ΙΧ. Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Τώρα πρέπει να γυρίσουμε στη φράση «αξία ή τιμή της εργασίας».
Είδαμε πως, στην πραγματικότητα, αυτή είναι μόνο η αξία της εργατικής
δύναμης, που τη μετρούμε με τις αξίες των εμπορευμάτων που είναι
απαραίτητα για τη συντήρηση της. Επειδή όμως ο εργάτης παίρνει το μισθό
του ύστερα από την εκτέλεση της εργασίας του και ξέρει ακόμα πως αυτό
που πραγματικά δίνει στον καπιταλιστή είναι η εργασία του, η αξία ή η
τιμή της εργατικής του δύναμής παρουσιάζεται σ’ αυτόν αναγκαστικά σαν
τιμή ή αξία αυτής της ίδιας της εργασίας του. Αν η τιμή της εργατικής
του δύναμης είναι τρία σελίνια, όπου έχουν αντικειμενοποιηθεί έξι ώρες
εργασίας, και αν αυτός εργάζεται δώδεκα ώρες, νομίζει αναγκαστικά πως τα
τρία αυτά σελίνια είναι η αξία ή η τιμή μιας εργασίας δώδεκα ωρών, παρ’
όλο που οι δώδεκα αυτές ώρες εργασίας έχουν αντικειμενοποιηθεί σε μια
αξία έξι σελινιών. Αυτό οδηγεί σε ένα διπλό αποτέλεσμα:
Πρώτο. Η αξία ή η τιμή της εργατικής δύναμης παίρνει τη μορφή της
τιμής ή της αξίας αυτής της ίδιας της εργασίας, παρ’ όλο που, αν
μιλήσουμε με ακρίβεια, αξία και τιμή της εργασίας είναι όροι δίχως
νόημα.
Δεύτερο. Παρ’ όλο που πληρώνεται ένα μέρος μόνο από την
καθημερινή εργασία του εργάτη, ενώ το άλλο μέρος μένει απλήρωτο, και ενώ
η απλήρωτη αυτή εργασία ή υπερεργασία αποτελεί ίσα - ίσα το ποσό που
σχηματίζει την υπεραξία ή το κέρδος, φαίνεται σα να είναι πληρωμένη
ολόκληρη η εργασία.
Αυτή η απατηλή όψη ξεχωρίζει τη μισθωτή εργασία από τις άλλες ιστορικές μορφές της εργασίας. Πάνω
στη βάση του συστήματος της μισθωτής εργασίας φαίνεται, ακόμα και η
απλήρωτη εργασία, σαν πληρωμένη. Στο δούλο αντίθετα, και το πληρωμένο
ακόμα μέρος της εργασίας του παρουσιάζεται σαν απλήρωτο. Φυσικά, ο
δούλος, για να δουλεύει, πρέπει να ζει και ένα μέρος από την εργάσιμη
μέρα του πηγαίνει για να αναπληρωθεί η αξία της ατομικής του συντήρησης.
Επειδή όμως ανάμεσα σ’ αυτόν και στον κύριο του δεν έγινε καμιά
συμφωνία, ούτε καμιά πράξη πούλησης και αγοράς ανάμεσα στα δυο μέρη,
φαίνεται σα να παραχωρεί δωρεάν ολόκληρη την εργασία του.
Ας πάρουμε, από το άλλο μέρος, το δουλοπάροικο αγρότη, έτσι όπως υπήρχε,
θα μπορούσα να πω, ως χθες ακόμα σε όλη την Ανατολική Ευρώπη. Ο αγρότης
αυτός εργαζόταν λ.χ. τρεις μέρες για τον εαυτό του στο δικό του χωράφι,
ή στο χωράφι που του παραχώρησαν, και τις τρεις επόμενες εργαζόταν
αναγκαστικά και δωρεάν στο κτήμα του τσιφλικά. Εδώ, λοιπόν, το πληρωμένο
και το απλήρωτο μέρος της εργασίας ήταν ξεκάθαρα χωρισμένα, χωρισμένα
σε χρόνο και σε τόπο. Και οι φιλελεύθεροι μας ξεχείλιζαν από ηθική
αγανάκτηση για την τερατώδικη ιδέα να αναγκάζεις έναν άνθρωπο να
δουλεύει δωρεάν.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, είτε εργάζεται ένας άνθρωπος τρεις μέρες τη
βδομάδα για τον εαυτό του στο δικό του χωράφι και τρεις μέρες δωρεάν
στο χτήμα του τσιφλικά του, είτε εργάζεται έξι ώρες τη μέρα στη φάμπρικα
ή στο εργαστήρι για τον εαυτό του και έξι ώρες για τον εργοδότη του,
είναι ένα και το αυτό, αν και στη δεύτερη περίπτωση το πληρωμένο και το
απλήρωτο μέρος της εργασίας είναι αξεδιάλυτα μπλεγμένα μεταξύ τους και
σκεπάζουν πέρα - πέρα τη φύση της συναλλαγής με τη μεσολάβηση μιας
συμφωνίας και την πληρωμή στο τέλος της βδομάδας. Η δωρεάν εργασία
παρουσιάζεται στη μια περίπτωση πως δίνεται θεληματικά και στην άλλη
αναγκαστικά. Αυτή είναι όλη η διαφορά.
