.
Υπάρχουν άνθρωποι που τη ζωή τους η
Ιστορία την καταγράφει για να μείνει σαν αιώνιο παράδειγμα και που η
αναφορά σε αυτό δεν είναι μια ακίνητη, στατική νοσταλγία του
παρελθόντος, αλλά ένα γεγονός μέσα στη νομοτελειακά δυναμική εξελικτική
προετοιμασία του μέλλοντος. Τέτοια είναι η περίπτωση του Νίκου και της
Ευτυχίας.
Ο Νίκος γεννήθηκε το 1916 στην
Τσαρίτσανη, την ιστορική κωμόπολη με τις αγωνιστικές παραδόσεις σε
εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες, που βρίσκεται στους πρόποδες του
Ολύμπου. Ανήκε σε πολυμελή, φτωχή, εργατοαγροτική οικογένεια, με τρεις
αδερφές κι έναν ακόμα αδελφό, που γνώρισα λίγο πριν σκοτωθεί το 1949,
τον Βαγγέλη.
Από μικρός δούλευε τσομπάνης, εργάτης ή σε άλλες δουλειές. Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στο χωριό του. Ο δάσκαλός του, ο Χρ. Παπαλεξίου, που τον γνώρισα, ανήκε σ’ εκείνη την προπολεμική γενιά των προοδευτικών δασκάλων, που με κορυφαίο τον Νίκο Πλουμπίδη που υπηρέτησε σα δάσκαλος στην ίδια περιοχή, έριξαν γόνιμο σπόρο, αυτόν που μετά από πολλά χρόνια πολύ χαρακτηριστικά και πετυχημένα διατύπωσε ο Χαρίλαος Φλωράκης, «οι ζευγάδες φεύγουν, η σπορά μένει». Διηγιόταν λοιπόν ο δάσκαλος αργότερα, μετά από τον Εμφύλιο, ότι ο μικρός Νίκος ήταν χαρακτήρας ζωηρός, ατίθασος, έξυπνος, καλόκαρδος, αλλά μάθαινε μόνο ό,τι τον ενδιέφερε, ενώ μιλούσε όμορφα,«… είχε το χάρισμα του λόγου και της πειθούς. Αν η οικογένειά του είχε τα μέσα, θα μπορούσε άνετα να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο…»
Κάποτε ο Νίκος ήρθε σε επαφή με την περίφημη ΟΚΝΕ – Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας, τη μετέπειτα «μήτρα» της θρυλικής ΕΠΟΝ. Η επαφή αυτή, η ένταξή του στην ΟΚΝΕ έγινε αιτία για τον Νίκο να «μορφωθεί», ν’ αναπτύξει τις πνευματικές του ικανότητες, να διευρύνει τους «ορίζοντές» του, να πολιτικοποιηθεί βαθιά, ν’ αποκτήσει καθαρή ταξική συνείδηση.
Έκανε τη στρατιωτική του θητεία και, όταν αργότερα ξέσπασε ο πόλεμος του 1940, με την ιταλική φασιστική επίθεση κατά της Ελλάδας, επιστρατεύτηκε και πολέμησε στο μέτωπο της Αλβανίας.
Ο Νίκος υπήρξε από την αρχή της Κατοχής από τους πρώτους αντάρτες του Ολύμπου, με εντολή του Κόμματός του∙ αρκετά πριν ιδρυθεί ο ΕΛΑΣ, εντάχτηκε στις πρώτες ανταρτοομάδες μαζί με άλλους συγχωριανούς του ή από άλλα χωριά του Ολύμπου, μέλη του ΚΚΕ ή της ΟΚΝΕ, όπως ο Ξυνός, ο Παπαστεργίου, ο Καψάλης, ο Καλομοίρης, ο Πάικος και πολλοί άλλοι.
Πρέπει να είχε στον εγκέφαλό του κάποιο «στρατιωτικό κύτταρο» που μόλις βρέθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες αναπτύχθηκε, γιατί από την αρχή άρχισαν να φαίνονται οι στρατιωτικές και ηγετικές του ικανότητες που σύντομα τον ανέδειξαν ομαδάρχη, αργότερα διμοιρίτη, καπετάνιο λόχου και τέλος λοχαγό του ΕΛΑΣ. Όσοι τον γνώρισαν από κοντά σε δύσκολες στιγμές μιλούν για την παροιμιώδη ψυχραιμία του, τον καλό και απλό χαρακτήρα του, την πειστικότητα του λόγου του.
Για την ψυχραιμία του, μου διηγήθηκε ένα περιστατικό ο Δ. Κικίμης, συμπατριώτης του Νίκου, που όντας νεαρός αντάρτης συνόδευσε κάποτε τον Νίκο ως σύνδεσμός του στο πέρασμα από τον Κίσαβο στον Όλυμπο από ένα γνωστό πόρο του Πηνειού, κοντά στο χωριό Χατζηόμπασι, σημερινό Ευαγγελισμό, το 1943. Επειδή στην περιοχή είχε κάποια φυλάκια ο ιταλικός στρατός, πήγαιναν από μονοπάτια απομακρυσμένα. Για να καλύπτονται είχαν μαζί τους ένα μουλάρι φορτωμένο με δοχεία γάλα, τα γνωστά «γκιούμια», παριστάνοντας τους γαλατάδες.
Απρόσμενα, έπεσαν πάνω σε ιταλική περίπολο. Ο Νίκος ψύχραιμα έκρυψε γρήγορα το αυτόματό του κάτω από το σαμάρι του φορτωμένου μουλαριού κι έτσι πέρασαν τον έλεγχο της περιπόλου χωρίς πρόβλημα.
Νομίζω ότι είναι αδύνατο να βρεθούν και ν’ απαριθμηθούν οι εκατοντάδες μικρές και μεγάλες μάχες στις οποίες έλαβε μέρος, στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο Πόλεμο. Στο κείμενο αυτό, που σε καμιά περίπτωση δε φιλοδοξεί ν’ αποτελέσει έστω και απλό βιογραφικό σημείωμα, γίνεται μόνο αναφορά σε τρεις μεγάλες μάχες-επιχειρήσεις από τις πολλές που έλαβε μέρος: Μία στην Κατοχή και δύο στον Εμφύλιο, από τις οποίες μάλιστα η τελευταία υπήρξε μοιραία γι’ αυτόν. Στις 12 Μάρτη 1943, Ιταλοί και Λεγεωνάριοι, ντόπιοι και ξένοι, της προδοτικής «Λεγεώνας των Βλάχων», σκότωσαν και κρέμασαν 44 από τους συγχωριανούς του Νίκου και δύο από τους παπάδες του χωριού, την Τσαρίτσανη, που είχε έξι εκκλησίες, γιατί δε μαρτυρούσαν ποιοι από τους συγχωριανούς τους ήταν στο ΕΑΜ. Μάλιστα, οι ντόπιοι προδότες, για να μην αναγνωριστούν από τους συγχωριανούς τους, φόρεσαν στολές του ιταλικού στρατού.
