Πορεία
Παπαγεωργίου Βασίλης
Λεωφόρος κάπως ανηφορική. Κατάστρωμα ολοάδειο. Πήχτρα τα πεζοδρόμια, τα μπαλκόνια, οι ταράτσες. Σκαρφαλωμένοι και στα μεγάλα δέντρα.
Από το βάθος πέρα, στη στροφή, οι «πρώτοι» σ' εκείνο το σημείο αρχίζουν το χειροκρότημα. Ωστε φάνηκαν. Το παίρνουν οι πλαϊνοί. Κι όσο ο κόσμος πλημμυρίζει την ανηφορική λεωφόρο, το χειροκρότημα τραβά προς τα πάνω, παράλληλα με την πορεία. Σαν σκυτάλη περνά από κομμάτι σε κομμάτι, ταυτόχρονα και στα δυο αντικριστά πεζοδρόμια και πάνω, στα κτίρια. Πολλοί εγκαταλείπουν τη θέση τους, άλλοι γλιστρούν από τα δέντρα, χώνονται στον κορμό που περνά. Σχεδόν κάθε ηλικία. Από μικρά παιδιά σε καροτσάκια μέχρι κάπου εκεί στα ογδόντα. Και πατερίτσες κι αναπηρικά αμαξίδια.
Από μακριά, οπτικά μια σύνθλιψη όπου κυριαρχεί το άσπρο. Κυβιστικά σχέδια Πικάσο. Από απόσταση, τα χρώματα φαντασμαγορικό παιγνίδισμα. Σαλεύουν αδιάκοπα, ζωγραφική αφηρημένου εξπρεσιονισμού όταν μισοκλείνεις τα μάτια. Από κοντά, κάτι πιο στατικό. Μια σύνθεση μπαρόκ, πολύχρωμα φορτωμένη θολωτή οροφή ναών.
Καθώς ξεπροβάλλει απότομα ο ήλιος, σκληρές αντιθέσεις φωτός και σκιάς τρεμοσβήνουν σε πρόσωπα, σε μαλλιά, σε ρούχα, σε μέταλλα, σε πανό, σε πλακάτ. Μείγμα από χρώματα, ό,τι βλέπει το μάτι στο φυσικό του. Μια τεράστια εικόνα ή εικόνες - εικόνες, δοσμένες ιμπρεσιονιστικά.
Από πάνω, μπαλόνια με φόντο ασημί - άλλα σε σχήμα καρδιάς, άλλα πελώριοι γυρίνοι με μακριά, λεπτεπίλεπτη ουρά - στραφταλίζουν, ψευτοχορεύουν ανάλαφρα, ακυβέρνητα ταξιδεύουν σαν ζαλισμένα.
Οι ντουντούκες ρίχνουν συνθήματα. Τα αρπάζουν πορεία, πεζοδρόμια, μπαλκόνια, ταράτσες. Υψωμένες, αεικίνητες γροθιές σφυρηλατούν υποσχέσεις, όρκο και ένταση. Εμβατήρια συγχρονίζουν ευφορία, κίνηση, συγκίνηση. Ανεβαίνουν ως πάνω, ξεπερνούνε καλώδια, στέγες, μπαλόνια. Τραβούνε στα πλάγια, ακτινωτά, σε παρόδους και δρόμους, σε ισόγειες και υπόγειες στοές σαν ηχεία.
Σε φορετά κασετόφωνα ταινίες ξετυλίγουν βροντόφωνα τραγούδια. Δίνουν το τέμπο στο βήμα, κατακλύζουν το αίμα στις φλέβες, εδραιώνουν το πείσμα, εντείνουν παλμό, ατσαλώνουν τη θέληση.
Νερατζιές κατά μήκος. Αναψυκτικά και κουλούρια σε κάθε καντούνι. Η ατμόσφαιρα μυρίζει νεράτζι, λεμόνι, σησάμι, ιδρώτα και σκόνη. Η γεύση, πότε πικάντικη, πότε γλυκόπικρη, πότε στυφή με μια αίσθηση δίψας. Η αφή, λίγο σαν μούδιασμα σε παλάμη υγρή, γλιστερή.
