Στις 2 Σεπτέμβρη 1944, ημέρα Σάββατο, στο χωριό του Χορτιάτη έφθασαν ισχυρές δυνάμεις του γερμανικού στρατού, περίπου τριακόσιοι στρατιώτες, συνοδευόμενες από ογδόντα περίπου ταγματασφαλίτες της μονάδας του Σούμπερτ. Αποστολή τους ήταν να κάψουν το χωριό μαζί με τους κατοίκους του. Να μην αφήσουν πέτρα στην πέτρα, να μην αφήσουν άνθρωπο ζωντανό. Ο σκοπός τους ήταν να εμφυτεύσουν τον τρόμο στην ψυχή των ανθρώπων, να κάνουν την αγριότητα πολιτικό και στρατιωτικό επιχείρημα.
Βρισκόμασταν στο τέλος της Κατοχής, οι Γερμανοί σύντομα θα έπαιρναν το δύσκολο και επικίνδυνο δρόμο της υποχώρησης για τη μακρινή τους πατρίδα. Πίστευαν ότι θα είναι πιο ασφαλείς αν μετέτρεπαν το μίσος των κατακτημένων σε τρόμο και ανασφάλεια, αν έπνιγαν στο αίμα και στα δάκρυα τη διάθεση εκδίκησης και το μαχητικό πνεύμα ενός λαού που έβλεπε να πλησιάζει η λευτεριά του.
Από κοντά και οι ταγματασφαλίτες, «τεχνικοί σύμβουλοι» στην καταστροφή. Αυτοί θα έμεναν. Επένδυαν στον ίδιο τρόμο, στο ίδιο πρότυπο του μαρτυρικού θανάτου. Μέσα από αυτά θα αναχαίτιζαν, έλπιζαν, τις λαϊκές προσδοκίες και θα εξασφάλιζαν το αύριο της φαύλης τους ύπαρξης και του προδοτικού δοσιλογισμού.
Διά της βίας και του θανάτου εξάλλου είχε συνηθίσει να κυβερνά ο φασισμός. Ισως ποτέ πριν στην ανθρωπότητα δεν υπήρξε κίνημα πολιτικό, κοινωνικό ή θρησκευτικό που να μετέτρεψε την απειλή της βίας και της θανάτωσης σε κεντρικό σύνθημά του. «Viva la muerte» («Ζήτω ο θάνατος») ήταν το σύνθημα των Ισπανών φασιστών στον αντιφασιστικό εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας. Αντί να υποσχεθεί τη ζωή, το φασιστικό κίνημα αρεσκόταν να εμφανίζεται ως προσωποποίηση και εργαλείο του Χάρου. Ο καθείς και τα όπλα του, ο καθείς και οι ιδέες του, όπως θα έλεγε ο ποιητής.
Από την εκδήλωση στην κατάμεστη κοινοτική αίθουσα του Χορτιάτη. Στο βήμα ο Γ. Μαργαρίτης
|
Πραγματικά, μέσα σε λίγες ώρες, η μικρή κοινωνία του Χορτιάτη έζησε την απόλυτη κόλαση. Αρκετοί, όσοι άκουσαν τις προειδοποιήσεις του ΕΑΜ, όσοι δεν έδειξαν εμπιστοσύνη στις παραινέσεις παραγόντων του χωριού που πίστευαν ίσως ότι μπορούν να εξευμενίσουν το θηρίο, όσοι, την τελευταία στιγμή, δεν έδειξαν εμπιστοσύνη στις διαβεβαιώσεις των ταγματασφαλιτών, που υποκριτικά καλούσαν τους κατοίκους να φερθούν ήρεμα και πολιτισμένα, έφυγαν προς το βουνό και κρύφτηκαν στο δάσος ή στα γκρεμνά του. Η τύχη των υπολοίπων ήταν αυτό που ο φασισμός μπορεί να προσφέρει: Η μαρτυρική θανάτωση.