Αυτοί, της «Λεγεώνας των Βλάχων», είχαν ανακηρύξει το «Κράτος της Πίνδου», με πρωτεύουσα τη Σαμαρίνα και με ορισμένους γνωστούς, «επώνυμους», εκείνη την εποχή, μ’ επικεφαλής έναν Διαμαντή που αυτοανακηρύχτηκε «Πρίγκηψ Διαμάντε».
Τότε έκαψαν το χωριό για πρώτη φορά, έκαψαν περίπου το μισό χωριό και βέβαια έκαψαν και το πατρικό σπίτι του Νίκου.
Την κωμόπολη την έκαψαν ξανά, αυτήν τη φορά οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους, στις 20 Αυγούστου 1944. Έκαψαν πάνω από 350 σπίτια του χωριού και σκότωσαν πολλούς κατοίκους της.
Τον Ιούνη του 1943, ο Νίκος ήταν συνδιοικητής μιας μονάδας του ΕΛΑΣ με τον τότε υπολοχαγό Ανδρέα Μπεζεριάνο της Σχολής Ευελπίδων και τον παλιό αγωνιστή και μαχητή του πολέμου 1940-41, τον Νίκο Πάικο, παλιό μέλος του ΚΚΕ.
Τότε, στα Στενά του Σαρανταπόρου, μαζί και με άλλες μονάδες του ΕΛΑΣ χτύπησαν κι εξόντωσαν μια μεγάλη γερμανική φάλαγγα, όπου οι Γερμανοί είχαν πολύ μεγάλες απώλειες, 118 νεκρούς, 122 τραυματίες και 129 αυτοκίνητα καμένα, ενώ μεγάλες ήταν οι ποσότητες των όπλων, πυρομαχικών και άλλων λαφύρων που πήραν οι αντάρτες. Στην επιχείρηση αυτή, ο Νίκος πήρε σαν «έπαθλο» τις διόπτρες του Γερμανού διοικητή της φάλαγγας.
Με την Απελευθέρωση και μετά από τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, πέτυχε να ξεφύγει από τις μοναρχοφασιστικές συμμορίες, τους «κυνηγούς κεφαλών» που ξεφύτρωσαν σαν τα μανιτάρια με την ανοχή ή και τη συνεργασία του κράτους αμέσως μετά από την ηττοπαθή, απαράδεκτη και ακατανόητη ιστορικά Συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ στους Άγγλους.
Κατατάχτηκε με εντολή του Κόμματος, του οποίου ήταν μέλος από το 1941, στο ΔΣΕ με το βαθμό του ταγματάρχη το 1946. Αργότερα, με Διατάγματα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, προάχθηκε σε αντισυνταγματάρχη και στη συνέχεια σε συνταγματάρχη, διοικητή της 192ης Ταξιαρχίας που ανήκε στην 1η Μεραρχία του ΔΣΕ, με διοικητή τον Χαρίλαο Φλωράκη-«Γιώτη».
Η Ευτυχία γεννήθηκε το 1926 στο χωριό Κανάλια Καρδίτσας. Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο, που τότε ήταν μεγάλη υπόθεση για γυναίκα αγροτικής περιοχής. Νεαρή κοπέλα μπήκε στην ΕΠΟΝ και πρόσφερε τη νεανική δροσιά της, «.. .τη χρυσή της νιότης πανοπλία…» στον αγώνα.
Το 1947, όταν τμήματα του ΔΣΕ μπήκαν στο χωριό της, τα Κανάλια Καρδίτσας, αρκετοί νέοι και νέες του χωριού κατατάχτηκαν στο ΔΣΕ, μαζί και η Ευτυχία.
Σε μια επιχείρηση η Ευτυχία γνώρισε τον Νίκο. Αγαπήθηκαν και λίγο αργότερα παντρεύτηκαν στην εκκλησία του χωριού Σπαρμός του Ολύμπου. Την ίδια μέρα, στο ίδιο χωριό και την ίδια ώρα, παντρεύτηκε κι ένας άλλος πρωταντάρτης του Ολύμπου, συγχωριανός του Νίκου, ο Θωμάς Καψάλης, ο οποίος σκοτώθηκε αργότερα.
Ήταν ο Νίκος Μπαλάλας, ο περίφημος «Μπαντέκος» του ΔΣΕ και η γυναίκα του η Ευτυχία Σδρόλια. Έλεγαν ότι το αγωνιστικό ψευδώνυμο «Μπαντέκος» ο Νίκος το πήρε από έναν παππού του που τραγουδούσε περίεργα ένα δημοτικό τραγούδι, «Μπάτε, κορίτσια, μπάτε, κο, μπάτε, κο, στο χορό…». Το «μπάτε, κο» έγινε «Μπαντέκος».
Η Ταξιαρχία του Μπαντέκου, η 192η του ΔΣΕ, έλαβε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις, καθώς και στις μεγάλες κι επιτυχημένες επιχειρήσεις του ΔΣΕ για την κατάληψη της Καρδίτσας το Δεκέμβρη του 1948 και του Καρπενησιού το Φλεβάρη του 1949. Επίσης η ταξιαρχία του Μπαντέκου έλαβε μέρος στον «Ελιγμό» προς το Βάλτο, στην αποτυχημένη στο επίπεδο «τακτικής» επιχείρηση για την κατάληψη της Άρτας, αλλά επιτυχημένη «στρατηγικά», το Μάρτη του 1949, που επιχείρησαν οι 1η και 2η Μεραρχίες του ΔΣΕ υπό τη διοίκηση των Χαρίλαου Φλωράκη-Γιώτη και Γιάννη Αλεξάνδρου-«Διαμαντή», καθώς και κάποιες άλλες μονάδες του ΚΓΑΝΕ – Κλιμάκιο Γενικού Αρχηγείου Νότιας Ελλάδας, όπως η Σχολή Αξιωματικών, ο Ουλαμός Υπαξιωματικών και άλλες Μονάδες Χώρου.
