Ο ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΕΝΓΚΕΛΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Το Δεκέμβρη του 2010 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» νέα συλλογή κειμένων του Φρίντριχ Ενγκελς με τίτλο «Κείμενα για την οικονομία και την πολιτική», έκδοση αφιερωμένη στα 190 χρόνια από τη γέννησή του. Το κοινό χαρακτηριστικό όλων των κειμένων που περιλαμβάνονται στην έκδοση είναι η εκτίμηση των οικονομικών εξελίξεων σχεδόν ολόκληρου του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και της αντανάκλασής τους στο πολιτικό επίπεδο, στις πολιτικές επιδιώξεις των διαφόρων τάξεων, στην ταξική πάλη, στην ιδεολογικοπολιτική διαπάλη της εποχής.
Η επικαιρότητα αυτής της έκδοσης οφείλεται στις αναφορές των κειμένων της σε οικονομικές κρίσεις που εκδηλώθηκαν στον καπιταλισμό και στα ζητήματα πολιτικής στάσης του εργατικού κινήματος.
Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΥΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ
ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ
Στη φάση της παραγωγικής ύφεσης οι ενυπάρχουσες αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος παίρνουν νέες διαστάσεις, η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και η απότομη επιδείνωση της ζωής της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων γενικότερα. Παρά την οξυμμένη και με ένταση εκδήλωση αυτού του φαινόμενου, οι αντίστοιχες διεργασίες στη συνείδηση της εργατικής τάξης δε γίνονται αυτόματα, δηλαδή δε συνδέεται αυθόρμητα η κρίση με τις οικονομικές νομοτέλειες, τις αιτίες που σχετίζονται με την αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την καπιταλιστική ιδιοποίηση ενός μέρους του παραγόμενου προϊόντος της. Αυτό συμβαίνει γιατί η οικονομική κυριαρχία της τάξης των καπιταλιστών αναπαράγεται με την πολιτική εξουσία τους, μέρος της οποίας είναι και η ιδεολογικοπολιτική χειραγώγηση της εργατικής τάξης.
Η καπιταλιστική ιδεολογία και πολιτική παρουσιάζει ανεστραμμένη τη σχέση οικονομίας - πολιτικής. Χαρακτηριστικές είναι οι ερμηνείες της σημερινής κρίσης, ότι για την παρούσα οικονομική κρίση στην Ελλάδα ευθύνονται λαθεμένες πολιτικές επιλογές προηγούμενων κυβερνήσεων ή και συνολικά η πολιτική διαχείριση όλης της περιόδου της μεταπολίτευσης. Με αυτό τον τρόπο δικαιολογείται η πολιτική συρρίκνωσης του εργατικού και λαϊκού εισοδήματος, των κοινωνικών κατακτήσεων στην υγεία, την παιδεία, την κοινωνική ασφάλιση, ως δήθεν αναγκαστική προσαρμογή στη χαμηλότερη ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας στην ευρωπαϊκή και διεθνή αγορά.
Η αλήθεια είναι ότι η αστική πολιτική διαχείριση σίγουρα συμβάλλει στην κρίση και -ανεξάρτητα από το «μίγμα» που ακολουθεί- είναι πολιτική εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, σε φάση ανόδου ή ύφεσης στον οικονομικό κύκλο. Η ανάγκη αναδιατάξεων στο αστικό πολιτικό σύστημα, οι διαφωνίες και οι αντιπαραθέσεις στους κόλπους της αστικής τάξης δεν μπορούν να κατανοηθούν χωρίς τη γνώση των νομοτελειακών τάσεων του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, της ανισομετρίας και της αναπαραγωγής, της διαφορετικής επίδρασής τους σε διαφορετικά τμήματα της αστικής τάξης, ακόμα και στην ίδια τη χώρα.
Οι καπιταλιστές και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι δεν πρόκειται να παραδεχτούν πως η ίδια η καπιταλιστική παραγωγή εμπεριέχει στο DNA της το φαινόμενο των κρίσεων. Ομως και ο ίδιος ο τρόπος εκδήλωσης του φαινόμενου της κρίσης συσκοτίζει την αποκάλυψη των αιτιών της, αφού σε γενικές γραμμές έχει προηγηθεί περίοδος καπιταλιστικής ανάπτυξης και ορισμένης σχετικά γενικής ευφορίας και λαϊκών αυταπατών. Επίσης στην περίοδο της κρίσης, εκτός από το χτύπημα του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης, καταστρέφονται και καπιταλιστές μικρότεροι αλλά και μεγαλύτεροι, με αποτέλεσμα να συσκοτίζεται ο χαρακτήρας της κρίσης.
Παρακολουθώντας τις εξελίξεις γίνεται κατανοητό ότι η διαλεκτική-υλιστική προσέγγιση της σχέσης οικονομίας-πολιτικής είναι θεμελιακό στοιχείο της ταξικής πάλης.Η αναγνώριση του καθοριστικού ρόλου της οικονομίας, δηλαδή των σχέσεων παραγωγής - κατανομής στη διαμόρφωση του πολιτικού-ιδεολογικού εποικοδομήματος της κοινωνίας, αποτελεί βασική αρχή του ιστορικού υλισμού.
Η διαλεκτική σχέση οικονομίας-πολιτικής αποτέλεσε θεμελιακό στοιχείο του ιστορικού υλισμού, της αποκάλυψης ότι η αντίθεση ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τις ιστορικά διαμορφωμένες σχέσεις παραγωγής αποτελεί τη βάση κίνησης της κοινωνικής εξέλιξης και στις ταξικές κοινωνίες εκφράζεται με την ταξική πάλη.
Στον προωθητικό ρόλο της ταξικής πάλης στην κοινωνική εξέλιξη είχαν αναφερθεί διανοητές, κυρίως Γάλλοι, στα 1820-1830. Η καθοριστική όμως συμβολή των Μαρξ και Ενγκελς στην ανάπτυξη του επαναστατικού εργατικού κινήματος είναι ότι τεκμηρίωσαν επιστημονικά ότι η ταξική πάλη υπόκειται σε συγκεκριμένες νομοτέλειες της κοινωνικής ανάπτυξης και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο η ταξική πάλη νομοτελειακά οδηγεί στην εξουσία της εργατικής τάξης - τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Η συγκεκριμένη μελέτη της καπιταλιστικής οικονομίας με τις έρευνες του Μαρξ και τη συγγραφή του έργου «Το Κεφάλαιο» έθεσε σε απόλυτα στέρεο επιστημονικό έδαφος τα πορίσματα της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Η αποκάλυψη του νόμου της υπεραξίας και της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης είναι που έδωσε στην εργατική τάξη την επιστημονική θεωρία που αποκάλυπτε τις νομοτέλειες της κίνησης και του ιστορικού θανάτου του καπιταλισμού. Η αποκάλυψη του μηχανισμού της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης έκανε καθαρό πως ο καπιταλισμός δεν «εξανθρωπίζεται», δε βελτιώνεται, απέδειξε πως η μαζική προλεταριοποίηση, η σχετική και απόλυτη εξαθλίωση, είναι τα αναγκαία αποτελέσματα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ότι η βελτίωση όρων ζωής της εργατικής τάξης είναι ένα σχετικά παροδικό στοιχείο, ενώ η τάση για αύξηση της εκμετάλλευσης και συμπίεση της τιμής της εργατικής δύναμης είναι το απόλυτο και σταθερό στοιχείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αποκαλύφθηκε το αναπόφευκτο των κρίσεων, αποδείχτηκε η δυνατότητα και αναγκαιότητα της επανάστασης για την ανατροπή του καπιταλισμού.
Με δεδομένη την ανώτερη συνεισφορά του Μαρξ που με κάθε ευκαιρία τόνιζε και ο Ενγκελς, στην πραγματικότητα το έργο τους είναι αξεχώριστο, αφού και οι δύο από κοινού επεξεργάστηκαν και ανέπτυξαν την επαναστατική θεωρία της εργατικής τάξης. Αρκετά έργα φέρουν την υπογραφή και των δύο, ενώ κατά τη συγγραφή άλλων έργων υπήρχε μεταξύ τους σχεδόν καθημερινή συνεργασία και ανταλλαγή απόψεων για την πορεία των ερευνών.
ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ - ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ,
ΒΑΣΗΣ - ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑΤΟΣ
Ο Ενγκελς, στο γράμμα του στον Κόνραντ Σμιθ που δημοσιεύεται στη συλλογή κειμένων της «Σύγχρονης Εποχής», με αφετηρία τον καθοριστικό ρόλο της οικονομίας στην πολιτική, αναλύει τη διαλεκτική αλληλεπίδρασή τους, τις συνθήκες στις οποίες σχετικά αυτονομείται η πολιτική: «Η αντεπίδραση της πολιτικής εξουσίας στην οικονομική ανάπτυξη μπορεί να είναι τριών ειδών: Μπορεί να κινείται στην ίδια κατεύθυνση, οπότε και την επιταχύνει, μπορεί να κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση, οπότε και μακροπρόθεσμα θα χρεοκοπήσει σε κάθε μεγάλο λαό, ή μπορεί να ξεστρατίσει την οικονομική ανάπτυξη από συγκεκριμένες κατευθύνσεις και να της επιβάλει άλλες - αυτή η περίπτωση ανάγεται σε τελική ανάλυση σε μία από τις δύο προηγούμενες περιπτώσεις»1.
Αναδεικνύει επίσης την επίδραση στις οικονομικές σχέσεις μορφών της κυρίαρχης κοινωνικής συνείδησης, όπως είναι το δίκαιο, το οποίο βεβαίως βασίζεται στις δοσμένες σχέσεις παραγωγής, ενώ επισημαίνει και άλλες μορφές (θρησκεία, έθιμα κλπ.) που επιδρούν στην οικονομία, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν την καθορίζουν. Τέτοιες επιδράσεις, κατοχυρωμένες και με πολιτικές αποφάσεις, θα συναντήσουμε και στο σύγχρονο καπιταλισμό. Για παράδειγμα, μια επίσημη θρησκευτική ή άλλη αργία αποτελεί και οικονομικό γεγονός που όμως δεν καθορίζεται από οικονομικά αίτια.
Ολα τα παραπάνω ο Ενγκελς τα τοποθετεί στα πλαίσια καθορισμένων σχέσεων παραγωγής ως παράγοντες που έχουν ορισμένη επίδραση στην οικονομία, αλλά δεν καθορίζουν -δεν αλλάζουν το βασικό- τις σχέσεις παραγωγής-κατανομής. Απαντώντας σε όσους τον κατηγορούσαν ότι παραγνώριζε τη διαλεκτική σχέση οικονομίας - πολιτικής, αναδεικνύει τον καθοριστικό ρόλο της οικονομίας: «Αυτό που λείπει σε αυτούς τους κυρίους είναι η διαλεκτική. Το μόνο που βλέπουν πάντα είναι εδώ αιτία εκεί αποτέλεσμα. Οτι αυτό αποτελεί υψηλή αφαίρεση, ότι στον πραγματικό κόσμο τέτοιες μεταφυσικές πολικές αντιθέσεις υπάρχουν μόνο στις κρίσεις, ότι ολόκληρη η τεράστια πορεία γίνεται όμως με τη μορφή της αλληλεπίδρασης -αν και της αλληλεπίδρασης άνισων δυνάμεων από τις οποίες η οικονομική κίνηση είναι με διαφορά η πιο ισχυρή, η πιο θεμελιώδης και η πιο αποφασιστική- ότι εδώ τα πάντα είναι σχετικά και τίποτα δεν είναι απόλυτο, όλα αυτά απλά δεν τα βλέπουν καθόλου, γι’ αυτούς ο Χέγκελ δεν υπήρξε ποτέ»2.
Ο Ενγκελς αναδεικνύει τον ενεργητικό ρόλο της πολιτικής στην οικονομία ως επαναστατικής πράξης, τη δυνατότητα κατάργησης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής με προλεταριακή επανάσταση και την οικοδόμηση σχέσεων κοινωνικής ιδιοκτησίας από την εξουσία της εργατικής τάξης, υπό την προϋπόθεση ότι κυοφορήθηκε ως υλική δυνατότητα μέσα στον καπιταλισμό.
Σε όσους τον κατηγορούσαν (όπως και το Μαρξ) πως δήθεν δεν έβλεπαν τον ενεργητικό ρόλο της πολιτικής, απαντούσε: «…γιατί αγωνιζόμαστε άραγε για την πολιτική δικτατορία του προλεταριάτου, αν η πολιτική εξουσία είναι οικονομικά ανήμπορη; Η βία (δηλαδή η κρατική εξουσία) είναι και οικονομική ισχύς!»3.
ΣΤΟΝ ΠΡΟΘΑΛΑΜΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ
Οι υλικές συνθήκες για την ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης, δηλαδή την κατάργηση της ατομικής εκμεταλλευτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής με την κατάκτηση της εξουσίας, ωρίμασαν στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα με το πέρασμα της ατομικής ιδιοκτησίας στην εταιρική (μετοχή) μορφή της και την εμφάνιση γιγαντιαίων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, των μονοπωλίων. Ο Ενγκελς έζησε και έδρασε έως τον Αύγουστο του 1895, με αποτέλεσμα να ερευνήσει και να ερμηνεύσει πολλά από τα νέα στοιχεία εκείνης της περιόδου, που εμπλουτίζουν το συγγραφικό του έργο. Ορισμένα στοιχεία εντάσσονται στο 2ο και ιδιαίτερα στον 3ο τόμο του Κεφαλαίου, που την επιμέλεια και έκδοσή τους ανέλαβε ο Ενγκελς μετά το θάνατο του Μαρξ το 1883.
