Το πρώτο δίμηνο που ακολούθησε την εναλλαγή στο
κυβερνητικό «τιμόνι» του ελληνικού καπιταλισμού ήταν αποκαλυπτικό για τη
συνέχεια της αστικής πολιτικής. Παρά την καλοκαιρινή περίοδο, η
κυβέρνηση της ΝΔ έδειξε από το πρώτο διάστημα την αποφασιστικότητά της
να κλιμακώσει την αντιλαϊκή πολιτική προς όφελος της υποβοήθησης της
καπιταλιστικής κερδοφορίας. Τα πρώτα κυβερνητικά νομοθετήματα και
κινήσεις, τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική, δείχνουν
ότι η νέα κυβέρνηση αξιοποιεί με τον καλύτερο –για την αστική τάξη–
τρόπο την «κληρονομιά» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Παράλληλα, αυτό το πρώτο
δίμηνο ήταν αποκαλυπτικό και για το χαρακτήρα της αντιπολίτευσης που θα
ασκήσει ο ΣΥΡΙΖΑ (και τα άλλα αστικά κόμματα) στην κυβερνητική πολιτική
της ΝΔ, με τη μεταξύ τους αντιπαράθεση να επικεντρώνεται στο ποιος
υπηρέτησε καλύτερα τις δεσμεύσεις που απορρέουν από τα μνημόνια και τις
συμφωνίες με τους «εταίρους».
«Με μια φωνή» σχεδόν τα στελέχη της νέας κυβέρνησης δήλωναν κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους: «Δεν ήρθαμε για να γκρεμίσουμε, αλλά για να χτίσουμε πάνω στα θετικά που παραλαμβάνουμε από το ΣΥΡΙΖΑ.»
Κάποια παραδείγματα αρκούν για να κατανοηθεί πιο συγκεκριμένα τι είχαν
στο μυαλό τους. Ενώ η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε νομοθετήσει τη σταδιακή
μείωση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρηματικών κερδών από το 29
στο 25% μέχρι το 2022, η κυβέρνηση της ΝΔ ανακοίνωσε τη μείωση του ίδιου
συντελεστή από το 28% που είναι σήμερα στο 20% με δύο ισόποσες μειώσεις
τα δύο επόμενα χρόνια. Ενώ η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε νομοθετήσει τη
μείωση του φορολογικού συντελεστή των μερισμάτων από το 15 στο 10%, η
κυβέρνηση της ΝΔ ανακοίνωσε την περαιτέρω μείωσή του στο 5%. Ενώ η
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε ψηφίσει νόμο για την απελευθέρωση των ομαδικών
απολύσεων, η κυβέρνηση της ΝΔ πρόσθεσε και τη νομοθέτηση της κατάργησης
της –προσχηματικής έτσι κι αλλιώς– αιτιολόγησης των απολύσεων με το
«βάσιμο λόγο απόλυσης». Ο κατάλογος δεν έχει τέλος· και ακόμα
αναφερόμαστε μόνο στην κυβερνητική οικονομική πολιτική. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού
έστρωσε το δρόμο στη ΝΔ, στηρίζει σήμερα αποφασιστικά όλες τις βασικές
κατευθύνσεις της αντιλαϊκής πολιτικής.
Η διαχρονική συνέχεια και στόχευση της κυβερνητικής πολιτικής (ανεξαρτήτως των κατόχων των κυβερνητικών θώκων) αναδεικνύεται και από τον τρόπο με τον οποίο προϋπάντησαν τη νέα κυβέρνηση τόσο οι «θεσμοί» εκτός χώρας όσο και οι καπιταλιστικοί φορείς εντός χώρας. Ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, Κλ. Ρέγκλινγκ, σημείωσε στην ΕΡΤ ότι «τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο υπουργός Οικονομικών επιβεβαίωσαν ότι θα ακολουθούν το συμφωνημένο δημοσιονομικό πλαίσιο, ιδιαίτερα όταν συνταχτεί ο προϋπολογισμός του 2020. Στον ESM σχεδιάζουμε με προοπτική 40 ετών». Αντίστοιχα η Α. Μέρκελ σημείωσε, απαντώντας σε ερώτηση για ενδεχόμενες «διευκολύνσεις» στην εξυπηρέτηση του κρατικού χρέους μετεκλογικά: «Το πλαίσιο προϋποθέσεων παραμένει. Και βεβαίως δεν παίζει ρόλο σε ποιο κόμμα ανήκει ο εκάστοτε πρωθυπουργός, αλλά αυτά είναι προγράμματα για τα οποία έχει γίνει εκτεταμένη διαπραγμάτευση.» Επίσης, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος (στην τελευταία ΓΣ του οποίου σημειώθηκε ότι από το σύνολο των νομοθετημάτων και διατάξεων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το τελευταίο έτος, το 62% αποτελούν θέσεις του) δήλωσε: «Ο επιχειρηματικός κόσμος της ελληνικής περιφέρειας υιοθετεί πλήρως και υποστηρίζει συνολικά το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης (...) αναμένει το γρηγορότερο δυνατόν από τη νέα κυβέρνηση αποφάσεις για την έμπρακτη υποστήριξη της βιομηχανίας και τη θεσμοθέτηση φιλικού και ευέλικτου περιβάλλοντος δραστηριοποίησης».
Σε αυτό το πλαίσιο, ξεκίνησαν τον Ιούλη και κλιμακώνονται το Σεπτέμβρη οι λεγόμενες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους θεσμούς για τον 4ο κύκλο της «ενισχυμένης εποπτείας». Σε αυτόν συγκαταλέγονται η διαμόρφωση των μεγεθών του κρατικού προϋπολογισμού για το 2020 –το προσχέδιο του οποίου θα κατατεθεί στη Βουλή στις αρχές Οκτώβρη– και το νέο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2020-2023 ενώ, όπως κάθε φορά, σε αυτόν τον «κύκλο» θα περιλαμβάνονται και οι «εκρεμμότητες» του προηγούμενου. Ως μέρος αυτών των διαπραγματεύσεων, η κυβέρνηση διαφημίζει την επιδίωξη της μείωσης του πλεονάσματος –το οποίο σύμφωνα με τις μέχρι τώρα συμφωνίες πρέπει να είναι 3,5% κάθε έτος μέχρι το 2022– ως ελπιδοφόρα για το λαό, αποκρύπτοντας ότι αν τυχόν κερδηθεί κάποιος «δημοσιονομικός χώρος», αυτός θα κατευθυνθεί στην υποβοήθηση των «επενδύσεων» και της «ανάπτυξης», δηλαδή στους επιχειρηματικούς ομίλους.
Παράλληλα, η κυβέρνηση προσπαθεί –αξιοποιώντας και την πλήρη άρση των λεγόμενων «κεφαλαιακών ελέγχων»– να πείσει ότι η οικονομία έχει μπει σε μια «κανονικότητα» που δήθεν είναι επωφελής για όλους. Αυτό βρίσκεται πίσω από το σύνθημα της ΝΔ «ανάπτυξη για όλους», που ήρθε να αντικαταστήσει το σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ «ανάπτυξη για τους πολλούς». Η ΝΔ εμφανίζει την πολιτική της ως αυτονόητη με βάση τις κατευθύνσεις της ΕΕ για όλα τα κράτη-μέλη και αναγκαία για να μη χαθεί το «τρένο της ψηφιακής οικονομίας». Αποκρύπτεται ότι η «καλύτερη αξιολόγηση από τις αγορές» και οι «καλύτεροι όροι της ανάπτυξης» που προσδοκά αποτελούν τον «καθρέφτη» της δημιουργίας πιο ευνοϊκών όρων κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων στο έδαφος του τσακίσματος των εργατικών-λαϊκών δικαιωμάτων.
Ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός βρίσκεται στην υπηρεσία της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Πέρα όμως από τις επιμέρους κρατικές νομοθετικές πρωτοβουλίες, αυτό προϋποθέτει και την αναπροσαρμογή του ίδιου του κρατικού μηχανισμού. Αυτόν το στόχο υπηρετεί και το νομοσχέδιο για το «επιτελικό κράτος», το οποίο ήταν και το πρώτο που έφερε προς ψήφιση η νέα κυβέρνηση, στην «ειδική έκθεση» του οποίου αναφερόταν ότι η ψήφιση του νομοσχεδίου θα επιφέρει «ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και εμπιστοσύνη των επενδυτών στους κρατικούς θεσμούς». Στις αλλαγές που προβλέπονται περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η εποπτεία ολόκληρου του συστήματος άσκησης της κυβερνητικής πολιτικής από το νέο θεσμό της προεδρίας της κυβέρνησης, του οποίου θα προΐσταται ο πρωθυπουργός, η ενίσχυση της επιτελικότητας του υπουργικού συμβουλίου και του ρόλου των γενικών γραμματέων και άλλων στελεχών σε κάθε υπουργείο (με τη θεσμοθέτηση του θεσμού του μόνιμου υπηρεσιακού γραμματέα σε κάθε υπουργείο) για την απρόσκοπτη προώθηση της κυβερνητικής πολιτικής.
Όπως ακριβώς έκανε και η προηγούμενη κυβέρνηση, έτσι και η νέα κυβέρνηση διαφημίζει στη διεθνή και εγχώρια αστική τάξη το «ευνοϊκό επενδυτικό περιβάλλον» που έχει δημιουργηθεί διαχρονικά από την ίδια και τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Αυτός ήταν ένας από τους βασικούς στόχους τόσο των επισκέψεων του πρωθυπουργού σε Παρίσι και Βερολίνο όσο και των απευθείας κυβερνητικών επαφών με «επενδυτές», όπως η συνάντηση του πρωθυπουργού με το «μεγαλοεπενδυτή» Πρεμ Ουάτσα, ιδρυτή και πρόεδρο της «Fairfax Financial Holdings». Αντίστοιχα, η κυβέρνηση προωθεί το έργο του Ελληνικού, δηλαδή την υλοποίηση της συμφωνίας που υπέγραψε το 2016 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για την ιδιωτικοποίηση και αξιοποίηση μιας έκτασης πάνω από 6 χιλιάδες στρέμματα (η οποία περιλαμβάνει 3,5 χιλιόμετρα παραλίας) με πολύ αρνητικές συνέπειες για το περιβάλλον της περιοχής.
Όσον αφορά, πάντως, τους ρυθμούς ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας το επόμενο διάστημα πρέπει να συνυπολογιστεί και η πολύμορφη επίδραση των τριγμών της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομίας. Οι αυξανόμενενες προειδοποιήσεις των αστικών επιτελείων για κινδύνους ξεσπάσματος νέας κρίσης επικεντρώνουν την ανησυχία τους στη συρρίκνωση της γερμανικής οικονομίας κατά 0,1% το δεύτερο τρίμηνο του έτους, με τον επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας Γενς Βάιντμαν να κάνει λόγο για «τέλμα» και για τις δυσκολίες της βιομηχανίας και των εξαγωγών της χώρας λόγω των «διεθνών εμπορικών διαμαχών και του Brexit».
Ταυτόχρονα η ΝΔ συνεχίζει την πολιτική σημαιοφόρου του ΝΑΤΟ, για τη γεωπολιτική αναβάθμιση της αστικής τάξης στην περιοχή, στα χνάρια της προηγούμενης κυβέρνησης Τσίπρα.
Βασικοί πυλώνες αυτής της πολιτικής παραμένουν η σταθερή στόχευση για μετατροπή της Ελλάδας σε κόμβο μεταφοράς ενέργειας και εμπορευμάτων, η αξιοποίηση και παραχώρηση σε διεθνή μονοπώλια των ενεργειακών κοιτασμάτων, η προώθηση του αγωγού αερίου EastMed και –σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο– η συμμαχία με τις ΗΠΑ και τις Κύπρο, Ισραήλ, Αίγυπτο.
