναμη να αντέξω για να μην τους προδώσω, έλεγε μια από τις κρατούμενες που μίλησαν στη δημητρίου.
Η οποία παρεμβάλλει πλάνα με εικόνες από σύγχρονα περιστατικά καταστολής, για να δείξει ότι οι καταστάσεις που περιγράφουν στις μαρτυρίες τους οι γυναίκες, δεν είναι και τόσο μακρινές, όσο νομίζουμε. Απευθύνεται στη νέα γενιά και τον δικό της αγώνα, θέλει να αφυπνίσει συνειδήσεις, να μην αφήσει να τις σκεπάσει η λήθη. Γιατί λαός που δεν έχει ιστορική μνήμη, είναι καταδικασμένος να ζήσει τα ίδια δεινά, επαναλαμβάνοντας τα λάθη του –που ετυμολογικά έχουν την ίδια ακριβώς ρίζα με τη λήθη, που είναι ακριβώς το αντίθετο της ιστορικής α-λήθειας.
Κι αυτή είναι η αναντικατάστατη προσφορά της δουλειάς της αλίντας: η ιστορική αλήθεια. Αυτό το ντοκιμαντέρ ανασκευάζει τον διαδεδομένο μύθο ότι η χούντα ήταν ήπια και σχετικά αναίμακτη. Κι αναπληρώνει με τη δύναμη της εικόνας και της προφορικής μαρτυρίας ένα πολύ μεγάλο κενό στην καταγραφή της ιστορικής μνήμης, για τις επόμενες γενιές.
Μια προσφορά ανιδιοτελής, για μια δουλειά που έμεινε συνειδητά εκτός εμπορίου, αλλά η κόπια της μοιράζεται δωρεάν στους φορείς και τις συλλογικότητες που επιθυμούν να την προβάλλουν (πολιτικές, πολιτιστικές, συνδικαλιστικές κτλ). Κι η οποία παρά την ελάχιστη προβολή κατάφερε να κερδίσει ευρεία αναγνώριση από το κοινό κι ένα βραβείο από το φεστιβάλ θεσσαλονίκης, αν δε κάνω λάθος (τη δεύτερη φορά είχαν πάρει τα μέτρα τους και δεν πήραμε κανένα βραβείο, είπε στην εκδήλωση η αλίντα).
Ποιο είναι λοιπόν το επιμύθιο; Να μη μείνουμε στη θλίψη και το παράπονο για όσα πέρασε αυτή η γενιά αγωνιστών (τα ίδια θα έλεγαν κι αυτοί εξάλλου για την προηγούμενη γενιά της αντίστασης), αλλά το σφίξιμο να γίνει οργή που θα πιάσει το νήμα της ιστορίας και θα τροφοδοτήσει το εξεγερσιακό πνεύμα σήμερα.
Αυτά ως προς το ντοκιμαντέρ. Ας πούμε όμως δυο λόγια και για τη σημερινή εθνοσωτήριο επέτειο, επιχειρώντας να κάνουμε μια σύνδεση με το παρόν. Τις περισσότερες φορές η σύνδεση αυτή γίνεται στη βάση του συνθήματος «η χούντα δεν τελείωσε το 73’» –ούτε τέλος πάντων το 74, αλλά- συνεχίζεται με άλλες μορφές μέχρι σήμερα. Αν υπάρχει όμως κάποια, οποιαδήποτε σύνδεση, πρέπει να βγάλουμε και κάποια συμπεράσματα.
Η βασική διαφορά αυτού του τρίτου ντοκιμαντέρ με τα δύο προηγούμενα, για την αντίσταση και τον «εμφύλιο», είναι ότι εκείνα είχαν περισσότερο φως. Ο θεατής έβρισκε διέξοδο στον ηρωισμό και τον αγώνα των πρωταγωνιστριών, σε πλήρη αντίθεση με το τρίτο, που είναι σκοτεινό, σαν τα μπουντρούμια της ασφάλειας και το σκοτάδι της νύχτας που μας έπιασαν με τις πιτζάμες.
