Οι περισσότεροι την έχουμε γνωρίσει στη φαιοκόκκινη εκδοχή της. Ο
ναζισμός και ο κομμουνισμός (Στάλιν και Χίτλερ) δεν είναι παρά οι δύο
όψεις του νομίσματος του ολοκληρωτισμού, μαύρος και κόκκινος φασισμός,
που καταπνίγουν την προσωπικότητα και τις ελευθερίες της.
Πόσοι και πόσοι ειδικοί, πολιτικοί, "προοδευτικοί" συγγραφείς, κτλ, δεν
έχουν βάλει το δικό τους λιθαράκι, για να χτίσουν αυτό το "αφήγημα": από
τη Χάνα Άρεντ διεθνώς, μέχρι τη Σώτη, ως πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα
εγχώριας απαλεψιάς, και βουλευτές του Σύριζα, με τα πένθιμα σήμαντρα του
"ομοφοβικού ΚΚΕ" και την καταπίεση ομοφυλόφιλων και γυναικών στη
Σοβιετία -για να πιάσουμε το πιο πρόσφατο παράδειγμα.
Ή όπως γράφει ο Άγης Στίνας:
Η αληθινή δημοκρατία έχει πάψει να υπάρχει στον πλανήτη μας από τότε
που ο ενεργός πολίτης μιας αυτόνομης κοινότητας έγινε ο ευπειθής υπήκοος
της οποιασδήποτε πολιτικής, θρησκευτικής, κτλ, εξουσίας. Αυτό ισχύει
για όλα τα σύγχρονα κράτη.
(...) Όμως υπάρχουν στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες μερικά πράγματα
που έχουν πραγματική αξία για τις λαϊκές μάζες. Είναι αυτά που οι ίδιες
με τους αγώνες τους και με το αίμα τους έχουν κατακτήσει. Είναι αυτά
που μπορούν να γίνουν μέσα και όπλα στην πάλη για τη χειραφέτησή τους:
το δικαίωμα της οργάνωσης, της συγκέντρωσης, της διαδήλωσης, της
απεργίας, της ελεύθερης διάδοσης των ιδεών, της ελεύθερης συζήτησης.
Αυτές ακριβώς τις πολύτιμες για τις λαϊκές μάζες κατακτήσεις καταργεί
το ολοκληρωτικό καθεστώς, είτε πρόκειται για στρατιωτική δικτατορία
είτε για την εξουσία του ενός κόμματος. Όλες οι εξουσίες συγκεντρώνονται
και μονοπωλούνται από το ολοκληρωτικό Κράτος. Οι λαϊκές οργανώσεις
διαλύονται, οι διαδηλώσεις, οι συγκεντρώσεις και οι απεργίες
απαγορεύονται. Ο τύπος και όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι
αποκλειστικό δικαίωμα του κράτους. Οι λαοί σε αυτά τα καθεστώτα δεν
πρέπει να ακούν, να βλέπουν, να μαθαίνουν, να πληροφορούνται τίποτε άλλο
από αυτό που θέλει το ολοκληρωτικό Κράτος. Για εκείνους που αντιδρούν
ενεργά, για εκείνους που υπάρχουν υπόνοιες ότι αντιδρούν, για τους
συγγενείς τους, για γνωστούς παλιούς αγωνιστές είναι τα στρατόπεδα
συγκέντρωσης, οι φυλακές, τα ψυχιατρεία, τα βασανιστήρια, τα εκτελεστικά
αποσπάσματα.
Η προφανής στόχευση είναι αυτή ακριβώς. Να δείξει δηλ τα συγκριτικά
πλεονεκτήματα της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας και των στοιχειωδών
δικαιωμάτων που εξασφαλίζει στα μέλη της κοινωνίας,αντίθετα με τα δύο
άκρα, που συνθλίβουν σαν Συμπληγάδες το άτομο. Αν και συνήθως, ένας τόσο
χοντροκομμένος συμψηφισμός πάει πολύ βαθύτερα από την απλή ανάδειξη
μιας "τρίτης, εναλλακτικής κατάστασης". Στην πραγματικότητα, στην
σπίλωση ενός πόλου, χώρου, πολιτικής πρότασης, που βαφτίζεται άκρο, για
να μπει στο ίδιο τσουβάλι με κάτι άλλο, το οποίο με τη σειρά του
κερδίζει μια έμμεση νομιμοποίηση από αυτή τη σύγκριση. Ο στόχος εν
προκειμένω δεν είναι άλλος από την καταδίκη της εγκληματικής φύσης του
κομμουνισμού, ως πρακτικής κι ως ιδεολογίας (συμπληρώστε νοερά τα
εισαγωγικά, όπου χρειάζεται, γιατί είναι πάρα πολλά, για να τα βάλω
όλα). Αντιθέτως, το άκρο του φασισμού παρουσιάζεται ως κάτι αυτόνομο από
την αστική του μήτρα, κι αναβαθμίζεται-νομιμοποιείται από την εξίσωσή
του με τον άλλο πόλο, χωρίς να του μείνει κάποια ρετσινιά.