Χαρακτηριστική χρονολογία για την έναρξη της εποχής που οδήγησε στην επικράτηση των μονοπωλίων είναι το 1873, χρονιά κατά την οποία σημειώθηκε μεγάλη οικονομική καπιταλιστική κρίση, ενώ η οικονομική άνοδος που παρουσιάστηκε το 1880 δεν κράτησε πολύ και νέα κρίση ξέσπασε στα 1882-1886 με πιο έντονη εκδήλωσή της στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1890 ξέσπασε νέα κρίση κυρίως στην Ευρώπη. Στη συνέχεια ακολούθησε τεράστια συγκέντρωση της παραγωγής, αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, τεχνικός επανεξοπλισμός της παραγωγής με την εισαγωγή τεχνολογιών στηριγμένων σε νέες επιστημονικές ανακαλύψεις. Για παράδειγμα ο ατμοστρόβιλος αντικατέστησε την εμβολοφόρα ατμομηχανή, στην ηλεκτροπαραγωγή εισήχθηκε η στροβιλογεννήτρια, επεκτάθηκε η χρήση της ηλεκτροκίνησης, ενώ για το μοντάρισμα μεταλλικών κατασκευών άρχισε να εφαρμόζεται η ηλεκτροσυγκόλληση. Την ίδια περίοδο, όπως επισημαίνει ο Ενγκελς και στον «Επίλογο» του 3ου τόμου του Κεφαλαίου, το χρηματιστήριο άρχισε να παίζει νέο ρόλο.
Στο άρθρο του με τίτλο «Η Αγγλία το 1845 και το 1885», γραμμένο το Φλεβάρη 1885, ο Ενγκελς καταγράφει αλλαγές στο συσχετισμό δυνάμεων που συντελούνται αυτή την περίοδο. Στην αρχή αυτής της περιόδου η Αγγλία ήταν η πρώτη παγκόσμια βιομηχανική δύναμη, ενώ στο τέλος αυτής της περιόδου είχε προ πολλού «σπάσει» το βιομηχανικό μονοπώλιό της. Η μελέτη αυτής της περιόδου δείχνει την ιστορική κίνηση της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης που οδηγεί σε ανακατατάξεις αλλά και οξύτατους ανταγωνισμούς. Χαρακτηριστική για την κατάσταση της Αγγλίας υπήρξε η περίοδος στασιμότητας μετά από περιόδους κρίσεων και υφέσεων: «Από το 1876 βιώνουμε ένα χρόνιο μαράζωμα όλων των βασικών βιομηχανικών κλάδων. Δεν επέρχεται ούτε η ολοκληρωτική κατάρρευση ούτε η πολυπόθητη εποχή της βιομηχανικής άνθησης στην οποία πιστεύαμε ότι είχαμε δικαίωμα, τόσο πριν όσο και μετά το κραχ. Μια θανάσιμη πίεση, ένα χρόνιο παραγέμισμα όλων των αγορών σε όλους τους κλάδους, αυτή είναι η κατάσταση που διανύουμε εδώ και σχεδόν δέκα χρόνια»4.
Είναι χρήσιμη για να εξηγήσουμε τις σημερινές κυοφορούμενες και συντελούμενες ανακατατάξεις, η τοποθέτηση του Ενγκελς για τη διεθνοποίηση της καπιταλιστικής αγοράς:
«Η θεωρία του ελεύθερου εμπορίου στηρίζεται σε μια υπόθεση: Οτι η Αγγλία θα έπρεπε να γίνει το μοναδικό μεγάλο βιομηχανικό κέντρο ενός αγροτικού κόσμου. Τα γεγονότα, όμως, έχουν διαψεύσει πλήρως αυτή την υπόθεση. Οι όροι της σύγχρονης βιομηχανίας, η δύναμη του ατμού και οι μηχανές, μπορούν να παραχθούν οπουδήποτε υπάρχει καύσιμη ύλη, δηλαδή άνθρακας, και αρκετές χώρες εκτός από την Αγγλία διαθέτουν άνθρακα: Η Αγγλία, η Γερμανία, το Βέλγιο, η Αμερική, ακόμα και η Ρωσία. […] Αρχισαν να παράγουν προϊόντα όχι μόνο για τους εαυτούς τους, αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο, με συνέπεια να σπάσει μια για πάντα το βιομηχανικό μονοπώλιο της Αγγλίας που είχε διαρκέσει σχεδόν έναν αιώνα»5.
Σχετικά με το τι σηματοδοτεί το φαινόμενο της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου στην Αγγλία και της δυσκολίας να βρει κερδοφόρα διέξοδο, επισημαίνει:
«Η καπιταλιστική παραγωγή δεν μπορεί να μένει στάσιμη, πρέπει να μεγαλώνει και να επεκτείνεται, αλλιώς πρέπει να πεθάνει. Ακόμα και τώρα, ο απλός περιορισμός της αγγλικής μερίδας του λέοντος στην προμήθεια της παγκόσμιας αγοράς μεταφράζεται σε βάλτωμα, εξαθλίωση, υπερπληθώρα κεφαλαίου εδώ, υπερπληθώρα ανέργων εργατών εκεί. Τι θα γίνει αν η αύξηση της ετήσιας παραγωγής φτάσει σε επίπεδα πλήρους στασιμότητας; Εδώ είναι η τρωτή αχίλλειος πτέρνα της καπιταλιστικής παραγωγής. Η αναγκαιότητα συνεχούς επέκτασης αποτελεί όρο ζωής γι’ αυτήν και αυτή η διαρκής επέκταση καθίσταται τώρα ανέφικτη. Η καπιταλιστική παραγωγή καταλήγει σε αδιέξοδο. Κάθε χρόνος φέρνει την Αγγλία όλο και περισσότερο μπροστά στο ερώτημα: ή το έθνος θα καταστραφεί ή η καπιταλιστική παραγωγή»6.
Στο άρθρο με τίτλο «Απαραίτητες και περιττές κοινωνικές τάξεις» γραμμένο το 1888, αναδεικνύει το πέρασμα των κεφαλαιοκρατών σε παρασιτικό ρόλο, σε τάξη η οποία όχι μόνο δεν είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη της παραγωγής αλλά γίνεται και επιζήμια: «…στην πραγματικότητα η μόνη λειτουργία που απέμεινε στους καπιταλιστές ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων είναι ο χαλαρός και τις περισσότερες φορές επιφανειακός έλεγχος. Ετσι βλέπουμε ότι στην πραγματικότητα στους καπιταλιστές ιδιοκτήτες αυτών των τεράστιων επιχειρήσεων δεν έχει απομείνει καμιά άλλη δραστηριότητα εκτός από το να εξαργυρώνουν τα εξαμηνιαία εντάλματα των μερισμάτων. Η κοινωνική λειτουργία του καπιταλιστή έχει μεταφερθεί σε μισθωτούς υπηρέτες, παρόλα αυτά, ο καπιταλιστής συνεχίζει να τσεπώνει, με τη μορφή των μερισμάτων του, την πληρωμή γι’ αυτές τις λειτουργίες, παρόλο που έχει σταματήσει να τις εκτελεί»7.
Ο Ενγκελς αναδεικνύει την ορμητική ανάπτυξη της διεθνούς καπιταλιστικής αγοράς, η οποία εξαναγκάζει πολλά κράτη στο ελεύθερο εμπόριο, πριν ακόμα οι βιομηχανίες τους γίνουν αρκετά ισχυρές ώστε να ανταπεξέλθουν στο διεθνή ανταγωνισμό. Το παράδειγμα της Αγγλίας, η οποία προπορευόταν στη βιομηχανική ανάπτυξη και είχε συγκριτικό πλεονέκτημα από το ελεύθερο εμπόριο έναντι όλων των άλλων ανερχόμενων βιομηχανικών δυνάμεων, δεν μπορούσε να ισχύσει με την ίδια μορφή και στις άλλες χώρες. Αναφέρει χαρακτηριστικά το παράδειγμα του ισχυρά προστατευόμενου από το γαλλικό κράτος βελούδινου υφάσματος, που όμως ένα μέρος του (η πίσω όψη) κατασκευαζόταν από πρωσικής προέλευσης λεπτό βαμβακερό νήμα με φτηνότερο κόστος και έτσι Γάλλοι βιομήχανοι παρέκαμπταν το σύστημα των δασμών με το να μετατοπίζουν τις βιομηχανίες τους στην ανεξάρτητη πρωσική πόλη Κρέφελντ.8
Βλέπουμε λοιπόν ότι το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο, όπως το παρουσιάζουν σήμερα. Και βέβαια δεν μπορεί να νοηθεί απομόνωση μιας «εθνικής» καπιταλιστικής αγοράς από τη διεθνή καπιταλιστική αγορά. Κάτι τέτοιο είναι ακόμα πιο αδύνατο στις μέρες μας, σε συνθήκες πολύ μεγαλύτερης συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, γεγονός που εκφράζεται με ακόμη μεγαλύτερη όξυνση του διεθνούς ανταγωνισμού, καθώς και των επακόλουθων αλληλεξαρτήσεων μεταξύ των διαφόρων αστικών τάξεων, των αλληλεπιδράσεων από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης σε κάποια μεγάλη καπιταλιστική οικονομία.
ΓΙΑ ΤΙΣ ΝΟΜΟΤΕΛΕΙΕΣ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ
Το 1874, στον πρόλογο του έργου του «Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία», ο Ενγκελς έγραφε για τη συνθετότητα (τις τρεις κατευθύνσεις) της ταξικής πάλης και τη σημασία της θεωρητικής-επιστημονικής αυστηρότητας στην προσέγγιση των ζητημάτων της: «…πάλη και προς τις τρεις κατευθύνσεις της - τη θεωρητική, την πολιτική και την πραχτικοοικονομική (αντίσταση ενάντια στους κεφαλαιοκράτες)- διεξάγεται προγραμματισμένα, με συνοχή και σύστημα. Σ’ αυτή ακριβώς τη συγκεντρωτική, θα λέγαμε, επίθεση βρίσκεται η δύναμη και το ακατανίκητο του γερμανικού κινήματος. […]
Ιδιαίτερα καθήκον των ηγετών θα είναι να εμβαθύνουν όλο και περισσότερο σ’ όλα τα θεωρητικά προβλήματα, ν’ απαλλάσσονται όλο και περισσότερο από την επίδραση της πατροπαράδοτης φρασεολογίας που κληρονομήθηκε από την παλιά κοσμοθεωρία, και να έχουν πάντα υπόψη τους ότι ο σοσιαλισμός από τότε που έγινε επιστήμη, απαιτεί να τον μεταχειρίζονται ως επιστήμη, δηλ. να τον μελετούν. Η συνείδηση αυτών των καθηκόντων που θα αποκτιέται κατ’ αυτόν τον τρόπο και θα φωτίζεται συνεχώς, πρέπει να διαδίδεται με όλο και μεγαλύτερο ζήλο μέσα στους εργάτες και να δένεται όλο και πιο σφιχτά η οργάνωση τόσο του Κόμματος όσο και των επαγγελματικών συνδικάτων…»9.
Πρόκειται για θέση εξαιρετικής σημασίας και επικαιρότητας. Η μελέτη και ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας από το κόμμα της εργατικής τάξης είναι αναπόσπαστο στοιχείο του επαναστατικού του χαρακτήρα και η διάδοσή της στις εργατικές δυνάμεις αποτελεί όπλο στην πάλη με τον οπορτουνισμό, στη θωράκιση απέναντι στις πιέσεις για προσαρμογή - ενσωμάτωση στο σύστημα.
Από την εποχή συγγραφής των έργων θεμελίωσης του επιστημονικού κομμουνισμού προβάλλει η αναγκαιότητα πολιτικού διαχωρισμού της εργατικής από την αστική τάξη, με τη συγκρότηση του δικού της επαναστατικού κόμματος, μέσω του οποίου συγκροτείται σε τάξη για τον εαυτό της. Φυσικά, όπως το έχει αποδείξει και η ιστορία, ο ρόλος του κόμματος της εργατικής τάξης δεν είναι διασφαλισμένος με τη συγκρότησή του και μόνο.
Για τις δυσκολίες διαχωρισμού της εργατικής τάξης και των ηγετών της από τις επιδιώξεις της αστικής τάξης, ο Λένιν επισημαίνει ότι «…υπήρχαν πολλοί άνθρωποι με ταλέντο και χωρίς ταλέντο, τίμιοι και μη τίμιοι που συνεπαρμένοι από την πάλη για την πολιτική ελευθερία, από την πάλη ενάντια στην απολυταρχία των βασιλιάδων, της αστυνομίας και των παπάδων δεν έβλεπαν την αντίθεση των συμφερόντων της αστικής τάξης και του προλεταριάτου»10.