Οι προσπάθειες των παραγόντων για συνεννόηση με Γερμανούς και ταγματασφαλίτες έπεσαν στο κενό, εξάλλου ο πρόεδρος της κοινότητας ήταν ο πρώτος που μαχαιρώθηκε πριν ριχτεί στη φωτιά. Ο ιερέας υπέστη έσχατους εξευτελισμούς, μαζί με την οικογένειά του, πριν θανατωθεί. Οι Γερμανοί, αλλά κυρίως οι ταγματασφαλίτες, είχαν ήδη αποκτήσει μεγάλη εμπειρία στην κτηνωδία. Είχαν ήδη κάψει εκατοντάδες πόλεις και χωριά, βασανίσει και θανατώσει χιλιάδες ανθρώπους.
Κάθε είδους μαρτύριο περίμενε τους κατοίκους που συγκεντρώθηκαν στην πλατεία ή στο εξοχικό κέντρο «Κήπος», στην πλειονότητά τους γέροντες, γυναίκες και παιδιά. Η μέρα είχε προχωρήσει εξάλλου, ό,τι ήταν να γίνει γινόταν γρήγορα, αγχωτικά. Η ατίμωση των γυναικών, η σαδιστική θανάτωση των παιδιών μπροστά στους γονείς τους, η αφαίρεση κοσμημάτων - τις βέρες στα δάκτυλα έψαχναν οι Σουμπεραίοι και, για να μην καθυστερούν, έκοβαν το δάκτυλο και το κρατούσαν μαζί με τη βέρα.
Το μαρτύριο ολοκληρώθηκε σε δύο κτίρια του χωριού. Οσοι από τους κατοίκους ήσαν ακόμα ζωντανοί μεταφέρθηκαν σε ένα φούρνο (του Γκουραμάνη) και σε ένα σπίτι (του Νταμπούδη) και στοιβάχθηκαν μέσα στα κτίρια αυτά. Κατόπιν, στο εσωτερικό των κτιρίων και γύρω από αυτά οι Γερμανοί σκόρπισαν το εμπρηστικό υλικό - αυτήν την περίφημη «άσπρη σκόνη» που έκαψε σπίτια και ανθρώπους στα χρόνια της Κατοχής - και έβαλαν φωτιά. Ταυτόχρονα με όλα τους τα όπλα έβαλλαν στα σπίτια, στις πόρτες και στα παράθυρα, έτσι ώστε κανείς να μην μπορέσει να ξεφύγει.
Οταν ολοκλήρωσαν το έργο τους οι Γερμανοί και οι εφευρετικότεροι σε ιδέες μαρτυρίου και θανάτωσης ταγματασφαλίτες, ο απολογισμός ήταν βαρύς, εξοντωτικός για τη μικρή κοινωνία του Χορτιάτη: 149 άτομα είχαν θανατωθεί μαρτυρικά. Από αυτά τα 51 ήσαν ανήλικα παιδιά, τα 36 με ηλικία κάτω από δέκα χρονών, μερικά ήσαν βρέφη. Ανάμεσα στα πτώματα και στα αποκαΐδια τριακοσίων περίπου σπιτιών, λίγοι που κρύφτηκαν και επέζησαν, σφραγίστηκαν ανεξίτηλα για ολόκληρη τη μετέπειτα ζωή τους με την εικόνα αυτής της φρίκης.
Δεν ήταν μεμονωμένο γεγονός
Η καταστροφή του Χορτιάτη δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός, μια εξαίρεση, ένα ατύχημα στην πορεία των γεγονότων. Μια μακρά λιτανεία μαρτυρικών πόλεων, κωμοπόλεων, χωριών είχε προηγηθεί κι άλλες παρόμοιες συμφορές θα ακολουθούσαν μέχρι την τελευταία ημέρα, μέχρι την τελευταία ώρα που οι κατακτητές παρέμεναν στη χώρα μας και που οι ταγματασφαλίτες έπαιρναν διαταγές από τη Νέα Τάξη του ναζισμού, πριν μεταπηδήσουν στην υπηρεσία του μεταπολεμικού αντιλαϊκού κράτους. Το Κορωπί, δίπλα στην Αθήνα, ματώθηκε και κάηκε στις 8 Οκτωβρίου του 1944 - από «γερμανοντυμένους».