Όταν χρησιμοποιώ τις λέξεις «αξία της εργασίας» θα τις χρησιμοποιώ μόνο σαν λαϊκό όρο για την «αξία της εργατικής δύναμης».
Χ. Το κέρδος βγαίνει πουλώντας το εμπόρευμα στην αξία του
Υποθέστε πως μια ώρα μέση εργασία είναι αντικειμενοποιημένη σε μια άξία
ίση με έξι πέννες ή δώδεκα ώρες μέση εργασία σε άξία ίση με έξι σελίνια.
Υποθέστε, ακόμα, πώς ή άξία της εργασίας είναι τρία σελίνια ή το προϊόν
μιας εξάωρης εργασίας: Αν, τότε, στις πρώτες ύλες, στις μηχανές κ.τ.λ.
που χρησιμοποιούνται για ένα εμπόρευμα, ήταν αντικειμενοποιημένες είκοσι
τέσσερις ώρες μέση εργασία, η άξια του θα ανέβαινε σε δώδεκα σελίνια.
Αν, ακόμα, ο εργάτης που τον απασχολεί ο καπιταλιστής πρόσθετε δώδεκα
ώρες στα μέσα παραγωγής, οι δώδεκα αυτές ώρες θα είχαν
αντικειμενοποιηθεί σε μια πρόσθετη αξία έξι σελινιών.
Η συνολική αξία του προϊόντος θα ανερχόταν, κατά συνέπεια, σε τριάντα
έξι ώρες αντικειμενοποιημένη εργασία και θα ήταν ίση με δέκα οκτώ
σελίνια. Επειδή όμως η αξία της εργασίας ή ο μισθός που πληρώθηκε στον
εργάτη ήταν μόνο τρία σελίνια, ο καπιταλιστής δεν θα είχε πληρώσει
κανένα ισοδύναμο για την εξάωρη υπερεργασία που έκανε ο εργάτης και που
είναι αντικειμενοποιημένη στην αξία τού εμπορεύματος. Πουλώντας το
εμπόρευμα αυτό στην άξια του, δέκα οκτώ σελίνια, θα πραγματοποιούσε,
λοιπόν, ο καπιταλιστής μια άξια από τρία σελίνια, που γι’ αυτή δεν θα
είχε πληρώσει κανένα ισοδύναμο.
Τα τρία αυτά σελίνια θα αποτελούσαν την υπεραξία ή το κέρδος που τσεπώνεται απ’ αυτόν. Κατά συνέπεια, ο
καπιταλιστής θα πραγματοποιούσε το κέρδος των τριών σελινιών όχι γιατί
πουλάει το εμπόρευμα σε μια τιμή πάνω από την άξία του, μα γιατί το
πουλάει στην πραγματική του αξία.
Η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται από το συνολικό ποσό της
εργασίας που περιέχεται σ’ αυτό. Ένα μέρος όμως από το ποσό αυτό της
εργασίας αντικειμενοποιήθηκε σε μια αξία, που πληρώθηκε γι’ αυτή ένα
ισοδύναμο με τη μορφή του μισθού και ένα μέρος σε μια άξία που δεν
πληρώθηκε γι’ αυτή κανένα ισοδύναμο.