Ξαφνικά λίγο πριν την πλατεία, μες στην ελπίδα, μες στην ανάταση, μαυροφόροι με τραχιά τετράγωνα πρόσωπα και μαύρα γυαλιά περπατούνε παράλληλα, ξεστομίζουν άλλα συνθήματα:
- Πόλεμος ίσον ευμάρεια. Πολύ αργοπορεί.
- Ισον δουλιά. Οχι ανεργία.
Ενας μαθητής, με κοριτσίστικη ακόμα φωνή, φωνάζει:
- Ισον να πάτε εσείς να σκοτωθείτε αφού σας αρέσει.
- Βούλωσ' το, βυζανιάρικο. Πες στη μαμά να σου βάλει πιπέρι απάνω και κάτω, εκεί που ξέρει.
Χέρια τραβούν το αγόρι προς τη μέση. Οι μαυροφόροι κραυγάζουν:
- Χαραμοφάηδες, τσογλάνια, δουλιά δεν έχετε, δουλιά βρήκατε.
- Πιάσατε το τροπάρι της ειρήνης.
- Πανηγύρια και τροπάρια.
- Αθεοι.
- Πουλημένοι.
- Α, μωρέ τσούλες, φοράτε βρακί;
Και τα άσεμνα πέφτουν βροχή. Παίζουν στα χέρια τους βαριές αλυσίδες χτυπώντας την άσφαλτο. Οι άλλοι διαβαίνουν απτόητοι, αποφεύγουν την πρόκληση, αγνοούν τη μαυρίλα, δυναμώνουν τα εμβατήρια, τινάζουν σφιγμένες γροθιές στον αέρα. Και οι μαύροι γελούνε, σαρκάζουν, απειλούνε:
- Θάνατος στους ειρηνιστές.
- Παλούκωμα στα καθάρματα.
Οι νέοι της περιφρούρησης προσπαθούν να τους εγκλωβίσουν, να προλάβουν αυτό που προβλέπουν.
- Κοκορόμυαλοι νέοι, θα γενείτε σαπούνι.
- Ούτε σαπούνι. Θα βρωμίσουνε χέρια.
- Κιμαδάκι, λοιπόν.
- Ούτε. Στο άντερό μας φαρμάκι.
Ο ίδιος μαθητής πηδάει πάνω από τ' άλλα κεφάλια. Μπήγει φωνή:
- Αντεροβγάλτες, αντεροβγάλτες.
Κι αμέσως, σαν να τον καταπίνει η γη. Οι μαύροι χαχανίζουν. Χάχανο άγριο και τρομερό.
- Στη φωτιά, στη φωτιά.
- Στο πυρ το εξώτερον.
Σπαν τον κλοιό, πετούνε μολότοφ. Σ' αυτό το σημείο, η τραυματισμένη πορεία χωρίζεται σε δύο, σε τρία, σε πάμπολλα κομμάτια. Φλόγες, καπνός, αλαλητό και κακό. Αναποδογυρίζουν καροτσάκια, θρυμματίζονται γυαλιά, χάνονται παπούτσια και ρούχα, στριγκλίζουν παιδιά, πέφτουν προπάντων ανάπηροι, ποδοπατιούνται μικροί και μεγάλοι, τσακίζονται πανό και πλακάτ. Εκτοξεύονται κομμένα, ακατάληπτα λόγια. Αίμα, οιμωγή και οδυρμοί.
Οι μπρος - μπρος συνεχίζουν ακάθεκτοι. Οι πίσω σταματούν, διακλαδίζονται σε δρόμους και δρομάκια. Οι πίσω - πίσω αναχαιτίζονται, μα ακόμα δεν ξέρουν. Μια κοπέλα αρπάζει ντουντούκα. Αλαλάζει:
- Αγωνιζόμαστε και για σας. Ο όλεθρος δεν ξεχωρίζει πρόσωπα.