Εφόσον λοιπόν η (αστική) δημοκρατία ανέχεται τους κομμουνιστές, που
διακηρύσσουν ανοιχτά πως θέλουν να την καταλύσουν, γιατί να μη γίνει το
ίδιο και με τους νεοναζί, ανεξάρτητα από το αν διαφωνεί με τις ιδέες που
εκφράζουν; Αυτή είναι εξάλλου η πεμπτουσία και το μεγαλείο της αστικής
δημοκρατίας. Να φέρνει το φασισμό από το παράθυρο.
Αυτό που είναι εντυπωσιακό, ωστόσο, είναι πόσο εύκολα υιοθετούνται στον
καθημερινό δημόσιο λόγο οι διάφορες παραλλαγές του παραπάνω σχήματος,
για να αποδείξουν πόσο φρόνιμη και νηφάλια είναι η δική τους θέση, που
οριοθετείται από δύο αλληλοτροφοδοτούμενα κέντρα και αποφεύγει τα ακραία
ολισθήματα και τους κινδύνους που συνεπάγονται.
Ήδη από τη διατύπωση, κάποιοι σφοι αναγνώστες μπορεί να θυμήθηκαν το
βασικό ερμηνευτικό σχήμα που έχει διαφανεί εν όψει του τρίτου τόμου του
δοκιμίου ιστορίας του κόμματος, για την κομματική κρίση του 89-91, με τα
δύο αλλητροφοδοτούμενα κέντρα, δεξιό κι αριστερό (προσέξτε όμως πώς η
χρήση της έννοιας κέντρου, αδυνατίζει τη σχηματική, γεωγραφική χρήση των
όρων δεξιά-αριστερά). Το οποίο κατά τη γνώμη μου εξισώνει άνισα μεγέθη
κι ευθύνες διαφορετικής βαρύτητας ή σκοπιμότητας, ενώ το βασικό είναι να
αναδειχτούν οι λόγοι και τα δεξιά λάθη που οδήγησαν στην κυριαρχία του
αναθεωρητικού κέντρου (και τον αριστερισμό ως τιμωρία για τα δεξιά
λάθη), τα οποία εξετάζονται συνοπτικά σε ένα περυσινό κείμενο της
κετουκε στην Κομεπ, που δίνει ίσως το περίγραμμα του τρίτου τόμου.
Σε παρόμοια θέση περικύκλωσης είχε βρεθεί κατά τη δεκαετία του 20' και
το μπολσεβίκικο κόμμα, όταν ο σφος με το μουστάκι κι η συντριπτική
πλειοψηφία γύρω απ' αυτόν εναντιώθηκε στην αριστερή, μικροαστική
παρέκκλιση (Τρότσκι, Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ) και τη δεξιά, οπορτουνιστική
παρέκκλιση (Μπουχάριν), κι ενώ αρχικά είχε συμμαχήσει με τη δεύτερη
εναντίον της πρώτης. Ενώ ο Στάλιν επισήμαινε πως ο μεγαλύτερος κίνδυνος
είναι αυτός που υποτιμούμε κάθε φορά.
Οι έννοιες αυτές αντιστράφηκαν με εντυπωσιακό τρόπο στα χρόνια της
Περεστρόικα (πριν έρθουν όλα πάνω-κάτω), όπου αριστεροί και ριζοσπάστες
θεωρούνταν τα γκεσέμια της παλινόρθωσης, ενώ δεξιοί και δογματικοί ήταν
όσοι υπερασπίζονταν τις σοσιαλιστικές δομές, ακόμα και κάποιοι τίμιοι
μπρεζνιεφικοί, σαν τον Λιγκατσόφ (ένας διαχωρισμός που μεταφέρθηκε εν
μέρει και στα καθ' ημάς, με τους "ανανεωτικούς" αναθεωρητές να
θεωρούνται από τα αστικά μέσα πιο τολμηροί κι αριστεροί από τους
δογματικούς, που έμεναν προσκολλημένοι στο παρελθόν). Ο Γκόρμπι
εμφανιζόταν ως η φωνή της λογικής, που έβαζε χαλινάρι στις ακραίες
απόψεις κι οδηγούσε νηφάλια το τιμόνι της χώρας (προς το γκρεμό). Ενώ ο
Σάββας Μιχαήλ, που έβλεπε στην Περεστρόικα την ενσάρκωση του
τροτσκιστικού σχήματος της επανάστασης μες στην επανάσταση ενάντια στη
γραφειοκρατία), θεωρούσε σε κάποιο κείμενό του το Γέλτσιν ως τον πιο
συνεπή, ριζοσπάστη μεταρρυθμιστή (ενάντια στις "ταλαντεύσεις" του
Γκόρμπι).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει κι η χρήση του σχήματος από διάφορα παρακλάδια
(καταβολάδες και περικοκλάδες, που δε θα γίνουν ποτέ δέντρα) του ΚΚ.
