Ένα ενδιαφέρον κείμενο του Βασίλη Ραφαηλίδη, επίκαιρο σήμερα που όλοι πληροφορούμαστε, μα ελάχιστοι διαβάζουν. Το αντιγράψαμε από το περιοδικό «Διαβάζω» (τ. 58-12/82).Αν από το αρχαιοελληνικό ρήμα «διαβιβάζω» διαγράψετε σαν πλεονάζουσα τη μεσαία συλλαβή «βι», θα πάρετε το νεοελληνικό ρήμα «διαβάζω» που σημαίνει, ακριβώς, διαβιβάζω, δηλαδή μεταφέρω από το ένα μέρος στο άλλο. Μ’ άλλα λόγια, το διάβασμα είναι μια πράξη μεταφοράς της γνώσης από εκείνον που την έχει στον άλλο που δεν την έχει και που θα επιθυμούσε να την αποχτήσει.
Κατά κάποιον τρόπο, όλοι εμείς οι αναγνώστες ανήκουμε στο… σώμα των διαβιβάσεων, με μια ουσιαστική διαφορά, ωστόσο, απ’ τους κυρίως ειπείν διαβιβαστές: Η γνώση μας διαβιβάζεται από άλλους και η επικοινωνία σταματάει σε μας. Για να διαβιβάσουμε, με τη σειρά μας, τη γνώση που αποχτήσαμε, μαζί με τις δικές μας, ενδεχομένως, προσθήκες πρέπει από αναγνώστες να γίνουμε συγγραφείς ή καλλιτέχνες ή ρήτορες ή απλώς συζητητές. Αυτό σημαίνει πως η διαδικασία του διαβάσματος που σταματάει στο διάβασμα, χάνει το νόημά της, αφού το μήνυμα ή η πληροφορία θα χαθεί μαζί με μας, αν δεν φροντίσουμε να διαβιβαστεί σε άλλους. Για να συμβεί, ωστόσο, κάτι τέτοιο, για να σταματήσει δηλαδή η διαδικασία μεταβίβασης της γνώσης, πρέπει να φανταστούμε έναν κόσμο όπου, ενώ όλοι γνωρίζουν ανάγνωση, κανείς δεν γνωρίζει γραφή και, το σπουδαιότερο, κανείς δεν μπορεί να μιλήσει. Μ’ άλλα λόγια, η διαδικασία μεταβίβασης της γνώσης, που είναι το διάβασμα νοούμενο με μια έννοια διαλεκτική, απ’ τη στιγμή που άρχισε κάποτε δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να διακοπεί, παρά μόνο με τον ολικό και γενικό αφανισμό του «χόμο παρλάριμπους».
Για τη διαιώνιση της γνωστικής λειτουργίας φροντίζει ακόμα και η αστυνομία, δηλαδή άνθρωποι ενταγμένοι σ’ ένα σώμα εξ ορισμού ακατάλληλο για διαβιβαστικές λειτουργίες διαφορετικές απ’ αυτές που έχουν σχέση με διαταγές. Απόδειξη της φροντίδας της αστυνομίας για τη διαιώνιση της γνώσης αποτελεί το γνωστό ανέκδοτο που «εξηγεί» γιατί οι χωροφύλακες πάνε δύο δύο στα περιπολικά: Διότι, λέει, ο ένας γνωρίζει γραφή και ο άλλος ανάγνωση Μ’ αυτό το δίδυμο η αστυνομία έλυσε το πρόβλημα της μεταβίβασης της αστυνομικής γνώσης, και το μοντέλο θα μπορούσε να ισχύει επίσης και για πνευματικά αναπήρους που ωστόσο δεν είναι αστυνομικοί.
Το διάβασμα λέγεται και «ανάγνωση». Τούτη η αρχαιοελληνική λέξη παραπέμπει σε μια οντολογική αντίληψη της γνώσης. (Ενώ το διάβασμα παραπέμπει σε μια διαλεκτική αντίληψη της γνώσης.) Πράγματι, «αναγινώσκω» ή «αναγιγνώσκω» σημαίνει αναγνωρίζω, γνωρίζω καλά και με σαφήνεια κάτι που προϋπάρχει από μένα τον αναγνώστη. Κι αυτό που προϋπάρχει εδώ είναι η γνώση των άλλων, ή καλύτερα η γνώση καθεαυτή σαν μια δυνατότητα που ενυπάρχει στη φύση, συνεπώς και στον άνθρωπο. Στην ανάγνωση, η γνώση δεν είναι μια ατέρμονη διαδικασία, όπως στο διάβασμα, αλλά μια επίμονη αναζήτηση αληθειών που υπάρχουν κάπου έτοιμες και που περιμένουν να τις «συλλέξουμε», αν διαθέτουμε το μεγάλο χάρισμα να ερχόμαστε σε επαφή με το πνεύμα.
