Με
αφορμή την προώθηση του «Αντικομμουνιστικού Μνημονίου», η αστική τάξη
φόρεσε για ακόμα μια φορά το προσωπείο του κατηγόρου, ζητώντας τη διεθνή
καταδίκη των «εγκλημάτων του κομμουνισμού», απαιτώντας «δηλώσεις
μετανοίας» από τα Κομμουνιστικά Κόμματα και διατάσσοντας την
«αναπροσαρμογή» της ιστορικής μνήμης των λαών! Και όλα αυτά στο όνομα
της ηθικής τάξης και του ανθρωπισμού...
Η υποκρισία της αστικής τάξης δεν έχει όρια: «Ξεχνώντας» ότι με την ταξική βία κατάφερε και η ίδια να αποτινάξει το φεουδαρχικό απολυταρχικό παρελθόν και να κινήσει μπροστά τους τροχούς της ιστορίας, φρόντισε εκ των υστέρων - και καθήμενη πλέον στο θρόνο του κυρίαρχου εκμεταλλευτή - να την ταυτίσει με την τρομοκρατία και το έγκλημα. Ετσι, η ταξική βία που στρέφεται εναντίον της, «απονομιμοποιείται» και καταδικάζεται. Αλλά μιας και ένα από τα ζητούμενα είναι η ιστορική μνήμη, ας κάνουμε μια αναδρομή στα έργα και ημέρες του «κατηγόρου» καπιταλισμού.
Η υποκρισία της αστικής τάξης δεν έχει όρια: «Ξεχνώντας» ότι με την ταξική βία κατάφερε και η ίδια να αποτινάξει το φεουδαρχικό απολυταρχικό παρελθόν και να κινήσει μπροστά τους τροχούς της ιστορίας, φρόντισε εκ των υστέρων - και καθήμενη πλέον στο θρόνο του κυρίαρχου εκμεταλλευτή - να την ταυτίσει με την τρομοκρατία και το έγκλημα. Ετσι, η ταξική βία που στρέφεται εναντίον της, «απονομιμοποιείται» και καταδικάζεται. Αλλά μιας και ένα από τα ζητούμενα είναι η ιστορική μνήμη, ας κάνουμε μια αναδρομή στα έργα και ημέρες του «κατηγόρου» καπιταλισμού.
Εκβιομηχάνιση και Αποικιοκρατία
«Το κεφάλαιο γεννιέται βουτηγμένο από την κορυφή ως τα νύχια στο αίμα και στη βρωμιά.»(Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», 1ος τόμος, σελ. 785)
Οι αστικές απεικονίσεις της βιομηχανικής επανάστασης περιορίζονται συνήθως σε μια «ρομαντική» καταγραφή μιας περιόδου που χαρακτηρίζεται από μεγάλες ανακαλύψεις στην επιστήμη, ηρωικές εξερευνήσεις και κατακτήσεις, μιας εποχής που έδωσε το έναυσμα για την αμφισβήτηση και αντικατάσταση του μεσαιωνικού σκοταδισμού με τη λογική, κλπ. Ανεξάρτητα, όμως, από τα προοδευτικά στοιχεία που όντως εμπεριείχε ο καπιταλισμός ως ανερχόμενο τότε κοινωνικοοικονομικό σύστημα, το γεγονός είναι πως η μετάβαση από τη φεουδαρχία υπήρξε μια διαδικασία ιδιαίτερα μακρόχρονη όσο και βίαια.
Η βιομηχανική επανάσταση σημαδεύτηκε πρώτα και κύρια από τη βίαιη απαλλοτρίωση των αγροτικών πληθυσμών, την καταναγκαστική εκδίωξή τους από τους αγρούς και τη μετατροπή τους σε μισθωτούς εργάτες για τις ανάγκες της γοργά αναπτυσσόμενης βιομηχανίας. Ωστόσο, «όσοι διώχθηκαν με τη διάλυση των φεουδαρχικών ακολουθιών και με την απότομη, βίαιη απαλλοτρίωση της γης τους, το προγραμμένο αυτό προλεταριάτο σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε να απορροφηθεί από τη γεννώμενη μανουφακτούρα τόσο γρήγορα, όσο γρήγορα δημιουργήθηκε. Από την άλλη μεριά, οι απότομα εκσφενδονισμένοι από τη συνηθισμένη τροχιά της ζωής τους άνθρωποι δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν εξίσου απότομα στην πειθαρχία της νέας κατάστασής τους».
Μετατράπηκαν, λοιπόν, σε περιθωριακά στοιχεία, τα οποία η ευρωπαϊκή νομοθεσία του 15ου και 16ου αιώνα έσπευσε να καταστείλει: «Ενας νόμος του πρώτου έτους της βασιλείας του (του Εδουάρδου του ΣΤ΄ της Αγγλίας), 1597, ορίζει πως, αν κάποιος αρνιέται να εργαστεί, πρέπει να δίδεται σκλάβος στο πρόσωπο που τον κατάγγειλε σαν αργόσχολο. Ο αφέντης πρέπει να τρέφει τον σκλάβο του με ψωμί και νερό, με αδύνατα ποτά και με ό,τι απορρίμματα κρεάτων κρίνει αυτός κατάλληλα. Εχει το δικαίωμα να τον βάζει να κάνει οποιαδήποτε εργασία, όσο αηδιαστική κι αν είναι, μαστιγώνοντας κι αλυσοδένοντάς τον...». «Ετσι», γράφει ο Μαρξ, «ο αγροτικός πληθυσμός, που με τη βία τον απαλλοτρίωσαν, τον κυνήγησαν και τον μετέτρεψαν σε αλήτες, υποτάχθηκε με τερατώδικους τρομοκρατικούς νόμους, με μαστιγώσεις, με στιγματισμούς και με βασανιστήρια σε μια πειθαρχία τέτοια που απαιτεί το σύστημα της μισθωτής εργασίας». (Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», 1ος τόμος, σελ.759 και 761 - 762).
Η κατάσταση της γοργά αναπτυσσόμενης εργατικής τάξης στις καπιταλιστικές χώρες παρέμεινε άθλια μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Μια Βρετανική Εκθεση για την Κατάσταση του Εργαζόμενου Πληθυσμού το 1842 έγραφε χαρακτηριστικά πως το μέσο προσδόκιμο ζωής για τους εργάτες στη βιομηχανική πόλη του Λίβερπουλ δεν ξεπερνούσε τα 15 χρόνια! «Ο κύριος λόγος για το υψηλό ποσοστό θανάτων είναι η εκτεταμένη θνησιμότητα μεταξύ των βρεφών και των μικρών παιδιών. Η κατάσταση των παιδιών είναι συνήθως τόσο αδύναμη, ώστε δεν αντέχει τις βλαβερές συνέπειες ενός χαμηλού επιπέδου διαβίωσης. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν αποτελεί έκπληξη που μαθαίνουμε από την έκθεση που μόλις συντάξαμε ότι στο Μάντσεστερ, για παράδειγμα, σχεδόν το 54% των παιδιών των εργατών πεθαίνουν πριν τα πέμπτα τους γενέθλια». (Engels, 1958, «The Condition of the Working Class in England», σελ.121).
Η εργάσιμη μέρα κυμαινόταν από 12 έως και 16 ώρες, ενώ οι μισθοί μόλις επαρκούσαν - και πολλές φορές δεν επαρκούσαν - για την επιβίωση των εργαζομένων. Η πρώτη σχετική απογραφή του εργαζόμενου πληθυσμού στις ΗΠΑ το 1870, κατέγραψε 750.000 παιδιά κάτω των 15 ετών απασχολούμενα στη βιομηχανία. Και όμως, ουσιαστική νομοθεσία για την προστασία των παιδιών από την εργοδοτική αυθαιρεσία δεν υπήρξε, παρά μόνο το 1938 (Fair Labor Standards Act).
Και όποτε οι εργαζόμενοι σήκωναν κεφάλι, διεκδικώντας πράγματα που σήμερα μπορεί να τα θεωρούμε αυτονόητα, το κράτος και οι εργοδότες έστελναν εναντίον τους το στρατό, οργάνωναν ένοπλες συμμορίες, επιστράτευαν την εθνοφρουρά και έριχναν στο ψαχνό: δεκάδες - αν όχι εκατοντάδες χιλιάδες - τα θύματα, εργάτες, διαδηλωτές, συνδικαλιστές που αμφισβήτησαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, την κυριαρχία του κεφαλαίου. Αυτούς βέβαια δε θα τους βρείτε ποτέ καταγραμμένους σε καμιά σελίδα της αστικής ιστοριογραφίας.
