Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1821
του Αναστάση Γκίκα
«Ας εξετάση διακεκριμένως οποιοσδήποτε έλαβεν μέρος εις την Επανάστασιν, και θέλει ίδει ότι η τάξις των ξενιτευμένων λογιοτάτων και εμπόρων είναι ήτις πρώτη ετόλμησεν και εκίνησεν τον μοχλόν τούτον και έμβασεν και τους Προεστούς και τους Αρματωλούς εις τα αίματα»1. Ετσι περιγράφει την κινητήρια δύναμη της Επανάστασης του 1821 ένας εκ των πρωταγωνιστών της, ο Σερραίος επαναστάτης Ν. Κασομούλης, καταδεικνύοντας το κοινωνικό της περιεχόμενο. Εκτοτε αυτό εκτοπίστηκε από την κρατούσα ιστοριογραφία, για να κυριαρχήσουν το θρησκευτικό και μια «υπερταξική» έννοια του εθνικού ως αποκλειστικά κίνητρα της Επανάστασης.
Σε κάθε ιστορική εποχή μια κοινωνική τάξη προβάλλει ως πρωτοπόρα, αποτελώντας την ηγέτιδα δύναμη-μοχλό της κοινωνικής προόδου. Την περίοδο που εξετάζουμε ο ρόλος αυτός ανήκε στην αστική τάξη, η οποία διαμορφώθηκε και αναπτύχθηκε στα πλαίσια του φεουδαρχικού συστήματος. Σε μια μακρόχρονη πορεία οι φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής έγιναν εμπόδιο για την περαιτέρω ανάπτυξη των νέων παραγωγικών δυνάμεων, των καπιταλιστικών. Επρεπε λοιπόν να σπάσουν. Και έσπασαν, με τη νίκη των αστικών επαναστάσεων, οι οποίες συνέτριψαν τη φεουδαρχική εξουσία και συγκρότησαν τα αστικά έθνη-κράτη. Η ελληνική επανάσταση του 1821 δεν διέφερε ως προς αυτό από τις αντίστοιχες επαναστάσεις και κινήματα που σημειώθηκαν σε μια σειρά χώρες το ίδιο διάστημα. Βεβαίως, πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες οθωμανικής κατάκτησης, με ηγετική δύναμη την ελληνόφωνη χριστιανική αστική τάξη. Ηταν επομένως εθνικοαπελευθερωτική στη μορφή και αστικοδημοκρατική στο περιεχόμενο.
Οπως σε όλες τις αστικές επαναστάσεις, έτσι και στην ελληνική του 1821, πήραν μέρος ως κινητήριες δυνάμεις οι πλατιές μάζες της αγροτιάς, καθώς και η μικρή ακόμα αριθμητικά εργατική τάξη (ναύτες, τεχνίτες κ.ά.). Ο μαζικός λαϊκός ηρωισμός, ακόμα και μεταξύ των αμάχων, η συλλογική δράση που έλαβε όλες τις μορφές πάλης -και κυρίως την ένοπλη- η αυτοθυσία, σφράγισαν τον πολυετή αγώνα, αφήνοντας πίσω διαχρονικά διδάγματα.
Βεβαίως, στη διαμόρφωση του ελληνικού κράτους υπεισέρχονται μια σειρά παράγοντες, όπως η διαπάλη μεταξύ των ισχυρών δυνάμεων της Ευρώπης και της Ρωσίας γύρω από το λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα -την αποσύνθεση της οθωμανικής αυτοκρατορίας- και η άμεση παρέμβασή τους στη συγκρότηση του ελληνικού κράτους, η μη ενσωμάτωση βασικών αστικών κέντρων του ελληνόφωνου στοιχείου κλπ. Ετσι στην πορεία γίνεται πιο σύνθετη η διαδικασία κατάργησης των φεουδαρχικών κατάλοιπων (ιδιαίτερα με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας) και της διαπλοκής της μοναρχίας (από ξένη δυναστεία στα όργανα του ελληνικού κράτους).
Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε πτυχές της επανάστασης του 1821, δίχως βέβαια να εξαντλούμε το θέμα, συνεισφέροντας όμως -ελπίζουμε- σε μια περαιτέρω εμβάθυνση του ζητήματος από μαρξιστική σκοπιά.
Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗ ΤΑΞΗΣ:
ΕΘΝΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Ο 18ος αιώνας υπήρξε αναμφισβήτητα μια περίοδος κατά την οποία η ελληνική αστική τάξη σημείωσε πρωτόγνωρη ανάπτυξη. Σε αυτό συνέβαλαν μια σειρά παράγοντες. Οι αλλαγές στο οθωμανικό καθεστώς γαιοχρησίας και η εξάπλωση του διεθνούς εμπορίου επέφεραν σημαντικές μεταβολές στο επίπεδο της αγροτικής οικονομίας, που από κλειστή, άρχισε σιγά-σιγά να γίνεται εμπορευματική (βλ. και συνέχεια κοτζαμπάσηδες). Το χρήμα έπαψε πια αποκλειστικά να αποθησαυρίζεται και άρχισε σταδιακά να κυκλοφορεί και να επενδύεται, στο εμπόριο, τις τράπεζες, τη βιοτεχνία κ.α.
«Το εξωτερικό εμπόριο του ελλαδικού χώρου», σημειώνει ο Β. Πατρώνης, «αυξήθηκε εντυπωσιακά την περίοδο 1750-1815». Η αύξηση αυτή «συνέβαλε αποφασιστικά στους οικονομικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς του ελλαδικού χώρου, με κύρια κατεύθυνση την εμπορευματοποίηση της παραγωγής, τη γενίκευση των χρηματικών ανταλλαγών και τη συγκέντρωση των οικονομικών δραστηριοτήτων στις πόλεις»2.
Η Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774) και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι (1793-1813) δημιούργησαν τις συνθήκες για ραγδαία ανάπτυξη και κερδοφορία του ελληνικού εμπορικού και ναυτιλιακού κεφαλαίου. Το 1810-1815 η συμμετοχή των ελληνικών πλοίων στην κίνηση των λιμανιών της Οδησσού και της Αλεξάνδρειας ήταν 60% και 65-69% αντίστοιχα3. Εκατοντάδες σκάφη ναυπηγήθηκαν στον ελλαδικό χώρο, εμπορικά δίκτυα εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ οι δραστηριότητες των Ελλήνων κεφαλαιούχων επεκτάθηκαν γρήγορα στους τομείς των τραπεζών και των ασφαλειών.
Σημαντική υπήρξε ακόμη η ανάπτυξη της βιοτεχνίας: «Στα 1800 η βιοτεχνία απασχολεί ένα σύνολο 40.000-50.000 ατόμων και κινητοποιεί κεφάλαια το λιγότερο 50.000.000 χρυσών φράγκων, με ένα ετήσιο κέρδος κυμαινόμενο από 12% ως 30%»4. Κλάδοι όπως η μεταξουργία, η νηματουργία, η υφαντουργία κ.ά. άκμασαν σε περιοχές όπως το Πήλιο, η Χίος, τα Αμπελάκια, ο Τύρναβος, η Ραψάνη, τα Ζαγοροχώρια, η Μοσχόπολις ή το Συράκο. Δραστηριότητα ανέπτυξαν επίσης τα σιδηρουργεία και τα μπαρουτάδικα σε Δημητσάνα και Στεμνίτσα, τα μεταλλεία στα Μαντεμοχώρια, κ.α. Σε πολλά από τα μέρη αυτά εμφανίστηκαν νέες μορφές αυτοδιοίκησης («ομοσπονδιακή», όπως π.χ. στα Μαντεμοχώρια, το Ζαγόρι, το Πήλιο, τα Αμπελάκια ή το Συράκο), καθώς και βιοτεχνικές «συντροφιές» συνεταιριστικού-μετοχικού χαρακτήρα. Ταυτόχρονα σημειώθηκε μια διεύρυνση της ταξικής διαφοροποίησης, που οδήγησε σε όξυνση της ταξικής πάλης και -ουκ ολίγες φορές- σε συγκρούσεις.5
Οσο όμως αναπτυσσόταν η ελληνόφωνη αστική τάξη, τόσο πιο ασφυκτικοί γίνονταν οι περιορισμοί που της επέβαλε το οθωμανικό κοινωνικοοικονομικό σύστημα (ενώ μεγάλο τμήμα της ήταν ήδη φορέας των εξωτερικών οικονομικών σχέσεων της αυτοκρατορίας). Η αντίθεσή της λοιπόν με τις συνθήκες της οθωμανικής κατάκτησης έφτανε πλέον σε ένα τέτοιο σημείο, όπου μόνο με επαναστατική ρήξη θα μπορούσε να επιλυθεί.
Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα η ελληνική αστική τάξη, πέραν της οικονομικής δύναμης, οπλίστηκε ακόμη με ιδεολογία και πολιτικό πρόγραμμα, που άντλησε από το Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση (1789). Τα εμπορικά-βιοτεχνικά κέντρα των Ελλήνων αποτέλεσαν πνευματικά φυτώρια, όπου συντελέστηκε η εθνική αφύπνιση, μετατρέποντας το «χριστιανικό γένος των Ρωμαίων» σε «ελληνικό έθνος». Στην εθνική συνειδητοποίηση προστέθηκε σε μια πορεία και η επαναστατική ψυχολογία.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Α. Κοραής: «Μεσούσης της πρόσθεν 100τηρίδος οι Ελληνες επένοντο […] νυν ευρίσκει τις πλουσίους […] ποιουμένους του ιδίου πλούτου χρήσιν έντιμον […] προικίζουσι γυμνάσια, εμβάλλουσι θάρρος εις τους ευφυείς […] Εκτοποι καιροί και περιστάσεις ένθεν μεν ανοίγουσι νέας διεξόδους εις το εμπόριον της Ανατολής ένθεν δε εξάπτουσι πόλεμον […] Επ’ αμφότεροις τοις γεγονόσι τούτοις οι τότε καταβεβλημένοι Ελληνες επαίρονται και υψούνται […] Ενταύθα αληθώς άρχεται η Ελλήνων αφύπνησις […] Τελευταίον επέρχεται η Γαλλική Επανάστασις ήτις […] έδωκεν εις την αρξαμένην εν Ελλάδι μεταβολήν νέαν ώθησιν τοσούτω σφοδροτέραν, όσω συνεδυάζετο με την ελπίδα βελτιώσεως των τυχών της Ελλάδος…»6.
Η βιβλιοπαραγωγή αυξήθηκε κατακόρυφα, ενώ μειώθηκε αισθητά το μερίδιο των θρησκευτικών βιβλίων σε αυτή. Επαναστατικά κείμενα, ελληνικά και ξένα, εκδίδονταν και διαδίδονταν στους κόλπους της αστικής τάξης. Το 1790 το γαλλικό θέατρο έκανε την εμφάνισή του στα Αμπελάκια. Ολη αυτή η κίνηση -απειλή για την παλαιά τάξη πραγμάτων- προκάλεσε την αντίδραση της επίσημης Εκκλησίας, η οποία καταδίκασε τα «αθεΐας λίμπερα» των Γάλλων, ζήτησε να καούν τα «ανίερα» βιβλία (όπως του Βολτέρου) και να αφοριστούν όσοι τα διάβαζαν. Λίγο πριν την Επανάσταση δεν ήταν λίγοι εκείνοι που υποστήριζαν: «Ας αφήσουμε τα παιδιά του Μωάμεθ να αποτελειώσουν τα παιδιά του Ροβεσπιέρου»7.
Ωστόσο η δυναμική που απελευθέρωσε η αστική τάξη της Γαλλίας δεν κατέστη εφικτό να καταπνιγεί. Στις 18 Δεκεμβρίου 1797 η εφημερίδα Gazette de France έγραφε: «Το μεγαλύτερον μέρος των Ρωμιών τόσο πολύ αποδέχτηκε τις νέες ιδέες, ώστε, όταν συγκρίνουνε τη δουλική τους κατάσταση με κείνη της λευτεριάς και της ισότητας, γίνουνται σαν αφηρημένοι και από την έκσταση περνούν στη φρενίτιδα. Παντού στην Ανατολή αντιλαλεί το Ζήτω η Γαλλία, Ζήτω η Ελλάδα!»8. Οπως υπογράμμισε ο ίδιος ο Θ. Κολοκοτρώνης «η γαλλική επανάσταση και ο Ναπολέοντας, έκαμε, κατά την γνώμη μου, ν’ ανοίξουν τα μάτια του κόσμου»9.
Τέλος, στις αρχές του 19ου αιώνα ανέπτυξαν δράση μια σειρά δημοκρατικά κόμματα και κινήματα, στη Σάμο (Καρμανιόλοι), τα Επτάνησα (η Πολιτική Εταιρία στην Κέρκυρα, ο «ιακωβίνικος» Συνταγματικός Σύλλογος στο Αργοστόλι), την Κέα, την Κοζάνη, την Υδρα κ.α.