Ο Μπαντέκος, διοικώντας ο ίδιος ένα τάγμα της Ταξιαρχίας του, αντιμετώπισε με επιτυχία τις επιθέσεις δύο επίλεκτων «Μοιρών» (Ταγμάτων) των ΛΟΚ – Λόχων Ορεινών Καταδρομών, κρατώντας σταθερά τα κρίσιμα υψώματα Καυκί και Άνεμος ανάμεσα στα χωριά Χρύσω και Κερασοχώρι Αγράφων, κάνοντας ν’ αποτύχει το σχέδιο του στρατηγού του κυβερνητικού στρατού, Τσακαλώτου, για εγκλωβισμό των παραπάνω μονάδων του ΔΣΕ στο χώρο αυτό.
Το Μάη-Ιούνη του 1949 η 1η Μεραρχία του ΔΣΕ με τρεις ταξιαρχίες, την 123η του «Φεραίου» – Μιχ. Παπαδάμου, 138η του Ζαχ. Παπαδουκάκη και την 192η, του «Μπαντέκου» – Νικ. Μπαλάλα, με αδιάκοπες πορείες και μάχες περνά στο Γράμμο.
Εκεί, το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ αποφασίζει να στείλει την 108η Ταξιαρχία της IX Μεραρχίας στ’ Άγραφα-Θεσσαλία, με αποστολή την ανασυγκρότηση της 2ης Μεραρχίας μετά από το θάνατο του διοικητή της, υποστρατήγου Γιάννη Αλεξάνδρου-«Διαμαντή».
Η απόπειρα με την 108η Ταξιαρχία απέτυχε από την πρώτη στιγμή, γιατί με τα πρώτα πυρά για τη διάνοιξη ρήγματος στη διάταξη του αντιπάλου σκοτώθηκε ο διοικητής της, συνταγματάρχης Παν. Ζάρας.
Στη συνέχεια και με την ίδια βασικά αποστολή, την ανασυγκρότηση της 2ης Μεραρχίας, με βάση την 192η Ταξιαρχία, με διοικητή τον «Μπαντέκο», Επίτροπο τον αντισυνταγματάρχη Στάθη Καραγιώργη κι επιτελάρχη τον αντισυνταγματάρχη Στ. Μανίκα, στέλνεται νέο τμήμα.
Το τμήμα αυτό, του οποίου διοικητής ως τ’ Άγραφα θα ήταν ο «Μπαντέκος», χωριζόταν σε δύο ιδιαίτερα τμήματα. Στο δεύτερο τμήμα διοικητής ήταν ο αντισυνταγματάρχης Γιώργος Αθανασίου, ο οποίος θ’ αναλάμβανε διοικητής της υπό ανασυγκρότηση 2ης Μεραρχίας, με Επίτροπο τον αντισυνταγματάρχη Βασ. Ασπρίδη.
Το «Απόσπασμα Μπαντέκου» στην αρχή άνοιξε δίοδο μέσα στη διάταξη του κυβερνητικού στρατού και το τμήμα του Αθανασίου ελίχθηκε προς το χωριό Μεσολούρι και τελικά έφτασε στον προορισμό του στ’ Άγραφα. Το τμήμα όμως του «Μπαντέκου», κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, ίσως και από λάθος εκτίμηση κι εκμετάλλευση του εδάφους, καθυστέρησε στην κίνησή του και κυκλώθηκε στην τοποθεσία Λυκοκρέμασμα, στο βουνό Τάλιαρος.
Εκεί η Ευτυχία τραυματίστηκε ελαφρά και, στην προσπάθειά του να την βοηθήσει, τραυματίστηκε σοβαρά και ο «Μπαντέκος». Βλέποντας το αδιέξοδο και την επικείμενη αιχμαλωσία, ο «Μπαντέκος» προσπάθησε ν’ αυτοκτονήσει, αλλά πρόλαβε και τον εμπόδισε η γυναίκα του, η Ευτυχία, ενώ ήδη για ν’ αποφύγουν την αιχμαλωσία είχαν αυτοκτονήσει ο επιτελάρχης Στ. Μανίκας, ο ταγματάρχης «Μωριάς» και μερικά άλλα στελέχη. Ένα άλλο κομμάτι του τμήματος «Μπαντέκου» με τον Πολιτικό Επίτροπο Στάθη Καραγιώργη, με περίπου εξήντα μαχητές και μαχήτριες, πέτυχε να βγει από τον κλοιό και να ελιχθεί στο Σμόλικα, όπου ενώθηκε προσωρινά με το «Απόσπασμα Παλαιολόγου» που δρούσε εκεί.
Ο «Μπαντέκος», η Ευτυχία και ορισμένοι άλλοι, αξιωματικοί και απλοί μαχητές και μαχήτριες, αιχμαλωτίστηκαν. Όταν διαπιστώθηκε ποιος ήταν ο αιχμάλωτος, τους κατέβασαν με ισχυρή συνοδεία στην Καστοριά. Ήταν οι πρώτες μέρες του Αυγούστου του 1949.
Δεδομένης της φήμης που είχε ο «Μπαντέκος», τις ικανότητές του, τη γνωστή του αποκοτιά και για να μην υπάρξει πιθανότητα να τους ξεφύγει ή να τον ελευθερώσουν με κάποια ενέργειά τους Ελεύθεροι Σκοπευτές του ΔΣΕ, τον μετέφεραν σχεδόν αμέσως, μαζί με την Ευτυχία και άλλους, με αεροπλάνο στη Λάρισα.
Σε λίγες μέρες, έγινε βιαστικά η δίκη τους στο Στρατοδικείο-σφαγείο της Λάρισας. Εκεί ο Νίκος Μπαλάλας-«Μπαντέκος», γνωρίζοντας ότι θα τον εκτελέσουν, αντιμετώπισε τις κατηγορίες με επιχειρήματα, είπε ότι κάποιους από τους μάρτυρες κατηγορίας τους περιφρονεί γιατί ήταν προδότες-δωσίλογοι της Κατοχής και υπερασπίστηκε τον αγώνα του ΕΛΑΣ, του ΔΣΕ και την πολιτική του ΚΚΕ.
Το ίδιο και η Ευτυχία υπερασπίστηκε τον αγώνα του ΔΣΕ, όπως και οι άλλοι κατηγορούμενοι που ήταν μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ και ανάμεσά τους κάποιοι και κάποιες που ήταν αξιωματικοί.
