Το ζήτημα της προσωπολατρίας
Την περασμένη τρίτη ήταν η επέτειος γενεθλίων του συντρόφου με το μουστάκι κι η κε του μπλοκ κατέγραψε με αυτή την αφορμή κάποιες σκέψεις για το ζήτημα της προσωπολατρίας. Ένα ζήτημα που συνδέθηκε άρρηκτα με το όνομα του στάλιν μετά το εικοστό συνέδριο και τη σχετική κριτική που του άσκησε, με εισήγηση του χρουτσόφ. Την οποία κάποιοι θεώρησαν σωστά ρεβιζιονιστική κι απαράδεκτη από πολιτική άποψη, ενώ κάποιοι άλλοι πλειοδοτώντας στον αντισταλινικό ζήλο του νικήτα είπαν πως κινούνταν μεν προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά ήταν άτολμη κι ελλιπής, γιατί περιόριζε την καταδίκη του στάλιν στο ζήτημα της προσωπολατρίας και δεν έφτασε στις πολιτικές «πηγές της κακοδαιμονίας» και του σταλινικού φαινομένου.
Όποιος θέλει πάντως να μελετήσει με έντιμο τρόπο το φαινόμενο της προσωπολατρίας, οφείλει να πάρει σοβαρά υπόψη του το μορφωτικό επίπεδο της συνείδησης του προσωπολάτρη ρωσικού λαού. Που στα χρόνια της επανάστασης παρουσίαζε στις αφίσες του τον τρότσκι καβαλάρη άι γιώργη να τρυπάει με το δόρυ του το φίδι του καπιταλισμού κι είδε μια πόλη να παίρνει το όνομα του λέοντα, πριν μετονομαστεί το τσαρίτσιν σε στάλινγκραντ. Και ο οποίος ήταν αγροτικός, αναλφάβητος και καθυστερημένος στην συντριπτική του πλειοψηφία, ενώ πέρασε από τον τσάρο στην εξουσία των μπολσεβίκων μέσα σε δέκα μήνες, χωρίς να προλάβει να αποβάλει όλα τα κατάλοιπα της παλιάς του στάσης προς τους ηγέτες του.
Είναι άλλης τάξης ζήτημα βέβαια πως αντιμετωπίζει ο καθένας αυτά τα κατάλοιπα και τι ακριβώς κάνει για να τα καταπολεμήσει και να μετασχηματίσει τις καθυστερημένες λαϊκές συνειδήσεις. Κι η αλήθεια είναι ότι οι μπολσεβίκοι είχαν βρεθεί στην ανάγκη να χρησιμοποιήσουν το μύθο και την καθυστερημένη συνείδηση του ρώσου μουζίκου, προς όφελος της σοβιετικής πατρίδας στο μεγάλο πατριωτικό πόλεμο, που ονομάστηκε έτσι, αν και ήταν στην ουσία του αντιφασιστικός.
Η μεταξύ τους ειδοποιός διαφορά βέβαια φαίνεται ακριβώς στις επιδόσεις του τσαρικού στρατού από τη μία, όπου λιποτακτούσαν κατά συρροή οι φαντάροι, για να επιστρέψουν στα σπίτια τους και να πάψουν να γίνονται κιμάς στα κανόνια των ιμπεριαλιστών. Κι από την άλλη του κόκκινου στρατού, που κατάφερε να συντρίψει τις στρατιές των 14 ιμπεριαλιστικών χωρών που ήθελαν να πνίξουν τη σοβιετική εξουσία στα σπάργανά της και αργότερα την πολεμική μηχανή των ναζί.
Αλλά κανείς ηγέτης δε δημιουργεί εκ του μη όντος το φαινόμενο της προσωπολατρίας, όπως και το θρησκευτικό αφιόνι δεν αποτελεί επινόηση των ιερατείων, ακόμα κι όταν το καλλιεργούν έντεχνα και συστηματικά. Το πιο ενδιαφέρον λοιπόν είναι τα διαφορετικά κριτήρια με τα οποία αξιολογούν κάποιες δυνάμεις τις διάφορες εκδηλώσεις του φαινομένου, κατά περίπτωση.