Η ανερχόμενη αστική τάξη όμως δεν υπήρξε μόνο ο κοινωνικός φορέας της εθνικής αφύπνισης-συνειδητοποίησης, αλλά και ο οργανωτής της επανάστασης, στην οποία προσέδωσε σαφές ιδεολογικοπολιτικό περιεχόμενο. «Ο Θούριος», διευκρινίζει ο Λ. Βρανούσης, «δεν είναι το πολεμικό εμβατήριο της μάχης […] Αναπτύσσει ένα απελευθερωτικό σχέδιο και παρουσιάζει ένα πολιτικό πρόγραμμα […] ένα έργο πολιτικού διαφωτισμού κ’ επαναστατικής κατήχησης»10. Σε αυτό, καθώς και στο έργο του «Νέα Πολιτική Διοίκησις» που ακολούθησε, ο Ρήγας καλούσε σε εξέγερση όλους τους λαούς της Βαλκανικής («Χριστιανούς και Τούρκους»), με σκοπό το γκρέμισμα της οθωμανικής κυριαρχίας και τη δημιουργία μιας Βαλκανικής ομοσπονδίας, με κυρίαρχο το ελληνικό στοιχείο.
Ο Ρήγας Φεραίος ήρθε σε επαφή με το Διευθυντήριο της Γαλλικής Επανάστασης, ίδρυσε μυστική Εταιρία και ανέπτυξε δράση στα εμποροβιοτεχνικά κέντρα των Ελλήνων, στον ελλαδικό χώρο και τα Βαλκάνια. Σύντομα όμως συνελήφθη από την αυστριακή αστυνομία, παραδόθηκε στις οθωμανικές αρχές και εκτελέστηκε το 1798. Λίγους μόλις μήνες πριν, το Πατριαρχείο με εγκύκλιό του καλούσε τους ιεράρχες σε «επαγρύπνηση» ώστε «να μην παραπέση τοιούτον σύνταγμα εις ανάγνωσιν τω χριστιανικώ εμπιστευθέντα σοι λαώ», διότι «πλήρες υπάρχει σαθρότητος εκ των θολερών αυτού εννοιών τοις δόγμασι της ορθοδόξου ημών πίστεως εναντιούμενον»11.
Η σύσταση συνωμοτικών οργανώσεων με ταξικούς - εθνικοαπελευθερωτικούς σκοπούς υπήρξε συνήθης πρακτική για τα αντίστοιχα κινήματα της εποχής. Οσον αφορά την ελληνική περίπτωση, εκτός από την Εταιρία του Ρήγα, συγκροτήθηκαν τα επόμενα χρόνια μια σειρά οργανώσεις, όπως η Εταιρία των Πέντε, το Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον (Παρίσι 1809), η Φιλόμουσος Εταιρία (Αθήνα 1813) και βεβαίως η Φιλική Εταιρία (Οδησσός 1814). Η τελευταία υπήρξε σαφώς και η πιο σημαντική, τόσο από την άποψη της μαζικότητας, όσο και της μαχητικότητας, αλλά και του ρόλου τον οποίο έπαιξε.
Στον πυρήνα της οργάνωσης, της επάνδρωσης και της υλικής υποστήριξης της Φιλικής Εταιρίας (Φ.Ε.) βρισκόταν η αστική τάξη: «Η γενναία σύλληψις και η γεναιοτέρα έναρξις της εφαρμογής της ελληνικής ενότητος απέκειτο στη μέση τάξη, την εμπορική, ιδίως, Νικόλ. Σκουφάς, Αθανάσιος Τζακάλωφ, Αθανάσιος Σέκερης, Εμμανουήλ Ξάνθος, Παναγ. Α. Αναγνωστόπουλος, Παναγιώτης Σέκερης, Αντώνιος Κομιζόπουλος και οι τοιούτοι, έμποροι ήσαν και γραμματείς εμπόρων»12. Στις γραμμές της Φ.Ε. εντάχθηκαν σύντομα και πολλοί άλλοι εκπρόσωποι της αστικής τάξης, έμποροι και τραπεζίτες (όπως οι Α. Κροκίδας ή ο Εμμ. Παππάς αντίστοιχα), εφοπλιστές (όπως οι Κουντουριώτης και Μεξής) κ.ο.κ.13 Η οργάνωση, η δομή και οι αρχές λειτουργίες της Φ.Ε. αντλούσαν από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή εμπειρία, ιδιαίτερα της καρμποναρίας14.
Αρχικά οι Φιλικοί «απέκλειον της κατηχήσεως τους προεστώτας καθώς επίσης και τους αρχιερείς, επί τω ιδανικώ φόβω ότι και οι δύο αυταί τάξεις των χριστιανών, ως έχουσαι υλικάς τινάς ωφελείας υπό των Τούρκων, δεν ήθελον προτιμήσει την δια θυσιών και μαρτυρίων προσκτωμένην πάντοτε ελευθερίαν». Στη συνέχεια όμως «εκρίθη ότι η Επανάστασις των Ελλήνων τότε ήθελε γείνει και ευδοκιμήσει όταν εις αυτήν εισαχθώσιν οι κατά τόπους προεστώτες και άρχοντες, διότι ο λαός χωρίς την παρακίνησιν αυτών και τας χρηματικάς θυσίας δεν ήθελε κινηθή, ούτε οι οπλαρχηγοί μόνοι των ηδύναντο να εκτελέσωσι τι»15. Ακολούθως, μυήθηκαν στη Φ.Ε. κοτζαμπάσηδες (όπως οι Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και Λόντος, οι Ρούφοι και οι Ζαΐμηδες), Φαναριώτες (όπως οι Μαυροκορδάτος, Νέγρης Νούτσος και Φιράρης) και ανώτεροι κληρικοί (όπως οι Ανθιμος Γαζής, Παλαιών Πατρών Γερμανός και Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας).
Οι δυνάμεις αυτές δεν υπήρξαν ομοιογενείς, δημιουργώντας συχνά αντιθέσεις και τριβές στους κόλπους της Φιλικής, ενώ η στάση τους κατά την έκρηξη και εξέλιξη της Επανάστασης ποίκιλε. Τέλος, ενόψει της ταυτόχρονης κήρυξης της Επανάστασης στα Βαλκάνια, εντάχθηκαν στη Φ.Ε. πολλοί Σέρβοι, Βούλγαροι, Μολδαβοί και Βλάχοι. Το 1819-1820 άρχισαν να στρατολογούνται στο Μωριά και μέλη από τις «λαϊκές τάξεις»16.
Παραμονές του 1821 ο μηχανισμός της Φιλικής ενεργοποιήθηκε για την έκρηξη της Επανάστασης. Οι «απόστολοι» της Εταιρίας κινητοποιήθηκαν, εντείνοντας τις ζυμώσεις, «μετρώντας» ανθρώπους και καταστάσεις. Στην Πελοπόννησο, όπου θα δινόταν βάρος λόγω της ύπαρξης συμπαγούς ελληνικού πληθυσμού και της έλλειψης σημαντικών οθωμανικών δυνάμεων (οι οποίες είχαν δεσμευτεί για την αντιμετώπιση του Αλή πασά των Ιωαννίνων), στάλθηκαν οι Παπαφλέσσας και Αναγνωσταράς. Στις 22 Φλεβάρη 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (αρχηγός της Φ.Ε.) πέρασε τα σύνορα της Ρωσίας με την οθωμανική αυτοκρατορία, κηρύσσοντας στη Μολδαβία την Επανάσταση.17
ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η Επανάσταση του 1821 εκδηλώθηκε όταν στη Γαλλία είχε ήδη ηττηθεί ο Ναπολέων (1815) και στην Ευρώπη είχε συγκροτηθεί η Ιερά Συμμαχία, η οποία αντιμετώπιζε εν πολλοίς με καχυποψία έως και ανοιχτή καταστολή όλα τα ανάλογα πολιτικά - επαναστατικά κινήματα που ξέσπασαν τη δοσμένη περίοδο.18
Το πώς αντιμετωπίστηκε η ελληνική επανάσταση σε αυτό το πλαίσιο πληροφορούμαστε από σχετικό υπόμνημα του ίδιου του Μέττερνιχ (υπουργού εξωτερικών της Αυστρίας - εκ των πρωταγωνιστών της Ιεράς Συμμαχίας): «Εν συμβάν, το οποίον καθ’ εαυτό θεωρούμενον, είναι το ήκιστα σοβαρόν εξ όσων ηδύνατο να συμβώσιν εν Ευρώπη, κατέστη εκ της γενικής των πραγμάτων καταστάσεως, αντικείμενον πρώτης τάξεως, προς ο δύναται να συνδεθή η σωτηρία ή η απώλεια του πολιτισμένου κόσμου. Η επανάστασις των Ελλήνων δεν θα απετέλει εν άλλοις χρόνοις, ή ένα εκ των εσωτερικών εκείνων κινημάτων, ων η ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παρουσιάζει τοσαύτα παραδείγματα […] Η βαρύτης συμβάντος τινός δεν μετράται πλέον εκ της θετικής αυτού σοβαρότητος, αλλ’ εκ των […] αμέσων σχέσεων αυτού προς τας ιδέας ή κάλλιον ειπείν, προς τα πάθη τα διαιρούντα την ενεστώταν γενεάν. Δεν υπάρχουν, δεν δύνανται να υπάρχουν σήμερον ή δύο αρχαί ενεργείας εν τω κόσμω: η της συντηρήσεως παντός ό,τι υπάρχει, κείνου όπερ εκληροδοτήθη ημίν υπό των αιώνων, κείνου όπερ θα ζήση δια των αιώνων εάν γνωρίζωμεν να το υπερασπίσωμεν, και η αρχή του νεωτερισμού, της οποίας, αναπόδραστος αυτής τάσης είναι ν’ανατρέψει την ενεστώσαν τάξιν των πραγμάτων […] Το αντάρτικον κίνημα των Ελλήνων […] είναι το αποτέλεσμα του εκ Παρισίων ανά τον κόσμον διασπαρέντος πνεύματος»19.
Αλλες παρόμοιες εκδηλώσεις κατά της «νομιμότητας» είχαν άλλωστε ήδη λάβει χώρα στη Νεάπολη, τη Σικελία, το Πεδεμόντιο, τη Μαδρίτη, τη Λισσαβόνα κ.α. Πολλοί από τους πρωταγωνιστές των εθνικών - αστικοδημοκρατικών αυτών κινημάτων κατέφυγαν διωκόμενοι στην επαναστατημένη Ελλάδα, λαμβάνοντας ενεργό μέρος στον Αγώνα.20 Το σύνολο των πολιτικών προσφύγων, των οπαδών διάφορων εθνικών αστικών κινημάτων, των απόμαχων των Ναπολεόντειων πολέμων κ.ά., που μετείχαν στην ελληνική επανάσταση έφτασε τους 1.000. Περίπου το ένα τρίτο εξ αυτών έπεσαν μαχόμενοι.21 Τα φιλελληνικά «κομιτάτα» που εμφανίστηκαν σε μια σειρά χώρες έδρασαν όχι μόνο ως πόλοι συγκέντρωσης χρημάτων και εθελοντών για την επαναστατημένη Ελλάδα, αλλά και ως «βιτρίνες» για τη διεξαγωγή της αστικοδημοκρατικής προπαγάνδας στις ίδιες, σε μια περίοδο έντονων πολιτικών διώξεων.
Κλείνοντας, να σημειώσουμε πως η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων, τόσο γύρω από την ελληνική υπόθεση ειδικά, όσο και γύρω από το μέλλον της οθωμανικής αυτοκρατορίας γενικότερα (με το οποίο ήταν άμεσα συνυφασμένη), δεν υπήρξε ενιαία. Οι αντιθέσεις και η διαπάλη που αναπτύχθηκε μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας και που εκφράστηκε με τη διαφορετική στρατηγική22 της καθεμιάς στο λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα, επέδρασαν σημαντικά -κάποια στιγμή αποφασιστικά- στην τελική έκβαση του ελληνικού ζητήματος (αρχικά αναγνώριση αυτονομίας και εν συνεχεία ανεξαρτησίας του υπό διαμόρφωση κράτους).
Επέδρασαν όμως άμεσα και στα διάφορα τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης αναφορικά με τη στάση τους απέναντι στην Επανάσταση.
ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΚΑΙ Η ΣΤΑΣΗ ΑΛΛΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ
ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΚΑΙ ΘΕΣΜΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Ομολογουμένως η στάση της Εκκλησίας, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, δε δύναται να εξαντληθεί στα όρια του παρόντος άρθρου και χρήζει βαθύτερης μελέτης. Το βέβαιο ωστόσο είναι ότι στις γραμμές της καταγράφηκαν έντονες διαφοροποιήσεις. Ενα τμήμα του κλήρου εντάχθηκε εξαρχής και με συνέπεια στον επαναστατικό αγώνα. Ενα άλλο εκδήλωσε ταλαντεύσεις ή και υποχρεώθηκε να λάβει μέρος. Ενα τρίτο τέλος, για μια σειρά λόγους, έπαιξε ρόλο καθαρά αντεπαναστατικό.