Λίγο πριν απαγγελθούν οι ποινές κι ενώ είχε απαγορευτεί στους συγγενείς των κατηγορούμενων να τους πλησιάσουν, να τους μιλήσουν ίσως για τελευταία φορά, ο πρόεδρος του Στρατοδικείου πρότεινε στην Ευτυχία ν’ αποκηρύξει τον άντρα της, τον Νίκο, ώστε να «γλιτώσει», δεδομένου ότι βρέθηκε να είναι έγκυος τριών μηνών.
Η Ευτυχία απάντησε στο μικρό αυτό άνθρωπο:
-… Με τον άντρα μου μαζί στη ζωή, μαζί στον αγώνα για την προκοπή του λαού, μαζί και στο θάνατο. Με αυτό που μου προτείνετε δεν ενδιαφέρεστε για τη ζωή μου, αλλά θέλετε να χτυπήσετε τον «Μπαντέκο». Δε θα σας κάνω το χατίρι. Γνωρίζετε ότι τίποτε απ’ όσα με κατηγορείτε δεν έχω κάνει και ότι οι μάρτυρες κατηγορίας λένε ψέματα. Στο χέρι σας είναι, εσείς θ’ αποφασίσετε και όχι εγώ, γιατί αν ζήσω με τον τρόπο που προτείνετε, τι θα λέω στο παιδί μου για τον πατέρα του όταν μεγαλώσει;
Ο «Μπαντέκος» καταδικάστηκε 17 φορές σε θάνατο, ενώ ο ταγματάρχης Γιώργος Παπαδημητρίου-«Βύρων», διοικητής τάγματος στην ταξιαρχία του «Μπαντέκου», καταδικάστηκε 31 φορές σε θάνατο.
Τότε ο «Μπαντέκος» άφησε άφωνους τους παράγοντες της δίκης και το ακροατήριο όταν είπε στον «Βύρωνα»:
– Ε, ωρέ Βύρων, ταξίαρχος εγώ, μόνο 17 φορές σε θάνατο, ταγματάρχης εσύ, 31 φορές σε θάνατο, με πέρασες!
Του ταγματάρχη του ΔΣΕ Γιώργου Παπαδημητρίου-«Βύρωνα», ο αδελφός του πατέρα του -τότε ήταν στρατηγός, υπαρχηγός της Χωροφυλακής- ή δε θέλησε ή δεν μπόρεσε να γλιτώσει έστω τον άλλο ανιψιό του, το μικρότερο αδερφό του «Βύρωνα», τον Δημ. Παπαδημητρίου, 18 χρονών, που εκτελέστηκε λίγες μέρες αργότερα.
Ο «Μπαντέκος» και οι άλλοι που εκτελέστηκαν μαζί του δεν εκτελέστηκαν στο Μεζούρλο, το συνήθη τόπο εκτελέσεων στη Λάρισα, αλλά σε μια γωνιά στους Στρατώνες Ιππικού, όπου και κρατούνταν. Είτε γιατί φοβούνταν μην τους ξεφύγει ο «Μπαντέκος» και οι σύντροφοί του, είτε γι’ άλλους λόγους, δεν τους κρατούσαν στη φυλακή της Λάρισας, την «Μπαρουταποθήκη», ούτε στο στρατώνα, το γνωστό ως «Όρχο Αυτοκινήτων», όπου κρατούνταν αιχμάλωτοι μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ, αλλά στους Στρατώνες Ιππικού, όπου ήταν και η έδρα της Στρατιάς.
Δεν αποκλείεται και η περίπτωση που κάποιος ανώτερος ή ανώτατος αξιωματικός του Στρατού να είχε ιδιαίτερη εκτίμηση στον αντίπαλό του, τον «Μπαντέκο», και να θέλησε να τον προφυλάξει αυτόν και τους συντρόφους του από τη μανία συγκεκριμένων «κτηνανθρώπων» της Ασφάλειας Λάρισας της εποχής εκείνης.
Πράγματι υπήρξαν -λίγες είναι, αλήθεια- περιπτώσεις επίδειξης σεβασμού στον αντίπαλο. Για παράδειγμα, όταν αναγνωρίστηκε το πτώμα του θρυλικού «Διαμαντή» ανάμεσα στους νεκρούς μαχητές και μαχήτριες που έπεσαν μαζί του, πήγαν στο σημείο εκείνο ανώτατοι αξιωματικοί του Στρατού για να δουν αυτόν το φοβερό και τρομερό αντάρτη, έστω και νεκρό.
Κάποιος πρότεινε να του κόψουν το κεφάλι, να το περιφέρουν στα χωριά της περιοχής ώστε να πειστεί ο κόσμος ότι ο «Διαμαντής» σκοτώθηκε, ότι αυτήν τη φορά είναι πράγματι νεκρός. Αλλά ο επικεφαλής το απαγόρευσε λέγοντας: «Μας εξευτέλισε ζωντανός, να μη μας εξευτελίσει και πεθαμένος.»
Στις 12 Αυγούστου 1949, λίγες μέρες μετά από την αιχμαλωσία και την καταδίκη τους, εκτελέστηκαν ο Νίκος Μπαλάλας, η γυναίκα του Ευτυχία Σδρόλια κι έντεκα άλλοι σύντροφοί τους. Αυτοί οι δεκατρείς που εκτελέστηκαν εκείνη τη μέρα ήταν οι:
Η παροιμιώδης ψυχραιμία του δεν τον εγκατέλειψε ούτε την τελευταία στιγμή, γιατί όταν δόθηκε το παράγγελμα «πυρ!» στο εκτελεστικό απόσπασμα, υπήρξαν κάποια δευτερόλεπτα δισταγμού από την πλευρά των μελών του εκτελεστικού αποσπάσματος.
Είχαν μπροστά τους ένα «θρύλο» της εποχής. Τότε ο «Μπαντέκος» είπε:« Βαράτε βρε, μη φοβάστε.» Η Ευτυχία και ο Νίκος έπεσαν κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου, ζητωκραυγάζοντας μαζί με τους άλλους για το ΔΣΕ, το Κόμμα, τον ελληνικό λαό.
Ο «Μπαντέκος» πέρασε στην Ιστορία κοντά σ’ όλους εκείνους που έπεσαν για την ελευθερία, την ανεξαρτησία, την προκοπή του λαού. Θα έρθει μέρα που το άγαλμά του θα υπάρχει στην είσοδο του χωριού του, όπως και της Ευτυχίας, για το ηθικό δίδαγμα που άφησε κληρονομιά στους αιώνες με τη στάση της μπροστά στους δικαστές της.