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα μετά την Κομμούνα του Παρισιού (1871), παρόλο που η αστική τάξη έχασε τον επαναστατικό (απέναντι στη φεουδαρχία) χαρακτήρα της, ισχυροποιήθηκε η τάση το εργατικό κίνημα να ακολουθεί ως ουρά τις αστικές επιδιώξεις. Η δυναμική της καπιταλιστικής ανάπτυξης δημιουργούσε αυταπάτες για σταθερή ανοδική πορεία της εργατικής τάξης, ενώ μοχλός πίεσης κι ενσωμάτωσης γίνονταν τα καλύτερα αμειβόμενα στρώματα της εργατικής τάξης, η εργατική αριστοκρατία. Αυτό είχε αντανάκλαση και στα κόμματα της εργατικής τάξης, παρόλο που διακήρυτταν το μαρξισμό ως θεωρία τους.
Στο άρθρο με τίτλο «Ενα εργατικό Κόμμα», γραμμένο το 1881 για την εφημερίδα των βρετανικών συνδικάτων, ο Ενγκελς αναδεικνύει τις δυσκολίες ανάπτυξης της ταξικής πάλης από το οικονομικό στο πολιτικό επίπεδο, την έλλειψη στην Αγγλία ενός εργατικού κόμματος με διακριτό ταξικό πολιτικό χαρακτήρα, εξαιτίας της κυριαρχίας της εργατικής αριστοκρατίας.
Λίγο μετά την εξέγερση των εργατών για το οκτάωρο το Μάη 1886 στο Σικάγο και τις απεργίες σε άλλες πόλεις των ΗΠΑ, ο Ενγκελς έγραψε τον πρόλογο για την αμερικάνικη έκδοση του έργου του «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία». Αυτός ο πρόλογος περιλαμβάνεται στη νέα έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής». Στον πρόλογο αναφέρει ότι λίγους μήνες πριν κανείς δε θα περίμενε αυτά τα γεγονότα, ενώ και ολόκληρη η κοινή γνώμη της Αμερικής θα συμφωνούσε πως η ταξική πάλη ήταν αδύνατη σε αυτή τη χώρα, πως ο «σοσιαλισμός είναι ένα φρούτο που εισάγεται από το εξωτερικό». Αναδεικνύει τον αντικειμενικό χαρακτήρα της ταξικής πάλης που γεννιέται από την ίδια την αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας, την απόλυτη ανάγκη να συγκροτηθεί κόμμα της εργατικής τάξης ως «ξεχωριστό πολιτικό κόμμα […] ανεξάρτητα από όλα τα παλιά κόμματα, ανεξάρτητα από τις διάφορες ομάδες των κυρίαρχων τάξεων και στέκεται εχθρικά προς αυτές»11.
Εχει ιδιαίτερη επικαιρότητα η αναφορά του Ενγκελς στα καθήκοντα του εργατικού κινήματος στην Αμερική, αναδεικνύοντας τον ενιαίο και διεθνή χαρακτήρα των καθηκόντων του κόμματος της εργατικής τάξης, ανεξάρτητα σε ποιο κράτος αγωνίζεται, τις κοινές νομοτέλειες της ταξικής πάλης, την ανάγκη συγκρότησης κόμματος της εργατικής τάξης με σκοπό της ύπαρξής του την κατάκτηση της εξουσίας: «Οι αιτίες που δημιούργησαν το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στην εργατική τάξη και την τάξη των κεφαλαιοκρατών είναι οι ίδιες και στην Αμερική και στην Ευρώπη. Τα μέσα για το ξεπέρασμα αυτού του χάσματος είναι επίσης κοινά. Επομένως το πρόγραμμα του αμερικανικού προλεταριάτου πρέπει όσο το κίνημα αναπτύσσεται, να συμπίπτει όλο και περισσότερο με αυτό το γενικά αποδεκτό πρόγραμμα που προέκυψε μετά από εξήντα χρόνια καυγάδων και συζητήσεων. Θα διακηρύξει όπως και το ευρωπαϊκό πρόγραμμα, ως τελικό σκοπό την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη ως μέσο για την άμεση ιδιοποίηση όλων των μέσων παραγωγής - γη, σιδηρόδρομοι, ορυχεία, μηχανές κλπ. - από την κοινωνία και για την από κοινού χρήση αυτών των μέσων παραγωγής για λογαριασμό και προς όφελος όλων»12.
Και σήμερα αυτή η θεωρητική θέση είναι θεμελιακή για κάθε ΚΚ που διακηρύσσει ως ιδεολογία του το μαρξισμό-λενινισμό.
Στην πολιτική πάλη το κόμμα της εργατικής τάξης βρίσκεται συχνά αντιμέτωπο με αντιθέσεις μεταξύ τμημάτων της αστικής τάξης. Η τοποθέτηση απέναντι σε τέτοιες αντιθέσεις δεν είναι πάντα εύκολη, αφού προϋποθέτει πλήρη κατανόηση των πολιτικών συμφερόντων που εκφράζει κάθε πολιτική κίνηση, ομάδα διαφοροποίησης, κόμμα, πέραν των δημαγωγικών συνθημάτων, ακόμα και «σοσιαλιστικών». Χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα είναι εργαζόμενοι ενός κλάδου που συρρικνώνεται να βλέπουν ως λύση την επιδότηση, τη στήριξη των κεφαλαιοκρατών του κλάδου.
Στα μέσα του 19ου αιώνα στην Ευρώπη επιταχυνόταν η διαδικασία συγκρότησης καπιταλιστικών κρατών στη βάση της ενιαίας εθνικής αγοράς. Μεγάλο τμήμα της αστικής τάξης συσπειρωνόταν γύρω από το αίτημα του προστατευτισμού, δηλαδή της επιβολής δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα ως απαραίτητου μέσου για τη συγκρότηση της ενιαίας εθνικής αγοράς και το ξεπέρασμα της κατακερματισμένης οικονομικής δραστηριότητας. Αναμφισβήτητα ένα τμήμα του κεφαλαίου είχε συμφέρον από τον προστατευτισμό, ενώ άλλο τμήμα του, το πιο συγκεντρωμένο και διευρυμένο, είχε συμφέρον από το ελεύθερο εμπόριο. Για παράδειγμα, καπιταλιστές γης που παρήγαγαν σιτάρι ή βαμβάκι αντιδρούσαν στην ελεύθερη εισαγωγή αντίστοιχων φτηνότερων εμπορευμάτων. Αντίθετα, καπιταλιστές της μεταποιητικής βιομηχανίας είχαν συμφέρον από τη φτηνότερη εισαγόμενη αγροτική πρώτη ύλη. Τα ακριβότερα εγχώρια αγροτικά προϊόντα ανέβαζαν το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, άρα και τον αναγκαίο εργατικό μισθό, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ανταγωνιστικότητα των αντίστοιχα παραγομένων προϊόντων.
Ετσι η φαινομενικά «ανεξήγητη» αντίθεση τμημάτων του κεφαλαίου μιας χώρας απέναντι στον προστατευτισμό είναι απόλυτα εξηγήσιμη, όπως και φαινόμενα που έρχονται σε αντίθεση με μια «ορθολογική προσέγγιση». Χαρακτηριστικά τέτοια φαινόμενα σήμερα είναι η εξαγωγή κεφαλαίων, σε οποιαδήποτε μορφή τους, με στόχο το πρόσθετο κέρδος, την ίδια περίοδο που γίνεται συζήτηση για «έλλειψη ρευστότητας στην αγορά».
Τα δυο άρθρα του Ενγκελς που περιλαμβάνονται στη νέα έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής» επιγραφόμενα «Προστατευτικοί δασμοί ή σύστημα ελεύθερου εμπορίου» και «Προστατευτικοί δασμοί και ελεύθερο εμπόριο», γραμμένα στα 1847 και 1888 αντίστοιχα, αναδεικνύουν ότι καμιά από τις δύο πλευρές του διλήμματος «προστατευτισμός ή ελεύθερο εμπόριο» δε φέρνει βελτίωση στην κατάσταση της εργατικής τάξης, αν και η γενική τάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι το ελεύθερο εμπόριο.
Μετά τη διάλυση της Α΄ Διεθνούς ο Ενγκελς συνδέθηκε στενότερα με τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία σε σχέση με άλλα εργατικά κόμματα της περιόδου. Αυτή η περίοδος, όπως αποτυπώνεται και στο έργο του, έχει ξεχωριστή σημασία, αφού το εργατικό κόμμα βρέθηκε αντιμέτωπο με την εναλλαγή από το γερμανικό κράτος της πολιτικής διώξεων και ενσωμάτωσης. Παράλληλα ακολουθήθηκε πολιτική ορισμένων παροχών προς την εργατική τάξη.
Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Γερμανίας (SAPD) διαμορφώθηκε από την ένωση της Γενικής Γερμανικής Εργατικής Ενωσης (ADAV) των οπαδών του Λασάλ και του Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Εργατικού Κόμματος (SDAP) των Μπέμπελ και Λίμπκνεχτ, στο συνέδριο του 1875 στην πόλη Γκότα. Για αυτή τη συνένωση ασκήθηκε κριτική από τους Μαρξ και Ενγκελς, επειδή σημειώθηκε υποχώρηση στις ρεφορμιστικές θέσεις των Λασαλικών.13 Τον Οκτώβρη του 1878 ψηφίστηκε στη Γερμανία ο Εκτακτος Νόμος, γνωστός και ως «αντισοσιαλιστικός», που ίσχυσε έως το 1890. Τότε το SAPD μετονομάστηκε σε Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD).
Στην περίοδο ισχύος του αντισοσιαλιστικού νόμου απαγορευόταν στο SAPD να έχει οργανώσεις και να εκδίδει εφημερίδες. Σε αυτή την περίοδο της παρανομίας, ο Ενγκελς συνέδραμε αποφασιστικά με αρθρογραφία του στην παράνομη εφημερίδα του κόμματος «Σοσιαλδημοκράτης», η οποία τυπωνόταν στο εξωτερικό και διακινούνταν στη Γερμανία. Ο Ενγκελς επισημαίνει τους κινδύνους ενσωμάτωσης που προέκυπταν από την κοινοβουλευτική δραστηριότητα της προηγούμενης περιόδου, καθώς και τις αυταπάτες περί επικείμενης κατάκτησης της εξουσίας μέσω του γενικού εκλογικού δικαιώματος. Στις 21 Μάρτη 1879, μετά την εφαρμογή του αντισοσιαλιστικού νόμου, γράφει: «…η νόμιμη προπαγάνδα οδήγησε ωστόσο μερικούς να πιστεύουν ότι δεν χρειαζόταν να κάνουν τίποτα περισσότερο για να πετύχουν την τελική νίκη του προλεταριάτου. Αυτή η αντίληψη μπορούσε να γίνει επικίνδυνη σε μια χώρα με τόσο φτωχή επαναστατική παράδοση όπως η Γερμανία. Ευτυχώς η βίαιη δράση του Μπίσμαρκ και η δειλία της αστικής τάξης που τον στηρίζει άλλαξαν τα πράγματα. Οι γερμανοί εργάτες έμαθαν ποια είναι η αξία των συνταγματικών ελευθεριών, μόλις το προλεταριάτο επιτρέψει στον εαυτό του να τις πάρει στα σοβαρά και να τις χρησιμοποιήσει για να αντιπαλέψει την καπιταλιστική κυριαρχία»14.
Παρά τις απαγορεύσεις το SAPD είχε τη δυνατότητα να κατεβάζει υποψήφιους στις εκλογές για το Ράιχσταγκ και να εκλέγει βουλευτές. Στα χρόνια της εκτός νόμου κατάστασης αύξησε συνολικά την εκλογική του δύναμη και τους βουλευτές που εξέλεγε στο Ράιχσταγκ.
Η περίοδος της παρανομίας (1878-1890) προσέδωσε οργανωτική ικανότητα στο SΑPD, μεγάλωσε τη διείσδυσή του στις γραμμές της εργατικής τάξης. Ομως παρά τις προειδοποιήσεις του Ενγκελς οι κοινοβουλευτικές αυταπάτες δεν περιορίστηκαν, αντίθετα ενισχύθηκαν και στο τέλος κυριάρχησαν στο κόμμα. Ο Ενγκελς επεσήμαινε τον κίνδυνο του οπορτουνισμού πριν ακόμα από την άρση των μέτρων κατά των σοσιαλιστών (Σεπτέμβρης 1890), τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου. Αν και εκτιμούσε «σημαντική δύναμη» την κοινοβουλευτική ομάδα, έγραφε στο Βίλχελμ Λίμπκνεχτ πως δε θα έπρεπε να της παραχωρηθεί κάποια θέση, μέσω της οποίας θα κυριαρχούσε στην καθοδήγηση του κόμματος.15
Την ίδια περίοδο (1894-1895) κατατέθηκε και νέος αντισοσιαλιστικός νόμος, ο οποίος τελικά αποσύρθηκε.