Αμέσως μετά την Αλωση της Κωνσταντινούπολης ο Σουλτάνος, όχι μόνο διατήρησε λίγο-πολύ, αλλά και αναβάθμισε εν μέρει τα οικονομικά - διοικητικά προνόμια του Πατριαρχείου. Ως επικεφαλής του μιλιέτ (θρησκευτική κοινότητα) των Ρουμ (των Ρωμαίων, χριστιανών υπηκόων της αυτοκρατορίας), η Εκκλησία κατέστη αναπόσπαστο τμήμα των οθωμανικών φεουδαρχικών δομών εξουσίας, επιφορτισμένη με συγκεκριμένα διοικητικά καθήκοντα, εξουσίες και αρμοδιότητες. «Εν τη οθωμανική αυτοκρατορία», τονίζει ο ιστορικός W. Miller, «οι επίσκοποι είναι συνήθως πρώτον μεν πολιτευταί, έπειτα δε πνευματικοί αρχηγοί»,23 ενώ ο περιηγητής S. Bartholdy υπήρξε ακόμη πιο λάβρος χαρακτηρίζοντας την Εκκλησία «βδέλας εκμυζώσας το αίμα του λαού»: «παρετήρησα δε ότι όπου οι Τούρκοι παρέχουσι τοις κληρικοίς μείζονα εξουσίαν, εκεί οι υπήκοοι πιέζονται και καταδυναστεύονται κατά λόγον διπλάσιον»24.
Η Εκκλησία ανέπτυξε ιστορικά και σε μια πορεία σημαντικούς δεσμούς με το εμπορικό κεφάλαιο, ενώ εξελίχθηκε η ίδια σε οικονομική δύναμη, με επιρροή και πέραν του Πατριαρχείου: «Για το αναπτυσσόμενο ελληνικό εμπορικό κεφάλαιο», αναφέρει ο Γ. Ζεύγος, «το Πατριαρχείο αποτελεί πηγή δύναμης. Οι Ελληνες έμποροι στην οικονομική κυριαρχία του κλήρου βρίσκουν μια οικονομική βάση να στηριχθούν. Τα πλούσια έσοδα του κλήρου απ’ τους χριστιανούς ή από τα εκκλησιαστικά και μοναστηριακά κτήματα, μέσω των Ελλήνων εμπόρων, πάνε στην αγορά. Οι εμπορικές παροικίες στις διάφορες πόλεις της αυτοκρατορίας αναπτύσσονται με την ενίσχυση του ελληνικού κλήρου […] Το Πατριαρχείο αποτελεί ακόμη τον πολιτικό και διπλωματικό προστάτη του εμπορικού κεφαλαίου. Στο εσωτερικό οι έμποροι χρησιμοποιούν το κύρος και τους δεσμούς του Πατριαρχείου για να συνδεθούν με το σουλτανικό παλάτι, με τις τουρκικές αρχές, να παίρνουν προμήθειες και δασμούς, δημοπρασίες, να δανείζουν […] Ακόμη και στο εξωτερικό, ιδίως στη Ρωσία, οι δεσμοί του Πατριαρχείου βοήθησαν το ελληνικό εμπορικό κεφάλαιο. Το Πατριαρχείο αποτέλεσε την πιο γερή βάση για την ανάπτυξη του ελληνικού εμπορικού κεφαλαίου και το βοήθησε εξαιρετικά στον ανταγωνισμό του με τους εβραίους εμπόρους»25.
Μεταξύ των καθηκόντων της Εκκλησίας όμως ήταν και η διατήρηση της ευταξίας στους υπ’ ευθύνη της πληθυσμούς. Ετσι, το Πατριαρχείο αρχικά, όχι μόνο δεν ευνόησε, αλλά καταδίκασε και κατέστειλε κάθε απελευθερωτική ιδέα ή κίνηση. Οπως έγραψε ο Α. Κοραής, η Εκκλησία «μάλλον ηθέλησε να κοιμήση την δικαίαν Γραικών αγανάκτησιν και να τους ημποδίση από το να μιμηθώσι τα σημερινά υπέρ της ελευθερίας κινήματα πολλών εθνών της Ευρώπης»26.
Προς το σκοπό αυτό επιστράτευσε επανειλημμένα το όπλο του αφορισμού: για τους συμμετέχοντες στα Ορλωφικά (και την παρεπόμενη εξόντωση των κλεφτών του Μωριά), για τις εξεγέρσεις του 1807, του 1808, για την εξέγερση των Σουλιωτών κατά του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και -βεβαίως- για την Επανάσταση του 1821. Στον αφορισμό του ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ χαρακτήριζε την Επανάσταση ως «αχαριστία […] συνοδευμένη και με πνεύμα κακοποιόν και αποστατικόν εναντίον της κοινής ημών ευεργέτιδος και τροφού, κραταιάς και αηττήτου βασιλείας», που «εμφαίνει και τρόπον αντίθεον»! Τους δε «ασεβείς πρωταίτιους», Μ. Σούτσο και Α. Υψηλάντη, τους καταδίκαζε ως «συμπράκτορες φιλελεύθερους», οι οποίοι, «επιχείρησαν έργον μιαρόν, θεοστεγές και ασύνετον» και καλούσε τους πιστούς «να τους μισήτε και να τους αποστρέφεσθε».27 Το κείμενο διαβάστηκε από άμβωνος σε όλους τους χριστιανικούς πληθυσμούς, κάνοντας μεγάλη ζημιά στην υπόθεση του Αγώνα (ιδιαίτερα μεταξύ των αγροτικών πληθυσμών). Την ίδια στιγμή προκάλεσε την κατακραυγή σημαντικού μέρους των καταπιεζόμενων λαών, που μέσα τους έκαιγε η φλόγα της Επανάστασης.28
Ο απαγχονισμός κατόπιν του Πατριάρχη πραγματοποιήθηκε -καθώς αναφέρει το ίδιο το Σουλτανικό διάταγμα- γιατί απέτυχε να διατηρήσει, ως όφειλε στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του, την τάξη στο χώρο ευθύνης του, καθώς και «προς παραδειγματισμόν των άλλων». Σύμφωνα με τον Γ. Κορδάτο, σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξαν οι κατηγορίες που διατυπώθηκαν εναντίον του από το Μητροπολίτη Πισιδίας Ευγένιο (που εποφθαλμιούσε τη θέση του)29.
Η αντεπαναστατική δραστηριότητα της Εκκλησίας (του ανώτερου κυρίως κλήρου) συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Ενδεικτικά αναφέρουμε το Δεσπότη Λαρίσης (που, σύμφωνα με τον Ανθιμο Γαζή, όργωσε το 1821 την επαρχία της Θεσσαλίας, προκειμένου να μη φύγουν οι αγρότες για το βουνό), τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης (που το 1823 καλούσε τους επαναστατημένους να παρατήσουν τα όπλα, να ζητήσουν συγχώρεση και να δηλώσουν υποταγή), τη στάση των αγιορειτών μοναχών (στην οποία οφείλεται εν μέρει και η ήττα της Επανάστασης στη Μακεδονία) και βεβαίως την αποστολή -εκ μέρους του Πατριάρχη- των Αρχιεπισκόπων Ιωαννίνων, Λαρίσης, Νικαίας και Χαλκιδικής στη Μεσσηνία το Μάη του 1828 με σκοπό να συνετίσουν τους επαναστατηθέντες όπως «επανέλθη ο τόπος υπό την ευεργετικήν χείρα του κραταιοτάτου Σουλτάνου»30.
Βεβαίως, όπως προαναφέραμε, η στάση αυτή δεν υπήρξε ενιαία. Σημαντικό μέρος, κυρίως του κατώτερου κλήρου, δε συντάχθηκε με τη γραμμή του Πατριαρχείου, μετέχοντας ενεργά στην Επανάσταση. Μαζί τους και μια σειρά μεσαίοι ή ανώτεροι κληρικοί, όπως οι Φιλικοί Ανθιμος Γαζής και Γρηγόριος (Δικαίος) Παπαφλέσσας, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης κ.ά.
ΟΙ ΦΑΝΑΡΙΩΤΕΣ
Οι ιδιαιτερότητες του οθωμανικού κοινωνικοοικονομικού φεουδαρχικού συστήματος (η μη ενασχόληση μουσουλμάνων με εμπορικές-βιοτεχνικές δραστηριότητες) επέτρεψε σε μια μερίδα Ελλήνων, πρώην ευγενών του Βυζαντίου, να αναπτύξουν ιδιαίτερη οικονομική δύναμη. Εγκατεστημένοι γύρω από την έδρα του Πατριαρχείου στο Φανάρι, απέκτησαν το προσωνύμιο Φαναριώτες. Η επαφή τους με την Ευρώπη μέσω του εμπορίου, η μόρφωση και η γνώση ξένων γλωσσών, αναδείχθηκε σε ανεκτίμητο προσόν για την αναρρίχησή τους σε υψηλά πόστα της οθωμανικής διοίκησης (Μεγάλου Δραγουμάνου της Πύλης, Δραγουμάνου του Στόλου και Ηγεμόνα της Βλαχίας και Μολδαβίας). Είχαν δε λόγο και στην εκλογή του ίδιου του Πατριάρχη.
Οι Φαναριώτες συνέδραμαν ποικιλοτρόπως στην προώθηση του ελληνικού κεφαλαίου, πολλοί ενστερνίστηκαν τις ιδέες του Διαφωτισμού, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι στήριξαν οικονομικά ή έγιναν μέλη της Φιλικής Εταιρίας. Ωστόσο η στάση τους απέναντι στην επανάσταση δεν ήταν ενιαία. Ορισμένοι υιοθετούσαν την προοπτική της ένοπλης εξέγερσης και συγκρότησης ενός ανεξάρτητου αστικού κράτους. Οι περισσότεροι όμως υποστήριζαν μια πολιτική «εκ των έσω διάβρωσης» της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπου η ελληνική αστική τάξη θα κυριαρχούσε σταδιακά οικονομικά και πολιτικά.
Οι Φαναριώτες-μέλη της Φιλικής Εταιρίας, όπως οι Α. Μαυροκορδάτος και Θ. Νέγρης, που έλαβαν ενεργό μέρος στην Επανάσταση, κλήθηκαν στη συγκρότηση των πρώτων πολιτειακών θεσμών και μηχανισμών διοίκησης, συνδράμοντας αποφασιστικά στον αστικοφιλελεύθερο χαρακτήρα τους.
ΚΛΕΦΤΕΣ ΚΑΙ ΑΡΜΑΤΟΛΟΙ
Οι κλέφτες ήταν κυρίως πρώην αγρότες ή κτηνοτρόφοι, οι οποίοι, είτε λόγω της φτώχειας είτε από αντίθεση στις οθωμανικές αρχές και τους κοτζαμπάσηδες (χριστιανούς και μουσουλμάνους), κατέφευγαν στη παρανομία, στο βουνό, μακριά από την κατασταλτική δυνατότητα των οργάνων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Παρότι τα κίνητρά τους δεν υπήρξαν πάντοτε τόσο εξευγενισμένα, όπως αποτυπώθηκαν στη λαϊκή παράδοση, ωστόσο η δράση τους κατά των «εχόντων και κατεχόντων» ασκούσε μια επιρροή στις καταπιεζόμενες μάζες.31 Παρόλα αυτά δεν αποτέλεσαν ποτέ κάποιο οργανωμένο αγροτικό κίνημα.32
Μετά την ήττα του Ορλωφικού κινήματος (1770) δρομολογήθηκε κατ’ εντολή του Σουλτάνου η συστηματική εξόντωση των κλεφτών της Πελοποννήσου - διαδικασία, που ολοκληρώθηκε το 1806 με την αμέριστη συνδρομή των κοτζαμπάσηδων και της Εκκλησίας.33 Οσοι γλύτωσαν, ανάμεσά τους και ο Θ. Κολοκοτρώνης, εγκατέλειψαν την περιοχή, ενώ πολλοί κατέφυγαν στα γαλλοκρατούμενα Επτάνησα, όπου ήρθαν σε επαφή με τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης.34 Αργότερα, ορισμένοι κλέφτες έγιναν «κάποι»: ένοπλοι στην υπηρεσία των κοτζαμπάσηδων.