Οι αστικές απεικονίσεις της βιομηχανικής επανάστασης περιορίζονται συνήθως σε μια «ρομαντική» καταγραφή μιας περιόδου που χαρακτηρίζεται από μεγάλες ανακαλύψεις στην επιστήμη, ηρωικές εξερευνήσεις και κατακτήσεις, μιας εποχής που έδωσε το έναυσμα για την αμφισβήτηση και αντικατάσταση του μεσαιωνικού σκοταδισμού με τη λογική, κλπ. Ανεξάρτητα, όμως, από τα προοδευτικά στοιχεία που όντως εμπεριείχε ο καπιταλισμός ως ανερχόμενο τότε κοινωνικοοικονομικό σύστημα, το γεγονός είναι πως η μετάβαση από τη φεουδαρχία υπήρξε μια διαδικασία ιδιαίτερα μακρόχρονη όσο και βίαια.
Η βιομηχανική επανάσταση σημαδεύτηκε πρώτα και κύρια από τη βίαιη απαλλοτρίωση των αγροτικών πληθυσμών, την καταναγκαστική εκδίωξή τους από τους αγρούς και τη μετατροπή τους σε μισθωτούς εργάτες για τις ανάγκες της γοργά αναπτυσσόμενης βιομηχανίας. Ωστόσο, «όσοι διώχθηκαν με τη διάλυση των φεουδαρχικών ακολουθιών και με την απότομη, βίαιη απαλλοτρίωση της γης τους, το προγραμμένο αυτό προλεταριάτο σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε να απορροφηθεί από τη γεννώμενη μανουφακτούρα τόσο γρήγορα, όσο γρήγορα δημιουργήθηκε. Από την άλλη μεριά, οι απότομα εκσφενδονισμένοι από τη συνηθισμένη τροχιά της ζωής τους άνθρωποι δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν εξίσου απότομα στην πειθαρχία της νέας κατάστασής τους».
Μετατράπηκαν, λοιπόν, σε περιθωριακά στοιχεία, τα οποία η ευρωπαϊκή νομοθεσία του 15ου και 16ου αιώνα έσπευσε να καταστείλει: «Ενας νόμος του πρώτου έτους της βασιλείας του (του Εδουάρδου του ΣΤ΄ της Αγγλίας), 1597, ορίζει πως, αν κάποιος αρνιέται να εργαστεί, πρέπει να δίδεται σκλάβος στο πρόσωπο που τον κατάγγειλε σαν αργόσχολο. Ο αφέντης πρέπει να τρέφει τον σκλάβο του με ψωμί και νερό, με αδύνατα ποτά και με ό,τι απορρίμματα κρεάτων κρίνει αυτός κατάλληλα. Εχει το δικαίωμα να τον βάζει να κάνει οποιαδήποτε εργασία, όσο αηδιαστική κι αν είναι, μαστιγώνοντας κι αλυσοδένοντάς τον...». «Ετσι», γράφει ο Μαρξ, «ο αγροτικός πληθυσμός, που με τη βία τον απαλλοτρίωσαν, τον κυνήγησαν και τον μετέτρεψαν σε αλήτες, υποτάχθηκε με τερατώδικους τρομοκρατικούς νόμους, με μαστιγώσεις, με στιγματισμούς και με βασανιστήρια σε μια πειθαρχία τέτοια που απαιτεί το σύστημα της μισθωτής εργασίας». (Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», 1ος τόμος, σελ.759 και 761 - 762).
Η κατάσταση της γοργά αναπτυσσόμενης εργατικής τάξης στις καπιταλιστικές χώρες παρέμεινε άθλια μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Μια Βρετανική Εκθεση για την Κατάσταση του Εργαζόμενου Πληθυσμού το 1842 έγραφε χαρακτηριστικά πως το μέσο προσδόκιμο ζωής για τους εργάτες στη βιομηχανική πόλη του Λίβερπουλ δεν ξεπερνούσε τα 15 χρόνια! «Ο κύριος λόγος για το υψηλό ποσοστό θανάτων είναι η εκτεταμένη θνησιμότητα μεταξύ των βρεφών και των μικρών παιδιών. Η κατάσταση των παιδιών είναι συνήθως τόσο αδύναμη, ώστε δεν αντέχει τις βλαβερές συνέπειες ενός χαμηλού επιπέδου διαβίωσης. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν αποτελεί έκπληξη που μαθαίνουμε από την έκθεση που μόλις συντάξαμε ότι στο Μάντσεστερ, για παράδειγμα, σχεδόν το 54% των παιδιών των εργατών πεθαίνουν πριν τα πέμπτα τους γενέθλια». (Engels, 1958, «The Condition of the Working Class in England», σελ.121).
Η εργάσιμη μέρα κυμαινόταν από 12 έως και 16 ώρες, ενώ οι μισθοί μόλις επαρκούσαν - και πολλές φορές δεν επαρκούσαν - για την επιβίωση των εργαζομένων. Η πρώτη σχετική απογραφή του εργαζόμενου πληθυσμού στις ΗΠΑ το 1870, κατέγραψε 750.000 παιδιά κάτω των 15 ετών απασχολούμενα στη βιομηχανία. Και όμως, ουσιαστική νομοθεσία για την προστασία των παιδιών από την εργοδοτική αυθαιρεσία δεν υπήρξε, παρά μόνο το 1938 (Fair Labor Standards Act).
Και όποτε οι εργαζόμενοι σήκωναν κεφάλι, διεκδικώντας πράγματα που σήμερα μπορεί να τα θεωρούμε αυτονόητα, το κράτος και οι εργοδότες έστελναν εναντίον τους το στρατό, οργάνωναν ένοπλες συμμορίες, επιστράτευαν την εθνοφρουρά και έριχναν στο ψαχνό: δεκάδες - αν όχι εκατοντάδες χιλιάδες - τα θύματα, εργάτες, διαδηλωτές, συνδικαλιστές που αμφισβήτησαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, την κυριαρχία του κεφαλαίου. Αυτούς βέβαια δε θα τους βρείτε ποτέ καταγραμμένους σε καμιά σελίδα της αστικής ιστοριογραφίας.
Η αποικιοκρατία
Ομως,
οι διογκούμενες ανάγκες των γοργά αναπτυσσόμενων καπιταλιστικών κρατών
για φτηνές πρώτες ύλες, ώστε να διατηρήσουν σε κίνηση τις τεράστιες
βιομηχανίες τους, για νέες αγορές, προκειμένου να απορροφήσουν τον
αυξημένο όγκο αγαθών που παρήγαν και για νέα πεδία επενδύσεων των
κεφαλαίων που είχαν συσσωρεύσει, είχαν ως αποτέλεσμα την προσθήκη ακόμα
ενός μελανού κεφαλαίου στην ιστορία του καπιταλισμού: Την αποικιοκρατία.
Η αποικιοκρατία, η επιθετική υπεράσπιση των συμφερόντων του ιμπεριαλισμού ανά τον κόσμο μέσω της βίαιης κατάληψης και άγριας εκμετάλλευσης νέων εδαφών και λαών, έφτασε στο αποκορύφωμά της το 1914, όπου πάνω από τα 4/5 της υφηλίου βρίσκονταν υπό τον έλεγχο οκτώ μόλις χωρών. Πολλές από αυτές τις αποικίες διατηρήθηκαν μέχρι και τις δεκαετίες 1950 - 1960, όταν τα μεγάλα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που αναπτύχθηκαν στις υπό ιμπεριαλιστικό ζυγό χώρες - με την ηθική και υλική συμπαράσταση της Σοβιετικής Ενωσης - πέτυχαν την ανεξαρτησία τους. Ανάμεσα στα «επιτεύγματα» της αποικιοκρατίας συγκαταλέγονται και τα εξής:
Η χρήση στρατιωτικής δύναμης, προκειμένου να προωθηθούν τα συμφέροντα των διεθνών μονοπωλίων στο εξωτερικό, οδήγησε σε αμέτρητες αιματηρές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Μόνο την περίοδο 1898 - 1934, οι ΗΠΑ εισέβαλαν σε χώρες της Λατινικής Αμερικής 32 φορές. Ο στρατηγός Smedley Butler, ο οποίος υπήρξε επικεφαλής πολλών τέτοιων στρατιωτικών επεμβάσεων, μετά την αποστρατεία του, περιέγραψε την καριέρα του ως εξής: «Ξόδεψα 33 χρόνια και 4 μήνες στην ενεργό στρατιωτική υπηρεσία. Και κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής ξόδεψα τον περισσότερο καιρό μου ως μπράβος για τις μεγάλες επιχειρήσεις, για τη Γουόλ Στριτ και τους τραπεζίτες. Με λίγα λόγια, υπήρξα "ένας γκάγκστερ του καπιταλισμού". Ετσι, συνέδραμα στο να γίνει το Μεξικό ασφαλές για τα συμφέροντα του Αμερικανικού Πετρελαίου το 1914. Συνέδραμα στο να γίνει η Αϊτή και η Κούβα ασφαλές μέρος για τους λεβέντες της National City Bank να συλλέγουν κέρδη. Συνέδραμα στο βιασμό μισής ντουζίνας κρατών της Κεντρικής Αμερικής για το όφελος της Γουόλ Στριτ». (Δήλωση Butler στο J Bradner, 1991, «Real War Stories»).