Μετά από την κυβερνητική εναλλαγή, ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα Τζ. Πάιατ δήλωσε χαρακτηριστικά ότι «προχωρούμε με “τέρμα ταχύτητα” τις σχέσεις ΗΠΑ-Ελλάδας». Πιο συγκεκριμένα, δήλωσε από τη μία ότι «η κυβέρνηση Τσίπρα έκανε τόση πολλή και καλή δουλειά για να βοηθήσει την Ελλάδα να ενισχύσει τους δεσμούς της με την Αμερική» και από την άλλη ότι «η εμπιστοσύνη και η υποστήριξή μας στη νέα κυβέρνηση δε θα μπορούσε να είναι ισχυρότερη (...) Οι ΗΠΑ αναμένουν τώρα να συνεργαστούν με τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη και την ομάδα του για να αναβαθμίσουμε τις ήδη εξαιρετικές διμερείς σχέσεις μας στο επόμενο επίπεδο».
Οι παραπάνω προτεραιότητες της κυβερνητικής εξωτερικής πολιτικής εκφράστηκαν και στις πρώτες κινήσεις του νέου ΥΠΕΞ, Ν. Δένδια, ο οποίος αμέσως μετά από την ανάληψη των καθηκόντων του προχώρησε σε επίσημες επισκέψεις σε ΗΠΑ (όπου συνάντησε το σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας της χώρας Τζον Μπόλτον), Ισραήλ, Κύπρο (στο πλαίσιο της επίσκεψης του Κ. Μητσοτάκη στο νησί), καθώς και τη συνάντησή του στην Αθήνα με τον Αιγύπτιο ομόλογό του. Ο Ν. Δένδιας ανέφερε ότι η κυβέρνηση επέλεξε ένα γρήγορο γύρο επαφών με «βασικούς συμμάχους» και «στρατηγικούς εταίρους», για να ενημερώσει πώς προσεγγίζει τα θέματα σε Ανατ. Μεσόγειο, Βαλκάνια και Κυπριακό.
Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στις δηλώσεις Δένδια σχετικά με την «κληρονομιά» που του άφησε στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Ο Ν. Δένδιας δήλωσε «χαρούμενος» από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, σημειώνοντας ότι «επί της εποχής της προηγούμενης κυβέρνησης έγινε επιτέλους και από ένα μέρος της Αριστεράς αντιληπτό ότι οι πάγιοι προσανατολισμοί της χώρας στην εξωτερική πολιτική είναι αυτοί που πρέπει να τηρηθούν όσον αφορά τις Ηνωμένες Πολιτείες, το ΝΑΤΟ και το Ισραήλ». Σε άλλη συνέντευξή του σημείωσε: «Ο όποιος αντιαμερικανισμός υπήρχε τις προηγούμενες δεκαετίες έχει ολοσχερώς εξαλειφθεί. Σήμερα, οι σχέσεις (...) είναι ιδιαίτερα στενές και βασίζονται στο γεγονός ότι μοιραζόμαστε τις ίδιες αξίες και αρχές, έχουμε κοινούς στόχους και κοινά συμφέροντα (...).»
Έχοντας, λοιπόν, στο πλευρό της το σύνολο του αστικού πολιτικού κόσμου, η νέα κυβέρνηση ιεραρχεί τη συνέχιση και εμβάθυνση της πρωτοβουλίας του λεγόμενου Στρατηγικού Διαλόγου, την οποία εγκαινίασε η κυβέρνηση Τσίπρα στα τέλη του 2018 και η οποία (τουλάχιστον μέχρι τώρα) απλώνεται σε 6 θεματικές ενότητες. Έτσι, η κυβέρνηση προετοιμάζει το β΄ γύρο του Στρατηγικού Διαλόγου που θα λάβει χώρα στην Αθήνα, πιθανότατα τον Οκτώβρη, με συμμετοχή και του ίδιου του Αμερικανού ΥΠΕΞ Μ. Πομπέο.
Την ίδια στιγμή, ο υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, αρμόδιος για τις ενεργειακές πηγές, Φρ. Φάνον, ήρθε στις αρχές Αυγούστου στην Ελλάδα για επαφές με κυβερνητικά στελέχη. Η παρουσία του συνδυάστηκε με τη συμμετοχή του στην τετραμερή 1η υπουργική διάσκεψη για την Ενέργεια που έλαβε χώρα στην Αθήνα ανάμεσα σε Ελλάδα, Ισραήλ, Κύπρο και ΗΠΑ (3+1) στην οποία εκφράστηκε το σύνολο των αμερικανικών επιδιώξεων στην περιοχή –πολλές από τις οποίες «κουμπώνουν» με αντίστοιχες επιδιώξεις των αστικών τάξεων των άλλων τριών χωρών– με βασική την «προώθηση της διαφοροποίησης των πηγών και οδεύσεων εισαγωγής Ενέργειας», η οποία στρέφεται πρωτίστως ενάντια στη Ρωσία και τις επιδιώξεις της στην περιοχή.
Στο πλαίσιο αυτού του Στρατηγικού Διαλόγου ανοίγονται και πολλά ακόμα ζητήματα πέρα από τα ενεργειακά. Έτσι, σύμφωνα με δημοσιεύματα, συζητιέται η αναθεώρηση της λεγόμενης «Συμφωνίας για τις βάσεις» στην κατεύθυνση επέκτασής της για 8 ή 10 χρόνια και ακολούθως επ’ αόριστον, αντί της ετήσιας ανανέωσης που ισχύει έως σήμερα, με διεύρυνση παραχωρήσεων σε Σούδα, Λάρισα, Στεφανοβίκειο Μαγνησίας και Αλεξανδρούπολη. Πάντως, σύμφωνα με δημοσιεύματα, η κυβέρνηση προκρίνει σε αυτήν τη φάση την τεχνική ανανέωση της παραχώρησης για ένα χρόνο και τη σύναψη ευρύτερης συμφωνίας τον επόμενο χρόνο.
Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε την «καταρχήν συμφωνία» της με το αμερικανικό αίτημα για αποστολή φρεγάτας στον Περσικό στο πλάι των αμερικανικών δυνάμεων έναντι του Ιράν, αφήνοντας ανοιχτή την ακριβή ημερομηνία υλοποίησης της αποστολής. Η αδιαπραγμάτευτη ευθυγράμμιση της κυβέρνησης με τους αμερικανοΝΑΤΟϊκούς σχεδιασμούς στην περιοχή φαίνεται και στις εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος γύρω από την υπόθεση του ιρανικού δεξαμενόπλοιου «Adrian Darya 1», το οποίο έχει γίνει «κόκκινο πανί» για τους Αμερικανούς στην αντιπαράθεσή τους με το Ιράν. Έτσι, μετά από τις αρχικές φήμες για το λιμάνι της Καλαμάτας ως πιθανό προορισμό-σταθμό, αλλά και τα σχετικά αιτήματα και απειλές των ΗΠΑ προς οποιονδήποτε βοηθήσει ή επιτρέψει τον ελλιμενισμό του δεξαμενόπλοιου, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Μιλτ. Βαρβιτσιώτης διαβεβαίωσε ότι «εμείς έχουμε στείλει ένα μήνυμα σαφές ότι δε θα θέλαμε να διευκολύνουμε τη μεταφορά αυτού του πετρελαίου προς τη Συρία, σε καμία των περιπτώσεων. Και αυτό είναι ένα μήνυμα που έχουμε στείλει σε όλους τους τόνους».
Η τουρκική αστική τάξη, με τη σειρά της, παρεμβαίνει δυναμικά στις εξελίξεις στην περιοχή με στόχο την προώθηση των δικών της επιδιώξεων.
Όσον αφορά τις παρεμβάσεις της στην έρευνα και αξιοποίηση των ενεργειακών πηγών, τα δύο γεωτρύπανα «Φατίχ» και «Γιαβούζ» παραμένουν δυτικά και ανατολικά της Κύπρου. Παράλληλα, η Τουρκία ανακοίνωσε νέα NAVTEX μέχρι τις 31 Δεκέμβρη (!) και δέσμευση περιοχών στα «οικόπεδα» 2, 9, 13 της κυπριακής ΑΟΖ (νότια της Λεμεσού) για το σεισμογραφικό «Μπαρμπαρός», ενώ όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές ένα τέταρτο πλοίο, το ερευνητικό σκάφος «Ορούτς Ρέις», κατευθυνόταν προς το λιμάνι της Αττάλειας στις νότιες ακτές της Τουρκίας.
Η παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου από την Τουρκία τροφοδοτείται από τις ολοένα και αυξανόμενες δηλώσεις μιας σειράς παραγόντων υπέρ του «δίκαιου διαμοιρασμού» των ενεργειακών πηγών γύρω από την Κύπρο, ο οποίος θα λαμβάνει υπόψη και τα συμφέροντα της Τουρκίας. Έτσι, πέρα από τις σχετικές δηλώσεις Ερντογάν και Ακάρ, η πρέσβης του Ισραήλ –το οποίο, υπενθυμίζουμε, εντάσσεται στους «στρατηγικούς συμμάχους» της Ελλάδας– στην Αθήνα, Ι. Μ. Άμπα, δήλωσε: «Πιστεύω ότι τελικά και εμείς και εσείς, και άλλοι εταίροι στην περιοχή, θα καταλάβουν ότι η Τουρκία είναι ένας σημαντικός παίκτης και δεν μπορεί να αγνοηθεί.» Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Πρόεδρος της Κύπρου, Ν. Αναστασιάδης, ο οποίος δήλωσε: «Το δίκτυο συνεργασιών που έχουμε αναπτύξει δε στρέφεται εναντίον κανενός και δεν αποκλείει καμιά των γειτονικών μας χωρών. Τουναντίον, θεσμοθετεί τη συνεργασία.»
Σε αυτό το πλαίσιο, ξαναφουντώνουν οι εκκλήσεις για «επανέναρξη των συνομιλιών για το Κυπριακό» σε συνδυασμό με την ανάγκη για «διευθέτηση», και μάλιστα «το συντομότερο δυνατό». Αυτά τα σενάρια τροφοδοτήθηκαν και από τη συνάντηση που είχαν στις αρχές Αυγούστου ο Κύπριος Πρόεδρος Ν. Αναστασιάδης και ο ηγέτης του ψευδοκράτους Μ. Ακιντζί στο σπίτι της ειδικής αντιπροσώπου του ΓΓ του ΟΗΕ στην Κύπρο, Ε. Σπέχαρ, στη Νεκρή Ζώνη. Είναι φανερό ότι η παρέμβαση των μεγάλων εταιριών και των κρατών τους –«συμμάχων» της Ελλάδας– στην περιοχή όχι μόνο δε διασφαλίζει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά αξιοποιείται ως όχημα για την εδραίωση της παραβίασής τους στο όνομα της αναγκαιότητας άρσης των εμποδίων που υπάρχουν για την έρευνα, εξόρυξη και μεταφορά πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Οι κινήσεις της Τουρκίας στη Ν/Α Μεσόγειο και στο Αιγαίο συνδέονται άμεσα με τις κινήσεις της στη Συρία, εντασσόμενες όλες μαζί σε ένα μεγάλο παζάρι που διεξάγει η τουρκική αστική τάξη όχι μόνο με τα άλλα κράτη της περιοχής, αλλά και τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την ΕΕ.