Στη διαπάλη του με την ηγεσία του κόμματος ο Ενγκελς αναδεικνύει για ποιον πολύ ουσιαστικό λόγο δεν πρέπει το κόμμα της εργατικής τάξης να κάνει τέτοιες προσαρμογές στην πολιτική του που να το απομακρύνουν από το στρατηγικό του σκοπό:
«…Μια τέτοια πολιτική μπορεί απλούστατα να παραπλανήσει το Κόμμα. Προωθούν σε πρώτο πλάνο γενικά και αφηρημένα πολιτικά ζητήματα και με αυτό τον τρόπο συγκαλύπτουν τα άμεσα συγκεκριμένα ζητήματα που τίθενται από μόνα τους στην ημερήσια διάταξη με τα πρώτα μεγάλα γεγονότα, με την πρώτη πολιτική κρίση. Τι μπορεί να προκύψει απ’ εδώ εκτός από το ότι ξαφνικά στην αποφασιστική στιγμή το Κόμμα θα βρεθεί σε αδυναμία και θα επικρατεί σε αυτό ασάφεια και ασυμφωνία πάνω στα καθοριστικά ζητήματα, γιατί αυτά τα ζητήματα δεν είχαν συζητηθεί ποτέ […]
Αυτή η αγνόηση των μεγάλων, των θεμελιωδών απόψεων εξαιτίας των πρόσκαιρων συμφερόντων, αυτό το κυνηγητό των πρόσκαιρων επιτυχιών και ο αγώνας γι’ αυτές, χωρίς να υπολογίζονται οι συνέπειες που θα προκύψουν, αυτή η θυσία του μέλλοντος του κινήματος για χάρη του παρόντος - όλα αυτά μπορεί να προέρχονται και από “τίμια” κίνητρα. Είναι όμως οπορτουνισμός και παραμένει οπορτουνισμός, και ο τίμιος οπορτουνισμός είναι ίσως ο πιο επικίνδυνος απ’ όλους…»16.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΩΝ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ
Το ζήτημα της πολιτικής του κόμματος της εργατικής τάξης απέναντι στα μικροαστικά στρώματα και ιδιαίτερα αυτά της αγροτικής παραγωγής, απασχόλησε πολύ τους Μαρξ και Ενγκελς και αργότερα το Λένιν. Αφετηρία του προβληματισμού τους ήταν η δυνατότητα η εργατική τάξη να τραβήξει ή να ουδετεροποιήσει τμήματα αυτών των στρωμάτων στην πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού. Η εργασία του Ενγκελς «Το αγροτικό ζήτημα στη Γαλλία και τη Γερμανία»17 αναλύει την ταξική διαστρωμάτωση της αγροτιάς και αναδεικνύει την ανάγκη χάραξης πολιτικής προσέγγισης των εργατών γης, το ρόλο τους στην καθοδήγηση των φτωχών αγροτών.
Επίσης αναδεικνύει τους κινδύνους για το εργατικό κόμμα να ταυτιστεί με τα συμφέροντα της αστικής τάξης στην αγροτική παραγωγή, μέσω της υποστήριξης αιτημάτων που φαντάζουν προς όφελος όλων των αγροτών.
Αιτία για τη συγγραφή του συγκεκριμένου κειμένου στάθηκε η εισήγηση του βουλευτή Vollmar του SΑPD στο συνέδριό του το 1894, όπου εισηγήθηκε ρεφορμιστικές θέσεις.
Ο Ενγκελς, έχοντας υπόψη του τον παγκόσμιο ανταγωνισμό και τον κατακλυσμό της ευρωπαϊκής αγοράς από φτηνά σιτηρά, «τόσο φτηνά που κανένας ντόπιος παραγωγός δεν μπορεί να ανταγωνιστεί», επισημαίνει:
«Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι μικροί αγρότες αντιμετωπίζουν άμεσα και στον ίδιο βαθμό την καταστροφή. Και επειδή και οι δύο είναι ιδιοκτήτες γης και άνθρωποι της υπαίθρου, ο μεγαλοτσιφλικάς παρουσιάζεται σαν υπερασπιστής των συμφερόντων του μικρού αγρότη, κι ο μικρός αγρότης -σε γενικές γραμμές- δέχεται αυτόν τον υπερασπιστή». Αναδεικνύει την ανάγκη οι φτωχοί αγρότες να ταχθούν σε συμμαχία με την εργατική τάξη και κάτω από την ηγεσία της.
Στο ζήτημα της ιδιοκτησίας της γης αναδεικνύει την ανάγκη της κοινωνικοποίησής της, όπως αναφερόταν και στο Πρόγραμμα του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος της εποχής:
«…η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είναι δυνατή μόνο με δύο μορφές, είτε ως ατομική ιδιοκτησία -μορφή που δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά για όλους γενικά τους παραγωγούς και που καθημερινά γίνεται όλο και πιο αδύνατη με τη βιομηχανική πρόοδο- είτε πάλι ως κοινή ιδιοκτησία, μια μορφή που οι υλικές και πνευματικές προϋποθέσεις της έχουν δημιουργηθεί κιόλας από την ίδια την ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, και ότι επομένως το προλεταριάτο πρέπει να παλέψει με όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του για να περάσουν τα μέσα παραγωγής σε κοινή ιδιοκτησία»18.
Αυτή η προοπτική είναι νομοτελειακή γιατί είναι ιστορικά καταδικασμένη η επιβίωση του μικροαγρότη και του μικροϊδιοκτήτη παραγωγού στα πλαίσια του καπιταλισμού. Ο Ενγκελς αναδεικνύει τη δυνατότητα σταδιακής ένταξης του μικροπαραγωγού στην άμεσα κοινωνική παραγωγή, τη μόνη δυνατή συμφέρουσα προοπτική. Σε αυτό έγκειται και η συνειδητοποίηση της θέσης:
«Ο σοσιαλισμός δεν έχει κανένα συμφέρον από τη διατήρησή της (ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής), αλλά αντίθετα έχει συμφέρον από την εξάλειψή της γιατί εκεί που υπάρχει και στο μέτρο που υπάρχει κάνει αδύνατη την κοινή ιδιοκτησία»19.
Στη συλλογή δημοσιεύεται και το άρθρο του Κ. Μαρξ με τίτλο «Για την εθνικοποίηση της γης», γραμμένο το 1872, που αναδεικνύει την κοινωνική ιδιοκτησία της γης ως απαραίτητο όρο για την οργάνωση της παραγωγής σε κοινωνική κλίμακα για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών.
ΓΙΑ ΤΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ
ΚΑΙ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Οι Μαρξ και Ενγκελς, στην «Ανασκόπηση (Μάης - Οκτώβρης 1850)», επιχειρούν μια κωδικοποίηση γεγονότων και συμπερασμάτων της περιόδου που κυοφόρησε τις επαναστάσεις του 1848. Προβάλλεται η σύνδεση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης με την εκδήλωση εργατικής επανάστασης:
«Με τη γενική ευημερία, στην οποία οι παραγωγικές δυνάμεις της αστικής κοινωνίας αναπτύσσονται τόσο πλούσια όσο είναι γενικά δυνατό μέσα στο πλαίσιο των αστικών σχέσεων, δεν μπορεί να γίνει λόγος για καμιά επανάσταση. Μια τέτοια επανάσταση είναι δυνατή μόνο στις περιόδους στις οποίες αυτοί οι δύο παράγοντες, οι σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις και οι σχέσεις παραγωγής έρχονται σε αντίφαση μεταξύ τους. [...] Μια νέα επανάσταση είναι δυνατή μόνο ως συνέπεια μιας νέας κρίσης. Είναι ωστόσο τόσο σίγουρη όσο και αυτή η κρίση…»20.
Με τη διατύπωση για αντίφαση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής, στο παραπάνω απόσπασμα, εννοείται η οξυμένη εκδήλωση της αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας κατά τη φάση της ύφεσης, αν και αυτή ενυπάρχει σε όλες τις φάσεις του κύκλου, όπως προκύπτει και από ολόκληρο το έργο των Μαρξ και Ενγκελς. Αν και ιστορικά όλες οι οικονομικές κρίσεις δε συνδέθηκαν με επαναστάσεις, δυνητικά μπορούν να οδηγήσουν σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης.
Στο ίδιο κείμενο ο οικονομικός ανταγωνισμός συνδέεται με το πιθανό ενδεχόμενο μια πολεμικής αναμέτρησης. Ο πόλεμος αποτελεί συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα και οι ρίζες του φαινόμενου βρίσκονται στο ίδιο το σύστημα των οικονομικών σχέσεων και ανταγωνισμών. Αναμφισβήτητα ο πόλεμος αποτελεί μια απότομη καμπή στην ιστορία. Ηδη από την εποχή των Μαρξ και Ενγκελς το 1870, ο γαλλοπρωσικός πόλεμος οδήγησε στην Κομμούνα του Παρισιού, όπου η εργατική τάξη πήρε την εξουσία για 70 ημέρες.
Το φαινόμενο του πολέμου απασχόλησε τον Ενγκελς από πολλές απόψεις, διαπιστώνοντας την τάση που γεννιέται από τον οξύτατο ανταγωνισμό στην εποχή των μονοπωλίων, στην εποχή της όξυνσης όλων των αντιθέσεων. Πρόβλεψε ως τάση την έκρηξη ενός γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου, πρωτόγνωρα καταστρεπτικού και με μοναδική πραγματική διέξοδο τη νίκη της εργατικής τάξης.
Ετσι το 1887 στον πρόλογο μιας μπροσούρας έγραψε:
«Για την Πρωσία - Γερμανία τώρα πια δεν μπορεί να υπάρξει άλλος πόλεμος από τον παγκόσμιο πόλεμο και αυτός θα ήταν ένας παγκόσμιος πόλεμος με πρωτοφανείς διαστάσεις, με πρωτοφανή ένταση. Οκτώ ως δέκα εκατομμύρια στρατιώτες θα πνίγουν ο ένας τον άλλο και θα ερημώνουν ολόκληρη την Ευρώπη σε βαθμό που δεν την ερήμωσαν ποτέ ως τώρα τα σύννεφα της ακρίδας [...] αδύνατο να προβλέψει κάποιος πώς θα τελειώσουν όλα αυτά και ποιος θα βγει νικητής από τον αγώνα, μόνο ένα αποτέλεσμα είναι απόλυτα αναμφισβήτητο: η γενική εξάντληση και η δημιουργία των προϋποθέσεων για την οριστική νίκη της εργατικής τάξης»21.
Ο Λένιν, σε άρθρο του το καλοκαίρι του 1918, παρουσιάζει το παραπάνω κείμενο με τον τίτλο «προφητικά λόγια», με την έννοια της επιστημονικής πρόβλεψης, η οποία επιβεβαιώθηκε 27 χρόνια αργότερα με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον Αύγουστο του 1914 και τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία, με την έξοδό της από τον πόλεμο, το 1917.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η παρακολούθηση της επιστημονικής μεθόδου διείσδυσης από την επιφάνεια στην ουσία των φαινομένων, όπως αναδεικνύεται από όλα τα κείμενα της συλλογής, αποδεικνύει τη ζωντάνια της επαναστατικής θεωρίας της εργατικής τάξης, τη χρησιμότητα και επικαιρότητα της νέας έκδοσης, τη συμβολή της στη σύγχρονη ιδεολογική πάλη.
Η ιδεολογική υποχώρηση του κομμουνιστικού κινήματος, λόγω της ιστορικά προσωρινής ήττας του, με την εκτεταμένη αντεπαναστατική καπιταλιστική παλινόρθωση, αντικειμενικά είναι προσωρινή, αφού δεν απαλλάσσει τον καπιταλισμό από τις εσωτερικές του αντιφάσεις.
Το κυριότερο είναι η ανασύνταξη των εργατικών επαναστατικών δυνάμεων, η ιδεολογική - πολιτική και οργανωτική ανασυγκρότηση των ΚΚ, απαλλαγμένων απ’ όλα την παλιά και νέα οπορτουνιστική σκουριά.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
* Ο Φάνης Παρρής είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.
1. Φρ. Ενγκελς: «Κείμενα για την οικονομία και την πολιτική», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 76.
2. Φρ. Ενγκελς: «Κείμενα για την οικονομία και την πολιτική», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 82.
3. Ο.π.
4. Φρ. Ενγκελς: «Κείμενα για την οικονομία και την πολιτική», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 67.
5. Ο.π., σελ. 67-68.
6. Φρ. Ενγκελς: «Κείμενα για την οικονομία και την πολιτική», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 69.
7. Ο.π., σελ. 204.
8. Ο.π., σελ. 135
9. Οπως δημοσιεύτεται στο Β. Ι. Λένιν: «Τι να κάνουμε;», «Απαντα», τ. 6, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 27.
10. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», τ. 2, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 6.
11. Φρ. Ενγκελς: «Κείμενα για την οικονομία και την πολιτική», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 90-91.
12. Ο.π., σελ. 92.
13. Κ. Μαρξ: «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».
14. Φρ. Ενγκελς: «Ο νόμος εναντίoν των σοσιαλιστών στη Γερμανία - Η κατάσταση στη Ρωσία», Marx Engels Collected Works, τ.24, σελ. 251-252.
15. Ούρλιχ Χούαρ - Γκούντρουν Φέχνερ: «Ο Μαρξ και ο Ενγκελς για την πολιτική», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 205.
16. Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς: «Απαντα», 2η ρωσική έκδοση, τ. 22, σελ 237 ή στο Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και επανάσταση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ 86.
17. Φρ. Ενγκελς: «Κείμενα για την οικονομία και την πολιτική», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 153-188.
18. Φρ. Ενγκελς: «Κείμενα για την οικονομία και την πολιτική», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 166.
19. Φρ. Ενγκελς: «Κείμενα για την οικονομία και την πολιτική», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 166.
20. Ο.π., σελ. 55.
21. Οπως δημοσιεύεται στο Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», τ. 36, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 472 -473.