Οι αρματολοί ήταν κλέφτες που αμνηστεύονταν και επανεντάσσονταν στην οθωμανική νομιμότητα, επιφορτιζόμενοι με την τήρηση της τάξης στις ορεινές περιοχές και την φύλαξη κομβικών σημείων-περασμάτων (από τους μέχρι πρότινος ομοίους τους). Η ανάληψη των καθηκόντων τους γινόταν με επίσημο διορισμό και περιελάμβανε τακτικές υλικές απολαβές. Την οικονομία του αρματολικιού συμπλήρωναν μια σειρά κτηνοτροφικές, γεωργικές, αλλά και εμπορικές-τοκογλυφικές δραστηριότητες. Συν τω χρόνω, οι αρματολοί αναδείχτηκαν σε σημαντικούς στρατιωτικούς παράγοντες, που διαπραγματεύονταν τις συμμαχίες ανάλογα με το συγκυριακό τους συμφέρον.35
Η διατάραξη των υφιστάμενων κοινωνικών ισορροπιών-συσχετισμών και οι δυναμικές που αναπτύχθηκαν με την Επανάσταση άνοιξαν νέες προοπτικές για τους ενόπλους, οι οποίοι διεκδίκησαν την απεξάρτησή τους από πρότερες δεσμεύσεις εξουσίας (π.χ. τους προκρίτους), διεκδικώντας αυτόνομη πολιτική παρουσία και ρόλο. Στον απεγκλωβισμό τους αυτό συνέβαλε τα μέγιστα η αρχική τους στοίχιση με τα πιο ριζοσπαστικά τμήματα της αστικής τάξης, τη Φιλική Εταιρία και τον Υψηλάντη. Εν συνεχεία η συγκρότηση συγκεντρωτικών αστικών οργάνων που προωθούσαν οι τελευταίοι ήρθε σε αντίθεση με τα νεοαποκτηθέντα τοπικά προνόμια που πολλοί (κλέφτες και κάποι) απέκτησαν στην πορεία, με αποτέλεσμα να διαταραχθούν οι προηγούμενες συμμαχίες και να διαμορφωθούν νέες.
Τέλος, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Ιμπραήμ στο Μωριά, ορισμένοι οπλαρχηγοί (και προύχοντες) άλλαξαν στρατόπεδο («προσκύνησαν») με αντάλλαγμα μια σειρά παραχωρήσεις και προνόμια.36
ΟΙ ΠΡΟΚΡΙΤΟΙ-ΕΦΟΠΛΙΣΤΕΣ ΤΩΝ ΝΗΣΙΩΝ
Είναι αναγκαία η διάκρισή τους από τους προκρίτους της ηπειρωτικής Ελλάδας, αφού, αν και εκπλήρωναν παρόμοιες λειτουργίες στα πλαίσια του οθωμανικού αυτοδιοικητικού συστήματος, η οικονομική τους βάση ήταν πολύ διαφορετική. Η συσσώρευση κεφαλαίου από την εμπορική-τραπεζική δραστηριότητα των νησιών υπήρξε αξιοσημείωτη. Ο Θ. Κριεζής αναφέρει πως μόνο στην Υδρα «ο αριθμός των κεφαλαιούχων ανήρχετο εις 60 εξ ων περί τους 20 είχον άνω των 100 χιλιάδων διστήλων και 30 περίπου 50 χιλ. διστήλων»37. Σύμφωνα με τον Α. Ανδρεάδη, η συσσώρευση του ναυτιλιακού κεφαλαίου για το σύνολο του ελλαδικού χώρου έφτανε το 1819 τα 100 εκ. χρυσά φράγκα (εκ των οποίων τα μισά αναλογούσαν σε πλοία και τα άλλα μισά σε εμπόρευμα και χρήμα).
Ακόμη όμως πιο σημαντικό (για τις ανάγκες του Αγώνα τουλάχιστον) ήταν η δύναμη του ελληνικού εμπορικού στόλου, που το 1813 αριθμούσε 613 πλοία, με 37.526 ναύτες και 5.878 κανόνια.38 Τα πληρώματά τους ήταν εμπειροπόλεμα, λόγω των αναμετρήσεών τους με τους πειρατές και λόγω της θητείας τους στον οθωμανικό πολεμικό στόλο.
Αν και το εφοπλιστικό κεφάλαιο έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην προώθηση ενός αστικού τύπου κράτους, παραμονές της Επανάστασης υπήρξε εν μέρει επιφυλακτικό. Οι επιφυλάξεις αυτές οφείλονταν μεταξύ άλλων και στους δεσμούς που διατηρούσε με το αγγλικό κεφάλαιο (με δεδομένη την εξωτερική πολιτική της Μ. Βρετανίας, που την περίοδο εκείνη ήταν κατά οποιασδήποτε προσβολής της ακεραιότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας).
Οι όποιες επιφυλάξεις-αντιδράσεις κάμφθηκαν ή καταργήθηκαν σύντομα με επαναστατική βία από ένα γενικότερο αστικοδημοκρατικό κίνημα, που αναπτύχθηκε στα νησιά αυτά - και πριν την Επανάσταση ακόμα. Σε αυτό πρωτοστάτησαν κυρίως τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα, τα οποία, έχοντας πληγεί περισσότερο από την κρίση στην εμπορική ναυτιλία (από το 1815)39, είχαν γίνει ζωηροί αποδέκτες των μηνυμάτων της Φ.Ε., αλλά και ορισμένοι εφοπλιστές, όπως ο Γ. Πάνου, επίσης μυημένος στη Φιλική. Ετσι, παρακάμπτοντας με εξέγερση τους προύχοντες της Υδρας, ο Α. Οικονόμου40 (πλοίαρχος, μέλος της Φ.Ε.), επικεφαλής ενός ευρύτερου κοινωνικοπολιτικού δημοκρατικού κινήματος, σήκωσε στις 28 Μάρτη τη σημαία της Επανάστασης. Το ίδιο έκανε ο Γ. Πάνου με τον Π. Μπόταση (επικεφαλής του δημοκρατικού κόμματος) στις Σπέτσες στις 3 Απρίλη. Ακολούθησαν τα Ψαρά στις 10 Απρίλη.41
ΟΙ ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΗΔΕΣ
Οι κοτζαμπάσηδες ήταν ελληνόφωνοι χριστιανοί, οι οποίοι στελέχωναν το κατώτερο τμήμα της οθωμανικής διοικητικής ιεραρχίας, με ιστορικά διαμορφωμένες ιδιαιτερότητες από περιοχή σε περιοχή. Για λόγους οικονομίας χώρου θα επικεντρωθούμε επί του παρόντος βασικά στους κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου.
Την επαύριο της κατάκτησης της ενετοκρατούμενης Πελοποννήσου από τους Οθωμανούς (αρχές 18ου αιώνα) οι Ελληνες κοτζαμπάσηδες έλαβαν αυξημένα προνόμια ως επιβράβευση για τη μη-προβολή αντίστασης. Μεταξύ άλλων ήταν υπεύθυνοι για τη διαχείριση της κοινοτικής περιουσίας, για την απονομή δικαιοσύνης σε μια σειρά θέματα, για την είσπραξη των φόρων και βεβαίως για την καταστολή των χωρικών στις υπ’ ευθύνη τους περιοχές. Μετείχαν με άλλα λόγια στην εκμετάλλευση και καταπίεση των ομοεθνών τους, γεγονός που σε μεγάλο βαθμό τους εξίσωνε στη συνείδηση των μαζών με την οθωμανική εξουσία: «Οι κοτζαμπάσηδες ήσαν περισσότερο μισητοί κι απ’ αυτούς ακόμα τους Τούρκους»42.
Προσοχής χρήζει η ταξική θέση και ο ρόλος των κοτζαμπάσηδων. Οπως επισημαίνει ο Β. Φίλιας «αποτελεί σοβαρό σφάλμα» να «θεωρούμε τους κοτζαμπάσηδες […] ως απλούς μεγαλογαιοκτήμονες. Βεβαίως το στοιχείο της μεγάλης ιδιοκτησίας είναι αποφασιστικό, αλλά ο ρόλος των κοτζαμπάσηδων δεν εξαντλείται στο πεδίο αυτό […] ήταν ταυτόχρονα και οι τοπικοί μεγαλέμποροι του εξεμπορικευόμενου τμήματος της αγροτικής παραγωγής και ταυτόχρονα δανειστές, τοκογλύφοι και μεσίτες της επαρχίας τους»43. Οπως διαπιστώσαμε ήδη αναφερόμενοι στην εξέλιξη της εμπορευματικής παραγωγής στην αγροτική οικονομία, έως την περίοδο της Επανάστασης «οι Ελληνες κοτζαμπάσηδες περισσότερο από άλλο είχαν συνδεθεί με την αγορά και τις χρηματικές σχέσεις»44. Αν και οι κοτζαμπάσηδες προέρχονταν από τη φεουδαρχία, στα πλαίσια της ιστορικής της αποσύνθεσης σταδιακά αστικοποιούνταν. Η είσπραξη των φόρων, μία από τις κύριες λειτουργίες τους και στοιχείο εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, υπήρξε βασικός παράγοντας στην τελική μετάλλαξη-αστικοποίησή τους.
Αυτή την εξέλιξή τους αντανακλά η διφορούμενη στάση τους απέναντι στην Επανάσταση. Από τη μια διέθεταν προνόμια και καθήκοντα συνυφασμένα με το υπάρχον οθωμανικό καθεστώς, από την άλλη είχαν υλικό συμφέρον για την ανατροπή του. Ετσι, άλλοι εντάχθηκαν στις γραμμές της Φιλικής, άλλοι κράτησαν στάση επιφυλακτική (αναμονής) και άλλοι τάχθηκαν εναντίον. Από τη στιγμή της έκρηξης της Επανάστασης μερίδα των κοτζαμπάσηδων συμπαρατάχτηκε με τις πιο «προωθημένες» μερίδες της αστικής τάξης (εμπόρους, εφοπλιστές κλπ), ενώ άλλοι (οι περισσότεροι) βρέθηκαν σε αντιπαράθεση με αυτές σε μια προσπάθεια να επικρατήσουν ως η ηγεμονική μερίδα της αστικής τάξης. Η σύγκρουση για τον έλεγχο των επαναστατικών διεργασιών και οργάνων υπήρξε σφοδρότατη. Οπως υπογράμμισαν στον Παπαφλέσσα κατά τη Συνέλευση της Βοστίτσας (Αίγιο, 26 Γενάρη 1821), λίγο πριν το ξέσπασμα της Επανάστασης στο Μωριά: «αν αποφασίσωμεν να κάνωμεν την επανάστασιν, θα σκεφθώμεν σοβαρώς και θα την κάνωμεν εμείς»45. Ακολούθως δόθηκαν σκληρές μάχες γύρω από το ποιος θα ήταν επικεφαλής, ποιος θα ηγεμόνευε και εν τέλει ποιος θα αποκτούσε τον έλεγχο του υπό διαμόρφωση κράτους.
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Σύμφωνα λοιπόν με τους σχεδιασμούς της Φ.Ε., τη σχετική οργάνωση και προετοιμασία, κηρύχθηκε η Επανάσταση σχεδόν ταυτόχρονα σε όλο τον ελλαδικό χώρο. Είδαμε ήδη πως στη Συνέλευση της Βοστίτσας ο εντολοδόχος της Φ.Ε. Παπαφλέσσας βρέθηκε αντιμέτωπος με τις επιφυλάξεις ή ακόμα και την άρνηση πολλών κοτζαμπάσηδων να συμμετέχουν. Ομως η δυναμική που είχε αναπτύξει η Φιλική όλο το προηγούμενο διάστημα δεν κατέστη εφικτό να ανακοπεί. Ο μηχανισμός της κινητοποιήθηκε άμεσα και οι ζυμώσεις εντάθηκαν (εξασφαλίζοντας τη στήριξη και πολλών οπλαρχηγών, όπως του Κολοκοτρώνη, του Νικηταρά κ.ά.), όχι μόνο κατά των Τούρκων, αλλά και των κοτζαμπάσηδων που κωλυσιεργούσαν.46 Ο Χρ. Περραιβός αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το πράγμα τέλος πάντων κατήντησεν εις τόσον βαθμόν ενθουσιασμού και συγχύσεως, ώστε και μύριας γλώσσας Δημοσθενικάς αν είχε μεταχειρισθή δια να καθησυχάσει την ορμήν των Ελλήνων, ου μόνον εκόπιαζε ματαίως, αλλ’ εκινδύνευεν ακόμη και η ζωή του επειδή τον ενόμιζον ως Τουρκολάτρην, και μάλιστα πολύ περισσότερον υπέκειντο εις τον κίνδυνον οι αρχιερείς και δημογέροντες ως συνεχίν σχέσιν έχοντες μετά των Τούρκων, αντιπρόσωποι όντες των επαρχιών»47.
Ολη αυτή η κινητικότητα δεν ήταν δυνατό να ξεφύγει της προσοχής των οθωμανικών αρχών, οι οποίες, έχοντας και σχετικές πληροφορίες από τον πρόκριτο της Τριπολιτσάς Σ. Κουγιά, κάλεσαν κοτζαμπάσηδες και αρχιερείς να παρουσιαστούν στην πρωτεύουσα. Οι Φιλικοί αποφάσισαν να «σπρώξουν» τις εξελίξεις, ξεκινώντας τις εχθροπραξίες (15 Μάρτη), θέτοντας και τους μεν και τους δε προ τετελεσμένων γεγονότων: «Οι προύχοντες ήταν τώρα υποχρεωμένοι να πολεμήσουν για να σώσουν το κεφάλι τους»48.