Η συνάντηση στα τέλη Αυγούστου Πούτιν-Ερντογάν επιβεβαίωσε από τη μία τις διαφωνίες τους σχετικά με τη συνέχιση των επιχειρήσεων του συριακού στρατού κατά τζιχαντιστών και άλλων ένοπλων ομάδων αντικαθεστωτικών στο Ιντλίμπ και την ευρύτερη περιοχή και από την άλλη τη συμφωνία τους για περαιτέρω αύξηση των διμερών εμπορικών συναλλαγών (αξιοποιώντας τα δικά τους νομίσματα και όχι το δολάριο), συμπεριλαμβανομένων των μαχητικών αεροσκαφών και άλλου πολεμικού υλικού. Η Τουρκία άρχισε, άλλωστε, τον Ιούλη –και συνεχίζει μέχρι σήμερα– την παραλαβή συστοιχιών των ρωσικών πυραύλων S-400, παρά τις έντονες αντιδράσεις ΗΠΑ και ΝΑΤΟ. Σε κάθε περίπτωση, τα παραπάνω ζητήματα θα συζητηθούν στην τριμερή σύνοδο Ρωσίας, Ιράν και Τουρκίας που θα λάβει χώρα στην Άγκυρα στις 16 Σεπτέμβρη.
Απαντώντας στην παραλαβή των S-400 από την Τουρκία, οι ΗΠΑ, από τη μία, απείλησαν με κάποιες κυρώσεις απέναντι στην Τουρκία, ενώ, από την άλλη, προσπαθούν να κρατήσουν την αντιπαράθεσή τους με την Τουρκία σε κάποια διαχειρίσιμα όρια. Έτσι, ενώ ανακοίνωσαν την αναστολή της συμμετοχής της Τουρκίας στην παραγωγή των μαχητικών αεροσκαφών F-35, ξεκαθάρισαν ότι, «ως σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ, η σχέση μας (σ.σ.: με την Τουρκία) είναι πολυεπίπεδη και δεν εστιάζεται αποκλειστικά στα F-35». Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ντ. Τραμπ επέμεινε, μετά από τις κυρώσεις στην Τουρκία για τα F-35, ότι έχει «μια πολύ καλή σχέση» με την Άγκυρα και ότι «η Τουρκία προσπάθησε πολύ σκληρά για να αγοράσει» τους αμερικανικούς πυραύλους «Πάτριοτ», αλλά ωθήθηκε στην αγορά των S-400 λόγω της άρνησης της κυβέρνησης Ομπάμα να της πουλήσει τους «Πάτριοτ». Και κατέληξε:
«Αυτό που σήμερα υπάρχει είναι μια κατάσταση στην οποία η Τουρκία είναι πολύ καλή μαζί μας. Πολύ καλή. Κι εμείς (σ.σ.: παρόλ’ αυτά) λέμε στην Τουρκία ότι, επειδή αληθινά εξαναγκάστηκες να αγοράσεις ένα άλλο πυραυλικό σύστημα, δεν πρόκειται να σου πουλήσουμε τα F-35. Είναι μια πολύ δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκονται (σ.σ.: οι Τούρκοι). Και είναι μια πολύ δύσκολη κατάσταση της οποίας είμαστε κι εμείς μέρος –οι ΗΠΑ.»…
Στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας, τώρα, στα Βαλκάνια, συνεχίζονται οι αντιπαραθέσεις στην πορεία «ευρωατλαντικής ολοκλήρωσής» τους. Τον Ιούλη πραγματοποιήθηκε η επίσκεψη Μακρόν στη Σερβία η οποία κατέληξε σε 22 συμφωνίες συνεργασίας και έργων υποδομής που διευρύνουν τη γαλλική παρουσία στη χώρα. Επιπλέον, η αγορά από τη Σερβία γαλλικών και ρωσικών όπλων και αμυντικών συστημάτων προκάλεσε την αντίδραση του πρωθυπουργού του ευρωΝΑΤΟϊκού προτεκτοράτου του Κοσσυφοπεδίου Ράμους Χαραντινάι ο οποίος πρότεινε να προβεί και η δική του κυβέρνηση σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς, σημειώνοντας ότι στη διαδικασία του διαλόγου με το Βελιγράδι «ένα τμήμα της διεθνούς κοινότητας δε θεωρεί απαραίτητο όρο τη διατήρηση των υφιστάμενων συνόρων στην τελική συμφωνία με τη Σερβία, και το γεγονός αυτό αυξάνει ακόμη περισσότερο την ανάγκη να εξοπλιστεί το Κόσοβο». Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο Χαραντινάι παραιτήθηκε τον Ιούλη από πρωθυπουργός του Κοσσυφοπεδίου, λόγω της κλήτευσής του από το Ειδικό Δικαστήριο του ΟΗΕ στη Χάγη, που εξετάζει τα εγκλήματα του ΟΥΤΣΕΚΑ (για τα οποία τον κατηγορεί η Σερβία).
Αμέσως μετά από την επίσκεψη Μακρόν στο Βελιγράδι, μετέβη στις ΗΠΑ για διαβουλεύσεις με αξιωματούχους της κυβέρνησης Τραμπ ο πρόεδρος της κοσοβάρικης Βουλής, Κάντρι Βέσελι, ο οποίος δήλωσε ότι στην επικείμενη διαπραγμάτευση δε θα πρέπει να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο μόνο η ΕΕ, αλλά και οι ΗΠΑ.
Ένα άλλο σημαντικό πεδίο όξυνσης της ενδοϊμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης το καλοκαίρι ήταν ο Περσικός Κόλπος, με επίκεντρο την περαιτέρω κλιμάκωση της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ιράν – ιδιαίτερα μετά από τη μονομερή αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν που είχε σημαντικές οικονομικές συνέπειες για το Ιράν. Οι ΗΠΑ προχώρησαν σε μια «σταυροφορία» για το σχηματισμό μιας πολυεθνικής ναυτικής συμμαχίας με στόχο την άσκηση μέγιστης πίεσης στο Ιράν –στην οποία, όπως ήδη αναφέραμε, έχει απαντήσει καταρχήν θετικά και η ελληνική κυβέρνηση– ενώ πληροφορίες του CNN αναφέρουν ότι οι ΗΠΑ μελετάνε τη μετακίνηση πυραύλων «Πάτριοτ» και την αποστολή τουλάχιστον 500 Αμερικανών στρατιωτικών σε αεροπορικές βάσεις στη Σαουδική Αραβία. Παράλληλα, οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν κυρώσεις σε βάρος 16 ιρανικών ναυτιλιακών και άλλων επιχειρήσεων και προειδοποίησαν ότι «θα υπάρξουν περισσότερες κυρώσεις σύντομα».
Σε κάθε περίπτωση, το αμερικανικό κάλεσμα συμμαχίας έφερε στην επιφάνεια το σύνολο των ανταγωνισμών καταρχάς ανάμεσα σε ΗΠΑ, ΕΕ, Κίνα και Ρωσία. Μέχρι τώρα, σε αυτήν τη συμμαχία συμμετέχουν με δυνάμεις τους η Βρετανία (που ξεκίνησε τη στρατιωτική συνοδεία εμπορικών πλοίων με βρετανική σημαία) και το Ισραήλ (που ισχυρίζεται ότι συμμετέχει προσφέροντας «υπηρεσίες πληροφοριών»). Από την άλλη, η ΕΕ (πολλά μονοπώλια των οποίων κάνουν μεγάλες «business» στο Ιράν) και πολλά ισχυρά κράτη-μέλη της αρνήθηκαν ανοιχτά την αμερικανική πρόσκληση, επιμένοντας στη διατήρηση της διεθνούς Συμφωνίας του 2015. Παράλληλα, έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο για τη λειτουργία του «οργάνου» συναλλαγών με το Ιράν (INSTEX) χωρίς τη χρησιμοποίηση του δολαρίου, προσφέροντας στους συναλλασσόμενους ασπίδα προστασίας από τις αμερικανικές κυρώσεις, αν και αυτό αφορά μόνο αγοραπωλησίες τροφίμων και φαρμάκων (και όχι τις πωλήσεις ιρανικού πετρελαίου που αποτελούν και τη σημαντικότερη πηγή συναλλάγματος και πλούτου για την ιρανική αστική τάξη). Ταυτόχρονα, η ΕΕ αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να συμμετάσχουν στο μέλλον στον INSTEX και χώρες εκτός ΕΕ, όπως η Ρωσία και η Κίνα. Παράλληλα, στην Τεχεράνη έλαβε χώρα συνάντηση υπουργών Τηλεπικοι- νωνιών των Ιράν, Αζερμπαϊτζάν, Ρω- σίας και Τουρκίας, η οποία κατέ- ληξε σε σχέδια για τη δημιουργία «Κοινής Αγοράς Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών» που θα διασυνδέει υποδομές, συστήματα και τεχνολογίες ψηφιοποίησης αυτών των χωρών. Σε κάθε περίπτωση, οι κίνδυνοι αποτυπώνονται και στη δήλωση του Ρώσου ΥΠΕΞ, σύμφωνα με την οποία «είμαστε μάρτυρες της αύξησης των αμερικανικών ναυτικών δυνάμεων στον Περσικό, ενόψει της ανταλλαγής κατηγοριών μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν, που δημιουργεί κινδύνους ένοπλης σύγκρουσης».
Στο κάδρο των εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή εντάσσονται και οι προκλητικές επιθέσεις του Ισραήλ τον Αύγουστο σε Λίβανο, Συρία, Ιράκ, Λωρίδα της Γάζας και σε οργανώσεις που συνεργάζονται με το Ιράν. Οι επιθέσεις αυτές –που είχαν την αμέριστη στήριξη των ΗΠΑ οι οποίες τις χαρακτήρισαν ως «αμυντικές»– προκάλεσαν την αντίδραση όλων των κρατών που δέχτηκαν την επίθεση.
Πέρα από την αντιπαράθεση στο επίπεδο των στρατιωτικών κινήσεων, με αμείωτη ένταση συνεχίζεται και ο «εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας». Η Κίνα ανακοίνωσε πρόσφατα την επιβολή δασμών σε αμερικανικά εισαγόμενα προϊόντα αξίας 75 δισ. δολαρίων (ως αντίποινα στους αμερικανικούς δασμούς), ενώ οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν μεγαλύτερες των προβλεπόμενων αυξήσεις των επιπρόσθετων δασμών που θα τεθούν σε εφαρμογή το Σεπτέμβρη και το Δεκέμβρη. Η οξύτητα της αντιπαράθεσης φαίνεται από το γεγονός ότι αυτό το θέμα –μαζί με το ζήτημα της στάσης απέναντι στη Ρωσία– ήταν στα ζητήματα στα οποία εκφράστηκε σαφής απόκλιση ανάμεσα στους ηγέτες που συμμετείχαν στην πρόσφατη σύνοδο των G-7 στην Ισπανία. Σε αυτήν εκφράστηκε, επίσης, η αντίδραση του Τραμπ στην απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης να επιβάλει 3% φόρο στα κέρδη των εταιριών ψηφιακής τεχνολογίας που δραστηριοποιούνται στη Γαλλία (πολλές από τις οποίες είναι αμερικανικές) και η απειλή του να «ανταποδώσει» με πιθανή επιβολή δασμών σε γαλλικά προϊόντα και ειδικά στο κρασί.
Στην ΕΕ, τώρα, οι εξελίξεις το τελευταίο διάστημα επικεντρώθηκαν στο Brexit και δευτερευόντως στην Ιταλία. Στο ζήτημα του Brexit, είχαμε έναν κυκεώνα εξελίξεων που πυροδοτήθηκε από την απόφαση του Μπ. Τζόνσον να κλείσει πρόωρα το βρετανικό κοινοβούλιο και να αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο για προκήρυξη εκλογών πριν την προβλεπόμενη αποχώρηση από την ΕΕ στις 31 Οκτώβρη. Στη συνέχεια ακολούθησε η καταψήφιση στο κοινοβούλιο της κυβερνητικής πρότασης για Brexit χωρίς συμφωνία (με την πρόταση να καταψηφίζεται και από 21 βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος, στους οποίους επιβλήθηκαν πειθαρχικές κυρώσεις), ενώ υπερψηφίστηκε επί της αρχής το νομοσχέδιο της αντιπολίτευσης που επιδιώκει παράταση του Brexit έως το Γενάρη του 2020, εκτός και αν προηγουμένως η Βουλή εγκρίνει είτε μια νέα συμφωνία ή ένα άτακτο Brexit ως τις 19 Οκτώβρη.