Από το βιβλίο του Τριαντάφυλλου Αθ. Γεροζήση “Πρόσωπα, μνήμες, γεγονότα” α’ τόμος (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2017)
Από μικρός δούλευε τσομπάνης, εργάτης ή σε άλλες δουλειές. Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στο χωριό του. Ο δάσκαλός του, ο Χρ. Παπαλεξίου, που τον γνώρισα, ανήκε σ’ εκείνη την προπολεμική γενιά των προοδευτικών δασκάλων, που με κορυφαίο τον Νίκο Πλουμπίδη που υπηρέτησε σα δάσκαλος στην ίδια περιοχή, έριξαν γόνιμο σπόρο, αυτόν που μετά από πολλά χρόνια πολύ χαρακτηριστικά και πετυχημένα διατύπωσε ο Χαρίλαος Φλωράκης, «οι ζευγάδες φεύγουν, η σπορά μένει». Διηγιόταν λοιπόν ο δάσκαλος αργότερα, μετά από τον Εμφύλιο, ότι ο μικρός Νίκος ήταν χαρακτήρας ζωηρός, ατίθασος, έξυπνος, καλόκαρδος, αλλά μάθαινε μόνο ό,τι τον ενδιέφερε, ενώ μιλούσε όμορφα,«… είχε το χάρισμα του λόγου και της πειθούς. Αν η οικογένειά του είχε τα μέσα, θα μπορούσε άνετα να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο…»
Κάποτε ο Νίκος ήρθε σε επαφή με την περίφημη ΟΚΝΕ – Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας, τη μετέπειτα «μήτρα» της θρυλικής ΕΠΟΝ. Η επαφή αυτή, η ένταξή του στην ΟΚΝΕ έγινε αιτία για τον Νίκο να «μορφωθεί», ν’ αναπτύξει τις πνευματικές του ικανότητες, να διευρύνει τους «ορίζοντές» του, να πολιτικοποιηθεί βαθιά, ν’ αποκτήσει καθαρή ταξική συνείδηση.
Έκανε τη στρατιωτική του θητεία και, όταν αργότερα ξέσπασε ο πόλεμος του 1940, με την ιταλική φασιστική επίθεση κατά της Ελλάδας, επιστρατεύτηκε και πολέμησε στο μέτωπο της Αλβανίας.
Ο Νίκος υπήρξε από την αρχή της Κατοχής από τους πρώτους αντάρτες του Ολύμπου, με εντολή του Κόμματός του∙ αρκετά πριν ιδρυθεί ο ΕΛΑΣ, εντάχτηκε στις πρώτες ανταρτοομάδες μαζί με άλλους συγχωριανούς του ή από άλλα χωριά του Ολύμπου, μέλη του ΚΚΕ ή της ΟΚΝΕ, όπως ο Ξυνός, ο Παπαστεργίου, ο Καψάλης, ο Καλομοίρης, ο Πάικος και πολλοί άλλοι.
Πρέπει να είχε στον εγκέφαλό του κάποιο «στρατιωτικό κύτταρο» που μόλις βρέθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες αναπτύχθηκε, γιατί από την αρχή άρχισαν να φαίνονται οι στρατιωτικές και ηγετικές του ικανότητες που σύντομα τον ανέδειξαν ομαδάρχη, αργότερα διμοιρίτη, καπετάνιο λόχου και τέλος λοχαγό του ΕΛΑΣ. Όσοι τον γνώρισαν από κοντά σε δύσκολες στιγμές μιλούν για την παροιμιώδη ψυχραιμία του, τον καλό και απλό χαρακτήρα του, την πειστικότητα του λόγου του.
Για την ψυχραιμία του, μου διηγήθηκε ένα περιστατικό ο Δ. Κικίμης, συμπατριώτης του Νίκου, που όντας νεαρός αντάρτης συνόδευσε κάποτε τον Νίκο ως σύνδεσμός του στο πέρασμα από τον Κίσαβο στον Όλυμπο από ένα γνωστό πόρο του Πηνειού, κοντά στο χωριό Χατζηόμπασι, σημερινό Ευαγγελισμό, το 1943. Επειδή στην περιοχή είχε κάποια φυλάκια ο ιταλικός στρατός, πήγαιναν από μονοπάτια απομακρυσμένα. Για να καλύπτονται είχαν μαζί τους ένα μουλάρι φορτωμένο με δοχεία γάλα, τα γνωστά «γκιούμια», παριστάνοντας τους γαλατάδες.
Απρόσμενα, έπεσαν πάνω σε ιταλική περίπολο. Ο Νίκος ψύχραιμα έκρυψε γρήγορα το αυτόματό του κάτω από το σαμάρι του φορτωμένου μουλαριού κι έτσι πέρασαν τον έλεγχο της περιπόλου χωρίς πρόβλημα.
Νομίζω ότι είναι αδύνατο να βρεθούν και ν’ απαριθμηθούν οι εκατοντάδες μικρές και μεγάλες μάχες στις οποίες έλαβε μέρος, στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο Πόλεμο. Στο κείμενο αυτό, που σε καμιά περίπτωση δε φιλοδοξεί ν’ αποτελέσει έστω και απλό βιογραφικό σημείωμα, γίνεται μόνο αναφορά σε τρεις μεγάλες μάχες-επιχειρήσεις από τις πολλές που έλαβε μέρος: Μία στην Κατοχή και δύο στον Εμφύλιο, από τις οποίες μάλιστα η τελευταία υπήρξε μοιραία γι’ αυτόν. Στις 12 Μάρτη 1943, Ιταλοί και Λεγεωνάριοι, ντόπιοι και ξένοι, της προδοτικής «Λεγεώνας των Βλάχων», σκότωσαν και κρέμασαν 44 από τους συγχωριανούς του Νίκου και δύο από τους παπάδες του χωριού, την Τσαρίτσανη, που είχε έξι εκκλησίες, γιατί δε μαρτυρούσαν ποιοι από τους συγχωριανούς τους ήταν στο ΕΑΜ. Μάλιστα, οι ντόπιοι προδότες, για να μην αναγνωριστούν από τους συγχωριανούς τους, φόρεσαν στολές του ιταλικού στρατού.
Αυτοί, της «Λεγεώνας των Βλάχων», είχαν ανακηρύξει το «Κράτος της Πίνδου», με πρωτεύουσα τη Σαμαρίνα και με ορισμένους γνωστούς, «επώνυμους», εκείνη την εποχή, μ’ επικεφαλής έναν Διαμαντή που αυτοανακηρύχτηκε «Πρίγκηψ Διαμάντε».
Τότε έκαψαν το χωριό για πρώτη φορά, έκαψαν περίπου το μισό χωριό και βέβαια έκαψαν και το πατρικό σπίτι του Νίκου.
