4 Μαρ 2018

Ο Πούτιν συνεχίζει να καπηλεύεται το σοβιετικό παρελθόν: “Αν μπορούσα να αλλάξω την ιστορία, θα εμπόδιζα την κατάρρευση της ΕΣΣΔ”

“Αν μπορούσα να αλλάξω ένα ιστορικό γεγονός, θα ήταν η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης” είπε ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, σε συνάντησή του με πολιτικούς υποστηρικτές του, στο Καλίνινγκραντ -την πόλη που είναι απομονωμένη από την υπόλοιπη ρωσική επικράτεια, σε μια λωρίδα γης στη Βαλτική θάλασσα.
Η δήλωση αυτή έρχεται να φουντώσει τη φιλολογία για τη θετική στάση του Πούτιν απέναντι στη Σοβιετική Ένωση και την προσπάθειά του να παρουσιαστεί η σημερινή καπιταλιστική Ρωσία ως διάδοχη κατάσταση και δικαιούχος της βαριάς σοβιετικής κληρονομιάς, του ιστορικού της φορτίου και της θέσης που είχε στη διεθνή πολιτική σκηνή.
Μόνο που τα γεγονότα είναι πεισματάρικα πράγματα. Η δήλωση αυτή γίνεται σε μια Ρωσία, όπου τις τελευταίες δεκαετίες έχει συντελεστεί πραγματική γενοκτονία σε σχέση με το σοβιετικό παρελθόν, με δραματική πτώση του μέσου προσδόκιμου ζωής και συνεχείς περικοπές στα δικαιώματα και τις κατακτήσεις των λαών της πρώην ΕΣΣΔ. Γίνεται επίσης από έναν ηγέτη, που στο παρελθόν προσπάθησε πχ να αφαιρέσει το ιστορικό λάβαρο του Κόκκινου Στρατού από τον εορτασμό της μεγάλης Αντιφασιστικής Νίκης των Λαών, και γενικώς να καθαρίσει τη σοβιετική ιστορία από κάθε επικίνδυνο συμβολσμό, από κάθε ζωντανό, διαχρονικό μήνυμα, και να κρατήσει -για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας- ένα απλό εξωτερικό περίβλημα, που δείχνει, υποτίθεται, την ιστορική συνέχεια.
Δεν είναι καθόλου παράλογο πάντως να γίνονται τέτοιες δηλώσεις από τη ρωσική πολιτική ηγεσία, που επιχειρεί να παίξει επιδέξια το “φιλοσοβιετικό” της χαρτί, υπηρετώντας συγκεκριμένες σκοπιμότητες.
Αφενός γνωρίζει πολύ καλά από πρώτο χέρι το κύμα μαζικής νοσταλγίας για τη Σοβιετική Ένωση και τον υπαρκτό σοσιαλισμό, που επικρατεί στις λαϊκές μάζες της Ρωσίας και όσους έχουν μέτρο σύγκρισης με το παρελθόν, και θέλει να το αξιοποιήσει πολιτικά με ανέξοδες δηλώσεις ή κινήσεις, όπως για το μαυσωλείο του Λένιν. Αφετέρου είναι πολύ λογικό η ρώσικη αστική τάξη να “νοσταλγεί” με τη σειρά της τα όρια της πρώην σοβιετικής επικράτειας, να επιχειρεί να σπάσει την περικύκλωση, τον αρνητικό συσχετισμό και τον κλοιό γύρω της, επιδιώκοντας να σταθεροποιήσει τις θέσεις της και να ελέγξει πολιτικά πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, όπως την Ουκρανία.
Αλίμονο όμως σε αυτούς που θα ξεγελαστούν από τη “σοβιετική προβιά” του Πούτιν και θα επιδιώξουν κάποια λυκοφιλία μαζί του. Πόσο μάλλον αν πρόκειται για άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως κομμουνιστές, στη Ρωσία και όχι μόνο…

Λιθουανία: “Ζούμε το φασιστικό τρόμο στο πετσί μας”