Η αποικιοκρατία, η επιθετική υπεράσπιση των συμφερόντων του ιμπεριαλισμού ανά τον κόσμο μέσω της βίαιης κατάληψης και άγριας εκμετάλλευσης νέων εδαφών και λαών, έφτασε στο αποκορύφωμά της το 1914, όπου πάνω από τα 4/5 της υφηλίου βρίσκονταν υπό τον έλεγχο οκτώ μόλις χωρών. Πολλές από αυτές τις αποικίες διατηρήθηκαν μέχρι και τις δεκαετίες 1950 - 1960, όταν τα μεγάλα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που αναπτύχθηκαν στις υπό ιμπεριαλιστικό ζυγό χώρες - με την ηθική και υλική συμπαράσταση της Σοβιετικής Ενωσης - πέτυχαν την ανεξαρτησία τους. Ανάμεσα στα «επιτεύγματα» της αποικιοκρατίας συγκαταλέγονται και τα εξής:
- Αμέτρητες πολεμικές επιχειρήσεις οργανωμένων στρατών εντόπιων λαών, οι οποίες στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν ιδιαίτερα άνισες και κατέληγαν σε σφαγές (ο Πρώσος ηγέτης Οττο φον Μπίσμαρκ τις είχε χαρακτηρίσει «πολέμους για σπορ»). Ολόκληρα έθνη, όπως οι αυτόχθονες της Βορείου και Νοτίου Αμερικής, σχεδόν εξαφανίστηκαν από τον χάρτη.
- Οι περιοχές της Δυτικής Αφρικής κυριολεκτικά ερήμωσαν μετά από τρεις αιώνες αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης και από το εμπόριο δούλων. Σε 10 - 15 εκατομμύρια υπολογίζονται οι δούλοι που μεταφέρθηκαν στην άλλη όχθη του Ατλαντικού μέχρι και την τυπική κατάργηση της δουλείας το 1860. Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές κατά τη διάρκεια του διάπλου ή της μεταφοράς από τον τόπο σύλληψής τους στα παράκτια διαμετακομιστικά κέντρα αγγίζει τα 20 εκατομμύρια. Ανυπολόγιστες οι συνέπειες από τις καταστροφές στις καλλιέργειες, τους λιμούς και τη δημογραφική ανισορροπία που επήλθαν από τη δραματική μείωση του ανδρικού πληθυσμού.
Η χρήση στρατιωτικής δύναμης, προκειμένου να προωθηθούν τα συμφέροντα των διεθνών μονοπωλίων στο εξωτερικό, οδήγησε σε αμέτρητες αιματηρές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Μόνο την περίοδο 1898 - 1934, οι ΗΠΑ εισέβαλαν σε χώρες της Λατινικής Αμερικής 32 φορές. Ο στρατηγός Smedley Butler, ο οποίος υπήρξε επικεφαλής πολλών τέτοιων στρατιωτικών επεμβάσεων, μετά την αποστρατεία του, περιέγραψε την καριέρα του ως εξής: «Ξόδεψα 33 χρόνια και 4 μήνες στην ενεργό στρατιωτική υπηρεσία. Και κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής ξόδεψα τον περισσότερο καιρό μου ως μπράβος για τις μεγάλες επιχειρήσεις, για τη Γουόλ Στριτ και τους τραπεζίτες. Με λίγα λόγια, υπήρξα "ένας γκάγκστερ του καπιταλισμού". Ετσι, συνέδραμα στο να γίνει το Μεξικό ασφαλές για τα συμφέροντα του Αμερικανικού Πετρελαίου το 1914. Συνέδραμα στο να γίνει η Αϊτή και η Κούβα ασφαλές μέρος για τους λεβέντες της National City Bank να συλλέγουν κέρδη. Συνέδραμα στο βιασμό μισής ντουζίνας κρατών της Κεντρικής Αμερικής για το όφελος της Γουόλ Στριτ». (Δήλωση Butler στο J Bradner, 1991, «Real War Stories»).
Ο «Χρυσούς» Αιώνας της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας και των πολέμων
Οπως
είδαμε πρωτύτερα, το 1914 η αποικιοκρατία είχε φτάσει στο ζενίθ της και
οι δυνατότητες περαιτέρω ιμπεριαλιστικής επέκτασης είχαν περιοριστεί
σημαντικά (αφού ελάχιστες περιοχές του κόσμου απέμεναν «ελεύθερες» προς
εκμετάλλευση). Από την άλλη μεριά, νέες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (όπως η
Γερμανία, η Ιαπωνία, κλπ.), οι οποίες είχαν εισέλθει σχετικά
καθυστερημένα στη «λέσχη» των βιομηχανικά ανεπτυγμένων καπιταλιστικών
κρατών, είχαν αρχίσει να διεκδικούν όλο και πιο σθεναρά την αναδιανομή
των παγκόσμιων πλουτοπαραγωγικών πηγών και αγορών. Οσο οι
ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί οξύνονταν τόσο πολλαπλασιάζονταν οι
επιμέρους κρίσεις και συγκρούσεις: Ρωσοϊαπωνικός Πόλεμος (1904 - 1905),
Γαλλογερμανική διένεξη για το Μαρόκο (1905 -1906 και 1911), Βαλκανικοί
Πόλεμοι (1911 - 1913), κ.ά.
Η αφορμή για την οριστική επίλυση του αδιεξόδου της ισορροπίας δυνάμεων που είχε διαμορφωθεί στους κόλπους του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού δόθηκε με τη δολοφονία του Αρχιδούκα Φερδινάνδου, διαδόχου του αυστριακού θρόνου στο Σαράγεβο της Βοσνίας στις 28 Ιούνη 1914: Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ξεκινήσει. Για τα επόμενα τρία χρόνια 11.500 άνθρωποι θα έχαναν καθημερινά τη ζωή τους και 13.000 θα τραυματίζονταν, σε έναν πόλεμο που χαρακτηρίστηκε από τα τεχνολογικά επιτεύγματα του μαζικού θανάτου που επιστρατεύτηκαν να τον εξυπηρετήσουν, όπως τα άρματα μάχης, τα αεροπλάνα και τα χημικά αέρια. Συνολικά, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος κόστισε τη ζωή σε 8.345.000 εμπόλεμους και 10.000.000 αμάχους από όλες τις πλευρές. Αλλοι 20 εκατομμύρια τραυματίστηκαν.
Και όμως, τα διεθνή μονοπώλια αποκόμισαν τεράστια κέρδη, παράγοντας και πουλώντας πολεμικό υλικό και πρώτες ύλες ταυτόχρονα σε αμφότερες αντιμαχόμενες πλευρές. Για παράδειγμα:
Η λήξη όμως του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου δε σήμανε και το τέλος των πολέμων γενικά. Η νέα τάξη πραγμάτων που διαμορφώθηκε με την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών και οι τριγμοί που προκάλεσαν οι κρίσεις του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος (1929), έθεσαν ουσιαστικά τις βάσεις για μια νέα παγκόσμια τραγωδία. Πρέπει να σημειωθεί, πως στην εικόνα της διεθνούς κατάστασης είχε προστεθεί στο μεταξύ η δημιουργία του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο, το οποίο βρέθηκε από την επομένη της γέννησής του κιόλας στο στόχαστρο του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Ο τελευταίος όχι μόνο ενθάρρυνε και συνεργάστηκε, αλλά συνέδραμε αποφασιστικά στην άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη.