Τι να πρωτομνημονεύσει κανείς: Τα Καλάβρυτα των 700 τόσων θυμάτων, τη Βιάννο των 460 θυμάτων, το Κομμένο Αρτας των 320 θυμάτων, το Δίστομο των 230 θυμάτων, το Αμάρι της Κρήτης, το Δομένικο (από Ιταλούς φασίστες αυτό - έτσι, ως απάντηση στον κύριο Μιχαλολιάκο που «εξήγησε» ότι δεν έφταιγαν οι Ναζί αλλά αόριστα οι Γερμανοί) και το Μεσόβουνο της Δυτικής Μακεδονίας (όπου, ενδιαφέρον και αυτό, δεν βοήθησαν τους σφαγείς κατακτητές οι ταγματασφαλίτες, αλλά η κρατική Χωροφυλακή - στα 1941 ήμασταν, οι δοσίλογοι είχαν άλλη μορφή, η πολιτική επιλογή των ιθυνόντων της άρχουσας τάξης ήταν η ίδια: Με τους κατακτητές πάντα, ποτέ με το λαό!).
Η μαζική κακοποίηση και θανάτωση ανθρώπων, η μαζική καταστροφή πόλεων, χωριών, περιουσιών δεν ήταν μια πολιτική που περιοριζόταν στην ελληνική ύπαιθρο και στις συνοικίες της Αθήνας. Ολη η λειτουργία, η διαχείριση της Νέας Ευρώπης του Αξονα στηριζόταν στην καλλιέργεια του τρόμου.
Οι μόνες διαβαθμίσεις που υπήρχαν στην πολιτική αυτή ήσαν όσες εκπορεύονταν από τη ρατσιστική αντίληψη των ιθυνόντων του Ναζισμού. Οι Αριοι, οι γερμανικοί λαοί, απολάμβαναν ένα είδος ειδικής ασυλίας. Ούτε στη Νορβηγία, ούτε στη Δανία, ούτε στην Ολλανδία δεν γίνονταν αγριότητες όπως αυτές που έζησαν τα ελληνικά χωριά.
Σε άλλες ζώνες της Ευρώπης, όμως, συνέβαιναν χειρότερα. Στην Πολωνία, στην Ουκρανία, στη Σερβία, στα εδάφη της Σοβιετικής Ενωσης, η θανάτωση ήταν η ΜΟΝΗ πολιτική. Στις περιοχές αυτές κατοικούσαν Σλάβοι, Εβραίοι και Τσιγγάνοι - υπάνθρωποι κατά το Ναζισμό - και μόνο ο θάνατός τους εξυπηρετούσε την οικονομία και το μεγαλείο της γερμανικής φυλής, του Τρίτου Ράιχ και της Νέας Αριας Ευρώπης.
Να σταθούμε μόνο στις λιτανείες των μελλοθανάτων που έφθαναν στη χαράδρα του Μπάμι Γιαρ, έξω από το Κίεβο. Στο χείλος της χαράδρας απλώνονταν σε ατελείωτες σειρές, δολοφονούνταν με μια σφαίρα στο κεφάλι από τους άνδρες των Einsatzgruppen και των Sondercomando και ρίχνονταν, πεθαμένοι ή ημιθανείς, κάτω στο γκρεμνό, για να πάρουν τη θέση τους οι επόμενοι μελλοθάνατοι. Περίπου 150.000 άτομα - Μπολσεβίκοι, στελέχη του Σοβιετικού κράτους, Εβραίοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά - σκοτώθηκαν με τον τρόπο αυτό στα 1941, οι 33.800 από αυτούς, οι Εβραίοι του Κιέβου, σε δύο μόλις ημέρες, στις 29 και 30 Σεπτέμβρη του 1941.
Υστερότερες έρευνες για την ψυχολογική κατάσταση των δημίων, που πήραν μέρος στα συνοπτικά αυτά συνεργεία εκτελέσεων, διαπίστωσαν με έκπληξη ότι οι φονιάδες δεν αντιμετώπισαν κανενός είδους τύψεις ή εφιάλτες στην υστερότερη ζωή τους. Επρόκειτο για «κανονικούς ανθρώπους» - πολλοί από αυτούς οικογενειάρχες με παιδιά - και συνέχισαν τη ζωή τους ως «κανονικοί άνθρωποι». Ο Ναζισμός, αυτό είναι μοναδικό σκοτεινό επίτευγμα στην ιστορία του σύγχρονου κόσμου, είχε συμφιλιώσει τους πιστούς του με το έγκλημα. Οποιων διαστάσεων και να ήταν αυτό το τελευταίο.