Η αναβίωση του ναζισμού στις χώρες της Βαλτικής (Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία) δεν είναι άγνωστη διεθνώς, λιγότερο προβεβλημένη είναι όμως η “δίδυμη” πτυχή αυτής της αναβίωσης, που δεν είναι άλλη από τη συστηματική δίωξη κομμουνιστών και άλλων προοδευτικών πολιτικών και πολιτών. Στο κείμενο του προέδρου του Σοσιαλιστικού Λαϊκού Μετώπου Λιθουανίας, Γκίεντριους Γκραμπάουσκας, που δημοσιεύτηκε πριν λίγο διάστημα στην εφημερίδα του ΚΚΡΟ “Πράβντα” και μεταφράζουμε σήμερα βασισμένοι στην ιταλική μετάφραση που αλιεύσαμε εδώ, σκιαγραφείται ανάγλυφα ο νεοφασιστικός ζόφος που τυλίγει τη μικρή, αλλά πολύπαθη χώρα. Δικαστικές διώξεις, δολοφονίες και φυλακίσεις αγωνιστών, φίμωση δημοσιογράφων και κατασχέσεις αντιφασιστικών εκδόσεων, ηρωοποίηση ναζί εγκληματιών πολέμου συνθέτουν την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα στη Λιθουνία, υπό την πλήρη ανοχή της ΕΕ της θεωρίας των “δύο άκρων” και της τήρησης ίσων αποστάσεων, που στην πραγματικότητα μεταφράζεται πάντα σε ανοχή, αν όχι κι ενεργό στήριξη (όπως συμβαίνει στην εκτός ένωσης Ουκρανία) λιγότερο ή περισσότερο φανερών φασιστικών πρακτικών. Παράλληλα με την ανατομία των σημερινών διώξεων, το κείμενο προσφέρει και μια κατατοπιστική ιστορική ανασκόπηση της λιθουανικής ιστορίας τον 20ο αιώνα, που σημαδεύτηκε από την πάλη των δυνάμεων της επανάστασης με τη στρατοκρατική και αντισημιτική αντίδραση, η οποία έδωσε τον “υπέρ πάντων αγώνα” την περίοδο της γερμανικής κατοχής.
Στην εκατονταετηρίδα της μεγάλης Επανάστασης του Οκτώβρη, εμείς, οι κληρονόμοι και ιδεολογικοί της υποστηρικτές, είμαστε αναγκασμένοι να παραδεχτούμε με πικρία ότι αποτύχαμε να διατηρήσουμε τα κύρια επιτεύγματά της. Δεν υπάρχει πια σήμερα το σοβιετικό κράτος που γεννήθηκε από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Η κύρια ευθύνη γι’ αυτή την απώλεια βρίσκεται σε εμάς, τους Σοβιετικούς κομμουνιστές. Αλλά δεν πιστεύω ότι μεγάλο μερίδιο ευθύνης δε βρίσκεται και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.
Αυτό που χάσαμε κι αυτό που αποκτήσαμε σε αντάλλαγμα (μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, σ.σ), μπορεί να κριθεί από την κατάσταση που διαμορφώθηκε στη μετασοβιετική Λιθουανία. O περιβόητος “παράδεισος της δημοκρατίας” είναι τέτοιος στη Λιθουανία, που σε μια χώρα αμόλυντη από τη φύση και γεμάτη ικανούς ανθρώπους, εδώ και πολλά χρόνια συνεχίζονται οι διώξεις ακτιβιστών της αριστεράς, δημοσιογράφων, υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα θύματα είναι πάμπολλα. Πιθανόν πολλοί έχουν ακούσει για την ποινική δίωξη του Αλγκίρντας Παλέκι κι άλλων ηγετών του Σοσιαλιστικού Λαϊκού Μετώπου Λιθουανίας.
Ενάντια σε μένα χαλκεύθηκαν κατηγορίες για δήθεν εγκλήματα: η πρώτη για μια συλλογή υπογραφών, η δεύτερη για ένα άρθρο σχετικά με τα ναζιστικά εγκλήματα. Οι υπηρεσίες ασφαλείας ήγειραν τις κατηγορίες, αλλά οι υποθέσεις μετά έκλεισαν πριν ακόμα φτάσουν στα δικαστήρια. Αλλά το Γενάρη του 2015 μια νέα κατηγορία εξαγγέλθηκε εναντίον μου κι εναντίον μιας ομάδας συντρόφων μου: Θα είναι μια δικαστική υπόθεση πολύ μακροχρόνια, καθώς βρίσκεται ήδη τρία χρόνια σε εξέλιξη. Τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής ζωής στη χώρα λένε πολλά για τα αίτια που ξεκίνησαν αυτές οι υποθέσεις. Αυτή τη φορά η υπόθεση άνοιξε για τη συγγραφή και διανομή φυλλαδίων για την ειρήνη, ενάντια στο ΝΑΤΟ και την εισαγωγή του ευρώ στη Λιθουανία. Από τον Απρίλη του 2017 αυτή η πολιτική δίκη εξελίσσεται στο δικαστήριο της πόλης Κλαϊπέντα. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου μαζί μου κάθονται οι σύντροφοι Όλεγκ Τιταρένκο και Ζιλβίνας Ραζμίνας. Μέσα σε έξι χρόνια, έχω μάλλον ήδη επισκεφτεί όλες τις δομές ασφαλείας της Λιθουανίας: την αστυνομία, την εισαγγελία, τις ειδικές υπηρεσίας και άλλες ανακριτικές αρχές.
Οι κομμονιστές και οι σοσιαλιστές αγωνίστηκαν για χρόνια για μια ελεύθερη Σοβιετική Λιθουανία. Αμέσως μετά την επανάσταση του 1917 όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και στη Λιθουανία ξεκίνησαν σημαντικά ιστορικά γεγονότα. Τον Οκτώβρη του 1918 έλαβε χώρα το πρώτο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Λιθουανίας και ήδη το Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς ξεκίνησε η διαδικασία δημιουργίας της σοβιετικής εξουσίας στη Λιθουανία. Αλλά οι δυνάμεις της άκρας δεξιάς μαζί με τους Γερμανούς κατακτητές κατέστειλαν βίαια τα λιθουανικά σοβιέτ. Από τον Αύγουστο του 1919 εγκαταστάθηκε στη Λιθουανία ένα βίαιο αστικό καθεστώς.
Τον Ιούνη του 1926 εξελέγη πρόεδρος της Λιθουανίας ο Κάζις Γκρίνιους που ξεκίνησε προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, διεγείροντας τη δυσαρέσκεια των ακροδεξιών δυνάμεων. Το Δεκέμβρη του 1926 υπήρξε στρατιωτικό πραξικόπημα και η εξουσία καταλήφθηκε από τον Αντάνας Σμετόνα και τους συνεργάτες του. Το φιλοφασιστικό καθεστώς του Σμετόνα καταπίεσε βίαια την αντιπολίτευση, άνοιξαν στρατόπεδα συγκέντρωσης και διαπράχθηκαν πολιτικές δολοφονίες.
Το 1940 δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την ανατροπή του καθεστώτος Σμετόνα. Στο διάστημα Ιουνίου-Ιουλίου του 1940 δημιουργήθηκαν οι δομές της σοβιετικής εξουσίας, και ο Αντάνας Σνέσκους και οι σύντροφοί τους έγιναν οι νέοι ηγέτες της Λιθουανίας. Από τον Ιούνη του 1941, όταν οι Γερμανοί κατακτητές κατέλαβαν τη Λιθουανία, ξεκίνησε ο μυστικός αγώνας εναντίον τους. Σε αυτό τον αγώνα έπεσαν ο Ζουόζας Βίτας και πολλά άλλα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Λιθουανίας.
Τον Ιούνιο του 1941 ξεκίνησε και το Ολοκαύτωμα. Στη Λιθουανία εξολοθρεύτηκε το 95% των Εβραίων. Πρόκειται για 220.000 ανθρώπους. Ο αντισημιτισμός διαπερνά και τη σημερινή Λιθουανία. Το Σεπτέμβρη του 2015 μετά από μια δημόσια πρωτοβουλία του συνελήφθη ο ηγέτης της εβραϊκής κοινότητας του Κάουνας Χαϊμ Μπάργκμαν. Το 2007 είχαν αρχίσει ποινικές διώξεις κατά πολιτών του Ισραήλ -κατά του συγγραφέα και δημοσιογράφου Χιτζάκ Αράντ και Ιωσήφ Μενομέντα. Αυτές οι υποθέσεις έκλεισαν μετά από ένα χρόνο. Το Μάρτη του 2017 στο Βίλνιους, κατά τη διάρκεια φασιστικής παρέλασης ακούστηκαν συνθήματα τύπου “Η Μπριντζόφσκαγια στο ικρίωμα!”. Με αυτόν τον τρόπο οι νεοφασίστες επέδειξαν το μίσος τους για τη μαχήτρια της αντάρτικης σοβιετικής μονάδας, Φάινα Μπριντζόφσκαγια, που διαμένει στο Βίλνιους.
Στη σημερινή Λιθουανία έχουν γίνει κανόνας η καταπίεση, η παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, η υποκίνηση της ρωσοφοβίας και η αναγέννηση του φασισμού. Για τη γνώμη που εξέφρασε σχετικά με τα γεγονότα της 13ης Γενάρη 1991 (“πυροβόλησαν τους δικούς τους”) καταδικάστηκε ο Αλγκίρντας Παλέκις σε πρόστιμο 3.000 ευρώ. Η ακτιβίστρια του Σοσιαλιστικού Μετώπου Λιθουνίας Ντανγκούλε Ραυγκάλενε καταδικάστηκε σε πρόστιμο 1.800 ευρώ. Αλλά κι ο ακτιβιστής ανθρωπίνων δικαιωμάτων Ντονάτας Σούλτζας καταδικάστηκε: πέρασε δύο μήνες στη φυλακή επειδή μάζευε υπογραφές σε κείμενο που κατήγγειλε σημαντικούς πολιτικούς για διαφθορά.
Το 2017 καταδικάστηκε ο δημοσιογράφης Βάιντας Λεκστούτις για ένα άρθρο σχετικά με το Συντηρητικό κόμμα. Η ποινή: Ένας χρόνος με αναστολή και 100 ώρες καταναγκαστικής εργασίας. Στις 8 Μάρτη 2017 πραγματοποιήθηκε έρευνα στον εκδοτικό οίκο Ποβίλας Μασιλένις. Κατασχέθηκαν 500 αντίτυπα της πρόσφατης έκδοσης “Το τίμημα της προδοσίας” της Γκαλίνα Ζαπζνίκοβα.
Τέσσερις φίλοι μου, στενοί συνάδελφοι, δολοφονήθηκαν στα τέλη του Σεπτέμβρη του 2017 στο σπίτι τους. Δολοφονήθηκε ο δημοσιογράφος Πραντσίσκους Σλυούζας. Το Φλεβάρη του 2017, μετά από βίαιη καταδίωξη, πέθανε η ακτιβίστρια του Σοσιαλιστικού Μετώπου Σκάιστα Ραμπαουσκένε. Είχε φυλακιστεί για σχεδόν ένα χρόνο, έχοντας αντιταχθεί ενεργά στο ναρκεμπόριο.
Στις 28 Γενάρη 2017 είχε απελευθερωθεί, αλλά πέθανε μετά από 8 μέρες. Η καρδιά μας γυναίκας 70 χρόνων δεν ήταν σε θέση ν’ αντέξει τη δοκιμασία. Το Δεκέμβρη του 2013, ένας ακτιβισής του Σοσιαλιστικού Μετώπου, ο Ιγκόρ Κλινίτσκυ υπέστη επίθεση. Πέθανε ένα μήνα αφότου είχε υποστεί άγριο ξυλοδαρμό. Στις 21 Γενάρη 2014 βρέθηκε απαγχονισμένος ο ακτιβιστής της αριστεράς Ζιλβίνας Σούμσκις.
Σε όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε ότι στη Λιθουανία έχει εισαχθεί μια πραγματική λατρεία των ναζί εγκληματιών, όπως του σαδιστή Γιόνας Νορέικα κι άλλων ομοίων του. Προς τιμήν τους έχουν ανεγερθεί μνημεία, και σε διάφορες πόλεις της Λιθουανίας έχουν μετοναμαστεί οδοί, πλατείες και σχολεία. Βιβλία με αντιφασιστικό περιεχόμενο κατάσχονται. Πρόσφατα τα βιβλία της Ρούτα Βαναγκάιτε απομακρύνθηκαν από βιβλιοθήκες και καταστήματα. Για τον ίδιο σκοπό κινητοποιήθηκαν και στρατιωτικοί.
Το Λαϊκό Σοσιαλιστικό Μέτωπο της Λιθουανίας, μαζί με άλλες δυνάμεις της αριστεράς και του αντιφασισμού, δραστηριοποιείται ενεργά σε δράσεις κατά του πολέμου και του φασισμού. Διανέμουμε εκκλήσεις υπέρ της ειρήνης, για τα δικαιώματα του ανθρώπου, ενάντια στο ΝΑΤΟ, ενάντια στην υποκίνηση της ρωσοφοβίας στη Λιθουανία.
Εμείς, οι εκπρόσωποι των δυνάμεων της αριστεράς λέμε ανοιχτά: Είμαστε υπέρ της ειρήνης και της φιλίας των λαών, ενάντια στη μιλιταριστική υστερία και την παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Είμαστε υπέρ της νίκης του σοσιαλισμού στη Λιθουανία και ολόκληρο τον κόσμο.