Την κωμόπολη την έκαψαν ξανά, αυτήν τη φορά οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους, στις 20 Αυγούστου 1944. Έκαψαν πάνω από 350 σπίτια του χωριού και σκότωσαν πολλούς κατοίκους της.
Τον Ιούνη του 1943, ο Νίκος ήταν συνδιοικητής μιας μονάδας του ΕΛΑΣ με τον τότε υπολοχαγό Ανδρέα Μπεζεριάνο της Σχολής Ευελπίδων και τον παλιό αγωνιστή και μαχητή του πολέμου 1940-41, τον Νίκο Πάικο, παλιό μέλος του ΚΚΕ.
Τότε, στα Στενά του Σαρανταπόρου, μαζί και με άλλες μονάδες του ΕΛΑΣ χτύπησαν κι εξόντωσαν μια μεγάλη γερμανική φάλαγγα, όπου οι Γερμανοί είχαν πολύ μεγάλες απώλειες, 118 νεκρούς, 122 τραυματίες και 129 αυτοκίνητα καμένα, ενώ μεγάλες ήταν οι ποσότητες των όπλων, πυρομαχικών και άλλων λαφύρων που πήραν οι αντάρτες. Στην επιχείρηση αυτή, ο Νίκος πήρε σαν «έπαθλο» τις διόπτρες του Γερμανού διοικητή της φάλαγγας.
Με την Απελευθέρωση και μετά από τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, πέτυχε να ξεφύγει από τις μοναρχοφασιστικές συμμορίες, τους «κυνηγούς κεφαλών» που ξεφύτρωσαν σαν τα μανιτάρια με την ανοχή ή και τη συνεργασία του κράτους αμέσως μετά από την ηττοπαθή, απαράδεκτη και ακατανόητη ιστορικά Συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ στους Άγγλους.
Κατατάχτηκε με εντολή του Κόμματος, του οποίου ήταν μέλος από το 1941, στο ΔΣΕ με το βαθμό του ταγματάρχη το 1946. Αργότερα, με Διατάγματα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, προάχθηκε σε αντισυνταγματάρχη και στη συνέχεια σε συνταγματάρχη, διοικητή της 192ης Ταξιαρχίας που ανήκε στην 1η Μεραρχία του ΔΣΕ, με διοικητή τον Χαρίλαο Φλωράκη-«Γιώτη».
Η Ευτυχία γεννήθηκε το 1926 στο χωριό Κανάλια Καρδίτσας. Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο, που τότε ήταν μεγάλη υπόθεση για γυναίκα αγροτικής περιοχής. Νεαρή κοπέλα μπήκε στην ΕΠΟΝ και πρόσφερε τη νεανική δροσιά της, «.. .τη χρυσή της νιότης πανοπλία…» στον αγώνα.
Το 1947, όταν τμήματα του ΔΣΕ μπήκαν στο χωριό της, τα Κανάλια Καρδίτσας, αρκετοί νέοι και νέες του χωριού κατατάχτηκαν στο ΔΣΕ, μαζί και η Ευτυχία.
Σε μια επιχείρηση η Ευτυχία γνώρισε τον Νίκο. Αγαπήθηκαν και λίγο αργότερα παντρεύτηκαν στην εκκλησία του χωριού Σπαρμός του Ολύμπου. Την ίδια μέρα, στο ίδιο χωριό και την ίδια ώρα, παντρεύτηκε κι ένας άλλος πρωταντάρτης του Ολύμπου, συγχωριανός του Νίκου, ο Θωμάς Καψάλης, ο οποίος σκοτώθηκε αργότερα.
Ήταν ο Νίκος Μπαλάλας, ο περίφημος «Μπαντέκος» του ΔΣΕ και η γυναίκα του η Ευτυχία Σδρόλια. Έλεγαν ότι το αγωνιστικό ψευδώνυμο «Μπαντέκος» ο Νίκος το πήρε από έναν παππού του που τραγουδούσε περίεργα ένα δημοτικό τραγούδι, «Μπάτε, κορίτσια, μπάτε, κο, μπάτε, κο, στο χορό…». Το «μπάτε, κο» έγινε «Μπαντέκος».
Η Ταξιαρχία του Μπαντέκου, η 192η του ΔΣΕ, έλαβε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις, καθώς και στις μεγάλες κι επιτυχημένες επιχειρήσεις του ΔΣΕ για την κατάληψη της Καρδίτσας το Δεκέμβρη του 1948 και του Καρπενησιού το Φλεβάρη του 1949. Επίσης η ταξιαρχία του Μπαντέκου έλαβε μέρος στον «Ελιγμό» προς το Βάλτο, στην αποτυχημένη στο επίπεδο «τακτικής» επιχείρηση για την κατάληψη της Άρτας, αλλά επιτυχημένη «στρατηγικά», το Μάρτη του 1949, που επιχείρησαν οι 1η και 2η Μεραρχίες του ΔΣΕ υπό τη διοίκηση των Χαρίλαου Φλωράκη-Γιώτη και Γιάννη Αλεξάνδρου-«Διαμαντή», καθώς και κάποιες άλλες μονάδες του ΚΓΑΝΕ – Κλιμάκιο Γενικού Αρχηγείου Νότιας Ελλάδας, όπως η Σχολή Αξιωματικών, ο Ουλαμός Υπαξιωματικών και άλλες Μονάδες Χώρου.
Ο Μπαντέκος, διοικώντας ο ίδιος ένα τάγμα της Ταξιαρχίας του, αντιμετώπισε με επιτυχία τις επιθέσεις δύο επίλεκτων «Μοιρών» (Ταγμάτων) των ΛΟΚ – Λόχων Ορεινών Καταδρομών, κρατώντας σταθερά τα κρίσιμα υψώματα Καυκί και Άνεμος ανάμεσα στα χωριά Χρύσω και Κερασοχώρι Αγράφων, κάνοντας ν’ αποτύχει το σχέδιο του στρατηγού του κυβερνητικού στρατού, Τσακαλώτου, για εγκλωβισμό των παραπάνω μονάδων του ΔΣΕ στο χώρο αυτό.
Το Μάη-Ιούνη του 1949 η 1η Μεραρχία του ΔΣΕ με τρεις ταξιαρχίες, την 123η του «Φεραίου» – Μιχ. Παπαδάμου, 138η του Ζαχ. Παπαδουκάκη και την 192η, του «Μπαντέκου» – Νικ. Μπαλάλα, με αδιάκοπες πορείες και μάχες περνά στο Γράμμο.