Συνεργάτες με την οικονομική ελίτ
Εκτός από την ψυχική ισορροπία των δημίων, εκείνο που προφανώς επίσης δεν διαταράχτηκε, ήταν η γενική αντίληψη περί πατρίδας, λαού, αντίστασης, δικαίου, ανθρωπισμού, πολιτισμού και αξίας της ανθρώπινης ζωής που πρέσβευε η άρχουσα τάξη. Στην Ελλάδα, όπως και σε όλη την υπόλοιπη Νέα Ευρώπη του ναζισμού, η λεηλασία των χωρών και η άγρια εκμετάλλευση του μόχθου των λαών δεν ωφελούσε μόνο τους Γερμανούς.
Οι τελευταίοι ήσαν ευγνώμονες σχεδόν για την πρόθυμη συμπαράσταση που βρήκαν, σε κάθε ευρωπαϊκό κράτος, από τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές ελίτ. Βιομήχανοι, επιχειρηματίες, μεγαλέμποροι, τραπεζίτες, εργολάβοι εργάστηκαν με το αζημίωτο για την Ευρώπη του Αξονα. Σε μερικές χώρες η σύμπραξη με τους κατακτητές έφθασε το απόλυτο. Στη Νορβηγία η τοπική κυβέρνηση συνεργασίας έκανε τόσο καλά τη δουλειά της, ώστε το Ράιχ δεν απέσπασε παρά μόνο 800 τεχνικούς και διοικητικούς υπαλλήλους για τη διαχείριση και την εκμετάλλευση της χώρας.
Στη Γαλλία των 40.000.000, χρειάστηκαν μόνο 1.500 Γερμανοί στην οικονομία και στη διοίκηση και μόνο 6.000 προσωπικό ασφαλείας για την προστασία των πολυάριθμων συμφερόντων του Ράιχ στη χώρα αυτή. Τα υπόλοιπα τα έκανε πολύ καλά η γαλλική διοίκηση και τα βιομηχανικά, εμπορικά, τεχνικά και άλλα επιμελητήρια της χώρας.
Στην Ελλάδα τα επιτελεία της κυβέρνησης, της Χωροφυλακής του Σπηλιωτόπουλου, της Αστυνομίας του Εβερτ και των Ταγμάτων Ασφαλείας του Δερτιλή αγχώνονταν μη τυχόν τους ξεφύγει κανείς κομμουνιστής και πέσει βαρύτερη δουλειά στους κατακτητές της χώρας. Οπως αγχώνονται σήμερα οι ομόλογοί τους κάθε φορά που επισκέπτεται τη χώρα μας η όποια κυρία Μέρκελ. Προς Θεού, ούτε στιγμή η υψηλή επισκέπτρια δεν πρέπει να αισθανθεί άβολα...
Επιχείρηση αποκατάστασης και νομιμοποίησης
Οταν ήρθε η απελευθέρωση, αυτό το άγχος της εξυπηρέτησης του κατακτητή έπρεπε να εξηγηθεί και να νομιμοποιηθεί. Υπήρχε συνέχεια στην κοινωνική, την ταξική εκμετάλλευση. Υπήρχε συνέχεια στην παρουσία ξένων στρατευμάτων και ξένων συμφερόντων στη χώρα. Η επιχείρηση αποκατάστασης της φήμης των κατακτητών και φυσικά των συνεργατών τους ξεκίνησε σχεδόν αμέσως. Ο πρώτος στόχος της επιχείρησης ήταν να συκοφαντηθούν, να διαπομπευθούν η Εθνική Αντίσταση και οι σκληροί αγώνες του λαού μας.