Η Επανάσταση εξαπλώθηκε αστραπιαία: πρώτος, σήκωσε τη σημαία της Επανάστασης ο Φιλικός Π. Καρατζάς στην Πάτρα στις 21 Μάρτη.49 Οι πρόκριτοι της Αχαΐας (Ζαΐμης, Λόντος κ.ά.) μαζί με τον Π. Π. Γερμανό εισήλθαν στην πόλη 3 ημέρες αργότερα και συγκροτώντας το Αχαϊκόν Διευθυντήριον επιχείρησαν να συγκεντρώσουν στα χέρια τους όλες τις εξουσίες.50 Εως τις 31 Μάρτη οι Τούρκοι είχαν περιοριστεί στην Τριπολιτσά και λίγα φρούρια. Στις 24 Μάρτη ξεκίνησε και η Επανάσταση στη Ρούμελη. Στις περιοχές όπου δε στερεώθηκε η Επανάσταση, καταλυτικό ρόλο έπαιξε η παθητική (άρνηση υποστήριξης) ή ενεργή (άμεση συνδρομή των οθωμανικών αρχών) αντεπαναστατική στάση προκρίτων και Εκκλησίας.51
Δε θα αναφερθούμε με λεπτομέρειες σε γεγονότα και στρατιωτικές επιχειρήσεις, μιας και κάτι τέτοιο ξεφεύγει των σκοπών του παρόντος άρθρου. Θα σταθούμε μόνο στα σημεία που αναδεικνύουν την πορεία των ταξικών αντιθέσεων και συγκρούσεων κατά την Επανάσταση.
Αποφασισμένοι να εξασφαλίσουν τα προνόμιά τους στις νέες επαναστατικές δομές οι κοτζαμπάσηδες προχώρησαν άμεσα στη συγκρότηση μιας σειράς τοπικών Αρχών, όπως το Αχαϊκόν Διευθυντήριον (που προαναφέραμε), η Κοινότης Ηλιδος και η Καγκελαρία του Αργους. Σε παράλληλες κινήσεις προέβησαν ταυτόχρονα οι δυνάμεις της Φιλικής (όπως η Γενική Φροντιστηριακή Εφορία στην Τριφυλία ή το Κονσολάτο στην Αργολίδα). Ομως ο συντονισμός και η διεξαγωγή του Αγώνα απαιτούσε την ύπαρξη μιας κεντρικής εξουσίας. Ετσι, θέλοντας να προλάβουν και την άφιξη του Δ. Υψηλάντη (που ερχόταν να αναλάβει την ηγεσία του Αγώνα εκ μέρους της Φ.Ε.), πρόκριτοι και Εκκλησία προχώρησαν στη σύσταση της Γερουσίας των Καλτετζών.
Οι Φιλικοί αντέδρασαν έντονα, προπαγανδίζοντας την υιοθέτηση ενός φιλελεύθερου πολιτεύματος. Οι διαμαρτυρίες τους βρήκαν απήχηση στις τάξεις του λαού και του στρατού. Ενισχύθηκαν δε ακόμη περισσότερο από την άφιξη του Δ. Υψηλάντη, ο οποίος αρνούμενος να αναγνωρίσει την εξουσία της Γερουσίας αντιπρότεινε τη συγκρότηση ενός νέου σώματος, της Βουλής. Οι διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν βρέθηκαν σε αδιέξοδο, με τους κοτζαμπάσηδες (μαζί τους και πολλοί οπλαρχηγοί) να συσπειρώνονται μπροστά στο κίνδυνο να χάσουν τα προνόμιά τους. Λαός και στρατός όμως, ξεσηκωμένοι από τις ζυμώσεις της Φιλικής, κινήθηκε εναντίον τους και μόνο έπειτα από παρέμβαση του Θ. Κολοκοτρώνη κατάφεραν να σωθούν.52 Αναγκαζόμενοι σε υποχώρηση, αναγνώρισαν τον Δ. Υψηλάντη ως πρόεδρο της Γερουσίας.53 Μόνο μέσα στο έτος υπήρξαν 3 περιπτώσεις όπου οι κοτζαμπάσηδες απειλήθηκαν με φυσική εξόντωση έπειτα από εξέγερση (Βέρβαινα και Ζαράκοβα το καλοκαίρι του 1821 και Αργος το Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου).
Στις 20 Δεκέμβρη 1821 συνήλθε σε κλίμα έντονων αντιπαραθέσεων η Α΄ Εθνοσυνέλευση (της Επιδαύρου). Στη διάρκεια των εργασιών της συντάχθηκε ενιαίος πολιτικός οργανισμός, με την καταλυτική συνδρομή του V. Gallina (Ιταλού δημοκράτη επαναστάτη και πολιτικού εξόριστου), αλλά και των Μαυροκορδάτου και Νέγρη. Το Προσωρινόν Πολίτευμα (Σύνταγμα) της Επιδαύρου, που ψηφίστηκε την 1η Γενάρη, αποτελούσε μια σύνθεση ιδεών και αρχών, επηρεασμένων από τα αντίστοιχα επαναστατικά Συντάγματα της Αμερικής (1787) και της Γαλλίας (1793 και 1795 - 5ης Φρουκτιδόρ).
Αντλώντας από την ιδεολογικοπολιτική δεξαμενή της επαναστατημένης αστικής τάξης και του Διαφωτισμού, το νέο Σύνταγμα προέβλεπε: τη διάκριση των εξουσιών (Βουλευτικό - Εκτελεστικό), την ανεξιθρησκεία, την τυπική ισονομία, την κατοχύρωση των ατομικών, πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, την εισαγωγή καθολικού συστήματος αντιπροσώπευσης και βεβαίως την κατάργηση των όποιων τοπικών - ταξικών προνομίων. Ετσι τέθηκαν οι βάσεις για τη δημιουργία ενός αστικού κράτους. Οι πολιτικές εξουσίες (και κάποιες από τις οικονομικές) που απολάμβανε μέχρι πρότινος η Εκκλησία στα πλαίσια του φεουδαρχικού συστήματος καταργούνταν ή περιορίζονταν σημαντικά. Η αποδυνάμωση των τοπικών - περιφερειακών διοικήσεων και η μεταφορά των βασικών τους αρμοδιοτήτων στην κεντρική εξουσία σήμαινε και αντίστοιχη αποδυνάμωση των τοπικών εξουσιών, πάνω στις οποίες εδράζονταν μέχρι τότε η πολιτική δύναμη των κοτζαμπάσηδων.
Ακολούθως, οι τρεις τοπικές διοικήσεις (οι Γερουσίες της Πελοποννήσου και Δ. Ελλάδας και ο Αρειος Πάγος της Αν. Ελλάδας) μπήκαν -θεωρητικά τουλάχιστον- κάτω από την εξουσία της κεντρικής κυβέρνησης. Ταυτόχρονα καταργήθηκαν τα αρματολίκια και οι στρατιωτικοί υπάχθηκαν στην Κεντρική Διοίκηση. Στην πράξη ωστόσο το όλο εγχείρημα υπονομεύτηκε ενεργά τόσο από τους προκρίτους όσο και από τους ισχυρούς αρματολούς (με την άρνηση μεταφοράς εξουσιών, τη μη-καταβολή των προσόδων, κλπ.).54
Με αυτό το υπόβαθρο και με ζητούμενο τη λύση των διαμορφωθέντων αδιεξόδων και τον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας συνεκλήθη στις 29 Μάρτη 1823 η Β΄ Εθνοσυνέλευση (του Αστρους). Ο συσχετισμός δυνάμεων55, που ήταν σαφώς υπέρ της παλαιάς Διοίκησης, δεν επέτρεψε την επιδιωκόμενη (από τους πρόκριτους και τους οπλαρχηγούς) νόθευση ή ακόμη και κατάργηση του προηγούμενου πολιτεύματος. Οι τροποποιήσεις που έγιναν τελικά ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο το φιλελεύθερο χαρακτήρα του. Καθιερώθηκε το εμπορικό δίκαιο κατά τα πρότυπα της γαλλικής νομοθεσίας (το πλέον προοδευτικό για την εποχή του), ενώ καταργήθηκαν όλες οι περιφερειακές τοπικές διοικήσεις.
Τέλος, η Β΄ Εθνοσυνέλευση εξουσιοδότησε τη νέα Διοίκηση να συνάψει εξωτερικό δάνειο με υποθήκη τις λεγόμενες «Εθνικές Γαίες». Η απόφαση αυτή καθιστούσε απαγορευτική την αναδιανομή τους στους αγρότες, ωστόσο την ίδια στιγμή έθετε τέρμα και στις βλέψεις των προκρίτων για ιδιοποίησή τους. Οι «Εθνικές Γαίες» αποτελούσαν τη δεδομένη στιγμή τη μοναδική «εθνική» περιουσία που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως υλική βάση για να στηρίξει την εξουσία της μια κεντρική κυβέρνηση. Το δάνειο που συνάφθηκε αργότερα με το αγγλικό κεφάλαιο συνέβαλε τα μέγιστα στην έκβαση της ενδοαστικής αντιπαράθεσης με τους κοτζαμπάσηδες, που σύντομα θα λάμβανε τη μορφή ένοπλης σύγκρουσης.
Οι διαμάχες στα πλαίσια Βουλευτικού - Εκτελεστικού οδήγησαν γρήγορα στη διάσπαση της Διοίκησης και τη δημιουργία δύο χωριστών κυβερνήσεων: της Τρίπολης (κοτζαμπάσηδες - Κολοκοτρώνης) και του Κρανιδίου (Υδραίοι, Μαυροκορδάτος, Κωλέττης και οι κοτζαμπάσηδες Λόντος και Ζαΐμης, οι οποίοι αναγνώριζαν την ανάγκη ύπαρξης συγκεντρωτικού κράτους, επιδιώκοντας πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό). Σύντομα οι αντιθέσεις αυτές έλαβαν και ένοπλη μορφή.
Γνωρίζοντας πως το δάνειο από τη Μ. Βρετανία είχε ήδη εγκριθεί, η κυβέρνηση του Κρανιδίου έδρασε αποφασιστικά. Κινητοποιώντας τα στρατεύματα της Ρούμελης επιτέθηκε σε όλα τα στρατηγικά σημεία που έλεγχε η κυβέρνηση της Τρίπολης, κατέλαβε την Ακροκόρινθο, ενώ έθεσε σε πολιορκία Ναύπλιο και Τρίπολη. Οι Λόντος και Ζαΐμης όμως, που ηγούνταν της πολιορκίας της Τρίπολης, συνειδητοποιώντας τις συνέπειες που θα είχε μια τέτοια εξέλιξη για τον υπάρχοντα συσχετισμό δυνάμεων, παραβίασαν τις σχετικές οδηγίες που είχαν λάβει και έσπευσαν να έρθουν σε συνεννόηση με τους πολιορκημένους.56
Δίχως προοπτική άμεσης επικράτησης της μίας ή της άλλη πλευράς, η πρώτη φάση του «εμφυλίου» (α΄ εξάμηνο του 1824) έληξε με συμβιβασμό, σαφώς όμως υπέρ της κυβέρνησης του Κρανιδίου. Οι «στασιαστές» αμνηστεύτηκαν, αποκλείστηκαν όμως από τα όργανα της κεντρικής διοίκησης. Τα όποια «αντάρτικα» σώματα σύντομα εξουδετερώθηκαν, ενώ αποδυναμώθηκαν σημαντικά και οι φυγόκεντρες τάσεις μεταξύ των αρματολών.
Βεβαίως, οι προσωρινά ηττημένοι κοτζαμπάσηδες δεν προτίθεντο εύκολα να καταθέσουν τα όπλα. Οταν στις εκλογές της 3ης Οκτώβρη 1824 για το Βουλευτικό - Εκτελεστικό δεν κατάφεραν και πάλι να συγκεντρώσουν την πλειοψηφία, άρχισαν να προσανατολίζονται ξανά προς την ένοπλη σύγκρουση, κάτι που το επιδίωκε εξίσου και η άλλη πλευρά ώστε να λύσει οριστικά το ζήτημα της μορφής άσκησης της εξουσίας.
Η αφορμή δόθηκε με τη μη-αναγνώριση του δικαιώματος της κεντρικής Διοίκησης να εισπράττει τους φόρους στην επαρχεία της Αρκαδίας. Εκείνη, με τη σειρά της χαρακτήρισε την κίνηση αυτή «ανταρσία», δίνοντας εντολή στον υπουργό Εσωτερικών Γρ. Παπαφλέσσα να την καταστείλει. Ξεκίνησε λοιπόν η δεύτερη φάση του «εμφυλίου», που επικεντρώθηκε κυρίως στην Τρίπολη και έληξε στα τέλη του 1824 με ήττα των κοτζαμπάσηδων και τη φυγή τους εκτός Πελοποννήσου. Το εφοπλιστικό κεφάλαιο, με τη συνδρομή των μισθοδοτούμενων από το εθνικό ταμείο (δηλαδή το δάνειο) ρουμελιώτικων και σουλιώτικων στρατευμάτων, κατάφερε ένα αποφασιστικό πλήγμα στους αντιπάλους του.