Το Δεκέμβρη του 2010 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» νέα συλλογή κειμένων του Φρίντριχ Ενγκελς με τίτλο «Κείμενα για την οικονομία και την πολιτική», έκδοση αφιερωμένη στα 190 χρόνια από τη γέννησή του. Το κοινό χαρακτηριστικό όλων των κειμένων που περιλαμβάνονται στην έκδοση είναι η εκτίμηση των οικονομικών εξελίξεων σχεδόν ολόκληρου του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και της αντανάκλασής τους στο πολιτικό επίπεδο, στις πολιτικές επιδιώξεις των διαφόρων τάξεων, στην ταξική πάλη, στην ιδεολογικοπολιτική διαπάλη της εποχής.
Η επικαιρότητα αυτής της έκδοσης οφείλεται στις αναφορές των κειμένων της σε οικονομικές κρίσεις που εκδηλώθηκαν στον καπιταλισμό και στα ζητήματα πολιτικής στάσης του εργατικού κινήματος.
Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΥΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ
ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ
Στη φάση της παραγωγικής ύφεσης οι ενυπάρχουσες αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος παίρνουν νέες διαστάσεις, η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και η απότομη επιδείνωση της ζωής της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων γενικότερα. Παρά την οξυμμένη και με ένταση εκδήλωση αυτού του φαινόμενου, οι αντίστοιχες διεργασίες στη συνείδηση της εργατικής τάξης δε γίνονται αυτόματα, δηλαδή δε συνδέεται αυθόρμητα η κρίση με τις οικονομικές νομοτέλειες, τις αιτίες που σχετίζονται με την αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την καπιταλιστική ιδιοποίηση ενός μέρους του παραγόμενου προϊόντος της. Αυτό συμβαίνει γιατί η οικονομική κυριαρχία της τάξης των καπιταλιστών αναπαράγεται με την πολιτική εξουσία τους, μέρος της οποίας είναι και η ιδεολογικοπολιτική χειραγώγηση της εργατικής τάξης.
Η καπιταλιστική ιδεολογία και πολιτική παρουσιάζει ανεστραμμένη τη σχέση οικονομίας - πολιτικής. Χαρακτηριστικές είναι οι ερμηνείες της σημερινής κρίσης, ότι για την παρούσα οικονομική κρίση στην Ελλάδα ευθύνονται λαθεμένες πολιτικές επιλογές προηγούμενων κυβερνήσεων ή και συνολικά η πολιτική διαχείριση όλης της περιόδου της μεταπολίτευσης. Με αυτό τον τρόπο δικαιολογείται η πολιτική συρρίκνωσης του εργατικού και λαϊκού εισοδήματος, των κοινωνικών κατακτήσεων στην υγεία, την παιδεία, την κοινωνική ασφάλιση, ως δήθεν αναγκαστική προσαρμογή στη χαμηλότερη ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας στην ευρωπαϊκή και διεθνή αγορά.
Η αλήθεια είναι ότι η αστική πολιτική διαχείριση σίγουρα συμβάλλει στην κρίση και -ανεξάρτητα από το «μίγμα» που ακολουθεί- είναι πολιτική εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, σε φάση ανόδου ή ύφεσης στον οικονομικό κύκλο. Η ανάγκη αναδιατάξεων στο αστικό πολιτικό σύστημα, οι διαφωνίες και οι αντιπαραθέσεις στους κόλπους της αστικής τάξης δεν μπορούν να κατανοηθούν χωρίς τη γνώση των νομοτελειακών τάσεων του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, της ανισομετρίας και της αναπαραγωγής, της διαφορετικής επίδρασής τους σε διαφορετικά τμήματα της αστικής τάξης, ακόμα και στην ίδια τη χώρα.
Οι καπιταλιστές και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι δεν πρόκειται να παραδεχτούν πως η ίδια η καπιταλιστική παραγωγή εμπεριέχει στο DNA της το φαινόμενο των κρίσεων. Ομως και ο ίδιος ο τρόπος εκδήλωσης του φαινόμενου της κρίσης συσκοτίζει την αποκάλυψη των αιτιών της, αφού σε γενικές γραμμές έχει προηγηθεί περίοδος καπιταλιστικής ανάπτυξης και ορισμένης σχετικά γενικής ευφορίας και λαϊκών αυταπατών. Επίσης στην περίοδο της κρίσης, εκτός από το χτύπημα του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης, καταστρέφονται και καπιταλιστές μικρότεροι αλλά και μεγαλύτεροι, με αποτέλεσμα να συσκοτίζεται ο χαρακτήρας της κρίσης.
Παρακολουθώντας τις εξελίξεις γίνεται κατανοητό ότι η διαλεκτική-υλιστική προσέγγιση της σχέσης οικονομίας-πολιτικής είναι θεμελιακό στοιχείο της ταξικής πάλης.Η αναγνώριση του καθοριστικού ρόλου της οικονομίας, δηλαδή των σχέσεων παραγωγής - κατανομής στη διαμόρφωση του πολιτικού-ιδεολογικού εποικοδομήματος της κοινωνίας, αποτελεί βασική αρχή του ιστορικού υλισμού.
Η διαλεκτική σχέση οικονομίας-πολιτικής αποτέλεσε θεμελιακό στοιχείο του ιστορικού υλισμού, της αποκάλυψης ότι η αντίθεση ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τις ιστορικά διαμορφωμένες σχέσεις παραγωγής αποτελεί τη βάση κίνησης της κοινωνικής εξέλιξης και στις ταξικές κοινωνίες εκφράζεται με την ταξική πάλη.
Στον προωθητικό ρόλο της ταξικής πάλης στην κοινωνική εξέλιξη είχαν αναφερθεί διανοητές, κυρίως Γάλλοι, στα 1820-1830. Η καθοριστική όμως συμβολή των Μαρξ και Ενγκελς στην ανάπτυξη του επαναστατικού εργατικού κινήματος είναι ότι τεκμηρίωσαν επιστημονικά ότι η ταξική πάλη υπόκειται σε συγκεκριμένες νομοτέλειες της κοινωνικής ανάπτυξης και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο η ταξική πάλη νομοτελειακά οδηγεί στην εξουσία της εργατικής τάξης - τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Η συγκεκριμένη μελέτη της καπιταλιστικής οικονομίας με τις έρευνες του Μαρξ και τη συγγραφή του έργου «Το Κεφάλαιο» έθεσε σε απόλυτα στέρεο επιστημονικό έδαφος τα πορίσματα της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Η αποκάλυψη του νόμου της υπεραξίας και της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης είναι που έδωσε στην εργατική τάξη την επιστημονική θεωρία που αποκάλυπτε τις νομοτέλειες της κίνησης και του ιστορικού θανάτου του καπιταλισμού. Η αποκάλυψη του μηχανισμού της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης έκανε καθαρό πως ο καπιταλισμός δεν «εξανθρωπίζεται», δε βελτιώνεται, απέδειξε πως η μαζική προλεταριοποίηση, η σχετική και απόλυτη εξαθλίωση, είναι τα αναγκαία αποτελέσματα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ότι η βελτίωση όρων ζωής της εργατικής τάξης είναι ένα σχετικά παροδικό στοιχείο, ενώ η τάση για αύξηση της εκμετάλλευσης και συμπίεση της τιμής της εργατικής δύναμης είναι το απόλυτο και σταθερό στοιχείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αποκαλύφθηκε το αναπόφευκτο των κρίσεων, αποδείχτηκε η δυνατότητα και αναγκαιότητα της επανάστασης για την ανατροπή του καπιταλισμού.
Με δεδομένη την ανώτερη συνεισφορά του Μαρξ που με κάθε ευκαιρία τόνιζε και ο Ενγκελς, στην πραγματικότητα το έργο τους είναι αξεχώριστο, αφού και οι δύο από κοινού επεξεργάστηκαν και ανέπτυξαν την επαναστατική θεωρία της εργατικής τάξης. Αρκετά έργα φέρουν την υπογραφή και των δύο, ενώ κατά τη συγγραφή άλλων έργων υπήρχε μεταξύ τους σχεδόν καθημερινή συνεργασία και ανταλλαγή απόψεων για την πορεία των ερευνών.
ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ - ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ,
ΒΑΣΗΣ - ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑΤΟΣ
Ο Ενγκελς, στο γράμμα του στον Κόνραντ Σμιθ που δημοσιεύεται στη συλλογή κειμένων της «Σύγχρονης Εποχής», με αφετηρία τον καθοριστικό ρόλο της οικονομίας στην πολιτική, αναλύει τη διαλεκτική αλληλεπίδρασή τους, τις συνθήκες στις οποίες σχετικά αυτονομείται η πολιτική: «Η αντεπίδραση της πολιτικής εξουσίας στην οικονομική ανάπτυξη μπορεί να είναι τριών ειδών: Μπορεί να κινείται στην ίδια κατεύθυνση, οπότε και την επιταχύνει, μπορεί να κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση, οπότε και μακροπρόθεσμα θα χρεοκοπήσει σε κάθε μεγάλο λαό, ή μπορεί να ξεστρατίσει την οικονομική ανάπτυξη από συγκεκριμένες κατευθύνσεις και να της επιβάλει άλλες - αυτή η περίπτωση ανάγεται σε τελική ανάλυση σε μία από τις δύο προηγούμενες περιπτώσεις»1.
Αναδεικνύει επίσης την επίδραση στις οικονομικές σχέσεις μορφών της κυρίαρχης κοινωνικής συνείδησης, όπως είναι το δίκαιο, το οποίο βεβαίως βασίζεται στις δοσμένες σχέσεις παραγωγής, ενώ επισημαίνει και άλλες μορφές (θρησκεία, έθιμα κλπ.) που επιδρούν στην οικονομία, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν την καθορίζουν. Τέτοιες επιδράσεις, κατοχυρωμένες και με πολιτικές αποφάσεις, θα συναντήσουμε και στο σύγχρονο καπιταλισμό. Για παράδειγμα, μια επίσημη θρησκευτική ή άλλη αργία αποτελεί και οικονομικό γεγονός που όμως δεν καθορίζεται από οικονομικά αίτια.
Ολα τα παραπάνω ο Ενγκελς τα τοποθετεί στα πλαίσια καθορισμένων σχέσεων παραγωγής ως παράγοντες που έχουν ορισμένη επίδραση στην οικονομία, αλλά δεν καθορίζουν -δεν αλλάζουν το βασικό- τις σχέσεις παραγωγής-κατανομής. Απαντώντας σε όσους τον κατηγορούσαν ότι παραγνώριζε τη διαλεκτική σχέση οικονομίας - πολιτικής, αναδεικνύει τον καθοριστικό ρόλο της οικονομίας: «Αυτό που λείπει σε αυτούς τους κυρίους είναι η διαλεκτική. Το μόνο που βλέπουν πάντα είναι εδώ αιτία εκεί αποτέλεσμα. Οτι αυτό αποτελεί υψηλή αφαίρεση, ότι στον πραγματικό κόσμο τέτοιες μεταφυσικές πολικές αντιθέσεις υπάρχουν μόνο στις κρίσεις, ότι ολόκληρη η τεράστια πορεία γίνεται όμως με τη μορφή της αλληλεπίδρασης -αν και της αλληλεπίδρασης άνισων δυνάμεων από τις οποίες η οικονομική κίνηση είναι με διαφορά η πιο ισχυρή, η πιο θεμελιώδης και η πιο αποφασιστική- ότι εδώ τα πάντα είναι σχετικά και τίποτα δεν είναι απόλυτο, όλα αυτά απλά δεν τα βλέπουν καθόλου, γι’ αυτούς ο Χέγκελ δεν υπήρξε ποτέ»2.
Ο Ενγκελς αναδεικνύει τον ενεργητικό ρόλο της πολιτικής στην οικονομία ως επαναστατικής πράξης, τη δυνατότητα κατάργησης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής με προλεταριακή επανάσταση και την οικοδόμηση σχέσεων κοινωνικής ιδιοκτησίας από την εξουσία της εργατικής τάξης, υπό την προϋπόθεση ότι κυοφορήθηκε ως υλική δυνατότητα μέσα στον καπιταλισμό.
Σε όσους τον κατηγορούσαν (όπως και το Μαρξ) πως δήθεν δεν έβλεπαν τον ενεργητικό ρόλο της πολιτικής, απαντούσε: «…γιατί αγωνιζόμαστε άραγε για την πολιτική δικτατορία του προλεταριάτου, αν η πολιτική εξουσία είναι οικονομικά ανήμπορη; Η βία (δηλαδή η κρατική εξουσία) είναι και οικονομική ισχύς!»3.
ΣΤΟΝ ΠΡΟΘΑΛΑΜΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ
Οι υλικές συνθήκες για την ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης, δηλαδή την κατάργηση της ατομικής εκμεταλλευτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής με την κατάκτηση της εξουσίας, ωρίμασαν στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα με το πέρασμα της ατομικής ιδιοκτησίας στην εταιρική (μετοχή) μορφή της και την εμφάνιση γιγαντιαίων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, των μονοπωλίων. Ο Ενγκελς έζησε και έδρασε έως τον Αύγουστο του 1895, με αποτέλεσμα να ερευνήσει και να ερμηνεύσει πολλά από τα νέα στοιχεία εκείνης της περιόδου, που εμπλουτίζουν το συγγραφικό του έργο. Ορισμένα στοιχεία εντάσσονται στο 2ο και ιδιαίτερα στον 3ο τόμο του Κεφαλαίου, που την επιμέλεια και έκδοσή τους ανέλαβε ο Ενγκελς μετά το θάνατο του Μαρξ το 1883.