Αμέσως λοιπόν μετά την Κατοχή και τη βρετανική στρατιωτική επέμβαση στην Αθήνα, το Δεκέμβρη του 1944, ξεκίνησε μια επιχείρηση αποενοχοποίησης των γερμανικών, των ναζιστικών στρατευμάτων κατοχής και, φυσικά, των Ελλήνων συνεργατών τους. Για τις καταστροφές στα χωριά, για τις εκατόμβες των αθώων θυμάτων δεν έφταιγε, έλεγε αυτή η λογική, ο στρατός κατοχής και οι ντόπιοι συνεργάτες του. Οσα συνέβησαν ήταν είτε προϊόν της «κακιάς ώρας» είτε αποτέλεσμα παράφρονων ενεργειών εκ μέρους της ένοπλης Αντίστασης, του ΕΛΑΣ πιο ειδικά.
Στις απολογίες τους μάλιστα οι περισσότερο ή λιγότερο σημαντικοί των δοσιλόγων ισχυρίστηκαν ότι η Αντίσταση ενάντια στον κατακτητή είχε σκοπό ανθελληνικό, να αφανίσει δηλαδή τους «υγιείς» Ελληνες, προκαλώντας τα αντίποινα του κατακτητή. Εγραφε ο γνωστός πολιτικός και από τους ιδρυτές της Νέας Δημοκρατίας, Γεώργιος Ράλλης, στο απολογητικό για τον πατέρα του, τον τελευταίο πρωθυπουργό της Κατοχής, Ιωάννη Ράλλη, βιβλίο («Ο Ιωάννης Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου», Αθήνα, 1947):
«...εφόνευον αι συμμορίαι του [του ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ εννοεί], όταν το εγχείρημα δεν παρουσιάζετο δυσχερές, διότι επιμελώς απέφευγον την εμπλοκήν εις πραγματικόν αγώναν, απομονωμένους στρατιωτικούς Γερμανούς ή Ιταλούς δι' ενέδρας πάντοτε. Διά των τοιούτων πράξεων επεδίωκον την εξαπάτησιν των συμμάχων, την σκύλευσιν των δολοφονουμένων, αλλά προπάντων την διά των Γερμανών και Ιταλών ενίσχυσίν των εις το έργον της εξοντώσεως του εθνικιστικού της Ελλάδος πληθυσμού.
Διότι είχον αποκτήση την πείραν ότι ο στρατός της κατοχής, άμα τη ευρέσει πτωμάτων ανδρών ανηκόντων εις τας δυνάμεις του, προέβαινεν εις ομαδικά αντίποινα, φονεύων δι' ένα στρατιώτην του δεκάδας αθώων Ελλήνων πολιτών και πυρπολών, ολοκλήρους κώμας και χωρία, ενώ οι φονευόμενοι και τιμωρούμενοι ουδεμίαν είχον συνήθως σχέσιν προς το έγκλημα, πλην του ότι κατώκουν ή ευρίσκοντο τυχαίως ουχί μακράν του τόπου ένθα τούτο είχε διαπραχθεί. Ούτω είχεν εύρη το ΕΑΜ σπουδαίον συνεργάτην του εις το κύριον σχέδιόν του της εξοντώσεως του υγιούς της χώρας πληθυσμού, αυτόν τούτον τον στρατόν κατοχής».
Το γενικό πνεύμα του δοσιλογισμού πηγάζει διάφανο από το παραπάνω εδάφιο. Οι στρατιώτες των στρατών κατοχής που σκοτώνονταν από την ένοπλη Αντίσταση «εδολοφονούντο» ύπουλα, σε ενέδρα,, με τα πλέον ταπεινά των εγκληματικών ενστίκτων να ωθούν τους «δολοφόνους» - η «σκύλευση των πτωμάτων», η λήστευση των νεκρών λόγου χάρη.
Αντίθετα οι αρχές κατοχής, όργανα νόμου και τάξης, αντιδρούσαν απλά, εφαρμόζοντας άθελά τους σχέδια του ΕΑΜ - την εξόντωση του ελληνικού εθνικισμού. Το γεγονός ότι ο ελληνικός εθνικισμός, ειδικά τα Τάγματα Ασφαλείας που δημιούργησε η κυβέρνηση Ράλλη, βρισκόταν πάντοτε στο πλευρό των στρατευμάτων κατοχής όταν ξεθεμελιώνονταν τα χωριά και εκτελούνταν οι κάτοικοί τους, αυτό απλά διέφυγε της προσοχής του στοργικού ως προς τον δοσίλογο πατέρα, υιού.