-ΠΩΣ ΜΑΣ ΚΛΕΒΟΥΝ ;; -Το Αποτέλεσμα του Κλεψίματος:


ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ - ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΕΝΓΚΕΛΣ Συζητώντας με εργάτες. Εργο του A. Venetsian, 1961
ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ - ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΕΝΓΚΕΛΣ Συζητώντας με εργάτες. Εργο του A. Venetsian, 1961
Από τον καιρό που υπάρχουν στον κόσμο κεφαλαιοκράτες και εργάτες δεν εκδόθηκε ακόμα κανένα άλλο βιβλίο που να έχει τόση σπουδαιότητα για τους εργάτες, όση έχει το βιβλίο που έχουμε μπροστά μας. Η σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, ο άξονας που γύρω του περιστρέφεται ολόκληρο το σημερινό μας κοινωνικό σύστημα, για πρώτη φορά αναπτύσσεται εδώ επιστημονικά κι αυτό με μια βαθύτητα και οξύνοια που μόνο ένας Γερμανός μπορούσε να το κάνει. 
Οσο πολύτιμα κι αν είναι και παραμένουν τα συγγράμματα ενός Οουεν, ενός Σεν - Σιμόν ή ενός Φουριέ - επιφυλάχτηκε σ' έναν Γερμανό να αναρριχηθεί ως την κορυφή απ' όπου μπορεί κανείς να δει καθαρά και επισκοπικά ολόκληρο το πεδίο των σύγχρονων κοινωνικών σχέσεων, ακριβώς όπως ένας παρατηρητής που στέκεται στην ψηλότερη κορφή βλέπει τα χαμηλότερα ορεινά τοπία.
Η ως τα τώρα πολιτική οικονομία μάς διδάσκει ότι η εργασία είναι η πηγή όλου του πλούτου και το μέτρο όλων των αξιών, έτσι που δυο αντικείμενα που η παραγωγή τους στοίχισε τον ίδιο χρόνο εργασίας έχουν επίσης την ίδια αξία και μια και κατά μέσον όρο ανταλλάσσονται μεταξύ τους ίσες αξίες, θα πρέπει τα δυο αυτά αντικείμενα να μπορούν να ανταλλαχτούν το ένα με το άλλο. 
Ταυτόχρονα όμως, η πολιτική οικονομία διδάσκει ότι υπάρχει ένα είδος συσσωρευμένης εργασίας που την ονομάζει κεφάλαιο, ότι αυτό το κεφάλαιο χάρη στις βοηθητικές πηγές που ενυπάρχουν σ' αυτό, ανεβάζει την παραγωγικότητα της ζωντανής εργασίας εκατό και χίλιες φορές, και σ' αντάλλαγμα παίρνει μια ορισμένη αποζημίωση, που ονομάζεται όφελος ή κέρδος. 
Οπως όλοι ξέρουμε, στην πραγματικότητα τα πράγματα γίνονται έτσι που τα κέρδη της συσσωρευμένης, νεκρής εργασίας αυξαίνουν ολοένα σε μάζα, τα κεφάλαια των κεφαλαιοκρατών γίνονται όλο και πιο κολοσσιαία, ενώ ο μισθός της ζωντανής εργασίας λιγοστεύει ολοένα, και η μάζα των εργατών που ζουν αποκλειστικά από το μισθό της εργασίας γίνεται όλο και πιο πολυάριθμη και πιο φτωχή.
 Πώς μπορεί να λυθεί αυτή η αντίφαση; 
Πώς μπορεί να μένει στον κεφαλαιοκράτη ένα κέρδος, αν ο εργάτης αποζημιώνεται με ολόκληρη την αξία της εργασίας που προσθέτει στο προϊόν του; 
Μα αφού ανταλλάσσονται μόνο ίσες αξίες θα πει ότι έτσι πρέπει να γίνεται. Από την άλλη μεριά, πώς μπορούν να ανταλλάσσονται ίσες αξίες, πώς μπορεί ο εργάτης να παίρνει ολόκληρη την αξία του προϊόντος του, αν όπως παραδέχονται πολλοί οικονομολόγοι, το προϊόν αυτό μοιράζεται ανάμεσα σ' αυτόν και στον κεφαλαιοκράτη; 
Η παλιά πολιτική οικονομία στέκεται αμήχανη μπρος σ' αυτή την αντίφαση και γράφει ή τραυλίζει συγχυσμένες φράσεις που δε λένε τίποτα. 
Ακόμα και οι ως τα τώρα σοσιαλιστές κριτικοί της πολιτικής οικονομίας δεν ήταν σε θέση να κάνουν τίποτα περισσότερο παρά να τονίσουν αυτή την αντίφαση.
 Κανένας δεν την έλυσε, ώσπου επιτέλους ο Μαρξ παρακολούθησε την πορεία γέννησης αυτού του κέρδους ως τον τόπο της γέννησής του κι έτσι φώτισε όλο το ζήτημα.
ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ - ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΕΝΓΚΕΛΣ Δουλεύοντας πάνω στο ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ. Εργο του V. Polyakov, 1961
ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ - ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΕΝΓΚΕΛΣ Δουλεύοντας πάνω στο ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ. Εργο του V. Polyakov, 1961
Στην ανάλυση του κεφαλαίου, ο Μαρξ ξεκινά από τα απλό, πασίγνωστο γεγονός ότι οι κεφαλαιοκράτες αξιοποιούν το κεφάλαιό τους με την ανταλλαγή: Αγοράζουν με το χρήμα τους εμπόρευμα κι υστέρα το πουλάνε για περισσότερο χρήμα απ' όσο τους στοίχισε. Λογουχάρη, ένας κεφαλαιούχος αγοράζει βαμπάκι για 1.000 τάλιρα και το ξαναπουλά για 1.100, κι έτσι «κερδίζει» 100 τάλιρα. 
Αυτό το πλεόνασμα από 100 τάλιρα, πάνω από το αρχικά κεφάλαιο, ο Μαρξ το ονομάζει υπεραξία.
 Από πού γεννιέται αυτή η υπεραξία; Σύμφωνα με όσα παραδέχονται οι οικονομολόγοι ανταλλάσσονται μόνον ίσες αξίες και στην περιοχή της αφηρημένης θεωρίας αυτό είναι σωστό. 