Στην περίπτωση του Brexit, είναι φανερή η διαπλοκή ενδοαστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Χαρακτηριστικό είναι ότι το «σχίσμα» στο εσωτερικό της βρετανικής αστικής τάξης διαπλέκεται με τις αντιμαχόμενες επιδιώξεις ΗΠΑ και ΕΕ γύρω από το ζήτημα. Έτσι, ενώ πριν τις παραπάνω εξελίξεις –και μετά από τις επισκέψεις Τζόνσον σε Βερολίνο και Παρίσι– διαφαινόταν μια πιο θετική στάση των βασικών δυνάμεων της ΕΕ για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για τους όρους του Brexit, οι ΗΠΑ στηρίζουν ανοιχτά όλες τις πρωτοβουλίες που κινούνται στην κατεύθυνση ενός Brexit χωρίς συμφωνία, δηλώνοντας διατεθειμένες να συνάψουν μια σειρά «μεταβατικές» εμπορικές συμφωνίες με τη Βρετανία.
Στην Ιταλία, οι ρήξεις που είχαν διαφανεί το προηγούμενο διάστημα ανάμεσα στους κυβερνητικούς εταίρους του «Κινήματος 5 Αστέρων» και της «Λέγκας» οδήγησαν στην παραίτηση του πρωθυπουργού Τζ. Κόντε –μετά από πρόταση μομφής που κατέθεσε η «Λέγκα»– και σε μαραθώνιο διεργασιών ανάμεσα στα αστικά κόμματα, που κατέληξε στο σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας ανάμεσα στο «Κίνημα 5 Αστέρων», στο Δημοκρατικό Κόμμα (ΔΚ) και το μικρό κόμμα «Ελεύθεροι και Ίσοι», που είχε σχηματιστεί πριν μία διετία από αποχωρήσαντες από το ΔΚ.
Η ΚΕ του ΚΚΕ, στην Ανακοίνωσή της για τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών της 7ης Ιούλη 2019, έθεσε το καθήκον της πλατιάς ιδεολογικοπολιτικής αντεπίθεσης του Κόμματος ως προϋπόθεση για να αυξηθούν οι εστίες αντίστασης, να αναπτύσσεται η Κοινωνική Συμμαχία των εργαζόμενων και του λαού, να οργανωθεί η λαϊκή αντεπίθεση, που θα στοχεύει τον πραγματικό αντίπαλο, για να φωτιστεί ότι υπάρχει άλλος δρόμος, ο δρόμος της ανατροπής του συστήματος της εκμετάλλευσης.
Στα κείμενα της ενότητας Ιδεολο- γία-Πολιτική αναδεικνύονται πλευρές που αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες αναβάθμισης της ικανότητας της επαναστατικής πρωτοπορίας, του Κομμουνιστικού Κόμματος, να καθοδηγεί την επαναστατική πάλη σε όλες τις συνθήκες. Σε αυτά αποτυπώνονται ζητήματα διαμόρφωσης της επαναστατικής στρατηγικής, της σχέσης επαναστατικής θεωρίας και επαναστατικής δράσης, της παρέμβασης στο εργατικό κίνημα και της αντιπαράθεσης με τη σοσιαλδημοκρατία, που μπορούν να αποτελέσουν σημαντικά όπλα στις ιδεολογικές και πολιτικές μάχες του επόμενου διαστήματος.
Στο άρθρο «Η στρατηγική σημασία της άρνησης συμμετοχής του ΚΚΕ σε αστική κυβέρνηση (2012-2015)» συμπυκνώνονται βασικά συμπεράσματα από την πείρα της πολιτικής πάλης και στάσης του ΚΚΕ την περίοδο των διπλών εκλογών του Μάη και Ιούνη του 2012 έως και το δημοψήφισμα τον Ιούλη του 2015. Στο άρθρο γίνεται αναφορά σε σημαντικά στοιχεία της εμβάθυνσης της στρατηγικής επεξεργασίας του Κόμματος που κατέστησαν δυνατό, στην εξεταζόμενη περίοδο, να διαμορφωθεί αποτελεσματική γραμμή σύγκρουσης με τον κεντρικό άξονα των αστικών επιδιώξεων. Ένα βασικό συμπέρασμα, που έχει αξία όχι μόνο για τα πολιτικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται το άρθρο, αλλά και για τη σημερινή πολιτική πάλη, αποτελεί η άνοδος της ικανότητας του Κομμουνιστικού Κόμματος να διαμορφώνει επαναστατική στρατηγική που θα του επιτρέπει καθημερινή πολιτική δράση και παρέμβαση ενάντια στους αστικούς σχεδιασμούς. Ταυτόχρονα φωτίζεται ότι αυτή η διαδικασία διαμόρφωσης της επαναστατικής στρατηγικής απαιτεί τη διαρκή αφομοίωση της επαναστατικής κοσμοθεωρίας σε κάθε κρίκο του Κόμματος, ώστε να αυξάνεται η ικανότητα επεξεργασίας της πολιτικής και ιδεολογικής παρέμβασης σε κάθε χώρο και τομέα ευθύνης.
Το άρθρο με τίτλο: «Σοσιαλδημο-κρατία: Διαχρονικά επικίνδυνος εχθρός του εργατικού κινήματος (β΄ μέρος)» αποτελεί συνέχεια του ομότιτλου άρθρου στο προηγούμενο τεύχος της ΚΟΜΕΠ, όπου παρουσιαζόταν η πορεία ανάπτυξης του συγκεκριμένου πολιτικού ρεύματος σε διεθνές επίπεδο, με επίκεντρο τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, σε συνδυασμό με την πορεία ανάπτυξης του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, των επεξεργασιών και της δράσης του, την προσπάθεια διαμόρφωσης επαναστατικής στρατηγικής. Το δεύτερο μέρος αναφέρεται στην πορεία της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα από τη συγκρότηση του ΠΑΣΟΚ έως τη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ από οπορτουνιστική δύναμη σε καθαρά σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, αποτελώντας πλέον το βασικό πόλο αυτού του χώρου. Σε όλο το άρθρο παρουσιάζεται η στάση του ΚΚΕ και η αντιπαράθεση απέναντι σε αυτές δυνάμεις, αναδεικνύοντας τον καθοριστικό ρόλο που έχει η διαμόρφωση των προγραμματικών και στρατηγικών επεξεργασιών του στην αποτελεσματική διεξαγωγή αυτής της πάλης.
Στο άρθρο «Για τη δουλειά μας στα Εργατικά Κέντρα», παρουσιάζονται πλευρές της δράσης και παρέμβασης των κομμουνιστών στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα και ιδιαίτερα για το ρόλο που μπορούν να έχουν τα Εργατικά Κέντρα, ως μορφές οργάνωσης του εργατικού κινήματος, στους αγώνες της εργατικής τάξης, στην προώθηση της κοινής δράσης και συμμαχίας με τους αυτοαπασχολούμενους της πόλης και της υπαίθρου, στην ταξική πάλη συνολικότερα. Σε αυτήν τη βάση αναδεικνύεται η προσανατολισμένη παρέμβαση της αστικής τάξης για τον έλεγχό τους, διασφαλίζοντας πλειοψηφίες στις διοικήσεις των Εργατικών Κέντρων και στα διάφορα όργανά τους, στοχεύοντας στη διαμόρφωση των συμβιβασμένων πλειοψηφιών στη ΓΣΕΕ, αλλά και στο να αποτελέσουν μέσα ιδεολογικής και πολιτικής χειραγώγησης συνειδήσεων χιλιάδων εργαζόμενων. Αντιπαραθετικά σε όλα αυτά, αναδεικνύεται η δράση των κομμουνιστών και του ΠΑΜΕ στα Εργατικά Κέντρα, η πάλη για να αλλάξει ο συσχετισμός υπέρ των ταξικά προσανατολισμένων δυνάμεων και η σύγκρουση που διεξήχθη το προηγούμενο διάστημα ενάντια σε φαινόμενα εκφυλισμού.
Το κείμενο με τίτλο: «Η λενινιστική πολιτική φιλοσοφία του μαρξισμού», παρουσιάζοντας την καθοριστική συμβολή του Λένιν στην ανάπτυξη του μαρξισμού, αναδεικνύει ζητήματα του ρόλου της επαναστατικής πρωτοπορίας στην προώθηση και ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας ως όρο για τη διεξαγωγή της επαναστατικής πάλης στις δοσμένες κάθε φορά συνθήκες και ιστορικές συγκυρίες. Φωτίζει ότι η αφομοίωση και δημιουργική ανάπτυξη του μαρξισμού αποτελεί την πυξίδα της πολιτικής-επαναστατικής δράσης μέσα στην πολυμορφία των συνθηκών που προκύπτουν από την κίνηση του καπιταλισμού και την εξέλιξη της ταξικής πάλης, προβάλλοντας τη σημασία που είχε σε αυτήν την κατεύθυνση για τον Λένιν η φιλοσοφική γενίκευση τόσο στη συγγραφή των πολιτικών του επεξεργασιών και των κειμένων πολεμικής και διαπάλης όσο και στην πρακτική επαναστατική δράση. Ιδιαίτερο θέμα που πραγματεύεται το άρθρο είναι ο ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα στην επαναστατική διαδικασία· ότι δηλαδή ο (κοινωνικός) άνθρωπος, γνωρίζοντας τις νομοτέλειες κίνησης της κοινωνίας, μπορεί να προσανατολίσει τη δράση του στην κατεύθυνση του κοινωνικού μετασχηματισμού. Φωτίζεται έτσι ο ενεργητικός ρόλος που μπορεί να έχει σήμερα το Κομμουνιστικό Κόμμα για τη βελτίωση του συσχετισμού δύναμης και την οργάνωση της αντεπίθεσης ενάντια στον ταξικό αντίπαλο, έχοντας την επαναστατική θεωρία ως όπλο ενάντια σε αντιλήψεις που είτε απολυτοποιούν την αδυναμία παρέμβασης και αλλαγής των αντικειμενικών συνθηκών είτε αποδίδουν στην παρέμβαση της επαναστατικής πρωτοπορίας την αποκλειστικότητα για την αλλαγή τους.
Στην ενότητα Τέχνη-Πολιτισμός δημοσιεύεται το άρθρο «Ευρωπαϊκή Ένωση και πολιτισμός. Στόχοι και επιδιώξεις», που βασίζεται στην εισηγητική ομιλία σε εκδήλωση της Τομεακής Οργάνωσης Καλλιτεχνών της ΚΟΑ για τις ευρωεκλογές της 26ης Μάη. Στο κείμενο παρουσιάζονται βασικά ζητήματα αντιπαράθεσης με την παρέμβαση και τις κατευθύνσεις της ΕΕ στον πολιτισμό. Αναδεικνύονται ζητήματα του ιδεολογικού περιεχομένου της τέχνης και του πολιτισμού στην καπιταλιστική κοινωνία και το πώς αυτά ενισχύονται από την πολιτική της ΕΕ. Ταυτόχρονα γίνεται μια αναφορά στην αξιοποίηση του πολιτισμού στο πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών.