Μέρος από την εργασία που περιέχεται στο εμπόρευμα είναι πληρωμένη
εργασία και μέρος απλήρωτη εργασία. Όταν, λοιπόν, ο καπιταλιστής πουλάει
το εμπόρευμα του στην αξία του, σαν αποκρυστάλλωμα δηλαδή του συνολικού
ποσού της εργασίας, που χρησιμοποιήθηκε σ’ αυτό, πρέπει το δίχως άλλο
να πουλάει με κέρδος, γιατί δεν πουλάει μόνο αυτό που του στοίχισε
κάποιο ισοδύναμο, μα πουλάει και αυτό ακόμα που δεν του στοίχισε τίποτα,
παρ’ όλο που στον εργάτη κόστισε εργασία. Το κόστος του εμπορεύματος
για τον καπιταλιστή και το πραγματικό κόστος είναι δυο διαφορετικά
πράγματα.
Ξαναλέω, λοιπόν, πως τα κανονικά και τα κατά μέσο όρο κέρδη δε
γίνονται με την πούληση του εμπορεύματος πάνω από την άξια του μα με την
πούλησή του στην πραγματική του αξία.
ΧΙ. Τα διάφορα μέρη στα οποία χωρίζεται η υπεραξία
Την υπεραξία, ή το μέρος εκείνο από τη συνολική αξία του εμπορεύματος
που έχει αντικειμενοποιηθεί η υπερεργασία. ή η απλήρωτη εργασία του
εργαζόμενου, το ονομάζω κέρδος. Ο εργοδότης καπιταλιστής δεν τσεπώνει ο
ίδιος ολόκληρο το κέρδος.
Το μονοπώλιο πάνω στη γη δίνει τη δυνατότητα στο γαιοκτήμονα να παίρνει
ένα μέρος από την υπεραξία αυτή με το όνομα γαιοπρόσοδος είτε το έδαφος
χρησιμοποιείται για καλλιέργεια, είτε για οικοδομές, είτε για
σιδηροδρόμους ή για οποιοδήποτε άλλο παραγωγικό σκοπό. Από το άλλο
μέρος, η ίδια αυτή η κατοχή των μέσων της εργασίας που δίνει στο
βιομήχανο καπιταλιστή τη δυνατότητα να παράγει υπεραξία ή, πράγμα που
είναι το ίδιο, να ιδιοποιείται ο ίδιος ένα ορισμένο ποσό απλήρωτης
εργασίας, δίνει και στον ιδιοκτήτη μέσων παραγωγής, που τα δανείζει στο
σύνολο τους ή σε ένα μόνο μέρος στον εργοδότη καπιταλιστή, με μια λέξη
στο χρηματοδότη καπιταλιστή, τη δυνατότητα να διεκδικεί και αυτός ένα
άλλο μέρος από την υπεραξία με το όνομα τόκος, έτσι που στον εργοδότη
καπιταλιστή σαν τέτοιο δεν μένει παρά μόνο αυτό που ονομάζουμε
βιομηχανικό ή εμπορικό κέρδος.
Το ζήτημα το σχετικό με τους νόμους που ρυθμίζουν την κατανομή αυτή του
συνολικού ποσού της υπεραξίας ανάμεσα στις τρεις αυτές κατηγορίες των
ανθρώπων, είναι ένα ζήτημα ολότελα ξένο από το θέμα μας. Ωστόσο, από όσα
αναφέραμε, προκύπτουν τα παρακάτω:
Γαιοπρόσοδος, Τόκος και Βιομηχανικό Κέρδος είναι μόνο διαφορετικά
ονόματα για διαφορετικά μέρη της υπεραξίας του εμπορεύματος ή της
απλήρωτης εργασίας που περιέχεται σ’ αυτό και προέρχονται όλα από την
ίδια πηγή και από αυτή μόνο. Δεν προέρχονται από το έδαφος σαν
έδαφος, ούτε από το κεφάλαιο σαν κεφάλαιο, μα το έδαφος και το κεφάλαιο
δίνουν τη δυνατότητα στους ιδιοκτήτες τους να παίρνουν τα αντίστοιχα
μερίδια τους από την υπεραξία που ξεζουμίζει ο εργοδότης καπιταλιστής
από τους εργάτες του. Για τον ίδιο τον εργάτη έχει δεύτερη
σημασία αν η υπεραξία αυτή, το αποτέλεσμα της υπερεργασίας του ή της
απλήρωτης δουλειάς του, τσεπώνεται ολόκληρη από τον εργοδότη καπιταλιστή
ή αν αυτός εξαναγκάζεται να παραχωρεί σε τρίτους μερίδια από αυτή, με
το όνομα γαιοπρόσοδος και τόκος. Αν υποθέσουμε πως ο εργοδότης
καπιταλιστής χρησιμοποιεί μόνο δικά του κεφάλαια και πως ο ίδιος είναι
και ιδιοκτήτης της γης, τότε όλη η υπεραξία πηγαίνει στην τσέπη του.