Εκεί, το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ αποφασίζει να στείλει την 108η Ταξιαρχία της IX Μεραρχίας στ’ Άγραφα-Θεσσαλία, με αποστολή την ανασυγκρότηση της 2ης Μεραρχίας μετά από το θάνατο του διοικητή της, υποστρατήγου Γιάννη Αλεξάνδρου-«Διαμαντή».
Η απόπειρα με την 108η Ταξιαρχία απέτυχε από την πρώτη στιγμή, γιατί με τα πρώτα πυρά για τη διάνοιξη ρήγματος στη διάταξη του αντιπάλου σκοτώθηκε ο διοικητής της, συνταγματάρχης Παν. Ζάρας.
Στη συνέχεια και με την ίδια βασικά αποστολή, την ανασυγκρότηση της 2ης Μεραρχίας, με βάση την 192η Ταξιαρχία, με διοικητή τον «Μπαντέκο», Επίτροπο τον αντισυνταγματάρχη Στάθη Καραγιώργη κι επιτελάρχη τον αντισυνταγματάρχη Στ. Μανίκα, στέλνεται νέο τμήμα.
Το τμήμα αυτό, του οποίου διοικητής ως τ’ Άγραφα θα ήταν ο «Μπαντέκος», χωριζόταν σε δύο ιδιαίτερα τμήματα. Στο δεύτερο τμήμα διοικητής ήταν ο αντισυνταγματάρχης Γιώργος Αθανασίου, ο οποίος θ’ αναλάμβανε διοικητής της υπό ανασυγκρότηση 2ης Μεραρχίας, με Επίτροπο τον αντισυνταγματάρχη Βασ. Ασπρίδη.
Το «Απόσπασμα Μπαντέκου» στην αρχή άνοιξε δίοδο μέσα στη διάταξη του κυβερνητικού στρατού και το τμήμα του Αθανασίου ελίχθηκε προς το χωριό Μεσολούρι και τελικά έφτασε στον προορισμό του στ’ Άγραφα. Το τμήμα όμως του «Μπαντέκου», κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, ίσως και από λάθος εκτίμηση κι εκμετάλλευση του εδάφους, καθυστέρησε στην κίνησή του και κυκλώθηκε στην τοποθεσία Λυκοκρέμασμα, στο βουνό Τάλιαρος.
Εκεί η Ευτυχία τραυματίστηκε ελαφρά και, στην προσπάθειά του να την βοηθήσει, τραυματίστηκε σοβαρά και ο «Μπαντέκος». Βλέποντας το αδιέξοδο και την επικείμενη αιχμαλωσία, ο «Μπαντέκος» προσπάθησε ν’ αυτοκτονήσει, αλλά πρόλαβε και τον εμπόδισε η γυναίκα του, η Ευτυχία, ενώ ήδη για ν’ αποφύγουν την αιχμαλωσία είχαν αυτοκτονήσει ο επιτελάρχης Στ. Μανίκας, ο ταγματάρχης «Μωριάς» και μερικά άλλα στελέχη. Ένα άλλο κομμάτι του τμήματος «Μπαντέκου» με τον Πολιτικό Επίτροπο Στάθη Καραγιώργη, με περίπου εξήντα μαχητές και μαχήτριες, πέτυχε να βγει από τον κλοιό και να ελιχθεί στο Σμόλικα, όπου ενώθηκε προσωρινά με το «Απόσπασμα Παλαιολόγου» που δρούσε εκεί.
Ο «Μπαντέκος», η Ευτυχία και ορισμένοι άλλοι, αξιωματικοί και απλοί μαχητές και μαχήτριες, αιχμαλωτίστηκαν. Όταν διαπιστώθηκε ποιος ήταν ο αιχμάλωτος, τους κατέβασαν με ισχυρή συνοδεία στην Καστοριά. Ήταν οι πρώτες μέρες του Αυγούστου του 1949.
Δεδομένης της φήμης που είχε ο «Μπαντέκος», τις ικανότητές του, τη γνωστή του αποκοτιά και για να μην υπάρξει πιθανότητα να τους ξεφύγει ή να τον ελευθερώσουν με κάποια ενέργειά τους Ελεύθεροι Σκοπευτές του ΔΣΕ, τον μετέφεραν σχεδόν αμέσως, μαζί με την Ευτυχία και άλλους, με αεροπλάνο στη Λάρισα.
Σε λίγες μέρες, έγινε βιαστικά η δίκη τους στο Στρατοδικείο-σφαγείο της Λάρισας. Εκεί ο Νίκος Μπαλάλας-«Μπαντέκος», γνωρίζοντας ότι θα τον εκτελέσουν, αντιμετώπισε τις κατηγορίες με επιχειρήματα, είπε ότι κάποιους από τους μάρτυρες κατηγορίας τους περιφρονεί γιατί ήταν προδότες-δωσίλογοι της Κατοχής και υπερασπίστηκε τον αγώνα του ΕΛΑΣ, του ΔΣΕ και την πολιτική του ΚΚΕ.
Το ίδιο και η Ευτυχία υπερασπίστηκε τον αγώνα του ΔΣΕ, όπως και οι άλλοι κατηγορούμενοι που ήταν μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ και ανάμεσά τους κάποιοι και κάποιες που ήταν αξιωματικοί.
Λίγο πριν απαγγελθούν οι ποινές κι ενώ είχε απαγορευτεί στους συγγενείς των κατηγορούμενων να τους πλησιάσουν, να τους μιλήσουν ίσως για τελευταία φορά, ο πρόεδρος του Στρατοδικείου πρότεινε στην Ευτυχία ν’ αποκηρύξει τον άντρα της, τον Νίκο, ώστε να «γλιτώσει», δεδομένου ότι βρέθηκε να είναι έγκυος τριών μηνών.
Η Ευτυχία απάντησε στο μικρό αυτό άνθρωπο:
-… Με τον άντρα μου μαζί στη ζωή, μαζί στον αγώνα για την προκοπή του λαού, μαζί και στο θάνατο. Με αυτό που μου προτείνετε δεν ενδιαφέρεστε για τη ζωή μου, αλλά θέλετε να χτυπήσετε τον «Μπαντέκο». Δε θα σας κάνω το χατίρι. Γνωρίζετε ότι τίποτε απ’ όσα με κατηγορείτε δεν έχω κάνει και ότι οι μάρτυρες κατηγορίας λένε ψέματα. Στο χέρι σας είναι, εσείς θ’ αποφασίσετε και όχι εγώ, γιατί αν ζήσω με τον τρόπο που προτείνετε, τι θα λέω στο παιδί μου για τον πατέρα του όταν μεγαλώσει;
Ο «Μπαντέκος» καταδικάστηκε 17 φορές σε θάνατο, ενώ ο ταγματάρχης Γιώργος Παπαδημητρίου-«Βύρων», διοικητής τάγματος στην ταξιαρχία του «Μπαντέκου», καταδικάστηκε 31 φορές σε θάνατο.