Αντιμετωπίζουν για παράδειγμα με απόλυτη συμπάθεια τους χωρικούς που πιστεύουν πως είδανε ζωντανό τον τσε να περιδιαβαίνει στα βουνά της σάντα κλάρα, (ή τους αντίστοιχους μύθους για το βελουχιώτη), και τους βενεζουελάνους που κλαίνε σπαραξικάρδια για το θάνατο του τσάβες, γιατί –είναι σε θέση να- κάνουν την αφαίρεση και να καταλάβουν τι συμβολίζει το εκάστοτε πρόσωπο. Αλλά ξαφνικά αλλάζουν κριτήρια και σταθμά και θεωρούν λοβοτομημένους και θύματα πλύσης εγκεφάλου τους κορεάτες που προβαίνουν σε αντίστοιχες εκδηλώσεις προσωπο-λατρείας, πχ προς τον κιμ γιονγκ ιλ, ή δυσανασχετούν με τις φαραωνικές τιμές που απολάμβαναν τα στελέχη των ανώτατων κλιμακίων της σοβιετικής ηγεσίας.
Αυτή η επιλεκτική στάση μας βάζει και στην ουσία του ζητήματος. Στις μέρες μας μπορεί να μην υπάρχει αναλφαβητισμός και τόση καθυστέρηση, αλλά η πνευματική υποδούλωση εξασφαλίζεται με άλλες μορφές. Και διαμορφώνει μια προσωπολατρία νέου τύπου, σύγχρονη και εκλεπτυσμένη, με μικροαστικές ευαισθησίες ενάντια στον ολοκληρωτισμό του συλλογικού και τις μυλόπετρες του γραφειοκρατικών μηχανισμών, που αλέθουν το άτομο και την προσωπικότητά του· ακυρώνουν την μοναδικότητά του, βλέποντας μόνο αφαιρέσεις, τάξεις και στοιχεία· καταπνίγουν την πρωτότυπη σκέψη και το πνεύμα πρωτοβουλίας.
Ένας κατ’ ουσίαν αστικού τύπου ατομισμός, που αποθεώνει τα πρόσωπα έξω από κάθε διαλεκτική αντίληψη για το ρόλο τους στην εξέλιξη της ιστορίας. Αν κάποιος κομμουνιστής, (εν)ταγμένος στο κόμμα και το κίνημα, καταφέρει με τη στάση του να αναδειχθεί σε λαϊκό ήρωα, αυτό γίνεται παρά κι ενάντια στην κομματική του ένταξη κι όχι λόγω της δράσης του μες στις γραμμές του κόμματος. Το οποίο άλλωστε τρώει σαν κρόνος τα παιδιά του, ακόμα και τα πιο αφοσιωμένα, για να μην ξεπεράσουν το μύθο του, σα μεγέθη.
Έτσι λοιπόν ο άρης γίνεται ο αρχηγός των ατάκτων και όχι της τάξης του, που οργανώνεται και παλεύει με το όπλο στο χέρι και μπροστάρη το κόμμα, που ήταν η ψυχή του εαμ-ελας. Το κουκουέ δε βγάζει μπελογιάννηδες, αλλά κατασκευάζει ήρωες και προδότες, γιατί τους χρειάζεται η ηγεσία του (όπως είχε πει η έλλη παππά για τον μπελογιάννη και τον πλουμπίδη). Προεκτείνοντας το ίδιο σκεπτικό, το κουκουέ δημιούργησε το εαμ, αλλά και το εαμ δημιούργησε από το μηδέν το κουκουέ, που ήταν πρακτικά διαλυμένο από τα χτυπήματα της ασφάλειας του μανιαδάκη. Κάτι που είναι σωστό και διαλεκτικό, αλλά καταφέρνει να αποκρύψει με συμψηφισμούς το βασικότερο. Γιατί είναι μεταφυσικό να προσδοκά κανείς την αυθόρμητη μετεξέλιξη του μετώπου σε κόμμα ή να περιμένει να του προκύψει το δεύτερο μέσα από κακέκτυπα του εαμ κι άλλων σχημάτων του παρελθόντος.