Ενα τμήμα της ιστορίας, το οποίο παραμένει ευρύτερα λιγότερο γνωστό: Το 1930 οι κεντρικές τράπεζες του κόσμου προχώρησαν στη δημιουργία της Τράπεζας Διεθνών Διευθετήσεων (ΤΔΔ - Bank for International Settlements). Η τράπεζα αυτή, στην οποία συμμετείχε και η Ομοσπονδιακή Αποθεματική Τράπεζα της Νέας Υόρκης, υπήρξε έμπνευση του Schacht, διευθυντή της Reichsbank και μετέπειτα υπουργού Οικονομίας των ναζί . Με τον Αμερικανό Πρόεδρο, η ΤΔΔ διαχειρίστηκε το χρυσό που λεηλατήθηκε από τις εθνικές τράπεζες της Αυστρίας, της Ολλανδίας, της Τσεχοσλοβακίας κ.ά., καθώς και αυτόν που προήλθε από τις κατασχεθείσες περιουσίες των εβραϊκών πληθυσμών που οδηγήθηκαν στο θάνατο. Ο αρχικός στόχος της συγκεκριμένης τράπεζας ήταν η απόδοση των πολεμικών επανορθώσεων του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου στους δικαιούχους, αλλά στην πορεία αυτό θα άλλαζε, καθιστώντας την ουσιαστικά κανάλι εισροής αμερικανικών και βρετανικών κεφαλαίων προς όφελος της ανοικοδόμησης της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας.
Καθώς πλησίαζε ο πόλεμος, οι διασυνδέσεις μεταξύ των Rockefeller και της ναζιστικής κυβέρνησης γινόντουσαν ολοένα και πιο στενές. Σε συνεργασία και με την «J H Shroder Bank» της Νέας Υόρκης καθώς και άλλους εκπροσώπους του τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου δημιούργησαν μια εταιρία, την οποία το γνωστό περιοδικό «Time» χαρακτήρισε ως «τον οικονομικό καταλύτη του Αξονα Ρώμης - Βερολίνου». Ο πρόεδρος της «Standard Oil», W. Teagle, διατηρούσε επίσης εκτενείς επαφές με τους γερμανικούς κύκλους της εξουσίας, καθώς και με τον Sir Henry Deterding της βρετανικής πετρελαϊκής πολυεθνικής «Shell», με τον οποίο μοιραζόταν το ίδιο όραμα για το μέλλον της Ευρώπης, άμεσα συνδεδεμένο με την καταστροφή της Σοβιετικής Ενωσης. (Higham Ch, 1983, «Trading with the Enemy», σελ. 1 - 33).
Αναφορές του Κογκρέσου των ΗΠΑ, του FBI, καθώς και έρευνες του Τμήματος Δικαιοσύνης τη δεκαετία του 1930 και 1940, έχουν καταγράψει με σαφήνεια τη σύνδεση και ρόλο του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου και των φασιστικών κυβερνήσεων της Ευρώπης. Μια σειρά από μονοπωλιακές εταιρίες, όπως η χημική βιομηχανία «Du Pont», η «Standard Oil», η «General Motors» κ.ά., έχουν αποδειχτεί πως συνεργάζονταν με τα βιομηχανικά καρτέλ της ναζιστικής Γερμανίας, με σκοπό την εξάλειψη του διεθνούς ανταγωνισμού και αναδιανομής των πλουτοπαραγωγικών πηγών και αγορών του κόσμου αναμεταξύ των.
Ακόμα και κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, υπήρχε ένας αριθμός από βιομηχανικούς και τραπεζικούς παράγοντες, οι οποίοι εξακολούθησαν να επενδύουν στην πολεμική προσπάθεια των φασιστικών δυνάμεων, ενώ ταυτόχρονα αποκόμιζαν και τεράστια κέρδη από τις πολεμικές παραγγελίες των χωρών τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές βιομηχανίες «δυτικών» συμφερόντων δεν έκλεισαν ή κρατικοποιήθηκαν από τους ναζί , αλλά συνέχισαν να λειτουργούν «αυτοτελώς» και να παράγουν για τη φασιστική πολεμική μηχανή μέχρι το τέλος, συσσωρεύοντας σημαντικό πλούτο.
Ενας Αμερικανός ιστορικός θα αναρωτηθεί: «Τι θα συνέβαινε άραγε, αν τα εκατομμύρια των Αμερικανών και Βρετανών πολιτών, τα οποία έπρεπε να ζουν με κουπόνια και στοιβαγμένοι στις ουρές έξω από τα βενζινάδικα, μάθαιναν ότι το 1942 η "Standard Oil" διοχέτευε στον εχθρό καύσιμα μέσω της "ουδέτερης" Ελβετίας; Και αν υποθέταμε ότι ο λαός ανακάλυπτε ότι η Τράπεζα "Chase" στο κατεχόμενο Παρίσι ακόμα και μετά το Περλ Χάρμπορ έκλεινε δουλιές αξίας εκατομμυρίων δολαρίων με τον εχθρό; Ή ότι φορτηγά της "Ford" κατασκευάζονταν για τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις; Ή ότι ο συνταγματάρχης Sosthenes Behn, ο επικεφαλής της αμερικανικής πολυεθνικής εταιρίας τηλεφωνίας ΙΤΤ, έφυγε ενώ ο πόλεμος μαινόταν, από τη Νέα Υόρκη για τη Βέρνη, με σκοπό τη βελτίωση του γερμανικού συστήματος πληροφοριών και των τηλεκατευθυνόμενων βομβών που έπλητταν το Λονδίνο; Ή ότι η ΙΤΤ σχεδίασε τις βόμβες Focke-Wulfs που χρησιμοποιήθηκαν ενάντια σε αμερικανικά και βρετανικά στρατεύματα;» (Higham Ch, 1983, «Trading with the Enemy», σελ. 1 - 33).
Η αφορμή για την οριστική επίλυση του αδιεξόδου της ισορροπίας δυνάμεων που είχε διαμορφωθεί στους κόλπους του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού δόθηκε με τη δολοφονία του Αρχιδούκα Φερδινάνδου, διαδόχου του αυστριακού θρόνου στο Σαράγεβο της Βοσνίας στις 28 Ιούνη 1914: Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ξεκινήσει. Για τα επόμενα τρία χρόνια 11.500 άνθρωποι θα έχαναν καθημερινά τη ζωή τους και 13.000 θα τραυματίζονταν, σε έναν πόλεμο που χαρακτηρίστηκε από τα τεχνολογικά επιτεύγματα του μαζικού θανάτου που επιστρατεύτηκαν να τον εξυπηρετήσουν, όπως τα άρματα μάχης, τα αεροπλάνα και τα χημικά αέρια. Συνολικά, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος κόστισε τη ζωή σε 8.345.000 εμπόλεμους και 10.000.000 αμάχους από όλες τις πλευρές. Αλλοι 20 εκατομμύρια τραυματίστηκαν.
Και όμως, τα διεθνή μονοπώλια αποκόμισαν τεράστια κέρδη, παράγοντας και πουλώντας πολεμικό υλικό και πρώτες ύλες ταυτόχρονα σε αμφότερες αντιμαχόμενες πλευρές. Για παράδειγμα:
- Το τραστ κατασκευής πυρίτιδας, εκρηκτικών και πυρομαχικών «Nobel» βρετανικών συμφερόντων διατηρούσε κατά τη διάρκεια του πολέμου θυγατρικές και στην Αγγλία (7) αλλά και στη Γερμανία (5).
- Οι πολεμικές βιομηχανίες γερμανικών συμφερόντων «Krupp» και «Schneider» συμμετείχαν στη βιομηχανία «Poutiloff» της Ρωσίας.
- Δεκάδες βιομηχανίες από τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Αγγλία, τη Γερμανία, τη Ρωσία, την Ιταλία και την Αυστροουγγαρία συνδέονταν μεταξύ τους, μέσω διεθνών μονοπωλιακών ενώσεων, κάνοντας χρυσές δουλιές από την «ακμάζουσα» αγορά του θανάτου.
Η λήξη όμως του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου δε σήμανε και το τέλος των πολέμων γενικά. Η νέα τάξη πραγμάτων που διαμορφώθηκε με την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών και οι τριγμοί που προκάλεσαν οι κρίσεις του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος (1929), έθεσαν ουσιαστικά τις βάσεις για μια νέα παγκόσμια τραγωδία. Πρέπει να σημειωθεί, πως στην εικόνα της διεθνούς κατάστασης είχε προστεθεί στο μεταξύ η δημιουργία του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο, το οποίο βρέθηκε από την επομένη της γέννησής του κιόλας στο στόχαστρο του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Ο τελευταίος όχι μόνο ενθάρρυνε και συνεργάστηκε, αλλά συνέδραμε αποφασιστικά στην άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη.