Σε αυτό το τεύχος περιέχεται επίσης η βιβλιοπαρουσίαση της νέας έκδοσης της Σύγχρονης Εποχής Κ. Μαρξ, Φρ. Ένγκελς, Αλληλογραφία για «Το Κεφάλαιο» (α΄ τόμος), που αποτελεί τη μετάφραση και έκδοση, για πρώτη φορά στα ελληνικά, εκείνου του μέρους της αλληλογραφίας των Μαρξ και Ένγκελς που συνδέεται με τη συγγραφή και έκδοση Του Κεφαλαίου. Η έκδοση αυτή, που γίνεται σε δύο τόμους, αποτελεί συνέχεια της εκδοτικής δραστηριότητας της Σύγχρονης Εποχής η οποία είναι αφιερωμένη στον εορτασμό των 200 χρόνων από τη γέννηση του Καρλ Μαρξ (το 1818) και των 150 χρόνων από την πρώτη έκδοση του 1ου τόμου Του Κεφαλαίου (το 1867). Οι επιστολές που περιλαμβάνονται στη συλλογή καλύπτουν μισό αιώνα επιστημονικής έρευνας και πολιτικής δράσης και αναδεικνύουν την παράλληλη πορεία ζωής, έρευνας και αγώνα που ακολούθησαν οι Μαρξ και Ένγκελς, την προσωπική τους σχέση και τον καταμερισμό εργασίας που είχαν εφαρμόσει, αλλά και το συνδυασμό αυτής της έρευνας με την πρακτική επαναστατική δράση και την οικοδόμηση του Κόμματος, με αποκορύφωμα την ίδρυση και τη λειτουργία της Διεθνούς Ένωσης Εργατών (A΄ Διεθνής).
Τέλος, σε αυτό το τεύχος της ΚΟΜΕΠ περιλαμβάνονται τα Κομματικά Ντοκουμέντα της περιόδου από 12.7.2019 μέχρι 1.9.2019.
Η διαχρονική συνέχεια και στόχευση της κυβερνητικής πολιτικής (ανεξαρτήτως των κατόχων των κυβερνητικών θώκων) αναδεικνύεται και από τον τρόπο με τον οποίο προϋπάντησαν τη νέα κυβέρνηση τόσο οι «θεσμοί» εκτός χώρας όσο και οι καπιταλιστικοί φορείς εντός χώρας. Ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, Κλ. Ρέγκλινγκ, σημείωσε στην ΕΡΤ ότι «τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο υπουργός Οικονομικών επιβεβαίωσαν ότι θα ακολουθούν το συμφωνημένο δημοσιονομικό πλαίσιο, ιδιαίτερα όταν συνταχτεί ο προϋπολογισμός του 2020. Στον ESM σχεδιάζουμε με προοπτική 40 ετών». Αντίστοιχα η Α. Μέρκελ σημείωσε, απαντώντας σε ερώτηση για ενδεχόμενες «διευκολύνσεις» στην εξυπηρέτηση του κρατικού χρέους μετεκλογικά: «Το πλαίσιο προϋποθέσεων παραμένει. Και βεβαίως δεν παίζει ρόλο σε ποιο κόμμα ανήκει ο εκάστοτε πρωθυπουργός, αλλά αυτά είναι προγράμματα για τα οποία έχει γίνει εκτεταμένη διαπραγμάτευση.» Επίσης, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος (στην τελευταία ΓΣ του οποίου σημειώθηκε ότι από το σύνολο των νομοθετημάτων και διατάξεων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το τελευταίο έτος, το 62% αποτελούν θέσεις του) δήλωσε: «Ο επιχειρηματικός κόσμος της ελληνικής περιφέρειας υιοθετεί πλήρως και υποστηρίζει συνολικά το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης (...) αναμένει το γρηγορότερο δυνατόν από τη νέα κυβέρνηση αποφάσεις για την έμπρακτη υποστήριξη της βιομηχανίας και τη θεσμοθέτηση φιλικού και ευέλικτου περιβάλλοντος δραστηριοποίησης».
Σε αυτό το πλαίσιο, ξεκίνησαν τον Ιούλη και κλιμακώνονται το Σεπτέμβρη οι λεγόμενες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους θεσμούς για τον 4ο κύκλο της «ενισχυμένης εποπτείας». Σε αυτόν συγκαταλέγονται η διαμόρφωση των μεγεθών του κρατικού προϋπολογισμού για το 2020 –το προσχέδιο του οποίου θα κατατεθεί στη Βουλή στις αρχές Οκτώβρη– και το νέο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2020-2023 ενώ, όπως κάθε φορά, σε αυτόν τον «κύκλο» θα περιλαμβάνονται και οι «εκρεμμότητες» του προηγούμενου. Ως μέρος αυτών των διαπραγματεύσεων, η κυβέρνηση διαφημίζει την επιδίωξη της μείωσης του πλεονάσματος –το οποίο σύμφωνα με τις μέχρι τώρα συμφωνίες πρέπει να είναι 3,5% κάθε έτος μέχρι το 2022– ως ελπιδοφόρα για το λαό, αποκρύπτοντας ότι αν τυχόν κερδηθεί κάποιος «δημοσιονομικός χώρος», αυτός θα κατευθυνθεί στην υποβοήθηση των «επενδύσεων» και της «ανάπτυξης», δηλαδή στους επιχειρηματικούς ομίλους.
Παράλληλα, η κυβέρνηση προσπαθεί –αξιοποιώντας και την πλήρη άρση των λεγόμενων «κεφαλαιακών ελέγχων»– να πείσει ότι η οικονομία έχει μπει σε μια «κανονικότητα» που δήθεν είναι επωφελής για όλους. Αυτό βρίσκεται πίσω από το σύνθημα της ΝΔ «ανάπτυξη για όλους», που ήρθε να αντικαταστήσει το σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ «ανάπτυξη για τους πολλούς». Η ΝΔ εμφανίζει την πολιτική της ως αυτονόητη με βάση τις κατευθύνσεις της ΕΕ για όλα τα κράτη-μέλη και αναγκαία για να μη χαθεί το «τρένο της ψηφιακής οικονομίας». Αποκρύπτεται ότι η «καλύτερη αξιολόγηση από τις αγορές» και οι «καλύτεροι όροι της ανάπτυξης» που προσδοκά αποτελούν τον «καθρέφτη» της δημιουργίας πιο ευνοϊκών όρων κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων στο έδαφος του τσακίσματος των εργατικών-λαϊκών δικαιωμάτων.
Ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός βρίσκεται στην υπηρεσία της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Πέρα όμως από τις επιμέρους κρατικές νομοθετικές πρωτοβουλίες, αυτό προϋποθέτει και την αναπροσαρμογή του ίδιου του κρατικού μηχανισμού. Αυτόν το στόχο υπηρετεί και το νομοσχέδιο για το «επιτελικό κράτος», το οποίο ήταν και το πρώτο που έφερε προς ψήφιση η νέα κυβέρνηση, στην «ειδική έκθεση» του οποίου αναφερόταν ότι η ψήφιση του νομοσχεδίου θα επιφέρει «ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και εμπιστοσύνη των επενδυτών στους κρατικούς θεσμούς». Στις αλλαγές που προβλέπονται περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η εποπτεία ολόκληρου του συστήματος άσκησης της κυβερνητικής πολιτικής από το νέο θεσμό της προεδρίας της κυβέρνησης, του οποίου θα προΐσταται ο πρωθυπουργός, η ενίσχυση της επιτελικότητας του υπουργικού συμβουλίου και του ρόλου των γενικών γραμματέων και άλλων στελεχών σε κάθε υπουργείο (με τη θεσμοθέτηση του θεσμού του μόνιμου υπηρεσιακού γραμματέα σε κάθε υπουργείο) για την απρόσκοπτη προώθηση της κυβερνητικής πολιτικής.
Όπως ακριβώς έκανε και η προηγούμενη κυβέρνηση, έτσι και η νέα κυβέρνηση διαφημίζει στη διεθνή και εγχώρια αστική τάξη το «ευνοϊκό επενδυτικό περιβάλλον» που έχει δημιουργηθεί διαχρονικά από την ίδια και τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Αυτός ήταν ένας από τους βασικούς στόχους τόσο των επισκέψεων του πρωθυπουργού σε Παρίσι και Βερολίνο όσο και των απευθείας κυβερνητικών επαφών με «επενδυτές», όπως η συνάντηση του πρωθυπουργού με το «μεγαλοεπενδυτή» Πρεμ Ουάτσα, ιδρυτή και πρόεδρο της «Fairfax Financial Holdings». Αντίστοιχα, η κυβέρνηση προωθεί το έργο του Ελληνικού, δηλαδή την υλοποίηση της συμφωνίας που υπέγραψε το 2016 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για την ιδιωτικοποίηση και αξιοποίηση μιας έκτασης πάνω από 6 χιλιάδες στρέμματα (η οποία περιλαμβάνει 3,5 χιλιόμετρα παραλίας) με πολύ αρνητικές συνέπειες για το περιβάλλον της περιοχής.
Όσον αφορά, πάντως, τους ρυθμούς ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας το επόμενο διάστημα πρέπει να συνυπολογιστεί και η πολύμορφη επίδραση των τριγμών της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομίας. Οι αυξανόμενενες προειδοποιήσεις των αστικών επιτελείων για κινδύνους ξεσπάσματος νέας κρίσης επικεντρώνουν την ανησυχία τους στη συρρίκνωση της γερμανικής οικονομίας κατά 0,1% το δεύτερο τρίμηνο του έτους, με τον επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας Γενς Βάιντμαν να κάνει λόγο για «τέλμα» και για τις δυσκολίες της βιομηχανίας και των εξαγωγών της χώρας λόγω των «διεθνών εμπορικών διαμαχών και του Brexit».
Ταυτόχρονα η ΝΔ συνεχίζει την πολιτική σημαιοφόρου του ΝΑΤΟ, για τη γεωπολιτική αναβάθμιση της αστικής τάξης στην περιοχή, στα χνάρια της προηγούμενης κυβέρνησης Τσίπρα.
Βασικοί πυλώνες αυτής της πολιτικής παραμένουν η σταθερή στόχευση για μετατροπή της Ελλάδας σε κόμβο μεταφοράς ενέργειας και εμπορευμάτων, η αξιοποίηση και παραχώρηση σε διεθνή μονοπώλια των ενεργειακών κοιτασμάτων, η προώθηση του αγωγού αερίου EastMed και –σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο– η συμμαχία με τις ΗΠΑ και τις Κύπρο, Ισραήλ, Αίγυπτο.
Μετά από την κυβερνητική εναλλαγή, ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα Τζ. Πάιατ δήλωσε χαρακτηριστικά ότι «προχωρούμε με “τέρμα ταχύτητα” τις σχέσεις ΗΠΑ-Ελλάδας». Πιο συγκεκριμένα, δήλωσε από τη μία ότι «η κυβέρνηση Τσίπρα έκανε τόση πολλή και καλή δουλειά για να βοηθήσει την Ελλάδα να ενισχύσει τους δεσμούς της με την Αμερική» και από την άλλη ότι «η εμπιστοσύνη και η υποστήριξή μας στη νέα κυβέρνηση δε θα μπορούσε να είναι ισχυρότερη (...) Οι ΗΠΑ αναμένουν τώρα να συνεργαστούν με τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη και την ομάδα του για να αναβαθμίσουμε τις ήδη εξαιρετικές διμερείς σχέσεις μας στο επόμενο επίπεδο».
Οι παραπάνω προτεραιότητες της κυβερνητικής εξωτερικής πολιτικής εκφράστηκαν και στις πρώτες κινήσεις του νέου ΥΠΕΞ, Ν. Δένδια, ο οποίος αμέσως μετά από την ανάληψη των καθηκόντων του προχώρησε σε επίσημες επισκέψεις σε ΗΠΑ (όπου συνάντησε το σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας της χώρας Τζον Μπόλτον), Ισραήλ, Κύπρο (στο πλαίσιο της επίσκεψης του Κ. Μητσοτάκη στο νησί), καθώς και τη συνάντησή του στην Αθήνα με τον Αιγύπτιο ομόλογό του. Ο Ν. Δένδιας ανέφερε ότι η κυβέρνηση επέλεξε ένα γρήγορο γύρο επαφών με «βασικούς συμμάχους» και «στρατηγικούς εταίρους», για να ενημερώσει πώς προσεγγίζει τα θέματα σε Ανατ. Μεσόγειο, Βαλκάνια και Κυπριακό.
Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στις δηλώσεις Δένδια σχετικά με την «κληρονομιά» που του άφησε στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Ο Ν. Δένδιας δήλωσε «χαρούμενος» από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, σημειώνοντας ότι «επί της εποχής της προηγούμενης κυβέρνησης έγινε επιτέλους και από ένα μέρος της Αριστεράς αντιληπτό ότι οι πάγιοι προσανατολισμοί της χώρας στην εξωτερική πολιτική είναι αυτοί που πρέπει να τηρηθούν όσον αφορά τις Ηνωμένες Πολιτείες, το ΝΑΤΟ και το Ισραήλ». Σε άλλη συνέντευξή του σημείωσε: «Ο όποιος αντιαμερικανισμός υπήρχε τις προηγούμενες δεκαετίες έχει ολοσχερώς εξαλειφθεί. Σήμερα, οι σχέσεις (...) είναι ιδιαίτερα στενές και βασίζονται στο γεγονός ότι μοιραζόμαστε τις ίδιες αξίες και αρχές, έχουμε κοινούς στόχους και κοινά συμφέροντα (...).»
Έχοντας, λοιπόν, στο πλευρό της το σύνολο του αστικού πολιτικού κόσμου, η νέα κυβέρνηση ιεραρχεί τη συνέχιση και εμβάθυνση της πρωτοβουλίας του λεγόμενου Στρατηγικού Διαλόγου, την οποία εγκαινίασε η κυβέρνηση Τσίπρα στα τέλη του 2018 και η οποία (τουλάχιστον μέχρι τώρα) απλώνεται σε 6 θεματικές ενότητες. Έτσι, η κυβέρνηση προετοιμάζει το β΄ γύρο του Στρατηγικού Διαλόγου που θα λάβει χώρα στην Αθήνα, πιθανότατα τον Οκτώβρη, με συμμετοχή και του ίδιου του Αμερικανού ΥΠΕΞ Μ. Πομπέο.
Την ίδια στιγμή, ο υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, αρμόδιος για τις ενεργειακές πηγές, Φρ. Φάνον, ήρθε στις αρχές Αυγούστου στην Ελλάδα για επαφές με κυβερνητικά στελέχη. Η παρουσία του συνδυάστηκε με τη συμμετοχή του στην τετραμερή 1η υπουργική διάσκεψη για την Ενέργεια που έλαβε χώρα στην Αθήνα ανάμεσα σε Ελλάδα, Ισραήλ, Κύπρο και ΗΠΑ (3+1) στην οποία εκφράστηκε το σύνολο των αμερικανικών επιδιώξεων στην περιοχή –πολλές από τις οποίες «κουμπώνουν» με αντίστοιχες επιδιώξεις των αστικών τάξεων των άλλων τριών χωρών– με βασική την «προώθηση της διαφοροποίησης των πηγών και οδεύσεων εισαγωγής Ενέργειας», η οποία στρέφεται πρωτίστως ενάντια στη Ρωσία και τις επιδιώξεις της στην περιοχή.
Στο πλαίσιο αυτού του Στρατηγικού Διαλόγου ανοίγονται και πολλά ακόμα ζητήματα πέρα από τα ενεργειακά. Έτσι, σύμφωνα με δημοσιεύματα, συζητιέται η αναθεώρηση της λεγόμενης «Συμφωνίας για τις βάσεις» στην κατεύθυνση επέκτασής της για 8 ή 10 χρόνια και ακολούθως επ’ αόριστον, αντί της ετήσιας ανανέωσης που ισχύει έως σήμερα, με διεύρυνση παραχωρήσεων σε Σούδα, Λάρισα, Στεφανοβίκειο Μαγνησίας και Αλεξανδρούπολη. Πάντως, σύμφωνα με δημοσιεύματα, η κυβέρνηση προκρίνει σε αυτήν τη φάση την τεχνική ανανέωση της παραχώρησης για ένα χρόνο και τη σύναψη ευρύτερης συμφωνίας τον επόμενο χρόνο.
Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε την «καταρχήν συμφωνία» της με το αμερικανικό αίτημα για αποστολή φρεγάτας στον Περσικό στο πλάι των αμερικανικών δυνάμεων έναντι του Ιράν, αφήνοντας ανοιχτή την ακριβή ημερομηνία υλοποίησης της αποστολής. Η αδιαπραγμάτευτη ευθυγράμμιση της κυβέρνησης με τους αμερικανοΝΑΤΟϊκούς σχεδιασμούς στην περιοχή φαίνεται και στις εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος γύρω από την υπόθεση του ιρανικού δεξαμενόπλοιου «Adrian Darya 1», το οποίο έχει γίνει «κόκκινο πανί» για τους Αμερικανούς στην αντιπαράθεσή τους με το Ιράν. Έτσι, μετά από τις αρχικές φήμες για το λιμάνι της Καλαμάτας ως πιθανό προορισμό-σταθμό, αλλά και τα σχετικά αιτήματα και απειλές των ΗΠΑ προς οποιονδήποτε βοηθήσει ή επιτρέψει τον ελλιμενισμό του δεξαμενόπλοιου, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Μιλτ. Βαρβιτσιώτης διαβεβαίωσε ότι «εμείς έχουμε στείλει ένα μήνυμα σαφές ότι δε θα θέλαμε να διευκολύνουμε τη μεταφορά αυτού του πετρελαίου προς τη Συρία, σε καμία των περιπτώσεων. Και αυτό είναι ένα μήνυμα που έχουμε στείλει σε όλους τους τόνους».
Η τουρκική αστική τάξη, με τη σειρά της, παρεμβαίνει δυναμικά στις εξελίξεις στην περιοχή με στόχο την προώθηση των δικών της επιδιώξεων.
Όσον αφορά τις παρεμβάσεις της στην έρευνα και αξιοποίηση των ενεργειακών πηγών, τα δύο γεωτρύπανα «Φατίχ» και «Γιαβούζ» παραμένουν δυτικά και ανατολικά της Κύπρου. Παράλληλα, η Τουρκία ανακοίνωσε νέα NAVTEX μέχρι τις 31 Δεκέμβρη (!) και δέσμευση περιοχών στα «οικόπεδα» 2, 9, 13 της κυπριακής ΑΟΖ (νότια της Λεμεσού) για το σεισμογραφικό «Μπαρμπαρός», ενώ όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές ένα τέταρτο πλοίο, το ερευνητικό σκάφος «Ορούτς Ρέις», κατευθυνόταν προς το λιμάνι της Αττάλειας στις νότιες ακτές της Τουρκίας.
Η παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου από την Τουρκία τροφοδοτείται από τις ολοένα και αυξανόμενες δηλώσεις μιας σειράς παραγόντων υπέρ του «δίκαιου διαμοιρασμού» των ενεργειακών πηγών γύρω από την Κύπρο, ο οποίος θα λαμβάνει υπόψη και τα συμφέροντα της Τουρκίας. Έτσι, πέρα από τις σχετικές δηλώσεις Ερντογάν και Ακάρ, η πρέσβης του Ισραήλ –το οποίο, υπενθυμίζουμε, εντάσσεται στους «στρατηγικούς συμμάχους» της Ελλάδας– στην Αθήνα, Ι. Μ. Άμπα, δήλωσε: «Πιστεύω ότι τελικά και εμείς και εσείς, και άλλοι εταίροι στην περιοχή, θα καταλάβουν ότι η Τουρκία είναι ένας σημαντικός παίκτης και δεν μπορεί να αγνοηθεί.» Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Πρόεδρος της Κύπρου, Ν. Αναστασιάδης, ο οποίος δήλωσε: «Το δίκτυο συνεργασιών που έχουμε αναπτύξει δε στρέφεται εναντίον κανενός και δεν αποκλείει καμιά των γειτονικών μας χωρών. Τουναντίον, θεσμοθετεί τη συνεργασία.»
Σε αυτό το πλαίσιο, ξαναφουντώνουν οι εκκλήσεις για «επανέναρξη των συνομιλιών για το Κυπριακό» σε συνδυασμό με την ανάγκη για «διευθέτηση», και μάλιστα «το συντομότερο δυνατό». Αυτά τα σενάρια τροφοδοτήθηκαν και από τη συνάντηση που είχαν στις αρχές Αυγούστου ο Κύπριος Πρόεδρος Ν. Αναστασιάδης και ο ηγέτης του ψευδοκράτους Μ. Ακιντζί στο σπίτι της ειδικής αντιπροσώπου του ΓΓ του ΟΗΕ στην Κύπρο, Ε. Σπέχαρ, στη Νεκρή Ζώνη. Είναι φανερό ότι η παρέμβαση των μεγάλων εταιριών και των κρατών τους –«συμμάχων» της Ελλάδας– στην περιοχή όχι μόνο δε διασφαλίζει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά αξιοποιείται ως όχημα για την εδραίωση της παραβίασής τους στο όνομα της αναγκαιότητας άρσης των εμποδίων που υπάρχουν για την έρευνα, εξόρυξη και μεταφορά πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Οι κινήσεις της Τουρκίας στη Ν/Α Μεσόγειο και στο Αιγαίο συνδέονται άμεσα με τις κινήσεις της στη Συρία, εντασσόμενες όλες μαζί σε ένα μεγάλο παζάρι που διεξάγει η τουρκική αστική τάξη όχι μόνο με τα άλλα κράτη της περιοχής, αλλά και τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την ΕΕ.
Η συνάντηση στα τέλη Αυγούστου Πούτιν-Ερντογάν επιβεβαίωσε από τη μία τις διαφωνίες τους σχετικά με τη συνέχιση των επιχειρήσεων του συριακού στρατού κατά τζιχαντιστών και άλλων ένοπλων ομάδων αντικαθεστωτικών στο Ιντλίμπ και την ευρύτερη περιοχή και από την άλλη τη συμφωνία τους για περαιτέρω αύξηση των διμερών εμπορικών συναλλαγών (αξιοποιώντας τα δικά τους νομίσματα και όχι το δολάριο), συμπεριλαμβανομένων των μαχητικών αεροσκαφών και άλλου πολεμικού υλικού. Η Τουρκία άρχισε, άλλωστε, τον Ιούλη –και συνεχίζει μέχρι σήμερα– την παραλαβή συστοιχιών των ρωσικών πυραύλων S-400, παρά τις έντονες αντιδράσεις ΗΠΑ και ΝΑΤΟ. Σε κάθε περίπτωση, τα παραπάνω ζητήματα θα συζητηθούν στην τριμερή σύνοδο Ρωσίας, Ιράν και Τουρκίας που θα λάβει χώρα στην Άγκυρα στις 16 Σεπτέμβρη.