Χαρακτηριστική χρονολογία για την έναρξη της εποχής που οδήγησε στην επικράτηση των μονοπωλίων είναι το 1873, χρονιά κατά την οποία σημειώθηκε μεγάλη οικονομική καπιταλιστική κρίση, ενώ η οικονομική άνοδος που παρουσιάστηκε το 1880 δεν κράτησε πολύ και νέα κρίση ξέσπασε στα 1882-1886 με πιο έντονη εκδήλωσή της στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1890 ξέσπασε νέα κρίση κυρίως στην Ευρώπη. Στη συνέχεια ακολούθησε τεράστια συγκέντρωση της παραγωγής, αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, τεχνικός επανεξοπλισμός της παραγωγής με την εισαγωγή τεχνολογιών στηριγμένων σε νέες επιστημονικές ανακαλύψεις. Για παράδειγμα ο ατμοστρόβιλος αντικατέστησε την εμβολοφόρα ατμομηχανή, στην ηλεκτροπαραγωγή εισήχθηκε η στροβιλογεννήτρια, επεκτάθηκε η χρήση της ηλεκτροκίνησης, ενώ για το μοντάρισμα μεταλλικών κατασκευών άρχισε να εφαρμόζεται η ηλεκτροσυγκόλληση. Την ίδια περίοδο, όπως επισημαίνει ο Ενγκελς και στον «Επίλογο» του 3ου τόμου του Κεφαλαίου, το χρηματιστήριο άρχισε να παίζει νέο ρόλο.
Στο άρθρο του με τίτλο «Η Αγγλία το 1845 και το 1885», γραμμένο το Φλεβάρη 1885, ο Ενγκελς καταγράφει αλλαγές στο συσχετισμό δυνάμεων που συντελούνται αυτή την περίοδο. Στην αρχή αυτής της περιόδου η Αγγλία ήταν η πρώτη παγκόσμια βιομηχανική δύναμη, ενώ στο τέλος αυτής της περιόδου είχε προ πολλού «σπάσει» το βιομηχανικό μονοπώλιό της. Η μελέτη αυτής της περιόδου δείχνει την ιστορική κίνηση της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης που οδηγεί σε ανακατατάξεις αλλά και οξύτατους ανταγωνισμούς. Χαρακτηριστική για την κατάσταση της Αγγλίας υπήρξε η περίοδος στασιμότητας μετά από περιόδους κρίσεων και υφέσεων: «Από το 1876 βιώνουμε ένα χρόνιο μαράζωμα όλων των βασικών βιομηχανικών κλάδων. Δεν επέρχεται ούτε η ολοκληρωτική κατάρρευση ούτε η πολυπόθητη εποχή της βιομηχανικής άνθησης στην οποία πιστεύαμε ότι είχαμε δικαίωμα, τόσο πριν όσο και μετά το κραχ. Μια θανάσιμη πίεση, ένα χρόνιο παραγέμισμα όλων των αγορών σε όλους τους κλάδους, αυτή είναι η κατάσταση που διανύουμε εδώ και σχεδόν δέκα χρόνια»4.
Είναι χρήσιμη για να εξηγήσουμε τις σημερινές κυοφορούμενες και συντελούμενες ανακατατάξεις, η τοποθέτηση του Ενγκελς για τη διεθνοποίηση της καπιταλιστικής αγοράς:
«Η θεωρία του ελεύθερου εμπορίου στηρίζεται σε μια υπόθεση: Οτι η Αγγλία θα έπρεπε να γίνει το μοναδικό μεγάλο βιομηχανικό κέντρο ενός αγροτικού κόσμου. Τα γεγονότα, όμως, έχουν διαψεύσει πλήρως αυτή την υπόθεση. Οι όροι της σύγχρονης βιομηχανίας, η δύναμη του ατμού και οι μηχανές, μπορούν να παραχθούν οπουδήποτε υπάρχει καύσιμη ύλη, δηλαδή άνθρακας, και αρκετές χώρες εκτός από την Αγγλία διαθέτουν άνθρακα: Η Αγγλία, η Γερμανία, το Βέλγιο, η Αμερική, ακόμα και η Ρωσία. […] Αρχισαν να παράγουν προϊόντα όχι μόνο για τους εαυτούς τους, αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο, με συνέπεια να σπάσει μια για πάντα το βιομηχανικό μονοπώλιο της Αγγλίας που είχε διαρκέσει σχεδόν έναν αιώνα»5.
Σχετικά με το τι σηματοδοτεί το φαινόμενο της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου στην Αγγλία και της δυσκολίας να βρει κερδοφόρα διέξοδο, επισημαίνει:
«Η καπιταλιστική παραγωγή δεν μπορεί να μένει στάσιμη, πρέπει να μεγαλώνει και να επεκτείνεται, αλλιώς πρέπει να πεθάνει. Ακόμα και τώρα, ο απλός περιορισμός της αγγλικής μερίδας του λέοντος στην προμήθεια της παγκόσμιας αγοράς μεταφράζεται σε βάλτωμα, εξαθλίωση, υπερπληθώρα κεφαλαίου εδώ, υπερπληθώρα ανέργων εργατών εκεί. Τι θα γίνει αν η αύξηση της ετήσιας παραγωγής φτάσει σε επίπεδα πλήρους στασιμότητας; Εδώ είναι η τρωτή αχίλλειος πτέρνα της καπιταλιστικής παραγωγής. Η αναγκαιότητα συνεχούς επέκτασης αποτελεί όρο ζωής γι’ αυτήν και αυτή η διαρκής επέκταση καθίσταται τώρα ανέφικτη. Η καπιταλιστική παραγωγή καταλήγει σε αδιέξοδο. Κάθε χρόνος φέρνει την Αγγλία όλο και περισσότερο μπροστά στο ερώτημα: ή το έθνος θα καταστραφεί ή η καπιταλιστική παραγωγή»6.
Στο άρθρο με τίτλο «Απαραίτητες και περιττές κοινωνικές τάξεις» γραμμένο το 1888, αναδεικνύει το πέρασμα των κεφαλαιοκρατών σε παρασιτικό ρόλο, σε τάξη η οποία όχι μόνο δεν είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη της παραγωγής αλλά γίνεται και επιζήμια: «…στην πραγματικότητα η μόνη λειτουργία που απέμεινε στους καπιταλιστές ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων είναι ο χαλαρός και τις περισσότερες φορές επιφανειακός έλεγχος. Ετσι βλέπουμε ότι στην πραγματικότητα στους καπιταλιστές ιδιοκτήτες αυτών των τεράστιων επιχειρήσεων δεν έχει απομείνει καμιά άλλη δραστηριότητα εκτός από το να εξαργυρώνουν τα εξαμηνιαία εντάλματα των μερισμάτων. Η κοινωνική λειτουργία του καπιταλιστή έχει μεταφερθεί σε μισθωτούς υπηρέτες, παρόλα αυτά, ο καπιταλιστής συνεχίζει να τσεπώνει, με τη μορφή των μερισμάτων του, την πληρωμή γι’ αυτές τις λειτουργίες, παρόλο που έχει σταματήσει να τις εκτελεί»7.
Ο Ενγκελς αναδεικνύει την ορμητική ανάπτυξη της διεθνούς καπιταλιστικής αγοράς, η οποία εξαναγκάζει πολλά κράτη στο ελεύθερο εμπόριο, πριν ακόμα οι βιομηχανίες τους γίνουν αρκετά ισχυρές ώστε να ανταπεξέλθουν στο διεθνή ανταγωνισμό. Το παράδειγμα της Αγγλίας, η οποία προπορευόταν στη βιομηχανική ανάπτυξη και είχε συγκριτικό πλεονέκτημα από το ελεύθερο εμπόριο έναντι όλων των άλλων ανερχόμενων βιομηχανικών δυνάμεων, δεν μπορούσε να ισχύσει με την ίδια μορφή και στις άλλες χώρες. Αναφέρει χαρακτηριστικά το παράδειγμα του ισχυρά προστατευόμενου από το γαλλικό κράτος βελούδινου υφάσματος, που όμως ένα μέρος του (η πίσω όψη) κατασκευαζόταν από πρωσικής προέλευσης λεπτό βαμβακερό νήμα με φτηνότερο κόστος και έτσι Γάλλοι βιομήχανοι παρέκαμπταν το σύστημα των δασμών με το να μετατοπίζουν τις βιομηχανίες τους στην ανεξάρτητη πρωσική πόλη Κρέφελντ.8
Βλέπουμε λοιπόν ότι το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο, όπως το παρουσιάζουν σήμερα. Και βέβαια δεν μπορεί να νοηθεί απομόνωση μιας «εθνικής» καπιταλιστικής αγοράς από τη διεθνή καπιταλιστική αγορά. Κάτι τέτοιο είναι ακόμα πιο αδύνατο στις μέρες μας, σε συνθήκες πολύ μεγαλύτερης συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, γεγονός που εκφράζεται με ακόμη μεγαλύτερη όξυνση του διεθνούς ανταγωνισμού, καθώς και των επακόλουθων αλληλεξαρτήσεων μεταξύ των διαφόρων αστικών τάξεων, των αλληλεπιδράσεων από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης σε κάποια μεγάλη καπιταλιστική οικονομία.
ΓΙΑ ΤΙΣ ΝΟΜΟΤΕΛΕΙΕΣ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ
Το 1874, στον πρόλογο του έργου του «Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία», ο Ενγκελς έγραφε για τη συνθετότητα (τις τρεις κατευθύνσεις) της ταξικής πάλης και τη σημασία της θεωρητικής-επιστημονικής αυστηρότητας στην προσέγγιση των ζητημάτων της: «…πάλη και προς τις τρεις κατευθύνσεις της - τη θεωρητική, την πολιτική και την πραχτικοοικονομική (αντίσταση ενάντια στους κεφαλαιοκράτες)- διεξάγεται προγραμματισμένα, με συνοχή και σύστημα. Σ’ αυτή ακριβώς τη συγκεντρωτική, θα λέγαμε, επίθεση βρίσκεται η δύναμη και το ακατανίκητο του γερμανικού κινήματος. […]
Ιδιαίτερα καθήκον των ηγετών θα είναι να εμβαθύνουν όλο και περισσότερο σ’ όλα τα θεωρητικά προβλήματα, ν’ απαλλάσσονται όλο και περισσότερο από την επίδραση της πατροπαράδοτης φρασεολογίας που κληρονομήθηκε από την παλιά κοσμοθεωρία, και να έχουν πάντα υπόψη τους ότι ο σοσιαλισμός από τότε που έγινε επιστήμη, απαιτεί να τον μεταχειρίζονται ως επιστήμη, δηλ. να τον μελετούν. Η συνείδηση αυτών των καθηκόντων που θα αποκτιέται κατ’ αυτόν τον τρόπο και θα φωτίζεται συνεχώς, πρέπει να διαδίδεται με όλο και μεγαλύτερο ζήλο μέσα στους εργάτες και να δένεται όλο και πιο σφιχτά η οργάνωση τόσο του Κόμματος όσο και των επαγγελματικών συνδικάτων…»9.
Πρόκειται για θέση εξαιρετικής σημασίας και επικαιρότητας. Η μελέτη και ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας από το κόμμα της εργατικής τάξης είναι αναπόσπαστο στοιχείο του επαναστατικού του χαρακτήρα και η διάδοσή της στις εργατικές δυνάμεις αποτελεί όπλο στην πάλη με τον οπορτουνισμό, στη θωράκιση απέναντι στις πιέσεις για προσαρμογή - ενσωμάτωση στο σύστημα.
Από την εποχή συγγραφής των έργων θεμελίωσης του επιστημονικού κομμουνισμού προβάλλει η αναγκαιότητα πολιτικού διαχωρισμού της εργατικής από την αστική τάξη, με τη συγκρότηση του δικού της επαναστατικού κόμματος, μέσω του οποίου συγκροτείται σε τάξη για τον εαυτό της. Φυσικά, όπως το έχει αποδείξει και η ιστορία, ο ρόλος του κόμματος της εργατικής τάξης δεν είναι διασφαλισμένος με τη συγκρότησή του και μόνο.
Για τις δυσκολίες διαχωρισμού της εργατικής τάξης και των ηγετών της από τις επιδιώξεις της αστικής τάξης, ο Λένιν επισημαίνει ότι «…υπήρχαν πολλοί άνθρωποι με ταλέντο και χωρίς ταλέντο, τίμιοι και μη τίμιοι που συνεπαρμένοι από την πάλη για την πολιτική ελευθερία, από την πάλη ενάντια στην απολυταρχία των βασιλιάδων, της αστυνομίας και των παπάδων δεν έβλεπαν την αντίθεση των συμφερόντων της αστικής τάξης και του προλεταριάτου»10.