Ετσι η αγορά βαμπακιού και η μεταπούλησή του δεν μπορούν να προσφέρουν περισσότερη υπεραξία, από την υπεραξία που προσφέρει η ανταλλαγή ενός ασημένιου τάλιρου με τριάντα ασημένια γρόσια 
και η αντίστροφη ανταλλαγή των κερμάτων με το ασημένιο τάλιρο: από μια τέτοια ανταλλαγή κανένας δε γίνεται ούτε πιο πλούσιος, ούτε πιο φτωχός. 
Μα η υπεραξία δεν μπορεί να προέρχεται ούτε από την περίπτωση που οι πουλητές πουλούν εμπορεύματα πάνω από την αξία τους, ή που οι αγοραστές τα αγοράζουν κάτω από την αξία τους, γιατί ο καθένας τους με τη σειρά του γίνεται πότε αγοραστής και πότε πουλητής και έτσι τα πράγματα εξισώνονται πάλι. 
Το ίδιο δεν μπορεί να προέλθει από το γεγονός ότι αγοραστές και πουλητές ξεγελούν ο ένας τον άλλο, γιατί αυτό δε θα δημιουργούσε καμιά νέα αξία ή υπεραξία, αλλά απλούστατα θα μοίραζε το υπάρχον κεφάλαιο διαφορετικά ανάμεσα στους κεφαλαιοκράτες. Παρά το γεγονός ότι ο κεφαλαιοκράτης αγοράζει τα εμπορεύματα στην άξια τους και τα πουλά στην αξία τους, βγάζει απ' αυτά περισσότερη αξία απ' όσην έβαλε μέσα σ' αυτά. 
Πώς συμβαίνει αυτό;
Ο κεφαλαιοκράτης, μέσα στις σημερινές κοινωνικές συνθήκες, βρίσκει στην αγορά των εμπορευμάτων ένα εμπόρευμα που έχει την ιδιόμορφη ιδιότητα ότι η κατανάλωσή του αποτελεί πηγή νέας αξίας, δημιουργία νέας αξίας, κι αυτό το εμπόρευμα είναι η εργατική δύναμη.
Τι είναι η αξία της εργατικής δύναμης; 
Η αξία κάθε εμπορεύματος μετριέται με την εργασία που απαιτείται για την παραγωγή του. Η εργατική δύναμη υπάρχει με τη μορφή του ζωντανού εργάτη που χρειάζεται ένα καθορισμένο ποσό μέσων συντήρησης για την ύπαρξή του καθώς και για τη συντήρηση της οικογένειάς του, που εξασφαλίζει τη διαιώνιση της εργατικής δύναμης κι ύστερα από το θάνατό του. 
Ο αναγκαίος εργάσιμος χρόνος για την παραγωγή αυτών των μέσων συντήρησης αντιπροσωπεύει λοιπόν την αξία της εργατικής δύναμης. 
Ο κεφαλαιοκράτης πληρώνει την αξία αυτή κάθε βδομάδα και αγοράζει έτσι τη χρήση εργασίας του εργάτη για μια βδομάδα. 
Ως το σημείο αυτό, οι κύριοι οικονομολόγοι θα είναι περίπου σύμφωνοι μαζί μας στο ζήτημα της αξίας της εργατικής δύναμης.
Ο κεφαλαιοκράτης βάζει τώρα τον εργάτη του να δουλέψει. Σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα ο εργάτης θα έχει παραδώσει τόση εργασία, όση αντιπροσωπευόταν στο βδομαδιάτικο μισθό του. 
Αν υποθέσουμε ότι ο βδομαδιάτικος μισθός ενός εργάτη αντιπροσωπεύει τρεις μέρες εργασίας, τότε αν ο εργάτης αρχίσει να δουλεύει τη Δευτέρα, θα έχει ως την Τετάρτη το βράδυ αναπληρώσει στον κεφαλαιοκράτη ολόκληρη την αξία του πληρωμένου μισθού. Μήπως σταματά τότε να δουλεύει; Καθόλου. 
Ο κεφαλαιοκράτης έχει αγοράσει την εργασία του για μια βδομάδα κι ο εργάτης πρέπει ακόμα να δουλέψει και τις τρεις τελευταίες μέρες της βδομάδας. Αυτή η υπερεργασία του εργάτη, πάνω από τον αναγκαίο για την αναπλήρωση του μισθού του χρόνο, είναι η πηγή της υπεραξίας, του κέρδους, της ολοένα αναπτυσσόμενης αύξησης του κεφαλαίου.
Ας μην πει κανείς πως είναι μια αυθαίρετη υπόθεση ότι ο εργάτης βγάζει με τη δουλιά του σε τρεις μέρες το μισθό που πήρε, και ότι δουλεύει τις υπόλοιπες τρεις μέρες για τον κεφαλαιοκράτη. 
Αν χρειάζεται ακριβώς τρεις μέρες για να αναπληρώσει το μισθό του, ή δυο ή τέσσερις, αυτό μας είναι εδώ ολότελα αδιάφορο και αλλάζει σύμφωνα με τις περιστάσεις. 
Το βασικό είναι ότι ο κεφαλαιοκράτης, πλάι στη δουλιά που πληρώνει, αποκομίζει εργασία που δεν την πληρώνει, κι αυτό δεν είναι αυθαίρετη υπόθεση, γιατί τη μέρα που ο κεφαλαιοκράτης θα έβγαζε μόνιμα απ' τον εργάτη μόνο τόση εργασία όση του πληρώνει σε μισθό, τη μέρα αυτή θα έκλεινε την επιχείρησή του, αφού θα χανόταν ίσα ίσα ολόκληρο το κέρδος του.
Εδώ έχουμε τη λύση όλων εκείνων των αντιφάσεων.
 Η προέλευση της υπεραξίας (που το κέρδος του κεφαλαιοκράτη αποτελεί ένα σημαντικό μέρος της) είναι τώρα ολότελα ξεκάθαρη και φυσική. 
Η αξία της εργατικής δύναμης πληρώνεται, μα η αξία αυτή είναι πολύ μικρότερη από την αξία που κατορθώνει να βγάζει ο κεφαλαιοκράτης από την εργατική δύναμη, και η διαφορά, η απλήρωτη εργασία, αποτελεί ίσα ίσα το μερίδιο του κεφαλαιοκράτη ή, για να εκφραστούμε πιο σωστά, της τάξης των κεφαλαιοκρατών. 
Γιατί ακόμα και το κέρδος που στο παραπάνω παράδειγμά μας έβγαλε ο βαμβακέμπορος από το βαμπάκι του, πρέπει, αν οι τιμές του βαμπακιού δεν υψώθηκαν, να αποτελείται από απλήρωτη εργασία. 
Ο έμπορος θα πρέπει να έχει πουλήσει το βαμπάκι του σ' έναν εργοστασιάρχη βαμβακερών, που μπορεί να βγάλει από το προϊόν του, εκτός από κείνα τα 100 τάλιρα που πλήρωσε στο βαμβακέμπορο, και ένα ακόμα κέρδος για τον ίδιο τον εαυτό του και έτσι μοιράζεται μ' αυτόν την απλήρωτη εργασία που τσέπωσε. 
Αυτή η απλήρωτη εργασία είναι γενικά που συντηρεί όλα τα μη εργαζόμενα μέλη της κοινωνίας. 
Απ' αυτήν πληρώνονται οι κρατικοί και δημοτικοί φόροι, στο βαθμό που θίγουν την κεφαλαιοκρατική τάξη, καθώς και η γαιοπρόσοδος των γαιοχτημόνων κτλ. Πάνω σ' αυτή στηρίζεται ολόκληρο το υπάρχον κοινωνικό καθεστώς.
Χώρια απ' αυτό, θα ήταν παράλογο να υποθέσει κανείς ότι η απλήρωτη εργασία προέκυψε μόνο μέσα στις σημερινές σχέσεις, όπου η παραγωγή γίνεται από τη μια από κεφαλαιοκράτες και από την άλλη από μισθωτούς εργάτες. 
Αντίθετα. 
Η καταπιεζόμενη τάξη σ' όλες τις εποχές ήταν αναγκασμένη να προσφέρει απλήρωτη εργασία. 
Σ' όλη τη μακρόχρονη περίοδο που η δουλεία ήταν η επικρατούσα μορφή της οργάνωσης της εργασίας, οι δούλοι ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν πολύ περισσότερο απ' ό,τι τους ανταποδιδόταν με τη μορφή μέσων συντήρησης. 
Το ίδιο συνέβαινε κάτω από την κυριαρχία της δουλοπαροικίας κι ως την κατάργηση της αγροτικής αγγαρείας. Εδώ μάλιστα εκδηλώνεται χειροπιαστά η διαφορά ανάμεσα στο χρόνο που ο αγρότης δουλεύει για την ίδια του τη συντήρηση στη ζωή και στην υπερεργασία για τον τσιφλικά, ακριβώς γιατί η τελευταία εργασία εκτελείται χωριστά από την πρώτη. 
Σήμερα άλλαξε η μορφή, μα η ουσία παρέμεινε, κι όσον καιρό ένα μέρος της κοινωνίας κατέχει το μονοπώλιο των μέσων παραγωγής, ο εργάτης, είτε είναι ελεύθερος είτε όχι, πρέπει να προσθέτει στον αναγκαίο για την αυτοσυντήρησή του εργάσιμο χρόνο, έναν παραπανίσιο χρόνο εργασίας για να παράγει τα μέσα συντήρησης των ιδιοχτητών των μέσων παραγωγής» (Μαρξ σελ. 202)1·
II
Στο προηγούμενο άρθρο είδαμε ότι κάθε εργάτης που απασχολεί ένας κεφαλαιοκράτης εκτελεί διπλή εργασία: Στη διάρκεια ενός μέρους του χρόνου της εργασίας του αναπληρώνει το μισθό που του πλήρωσε ο κεφαλαιοκράτης, κι αυτό το μέρος της εργασίας ο Μαρξ το ονομάζει αναγκαία εργασία. 
Υστερα όμως απ' αυτό, ο εργάτης είναι υποχρεωμένος να συνεχίσει δουλεύοντας, και στο χρονικό αυτό διάστημα παράγει για τον κεφαλαιοκράτη την υπεραξία, που ένα σημαντικό μέρος της αποτελεί το κέρδος. Το μέρος αυτό της εργασίας ονομάζεται υπερεργασία.
Ας υποθέσουμε ότι ο εργάτης δουλεύει τρεις μέρες τη βδομάδα για την αναπλήρωση του μισθού του και τρεις μέρες για την παραγωγή υπεραξίας για τον κεφαλαιοκράτη. 
Αν το εκφράσουμε με άλλα λόγια, αυτό σημαίνει ότι όταν εργάζεται δώδεκα ώρες τη μέρα, εργάζεται έξι ώρες τη μέρα για το μισθό του κι έξι ώρες για την παραγωγή υπεραξίας. 
Από τη βδομάδα δεν μπορεί κανείς να βγάλει παρά έξι ή το πολύ εφτά εργάσιμες μέρες λογαριάζοντας και την Κυριακή. Από κάθε ξεχωριστή μέρα όμως μπορεί κανείς να βγάλει έξι, οχτώ, δέκα, δώδεκα, δεκαπέντε ή και περισσότερες ώρες εργασίας. Ο εργάτης πούλησε στον κεφαλαιοκράτη μια εργάσιμη μέρα για ένα μεροκάματο. 
Τι είναι όμως μια εργάσιμη μέρα; Οχτώ ή δεκαοχτώ ώρες;
Ο κεφαλαιοκράτης έχει συμφέρον να κάνει την εργάσιμη μέρα όσο μπορεί μεγαλύτερη. Οσο πιο μεγάλη είναι η διάρκειά της, τόσο περισσότερη υπεραξία παράγει. Ο εργάτης νιώθει σωστά ότι κάθε ώρα εργασίας που δουλεύει πάνω από την αναπλήρωση του μισθού της εργασίας του, του αφαιρείται άδικα. Δοκιμάζει στην ίδια του την πλάτη τι θα πει να δουλεύεις ένα υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα. 
Ο κεφαλαιοκράτης αγωνίζεται για το κέρδος του, ο εργάτης για την υγεία του, για κάνα - δυο ώρες ανάπαυση τη μέρα, για να μπορεί έξω από τη δουλιά, τον ύπνο και το φαγητό, να δράσει και σαν άνθρωπος. 