Ο ΕΛΑΣ οπωσδήποτε δεν χρειάζεται ν' απολογηθεί σε κανένα δοσίλογο και σε κανέναν υιό και απολογητή δοσιλόγου. Ηταν ένας λαϊκός στρατός που συγκροτήθηκε από το μηδέν και πολέμησε χωρίς να έχει τίποτα απ' όσα ένας σύγχρονος στρατός έχει ανάγκη. Τα όπλα του, τα πυρομαχικά του τα έπαιρνε από τον εχθρό, όλα τα υπόλοιπα από το λαό, τα συμφέροντα του οποίου μαχητικά υπηρετούσε.
Μάτωσε καίρια τον κατακτητή και τον έκανε να πληρώσει ακριβά την υποδούλωση της Ελλάδας. Κάτι ανάμεσα σε πέντε με έξι χιλιάδες ήταν οι νεκροί των Γερμανών στις συγκρούσεις τους με την ένοπλη Αντίσταση στην κατεχόμενη Ελλάδα, πέντε φορές περισσότεροι απ' ό,τι κόστισε στο Ράιχ η εκστρατεία του 1941 για την κατάληψη της χώρας. Και φυσικά δεν μετράμε Ιταλούς και Ταγματασφαλίτες.
Ζωντανή η προπαγάνδα του δοσιλογισμού
Η προπαγάνδα του δοσιλογισμού όμως δεν λέει να πεθάνει. Ζει και ανανεώνεται, όσο η άρχουσα τάξη είναι, στη λειτουργία της, στα συμφέροντα και στις αξίες που πιστεύει, η ίδια με εκείνη που έθρεψε άλλοτε την προδοσία και τη σκύλευση του κατακτημένου από τα ξένα όπλα λαού μας. Ετσι, η εκστρατεία αποκατάστασης των κατακτητών, του Ναζισμού και των συνεργατών τους όχι μόνο δεν τελείωσε, αλλά ανανεώνεται συνεχώς.
Παραεπιστημονικά δίκτυα, με τα «αρχηγεία» τους στα διάσημα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, με άφθονα υλικά μέσα, με προπαγανδιστές που κάθε σχεδόν Κυριακή φιλοξενούνται στις ναυαρχίδες του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου στη χώρα μας - είτε συμφερόντων Λαμπράκη, είτε συμφερόντων Αλαφούζου - έχουν εργολαβικά αναλάβει τον αντικομμουνισμό και το μαγάρισμα όλων των λαμπρών σελίδων στην ιστορία των αγώνων του λαού μας.
Και από κοντά τους οι «πρόθυμοι». Οι «ενδιάμεσοι», που δεν δέχονται φυσικά την «εγκληματική φύση του κομμουνισμού», αλλά είναι πάντοτε έτοιμοι να αναπτύξουν ιστορίες «περί των άκρων» και του κακού φανατισμού που προκαλεί ακρότητες. Μαθήματα καλής συμπεριφοράς και από τις διάφορες εκδοχές της «κυβερνητικής - διαχειριστικής αριστεράς» που υποκρύπτουν άσχημα τα μηνύματα του συμβιβασμού, της ταξικής συνεργασίας και της «βελούδινης» υποδούλωσης στον ιμπεριαλισμό.
Στην περίπτωση του Χορτιάτη είναι γνωστές οι ιστορίες που κυκλοφόρησαν και κυκλοφορούν: Οτι η επιχείρηση των Γερμανών και των γερμανοντυμένων Ελλήνων δεν ήταν παρά «αντίποινα», εκδίκηση για την επίθεση που δέχτηκαν υπάλληλοι της εταιρείας ύδρευσης και των ανύποπτων Γερμανών που ευγενικά είχαν προσφερθεί να τους συνοδεύσουν στη δουλειά τους. Σε κάθε σχεδόν περίπτωση ολοκαυτώματος, υπάρχει μια σχετική ιστορία - συνδυασμός «της κακιάς της ώρας» και της «ανεύθυνης, αν όχι ύποπτης» δράσης της ένοπλης Αντίστασης.