Ωστόσο η αποβίβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο το Φλεβάρη του 1825 άλλαξε τα δεδομένα. Με πολλούς από τους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες τους στη φυλακή ή την εξορία και έχοντας υποστεί τις λεηλασίες των ρουμελιωτών, οι μωραΐτες δεν παρουσίαζαν μεγάλη διάθεση για αντίσταση. Ετσι στις 18 Μάη η Διοίκηση αναγκάστηκε να χορηγήσει αμνηστία σε όσους είχαν διαπράξει «πολιτικά εγκλήματα».
Τόσο οι ενδοαστικές συγκρούσεις όσο και οι αλλεπάλληλες στρατιωτικές ήττες τα επόμενα χρόνια (1825-1827) ευνόησαν τις δυνάμεις εκείνες που ζητούσαν περιορισμό των χρονοβόρων κοινοβουλευτικών διαδικασιών και περισσότερο συγκεντρωτική διακυβέρνηση, στα πρότυπα ενδεχομένως μιας συνταγματικής μοναρχίας.57 Η αδιάκοπη προέλαση του Ιμπραήμ είχε επιφέρει ένα σοβαρό νομιμοποιητικό πλήγμα στη Διοίκηση.
Σε μια περίοδο λοιπόν έντονων πολιτικών ζυμώσεων πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά και η οργάνωση των αντιτιθέμενων συμφερόντων σε κόμματα: το Αγγλικό, το Γαλλικό και το Ρωσικό. Η ονομασία τους, που παραπέμπει στις αντίστοιχες «προστάτιδες Δυνάμεις», δεν υποδηλώνει εξάρτηση (όπως μονοσήμαντα και ισοπεδωτικά έχει ειπωθεί στο παρελθόν), αλλά τμήματα αστικά προσκείμενα από άποψη συμφερόντων σε κάποιο ισχυρό κράτος58.
Οδεύοντας προς την Γ΄ Εθνοσυνέλευση (της Τροιζήνας, 1827) το ζήτημα που βρέθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής διαπάλης ήταν η αναζήτηση διεξόδου στο τέλμα των στρατιωτικών επιχειρήσεων (κυριαρχία Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, πτώση Μεσολογγίου κλπ.), μέσω της εξασφάλισης κάποιας διεθνούς διαμεσολάβησης-προστασίας ή την εκλογή ξένου Μονάρχη. Στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκαν όλα τα κόμματα. Την πρωτοβουλία ανέλαβαν από τα μέσα του 1825 οι «αγγλόφιλοι» με τη λεγόμενη Αίτηση προστασίας (ή Πράξη υποταγής).
Η προοπτική εκλογής ξένου Μονάρχη προκειμένου «να βεβαιώση την ανεξαρτησίαν και την πολιτικήν ύπαρξιν της πατρίδος», δεν ήταν καινούργια.59 Προσέκρουε βεβαίως στη σθεναρή αντίσταση πολλών εκπροσώπων, πολιτικών και διανοητών, της αστικής τάξης, που έβλεπαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο ως κοινωνικοϊστορικό πισωγύρισμα: «Οποιον έθνος, ευρισκόμενον εις τοιαύτην κατάστασιν και χρόνου εποχήν τοιαύτην, διαλέξη άλλο είδος πολιτείας παρά το των Αγγλαμερικάνων, πράττει το αυτό, ως και να τρέφεται ακόμη με βαλανίδια, μετά την εύρεσιν του άρτου»60. Ο Μαυροκορδάτος από τη μεριά του τόνιζε πως «επειδή είναι αδύνατον να υπάρξωμεν με το καθεστώς σύστημα δια τας αντικρούσεις και αντενέργειας κ’ επειδή το πνεύμα της αντεκδικήσεως εμπορεί να φέρει τον όλεθρο της Ελλάδος», προβαλλόταν η «ανάγκη να μοναρχηθώμεν αλλά συνταγματικώς, δια να εξασφαλησθούν τα δίκαια του Εθνους και να εμποδισθή ο απόλυτος δεσποτισμός»61.
Τελικά η Γ΄ Εθνοσυνέλευση ψήφισε τον Ι. Καποδίστρια ως Κυβερνήτη της Ελλάδος, ενώ διόρισε το Βρετανό στρατηγό R. Church (Ρ. Τσορτς) και το ναύαρχο T. Cochrane (Τ. Κόχραν) αρχηγούς του ελληνικού στρατού και στόλου αντίστοιχα. Το νέο Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος στηρίχθηκε κυρίως στο αμερικάνικο του 1787. Ενίσχυε σημαντικά τον αστικοφιλελεύθερο χαρακτήρα του πολιτεύματος, ενώ έπαυε να έχει προσωρινή ισχύ όπως οι προκάτοχοί του, υποδηλώνοντας τη βούληση των επαναστατών για πλήρη ανεξαρτησία (και όχι καθεστώς υποτέλειας). Στο νέο Σύνταγμα κατοχυρώνονταν η λαϊκή κυριαρχία («η κυριαρχία ενυπάρχει εις το έθνος, πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού»), η ισονομία, η ανεξιθρησκεία, καταργούνταν οι τίτλοι ευγενείας, ενώ προβλεπόταν άσυλο για τους κατατρεγμένους.62
Παρ’ όλα αυτά, το καλοκαίρι του 1827, η πορεία της Επανάστασης -από στρατιωτικής άποψης τουλάχιστον- φαινόταν καταδικασμένη. Οι συμμαχικές τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις κυριαρχούσαν πλέον σε όλες σχεδόν τις επαναστατημένες επαρχίες της Πελοποννήσου και της Στερεάς. Η πορεία αυτή ανατράπηκε από μια σειρά παρεμβάσεις του διεθνούς παράγοντα, τόσο στο στρατιωτικό όσο και το διπλωματικό τομέα. Το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης (1826) και η Συνθήκη του Λονδίνου (1827), η ναυμαχία του Ναβαρίνου (Οκτώβρης 1827), ο ρωσοτουρκικός πόλεμος (1828-1829) και η αποστολή γαλλικού εκστρατευτικού σώματος κατά του Ιμπραήμ στο Μωριά (Ιούλης 1828) υπήρξαν γεγονότα-σταθμοί ενόψει της αναγνώρισης της Ελλάδας ως ανεξάρτητου κράτους (Πρωτόκολλο του Λονδίνου, 3 Φλεβάρη 1930). Βασικός όρος της ανεξαρτησίας των Ελλήνων υπήρξε η μορφή του πολιτεύματος, το οποίο όφειλε να είναι μοναρχικό.
Ο πρέσβης της Ρωσίας (Ελληνας στην καταγωγή) Βούλγαρης τόνιζε σχετικά σε υπόμνημά του: «Η Ελλάς έπρεπε να εισαχθή εις τον όμιλον των ευρωπαϊκών κρατών ουχί ως δημιούργημα της επαναστάσεως, αλλ’ ως προϊόν της καταστολής αυτής […] Αφού δε ούτω εξαλείφετο και απεσβέννυτο και αυτή η μνήμη περί συντάγματος δημαγωγικού ονείρου, και ιδίως του κινδυνώδους συντάγματος της Τροιζήνος, αφού νικηφόρος ετελείτο η ρήξις προς την επανάστασιν δια της φρονήσεως των συμμάχων και του Κυβερνήτου63, αι Δυνάμεις ήθελον καίριον κατενέγκει τραύμα κατά των δημαγωγών64 πάσης χώρας, και αποδείξει εις αυτούς, ότι ουδεμία επανάστασις ηδύνατο να σταθή προ της ομορφοσύνης των ηγεμόνων, και ότι και ενθαρρυνόμεναι έτι και δυναταί αποβαίνουσαι αι στάσεις, ήθελον απαντά όμως ανυπέρβλητον πρόσκομμα την κοινήν των εστεμμένων κεφαλών ενέργειαν, και έτοιμην πάντοτε την διάθεσιν καταστολής αυτών…»65.
Το Γενάρη του 1828 αφίχθη στην επαναστατημένη Ελλάδα ο Ι. Καποδίστριας. Ο νέος Κυβερνήτης προέβη άμεσα στη συγκέντρωση όλων των εξουσιών, γνωρίζοντας πως για να εφαρμοστούν οι αναγκαίες αστικές μεταρρυθμίσεις και να στερεωθεί το αστικό κράτος απαιτούνταν άμεσες κινήσεις, απαλλαγμένες από χρονοβόρες κοινοβουλευτικές διαδικασίες, επιβαλλόμενες με πειθώ ή και αυταρχισμό -όπου και όποτε αυτό κρινόταν αναγκαίο. Ετσι κατέλυσε πραξικοπηματικά το Σύνταγμα της Τροιζήνας, κατήργησε όλους τους επαναστατικούς δημοκρατικούς θεσμούς αντιπροσώπευσης (αντικαθιστώντας τους με το πλήρες ελεγχόμενο Πανελλήνιον), δίωξε τις αστικοφιλελεύθερες ιδέες και τους εκπροσώπους τους (όπως ο Πολυζωίδης, ο Φαρμακίδης κ.ά.).66
Σύντομα οι αποκλεισμένοι από την εξουσία (από το Γαλλικό, το Αγγλικό κόμμα κ.ά.) συσπειρώθηκαν και ανασυντάχθηκαν συγκροτώντας το μέτωπο των «συνταγματικών» με κέντρο την Υδρα. Η ένοπλη σύγκρουση δεν άργησε και γρήγορα γενικεύτηκε. Συνεχίστηκε δε και μετά τη δολοφονία του Ι. Καποδίστρια στις 9 Οκτώβρη 1831 (με το Ρωσικό κόμμα και το Θ. Κολοκοτρώνη να αποτελεί βασικό στήριγμα των «καποδιστριακών»), δίχως όμως μια από τις δύο πλευρές να μπορεί να επικρατήσει οριστικά επί της άλλης:
«Το 1832, ειδικά οι τελευταίοι μήνες του, ήταν η χειρότερη περίοδος του πολέμου. Η κεντρική εξουσία είχε αποσυντεθεί σχεδόν ολοκληρωτικά. Οι απλήρωτοι και ανεξέλεγκτοι στρατιώτες προέβαιναν κατά συμμορίες σε λεηλασίες, συμπαρασύροντας πολλές φορές και τους αμάχους των λεηλατούμενων περιοχών που αναζητούσαν εναγωνίως προστασία και ασφάλεια»67.
Υπό αυτές τις συνθήκες στις 25 Γενάρη 1833 αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο από τη βρετανική φρεγάτα «Μαδαγασκάρη» ο Οθωνας, υποσχόμενος να βάλει τέρμα στην «αναρχία» του παρελθόντος και εγκαθιδρύοντας -σύμφωνα πάντοτε με τους όρους των σχετικών διεθνών συνθηκών- καθεστώς απόλυτης μοναρχίας.68 Το ελληνικό αστικό κράτος άρχιζε να κάνει τα πρώτα του βήματα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
* Ο Αναστάσης Γκίκας είναι συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
1. Ν. Κασομούλη: «Ενθυμήματα στρατιωτικά», τ. Γ΄, εκδ. «Πάγκειος Επιτροπή», σελ. 625-626.
2. Β. Πατρώνη: «Η οικονομική “αναγέννηση” του 18ου αιώνα», στο «Ε-Ιστορικά», 13 Γενάρη 2003, σελ. 8.
3. Δ. Βλάμη: «Το ελληνικό εμπόριο και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι», στο «Ε-Ιστορικά», 6 Φλεβάρη 2003, σελ. 10. Βλέπε επίσης στη συνέχεια «πρόκριτοι-εφοπλιστές των νησιών».
4. Κ. Μοσκώφ: «Ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης», εκδ. «Καστανιώτη», 1988, σελ. 79.
5. Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. ΙΧ, 1957, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 276-279, 528-534, Ν. Σβορώνου: «Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας», εκδ. «Θεμέλιο», 1994, σελ. 54 και 62 και Β. Πατρώνη: «Η οικονομική “αναγέννηση” του 18ου αιώνα», στο «Ε-Ιστορικά», 13 Γενάρη 2003, σελ. 11.
6. Α. Κοραής, στο Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. ΙΧ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 551. Στον ίδιο τόνο, ο Δ. Βικέλας τονίζει πως «ο κύριος μοχλός ο ανεγείρας το έθνος εκ του διανοητικού ληθάργου του υπήρξε το εμπόριον, το οποίον εμορφώθη πανταχόθεν και ανεπτύχθη από του 18ου αιώνος […] μετά δε της υλικής ευημερίας και ως πρώτον αυτής επακόλουθον, επέρχεται η διανοητική και ηθική εξέγερσις» (Δ. Βικέλα: «Η Ελλάς προ του ’21», εκδ. «Παρνασσός», 1884, σελ. 18-20).
