Η δίκη της Χρυσής Αυγής για άλλη μια επέτειο, την πέμπτη, της δολοφονίας του Π. Φύσσα, συνεχίζεται, στο περιθώριο της πολιτικής ζωής,
χωρίς ευρεία δημοσιότητα, χωρίς φυσική παρουσία κατηγορουμένων, με το φασιστικό
μόρφωμα να έχει σταθεροποιηθεί και να προκαλεί σαν λόγος και σαν πρακτική στη
πολιτικοκοινωνική μας ζωή και όχι μόνο
στην εγχώρια.
Ο φασισμός δεν είναι απλώς ένα
αυταρχικό αστυνομικό καθεστώς που απορρίπτει τους κανόνες της κοινοβουλευτικής
εκλογικής δημοκρατίας, αλλά είναι μια
συγκεκριμένη πολιτική απάντηση στις προκλήσεις με τις οποίες η διαχείριση της
καπιταλιστικής κοινωνίας μπορεί να αντιμετωπιστεί σε συγκεκριμένες περιστάσεις,
προς όφελος του κεφαλαίου βεβαίως. Κι αν επανεμφανίζεται συνεχώς είναι επειδή
οι σπόροι του επωάζονται στις αντιφάσεις του καπιταλισμού. Ακόμα κι αν οι
λέξεις καπιταλισμός ή πλουτοκρατία αποτελούν στη ρητορική του φασιστικού λόγου
αντικείμενο επίθεσης αυτό είναι ένα καμουφλάζ που κρύβει την αληθινή φύση του
φασιστικού λόγου. Γιατί η φασιστική λύση
σε ορισμένες συγκυρίες μιας βίαιης και βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού φαίνεται να είναι η καλύτερη για την
κυριαρχία του κεφαλαίου, αν όχι η μόνη δυνατή, ώστε να μην κλονιστούν οι
θεμελιώδεις αρχές του και τεθεί υπό αμφισβήτηση η ιδιωτική καπιταλιστική
ιδιοκτησία, η κυριαρχία των μονοπωλίων
της.
Ο
φασισμός αντικαθιστά τις γενικές αρχές στις οποίες οι θεωρίες και πρακτικές των
σύγχρονων δημοκρατιών υποστηρίζεται πως είναι βασισμένες, όπως η αναγνώριση των διαφορετικών απόψεων, η προσφυγή σε εκλογικές διαδικασίες
για να καθορίσουν την πλειοψηφία, η εγγύηση
των δικαιωμάτων της μειονότητας, κ.λπ., με εκείνες που τονίζουν την εθνικιστική
ανωτερότητα και τη σύγκρουση για την εξαφάνιση του διαφορετικού που συνοδεύεται
με μια επιστροφή προς το ιστορικό παρελθόν, αναζητώντας ιδέες που να είναι σε
θέση να του παρέχουν μια φαινομενική νομιμότητα. Έτσι και στα καθ’ ημάς η άκριτη και υπέρτατη
αξιοποίηση των ψευδοεθνοτικών ή ψευδοθρησκευτικών μυθολογικών κατασκευών, όπως
το μεγαλείο της ελληνικής φυλής που προστατεύεται και διασώζεται πάντα από τον
θεό της Ελλάδας, καλλιεργούν φανατισμό για στρατολόγηση οπαδών για βίαιες, και
δήθεν αντισυστημικές ενέργειες, που πολλαπλώς αξιοποιούνται από το κυρίαρχο
πολιτικό σύστημα (π.χ. συλλαλητήρια για το Μακεδονικό)
Οι
φασισμοί του μεσοπολέμου, του Μουσολίνι στην Ιταλία του Χίτλερ στη Γερμανία,
στα πρώτα χρόνια κέρδιζαν και συμπάθειες στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια και στους
δημοκρατικούς ηγέτες τους, εφόσον ήταν
υπέρ του καπιταλισμού και ως εκ τούτου σύμμαχοι με το κεφάλαιο. Οι πολιτικές των ηγετών δεν εξέφραζαν μια αντιφασιστική θέση, αλλά