Ενα τμήμα της ιστορίας, το οποίο παραμένει ευρύτερα λιγότερο γνωστό: Το 1930 οι κεντρικές τράπεζες του κόσμου προχώρησαν στη δημιουργία της Τράπεζας Διεθνών Διευθετήσεων (ΤΔΔ - Bank for International Settlements). Η τράπεζα αυτή, στην οποία συμμετείχε και η Ομοσπονδιακή Αποθεματική Τράπεζα της Νέας Υόρκης, υπήρξε έμπνευση του Schacht, διευθυντή της Reichsbank και μετέπειτα υπουργού Οικονομίας των ναζί . Με τον Αμερικανό Πρόεδρο, η ΤΔΔ διαχειρίστηκε το χρυσό που λεηλατήθηκε από τις εθνικές τράπεζες της Αυστρίας, της Ολλανδίας, της Τσεχοσλοβακίας κ.ά., καθώς και αυτόν που προήλθε από τις κατασχεθείσες περιουσίες των εβραϊκών πληθυσμών που οδηγήθηκαν στο θάνατο. Ο αρχικός στόχος της συγκεκριμένης τράπεζας ήταν η απόδοση των πολεμικών επανορθώσεων του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου στους δικαιούχους, αλλά στην πορεία αυτό θα άλλαζε, καθιστώντας την ουσιαστικά κανάλι εισροής αμερικανικών και βρετανικών κεφαλαίων προς όφελος της ανοικοδόμησης της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας.
Καθώς πλησίαζε ο πόλεμος, οι διασυνδέσεις μεταξύ των Rockefeller και της ναζιστικής κυβέρνησης γινόντουσαν ολοένα και πιο στενές. Σε συνεργασία και με την «J H Shroder Bank» της Νέας Υόρκης καθώς και άλλους εκπροσώπους του τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου δημιούργησαν μια εταιρία, την οποία το γνωστό περιοδικό «Time» χαρακτήρισε ως «τον οικονομικό καταλύτη του Αξονα Ρώμης - Βερολίνου». Ο πρόεδρος της «Standard Oil», W. Teagle, διατηρούσε επίσης εκτενείς επαφές με τους γερμανικούς κύκλους της εξουσίας, καθώς και με τον Sir Henry Deterding της βρετανικής πετρελαϊκής πολυεθνικής «Shell», με τον οποίο μοιραζόταν το ίδιο όραμα για το μέλλον της Ευρώπης, άμεσα συνδεδεμένο με την καταστροφή της Σοβιετικής Ενωσης. (Higham Ch, 1983, «Trading with the Enemy», σελ. 1 - 33).
Αναφορές του Κογκρέσου των ΗΠΑ, του FBI, καθώς και έρευνες του Τμήματος Δικαιοσύνης τη δεκαετία του 1930 και 1940, έχουν καταγράψει με σαφήνεια τη σύνδεση και ρόλο του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου και των φασιστικών κυβερνήσεων της Ευρώπης. Μια σειρά από μονοπωλιακές εταιρίες, όπως η χημική βιομηχανία «Du Pont», η «Standard Oil», η «General Motors» κ.ά., έχουν αποδειχτεί πως συνεργάζονταν με τα βιομηχανικά καρτέλ της ναζιστικής Γερμανίας, με σκοπό την εξάλειψη του διεθνούς ανταγωνισμού και αναδιανομής των πλουτοπαραγωγικών πηγών και αγορών του κόσμου αναμεταξύ των.
Ακόμα και κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, υπήρχε ένας αριθμός από βιομηχανικούς και τραπεζικούς παράγοντες, οι οποίοι εξακολούθησαν να επενδύουν στην πολεμική προσπάθεια των φασιστικών δυνάμεων, ενώ ταυτόχρονα αποκόμιζαν και τεράστια κέρδη από τις πολεμικές παραγγελίες των χωρών τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές βιομηχανίες «δυτικών» συμφερόντων δεν έκλεισαν ή κρατικοποιήθηκαν από τους ναζί , αλλά συνέχισαν να λειτουργούν «αυτοτελώς» και να παράγουν για τη φασιστική πολεμική μηχανή μέχρι το τέλος, συσσωρεύοντας σημαντικό πλούτο.
Ενας Αμερικανός ιστορικός θα αναρωτηθεί: «Τι θα συνέβαινε άραγε, αν τα εκατομμύρια των Αμερικανών και Βρετανών πολιτών, τα οποία έπρεπε να ζουν με κουπόνια και στοιβαγμένοι στις ουρές έξω από τα βενζινάδικα, μάθαιναν ότι το 1942 η "Standard Oil" διοχέτευε στον εχθρό καύσιμα μέσω της "ουδέτερης" Ελβετίας; Και αν υποθέταμε ότι ο λαός ανακάλυπτε ότι η Τράπεζα "Chase" στο κατεχόμενο Παρίσι ακόμα και μετά το Περλ Χάρμπορ έκλεινε δουλιές αξίας εκατομμυρίων δολαρίων με τον εχθρό; Ή ότι φορτηγά της "Ford" κατασκευάζονταν για τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις; Ή ότι ο συνταγματάρχης Sosthenes Behn, ο επικεφαλής της αμερικανικής πολυεθνικής εταιρίας τηλεφωνίας ΙΤΤ, έφυγε ενώ ο πόλεμος μαινόταν, από τη Νέα Υόρκη για τη Βέρνη, με σκοπό τη βελτίωση του γερμανικού συστήματος πληροφοριών και των τηλεκατευθυνόμενων βομβών που έπλητταν το Λονδίνο; Ή ότι η ΙΤΤ σχεδίασε τις βόμβες Focke-Wulfs που χρησιμοποιήθηκαν ενάντια σε αμερικανικά και βρετανικά στρατεύματα;» (Higham Ch, 1983, «Trading with the Enemy», σελ. 1 - 33).
Η ΕΣΣΔ στον αντίποδα των ιμπεριαλιστών
Η
ΕΣΣΔ σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 προσπάθησε
επανειλημμένως, μέσα από Διασκέψεις Αφοπλισμού, Συνέδρια Ειρήνης,
διμερείς και πολυμερείς διπλωματικές συναντήσεις, να δημιουργηθούν οι
συνθήκες για την αποφυγή του πολέμου. Οι λεγόμενες όμως «Δυτικές
Δημοκρατίες» είχαν άλλα σχέδια.
Την περίοδο Ιούνη - Αυγούστο του 1939 πραγματοποιήθηκαν διαπραγματεύσεις μεταξύ Γερμανίας και Βρετανίας, κατά τις οποίες οι πρώτοι υποσχέθηκαν να σεβαστούν την ακεραιότητα της βρετανικής αυτοκρατορίας, ενώ οι δεύτεροι παραχώρησαν στον Χίτλερ ελευθερία κινήσεων στην Ανατολή. Οι συνομιλίες περιστράφηκαν σε δύο κυρίως άξονες: α) Καθορισμό σφαιρών επιρροής και β) διπλωματική απομόνωση της ΕΣΣΔ.
Ο Χάρολντ Αϊκς, επιτετραμμένος των Εσωτερικών Υποθέσεων των ΗΠΑ, έγραφε εκείνη την εποχή στο ημερολόγιό του: «Η Αγγλία έλπιζε να προκαλέσει σύγκρουση ανάμεσα στη Ρωσία και τη Γερμανία και να μη διακινδυνέψει η ίδια. Η Γαλλία θα αναγκαστεί επίσης να απαρνηθεί την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη προς όφελος της Γερμανίας, ελπίζοντας να τη δει να εμπλέκεται σε πόλεμο με τη Σοβιετική Ενωση» («The Secret Diary of Harold Ickes», τόμος 2, σελ. 705).