7. Η ρήση αποδίδεται στον Π. Π. Γερμανό το 1820, στο Gazette de France, 7 Ιούλη 1821 (Κ. Μοσκώφ: «Ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης», εκδ. «Καστανιώτη», 1988, σελ. 95-96). Βλέπε επίσης Μ. Γεδεών: «Εικοσαετής πατριαρχική ιστορία κατόπιν θυέλλης (1791-1811)», εκδ. «Φοίνικος», 1927, σελ. 30-32 και «Ηθική στιχουργία», στο Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. ΙΧ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 307-308.
8. Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. ΙΧ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 314.
9. Θ. Κολοκοτρώνη: «Διηγήσεις των συμβάντων της Ελληνικής Φυλής», εκδ. «Βιβλιοπωλείο της Εστίας» 1889, σελ. 49.
10. Λ. Βρανούση: «Ρήγας», εκδ. «Αετός», 1953, σελ. 60.
11. Οπως παρατίθεται στο «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», τ. ΙΑ, εκδ. «Εκδοτική Αθηνών», σελ. 450.
12. Ι. Φιλήμωνος: «Δοκίμιον περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ. Α, εκδ. «Π. Σούστα και Α. Κτενά», σελ. 3. Ο ίδιος στο «Δοκίμιον περί της Φιλικής Εταιρίας», εκδ. «Θ. Κονταξή και Ν. Πουλάκη», σελ.192, τόνιζε: «Αυτοί και όλοι εν γένει της Ευρώπης οι έμποροι, τότε έλαβον τον μέγαν ενθουσιασμόν και συναμιλλώμενοι τρόπον τινά συνέτρεξαν τεραστίως εις την υπόθεσιν του μέλλοντος πολέμου».
13. Η κοινωνική σύνθεση των 514 μελών της Φ.Ε. για τους οποίους αναφέρονται τα επαγγέλματα είχε ως εξής: 242 έμποροι και 13 γραμματείς εμπόρων, 12 πλοίαρχοι, 16 γιατροί και 3 φαρμακοποιοί, 10 δάσκαλοι, 6 λόγιοι και 5 νομικοί, 9 ανώτεροι και 15 κατώτεροι κληρικοί, 27 ναυτικοί και 41 οπλαρχηγοί (Ι. Φιλήμωνος: «Δοκίμιον περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ. Α΄, Παράρτημα, εκδ. «Π. Σούστα και Α. Κτενά»).
14. Επαναστατική συνωμοτική οργάνωση με εθνικοαπελευθερωτικό και αστικοδημοκρατικό πρόγραμμα που έδρασε στις αρχές του 19ου αιώνα στην Ιταλία.
15. Α. Γούδας και Εμ. Ξάνθος αντίστοιχα, στο Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 57-58.
16. Π.χ. αυτοαπασχολούμενοι, τεχνίτες κ.ά. Α. Φραντζής: «Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος», 1839, τ. Α, σελ. 79-81.
17. Τόσο ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Ν. Σούτσος, όσο και ο ντόπιος οπλαρχηγός Θ. Βλαντιμηρέσκου είχαν μυηθεί στη Φ.Ε. Η Επανάσταση στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες κατέληξε με ήττα των επαναστατών τον Ιούνη του 1821. Αυτό οφειλόταν τόσο στις υπέρμετρες οθωμανικές δυνάμεις (που κινητοποιήθηκαν με την άδεια της Ρωσίας), όσο και στην αντίδραση της ντόπιας ολιγαρχίας και της Εκκλησίας (βλέπε αφορισμός της Επανάστασης από το Πατριαρχείο).
18. Οπως τόνισε και ο Β. Ι. Λένιν, συγκρίνοντας τη γαλλική προεπαναστατική-φεουδαρχική μοναρχία με τη μοναρχία των Βουρβόνων της παλινόρθωσης, «η παλινόρθωση ήταν ένα βήμα στο δρόμο της μετατροπής της σε αστική μοναρχία». Παρατίθεται στο Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. ΣΤ1, σελ. 210.
19. Ολο το μεταφρασμένο κείμενο στο Κ. Νικολαΐδη: «Ιστορία του Ελληνισμού», εκδ. «Ελευθερουδάκης», 1923, σελ. 315-319.
20. Οπως ο στρατηγός Ροζαρόλα, ο συνταγματάρχης Ταρέλλα και ο επαναστάτης «δικτάτορας» του Πεδεμοντίου Σ. Σανταρόζα, ο οποίος έπεσε στη μάχη της Σφακτηρίας κατά του Ιμπραήμ.
21. Η «Ιστορία των Ελλήνων» (τ.11, εκδ. «Δομή», σελ. 11) κάνει λόγο για 1.200 Ευρωπαίους εθελοντές (342 Γερμανούς, 196 Γάλλους, 137 Ιταλούς, 99 Αγγλους, 35 Ελβετούς, 30 Πολωνούς, 17 Ολλανδούς και Βέλγους, 16 Αμερικάνους, 9 Ούγγρους, 9 Σουηδούς, 9 Ισπανούς και 8 Δανούς). Ορισμένοι εξ αυτών ήταν τυχοδιώκτες ή οπαδοί της κλασσικής Ελλάδας. Οι περισσότεροι όμως εντάχθηκαν στον αγώνα με ιδεολογικά-πολιτικά κριτήρια. Ο Γ. Κορδάτος αναφέρει επίσης πολλούς Σέρβους, Μαυροβούνιους και Βούλγαρους (που ξεπερνούσαν, σύμφωνα με πηγές, σε αριθμό τους Ευρωπαίους). Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ.330-333.
22. Η Ρωσία είχε συμφέρον και κατά κανόνα επιδίωκε την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας. Ωστόσο δεν ίσχυε το ίδιο για τις άλλες «Μεγάλες Δυνάμεις» και κυρίως τη Μ. Βρετανία.
23. W. Miller: «Η Τουρκία καταρρέουσα», εκδ. «Δωδώνη», 1994, σελ.264.
24. S. Bartholdy: «Voyage en Grece, fait dans les anees 1803 et 1804, 1807», στο Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. ΙΧ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ.166.
25. Γ. Ζεύγου: «Σύντομη Μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας», τ. Α, εκδ. «Νέα Βιβλία», 1945, σελ. 18.
26. Από την «Αδελφική Διδασκαλία» του Α. Κοραή, όπως παρατίθεται στο Στ. Παπαγεωργίου: «Από το Γένος στο Εθνος: Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους, 1821-1862», εκδ. «Παπαζήση», 2005, σελ. 75.
27. Ι. Φιλήμωνος: «Δοκίμιον περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ. Β, εκδ. «Π. Σούστα και Α. Κτενά», σελ. 315-317.
28. «Ο Πατριάρχης […] εξέδωκεν αφορισμόν καθ’ όλων των χριστιανών, όσοι λάβωσιν όπλα ανά χείρας εναντίον της Τουρκικής Δυναστείας. Τον δ’ αφορισμόν διέταξε να εκφωνήσωσι άπασαι αι Εκκλησίαι Κων/λεως, Βουλγαρίας, Σερβίας, Μαυροβουνίου, Βλαχομπογδανίας και απάσης της Ελλάδος. Τούτου δε διαταχθέντος, συνέβησαν πολλαί κατακραυγαί κατά του Πατριάρχου […] Επομένως η του αφορισμού είδησις έφθασεν εις τον στρατόν του Υψηλάντου και παρευθύς ενεκρώθη ο ζήλος του πολέμου καθ’ όλον το στρατόπεδον […] απωλεσάντων πάσαν στρατιωτικήν πειθαρχείαν, απελπισθέντων, τραπέντων εις ληστείας και εις φυγήν. Ταύτα συνέβησαν ένεκα του αποτρόπαιου εκείνου αφορισμού, εξ ου εκινδύνευσε σύμπαν το έθνος». (Π. Καλεβρά: «Η εν Ελλάδι πολυκέφαλος Πολιτική Λερναία Υδρα», 1866, σελ. 11).
29. Και το πέτυχε γιατί ο Σουλτάνος προσέβλεπε σε αυτόν ένα πειθήνιο όργανο. Βλέπε Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 213-215.
30. Δ. Κόκκινου: «Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, 1800-1945», εκδ. «Μέλισσα», 1970, σελ. 447. Βλέπε επίσης Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 253, 261-270 και Κ. Κριτοβουλίδη: «Απομνημονεύματα του περί αυτονομίας της Ελλάδος πολέμου των Κρητών», εκδ. «Τυπογραφείο Αθήνας», 1868, σελ. 40.
31. Αναφέρει ο Φίνλεϊ: «Οπου η κυβέρνηση δεν δείχνει σεβασμό στη δικαιοσύνη, οι εκτός νόμου συχνά βρίσκουν υποστήριξη στις κατώτερες τάξεις του λαού, σα μέσον που διασφαλίζει την εκδίκηση ή επανορθώνει τα αφόρητα κοινωνικά κακά. Μια ζωή ανεξάρτητη, κι’ όταν ακόμα λεκιάζεται από το έγκλημα, πάντοτε διαχύνει κάποια γοητεία στα πνεύματα των καταπιεζομένων». (Γ. Φίνλεϊ: «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδ. «Κόσμος», 1954, τ. Α, σελ. 44).
32. Οσοι γίνονταν κλέφτες για πολιτικούς λόγους ονομάζονταν ζορμπάδες.
33. «Ολίγον δε πρότερον τω 1806, ότε η Πύλη ηγωνίζετο να καταστείλη την εν Πελοποννήσω έξαψιν των πνευμάτων, ο Πατριάρχης εκδίδει σφοδράν εγκύκλιον προς πάντας τους μητροπολίτας της Πελοποννήσου συνιστών τυφλήν υποταγήν εις τον σουλτάνον. Τότε εγένετο εν Τριπόλει σύσκεψις προκρίτων και αρχιερέων, εν η απεφασίσθη να διατρανωθή η προς τον σουλτάνον πίστις αυτών, καταδιωκομένων, μέχρις εξοντώσεως των οπλαρχηγών». (Π. Πιπινέλη: «Πολιτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδ. «Αγών», 1927).
34. Ο Ν. Σβορώνος αναφέρει πως στα τάγματα των «Ακροβολιστών της Ανατολής» και της «Αλβανικής Ταξιαρχίας» που συγκροτήθηκαν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας της Αιγύπτου, «υπηρέτησαν οι περισσότεροι από τους ήρωες της Ανεξαρτησίας…Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες της επανάστασης εισχωρούν…στους κλέφτες και τους αρματολούς που βρίσκονται στην υπηρεσία του Ναπολέοντα». (Ν. Σβορώνου: «Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας», εκδ. «Θεμέλιο», 1994, σελ. 61, 62).
35. Σύμφωνα με τον Γ. Κορδάτο πριν την Επανάσταση υπήρχαν στον ελλαδικό χώρο 18 αρματολίκια, εκ των οποίων τα περισσότερα (11) στη Θεσσαλία και την Ανατολική Ελλάδα. Ο Στ. Παπαγεωργίου κάνει λόγο για 16 αρματολίκια στη Ρούμελη. (Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. ΙΧ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 179 και Στ. Παπαγεωργίου: «Από το Γένος στο Εθνος», εκδ. «Παπαζήση», 2005, σελ. 56).
36. Οπως ο περιβόητος Νενέκος κ.ά. Βλέπε Τ. Σταματόπουλου: «Ο μεγάλος κίνδυνος του 1821 - Το προσκύνημα στο Μωριά», 1953. Τότε ο Θ. Κολοκοτρώνης έριξε το γνωστό σύνθημα «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους».
37. Θ. Κριεζής: «Τα οικονομικά της Υδρας επί της Επαναστάσεως του ’21», 1911 και Α. Andreades: «La marine marchande grecque», 1916, στο Κ. Μοσκώφ: «Ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης», εκδ. «Καστανιώτη», 1988, σελ. 80. Το δίστηλο ήταν νόμισμα της εποχής.
38. Ν. Διαμαντούρος: «Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα, 1821-1828», εκδ. «Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης», 2002, σελ. 98-99.
39. «Οι ναυτικοί διατελούσαν μεν σε καθεστώς εξαρτημένης εργασίας, αλλά ο τρόπος αμοιβής τους βασιζόταν και ήταν σε συνάρτηση με το κέρδος κάθε ταξιδιού». (Δ. Μαυρογιάννη: «Το συντροφοναυτικό σύστημα της Υδρας», στο «Ε-Ιστορικά», 6 Φλεβάρη 2003, σελ. 24).
40. Αργότερα δολοφονήθηκε από τους πρόκριτους της Υδρας. Λαϊκές εξεγέρσεις σημειώθηκαν ξανά το 1822 και 1824.
41. Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 222-237.