Η ίδια ερμηνεία δίνεται, λόγου χάρη, για την περίπτωση της Βιάννου. Η «κακιά η ώρα» εκεί αποδόθηκε στους «άφρονες» αντάρτες που σκότωσαν τους δύο Γερμανούς στρατιώτες στο φυλάκιο της Κάτω Σύμης με επακόλουθο τη σκληρή στρατιωτική σύγκρουση της επομένης και την καταστροφή, μετά από αυτήν, των χωριών.
Οι φήμες, που κυκλοφόρησαν στη συνέχεια, ήθελαν την επίθεση στο φυλάκιο της Σύμης να σχετίζεται με ερωτοδουλειές, με ύποπτες συναλλαγές και με οτιδήποτε άλλο εκτός από το σκοτεινά αληθινό γεγονός. Οτι δηλαδή οι Γερμανοί δεν έμοιαζαν με τουρίστες του σήμερα, αλλά βρίσκονταν εκεί, στις βάσεις και στα μικρά τους φυλάκια, για να ληστεύουν την περιουσία και το μόχθο των αγροτών, για να αρπάζουν ό,τι ήθελαν όποτε ήθελαν και για να σκοτώνουν όποιον ήθελαν όποτε ήθελαν. Αυτές οι λεπτομέρειες διαφεύγουν από τους έντεχνα διαδιδόμενους θρύλους σχετικά με το ποιος φταίει για το κακό.
Μικρή λεπτομέρεια. Ενώ συνήθως, σε αυτές τις ιστορίες απενοχοποίησης των κατακτητών και των συνεργατών τους, ενοχοποιείται ο ΕΛΑΣ, στην περίπτωση της Βιάννου ο ΕΛΑΣ σίγουρα δεν έφταιγε σε τίποτα. Αντάρτες από τις ομάδες του Μπαντουβά χτύπησαν το φυλάκιο των Γερμανών στη Σύμη.
Ο φασισμός στις σημερινές συνθήκες
Ζούμε σήμερα σε δύσκολες εποχές. Η χώρα μας έχει οδηγηθεί από τις κυρίαρχες ελίτ, την μεγαλοαστική της τάξη, μέσα σε ένα σύμπλεγμα άγριων ανταγωνισμών και συμφερόντων που εύηχα και ψευδώνυμα ονομάζεται «ένωση» - Ευρωπαϊκή Ενωση ισότιμων κρατών-μελών. Εχει αποδειχθεί σήμερα πλέον ότι πρόκειται για λυκοσυμμαχία και ότι οι εργαζόμενοι στη χώρα μας, εκτός από όσα καταθέτουν στο εκμεταλλευτικό σύστημα των ντόπιων κεφαλαιοκρατών, υφίστανται και την τοκογλυφική λεηλασία των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων των ισχυρών της Ευρωπαϊκής - τρομάρα μας! - «Ενωσης».
Ο φασισμός και ο ναζισμός εμφανίστηκαν και αναδείχθηκαν στην εξουσία σε εποχές έντασης της εκμετάλλευσης της εργασίας των ανθρώπων. Σε εποχές υπεξαίρεσης, λεηλασίας και αρπαγής όσων οι εργαζόμενοι με το μόχθο τους κατασκεύαζαν και όσα από το μόχθο τους είχαν αποταμιεύσει. Εμφανίστηκαν για να υπηρετήσουν το κεφάλαιο.
Τα Τάγματα Ασφαλείας, οι εθνικόφρονες συμμορίες, τα αντικομμουνιστικά αποσπάσματα, τα ΕΑΣΑΔ, η ΠΑΟ, οι «Λεωνίδες», οι Σουμπεραίοι, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: Στους λογαριασμούς των Τραπεζών, από τους οποίους χρηματοδοτούνταν η εγκληματική δράση τους, συνεισέφεραν όλοι οι μεγαλοπαράγοντες του πλούτου, της μαύρης αγοράς, της ρεμούλας και της πολύμορφης οικονομικής συνεργασίας με τον κατακτητή. Στη Βόρεια Ελλάδα ειδική συνεισφορά και στήριξη πρόσφεραν οι «μεσεγγυούχοι» και οι σκοτεινές μορφές που σφετερίζονταν τις περιουσίες που άφησαν πίσω τους οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης.