Και ενώ η Γερμανία προέλαυνε προς ανατολάς και ούτε μια τουφεκιά δεν είχε ριχτεί από πλευράς των Συμμάχων, που της είχαν όμως κηρύξει τον πόλεμο (ο λεγόμενος και «παράξενος πόλεμος»), έλαβε χώρα η φινλανδο-σοβιετική σύρραξη. Στο πλευρό της αντιδραστικής κυβέρνησης της Φινλανδίας (η οποία σημειωτέον θα συνταχθεί όχι πολύ αργότερα με τις δυνάμεις του Αξονα) σπεύδουν όλοι: Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ και φασιστική Ιταλία συνέδραμαν με στρατιωτικό υλικό και προετοιμάζουν εκστρατευτικό σώμα. Το τελευταίο δεν έφτασε ποτέ, αφού επήλθε η νίκη του Κόκκινου Στρατού. Ενα γκολικό δημοσίευμα του 1943 θα σχολιάσει σχετικά με την υπόθεση: «Στα τέλη του 1939 - 1940 αποτυγχάνει η πολιτική και στρατιωτική συνωμοσία των Τσάμπερλεν και Νταλαντιέ που σκοπό είχε να προκαλέσει μια ανατροπή της κατάστασης σε βάρος της Σοβιετικής Ενωσης και να μπει τέλος στην αντιπαράθεση ανάμεσα στην αγγλογαλλική συμμαχία και τη Γερμανία, μέσω ενός συμβιβασμού και μιας αντι-Κομιντέρν συμμαχίας. Η συνωμοσία αυτή συνίστατο στην αποστολή ενός αγγλογαλλικού εκστρατευτικού σώματος για να βοηθήσει τους Φινλανδούς, και η επέμβασή του θα προκαλούσε μια εμπόλεμη κατάσταση με τη Σοβιετική Ενωση» («Petite encyclopedie politique du monde», σελ. 136).
Αφού κατελήφθη η Τσεχοσλοβακία, ο Χίτλερ πρόβαλε αξιώσεις εις βάρος της Πολωνίας. Και όπως στην περίπτωση της Τσεχοσλοβακίας, η σοβιετική κυβέρνηση προσφέρθηκε ξανά να υπερασπίσει μαζί με τις δυτικές δυνάμεις την Πολωνία. Οι δεύτεροι, όμως, συνεχίζοντας την πολιτική υπονόμευσης του αντιφασιστικού μετώπου και προώθησης του γερμανικού ιμπεριαλισμού προς ανατολάς, αρνήθηκαν για άλλη μια φορά να προχωρήσουν σε ουσιαστικές κινήσεις.
Ο απολογισμός του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου σε ανθρώπινο κόστος δεν είχε προηγούμενο: πάνω από 50 εκατομμύρια άνθρωποι, εμπόλεμοι και άμαχοι, έχασαν τη ζωή τους. Και όμως ο ιμπεριαλισμός προετοιμαζόταν ήδη για την «επόμενη μέρα». Φοβούμενος την επικράτηση των προοδευτικών δυνάμεων στη Γερμανία, εν όψει της επικείμενης κατάρρευσης της ναζιστικής μηχανής, ο Τσόρτσιλ παραδέχτηκε πως είχε δώσει εντολές στον Μοντγκόμερι «να είναι προσεκτικός στην περισυλλογή των γερμανικών όπλων, συγκεντρώνοντάς τα κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μπορούν να ξαναχορηγηθούν εύκολα στους Γερμανούς στρατιώτες», αν αυτό χρειαστεί.
Στη Γαλλία, οι Βρετανοί φρόντισαν να παραδώσουν τις θέσεις των κομμουνιστών παρτιζάνων στους ναζί που υποχωρούσαν με αποτέλεσμα το θάνατο χιλιάδων αγωνιστών. Παρ' όλα αυτά όμως, και παρά την εσπευσμένη μεταφορά των στρατευμάτων του στρατηγού Ντε Γκολ στη Γαλλία, το Παρίσι θα απελευθερωθεί από τους παρτιζάνους και τον εξεγερμένο λαό, με μπροστάρησες τους κομμουνιστές. Ακόμα και πριν τη λήξη καλά - καλά του πολέμου, ΗΠΑ και Αγγλία προετοιμάζονταν για την καταστολή των μαζών, διατηρώντας, όπως διατύπωσε και ο Αμερικάνος ιστορικός D. F. Fleming, «την εξουσία των ανώτερων κοινωνικών τάξεων οι οποίες κυβερνούσαν αυτές τις χώρες στο παρελθόν.» (Fleming D. .F, «The Cold War and its Origins, 1917 - 1960», τόμος 1, σελ. 210). Στην υπεράσπιση του διεθνούς ιμπεριαλισμού θα επιστρατευθούν ακόμα και πρώην στελέχη της ναζιστικής μηχανής: μόνο στη διοίκηση του ΝΑΤΟ υπηρετούσαν μέχρι το 1961 136 Γερμανοί στρατηγοί και ναύαρχοι που είχαν καταδικαστεί ως εγκληματίες πολέμου!
Την περίοδο Ιούνη - Αυγούστο του 1939 πραγματοποιήθηκαν διαπραγματεύσεις μεταξύ Γερμανίας και Βρετανίας, κατά τις οποίες οι πρώτοι υποσχέθηκαν να σεβαστούν την ακεραιότητα της βρετανικής αυτοκρατορίας, ενώ οι δεύτεροι παραχώρησαν στον Χίτλερ ελευθερία κινήσεων στην Ανατολή. Οι συνομιλίες περιστράφηκαν σε δύο κυρίως άξονες: α) Καθορισμό σφαιρών επιρροής και β) διπλωματική απομόνωση της ΕΣΣΔ.
Ο Χάρολντ Αϊκς, επιτετραμμένος των Εσωτερικών Υποθέσεων των ΗΠΑ, έγραφε εκείνη την εποχή στο ημερολόγιό του: «Η Αγγλία έλπιζε να προκαλέσει σύγκρουση ανάμεσα στη Ρωσία και τη Γερμανία και να μη διακινδυνέψει η ίδια. Η Γαλλία θα αναγκαστεί επίσης να απαρνηθεί την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη προς όφελος της Γερμανίας, ελπίζοντας να τη δει να εμπλέκεται σε πόλεμο με τη Σοβιετική Ενωση» («The Secret Diary of Harold Ickes», τόμος 2, σελ. 705).
Και ενώ η Γερμανία προέλαυνε προς ανατολάς και ούτε μια τουφεκιά δεν είχε ριχτεί από πλευράς των Συμμάχων, που της είχαν όμως κηρύξει τον πόλεμο (ο λεγόμενος και «παράξενος πόλεμος»), έλαβε χώρα η φινλανδο-σοβιετική σύρραξη. Στο πλευρό της αντιδραστικής κυβέρνησης της Φινλανδίας (η οποία σημειωτέον θα συνταχθεί όχι πολύ αργότερα με τις δυνάμεις του Αξονα) σπεύδουν όλοι: Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ και φασιστική Ιταλία συνέδραμαν με στρατιωτικό υλικό και προετοιμάζουν εκστρατευτικό σώμα. Το τελευταίο δεν έφτασε ποτέ, αφού επήλθε η νίκη του Κόκκινου Στρατού. Ενα γκολικό δημοσίευμα του 1943 θα σχολιάσει σχετικά με την υπόθεση: «Στα τέλη του 1939 - 1940 αποτυγχάνει η πολιτική και στρατιωτική συνωμοσία των Τσάμπερλεν και Νταλαντιέ που σκοπό είχε να προκαλέσει μια ανατροπή της κατάστασης σε βάρος της Σοβιετικής Ενωσης και να μπει τέλος στην αντιπαράθεση ανάμεσα στην αγγλογαλλική συμμαχία και τη Γερμανία, μέσω ενός συμβιβασμού και μιας αντι-Κομιντέρν συμμαχίας. Η συνωμοσία αυτή συνίστατο στην αποστολή ενός αγγλογαλλικού εκστρατευτικού σώματος για να βοηθήσει τους Φινλανδούς, και η επέμβασή του θα προκαλούσε μια εμπόλεμη κατάσταση με τη Σοβιετική Ενωση» («Petite encyclopedie politique du monde», σελ. 136).
Αφού κατελήφθη η Τσεχοσλοβακία, ο Χίτλερ πρόβαλε αξιώσεις εις βάρος της Πολωνίας. Και όπως στην περίπτωση της Τσεχοσλοβακίας, η σοβιετική κυβέρνηση προσφέρθηκε ξανά να υπερασπίσει μαζί με τις δυτικές δυνάμεις την Πολωνία. Οι δεύτεροι, όμως, συνεχίζοντας την πολιτική υπονόμευσης του αντιφασιστικού μετώπου και προώθησης του γερμανικού ιμπεριαλισμού προς ανατολάς, αρνήθηκαν για άλλη μια φορά να προχωρήσουν σε ουσιαστικές κινήσεις.