Και η ανάγνωση και το διάβασμα προϋποθέτουν ένα έξυπνο και στοχαστικό υποκείμενο που είτε μετέχει στη διαδικασία της μεταβίβασης της γνώσης (διάβασμα) είτε ψάχνει για τα σταθερά ερείσματα του νου (ανάγνωση). Το δυστύχημα είναι πως τούτο το αναγκαίο για τη γνώση υποκείμενο, δηλαδή ο αναγνώστης, δεν είναι ούτε πάντα έξυπνο ούτε αναγκαστικά στοχαστικό. Έτσι, το διάβασμα, στις περισσότερες περιπτώσεις έχει εκπέσει σε μια εντελώς χρησιμοθηρική διαδικασία, μηχανική, ανούσια και αντιπνευματική.
Οι περισσότεροι άνθρωποι διαβάζουν: 1)Για να αποχτήσουν ένα χρήσιμο στον βιοπορισμό τους δίπλωμα, και διακόπτουν το διάβασμα μόλις πετύχουν το στόχο τους. Πρόκειται για την τυπικά αστική αντίληψη της γνώσης, νοούμενης ως εργαλείο στην πιο χυδαία κυριολεξία. 2)Για ν’ αποχτήσουν κοινωνικό κύρος, και διακόπτουν το διάβασμα μόλις το αποχτήσουν ή το συνεχίζουν «με μέτρο», ίσα ίσα για να τροφοδοτούν το κύρος τους και για να μη βρεθούν ξαφνικά «ντεμοντέ». Είναι καταπληκτικό το τι ανοησίες διαβάζουν οι «παράγοντες», των οποίων τα φρικαλέα αναγνωστικά γούστα επισημαίνουμε κάθε Χριστούγεννα στους αναγνωστικούς απολογισμούς των εφημερίδων. 3)Για να ξεκουράζονται απ’ τη «σοβαρή» τους δουλειά!! Εδώ έχουμε τον πλήρη και ολικό εξευτελισμό της λειτουργίας της ανάγνωσης, που γίνεται πράξη τελείως περιστασιακή και περιθωριακή, ίσης αξίας και σημασίας με το κουμκάν ή με τη μεσημβρινή σιέστα. Οι βροχερές μέρες ευνοούν πολύ αυτό τον τύπο ανάγνωσης, αλλά η ελληνική εκδοχή της αμάθειας πρέπει να αποδοθεί μάλλον στην ηλιοφάνεια της Ελλάδας. 4) Για να υποβοηθούν τον κακό τους ύπνο. Πρόκειται για μια ιατρική χρήση του βιβλίου, καθόλου αξιοκαταφρόνητη καθεαυτή: Είναι προτιμότερο να «παίρνεις» μερικές σελίδες «Νόρας» παρά μερικά χαπάκια βάλιουμ. Βέβαια, σ’ αυτή την περίπτωση, ούτε λόγος να γίνεται για ανάγνωση. Άλλωστε, τα καλά αναγνώσματα λειτουργούν σαν διεγερτικό κι όχι σαν υπνωτικό. Βιβλίο που είναι δυνατόν να διαβαστεί στο κρεβάτι είναι μη-βιβλίο, και αναγνώστης που διαβάζει στο κρεβάτι είναι, άπλα, ένας νυσταγμένος άνθρωπος, που θα ήταν προτιμότερο να μετράει προβατάκια παρά σελίδες συμπεπυκνωμένης ανοησίας.
Απομένει μια τελευταία κατηγορία αναγνωστών: Είναι αυτοί που διαβάζουν από μια βαθιά υπαρξιακή ανάγκη, που θέλουν να ικανοποιήσουν οπωσδήποτε κάποιες ουσιαστικές τους περιέργειες και να βρουν απαντήσεις – που εκ των προτέρων ξέρουν πως δεν θα τις βρουν – σε μερικά πρωταρχικά ερωτήματα σχετικά με τον κόσμο μέσα στον οποίο βρέθηκαν τυχαία πεταγμένοι με μια γέννηση για την οποία δε φέρουν καμιά ευθύνη. Μ’ άλλα λόγια είναι αυτοί που δεν αρκούνται στο γεγονός πως γεννήθηκαν άνθρωποι και που προσπαθούν να γ ί ν ο υ ν άνθρωποι.
Όταν μιλάμε για αναγνώστες, πρέπει να αναφερόμαστε μόνο σ’ αυτούς. Οι υπόλοιποι είναι απλώς γεννημένοι άνθρωποι και ως εκ τούτου παντελώς ανίκανοι, όπως και τα ζώα, και για τη διαδικασία του διαβάσματος και για την πράξη της ανάγνωσης.