42. Δ. Φωτιάδης: «Καραϊσκάκης», εκδ. «Εταιρεία Λογοτεχνικών Εκδόσεων», 1956, σελ. 88. Βλέπε επίσης Ανώνυμου του Ελληνος: «Ελληνική Νομαρχία», σελ. 99.
43. Β. Φίλια: «Σκέψεις πάνω στο ρόλο των αστικών στρωμάτων στην ελληνική επανάσταση», στο ΚΜΕ: «Η Επανάσταση του ’21», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1985, σελ. 69. Στην ίδια έκδοση (σελ. 107-108) ο Κ. Μοσκώφ δίνει ορισμένα οικονομικά στοιχεία: «Στα 1820 μετριούνται σε εκατοντάδες οι πλούσιοι αυτοί εμπορευματικοί φεουδαρχικοί άρχοντες στο δυτικό Μωριά - μεταξύ τους μοιράζονται κεφάλαια αξίας πάνω από 20.000.000 χρ. φρ. […] Η γεωργία δίνει τα 64% του εισοδήματος από τα οποία το μισό περίπου είναι εμπορευματοποιημένο, η κτηνοτροφία άλλα 20%, η βιοτεχνία κάπου από 20%...». Από «το συνολικό προϊόν αξίας 200 εκ. χρ. φρ. στα 1800 το δημόσιο ιδιοποιείται τα 13%, η μεγάλη γαιοκτησία τα 12%, η χριστιανική εκκλησία τα 3%, άλλα 5% οι κεφαλαιούχοι», ενώ, «στον παραγωγό μένει το 60-65% του προϊόντος του.» Τέλος, «στα 1800 ένα προϊόν αξίας 4.000.000 χρ. φρ. κατευθύνεται κάθε χρόνο προς τα ευρωπαϊκά λιμάνια και τα βρετανικά νησιά».
44. Π. Ρούσου: «Βοήθημα νέας ιστορίας της Ελλάδας», εκδ. «ΠΛΕ», 1958, σελ. 41.
45. Κ. Δεληγιάννη: «Απομνημονεύματα», εκδ. «Τσουκαλά», 1957, σελ. 112.
46. Α. Φραντζή: «Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος», τ. Α, σελ. 92-93.
47. Χρ. Περραιβού: «Απαντα. Απομνημονεύματα Πολεμικά», 1956, εκδ. «Σεφερλής», σελ. 21.
48. Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 184.
49. Και όχι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός με τους προκρίτους στη Μονή της Αγίας Λαύρας, γεγονός όχι απλά αναληθές, αλλά παντελώς φανταστικό που κατασκευάστηκε αργότερα ως «εθνικός» μύθος. Βλέπε Παλαιών Πατρών Γερμανού: «Απομνημονεύματα περί της Επαναστάσεως της Ελλάδος από το 1820 έως το 1823», 1837, σελ. 85.
50. Οταν δε «είδαν πως μεγάλωσε η επιρροή του Καρατζά», οι Πατρινοί κοτζαμπάσηδες «έβαλαν ανθρώπους τους και τον σκότωσαν». (Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 189. Βλέπε επίσης Ι. Φιλήμωνος: «Δοκίμιον περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ. Γ, εκδ. «Π. Σούστα και Α. Κτενά», σελ. 19.
51. Η Επανάσταση στη Θεσσαλία-Μαγνησία, που ξεκίνησαν ο Α. Γαζής, ο βιοτέχνης Χατζή-Ρήγας κ.ά. Φιλικοί (μεταξύ τους και πολλοί αρματολοί), πνίγηκε στο αίμα από τις υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις, με την αμέριστη συνεργία των προκρίτων και του ανώτερου κλήρου («Αρχείο Κουντουριώτη», τ.Α., 11-12, Γ. Κορδάτο: «Η Επανάσταση της Θετταλομαγνησίας στο 1821», εκδ. «Επικαιρότητα»). Ιδια κατάσταση και στην Κρήτη («Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας», τ. Α, 1857, σελ. 505-532). «Ατυχή» κατάληξη είχαν οι αντίστοιχες προσπάθειες του Φιλικού τραπεζίτη Εμ. Παπά στη Μακεδονία (για τη «στυγερή και άτιμη» στάση των Αγιορειτών βλ. Δ. Κόκκινου: «Ελληνική Επανάστασις», τ. Β, εκδ. «Μέλισσα, σελ. 437). Σφοδρότατες ήταν επίσης οι συγκρούσεις στη Χίο, απ’ όπου πολλοί έμποροι ήταν μυημένοι στη Φ.Ε., ενώ στρατιωτικός ηγέτης των επαναστατών είχε τεθεί ο Χ. Α. Μπουρνιάς, πρώην αξιωματικός του Ναπολέοντα και φανατικός δημοκράτης («Χιακόν Αρχείον», σελ. 336, 419, 451-453 κ.α.). Στην Κάλυμνο οι επαναστάτες κατέλυσαν τα προνόμια των προκρίτων, στήνοντας δημοκρατική διοίκηση. Οι τελευταίοι όμως κατάφεραν τελικά να επικρατήσουν, εκδιώκοντας τους ηγέτες της επανάστασης από το νησί. Εκείνοι θα επιστρέψουν συνοδεία του ελληνικού στόλου το 1824. (Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 296-298).
52. «Ποτάμι ο λαός με ντουφεκιές και ξεφωνητά, όρμησε στο κατάλυμα του Μαυρομιχάλη, όπου συνεδρίαζαν οι περισσότεροι από τους κοτζαμπάσηδες, να τους βάλει μαχαίρι. Και στ’ αυτιά τους άξαφνα καθάριζε καλά τώρα η βουή του λαού: - Θάνατος στους τυράννους! -Θάνατος στους Κοτζαμπάσηδες» (Σπ. Μελά: «Ο Γέρος του Μωριά», τ. Α, εκδ. «Σαλίβερος», 1931, σελ. 394). Για να καθησυχάσει τα πνεύματα, ο Θ. Κολοκοτρώνης, τους είπε μεταξύ άλλων: «Αν σκοτώσουμε τους προεστούς τι θα μας πούνε τότες; … Θα μας πούνε καρμπουνάρους, ρέμπελους κι’ ακατάστατους και κανένας δε θα μας βοηθήσει». (Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 209).
53. Εκτοτε η θέση και ο ρόλος του Δ. Υψηλάντη υπονομευόταν και περιοριζόταν συνεχώς.
54. Στο επίκεντρο των δυνάμεων αυτών βρίσκονταν η Πελοποννησιακή Γερουσία, ο Θ. Κολοκοτρώνης (που μετά την απελευθέρωση του Ναυπλίου αρνήθηκε να το παραδώσει στη κεντρική Διοίκηση) και ο αρματολός Ο. Ανδρούτσος (που ουσιαστικά είχε καταλύσει την εξουσία της Διοίκησης στην Αττική).
55. Ο Γ. Κορδάτος αναφέρει πως είχαν διαμορφωθεί 3 «κόμματα»: «Το ένα ήταν το στρατιωτικό, το άλλο των κοτζαμπάσηδων και τρίτο των μεγάλων καραβοκυραίων. Το κόμμα αυτό έναν καιρό με την ηγεσία του Μαυροκορδάτου και των Κουντουριωταίων υπεράσπιζε τα συμφέροντα του εμπορικού και εφοπλιστικού κεφαλαίου, γι’ αυτό ήρθε σε σύγκρουση με τους κοτζαμπάσηδες του Μοριά που όχι μόνο ήταν φανατικοί τοπικιστές αλλά και ήθελαν…να μοιράσουν για λογαριασμό τους τα τουρκικά τσιφλίκια». (Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 403).
56. «Ακόμη και αν οι κοτζαμπάσηδες αυτοί δεν είχαν πλήρη συνείδηση των μεγάλων ανατροπών που κυοφορούσαν οι εμφύλιες συγκρούσεις της Επανάστασης, κατανοούσαν πολύ καλά ότι, αν οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι, οι αντίπαλοί τους, έβγαιναν εντελώς αποδυναμωμένοι από τη σύγκρουση, τότε θα εξασθένιζε ακόμη περισσότερο η θέση τους στο πλαίσιο των εσωτερικών συσχετισμών στην πλευρά των νικητών». («Ιστορία των Ελλήνων», τ.11, εκδ. «Δομή», σελ. 318-319).
57. «Οθεν, ας σπεύσουν να καταργήσουν την προκαταρτικήν αιτίαν της δυστυχίας όλου του έθνους, δηλαδή τούτο το απροσάρμοστον πολίτευμα. Εχουν ακόμα καιρόν να σκεφθούν και να ζητήσουν άλλο είδος Διοικήσεως […] τι ωφελεί η δημοκρατία εις το έθνος, μ’ όλον οπού είναι η γλυκυτέρα των λοιπών Διοικήσεων; […] Κατ’ εμήν γνώμην, δεν βλέπω ειμή ένα Μονάρχην Συνταγματικόν». («Αρχείον Ρώμα», στο Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 427).
58. Στο Ρωσικό συσπειρώνονταν οι κοτζαμπάσηδες και οι οπλαρχηγοί (Θ. Κολοκοτρώνης, κ.ά.). Στο Αγγλικό, οι οικονομικοί και πολιτικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης (εφοπλιστές, πολιτικοί τύπου Μαυροκορδάτου κλπ.). Το Γαλλικό τέλος είχε ως βάση τους πολιτικούς και στρατιωτικούς αρχηγούς της Στερεάς Ελλάδας (με επικεφαλής τον Ι. Κωλέττη, που στο μεταξύ είχε διαφοροποιηθεί από τους πρώην συμμάχους του).
59. Γράμμα του μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιου στο Μαυροκορδάτο, 23 Αυγούστου 1823. Στο ίδιο καταφέρονταν κατά των δημοκρατικών θεσμών, τονίζοντας πως «οι Αρειοι Πάγοι και αι άλλαι τοιαύται λέξεις των λογιοτάτων μας έβλαψαν τόσον τα πράγματά μας, όσον δεν ήθελον βλάψει όλαι αι άλλαι συκοφαντίαι των ξένων». (Π. Κοντογιάννη: «Ιστορικά έγγραφα αναφερόμενα εις την Ελληνικήν Επανάστασιν», εκδ. «Ι. Ν. Σιδέρη», 1927, σελ. 178.
60. Α. Κοραής, 12 Φλεβάρη 1825, στο «Αρχείον Χειρογράφων Εθνικής Βιβλιοθήκης», Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 525-530.
61. Ν. Σπηλιάδη: «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ. Β, εκδ. «Χ. Νικολαΐδης Φιλαδελφίως»,σελ. 348-349.
62. «Αργυρώνητος ή δούλος, παντός γένους και πάσης θρησκείας, καθώς πατήση το ελληνικόν έδαφος είναι ελεύθερος και από τον δεσπότην αυτού ακαταζήτητος». (Βλέπε «Ιστορία των Ελλήνων», τ.11, εκδ. «Δομή», σελ. 593-595 και Στ. Παπαγεωργίου: «Από το Γένος στο Εθνος: Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους, 1821-1862», εκδ. «Παπαζήση», 2005, σελ. 168-170.
63. Σημ. ΚΟΜΕΠ: του Καποδίστρια.
64. Σημ. ΚΟΜΕΠ: αστών-δημοκρατών
65. Μέντελσων - Μπαρτόλντυ: «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ. Β, σελ. 164.
66. Ο Μακρυγιάννης έγραψε μεταξύ άλλων: «Δεν θυμήθη ο Κυβερνήτης όταν ορκίστη δια εφτά χρόνια, ορκίστη στο Σύνταμα - κι’ αυτός ευτύς το χάλασε…Ρώτησαν τον Κυβερνήτη ‘διατί χάλασες τους νόμους και το Βουλευτικόν;’ Είπε ‘δεν τόθελε η Ευρώπη’. Κι’ αν ήταν λικρινής άνθρωπος να έλεγε των Ευρωπαίγων ότι ‘εγώ δεν πάγω εις την Πατρίδα μου να γίνω επίγιορκος, να τους χαλάσω εκείνο όπου απόχτησαν με ποταμούς αίματα». (Ι. Μακρυγιάννη: «Απομνημονεύματα», τ. Α, εκδ. «Σ.Κ. Βλαστού»,1907, σελ. 247.
67. «Ιστορία των Ελλήνων», τ.12, εκδ. «Δομή», σελ. 93.
68. Βεβαίως τα επόμενα χρόνια η Οθωνική διοίκηση περιέλαβε τους κύριους εκπροσώπους του αστικού κόσμου σε διάφορα όργανα εξουσίας (στο Ανακτοβούλιο π.χ. διετέλεσαν πρόεδροι οι Σπυρίδων Τρικούπης, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Ιωάννης Κωλέττης και Αντώνιος Κριεζής), ενώ το 1843 υποχρεώθηκε -με κίνημα- στην αποδοχή Συντάγματος και την εισαγωγή κοινοβουλευτικών θεσμών.