Ετσι ας σημειωθεί εν παρόδω ότι δεν εξαρτιέται καθόλου από την καλή θέληση των ξεχωριστών κεφαλαιοκρατών αν επιθυμούν να ανακατευτούν ή όχι σε τούτο τον αγώνα, αφού ο συναγωνισμός εξαναγκάζει ακόμα και τους πιο φιλάνθρωπους απ' αυτούς να κάνουν το ίδιο που κάνουν και οι συνάδελφοί τους και να καθιερώνουν κατά κανόνα έναν εργάσιμο χρόνο, το ίδιο παρατεταμένο όσο και οι άλλοι.
Η πάλη για τον καθορισμό της εργάσιμης μέρας κρατά από την πρώτη ιστορική εμφάνιση των ελεύθερων εργατών ως τα σήμερα. 
Στους διάφορους κλάδους επικρατούν διαφορετικές πατροπαράδοτες εργάσιμες μέρες. Στην πραγματικότητα όμως σπάνια τηρούνται. 
Μονάχα εκεί που ο νόμος καθορίζει την εργάσιμη μέρα και που εποπτεύει την τήρησή της, μονάχα εκεί μπορεί κανείς να πει πραγματικά ότι υπάρχει μια κανονική εργάσιμη μέρα. Κι ως τώρα αυτό συμβαίνει σχεδόν μόνο στις εργοστασιακές περιοχές της Αγγλίας. 
Εδώ, για όλες τις γυναίκες και τα παιδιά από 13 ως 18 χρονών έχει καθοριστεί η δεκάωρη εργάσιμη μέρα (10 1/2 ώρες τις πέντε μέρες της βδομάδας και 7 1/2 ώρες το Σάββατο). 
Και επειδή οι άντρες δεν μπορούν να δουλέψουν χωρίς τους παραπάνω, υποτάσσονται και αυτοί στη δεκάωρη εργάσιμη μέρα. 
Το νόμο αυτό τον κατάχτησαν οι Αγγλοι εργοστασιακοί εργάτες ύστερα από πολύχρονη εγκαρτέρηση, με τον πιο επίμονο και πεισματικό αγώνα ενάντια στους εργοστασιάρχες, με την ελευθεροτυπία, με το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και του συνέρχεσθαι, καθώς και με την επιδέξια χρησιμοποίηση των διαιρέσεων μέσα στην ίδια την κυρίαρχη τάξη. 
Ο νόμος αυτός έγινε το παλλάδιο των Αγγλων εργατών, επεκτάθηκε σιγά σιγά σ' όλους τους μεγάλους βιομηχανικούς κλάδους και πέρσι2σε όλους σχεδόν τους κλάδους, τουλάχιστον σε όλους εκείνους που απασχολούν γυναίκες και παιδιά. 
Το έργο αυτό περιέχει εξαιρετικά λεπτομερειακό υλικό για την ιστορία αυτής της νομοθετικής ρύθμισης της εργάσιμης μέρας στην Αγγλία. Το ερχόμενο βορειογερμανικό Ράιχσταγκ θα έχει επίσης να συζητήσει ένα βιομηχανικό κανονισμό και μαζί μ' αυτό τη ρύθμιση της εργασίας στα εργοστάσια.
 Ελπίζουμε ότι κανένας από τους βουλευτές που εκλέξανε οι Γερμανοί εργάτες δε θα πάει στη συζήτηση αυτού του νόμου, χωρίς προηγούμενα να έχει ολότελα γνωρίσει το βιβλίο του Μαρξ. 
Στο ζήτημα αυτό πολλά μπορούν να επιτευχθούν. 
Οι διαιρέσεις ανάμεσα στις άρχουσες τάξεις είναι πιο ευνοϊκές για τους εργάτες απ' ό,τι ήταν κάποτε στην Αγγλία, γιατί το γενικό εκλογικό δικαίωμα αναγκάζει τις κυρίαρχες τάξεις να επιδιώκουν την εύνοια των εργατών. 
Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες, τέσσερις ή πέντε αντιπρόσωποι του προλεταριάτου αποτελούν μια δύναμη, αν ξέρουν πώς να χρησιμοποιήσουν τη θέση τους, αν πριν απ' όλα ξέρουν για το τι πρόκειται, πράγμα που οι αστοί δεν το ξέρουν. Και γι' αυτό το σκοπό, το βιβλίο του Μαρξ, τους δίνει έτοιμο στο χέρι όλο το υλικό.
Αφήνουμε κατά μέρος μια σειρά άλλες πολύ όμορφες έρευνες που έχουν περισσότερο θεωρητικό ενδιαφέρον και περνάμε στο τελευταίο κεφάλαιο που πραγματεύεται τη συσσώρευση ή συγκέντρωση του κεφαλαίου. 
Εδώ αποδείχνεται πρώτα ότι η κεφαλαιοκρατική μέθοδος παραγωγής, δηλαδή η παραγωγή που γίνεται, από τη μια, από τους κεφαλαιοκράτες κι από την άλλη από τους μισθωτούς εργάτες, όχι μόνο αναπαράγει συνεχώς το κεφάλαιο για τον κεφαλαιοκράτη, αλλά ταυτόχρονα αναπαράγει συνεχώς και τη φτώχεια των εργατών. 
Ετσι εξασφαλίζεται από τη μια να υπάρχουν πάντα οι κεφαλαιοκράτες, που είναι οι ιδιοχτήτες όλων των μέσων συντήρησης, όλων των πρώτων υλών και όλων των εργαλείων δουλιάς, κι απ' την άλλη, να υπάρχει πάντα η μεγάλη μάζα των εργατών που είναι υποχρεωμένοι να πουλάνε την εργατική τους δύναμη σ' αυτούς τους κεφαλαιοκράτες για ένα ποσό από μέσα συντήρησης, που, στην καλύτερη περίπτωση, φτάνουν ίσα ίσα για να τους διατηρούν σε κατάσταση που να είναι ικανοί για δουλιά και για ν' αναθρέψουν μια νέα γενιά από ικανούς για δουλιά προλετάριους. 
Το κεφάλαιο όμως δεν αναπαράγεται μονάχα: Ολοένα πληθαίνει και μεγαλώνει - και μαζί μ' αυτό πληθαίνει και μεγαλώνει η εξουσία του πάνω στην τάξη των εργατών που δεν έχουν καμιά ιδιοχτησία.
 Κι όπως το ίδιο αναπαράγεται σε ολοένα μεγαλύτερη κλίμακα, έτσι ο σύγχρονος κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής αναπαράγει επίσης σε ολοένα μεγαλύτερη κλίμακα, σε ολοένα μεγαλύτερο αριθμό την τάξη των εργατών που δεν έχουν καμιά ιδιοχτησία.
 «...Η συσσώρευση του κεφαλαίου αναπαράγει την κεφαλαιοκρατική σχέση σε πλατύτερη κλίμακα: περισσότερους κεφαλαιοκράτες ή μεγαλύτερους κεφαλαιοκράτες στον ένα πόλο, περισσότερους μισθωτούς εργάτες στον άλλο... Συσσώρευση του κεφαλαίου σημαίνει λοιπόν αύξηση του προλεταριάτου» (σελ. 600)3
Επειδή όμως, με την πρόοδο των μηχανών, με τη βελτιωμένη γεωργία κλπ. χρειάζονται όλο και λιγότεροι εργάτες για να παράγουν το ίδιο ποσό προϊόντα, επειδή αυτή ή τελειοποίηση, δηλαδή αυτή η μετατροπή των εργατών σε υπεράριθμους, αυξάνει ταχύτερα από ό,τι το ίδιο το αυξανόμενο κεφάλαιο τι θα γίνει μ' αυτόν τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό των εργατών; 
Σχηματίζουν ένα βιομηχανικό εφεδρικό στρατό που, σ' εποχές που οι δουλιές πάνε άσχημα ή μέτρια, πληρώνεται κάτω απ' την αξία της εργασίας του και απασχολείται όχι ταχτικά ή περιέρχεται στη φροντίδα της δημόσιας πρόνοιας για τους φτωχούς, που είναι όμως απαραίτητη στην κεφαλαιοκρατική τάξη σε καιρούς που σημειώνεται ιδιαίτερη ζωηρότητα στις δουλιές όπως αυτό φαίνεται σήμερα ολοκάθαρα στην Αγγλία. 
Σε όλες τις περιπτώσεις, όμως, χρησιμεύει για να σπάει τη δύναμη αντίστασης των εργατών που απασχολούνται ταχτικά και για να κρατά χαμηλά τους μισθούς τους. 
«Οσο μεγαλύτερος είναι ο κοινωνικός πλούτος... τόσο μεγαλύτερος είναι κι ο σχετικός υπερπληθυσμός, ή ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός. Και όσο μεγαλύτερος είναι αυτός ο εφεδρικός στρατός σε σχέση με τον ενεργό (τον κανονικά απασχολούμενο) εργατικό στρατό, τόσο μαζικότερος είναι ο σταθεροποιημένος (μόνιμος) υπερπληθυσμός, ή τα εργατικά εκείνα στρώματα που η αθλιότητά τους βρίσκεται σε αντίστροφη αναλογία με το μόχθο της δουλιάς τους. Οσο πιο πλατιά είναι, τέλος, τα στρώματα των ολότελα εξαθλιωμένων ανθρώπων της εργατικής τάξης και του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού, τόσο μεγαλύτερος είναι ο επίσημος παουπερισμός*. Αυτός είναι ο απόλυτος γενικός νόμος της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης» (σελ. 631)4.
Αυτοί είναι μερικοί από τους κυριότερους νόμους του σύγχρονου κεφαλαιοκρατικού κοινωνικού συστήματος, που αποδείχτηκαν αυστηρά επιστημονικά και οι επίσημοι οικονομολόγοι αποφεύγουν βέβαια να κάνουν έστω και μια απόπειρα να τους αντικρούσουν. 
Μα μήπως μ' αυτό τα είπαμε όλα; Καθόλου. 
Με την ίδια οξύτητα που ο Μαρξ τονίζει τις κακές πλευρές της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, με την ίδια σαφήνεια αποδείχνει ότι η κοινωνική αυτή μορφή ήταν αναγκαία για να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας ως το επίπεδο που θα κάνει δυνατή μια ίση για όλα τα μέλη της κοινωνίας ανάπτυξη, μια ανάπτυξη αντάξια για τον άνθρωπο. 
Ολες οι προηγούμενες κοινωνικές μορφές ήταν πολύ φτωχές για ένα τέτοιο πράγμα. 
Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή είναι η πρώτη που δημιουργεί τον πλούτο και τις παραγωγικές δυνάμεις που χρειάζονται γι' αυτό, μα ταυτόχρονα δημιουργεί, επίσης, στο πρόσωπο των πολυάριθμων καταπιεζόμενων εργατών, την κοινωνική εκείνη τάξη που ολοένα και περισσότερο υποχρεώνεται από τα πράγματα να πάρει στα χέρια της τη διαχείριση αυτού του πλούτου κι αυτών των παραγωγικών δυνάμεων, προς το συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας - κι όχι όπως γίνεται ως σήμερα, προς το συμφέρον μιας μονοπωλιακής τάξης.
Σημειώσεις
1. Η παραπομπή αναφέρεται στην πρώτη έκδοση του πρώτου τόμου του «Κεφαλαίου». Αμβούργο 1867
2. Δηλαδή το 1867
3. Αναφέρεται στην πρώτη έκδοση του πρώτου τόμου του «Κεφαλαίου», Αμβούργο 1867
4. Αναφέρεται στην πρώτη έκδοση του πρώτου τόμου του «Κεφαλαίου, Αμβούργο 1867
Μόνιμη κατάσταση τέλειας ανέχειας στην οποία βρίσκεται ένα τμήμα του πληθυσμού στις κεφαλαιοκρατικές χώρες
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Ο Καρλ Μαρξ για τον εργάσιμο χρόνο και την ένταση της εκμετάλλευσης (9/9/2012)
ΑΤΙΤΛΟ (1/11/2008)
Για την εργάσιμη μέρα και την εργατική δύναμη (10/10/2004)