Απαντώντας στην παραλαβή των S-400 από την Τουρκία, οι ΗΠΑ, από τη μία, απείλησαν με κάποιες κυρώσεις απέναντι στην Τουρκία, ενώ, από την άλλη, προσπαθούν να κρατήσουν την αντιπαράθεσή τους με την Τουρκία σε κάποια διαχειρίσιμα όρια. Έτσι, ενώ ανακοίνωσαν την αναστολή της συμμετοχής της Τουρκίας στην παραγωγή των μαχητικών αεροσκαφών F-35, ξεκαθάρισαν ότι, «ως σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ, η σχέση μας (σ.σ.: με την Τουρκία) είναι πολυεπίπεδη και δεν εστιάζεται αποκλειστικά στα F-35». Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ντ. Τραμπ επέμεινε, μετά από τις κυρώσεις στην Τουρκία για τα F-35, ότι έχει «μια πολύ καλή σχέση» με την Άγκυρα και ότι «η Τουρκία προσπάθησε πολύ σκληρά για να αγοράσει» τους αμερικανικούς πυραύλους «Πάτριοτ», αλλά ωθήθηκε στην αγορά των S-400 λόγω της άρνησης της κυβέρνησης Ομπάμα να της πουλήσει τους «Πάτριοτ». Και κατέληξε:
«Αυτό που σήμερα υπάρχει είναι μια κατάσταση στην οποία η Τουρκία είναι πολύ καλή μαζί μας. Πολύ καλή. Κι εμείς (σ.σ.: παρόλ’ αυτά) λέμε στην Τουρκία ότι, επειδή αληθινά εξαναγκάστηκες να αγοράσεις ένα άλλο πυραυλικό σύστημα, δεν πρόκειται να σου πουλήσουμε τα F-35. Είναι μια πολύ δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκονται (σ.σ.: οι Τούρκοι). Και είναι μια πολύ δύσκολη κατάσταση της οποίας είμαστε κι εμείς μέρος –οι ΗΠΑ.»…
Στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας, τώρα, στα Βαλκάνια, συνεχίζονται οι αντιπαραθέσεις στην πορεία «ευρωατλαντικής ολοκλήρωσής» τους. Τον Ιούλη πραγματοποιήθηκε η επίσκεψη Μακρόν στη Σερβία η οποία κατέληξε σε 22 συμφωνίες συνεργασίας και έργων υποδομής που διευρύνουν τη γαλλική παρουσία στη χώρα. Επιπλέον, η αγορά από τη Σερβία γαλλικών και ρωσικών όπλων και αμυντικών συστημάτων προκάλεσε την αντίδραση του πρωθυπουργού του ευρωΝΑΤΟϊκού προτεκτοράτου του Κοσσυφοπεδίου Ράμους Χαραντινάι ο οποίος πρότεινε να προβεί και η δική του κυβέρνηση σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς, σημειώνοντας ότι στη διαδικασία του διαλόγου με το Βελιγράδι «ένα τμήμα της διεθνούς κοινότητας δε θεωρεί απαραίτητο όρο τη διατήρηση των υφιστάμενων συνόρων στην τελική συμφωνία με τη Σερβία, και το γεγονός αυτό αυξάνει ακόμη περισσότερο την ανάγκη να εξοπλιστεί το Κόσοβο». Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο Χαραντινάι παραιτήθηκε τον Ιούλη από πρωθυπουργός του Κοσσυφοπεδίου, λόγω της κλήτευσής του από το Ειδικό Δικαστήριο του ΟΗΕ στη Χάγη, που εξετάζει τα εγκλήματα του ΟΥΤΣΕΚΑ (για τα οποία τον κατηγορεί η Σερβία).
Αμέσως μετά από την επίσκεψη Μακρόν στο Βελιγράδι, μετέβη στις ΗΠΑ για διαβουλεύσεις με αξιωματούχους της κυβέρνησης Τραμπ ο πρόεδρος της κοσοβάρικης Βουλής, Κάντρι Βέσελι, ο οποίος δήλωσε ότι στην επικείμενη διαπραγμάτευση δε θα πρέπει να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο μόνο η ΕΕ, αλλά και οι ΗΠΑ.
Ένα άλλο σημαντικό πεδίο όξυνσης της ενδοϊμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης το καλοκαίρι ήταν ο Περσικός Κόλπος, με επίκεντρο την περαιτέρω κλιμάκωση της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ιράν – ιδιαίτερα μετά από τη μονομερή αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν που είχε σημαντικές οικονομικές συνέπειες για το Ιράν. Οι ΗΠΑ προχώρησαν σε μια «σταυροφορία» για το σχηματισμό μιας πολυεθνικής ναυτικής συμμαχίας με στόχο την άσκηση μέγιστης πίεσης στο Ιράν –στην οποία, όπως ήδη αναφέραμε, έχει απαντήσει καταρχήν θετικά και η ελληνική κυβέρνηση– ενώ πληροφορίες του CNN αναφέρουν ότι οι ΗΠΑ μελετάνε τη μετακίνηση πυραύλων «Πάτριοτ» και την αποστολή τουλάχιστον 500 Αμερικανών στρατιωτικών σε αεροπορικές βάσεις στη Σαουδική Αραβία. Παράλληλα, οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν κυρώσεις σε βάρος 16 ιρανικών ναυτιλιακών και άλλων επιχειρήσεων και προειδοποίησαν ότι «θα υπάρξουν περισσότερες κυρώσεις σύντομα».
Σε κάθε περίπτωση, το αμερικανικό κάλεσμα συμμαχίας έφερε στην επιφάνεια το σύνολο των ανταγωνισμών καταρχάς ανάμεσα σε ΗΠΑ, ΕΕ, Κίνα και Ρωσία. Μέχρι τώρα, σε αυτήν τη συμμαχία συμμετέχουν με δυνάμεις τους η Βρετανία (που ξεκίνησε τη στρατιωτική συνοδεία εμπορικών πλοίων με βρετανική σημαία) και το Ισραήλ (που ισχυρίζεται ότι συμμετέχει προσφέροντας «υπηρεσίες πληροφοριών»). Από την άλλη, η ΕΕ (πολλά μονοπώλια των οποίων κάνουν μεγάλες «business» στο Ιράν) και πολλά ισχυρά κράτη-μέλη της αρνήθηκαν ανοιχτά την αμερικανική πρόσκληση, επιμένοντας στη διατήρηση της διεθνούς Συμφωνίας του 2015. Παράλληλα, έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο για τη λειτουργία του «οργάνου» συναλλαγών με το Ιράν (INSTEX) χωρίς τη χρησιμοποίηση του δολαρίου, προσφέροντας στους συναλλασσόμενους ασπίδα προστασίας από τις αμερικανικές κυρώσεις, αν και αυτό αφορά μόνο αγοραπωλησίες τροφίμων και φαρμάκων (και όχι τις πωλήσεις ιρανικού πετρελαίου που αποτελούν και τη σημαντικότερη πηγή συναλλάγματος και πλούτου για την ιρανική αστική τάξη). Ταυτόχρονα, η ΕΕ αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να συμμετάσχουν στο μέλλον στον INSTEX και χώρες εκτός ΕΕ, όπως η Ρωσία και η Κίνα. Παράλληλα, στην Τεχεράνη έλαβε χώρα συνάντηση υπουργών Τηλεπικοι- νωνιών των Ιράν, Αζερμπαϊτζάν, Ρω- σίας και Τουρκίας, η οποία κατέ- ληξε σε σχέδια για τη δημιουργία «Κοινής Αγοράς Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών» που θα διασυνδέει υποδομές, συστήματα και τεχνολογίες ψηφιοποίησης αυτών των χωρών. Σε κάθε περίπτωση, οι κίνδυνοι αποτυπώνονται και στη δήλωση του Ρώσου ΥΠΕΞ, σύμφωνα με την οποία «είμαστε μάρτυρες της αύξησης των αμερικανικών ναυτικών δυνάμεων στον Περσικό, ενόψει της ανταλλαγής κατηγοριών μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν, που δημιουργεί κινδύνους ένοπλης σύγκρουσης».
Στο κάδρο των εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή εντάσσονται και οι προκλητικές επιθέσεις του Ισραήλ τον Αύγουστο σε Λίβανο, Συρία, Ιράκ, Λωρίδα της Γάζας και σε οργανώσεις που συνεργάζονται με το Ιράν. Οι επιθέσεις αυτές –που είχαν την αμέριστη στήριξη των ΗΠΑ οι οποίες τις χαρακτήρισαν ως «αμυντικές»– προκάλεσαν την αντίδραση όλων των κρατών που δέχτηκαν την επίθεση.
Πέρα από την αντιπαράθεση στο επίπεδο των στρατιωτικών κινήσεων, με αμείωτη ένταση συνεχίζεται και ο «εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας». Η Κίνα ανακοίνωσε πρόσφατα την επιβολή δασμών σε αμερικανικά εισαγόμενα προϊόντα αξίας 75 δισ. δολαρίων (ως αντίποινα στους αμερικανικούς δασμούς), ενώ οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν μεγαλύτερες των προβλεπόμενων αυξήσεις των επιπρόσθετων δασμών που θα τεθούν σε εφαρμογή το Σεπτέμβρη και το Δεκέμβρη. Η οξύτητα της αντιπαράθεσης φαίνεται από το γεγονός ότι αυτό το θέμα –μαζί με το ζήτημα της στάσης απέναντι στη Ρωσία– ήταν στα ζητήματα στα οποία εκφράστηκε σαφής απόκλιση ανάμεσα στους ηγέτες που συμμετείχαν στην πρόσφατη σύνοδο των G-7 στην Ισπανία. Σε αυτήν εκφράστηκε, επίσης, η αντίδραση του Τραμπ στην απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης να επιβάλει 3% φόρο στα κέρδη των εταιριών ψηφιακής τεχνολογίας που δραστηριοποιούνται στη Γαλλία (πολλές από τις οποίες είναι αμερικανικές) και η απειλή του να «ανταποδώσει» με πιθανή επιβολή δασμών σε γαλλικά προϊόντα και ειδικά στο κρασί.
Στην ΕΕ, τώρα, οι εξελίξεις το τελευταίο διάστημα επικεντρώθηκαν στο Brexit και δευτερευόντως στην Ιταλία. Στο ζήτημα του Brexit, είχαμε έναν κυκεώνα εξελίξεων που πυροδοτήθηκε από την απόφαση του Μπ. Τζόνσον να κλείσει πρόωρα το βρετανικό κοινοβούλιο και να αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο για προκήρυξη εκλογών πριν την προβλεπόμενη αποχώρηση από την ΕΕ στις 31 Οκτώβρη. Στη συνέχεια ακολούθησε η καταψήφιση στο κοινοβούλιο της κυβερνητικής πρότασης για Brexit χωρίς συμφωνία (με την πρόταση να καταψηφίζεται και από 21 βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος, στους οποίους επιβλήθηκαν πειθαρχικές κυρώσεις), ενώ υπερψηφίστηκε επί της αρχής το νομοσχέδιο της αντιπολίτευσης που επιδιώκει παράταση του Brexit έως το Γενάρη του 2020, εκτός και αν προηγουμένως η Βουλή εγκρίνει είτε μια νέα συμφωνία ή ένα άτακτο Brexit ως τις 19 Οκτώβρη.
Στην περίπτωση του Brexit, είναι φανερή η διαπλοκή ενδοαστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Χαρακτηριστικό είναι ότι το «σχίσμα» στο εσωτερικό της βρετανικής αστικής τάξης διαπλέκεται με τις αντιμαχόμενες επιδιώξεις ΗΠΑ και ΕΕ γύρω από το ζήτημα. Έτσι, ενώ πριν τις παραπάνω εξελίξεις –και μετά από τις επισκέψεις Τζόνσον σε Βερολίνο και Παρίσι– διαφαινόταν μια πιο θετική στάση των βασικών δυνάμεων της ΕΕ για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για τους όρους του Brexit, οι ΗΠΑ στηρίζουν ανοιχτά όλες τις πρωτοβουλίες που κινούνται στην κατεύθυνση ενός Brexit χωρίς συμφωνία, δηλώνοντας διατεθειμένες να συνάψουν μια σειρά «μεταβατικές» εμπορικές συμφωνίες με τη Βρετανία.
Στην Ιταλία, οι ρήξεις που είχαν διαφανεί το προηγούμενο διάστημα ανάμεσα στους κυβερνητικούς εταίρους του «Κινήματος 5 Αστέρων» και της «Λέγκας» οδήγησαν στην παραίτηση του πρωθυπουργού Τζ. Κόντε –μετά από πρόταση μομφής που κατέθεσε η «Λέγκα»– και σε μαραθώνιο διεργασιών ανάμεσα στα αστικά κόμματα, που κατέληξε στο σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας ανάμεσα στο «Κίνημα 5 Αστέρων», στο Δημοκρατικό Κόμμα (ΔΚ) και το μικρό κόμμα «Ελεύθεροι και Ίσοι», που είχε σχηματιστεί πριν μία διετία από αποχωρήσαντες από το ΔΚ.
ΤΕΥΧΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ
Το παρόν τεύχος, σε συνέχεια του προηγούμενου, αποσκοπεί στο να συμβάλει στην προσπάθεια ενίσχυσης της ιδεολογικής και πολιτικής παρέμβασης του Κόμματος στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί και αποτυπώθηκαν στο πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα.Η ΚΕ του ΚΚΕ, στην Ανακοίνωσή της για τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών της 7ης Ιούλη 2019, έθεσε το καθήκον της πλατιάς ιδεολογικοπολιτικής αντεπίθεσης του Κόμματος ως προϋπόθεση για να αυξηθούν οι εστίες αντίστασης, να αναπτύσσεται η Κοινωνική Συμμαχία των εργαζόμενων και του λαού, να οργανωθεί η λαϊκή αντεπίθεση, που θα στοχεύει τον πραγματικό αντίπαλο, για να φωτιστεί ότι υπάρχει άλλος δρόμος, ο δρόμος της ανατροπής του συστήματος της εκμετάλλευσης.
Στα κείμενα της ενότητας Ιδεολο- γία-Πολιτική αναδεικνύονται πλευρές που αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες αναβάθμισης της ικανότητας της επαναστατικής πρωτοπορίας, του Κομμουνιστικού Κόμματος, να καθοδηγεί την επαναστατική πάλη σε όλες τις συνθήκες. Σε αυτά αποτυπώνονται ζητήματα διαμόρφωσης της επαναστατικής στρατηγικής, της σχέσης επαναστατικής θεωρίας και επαναστατικής δράσης, της παρέμβασης στο εργατικό κίνημα και της αντιπαράθεσης με τη σοσιαλδημοκρατία, που μπορούν να αποτελέσουν σημαντικά όπλα στις ιδεολογικές και πολιτικές μάχες του επόμενου διαστήματος.
Στο άρθρο «Η στρατηγική σημασία της άρνησης συμμετοχής του ΚΚΕ σε αστική κυβέρνηση (2012-2015)» συμπυκνώνονται βασικά συμπεράσματα από την πείρα της πολιτικής πάλης και στάσης του ΚΚΕ την περίοδο των διπλών εκλογών του Μάη και Ιούνη του 2012 έως και το δημοψήφισμα τον Ιούλη του 2015. Στο άρθρο γίνεται αναφορά σε σημαντικά στοιχεία της εμβάθυνσης της στρατηγικής επεξεργασίας του Κόμματος που κατέστησαν δυνατό, στην εξεταζόμενη περίοδο, να διαμορφωθεί αποτελεσματική γραμμή σύγκρουσης με τον κεντρικό άξονα των αστικών επιδιώξεων. Ένα βασικό συμπέρασμα, που έχει αξία όχι μόνο για τα πολιτικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται το άρθρο, αλλά και για τη σημερινή πολιτική πάλη, αποτελεί η άνοδος της ικανότητας του Κομμουνιστικού Κόμματος να διαμορφώνει επαναστατική στρατηγική που θα του επιτρέπει καθημερινή πολιτική δράση και παρέμβαση ενάντια στους αστικούς σχεδιασμούς. Ταυτόχρονα φωτίζεται ότι αυτή η διαδικασία διαμόρφωσης της επαναστατικής στρατηγικής απαιτεί τη διαρκή αφομοίωση της επαναστατικής κοσμοθεωρίας σε κάθε κρίκο του Κόμματος, ώστε να αυξάνεται η ικανότητα επεξεργασίας της πολιτικής και ιδεολογικής παρέμβασης σε κάθε χώρο και τομέα ευθύνης.
Το άρθρο με τίτλο: «Σοσιαλδημο-κρατία: Διαχρονικά επικίνδυνος εχθρός του εργατικού κινήματος (β΄ μέρος)» αποτελεί συνέχεια του ομότιτλου άρθρου στο προηγούμενο τεύχος της ΚΟΜΕΠ, όπου παρουσιαζόταν η πορεία ανάπτυξης του συγκεκριμένου πολιτικού ρεύματος σε διεθνές επίπεδο, με επίκεντρο τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, σε συνδυασμό με την πορεία ανάπτυξης του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, των επεξεργασιών και της δράσης του, την προσπάθεια διαμόρφωσης επαναστατικής στρατηγικής. Το δεύτερο μέρος αναφέρεται στην πορεία της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα από τη συγκρότηση του ΠΑΣΟΚ έως τη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ από οπορτουνιστική δύναμη σε καθαρά σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, αποτελώντας πλέον το βασικό πόλο αυτού του χώρου. Σε όλο το άρθρο παρουσιάζεται η στάση του ΚΚΕ και η αντιπαράθεση απέναντι σε αυτές δυνάμεις, αναδεικνύοντας τον καθοριστικό ρόλο που έχει η διαμόρφωση των προγραμματικών και στρατηγικών επεξεργασιών του στην αποτελεσματική διεξαγωγή αυτής της πάλης.
Στο άρθρο «Για τη δουλειά μας στα Εργατικά Κέντρα», παρουσιάζονται πλευρές της δράσης και παρέμβασης των κομμουνιστών στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα και ιδιαίτερα για το ρόλο που μπορούν να έχουν τα Εργατικά Κέντρα, ως μορφές οργάνωσης του εργατικού κινήματος, στους αγώνες της εργατικής τάξης, στην προώθηση της κοινής δράσης και συμμαχίας με τους αυτοαπασχολούμενους της πόλης και της υπαίθρου, στην ταξική πάλη συνολικότερα. Σε αυτήν τη βάση αναδεικνύεται η προσανατολισμένη παρέμβαση της αστικής τάξης για τον έλεγχό τους, διασφαλίζοντας πλειοψηφίες στις διοικήσεις των Εργατικών Κέντρων και στα διάφορα όργανά τους, στοχεύοντας στη διαμόρφωση των συμβιβασμένων πλειοψηφιών στη ΓΣΕΕ, αλλά και στο να αποτελέσουν μέσα ιδεολογικής και πολιτικής χειραγώγησης συνειδήσεων χιλιάδων εργαζόμενων. Αντιπαραθετικά σε όλα αυτά, αναδεικνύεται η δράση των κομμουνιστών και του ΠΑΜΕ στα Εργατικά Κέντρα, η πάλη για να αλλάξει ο συσχετισμός υπέρ των ταξικά προσανατολισμένων δυνάμεων και η σύγκρουση που διεξήχθη το προηγούμενο διάστημα ενάντια σε φαινόμενα εκφυλισμού.
Το κείμενο με τίτλο: «Η λενινιστική πολιτική φιλοσοφία του μαρξισμού», παρουσιάζοντας την καθοριστική συμβολή του Λένιν στην ανάπτυξη του μαρξισμού, αναδεικνύει ζητήματα του ρόλου της επαναστατικής πρωτοπορίας στην προώθηση και ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας ως όρο για τη διεξαγωγή της επαναστατικής πάλης στις δοσμένες κάθε φορά συνθήκες και ιστορικές συγκυρίες. Φωτίζει ότι η αφομοίωση και δημιουργική ανάπτυξη του μαρξισμού αποτελεί την πυξίδα της πολιτικής-επαναστατικής δράσης μέσα στην πολυμορφία των συνθηκών που προκύπτουν από την κίνηση του καπιταλισμού και την εξέλιξη της ταξικής πάλης, προβάλλοντας τη σημασία που είχε σε αυτήν την κατεύθυνση για τον Λένιν η φιλοσοφική γενίκευση τόσο στη συγγραφή των πολιτικών του επεξεργασιών και των κειμένων πολεμικής και διαπάλης όσο και στην πρακτική επαναστατική δράση. Ιδιαίτερο θέμα που πραγματεύεται το άρθρο είναι ο ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα στην επαναστατική διαδικασία· ότι δηλαδή ο (κοινωνικός) άνθρωπος, γνωρίζοντας τις νομοτέλειες κίνησης της κοινωνίας, μπορεί να προσανατολίσει τη δράση του στην κατεύθυνση του κοινωνικού μετασχηματισμού. Φωτίζεται έτσι ο ενεργητικός ρόλος που μπορεί να έχει σήμερα το Κομμουνιστικό Κόμμα για τη βελτίωση του συσχετισμού δύναμης και την οργάνωση της αντεπίθεσης ενάντια στον ταξικό αντίπαλο, έχοντας την επαναστατική θεωρία ως όπλο ενάντια σε αντιλήψεις που είτε απολυτοποιούν την αδυναμία παρέμβασης και αλλαγής των αντικειμενικών συνθηκών είτε αποδίδουν στην παρέμβαση της επαναστατικής πρωτοπορίας την αποκλειστικότητα για την αλλαγή τους.
Στην ενότητα Τέχνη-Πολιτισμός δημοσιεύεται το άρθρο «Ευρωπαϊκή Ένωση και πολιτισμός. Στόχοι και επιδιώξεις», που βασίζεται στην εισηγητική ομιλία σε εκδήλωση της Τομεακής Οργάνωσης Καλλιτεχνών της ΚΟΑ για τις ευρωεκλογές της 26ης Μάη. Στο κείμενο παρουσιάζονται βασικά ζητήματα αντιπαράθεσης με την παρέμβαση και τις κατευθύνσεις της ΕΕ στον πολιτισμό. Αναδεικνύονται ζητήματα του ιδεολογικού περιεχομένου της τέχνης και του πολιτισμού στην καπιταλιστική κοινωνία και το πώς αυτά ενισχύονται από την πολιτική της ΕΕ. Ταυτόχρονα γίνεται μια αναφορά στην αξιοποίηση του πολιτισμού στο πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών.
Σε αυτό το τεύχος περιέχεται επίσης η βιβλιοπαρουσίαση της νέας έκδοσης της Σύγχρονης Εποχής Κ. Μαρξ, Φρ. Ένγκελς, Αλληλογραφία για «Το Κεφάλαιο» (α΄ τόμος), που αποτελεί τη μετάφραση και έκδοση, για πρώτη φορά στα ελληνικά, εκείνου του μέρους της αλληλογραφίας των Μαρξ και Ένγκελς που συνδέεται με τη συγγραφή και έκδοση Του Κεφαλαίου. Η έκδοση αυτή, που γίνεται σε δύο τόμους, αποτελεί συνέχεια της εκδοτικής δραστηριότητας της Σύγχρονης Εποχής η οποία είναι αφιερωμένη στον εορτασμό των 200 χρόνων από τη γέννηση του Καρλ Μαρξ (το 1818) και των 150 χρόνων από την πρώτη έκδοση του 1ου τόμου Του Κεφαλαίου (το 1867). Οι επιστολές που περιλαμβάνονται στη συλλογή καλύπτουν μισό αιώνα επιστημονικής έρευνας και πολιτικής δράσης και αναδεικνύουν την παράλληλη πορεία ζωής, έρευνας και αγώνα που ακολούθησαν οι Μαρξ και Ένγκελς, την προσωπική τους σχέση και τον καταμερισμό εργασίας που είχαν εφαρμόσει, αλλά και το συνδυασμό αυτής της έρευνας με την πρακτική επαναστατική δράση και την οικοδόμηση του Κόμματος, με αποκορύφωμα την ίδρυση και τη λειτουργία της Διεθνούς Ένωσης Εργατών (A΄ Διεθνής).
Τέλος, σε αυτό το τεύχος της ΚΟΜΕΠ περιλαμβάνονται τα Κομματικά Ντοκουμέντα της περιόδου από 12.7.2019 μέχρι 1.9.2019.