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα μετά την Κομμούνα του Παρισιού (1871), παρόλο που η αστική τάξη έχασε τον επαναστατικό (απέναντι στη φεουδαρχία) χαρακτήρα της, ισχυροποιήθηκε η τάση το εργατικό κίνημα να ακολουθεί ως ουρά τις αστικές επιδιώξεις. Η δυναμική της καπιταλιστικής ανάπτυξης δημιουργούσε αυταπάτες για σταθερή ανοδική πορεία της εργατικής τάξης, ενώ μοχλός πίεσης κι ενσωμάτωσης γίνονταν τα καλύτερα αμειβόμενα στρώματα της εργατικής τάξης, η εργατική αριστοκρατία. Αυτό είχε αντανάκλαση και στα κόμματα της εργατικής τάξης, παρόλο που διακήρυτταν το μαρξισμό ως θεωρία τους.
Στο άρθρο με τίτλο «Ενα εργατικό Κόμμα», γραμμένο το 1881 για την εφημερίδα των βρετανικών συνδικάτων, ο Ενγκελς αναδεικνύει τις δυσκολίες ανάπτυξης της ταξικής πάλης από το οικονομικό στο πολιτικό επίπεδο, την έλλειψη στην Αγγλία ενός εργατικού κόμματος με διακριτό ταξικό πολιτικό χαρακτήρα, εξαιτίας της κυριαρχίας της εργατικής αριστοκρατίας.
Λίγο μετά την εξέγερση των εργατών για το οκτάωρο το Μάη 1886 στο Σικάγο και τις απεργίες σε άλλες πόλεις των ΗΠΑ, ο Ενγκελς έγραψε τον πρόλογο για την αμερικάνικη έκδοση του έργου του «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία». Αυτός ο πρόλογος περιλαμβάνεται στη νέα έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής». Στον πρόλογο αναφέρει ότι λίγους μήνες πριν κανείς δε θα περίμενε αυτά τα γεγονότα, ενώ και ολόκληρη η κοινή γνώμη της Αμερικής θα συμφωνούσε πως η ταξική πάλη ήταν αδύνατη σε αυτή τη χώρα, πως ο «σοσιαλισμός είναι ένα φρούτο που εισάγεται από το εξωτερικό». Αναδεικνύει τον αντικειμενικό χαρακτήρα της ταξικής πάλης που γεννιέται από την ίδια την αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας, την απόλυτη ανάγκη να συγκροτηθεί κόμμα της εργατικής τάξης ως «ξεχωριστό πολιτικό κόμμα […] ανεξάρτητα από όλα τα παλιά κόμματα, ανεξάρτητα από τις διάφορες ομάδες των κυρίαρχων τάξεων και στέκεται εχθρικά προς αυτές»11.
Εχει ιδιαίτερη επικαιρότητα η αναφορά του Ενγκελς στα καθήκοντα του εργατικού κινήματος στην Αμερική, αναδεικνύοντας τον ενιαίο και διεθνή χαρακτήρα των καθηκόντων του κόμματος της εργατικής τάξης, ανεξάρτητα σε ποιο κράτος αγωνίζεται, τις κοινές νομοτέλειες της ταξικής πάλης, την ανάγκη συγκρότησης κόμματος της εργατικής τάξης με σκοπό της ύπαρξής του την κατάκτηση της εξουσίας: «Οι αιτίες που δημιούργησαν το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στην εργατική τάξη και την τάξη των κεφαλαιοκρατών είναι οι ίδιες και στην Αμερική και στην Ευρώπη. Τα μέσα για το ξεπέρασμα αυτού του χάσματος είναι επίσης κοινά. Επομένως το πρόγραμμα του αμερικανικού προλεταριάτου πρέπει όσο το κίνημα αναπτύσσεται, να συμπίπτει όλο και περισσότερο με αυτό το γενικά αποδεκτό πρόγραμμα που προέκυψε μετά από εξήντα χρόνια καυγάδων και συζητήσεων. Θα διακηρύξει όπως και το ευρωπαϊκό πρόγραμμα, ως τελικό σκοπό την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη ως μέσο για την άμεση ιδιοποίηση όλων των μέσων παραγωγής - γη, σιδηρόδρομοι, ορυχεία, μηχανές κλπ. - από την κοινωνία και για την από κοινού χρήση αυτών των μέσων παραγωγής για λογαριασμό και προς όφελος όλων»12.
Και σήμερα αυτή η θεωρητική θέση είναι θεμελιακή για κάθε ΚΚ που διακηρύσσει ως ιδεολογία του το μαρξισμό-λενινισμό.
Στην πολιτική πάλη το κόμμα της εργατικής τάξης βρίσκεται συχνά αντιμέτωπο με αντιθέσεις μεταξύ τμημάτων της αστικής τάξης. Η τοποθέτηση απέναντι σε τέτοιες αντιθέσεις δεν είναι πάντα εύκολη, αφού προϋποθέτει πλήρη κατανόηση των πολιτικών συμφερόντων που εκφράζει κάθε πολιτική κίνηση, ομάδα διαφοροποίησης, κόμμα, πέραν των δημαγωγικών συνθημάτων, ακόμα και «σοσιαλιστικών». Χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα είναι εργαζόμενοι ενός κλάδου που συρρικνώνεται να βλέπουν ως λύση την επιδότηση, τη στήριξη των κεφαλαιοκρατών του κλάδου.
Στα μέσα του 19ου αιώνα στην Ευρώπη επιταχυνόταν η διαδικασία συγκρότησης καπιταλιστικών κρατών στη βάση της ενιαίας εθνικής αγοράς. Μεγάλο τμήμα της αστικής τάξης συσπειρωνόταν γύρω από το αίτημα του προστατευτισμού, δηλαδή της επιβολής δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα ως απαραίτητου μέσου για τη συγκρότηση της ενιαίας εθνικής αγοράς και το ξεπέρασμα της κατακερματισμένης οικονομικής δραστηριότητας. Αναμφισβήτητα ένα τμήμα του κεφαλαίου είχε συμφέρον από τον προστατευτισμό, ενώ άλλο τμήμα του, το πιο συγκεντρωμένο και διευρυμένο, είχε συμφέρον από το ελεύθερο εμπόριο. Για παράδειγμα, καπιταλιστές γης που παρήγαγαν σιτάρι ή βαμβάκι αντιδρούσαν στην ελεύθερη εισαγωγή αντίστοιχων φτηνότερων εμπορευμάτων. Αντίθετα, καπιταλιστές της μεταποιητικής βιομηχανίας είχαν συμφέρον από τη φτηνότερη εισαγόμενη αγροτική πρώτη ύλη. Τα ακριβότερα εγχώρια αγροτικά προϊόντα ανέβαζαν το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, άρα και τον αναγκαίο εργατικό μισθό, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ανταγωνιστικότητα των αντίστοιχα παραγομένων προϊόντων.
Ετσι η φαινομενικά «ανεξήγητη» αντίθεση τμημάτων του κεφαλαίου μιας χώρας απέναντι στον προστατευτισμό είναι απόλυτα εξηγήσιμη, όπως και φαινόμενα που έρχονται σε αντίθεση με μια «ορθολογική προσέγγιση». Χαρακτηριστικά τέτοια φαινόμενα σήμερα είναι η εξαγωγή κεφαλαίων, σε οποιαδήποτε μορφή τους, με στόχο το πρόσθετο κέρδος, την ίδια περίοδο που γίνεται συζήτηση για «έλλειψη ρευστότητας στην αγορά».
Τα δυο άρθρα του Ενγκελς που περιλαμβάνονται στη νέα έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής» επιγραφόμενα «Προστατευτικοί δασμοί ή σύστημα ελεύθερου εμπορίου» και «Προστατευτικοί δασμοί και ελεύθερο εμπόριο», γραμμένα στα 1847 και 1888 αντίστοιχα, αναδεικνύουν ότι καμιά από τις δύο πλευρές του διλήμματος «προστατευτισμός ή ελεύθερο εμπόριο» δε φέρνει βελτίωση στην κατάσταση της εργατικής τάξης, αν και η γενική τάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι το ελεύθερο εμπόριο.
Μετά τη διάλυση της Α΄ Διεθνούς ο Ενγκελς συνδέθηκε στενότερα με τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία σε σχέση με άλλα εργατικά κόμματα της περιόδου. Αυτή η περίοδος, όπως αποτυπώνεται και στο έργο του, έχει ξεχωριστή σημασία, αφού το εργατικό κόμμα βρέθηκε αντιμέτωπο με την εναλλαγή από το γερμανικό κράτος της πολιτικής διώξεων και ενσωμάτωσης. Παράλληλα ακολουθήθηκε πολιτική ορισμένων παροχών προς την εργατική τάξη.
Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Γερμανίας (SAPD) διαμορφώθηκε από την ένωση της Γενικής Γερμανικής Εργατικής Ενωσης (ADAV) των οπαδών του Λασάλ και του Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Εργατικού Κόμματος (SDAP) των Μπέμπελ και Λίμπκνεχτ, στο συνέδριο του 1875 στην πόλη Γκότα. Για αυτή τη συνένωση ασκήθηκε κριτική από τους Μαρξ και Ενγκελς, επειδή σημειώθηκε υποχώρηση στις ρεφορμιστικές θέσεις των Λασαλικών.13 Τον Οκτώβρη του 1878 ψηφίστηκε στη Γερμανία ο Εκτακτος Νόμος, γνωστός και ως «αντισοσιαλιστικός», που ίσχυσε έως το 1890. Τότε το SAPD μετονομάστηκε σε Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD).
Στην περίοδο ισχύος του αντισοσιαλιστικού νόμου απαγορευόταν στο SAPD να έχει οργανώσεις και να εκδίδει εφημερίδες. Σε αυτή την περίοδο της παρανομίας, ο Ενγκελς συνέδραμε αποφασιστικά με αρθρογραφία του στην παράνομη εφημερίδα του κόμματος «Σοσιαλδημοκράτης», η οποία τυπωνόταν στο εξωτερικό και διακινούνταν στη Γερμανία. Ο Ενγκελς επισημαίνει τους κινδύνους ενσωμάτωσης που προέκυπταν από την κοινοβουλευτική δραστηριότητα της προηγούμενης περιόδου, καθώς και τις αυταπάτες περί επικείμενης κατάκτησης της εξουσίας μέσω του γενικού εκλογικού δικαιώματος. Στις 21 Μάρτη 1879, μετά την εφαρμογή του αντισοσιαλιστικού νόμου, γράφει: «…η νόμιμη προπαγάνδα οδήγησε ωστόσο μερικούς να πιστεύουν ότι δεν χρειαζόταν να κάνουν τίποτα περισσότερο για να πετύχουν την τελική νίκη του προλεταριάτου. Αυτή η αντίληψη μπορούσε να γίνει επικίνδυνη σε μια χώρα με τόσο φτωχή επαναστατική παράδοση όπως η Γερμανία. Ευτυχώς η βίαιη δράση του Μπίσμαρκ και η δειλία της αστικής τάξης που τον στηρίζει άλλαξαν τα πράγματα. Οι γερμανοί εργάτες έμαθαν ποια είναι η αξία των συνταγματικών ελευθεριών, μόλις το προλεταριάτο επιτρέψει στον εαυτό του να τις πάρει στα σοβαρά και να τις χρησιμοποιήσει για να αντιπαλέψει την καπιταλιστική κυριαρχία»14.
Παρά τις απαγορεύσεις το SAPD είχε τη δυνατότητα να κατεβάζει υποψήφιους στις εκλογές για το Ράιχσταγκ και να εκλέγει βουλευτές. Στα χρόνια της εκτός νόμου κατάστασης αύξησε συνολικά την εκλογική του δύναμη και τους βουλευτές που εξέλεγε στο Ράιχσταγκ.
Η περίοδος της παρανομίας (1878-1890) προσέδωσε οργανωτική ικανότητα στο SΑPD, μεγάλωσε τη διείσδυσή του στις γραμμές της εργατικής τάξης. Ομως παρά τις προειδοποιήσεις του Ενγκελς οι κοινοβουλευτικές αυταπάτες δεν περιορίστηκαν, αντίθετα ενισχύθηκαν και στο τέλος κυριάρχησαν στο κόμμα. Ο Ενγκελς επεσήμαινε τον κίνδυνο του οπορτουνισμού πριν ακόμα από την άρση των μέτρων κατά των σοσιαλιστών (Σεπτέμβρης 1890), τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου. Αν και εκτιμούσε «σημαντική δύναμη» την κοινοβουλευτική ομάδα, έγραφε στο Βίλχελμ Λίμπκνεχτ πως δε θα έπρεπε να της παραχωρηθεί κάποια θέση, μέσω της οποίας θα κυριαρχούσε στην καθοδήγηση του κόμματος.15
Την ίδια περίοδο (1894-1895) κατατέθηκε και νέος αντισοσιαλιστικός νόμος, ο οποίος τελικά αποσύρθηκε.