Ο απολογισμός του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου σε ανθρώπινο κόστος δεν είχε προηγούμενο: πάνω από 50 εκατομμύρια άνθρωποι, εμπόλεμοι και άμαχοι, έχασαν τη ζωή τους. Και όμως ο ιμπεριαλισμός προετοιμαζόταν ήδη για την «επόμενη μέρα». Φοβούμενος την επικράτηση των προοδευτικών δυνάμεων στη Γερμανία, εν όψει της επικείμενης κατάρρευσης της ναζιστικής μηχανής, ο Τσόρτσιλ παραδέχτηκε πως είχε δώσει εντολές στον Μοντγκόμερι «να είναι προσεκτικός στην περισυλλογή των γερμανικών όπλων, συγκεντρώνοντάς τα κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μπορούν να ξαναχορηγηθούν εύκολα στους Γερμανούς στρατιώτες», αν αυτό χρειαστεί.
Στη Γαλλία, οι Βρετανοί φρόντισαν να παραδώσουν τις θέσεις των κομμουνιστών παρτιζάνων στους ναζί που υποχωρούσαν με αποτέλεσμα το θάνατο χιλιάδων αγωνιστών. Παρ' όλα αυτά όμως, και παρά την εσπευσμένη μεταφορά των στρατευμάτων του στρατηγού Ντε Γκολ στη Γαλλία, το Παρίσι θα απελευθερωθεί από τους παρτιζάνους και τον εξεγερμένο λαό, με μπροστάρησες τους κομμουνιστές. Ακόμα και πριν τη λήξη καλά - καλά του πολέμου, ΗΠΑ και Αγγλία προετοιμάζονταν για την καταστολή των μαζών, διατηρώντας, όπως διατύπωσε και ο Αμερικάνος ιστορικός D. F. Fleming, «την εξουσία των ανώτερων κοινωνικών τάξεων οι οποίες κυβερνούσαν αυτές τις χώρες στο παρελθόν.» (Fleming D. .F, «The Cold War and its Origins, 1917 - 1960», τόμος 1, σελ. 210). Στην υπεράσπιση του διεθνούς ιμπεριαλισμού θα επιστρατευθούν ακόμα και πρώην στελέχη της ναζιστικής μηχανής: μόνο στη διοίκηση του ΝΑΤΟ υπηρετούσαν μέχρι το 1961 136 Γερμανοί στρατηγοί και ναύαρχοι που είχαν καταδικαστεί ως εγκληματίες πολέμου!
Τα ιμπεριαλιστικά εγκλήματα συνεχίζονται μετά τον πόλεμο
Η
εγκληματική δράση, όμως, του ιμπεριαλισμού στον 20ό αιώνα δεν
περιορίστηκε μόνο στους δύο μεγάλους πολέμους. Το 1995, ο Γενικός
Γραμματέας του ΟΗΕ Μπούτρος Μπούτρος - Γκάλι περιέγραψε το μεταπολεμικό
διεθνές σύστημα ως μια «κουλτούρα του θανάτου». Από το 1945 και έπειτα
σημειώθηκαν πάνω από 130 πολεμικές συρράξεις. 23 εκατομμύρια άνθρωποι
έχασαν τη ζωή τους άμεσα ως εμπόλεμοι, ενώ τουλάχιστον άλλοι 40
εκατομμύρια από τις συνέπειες των πολέμων (λιμός, αρρώστιες, κλπ.).
Συγκριτικά με προηγούμενες περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας, μόνο το
δεύτερο μισό του 20ού αιώνα υπήρξε δύο φορές πιο δολοφονικό από τον 19ο
αιώνα και επτά φορές από τον 18ο (Kane H., 1995, «The hour of departure:
forces that create refugees and migrants», σελ.18 - 19). Για να
αναφέρουμε μόνο ορισμένα από τα «ολοκαυτώματα» του ιμπεριαλισμού κατά το
δεύτερο μισό του 20ού αιώνα:
- Στις 6 και 9 Αυγούστου του 1945, έπειτα από ειδική εντολή του Προέδρου των ΗΠΑ Τρούμαν έγινε χρήση της ατομικής βόμβας στις πόλεις Χιροσίμα και Ναγκασάκι. Η εν ψυχρώ δολοφονία χιλιάδων αμάχων πολιτών δεν είχε κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα στη ροή του πολέμου, αφού η ιαπωνική αυτοκρατορία ήταν ήδη έτοιμη να συνθηκολογήσει. Ο σκοπός της ήταν να δείξει στον κόσμο (και ιδιαίτερα στην ΕΣΣΔ) ποιος ήταν το αφεντικό. Αυτή η επίδειξη δύναμης κόστισε τη ζωή σε 200.000 ανθρώπους, ενώ δεκάδες χιλιάδες άλλοι γνώρισαν φριχτό θάνατο αργότερα από τις συνέπειες της ραδιενέργειας.
- Πρώτος μεγάλος σταθμός στην πορεία του ιμπεριαλισμού για την εδραίωση της μεταπολεμικής του κυριαρχίας ήταν ο πόλεμος της Κορέας (1950 - 1953). Παρά την τεράστια τεχνολογική υπεροχή της στρατιωτικής μηχανής των ΗΠΑ και τους αναρίθμητους πόρους που δαπανήθηκαν για τις επιχειρήσεις, ο ιμπεριαλισμός αναγκάστηκε σε ανακωχή. Η χώρα όμως μετατράπηκε σε συντρίμμια, ενώ πάνω από 4,5 εκατομμύρια Κορεατών έχασαν τη ζωή τους, τα 3/4 εξ αυτών άμαχοι.
- Μετά τον πόλεμο των Γάλλων ιμπεριαλιστών στην Ινδοκίνα (1946 - 1955), ο οποίος άφησε πίσω του 1,2 εκατομμύρια νεκρούς, ήρθε να προστεθεί και η στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ στο Βιετνάμ (1956 - 1975), ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό των νεκρών ενός λαού που πάλευε για την ανεξαρτησία του από τον ιμπεριαλιστικό ζυγό σε πάνω από 3 εκατομμύρια. Το μέγεθος της βαρβαρότητας της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας δεν το χωράει ανθρώπινος νους. Εναντίον ενός ελαφρά οπλισμένου - αλλά αποφασισμένου - στρατού χωρικών ρίχτηκαν πάνω από 400.000 βόμβες ναπάλμ, χρησιμοποιήθηκαν χημικά όπλα μαζικής καταστροφής (τα οποία σκοτώνουν ακόμα), ολόκληρα χωριά εξαφανίστηκαν από το χάρτη και οι κάτοικοί τους σφαγιάστηκαν μέχρι τον τελευταίο.
- Η μεταπολεμική αποικιοκρατική καταστολή δεν περιορίστηκε μόνο στην Κορέα και το Βιετνάμ. Από τη Μαδαγασκάρη έως την Αλγερία, το Μαρόκο και την Τυνησία πάνω από μισό εκατομμύριο άνθρωποι πέθαναν στο μακρύ και δύσκολο δρόμο προς την ανεξαρτησία.
- Στη Λατινική Αμερική, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός επενέβη επανειλημμένα, προκειμένου να προστατέψει τα συμφέροντά του, απομακρύνοντας με τη βία εκλεγμένες κυβερνήσεις, στηρίζοντας (άμεσα ή έμμεσα) στυγνές δικτατορίες. Για να αναφέρουμε μόνο μερικά παραδείγματα: στρατιωτική επέμβαση, βομβαρδισμός και εγκαθίδρυση δικτατορίας του Καστίγιο Αρμας στη Γουατεμάλα (1945), σειρά πραξικοπημάτων με τελική επιβολή στρατιωτικής χούντας στις 31 Μάρτη 1964 στη Βραζιλία, εισβολή των ΗΠΑ στη Δομινικανή Δημοκρατία και ανατροπή του εκλεγμένου Χουάν Μπος (1965), υπονόμευση της κυβέρνησης Λαϊκής Ενότητας του Αλιέντε στη Χιλή και στήριξη του Δικτάτορα Πινοσέτ (1973). Η λίστα δεν έχει τέλος...