Εκείνος που βγάζει άμεσα την υπεραξία από τον εργάτη είναι ο εργοδότης
καπιταλιστής, οποιοδήποτε και αν είναι το μερίδιο που κρατάει τελικά από
την υπεραξία. Από τη σχέση αυτή ανάμεσα στον εργοδότη καπιταλιστή και
τον εργάτη εξαρτιέται, λοιπόν, ολόκληρο το σύστημα της μισθωτής εργασίας
καθώς και ολόκληρο το σημερινό σύστημα παραγωγής. Μερικοί πολίτες που
πήραν μέρος στη συζήτηση μας είχαν, κατά συνέπεια, άδικο όταν
προσπαθούσαν να ελαττώσουν τη σημασία των πραγμάτων και να πραγματευθούν
τη βασική αυτή σχέση ανάμεσα στον εργοδότη καπιταλιστή και τον εργάτη
σαν ζήτημα με δεύτερη σημασία, παρ’ όλο που είχαν δίκιο όταν έκαναν τη
διαπίστωση, πως κάτω από δοσμένες συνθήκες μια ύψωση στις τιμές θα
μπορούσε να θίξει σε πολύ άνισο βαθμό τον εργοδότη καπιταλιστή, το
γαιοκτήμονα και, αν σας αρέσει, το φοροεισπράκτορα.
Από ό,τι διαπιστώθηκε βγαίνει και ένα άλλο συμπέρασμα:
Το μέρος εκείνο από την αξία του εμπορεύματος, που αντιπροσωπεύει
μόνο την αξία των πρώτων υλών, των μηχανών, με μια λέξη, την αξία των
μέσων παραγωγής που καταναλώθηκαν, δεν αποτελεί καθόλου εισόδημα, μα
αντικαθιστά μόνο κεφάλαιο. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, δεν είναι σωστό
πως το άλλο μέρος από την αξία του εμπορεύματος που αποτελεί εισόδημα, ή
που μπορεί να δαπανηθεί σαν μισθός, κέρδος, γαιοπρόσοδος, τόκος,
αποτελείται από την αξία του μισθού, την αξία της γαιοπροσόδου, την αξία
του κέρδους κ.τ.λ. Θα αφήσουμε στην αρχή κατά μέρος το μισθό και θα
εξετάσουμε μόνο το βιομηχανικό κέρδος, τον τόκο και τη γαιοπρόσοδο. Πριν
λίγο είδαμε πως η υπεράξια που περιέχεται στο εμπόρευμα ή στο μέρος
εκείνο από την αξία του, όπου έχει αντικειμενοποιηθεί απλήρωτη εργασία,
αναλύεται σε διάφορα μέρη με τρία διαφορετικά ονόματα. Μα θα ήταν
ολότελα αντίθετο με την αλήθεια να πούμε πως η αξία του αποτελείται ή
σχηματίζεται με την πρόσθεση των ανεξάρτητων αξιών από τα τρία αυτά
συστατικά μέρη.
Αν μια ώρα εργασίας αντικειμενοποιείτε σε μια αξία από έξι πέννες, αν
η εργάσιμη μέρα του εργάτη αποτελείται από δώδεκα ώρες, αν το μισό από
το χρονικό αυτό διάστημα είναι απλήρωτη εργασία, η υπερεργασία αυτή θα
προσθέσει στο εμπόρευμα τρία σελίνια υπεραξία, δηλαδή, μια αξία που γι’
αυτή δεν πληρώθηκε κανένα ισοδύναμο. Αυτή η υπεραξία των τριών σελινιών
είναι όλο το ποσό που μπορεί να μοιραστεί ο εργοδότης καπιταλιστής, σε
μια οποιαδήποτε αναλογία με το γαιοκτήμονα και τον χρηματοδότη. Η αξία
αυτών των τριών σελινιών αποτελεί το όριο της αξίας, που μπορούν να
μοιρασθούν μεταξύ τους.