Επίσης. Όποιος φύγει, οικειοθελώς ή μη (αν ισχύει το δεύτερο, τόσο το καλύτερο) από τις δαγκάνες του απρόσωπου κομματικού μηχανισμού, καθίσταται αυτομάτως προσωπικότητα με αναγνώριση και κύρος, που κερδίζει αναδρομικά επαίνους και παράσημα για την πρότερη έντιμη στάση του, αν και όσο παρέμενε «εγκλωβισμένος στις αγκυλώσεις του μηχανισμού» θεωρούνταν τυπικό δείγμα του δογματισμού, του σεχταρισμού, και όλου του καταλόγου κουσουριών, που προσάπτουν κατά καιρούς στο κόμμα. Τελικά όμως ήταν διορατικός και μειλίχιος, ένα ακατέργαστο διαμάντι -πριν αποδειχθεί άνθρακες ο θησαυρός- που τα έζησε από μέσα και τα βρόντηξε, ή τον έδιωξαν, γιατί δεν άντεχαν ένα τόσο ανοιχτό μυαλό στις γραμμές τους.
Όποιος εκφράσει ανοιχτά προβληματισμούς ή διαφοροποιήσεις με την κεντρική γραμμή, αποτελεί αχτίδα φωτός μέσα στον γενικό κομματικό σκοταδισμό. Και όσοι τυχόν συγκρουστούν με το κόμμα μετά την αποχώρησή τους, έχουν εκ των προτέρων δίκιο, ανακηρύσσονται σε τοτέμ κι οποιαδήποτε κριτική τους ασκηθεί είναι άδικη κι ανήθικη.
Πώς τολμάει να μιλάει απαξιωτικά το κουκουέ για έναν μαρξιστή διανοούμενο σαν το ρούση;
Το ότι ο ίδιος απαξιώνει τον εαυτό του –όταν ακυρώνει πχ τα συμπεράσματα της μελέτης του για τον ασιατικό τρόπο παραγωγής και τη σοβιετία, ή όταν θυμάται επιλεκτικά το 89’, αλλά διάκειται ευνοϊκά στον αριστερό κυβερνητισμό του λαφαζάνη- δε φαίνεται να μας απασχολεί εξίσου. Και ότι ο ρούσης στάζει χολή προς το κουκουέ, στα όρια της γραφικότητας, με κάθε πιθανή αφορμή, είναι προφανώς κάτι που κέρδισε δικαιωματικά, βάση της μαρξιστικής του κατάρτισης και δεν πρέπει να μας ξενίζει.
Πώς τολμάτε να χαρακτηρίζετε ναυάγιο της ταξικής πάλης ένα διανοούμενο του διαμετρήματος του μπιτσάκη; Επειδή δηλαδή θυμήθηκε στα γεράματα την παναριστερά; Κι επειδή είκοσι χρόνια αφού έθεσε με το βιβλίο του το δίλημμα: ρήξη ή ενσωμάτωση, φαίνεται να το ξανασκέφτηκε και να επιλέγει το δεύτερο; Είναι αυτός λόγος;
Πώς τολμάει ο ριζοσπάστης να λερώνει τη μνήμη του χρόνη μίσσιου; Και το έκανε, σημειώνοντας το αυτονόητο, ότι δηλ δεν πίστευε από ένα σημείο κι έπειτα στη διέξοδο της ταξικής πάλης. Και αν ζούσε ακόμα, θα μας το βεβαίωνε πρόθυμα και ο ίδιος. Άφησε πίσω όμως αδιάψευστο μάρτυρα και τα βιβλία του, που δεν χωράνε πολλές ερμηνείες, αν κάνει κανείς τον κόπο να τα διαβάσει, προτού εκθειάσει τον εκλιπόντα, για τους λάθος λόγους.
Θα μου πεις, ο νεκρός δεδικαίωται. Αλλά πάει πολύ να το επικαλούνται όσοι μας θεωρούν κόμμα νεκρών που ξέχασαν να πεθάνουν και κακοφορμίζουν. Και συνεχίζουν παρόλα αυτά να ασελγούν επί ενός πτώματος –κατά το δικό τους σκεπτικό- και να μας χλευάζουν, αντί να μας αφήσουν στην ησυχία μας. Πώς δικαιολογείται τέτοια πρεμούρα για ένα πολιτικό πτώμα; Το εξηγούν πολύ καλά οι κλασικοί στο κομμουνιστικό μανιφέστο. Ένα φάντασμα πλανάται πάνω από τα κεφάλια τους...