Ενας κόσμος που αναπτύσσεται, ένας κόσμος που πεθαίνει
Ο
20ός αιώνας υπήρξε αδιαμφισβήτητα η περίοδος εκείνη όπου η ανθρωπότητα
γνώρισε τη μεγαλύτερη υλικοτεχνική ανάπτυξη στην ιστορία της, με τον
παραγόμενο πλούτο να αυξάνεται με αλματώδεις ρυθμούς και το παγκόσμιο
ακαθάριστο προϊόν να 25πλασιάζεται σε διάρκεια μόλις 100 χρόνων. Παρ'
όλα αυτά, στα τέλη του αιώνα που πέρασε, οι συντάκτες της Εκθεσης για
την Ανθρώπινη Ανάπτυξη, του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, προειδοποιούσαν
ότι ο κόσμος χαρακτηριζόταν από «τρομακτικά αυξημένες ανισότητες»,
καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως «η ανάπτυξη που επιτρέπει στις σημερινές
ανισότητες να διαιωνίζονται, ούτε είναι δυνατό να συνεχιστεί, ούτε
πρέπει να συνεχιστεί».
Αυτό που προσπαθούσε με «διπλωματικό» τρόπο να ψελλίσει η Εκθεση του ΟΗΕ, ήταν πως το υπάρχον κυρίαρχο κοινωνικοοικονομικό σύστημα του καπιταλισμού έχει οδηγήσει την υφήλιο σε τέτοιες ανισότητες που συντελούν - όχι πλέον μακροπρόθεσμα, άλλα στο άμεσο μέλλον - σε αδιέξοδο, με απρόβλεπτες συνέπειες για την ανθρωπότητα στο σύνολό της. Η όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ πλουσίων και φτωχών που καταγράφτηκε τις τελευταίες δεκαετίες είναι εντυπωσιακή:
Πηγές: United Nations Development Reports, World Bank Reports και International Labor Organizations Reports, για την περίοδο 1994 - 2004
Αυτό που προσπαθούσε με «διπλωματικό» τρόπο να ψελλίσει η Εκθεση του ΟΗΕ, ήταν πως το υπάρχον κυρίαρχο κοινωνικοοικονομικό σύστημα του καπιταλισμού έχει οδηγήσει την υφήλιο σε τέτοιες ανισότητες που συντελούν - όχι πλέον μακροπρόθεσμα, άλλα στο άμεσο μέλλον - σε αδιέξοδο, με απρόβλεπτες συνέπειες για την ανθρωπότητα στο σύνολό της. Η όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ πλουσίων και φτωχών που καταγράφτηκε τις τελευταίες δεκαετίες είναι εντυπωσιακή:
- Η ψαλίδα της μερίδας επί του παγκόσμιου εισοδήματος που αναλογούσε στο πλουσιότερο και το φτωχότερο ένα πέμπτο του παγκόσμιου πληθυσμού αντίστοιχα εκτοξεύθηκε από 30:1 το 1906 σε 78:1 το 1994.
- Ενώ το παγκόσμιο ακαθάριστο εθνικό προϊόν αυξήθηκε κατά 40% την περίοδο 1970 - 1985, ο αριθμός των φτωχών αυξήθηκε, επίσης, κατά 17%. 200 εκατομμύρια άνθρωποι είδαν τα πραγματικά εισοδήματά τους να μειώνονται την περίοδο 1965 - 1980. Ο αριθμός αυτός ξεπέρασε το 1 δισεκατομμύριο την περίοδο 1980 - 1993.
- Το 1996, ο ΟΗΕ ανακοίνωσε πως 100 χώρες βρίσκονταν σε δυσμενέστερη κατάσταση από ό,τι ήταν προ δεκαπενταετίας. Σήμερα, πάνω από 3 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε απόλυτη ένδεια, με ημερήσιο εισόδημα που δεν ξεπερνά τα 1-2 δολ. (σύμφωνα με τα στάνταρ που έχει καθορίσει η ίδια η Παγκόσμια Τράπεζα).
- Στα τέλη του 1998, οι 200 μεγαλύτερες πολυεθνικές εταιρίες ήλεγχαν το 80% της παγκόσμιας αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής, καθώς και το 70% των εμπορικών συναλλαγών και του τομέα των υπηρεσιών παγκοσμίως. Συνολικά, στα μέσα της δεκαετίας του 1990 υπήρχαν 38.500 πολυεθνικές, με κύκλο εργασιών που ξεπερνούσε τα 5,2 τρισ. δολ. (ποσό μεγαλύτερο των παγκόσμιων εξαγωγών σε αγαθά και υπηρεσίες), και απασχολούμενο εργατικό δυναμικό που άγγιζε τα 150 εκατομμύρια. Στη λίστα των 100 ισχυρότερων οικονομικών οντοτήτων, οι 37 δεν ήταν κράτη, αλλά πολυεθνικές.
- Οι 225 πλουσιότεροι άνθρωποι του κόσμου διέθεταν συνολική περιουσία που ανερχόταν στα 1 τρισ. δολ.: ποσό που αντιστοιχούσε στο ετήσιο εισόδημα των 2,5 δισεκατομμυρίων φτωχότερων ανθρώπων της υφηλίου. Οι τρεις πλουσιότεροι εξ αυτών, μάλιστα, είχαν περιουσία που ξεπερνούσε το άθροισμα του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος των 48 λιγότερο ανεπτυγμένων κρατών του κόσμου.
- Στη λεγόμενη μητρόπολη του καπιταλισμού, τις ΗΠΑ, το μερίδιο του πλουσιότερου 1% των οικογενειών επί του συνολικού πλούτου αυξήθηκε από 19,9% στα μέσα της δεκαετίας του 1970 σε πάνω από 38% στα τέλη του αιώνα.
- 800 εκατομμύρια άνθρωποι αυτή τη στιγμή στον κόσμο υποφέρουν από πείνα, ενώ πάνω από μισό δισεκατομμύριο είναι χρόνια υποσιτισμένοι. Εξ αυτών, τα 160 εκατομμύρια είναι παιδιά κάτω των 5 ετών. 1,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε ασφαλές νερό.
- 800 εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν δυνατότητα παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας περισσότεροι από 15 εκατομμύρια θάνατοι που σημειώνονται κάθε χρόνο από αρρώστιες σε ενήλικες (20 - 64 ετών) θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Και όμως, οι φαρμακοβιομηχανίες δεν επιτρέπουν στην αφρικανική ήπειρο, για παράδειγμα, να παρασκευάσει μαζικά φτηνά υποκατάστατα των φαρμάκων τους, προκειμένου να μην απειληθεί το μονοπώλιο που απολαμβάνουν, αδιαφορώντας για το ανθρώπινο κόστος.
- 40 εκατομμύρια άνθρωποι έγιναν πρόσφυγες, εξαιτίας των ιμπεριαλιστικών πολέμων και επεμβάσεων, εμφύλιων συγκρούσεων, κλπ.
- Στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, στα τέλη του 20ού αιώνα, 100 εκατομμύρια άνθρωποι θεωρούνταν φτωχοί (ακόμα και με τα καπιταλιστικά μετρήσιμα μεγέθη), 37 εκατομμύρια ήταν άνεργοι, πάνω από το 1/3 του ενήλικου πληθυσμού τους δεν είχαν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ 5 εκατομμύρια εξ αυτών ήταν άστεγοι (στο Λονδίνο υπήρχαν 400.000 καταγεγραμμένοι άστεγοι, στη Νέα Υόρκη πάνω από 250.000, στο Παρίσι 200.000, ενώ ο πραγματικός αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος). Μόνο στις ΗΠΑ υπήρχαν 47 εκατομμύρια άνθρωποι χωρίς ιατρική ασφάλιση.
- Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας, στα τέλη του 20ού αιώνα, περίπου 1,1 εκατομμύριο εργάτες πέθαιναν κάθε χρόνο από εργατικά ατυχήματα ή από ασθένειες σχετιζόμενες με το χώρο εργασίας (αριθμός υπερδιπλάσιος του αντίστοιχου των θανάτων από πολέμους, ο οποίος έφτανε τους 502.000 ετησίως). Συνολικά, σχεδόν 160 εκατομμύρια νέες περιπτώσεις βιομηχανικών ασθενειών καταγράφονταν κάθε χρόνο. Ο ετήσιος αριθμός εργατικών ατυχημάτων ξεπερνούσε τα 250 εκατομμύρια. Με άλλα λόγια, κάθε μέρα συνέβαιναν 685.000 εργατικά ατυχήματα, 475 κάθε λεπτό, οκτώ κάθε δευτερόλεπτο.
Πηγές: United Nations Development Reports, World Bank Reports και International Labor Organizations Reports, για την περίοδο 1994 - 2004