Στη διαπάλη του με την ηγεσία του κόμματος ο Ενγκελς αναδεικνύει για ποιον πολύ ουσιαστικό λόγο δεν πρέπει το κόμμα της εργατικής τάξης να κάνει τέτοιες προσαρμογές στην πολιτική του που να το απομακρύνουν από το στρατηγικό του σκοπό:
«…Μια τέτοια πολιτική μπορεί απλούστατα να παραπλανήσει το Κόμμα. Προωθούν σε πρώτο πλάνο γενικά και αφηρημένα πολιτικά ζητήματα και με αυτό τον τρόπο συγκαλύπτουν τα άμεσα συγκεκριμένα ζητήματα που τίθενται από μόνα τους στην ημερήσια διάταξη με τα πρώτα μεγάλα γεγονότα, με την πρώτη πολιτική κρίση. Τι μπορεί να προκύψει απ’ εδώ εκτός από το ότι ξαφνικά στην αποφασιστική στιγμή το Κόμμα θα βρεθεί σε αδυναμία και θα επικρατεί σε αυτό ασάφεια και ασυμφωνία πάνω στα καθοριστικά ζητήματα, γιατί αυτά τα ζητήματα δεν είχαν συζητηθεί ποτέ […]
Αυτή η αγνόηση των μεγάλων, των θεμελιωδών απόψεων εξαιτίας των πρόσκαιρων συμφερόντων, αυτό το κυνηγητό των πρόσκαιρων επιτυχιών και ο αγώνας γι’ αυτές, χωρίς να υπολογίζονται οι συνέπειες που θα προκύψουν, αυτή η θυσία του μέλλοντος του κινήματος για χάρη του παρόντος - όλα αυτά μπορεί να προέρχονται και από “τίμια” κίνητρα. Είναι όμως οπορτουνισμός και παραμένει οπορτουνισμός, και ο τίμιος οπορτουνισμός είναι ίσως ο πιο επικίνδυνος απ’ όλους…»16.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΩΝ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ
Το ζήτημα της πολιτικής του κόμματος της εργατικής τάξης απέναντι στα μικροαστικά στρώματα και ιδιαίτερα αυτά της αγροτικής παραγωγής, απασχόλησε πολύ τους Μαρξ και Ενγκελς και αργότερα το Λένιν. Αφετηρία του προβληματισμού τους ήταν η δυνατότητα η εργατική τάξη να τραβήξει ή να ουδετεροποιήσει τμήματα αυτών των στρωμάτων στην πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού. Η εργασία του Ενγκελς «Το αγροτικό ζήτημα στη Γαλλία και τη Γερμανία»17 αναλύει την ταξική διαστρωμάτωση της αγροτιάς και αναδεικνύει την ανάγκη χάραξης πολιτικής προσέγγισης των εργατών γης, το ρόλο τους στην καθοδήγηση των φτωχών αγροτών.
Επίσης αναδεικνύει τους κινδύνους για το εργατικό κόμμα να ταυτιστεί με τα συμφέροντα της αστικής τάξης στην αγροτική παραγωγή, μέσω της υποστήριξης αιτημάτων που φαντάζουν προς όφελος όλων των αγροτών.
Αιτία για τη συγγραφή του συγκεκριμένου κειμένου στάθηκε η εισήγηση του βουλευτή Vollmar του SΑPD στο συνέδριό του το 1894, όπου εισηγήθηκε ρεφορμιστικές θέσεις.
Ο Ενγκελς, έχοντας υπόψη του τον παγκόσμιο ανταγωνισμό και τον κατακλυσμό της ευρωπαϊκής αγοράς από φτηνά σιτηρά, «τόσο φτηνά που κανένας ντόπιος παραγωγός δεν μπορεί να ανταγωνιστεί», επισημαίνει:
«Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι μικροί αγρότες αντιμετωπίζουν άμεσα και στον ίδιο βαθμό την καταστροφή. Και επειδή και οι δύο είναι ιδιοκτήτες γης και άνθρωποι της υπαίθρου, ο μεγαλοτσιφλικάς παρουσιάζεται σαν υπερασπιστής των συμφερόντων του μικρού αγρότη, κι ο μικρός αγρότης -σε γενικές γραμμές- δέχεται αυτόν τον υπερασπιστή». Αναδεικνύει την ανάγκη οι φτωχοί αγρότες να ταχθούν σε συμμαχία με την εργατική τάξη και κάτω από την ηγεσία της.
Στο ζήτημα της ιδιοκτησίας της γης αναδεικνύει την ανάγκη της κοινωνικοποίησής της, όπως αναφερόταν και στο Πρόγραμμα του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος της εποχής:
«…η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είναι δυνατή μόνο με δύο μορφές, είτε ως ατομική ιδιοκτησία -μορφή που δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά για όλους γενικά τους παραγωγούς και που καθημερινά γίνεται όλο και πιο αδύνατη με τη βιομηχανική πρόοδο- είτε πάλι ως κοινή ιδιοκτησία, μια μορφή που οι υλικές και πνευματικές προϋποθέσεις της έχουν δημιουργηθεί κιόλας από την ίδια την ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, και ότι επομένως το προλεταριάτο πρέπει να παλέψει με όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του για να περάσουν τα μέσα παραγωγής σε κοινή ιδιοκτησία»18.
Αυτή η προοπτική είναι νομοτελειακή γιατί είναι ιστορικά καταδικασμένη η επιβίωση του μικροαγρότη και του μικροϊδιοκτήτη παραγωγού στα πλαίσια του καπιταλισμού. Ο Ενγκελς αναδεικνύει τη δυνατότητα σταδιακής ένταξης του μικροπαραγωγού στην άμεσα κοινωνική παραγωγή, τη μόνη δυνατή συμφέρουσα προοπτική. Σε αυτό έγκειται και η συνειδητοποίηση της θέσης:
«Ο σοσιαλισμός δεν έχει κανένα συμφέρον από τη διατήρησή της (ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής), αλλά αντίθετα έχει συμφέρον από την εξάλειψή της γιατί εκεί που υπάρχει και στο μέτρο που υπάρχει κάνει αδύνατη την κοινή ιδιοκτησία»19.
Στη συλλογή δημοσιεύεται και το άρθρο του Κ. Μαρξ με τίτλο «Για την εθνικοποίηση της γης», γραμμένο το 1872, που αναδεικνύει την κοινωνική ιδιοκτησία της γης ως απαραίτητο όρο για την οργάνωση της παραγωγής σε κοινωνική κλίμακα για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών.
ΓΙΑ ΤΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ
ΚΑΙ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Οι Μαρξ και Ενγκελς, στην «Ανασκόπηση (Μάης - Οκτώβρης 1850)», επιχειρούν μια κωδικοποίηση γεγονότων και συμπερασμάτων της περιόδου που κυοφόρησε τις επαναστάσεις του 1848. Προβάλλεται η σύνδεση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης με την εκδήλωση εργατικής επανάστασης:
«Με τη γενική ευημερία, στην οποία οι παραγωγικές δυνάμεις της αστικής κοινωνίας αναπτύσσονται τόσο πλούσια όσο είναι γενικά δυνατό μέσα στο πλαίσιο των αστικών σχέσεων, δεν μπορεί να γίνει λόγος για καμιά επανάσταση. Μια τέτοια επανάσταση είναι δυνατή μόνο στις περιόδους στις οποίες αυτοί οι δύο παράγοντες, οι σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις και οι σχέσεις παραγωγής έρχονται σε αντίφαση μεταξύ τους. [...] Μια νέα επανάσταση είναι δυνατή μόνο ως συνέπεια μιας νέας κρίσης. Είναι ωστόσο τόσο σίγουρη όσο και αυτή η κρίση…»20.
Με τη διατύπωση για αντίφαση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής, στο παραπάνω απόσπασμα, εννοείται η οξυμένη εκδήλωση της αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας κατά τη φάση της ύφεσης, αν και αυτή ενυπάρχει σε όλες τις φάσεις του κύκλου, όπως προκύπτει και από ολόκληρο το έργο των Μαρξ και Ενγκελς. Αν και ιστορικά όλες οι οικονομικές κρίσεις δε συνδέθηκαν με επαναστάσεις, δυνητικά μπορούν να οδηγήσουν σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης.
Στο ίδιο κείμενο ο οικονομικός ανταγωνισμός συνδέεται με το πιθανό ενδεχόμενο μια πολεμικής αναμέτρησης. Ο πόλεμος αποτελεί συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα και οι ρίζες του φαινόμενου βρίσκονται στο ίδιο το σύστημα των οικονομικών σχέσεων και ανταγωνισμών. Αναμφισβήτητα ο πόλεμος αποτελεί μια απότομη καμπή στην ιστορία. Ηδη από την εποχή των Μαρξ και Ενγκελς το 1870, ο γαλλοπρωσικός πόλεμος οδήγησε στην Κομμούνα του Παρισιού, όπου η εργατική τάξη πήρε την εξουσία για 70 ημέρες.
Το φαινόμενο του πολέμου απασχόλησε τον Ενγκελς από πολλές απόψεις, διαπιστώνοντας την τάση που γεννιέται από τον οξύτατο ανταγωνισμό στην εποχή των μονοπωλίων, στην εποχή της όξυνσης όλων των αντιθέσεων. Πρόβλεψε ως τάση την έκρηξη ενός γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου, πρωτόγνωρα καταστρεπτικού και με μοναδική πραγματική διέξοδο τη νίκη της εργατικής τάξης.
Ετσι το 1887 στον πρόλογο μιας μπροσούρας έγραψε:
«Για την Πρωσία - Γερμανία τώρα πια δεν μπορεί να υπάρξει άλλος πόλεμος από τον παγκόσμιο πόλεμο και αυτός θα ήταν ένας παγκόσμιος πόλεμος με πρωτοφανείς διαστάσεις, με πρωτοφανή ένταση. Οκτώ ως δέκα εκατομμύρια στρατιώτες θα πνίγουν ο ένας τον άλλο και θα ερημώνουν ολόκληρη την Ευρώπη σε βαθμό που δεν την ερήμωσαν ποτέ ως τώρα τα σύννεφα της ακρίδας [...] αδύνατο να προβλέψει κάποιος πώς θα τελειώσουν όλα αυτά και ποιος θα βγει νικητής από τον αγώνα, μόνο ένα αποτέλεσμα είναι απόλυτα αναμφισβήτητο: η γενική εξάντληση και η δημιουργία των προϋποθέσεων για την οριστική νίκη της εργατικής τάξης»21.
Ο Λένιν, σε άρθρο του το καλοκαίρι του 1918, παρουσιάζει το παραπάνω κείμενο με τον τίτλο «προφητικά λόγια», με την έννοια της επιστημονικής πρόβλεψης, η οποία επιβεβαιώθηκε 27 χρόνια αργότερα με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον Αύγουστο του 1914 και τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία, με την έξοδό της από τον πόλεμο, το 1917.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η παρακολούθηση της επιστημονικής μεθόδου διείσδυσης από την επιφάνεια στην ουσία των φαινομένων, όπως αναδεικνύεται από όλα τα κείμενα της συλλογής, αποδεικνύει τη ζωντάνια της επαναστατικής θεωρίας της εργατικής τάξης, τη χρησιμότητα και επικαιρότητα της νέας έκδοσης, τη συμβολή της στη σύγχρονη ιδεολογική πάλη.
Η ιδεολογική υποχώρηση του κομμουνιστικού κινήματος, λόγω της ιστορικά προσωρινής ήττας του, με την εκτεταμένη αντεπαναστατική καπιταλιστική παλινόρθωση, αντικειμενικά είναι προσωρινή, αφού δεν απαλλάσσει τον καπιταλισμό από τις εσωτερικές του αντιφάσεις.
Το κυριότερο είναι η ανασύνταξη των εργατικών επαναστατικών δυνάμεων, η ιδεολογική - πολιτική και οργανωτική ανασυγκρότηση των ΚΚ, απαλλαγμένων απ’ όλα την παλιά και νέα οπορτουνιστική σκουριά.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
* Ο Φάνης Παρρής είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.
1. Φρ. Ενγκελς: «Κείμενα για την οικονομία και την πολιτική», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 76.
2. Φρ. Ενγκελς: «Κείμενα για την οικονομία και την πολιτική», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 82.
3. Ο.π.
4. Φρ. Ενγκελς: «Κείμενα για την οικονομία και την πολιτική», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 67.
5. Ο.π., σελ. 67-68.
6. Φρ. Ενγκελς: «Κείμενα για την οικονομία και την πολιτική», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 69.
7. Ο.π., σελ. 204.
8. Ο.π., σελ. 135
9. Οπως δημοσιεύτεται στο Β. Ι. Λένιν: «Τι να κάνουμε;», «Απαντα», τ. 6, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 27.
10. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», τ. 2, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 6.
11. Φρ. Ενγκελς: «Κείμενα για την οικονομία και την πολιτική», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 90-91.
12. Ο.π., σελ. 92.
13. Κ. Μαρξ: «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».
14. Φρ. Ενγκελς: «Ο νόμος εναντίoν των σοσιαλιστών στη Γερμανία - Η κατάσταση στη Ρωσία», Marx Engels Collected Works, τ.24, σελ. 251-252.
15. Ούρλιχ Χούαρ - Γκούντρουν Φέχνερ: «Ο Μαρξ και ο Ενγκελς για την πολιτική», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 205.
16. Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς: «Απαντα», 2η ρωσική έκδοση, τ. 22, σελ 237 ή στο Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και επανάσταση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ 86.
17. Φρ. Ενγκελς: «Κείμενα για την οικονομία και την πολιτική», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 153-188.
18. Φρ. Ενγκελς: «Κείμενα για την οικονομία και την πολιτική», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 166.
19. Φρ. Ενγκελς: «Κείμενα για την οικονομία και την πολιτική», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 166.
20. Ο.π., σελ. 55.
21. Οπως δημοσιεύεται στο Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», τ. 36, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 472 -473.