Σήμερα ο φασισμός με τη μορφή της «Χρυσής Αυγής», αλλά και άλλων πολιτικών χώρων, που καπηλεύονται πότε το Εθνος, πότε τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του λαού, βρίσκεται στο κατώφλι της ελληνικής κοινωνίας. Θέλει να την αποπροσανατολίσει, να ευνουχίσει τη δύναμη των αγώνων της, να διασπάσει τους εργαζόμενους και να την παραδώσει βορά στα συμφέροντα ξένων και ντόπιων κεφαλαιούχων.
Οι φασιστικές οργανώσεις στη χώρα μας παρουσιάζονται υπέρμαχοι της Ελλάδας και του Εθνους. Στην πραγματικότητα προστατεύουν ένα σύστημα ιμπεριαλιστικής υποδούλωσης και εκμετάλλευσης της πατρίδας μας και του λαού της.
Οι φασιστικές οργανώσεις στη χώρα μας παρουσιάζονται «φίλοι» του λαού και προστάτες των φτωχών. Στην πραγματικότητα διασπούν τους εργάτες με κριτήρια φυλετικά, με το χρώμα του δέρματος και βάζουν τον εργάτη να μισεί τον εργάτη προς μεγάλη ικανοποίηση και όφελος του κεφαλαιούχου εργοδότη. Μοιράζουν επιδεικτικά ελεημοσύνη στο λαό, στους φτωχούς, με σκοπό να τους εκμαυλίσουν. Ζητούν πιστοποιητικό αίματος και εθνικοφροσύνης για να δώσουν το ψωμί της ημέρας - στην πράξη ζητούν χαρτί υποταγής.
Είναι ίδιες οι «φιλόπτωχες» πράξεις τους με εκείνες της Βουλγαρικής Λέσχης στη Θεσσαλονίκη της Κατοχής, όπου για να έχει ο φτωχός και πεινασμένος πρόσβαση στο συσσίτιο έπρεπε να δηλώσει Βούλγαρος ή ό,τι άλλο του ζητούσαν ετούτοι οι κατακτητές.
Οι φασιστικές οργανώσεις στη χώρα μας παραποιούν και βεβηλώνουν την Ιστορία, όπως ακριβώς πράττουν και οι επίσημοι καθηγητές του Γέιλ ή όποιου άλλου αμερικανοδεξιού προπαγανδιστικού - αδυνατώ να πω εκπαιδευτικού - οργανισμού: Τους γερμανοντυμένους τους βαφτίζουν πατριώτες, τα αποβράσματα τα βαπτίζουν ήρωες, τους Σουμπεραίους του Χορτιάτη, που ξεγελούσαν με τα ελληνικά τους τα υποψήφια θύματα και τα οδηγούσαν με μεγαλύτερο από των κατακτητών μίσος στο ολοκαύτωμα, τα θεωρούν ηθικά υποδείγματα της Νέας τους Τάξης.
Η χρονική απόσταση που χωρίζει τη Νέα Ευρώπη του Ναζισμού από την Ενωμένη Ευρώπη του σήμερα είναι μικρή και οι βασικοί πρωταγωνιστές, τα βασικά προβλήματα και τα μεγάλα συμφέροντα δεν έχουν κατά πολύ αλλάξει. Οπως το βάρος της κρίσης μετακυλίεται στα φτωχότερα στρώματα της κοινωνίας και σαρώνει δικαιώματα και απολαβές εργαζομένων και παραγωγών, έτσι και σε επίπεδο κρατών, τα πλούσια και ισχυρά - όλως τυχαίως για τη Γερμανία πάλι μιλάμε, με την κηδεμονία και την προστασία των ΗΠΑ πλέον τώρα - μετακυλίουν το βάρος της κρίσης στους πιο φτωχούς εταίρους.
Μιλάμε για ανθρωποφάγες πολιτικές και πάντοτε τέτοιου είδους πολιτικές έχουν ως κύριο υποπροϊόν ανθρωποφάγους.