Για τη σχέση αναγκαίου χρόνου εργασίας και υπερεργασίας (6/8/2000)

Υποβιβάζεται στη Β’ Εθνική ο ΠΑΟΚ

        


Βαριά θα είναι τελικά η τιμωρία για τον ΠΑΟΚ εξαιτίας της ενέργειας του χούλιγκαν ο οποίος εκτόξευσε ένα ρολό ταμειακής μηχανής στον προπονητή του Ολυμπιακού. Ο ΠΑΟΚ εκτός απροόπτου θα υποβιβαστεί στη Β’ Εθνική αφού σύμφωνα με συμπληρωματική έκθεση, την οποία θα καταθέσει ο διαιτητής και θα συμπληρώνει την προηγούμενη συμπληρωματική έκθεση που είχε καταθέσει για να συμπληρώσει το φύλλο αγώνα, θα βεβαιώνει ότι οι παράγοντες του Ολυμπιακού τον διαβεβαίωσαν πως είδαν τον χούλιγκαν του ΠΑΟΚ την ώρα που ετοιμαζόταν να εκτοξεύσει ολόκληρη την ταμειακή μηχανή στο κεφάλι του προπονητή του Ολυμπιακού αλλά επειδή είδε ότι τον βλέπανε αφαίρεσε από την ταμειακή μηχανή το ρολό και εκτόξευσε μόνο αυτό κι όχι την ταμειακή μηχανή!
Μετά από αυτή την εξέλιξη και με δεδομένη την αξιοπιστία του διαιτητή, ο οποίος μέχρι τώρα δεν υπέπεσε σε καμία αντίφαση και ο οποίος θεωρεί δεδομένη την αξιοπιστία όσων λένε οι παράγοντες του Ολυμπιακού, θα θεωρηθεί ως δεδομένο πως εάν εκτοξευόταν η ταμειακή μηχανή θα έβρισκε σίγουρα στο κεφάλι τον προπονητή του Ολυμπιακού και θα τον σκότωνε! Με αυτά όλα τα δεδομένα ο αθλητικός δικαστής είναι υποχρεωμένος να υποβιβάσει τον ΠΑΟΚ στη Β’ Εθνική εκτός απροόπτου. Εάν υπάρξει κάποιο απρόοπτο αυτό θα είναι σίγουρα να υποβιβαστεί ο ΠΑΟΚ στη Γ’ Εθνική.