περισσότερο μια σύγκρουση συμφερόντων όταν οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί του
Χίτλερ απείλησαν τα δικά τους συμφέροντα. Του ίδιου του Χίτλερ ο αντισημιτισμός
προκάλεσε κατακραυγή μόνο πολύ αργότερα, όταν έφτασε στο τελικό στάδιο της
δολοφονικής δράσης του. Η έμφαση στο μίσος για «εβραιο-μπολσεβικισμό» που
κυριαρχούσε στο λόγο του Χίτλερ ήταν
κοινή σε πολλούς πολιτικούς των αστικών δημοκρατιών της Δύσης, αφού και γι’
αυτούς, πέρα από τον εβραίο ως αποδιοπομπαίο τράγο, στην πραγματικότητα ο βασικός αντίπαλος ήταν η νεαρή τότε
Σοβιετική Ένωση. Ήταν μόνο μετά την ήττα
του ναζισμού που ο αντιφασιστικός αγώνας των λαών έκανε απαραίτητη την καταδίκη του αντισημιτισμού ως αρχή. Αυτή η στάση έγινε μεταπολεμικά πιο …εύκολη,
γιατί οι αυτοαποκαλούμενοι κληρονόμοι του τίτλου του «θυμάτων του
Ολοκαυτώματος» είχαν γίνει οι σιωνιστές του Ισραήλ, σύμμαχοι του δυτικού
ιμπεριαλισμού κατά των Παλαιστινίων και του αραβικού λαού, ο οποίος, ωστόσο,
δεν είχε ποτέ εμπλακεί στην φρίκη του Ευρωπαϊκού αντισημιτισμού.
Προφανώς, η
κατάρρευση των Ναζί στη Γερμανία και του Μουσολίνι στην Ιταλία με τον λυσσαλέο
αγώνα της Σοβιετικής Ένωσης και των αντιστασιακών ευρωπαϊκών κινημάτων,
υποχρέωσε τις πολιτικές δυνάμεις στην
Ευρώπη, δυτικά του αποκαλούμενου «παραπετάσματος», να ξεχωρίσουν τους εαυτούς
τους από εκείνους που, και ανάμεσά τους,
ήταν συνεργοί και σύμμαχοι του φασισμού.
Μόνο που στην πραγματικότητα τα φασιστικά υπολείμματα είχαν αναγκαστεί μόνο να
υποχωρήσουν στο παρασκήνιο και να κρύβονται, χωρίς πραγματικά να εξαφανίζονται.
Έτσι, στη Δυτική Γερμανία, στο
όνομα της «συμφιλίωσης», η ντόπια κυβέρνηση
με τους προστάτες της, κυρίως
των Ηνωμένων Πολιτειών, και κατά δεύτερο λόγο της Μεγάλη Βρετανίας και
Γαλλίας, διατήρησαν κατά βάση στη θέση
τους σχεδόν όλους όσοι είχαν διαπράξει εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της
ανθρωπότητας. Στην Ιταλία ο φασισμός σιωπηλά ενσωματώθηκε στις τάξεις των
Χριστιανοδημοκρατών και βέβαια της
Καθολικής Εκκλησίας. Εξάλλου ένας μεγάλος αριθμός από ηγετικά στελέχη των
φασιστικών καθεστώτων βρήκαν καταφύγιο στις ΗΠΑ και αντιμετωπίζονταν με ευνοϊκή
διάθεση εξαιτίας του άγριου αντικομμουνισμού τους.
Επιπλέον, παρόλο που
σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης πολέμησαν το φασισμό στη
σύγκρουση του β παγκοσμίου πολέμου, όμως η υποστήριξή τους στις
αντικομμουνιστικές εκστρατείες που αναλαμβάνονταν από τον άλλο πολιτικό πόλο
των αστικών δημοκρατιών, τη συντηρητική δεξιά,
μοιράζεται την ευθύνη για τη σύγχρονη επιστροφή του φασισμού.