Τότε ο «Μπαντέκος» άφησε άφωνους τους παράγοντες της δίκης και το ακροατήριο όταν είπε στον «Βύρωνα»:
– Ε, ωρέ Βύρων, ταξίαρχος εγώ, μόνο 17 φορές σε θάνατο, ταγματάρχης εσύ, 31 φορές σε θάνατο, με πέρασες!
Του ταγματάρχη του ΔΣΕ Γιώργου Παπαδημητρίου-«Βύρωνα», ο αδελφός του πατέρα του -τότε ήταν στρατηγός, υπαρχηγός της Χωροφυλακής- ή δε θέλησε ή δεν μπόρεσε να γλιτώσει έστω τον άλλο ανιψιό του, το μικρότερο αδερφό του «Βύρωνα», τον Δημ. Παπαδημητρίου, 18 χρονών, που εκτελέστηκε λίγες μέρες αργότερα.
Ο «Μπαντέκος» και οι άλλοι που εκτελέστηκαν μαζί του δεν εκτελέστηκαν στο Μεζούρλο, το συνήθη τόπο εκτελέσεων στη Λάρισα, αλλά σε μια γωνιά στους Στρατώνες Ιππικού, όπου και κρατούνταν. Είτε γιατί φοβούνταν μην τους ξεφύγει ο «Μπαντέκος» και οι σύντροφοί του, είτε γι’ άλλους λόγους, δεν τους κρατούσαν στη φυλακή της Λάρισας, την «Μπαρουταποθήκη», ούτε στο στρατώνα, το γνωστό ως «Όρχο Αυτοκινήτων», όπου κρατούνταν αιχμάλωτοι μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ, αλλά στους Στρατώνες Ιππικού, όπου ήταν και η έδρα της Στρατιάς.
Δεν αποκλείεται και η περίπτωση που κάποιος ανώτερος ή ανώτατος αξιωματικός του Στρατού να είχε ιδιαίτερη εκτίμηση στον αντίπαλό του, τον «Μπαντέκο», και να θέλησε να τον προφυλάξει αυτόν και τους συντρόφους του από τη μανία συγκεκριμένων «κτηνανθρώπων» της Ασφάλειας Λάρισας της εποχής εκείνης.
Πράγματι υπήρξαν -λίγες είναι, αλήθεια- περιπτώσεις επίδειξης σεβασμού στον αντίπαλο. Για παράδειγμα, όταν αναγνωρίστηκε το πτώμα του θρυλικού «Διαμαντή» ανάμεσα στους νεκρούς μαχητές και μαχήτριες που έπεσαν μαζί του, πήγαν στο σημείο εκείνο ανώτατοι αξιωματικοί του Στρατού για να δουν αυτόν το φοβερό και τρομερό αντάρτη, έστω και νεκρό.
Κάποιος πρότεινε να του κόψουν το κεφάλι, να το περιφέρουν στα χωριά της περιοχής ώστε να πειστεί ο κόσμος ότι ο «Διαμαντής» σκοτώθηκε, ότι αυτήν τη φορά είναι πράγματι νεκρός. Αλλά ο επικεφαλής το απαγόρευσε λέγοντας: «Μας εξευτέλισε ζωντανός, να μη μας εξευτελίσει και πεθαμένος.»
Στις 12 Αυγούστου 1949, λίγες μέρες μετά από την αιχμαλωσία και την καταδίκη τους, εκτελέστηκαν ο Νίκος Μπαλάλας, η γυναίκα του Ευτυχία Σδρόλια κι έντεκα άλλοι σύντροφοί τους. Αυτοί οι δεκατρείς που εκτελέστηκαν εκείνη τη μέρα ήταν οι:
- Αποστόλου Απόστολος, 20 ετών.
- Δρόλαπας Θεόδωρος, 35 ετών.
- Καραμπότσης Ευάγγελος, 23 ετών.
- Κουβάτης Ιωάννης, 28 ετών.
- Μπαγιάννης Πέτρος, 23 ετών.
- Μπαλάλας Νικόλαος – «Μπαντέκος», 33 ετών.
- Μπετσέλου Καλλιόπη, 22 ετών.
- Παπαδημητρίου Γεώργιος – «Βύρων», 27 ετών.
- Πέτος Χρίστος, 17 ετών.
- Πουρνάρας Χαράλαμπος, 24 ετών.
- Πρεμογιάννης Βασίλειος, 27 ετών.
- Σδρόλια Ευτυχία, 23 ετών.
- Τσουγγρής Γεώργιος, 23 ετών.
Η παροιμιώδης ψυχραιμία του δεν τον εγκατέλειψε ούτε την τελευταία στιγμή, γιατί όταν δόθηκε το παράγγελμα «πυρ!» στο εκτελεστικό απόσπασμα, υπήρξαν κάποια δευτερόλεπτα δισταγμού από την πλευρά των μελών του εκτελεστικού αποσπάσματος.
Είχαν μπροστά τους ένα «θρύλο» της εποχής. Τότε ο «Μπαντέκος» είπε:« Βαράτε βρε, μη φοβάστε.» Η Ευτυχία και ο Νίκος έπεσαν κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου, ζητωκραυγάζοντας μαζί με τους άλλους για το ΔΣΕ, το Κόμμα, τον ελληνικό λαό.
Ο «Μπαντέκος» πέρασε στην Ιστορία κοντά σ’ όλους εκείνους που έπεσαν για την ελευθερία, την ανεξαρτησία, την προκοπή του λαού. Θα έρθει μέρα που το άγαλμά του θα υπάρχει στην είσοδο του χωριού του, όπως και της Ευτυχίας, για το ηθικό δίδαγμα που άφησε κληρονομιά στους αιώνες με τη στάση της μπροστά στους δικαστές της.
Από το βιβλίο του Τριαντάφυλλου Αθ. Γεροζήση “Πρόσωπα, μνήμες, γεγονότα” α’ τόμος (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2017)
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του αφιερώματος της Κατιούσα στα 100 χρόνια του ΚΚΕ και τα 50 χρόνια της ΚΝΕ