Μαυρομάτης

Call me by your name

Μια απ’ τις υποψήφιες ταινίες για το όσκαρ καλύτερης ταινίας το 2018 είναι το Call me by your name του Λούκα Γκουαντανίνο, που εξιστορεί τον θυελλώδη και σύντομο έρωτα ανάμεσα σ’ έναν έφηβο βιβλιόφιλο και μουσικό κι έναν νέο δανδή, πτυχιούχο αρχαιολόγο.
Το σκηνικό εκτυλίσσεται στην βορειοϊταλική ύπαιθρο ένα καλοκαίρι στα μέσα των έιτις, ένα θαυμάσιο τοπίο, όσοι έχετε επισκεφτεί αυτά τα μέρη της Ιταλίας θα καταλάβετε τι εννοώ.
Ο έφηβος ζει με τους γονείς του που είναι και οι δυο ακαδημαϊκοί, ο πατέρας του δε, έχει προσκαλέσει τον εν λόγω φοιτητή για να τον βοηθήσει για μια εργασία του.
Η αρχική αποστροφή του έφηβου για τον φοιτητή εξελίσσεται σταδιακά από αρχική αποστροφή σε πανίσχυρη έλξη και η ταινία εξερευνά τη γένεση, την εξέλιξη και το αναπόφευχτο τέλος αυτής της σχέσης πάντα με φόντο την επαρχία της καλοκαιριάτικης βόρειας Ιταλίας. Γνήσια κινηματογραφική εικόνα γυρισμένη σε φιλμ 35 mm, δίνει την εντύπωση ταινίας γυρισμένης πολλά χρόνια πίσω, αναδεικνύει το πολύχρωμο, καυτό απ’ την καλοκαιριάτικη κάψα τοπίο (παρεμπιπτόντως η ζέστη της Ιταλίας μπορεί να σε κάνει να λιποθυμήσεις). Άνθρωποι, τοπία και κτίρια λιώνουν κάτω απ’ τον ντάλα ήλιο και παρασύρονται όλοι σε τούτη τη ραστώνη που ευνοεί τις σωματικές ορέξεις.
Πέρα από την εξαιρετική φωτογραφία, την εξελισσόμενη ερωτική περιπέτεια και τις πολύ καλές ερμηνείες των πρωταγωνιστών, δεν θα λέγαμε ότι είναι μια μεγαλειώδης ταινία. Και επίσης: δεν είναι μια ταινία για τους gay. Δεν είναι αυτό το κυρίως θέμα της ταινίας μολονότι ο σκηνοθέτης της είναι ανοιχτά gay. Ο Γκουαντανίνο, βασιζόμενος στην ομώνυμη νουβέλα του αιγυπτιο-ιταλο-αμερικανοεβραίου συγγραφέα Αντρέ Ασιμάν έχει ξεπεράσει τη φάση να “προκαλέσει” ή να “τολμήσει” να απεικονίσει την ομοφυλοφιλία ως διακήρυξη ελευθερίας και άλλα τέτοια φιλελεύθερα. Η ομοφυλοφιλία πάντα ήταν τμήμα της ανθρώπινης σεξουαλικότητας και ανθρώπινης συμπεριφοράς γενικότερα και ήδη, στον 21ο αιώνα, τουλάχιστον στις “δυτικές” καπιταλιστικές κοινωνίες είναι πλέον μέρος της συλλογικής μας εμπειρίας. Εξακολουθεί φυσικά να προκαλεί “θόρυβο” είτε με δημόσιες συζητήσεις, είτε με κραυγές ομοφοβικών, είτε με την επιβίωση στερεοτύπων που ακόμα μας στοιχειώνουν και πότε-πότε ξεγλιστρούν μέσα στον καθημερινό μας λόγο σαν υφέρπουσα ομοφοβία, μολονότι θέλουμε να περνιόμαστε για προοδευτικοί (τρομάρα μας) είτε και με τις εκδηλώσεις “υπερηφάνειας” που, ανεξάρτητα απ’ τον αρχικό τους χαραχτήρα ή και τις προθέσεις των συμμετεχόντων να εκδηλώσουν ανοιχτά την ταυτότητά τους, μάλλον είναι ένα φεστιβάλ λάιφ-στάιλ, άλλωστε σ’ αυτό θα συμφωνήσουν και πολλοί της ελτζιμπιτί κοινότητας.
Μην τρελαθούμε, ο θόρυβος γύρω απ’ αυτήν την πλευρά της ανθρώπινης σεξουαλικότητας που γίνεται τα τελευταία χρόνια, είτε με ταινίες, είτε με εκπομπές στην τελεόραση, είτε με απλά τολμηρές σκηνές, είτε με αύξηση του δημόσιου outing, δεν είναι καμμιά παγκόσμια συνομωσία των εβραίων, του κεφαλαίου ή των ίδιων των gay να καταχτήσουν τον ντουνιά και να μας κάνουν “όλους gay” ασούμε.
Δεν είναι τίποτα περισσότερο απ’ την εξέλιξη της κοινωνίας, μην πω του επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και με πείτε μιλάω στα ξύλινα, η ανθρωπότητα έχει άλλες προκλήσεις μπροστά της και προσπερνά τα ζητήματα τα οποία τα έχει λύσει σε κοινωνικό, επιστημονικό, γνωσιολογικό ή ηθικό επίπεδο. Όσο λιγότερος θόρυβος γίνεται λοιπόν για την ομοφυλοφιλία τόσο περισσότερο αυτό σημαίνει ότι οι κοινωνίες, οι άνθρωποι την έχουν ενσωματώσει στο ηθικό τους σύμπαν, το έχουν “αποδεχτεί” τελωσπάντων. Και όσο γρηγορότερα αποδεχτούμε την ομοφυλοφιλία σαν μέρος της καθημερινότητάς μας τόσο γρηγορότερα θα πάψουμε να βλέπουμε τους gay σαν “ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα” με την ίδια έννοια που δεν είναι ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα οι συνάνθρωποί μας που τους αρέσει η μαγειρική ή το σκέητμπορντ. Είναι άνθρωποι δίπλα μας που μπορεί να ανήκουν στην εργατική ή την αστική τάξη (είμαστε με τους πρώτους λοιπόν κι όχι με τους δεύτερους ταξικά) και οι επιπτώσεις των βασικών και κύριων κοινωνικών αντιθέσεων στην κοινωνία τους αφορά κι αυτούς όσο αφορά κι εμάς. Get over it λοιπόν, συνηθίστε στην ιδέα και κυρίως στην εικόνα ότι δυο άντρες ή δυο γυναίκες πηδιούνται as well στην ιδιωτική τους ζωή και πάμε παρακάτω.
Το Call me by your name λοιπόν είναι μια “αθόρυβη” για την ομοφυλοφιλία ταινία. Δεν μας την παρουσιάζει με πομπώδεις τυμπανοκρουσίες, υπάρχει, σχέσεις δημιουργούνται φυσιολογικά επειδή υπάρχουν φυσιολογικοί άνθρωποι τριγύρω μας, ενήλικοι συναινώντες (consenting adults) που θέλουν να εξερευνήσουν τα κορμιά και τα συναισθήματά τους. Ο σκηνοθέτης μας διδάσκει τη γλυκιά αγωνία ενός έρωτα που δημιουργείται και δυναμώνει ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, τι το “ηθικότερον”;
Όμως το πιο ωραίο δίδαγμα της ταινίας είναι κάτι άλλο: (ΣΠΟΪΛΕΡ ΑΛΕΡΤ) Οι γονείς του έφηβου γνωρίζουν πολύ καλά το παιδί τους, όπως επίσης γνωρίζουν πολύ καλά και τις ποικίλες κοινωνικές και ψυχολογικές δυσκολίες της ομοφυλοφιλίας στη δεδομένη εποχή και σκόπιμα δημιουργούν όλες τις προϋποθέσεις για να γεννηθεί αυτός ο έρωτας με πολύ τρυφερή διακριτικότητα, χωρίς να πουν κουβέντα. Ανοίγουν το δρόμο για τον αγαπημένο τους γιο, αλλά και για τον φοιτητή και τους αφήνουν αβίαστα σχεδόν, με ελάχιστο “σπρώξιμο” βεβαίως, να ξεδιπλώσουν τη σχέση τους, να νιώσουν δυνατά συναισθήματα συμπεριλαμβανομένου και του πόνου του χωρισμού, να “νιώσουν” γενικά. Οι κρυφοί πρωταγωνιστές της ταινίας λοιπόν είναι οι γονείς, που αποκαλύπτονται αναπάντεχα κατά την εξέλιξη της ταινίας και δίνουν άλλη διάσταση. Η συνομιλία πατέρα και γιου προς το τέλος είναι ύμνος στο ανθρώπινο μεγαλείο, στην αθόρυβη, ταπεινή αγάπη του γονιού προς το παιδί. Αυτό είναι το ποιοτικό στοιχείο που καθιστά την ταινία ένα κλικ καλύτερη από άλλες πολύ καλές παρεμφερείς απόπειρες (Brokeback mountain, Η ζωή της Αντέλ).
Δεν πρόκειται λοιπόν για κανένα αριστούργημα της έβδομης τέχνης, δεν θα την ψήφιζα για ταινία της χρονιάς αλλά προτείνεται ανεπιφύλαχτα.
Δείτε εδώ όλες τις κριτικές στο “Οσκαρικό αφιέρωμα” της Κατιούσα

TA ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΡΕΤΑΛΙΑ ΨΑΧΝΟΥΝ ΤΟΥΣ ΚΡΙΚΟΥΣ ΤΟΥΣ

  -




 
Περί επι­στο­λής Λα­φα­ζά­νη προς Αντάρ­συους
Ανε­πι­βε­βαί­ω­τες πλη­ρο­φο­ρί­ες ανα­φέ­ρουν πως ο τί­τλος της επι­στο­λής είναι: «Να ‘χαμε τι να ‘χαμε, ένα ακόμη ανά­χω­μα να ‘χαμε».

Η εί­δη­ση βέ­βαια δεν είναι η επι­στο­λή, έτσι κι αλ­λιώς, χρό­νια τώρα, το πάνε το γράμ­μα με­τα­ξύ τους, αλλά το ότι η ΛΑΕ έχει και Πο­λι­τι­κή Γραμ­μα­τεία, που φαί­νε­ται να υπο­γρά­φει την επι­στο­λή. Η επι­στο­λή επι­δό­θη­κε αρ­μο­δί­ως από το φε­ρέ­φω­νο των εφο­πλι­στών, πρό­ε­δρο της ΠΕΝΕΝ και γνω­στό ναυ­το­πα­τέ­ρα Αντώ­νη Ντα­λα­κο­γιώρ­γο, που ως γνω­στό δια­τη­ρεί σχέ­σεις και με τις δύο πλευ­ρές και προ­σφά­τως ελ­λι­με­νί­ζε­ται στην ΑΝΤΑΡ­ΣΥΑ.