Τη ρουφάει η λαοθάλασσα. Στην άσφαλτο, ανάσκελα, ανάμεσα σε σώματα και πτώματα, προλαβαίνει ν' αντικρίσει μια κουκκίδα στον ουρανό. Ενα μπαλόνι κατάφερε να ξεφύγει ψηλά.
Κασετόφωνα μπρος - μπρος και πίσω - πίσω ξετυλίγουν ακόμα τραγούδια, εμβατήρια. Στο ρείθρο, ένα τρανζίστορ - άθικτο σαν από θαύμα - εκπέμπει, σε μετάφραση, δηλώσεις για νέους εξοπλισμούς, απαραίτητους για... δημοκρατία και ειρήνη.
Τώρα η σειρά τους. Από ώρες πανέτοιμοι. Χοροπηδούνε πρώτα επιτόπου. Προθέρμανση. Τελευταία σύντομη προπόνηση. Αθλητές πριν ριχτούνε στο στίβο. Ομοιόμορφοι, απρόσωποι, κρανοφόροι με μάσκα και γιλέκο αλεξίσφαιρο ορμούνε στο πλήθος κραδαίνοντας ρόπαλα. Μανία, λύσσα, αμόκ. Σαν από προσωπική εκδίκηση. Χτυπούν, χτυπούν όπου βρούνε. Γλεντούνε. Τρίζουν τα δόντια. Πετούν καπνογόνα ακόμα και σε κατάκλειστα, χαμηλά μπαλκόνια. Πετούνε, τυφλώνουν, πνίγουν. Χτυπούνε, πληγώνουν, τσακίζουν, σκοτώνουν. Γλεντούνε. Από το στόμα τους, κάτω από τη μάσκα, με ζαλιστική μπόχα ποτού και κάτι άλλου, ξεχύνεται χείμαρρος προπάντων πορνό. Τους τονώνει τα μέλη, τους τεντώνει τα νεύρα. Υπερδιέγερση στο κατακόρυφο. Κάτω απ' τη μάσκα, στα χείλη τους τρεμουλιάζει, στην κυριολεξία, αφρός. (Μα το πλήθος δε βλέπει.) Στα τύμπανά τους δονούνται αρχέγονοι, μεφιστοφελικοί απόηχοι. Μέσα απ' τα βλέφαρά τους κολυμπούνε οράματα δράκων, άτεχνες ζωγραφιές βρικολάκων, λιονταριών που σπαράζουν τη λεία τους, εκδορέων, σφαγέων που τεμαχίζουνε ζώα, θρίλερ πολύ πέρα από Χίτσκοκ, λαϊκίστικη κινηματογραφική υπερπαραγωγή φόβου και τρόμου. Η φαντασία τους ξανοίγει σε καζάνια κανιβάλων, σε λάβα ηφαιστείων, σε παλαιά και νέα άντρα βασανιστηρίων και οργίων, σε θεάματα Ρωμαίων μονομάχων και Ισπανών ταυρομάχων, σε αρένες πρώτων χριστιανών και θηρίων, σε καρχαρίες που ακρωτηριάζουν. Τροφοδοτείται με ρυθμό επιτάχυνσης, πυρπολείται, ανταγωνίζεται να ξεπεράσει, να δώσει εικόνες διαστροφής ακόμα πιο πολυσύνθετες, πιο διαστρεβλωτικές, πιο σατανικά και σαδιστικά «ηδονικές», πιο φρικαλέες, άγνωστων ως τώρα τεράτων.
Μια οργανική ανάγκη να συνεχίζουν, να προκαλούν οργασμό, να παρατείνουν την απόλαυση, ν' αναβάλλουν την κάμψη.
Δεν είναι άνθρωποι. Οχι, είναι. Ο προηγούμενος χαρακτηρισμός θα ήταν μια άδικη κατηγορία για άλλα πλάσματα του πλανήτη.
Ολοι τους, επίλεκτοι απόφοιτοι ειδικής σχολής.
(Το διήγημα περιλαμβάνεται στο βιβλίο διηγημάτων «Οπου δε δείχνει το βέλος». 1987, εκδ. «ΙΩΛΚΟΣ»)
Της Ελένης ΒΟΪΣΚΟΥ
Σελ. /24