Ο εργοδότης καπιταλιστής δεν προσθέτει στην αξία των εμπορευμάτων μια
αυθαίρετη αξία για το κέρδος του και πάνω σ’ αυτή μια ακόμα αξία για το
γαιοκτήμονα. κ.τ.λ. έτσι που το άθροισμα των αξιών αυτών, που
καθορίσθηκαν αυθαίρετα, να αποτελεί τη συνολική αξία. Βλέπετε,
λοιπόν, την πλάνη που βρίσκεται στη λαϊκή αντίληψη, που συγχέει το
χωρισμό μιας δοσμένης αξίας σε τρία μέρη, με το σχηματισμό της αξίας
αυτής με την πρόσθεση τριών ανεξάρτητων αξιών και μετατρέπει έτσι τη
συνολική αξία, απ’ όπου βγαίνουν η γαιοπρόσοδος, το κέρδος και ο τόκος
σε ένα αυθαίρετο μέγεθος.
Αν το συνολικό κέρδος που πραγματοποιεί ένας καπιταλιστής είναι 100
λίρες, ονομάζουμε το ποσό αυτό, θεωρώντας το σαν απόλυτο μέγεθος, ποσό
του κέρδους. Αν όμως υπολογίσουμε τη σχέση ανάμεσα στις 100 αυτές λίρες
και στο κεφάλαιο που καταβλήθηκε, ονομάζουμε το σχετικό αυτό μέγεθος
ποσοστό του κέρδους. Είναι φανερό πως το ποσοστό αυτό του κέρδους μπορούμε να το εκφράσουμε με δύο τρόπους.
Ας υποθέσουμε πως το κεφάλαιο που ξοδεύτηκε σε μισθούς είναι 100 λίρες.
Αν η υπεραξία που δημιουργήθηκε ήταν και αυτή 100 λίρες - και αυτό θα
μας έδειχνε πως η μισή εργάσιμη μέρα του εργάτη αποτελείται από απλήρωτη
εργασία - και αν μετρήσουμε το κέρδος αυτό με την αξία του κεφαλαίου
που καταβλήθηκε σε μισθούς, θα πούμε πως το ποσοστό του κέρδους φτάνει
τα εκατό τα εκατό, γιατί η αξία που πληρώθηκε ήταν εκατό και η αξία που
πραγματοποιήθηκε διακόσια.
Αν, από το άλλο μέρος, δεν πάρουμε υπόψη μας μόνο το κεφάλαιο που
ξοδεύτηκε σε μισθούς μα το συνολικό κεφάλαιο που έχει καταβληθεί, λ.χ.
500 λίρες, απ’ όπου οι 400 λίρες αντιπροσωπεύουν την αξία των πρώτων
υλών, των μηχανών κ.τ.λ., θα πούμε πως το ποσοστό του κέρδους είναι μόνο
είκοσι τα εκατό, γιατί το κέρδος των εκατό λιρών δεν θα ήταν, παρά το
ένα πέμπτο μόνο από το συνολικό κεφάλαιο που καταβλήθηκε.
Ο πρώτος τρόπος να εκφράζουμε το ποσοστό του κέρδους είναι ο μόνος
που μας φανερώνει την πραγματική σχέση ανάμεσα στην πληρωμένη και την
απλήρωτη εργασία, τον πραγματικό βαθμό της exploitation [εκμετάλλευσης],
αν μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω τη γαλλική αυτή λέξη, της εργασίας. Ο
άλλος τρόπος είναι αυτός που βρίσκεται σε κοινή χρήση και είναι,
πραγματικά, κατάλληλος για ορισμένους σκοπούς. Οπωσδήποτε, είναι πολύ
χρήσιμος για να κρύβει ως ποιο βαθμό ξεζουμίζει ο καπιταλιστής απλήρωτη
εργασία από τον εργάτη.
Σε όσες παρατηρήσεις θα κάνω ακόμα θα χρησιμοποιώ τη λέξη κέρδος για
το συνολικό ποσό της υπεραξίας που βγάζει ο καπιταλιστής, χωρίς να
παίρνω καθόλου υπόψη μου το χωρισμό της υπεραξίας αυτής στα διάφορα μέρη, και όταν χρησιμοποιώ τις λέξεις ποσοστό του κέρδους, θα μετρώ πάντα το κέρδος με την αξία του κεφαλαίου που καταβλήθηκε σε μισθούς.