Θα μου πεις, πρέπει να σεβόμαστε τους αγωνιστές και την ιστορία τους. Ενώ προφανώς το κόμμα δεν χρήζει σεβασμού, γιατί δεν έχει δική του ιστορία. Τη δανείζεται απλώς από όσους αγωνίστηκαν μέσα από τις γραμμές του, για να την καπηλευτεί. Γι’ αυτό μπορείς να του καταλογίσεις τα πάντα, κρατώντας για τον εαυτό σου το ακαταλόγιστο. Εξάλλου το κόμμα δεν είναι παρά ένας άψυχος και απρόσωπος μηχανισμός, με έδρα του το πιο κρύο απ’ όλα τα κτίρια της ελλάδας. Ενώ τα πρόσωπα είναι υπεράνω όλων.
Κι αυτό το είδος προσωπολατρίας, απλώνει μέχρι τις τελικές του συνέπειες και βρίσκει πολιτική έκφραση. Όχι μόνο στην κατ’ ευφημισμόν τοπική αυτοδιοίκηση, όπου ο κόσμος ψηφίζει πρόσωπα κι όχι συνδυασμούς, αλλά συνολικά. Ο μέσος μικροαστός αποφαίνεται με στόμφο για την ανυπαρξία μεγάλων ηγετικών προσωπικοτήτων στην εποχή μας και ακουμπά μελαγχολικά τον αγκώνα του στο παράθυρο, περιμένοντάς τον να ‘ρθει καβάλα στο ροζ άλογο, που αντικαθιστά τα πράσινα. Γοητεύεται με τις φαβορίτες του λούκι λουκ και του αλέξη, και χλευάζει το ανάστημα της αλέκας και του τζο ντάλτον, χωρίς να ενδιαφέρεται για το αντίστοιχο πολιτικό. Πάνω απ’ όλα η εικόνα, το πρόσωπο, το θεαθήναι. Για ένα στιλ ζούμε..
Και τι θα κάνει αυτός ο ηγέτης; Θα είναι ένα είδος τσακ νόρις, που μπορεί να πετύχει τα πάντα. Ο τσακ νόρις μπορεί να εξανθρωπίσει τον καπιταλισμό. Ο τσακ νόρις μπορεί να διαπραγματευτεί με την τρόικα. Ο τσακ νόρις θα μας βγάλει από το μνημόνιο, χωρίς να βγούμε από την ευρωζώνη. Ο τσακ νόρις θα φέρει ανάπτυξη και θα φορολογήσει το μεγάλο κεφάλαιο. Ο τσακ νόρις…
Όποιος μπορεί να σκεφτεί στοιχειωδώς όμως, γνωρίζει πως οι μεγάλες ιστορικές προσωπικότητες πάτησαν στις πλάτες άλλων γιγάντων για να αναδειχθούν στο προσκήνιο. Κι ο απλός λαός μπορεί να το δει πρακτικά και να φτάσει από άλλο δρόμο στο ίδιο συμπέρασμα. Η μπαρτσελόνα έκανε το μέσσι, κι όχι το αντίστροφο. Αν εξέλιπε από το αθλητικό προτσές, δε θα μπορούσε να τον εφεύρει η ιστορική αναγκαιότητα και να αναπληρώσει το αναντικατάστατο ταλέντο του. Αλλά ούτε αυτός είναι ο ίδιος, χωρίς το συγκεκριμένο περιβάλλον που τον ανέδειξε, όπως φαίνεται από την εθνική αργεντινής και τις μέτριες εμφανίσεις του.
Το πρόβλημα είναι τι μέλλει γενέσθαι, όταν δεν έχουμε μάθει ακόμα τα βασικά της μπάλας. Και όταν η αντίπαλη τάξη απαρτίζεται από μερικούς πολιτικούς νάνους, που στέκονται στις πλάτες άλλων νάνων, αλλά πατάνε στη δική μας αδυναμία και γιγαντώνονται. Και αυτό το θέμα κανείς τσακ νόρις δε μπορεί να μας το λύσει, αν δεν καταπιαστούμε εμείς με αυτό…
Προβοκάτσια από Μπρεζνιεφικό απολίθωμα