Στο εξωκοινοβούλιο πχ βρίσκουν αρκετά έξυπνη την τακτική των ίσων
αποστάσεων από τους δύο πόλους της "επίσημης αριστεράς" και το
διαχωρισμό τόσο από τον αδιέξοδο σεχταρισμό του ΚΚΕ, που υποτιμά την
τακτική και τους ενδιάμεσους στόχους, όσο και από το ρεφορμισμό του
Σύριζα που υποβαθμίζει κι απομακρύνει το στρατηγικό στόχο. Όμως από τη
στιγμή που υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός, γίνεται σαφώς από θέση ευμενούς
ουδετερότητας προς την κυβερνώσα αριστερά, που αθωώνεται (ή απλώς
καταδικάζεται ανέξοδα εκ των υστέρων) για μια σειρά επιλογές της, όπως
φάνηκε και στην πράξη, τους πρώτους μήνες της πρώτη φορά αριστεράς,
μέχρι το δημοψήφισμα.
Αλλά αυτά τα σχήματα μπορεί να γυρίσουν μπούμερανγκ. Να βγει πχ η ΛαΕ,
που έχει κάνει σημαία της την έξοδο από το ευρώ, και να φτιάξει με το
ίδιο ακριβώς σκεπτικό, το δικό της δίπολο, ενάντια στην Ανταρσυα που
συμπεριφέρεται ως ένα μικρό ΚΚΕ (το 'παμε και παραπάνω για τα
εισαγωγικά), βάζει απογειωμένους στόχους κι υποτιμά τον κρίκο της
ευρωζώνης, κι ενάντια στο Σύριζα, που μένει σταθερά στο άλλο άκρο.
Αλλά μπορεί να βγάλει ένα αντίστοιχο δίπολο (και μαζί όλη την Πασοκιά
του), μιλώντας πχ για αριστερούς ψάλτες της δεξιάς και το καραβάνι του,
που προχωρά μες στην έρημο με τις πάμπολλες οφθαλμαπάτες (πχ για μια
καλή, δημοκρατική ΕΕ), παρά τα σκυλιά που γαβγίζουν.
Αντίστοιχο δίπολο θα μπορούσε να βγάλει ακόμα κι η ΝΔ, για να δείξει πως
εκπροσωπεί το μεσαίο χώρο ενάντια σε αυτούς που δε θέλουν τις
μεταρρυθμίσεις και αυτούς που λένε πως δεν προχωρούν αρκετά γρήγορα κι
αποφασιστικά.
Ή ακόμα και το Ποτάμι, που εκπροσωπεί το "ακραίο κέντρο", όπως είχε γράψει σε μια παλιότερη ανάλυσή του ο Θοδωρής.
Υπενθυμίζω επίσης και το δίπολο δογματισμού-αναθεωρητισμού, που
χρησιμοποιεί στην ανάλυσή της η ΛτΙ -όπως είδαμε σε ένα πρόσφατο
κείμενο.
Δεν ξέρω αν από τα παραπάνω μπορεί να βγει κάποιο συνολικό συμπέρασμα.
Εγώ θα σημείωνα πάντως ως επιμύθιο πως αντί να προσπαθούμε να βρούμε δύο
άκρα, που τα υπερβαίνει, υποτίθεται, διαλεκτικά η δική μας προσέγγιση,
ως σώφρον κέντρο, και να παρουσιάζουμε με τέτοιους όρους την ιδεολογική
διαπάλη που διεξάγεται -από εδώ η γυναίκα μου, από εδώ το αίσθημά μου,
και στη μέση ο γαμάτος της υπόθεσης- πρέπει να ξεφύγουμε από την
υποσυνείδητη ενσωμάτωση του παραπάνω σχήματος, τις γεωγραφικές έννοιες
και τις σχηματικές αντιλήψεις.
Και να παρουσιάζουμε τη δική μας πρόταση ως αυτό που πραγματικά είναι: η
επαναστατική υπέρβαση των αδιεξόδων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής
και όλων των ταξικών κοινωνιών. Η προοπτική μιας κοινωνίας χωρίς αδικία
κι εκμετάλλευση. Και το αναντικατάστατο μέσο/όπλο της ταξικής πάλης,
που περιλαμβάνει δύο ανειρήνευτους πόλους: το κεφάλαιο και την εργασία.
Τίποτα λιγότερο, τίποτα πιο "κεντρικό" ή στρογγυλεμένο.