Έτσι στη χώρα μας, τα τελευταία
χρόνια και επί διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ,
που θρασύτατα επιμένει να υποκρίνεται την αριστερά, η ανοχή
του ΣΥΡΙΖΑ προς τη Χρυσή Αυγή, η
νομιμοποίηση του φασιστικού λόγου στο όνομα της ισοδυναμίας όλων των απόψεων, ο
καλυμμένος αντικομμουνιστικός του λόγος, η εξευτέλιση των σοσιαλιστικών
οραμάτων ανοίγει διάπλατα τις πόρτες για
την εγκατάστασή του στον πολιτικοκοινωνικό χώρο με όποια ονόματα ή μεταμφιέσεις
εμφανιστεί στο μέλλον.
Εξάλλου ο έξυπνος τρόπος να κρύβει ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος αλλά και τα
ΜΜΕ την υποστήριξή τους για τους
φασίστες είναι να αντικαθίσταται ο χαρακτηρισμός φασίστας μ’ εκείνη του
εθνικιστή και τα κόμματά τους να χαρακτηρίζονται ακραία δεξιά. Έτσι στη
Γερμανία μπορεί ο ναζισμός να είναι εκτός νόμου αλλά οι ναζιστές, με όνομα
Εναλλακτική για τη Γερμανία, όλο και
αποκτούν δύναμη, και εκλογική, στη Σουηδία ως Σουηδοί Δημοκράτες αυξάνουν την
εκλογική τους δύναμη στο 17,6% κι ας περιφερόταν ανά την Ευρώπη το σουηδικό
μοντέλο για προσέλκυση οπαδών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο
μεταμφιεσμένος σε εθνικισμό φασισμός ισοδυναμεί με σοβινιστικό μίσος προς
γειτονικούς λαούς ή και πιο μακρινούς που τους καθιστούν υπεύθυνους για όποιες
…εθνικές κακοτυχίες. Για τους Ουκρανούς είναι οι Ρώσοι, όχι βέβαια ο Τσάρος,
για τους Κροάτες οι Σέρβοι, για την …άκρα δεξιά στη Γαλλία, την Αυστρία, την
Ελβετία, σε μας και αλλού, είναι οι μετανάστες, που γίνονται ο νέος αποδιοπομπαίος
τράγος στην οχυρωμένη Ευρώπη.
Εν
ολίγοις, η ανοχή προς τους φασίστες, η
δέουσα προβολή τους, η ανακατασκευή της ιστορίας που αναζητά δικαιολογίες
για τις θηριωδίες τους με την εξίσωση
των δυο άκρων για να συκοφαντηθεί η κομμουνιστική προοπτική, η στοχοποίηση των προσφύγων-μεταναστών σαν
απειλή συντελούν να παρουσιαστούν ως εναλλακτική λύση για τους ψηφοφόρους που νιώθουν θύματα της
εξάπλωσης του μονοπωλιακού καπιταλισμού,
χωρίς όμως να τίθεται υπό
αμφισβήτηση η ισχύς των πραγματικά κυρίαρχων δυνάμεων στο σύγχρονο κόσμο,
δηλαδή τα μονοπώλια των ΗΠΑ και της Ευρώπης.
Βέβαια, στη Δύση, όσο η
συμπαιγνία μεταξύ των κυρίαρχων αστικών πολιτικών δυνάμεων στην κοινοβουλευτική
μας δημοκρατία τιθασεύει τις αντιδράσεις καθιστά περιττό για το κυρίαρχο κεφάλαιο να
καταφύγει στις υπηρεσίες των φασιστών με όποιο όνομα σε κάθε χώρα εμφανίζονται.
Όσο όμως εξαπλώνεται και διατηρείται η συστημική κρίση του παγκοσμιοποιημένου
μονοπωλιακού καπιταλισμού με όλα τα παρεπόμενά του η απειλή της προσφυγής σε φασιστικές λύσεις θα γίνεται ένας
πραγματικός κίνδυνος.