Αν το καθεστώς των συνταγματαρχών φαίνεται της πλάκας σε κάποιους, αυτό έχει να κάνει -πέρα από τη φαιδρότητα των πολιτικών του εκπροσώπων- με το επίπεδο της οργανωμένης αντίστασης που συνάντησε, πλην ελαχίστων προσωπικών εξαιρέσεων. Κι εδώ η κύρια ευθύνη δε βαραίνει τα μεμονωμένα άτομα, αλλά τους συλλογικούς φορείς που δεν οργάνωσαν την αντίσταση. Οι δράσεις και οι ενέργειες του παμ έμειναν σε πρωτόλειο επίπεδο, ενώ το πακ κατά βάση έστρωσε τον δρόμο του ανδρέα για να φτιάξει το πασοκ, και το πολυτεχνείο έγινε το άλλοθι της ανεπάρκειας πολλών οργανωμένων δυνάμεων.
Έλειψε όμως μια πρωτοπόρα δύναμη που να γίνει η ψυχή ενός λαϊκού μετώπου κατά της χούντας. Μέχρι το 68’ το κόμμα δεν είχε καν δικές του οργανώσεις βάσης, πόσο μάλλον να οργανώσει τον αντιδικτατορικό αγώνα και να συσπειρώσει ευρύτερες μάζες. Κι εδώ φάνηκε πλήρως η τραγωδία κι η χρεοκοπία του αναθεωρητισμού στο οργανωτικό, που είχε διαλύσει τις παράνομες οργανώσεις και τον αντίστοιχο μηχανισμό.
Αν λοιπόν θέλουμε να κάνουμε μια ουσιαστική σύνδεση με τη σημερινή κατάσταση, είναι εγκληματική αμέλεια να πηγαίνουμε αμέριμνα, ξιπόλητοι στα αγκάθια και να μην οργανώνουμε τις μάζες που ξεσηκώνονται. Να τις αφήνουμε έκθετες στις συνέπειες του οργανωτικού χυμαδιού και στην οργανωμένη δύναμη του ταξικού εχθρού.
Κι είναι πολλαπλάσιες φορές εγκληματικό για όποιον πιστεύει πχ ότι έχουμε να κάνουμε με κάποιας μορφής «χούντα» και περιμένει να την αντιμετωπίσει με άτακτα, ηρωικά μπουλούκια, που θα πάνε άκλαυτα. Η τραγωδία των βασανισθέντων εξορισθέντων θα είναι διπλή αν δε βγάλουμε τα απαραίτητα πολιτικά διδάγματα από τα λάθη, τις ήττες και την αρνητική πείρα του κινήματος.
Ένα άλλο ζήτημα είναι για τα βασανιστήρια. Κάποιοι τα βλέπουν ως κάτι εντελώς μακρινό, συνολικά για τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία και θεωρούν ότι σε αντίστοιχη υποθετική περίπτωση σήμερα, δε θα βρεθούν καν οι βασανιστές να τα πραγματοποιήσουν, γιατί είναι μακριά από την κουλτούρα μας.
Είναι όμως πράγματι τόσο μακρινά όσο φαίνονται; Μακριά από το κοντινό περιβάλλον μας ή τον πλανήτη γύρω μας; Δεν ανθεί η λογική του σαδιστή που τα βάζει με τους «κατώτερούς» του για να καλύψει τα δικά του υπαρξιακά κενά και να νιώσει κάποιος; Δεν υπάρχει κρατική καταστολή και αστυνομική αυθαιρεσία; Η ηθική νομιμοποίηση των σωμάτων ασφαλείας και του ρόλου τους, σε ένα κομμάτι της νεολαίας; Μήπως δεν υπάρχουν αλλοτριωμένες, αντι-κοινωνικές συνειδήσεις, που θα βρεθούν να κάνουν οτιδήποτε χωρίς συστολή; Δεν υπάρχουν «οργανωμένες πολιτοφυλακές», πρόθυμες να αναλάβουν τη βρώμικη δουλειά;
Τα βασανιστήρια πλησιάζουν ως εικόνα όσο δυναμώνει ο εκφασισμός της ελληνικής κοινωνίας –ή μάλλον του ελληνικού καπιταλισμού- ο ρατσισμός, η καταστολή κτλ. Αν δεν ανατρέψουμε αυτό το σκηνικό το βασικό ερώτημα που θα αρχίσει να μας απασχολεί είναι αν εμείς θα φανούμε δυνατοί και θα είμαστε σε θέση να (τα) αντέξουμε και να μη λυγίσουμε.