Από πλη­ρο­φο­ρί­ες που διέρ­ρευ­σαν η επι­στο­λή είναι ιδιό­χει­ρη, δυ­σα­νά­γνω­στη, σε μεσ­σια­νι­κή γραφή με έντο­νο το Να­πο­λε­ό­ντειο ύφος και έντο­νο το στοι­χείο της συ­γκί­νη­σης. 
  Ο επι­στο­λο­γρά­φος πα­ρου­σιά­ζει τρόμο (τρέ­μου­λο) στην δεξιά χείρα γι’ αυτό και έχει κα­τα­βλη­θεί προ­σπά­θεια να γρα­φεί με το αρι­στε­ρό χέρι.
 Επί­σης, δια­κα­τε­χό­με­νος από αγ­χώ­δες πα­ρα­λή­ρη­μα με­γα­λεί­ου, πά­σχει εμ­φα­νώς από δεξιά οπορ­του­νι­στι­κή πα­ρα­πλη­γία, αρι­στε­ρές με­τω­πο­κρο­τα­φι­κές πα­ραι­σθή­σεις (πι­θα­νόν από επα­να­λαμ­βα­νό­με­νες καρ­πα­ζιές), σύν­δρο­μο ευ­ε­ρέ­θι­στου εντέ­ρου, χρό­νια δυ­σκοι­λιό­τη­τα και ιδιο­πα­θή κνί­δω­ση.

Ανά­στα­τοι στην ΑΝΤΑΡ­ΣΥΑ ανα­μέ­νουν την επι­στρο­φή (πα­ρο­δι­κή) του Δε­λα­στίκ ώστε ως γλωσ­σο­μα­θής να απο­φαν­θεί περί αυτής.

Στην εν λόγω επι­στο­λή γί­νε­ται ένα σύ­ντο­μο φλας μπακ στην «7ετη μνη­μο­νια­κή πε­ρί­ο­δο την οποία βιώ­νει η χώρα» και πέ­φτουν κάνα δυο δά­κρυα «για τη λε­η­λα­σία των λαϊ­κών ει­σο­δη­μά­των και της δη­μό­σιας πε­ριου­σί­ας».

Πα­ρα­κά­τω ανα­φέ­ρε­ται εμ­φα­νώς με λυγ­μούς 
στην «απο­γο­ή­τευ­ση και την αμαύ­ρω­ση της Αρι­στε­ράς από τις κυ­βερ­νη­τι­κές πο­λι­τι­κές», στις οποί­ες ο Πα­να­γιω­τά­κης (Λα­φα­ζά­νης) αντι­τά­χθη­κε σθε­να­ρώς ως υπουρ­γός και επί 25ε­τία ανώ­τα­το στέ­λε­χος των ακα­το­νό­μα­στων. 
  Φτά­νει δε μέχρι την δια­τύ­πω­ση πως «επι­χει­ρεί­ται σή­με­ρα μια με­γά­λη ιδε­ο­λο­γι­κή και πο­λι­τι­κή στρο­φή προς τα δεξιά».

Ο Πα­να­γιω­τά­κης ζητά, με τη βο­ή­θεια της ΑΝΤΑΡ­ΣΥΑ πάντα, μια «επα­νί­δρυ­ση και επα­να­θε­με­λί­ω­ση της Αρι­στε­ράς, για το σο­σια­λι­σμό και τον κομ­μου­νι­σμό του 21ου αιώνα», 
αφού ως γνω­στό στον 20ό αιώνα τις πα­ρα­πά­νω έν­νοιες ο Λα­φα­ζά­νης τις υπε­ρα­σπί­στη­κε αρ­κού­ντως, αλλά τι να σου κάνει μόνο ένας άν­θρω­πος και μά­λι­στα στην κα­τά­στα­σή του.

Στη συ­νέ­χεια, χτυ­πώ­ντας το χέρι του στο τρα­πέ­ζι, κί­νη­ση που την φα­ντα­ζό­μα­στε διότι δεν ήμα­σταν πα­ρό­ντες κατά τη συγ­γρα­φή, ο Λα­φα­ζά­νης γρά­φει τέρμα στον «πρα­κτι­κι­σμό της δύ­να­μης της συ­νή­θειας όλων μας, ούτε ένας αφη­ρη­μέ­νος ανα­στο­χα­σμός πέρα και έξω από την πο­λι­τι­κή δράση». 
  Μα την Πα­να­γία, έτσι ακρι­βώς το γρά­φει.
 Τέρμα οι ανα­στο­χα­σμοί του εί­δους: «Πού είσαι νιότη που ‘δει­χνες πως θα γι­νό­μουν άλλος». 
  Και η Αρι­στε­ρά θα πρέ­πει να ανα­βα­πτι­στεί έτι πε­ραι­τέ­ρω, μιας και μέχρι σή­με­ρα δεν την ανα­βάθ­μι­σαν αρ­κού­ντως.

Απευ­θυ­νό­με­νος στους συ­ντρό­φους του της ΑΝΤΑΡ­ΣΥΑ, λέει πως αυτή η συ­νερ­γα­σία πρέ­πει να γίνει με κρί­κους (πέντε κρί­κοι ένα τά­λι­ρο), όπου μάλ­λον εν­νο­εί το αλυ­σο­δέ­σι­μο με­τα­ξύ τους, ώστε να μην χά­νο­νται και πρέ­πει να γίνει σει­σά­χθεια (μην σας τρο­μά­ζει δεν πρό­κει­ται για αρ­ρώ­στια) των χρεών των ερ­γα­τι­κών και λαϊ­κών στρω­μά­των και τε­λειώ­νει με το ότι πρέ­πει να βρε­θούν και να τα συ­ζη­τή­σουν όλα αυτά, αλλά όχι σε συ­γκέ­ντρω­ση των ΑΔΕ­ΔΥ-ΓΣΕΕ όπως το έκα­ναν μέχρι τώρα, διότι περ­νά­ει το ΠΑΜΕ από μπρο­στά τους και κάνει φα­σα­ρία επί­τη­δες, αλλά κάπου αλλού πιο ιδιαί­τε­ρα. Άσε που το ΠΑΜΕ απο­κλεί­ε­ται να έχει τόσο κόσμο και μάλ­λον γυ­ρί­ζουν πίσω και ξα­να­νε­βαί­νουν την Πα­νε­πι­στη­μί­ου για να τους κο­μπλε­ξά­ρουν.

Έγκυ­ροι κύ­κλοι της ΑΝΤΑΡ­ΣΥΑ θε­ω­ρούν θε­τι­κή την κί­νη­ση και επι­φυ­λάσ­σο­νται να απα­ντή­σουν μετά την πα­νελ­λα­δι­κή συν­διά­σκε­ψη των 125 πο­λι­τι­κών κι­νή­σε­ων και ομά­δων που την απαρ­τί­ζουν και την οποία συ­γκα­λούν εκτά­κτως.

Πηγές του ΝΑΡ, αντι­θέ­τως, εκ­φρά­ζουν τον έντο­νο σκε­πτι­κι­σμό τους, σε σχέση με τον χρόνο και τον τρόπο που επι­λέ­χθη­καν να δοθεί η επι­στο­λή και θυ­μί­ζουν πως βρί­σκο­νται σε ιδιαί­τε­ρη ανα­τα­ρα­χή με τις απο­χω­ρή­σεις των «6», των «40», του «1» που τον έχουν κάτι σαν όσιο, των προη­γού­με­νων «18» και τόσων άλλων που σι­γά-σι­γά την κά­νουν από το «Ρεύμα», καθώς και σε έντο­νο προ­βλη­μα­τι­σμό σχε­τι­κά με τις διερ­γα­σί­ες τους για το υπό κα­τα­σκευή κόμμα.

Ανα­μέ­νε­ται η πα­ρέμ­βα­ση του Kommon, με βα­ρυ­σή­μα­ντο άρθρο επι­φα­νούς στε­λέ­χους του, όπου θα χαι­ρε­τί­ζει την ενω­τι­κή πρω­το­βου­λία του σ. Λα­φα­ζά­νη.

ΑΠΟ HERKO 

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κα­νά­κης //
 

Η “ληστρική ειρήνη” του Μπρεστ-Λιτόφσκ: Το βαρύ τίμημα για τη διάσωση της Επανάστασης

Σαν σήμερα πριν 100 χρόνια υπογράφηκε η συνθήκη ειρήνης του Μπρεστ-Λιτόφσκ μεταξύ των Σοβιετικών (η ΕΣΣΔ ως γνωστόν θα δημιουργούνταν κάποια χρόνια μετά, το 1922) και των Κεντρικών Δυνάμεων, κατά βάση της Γερμανίας, θέτοντας τέρμα στη συμμετοχή της Ρωσίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι επαχθείς όροι της συνθήκης είχαν σαν αποτέλεσμα να αποκληθεί στην ιστοριογραφία της ΓΛΔ ως “Raubfrieden” δηλαδή “ληστρική ειρήνη”, σε εκείνη τη συγκυρία όμως υπήρξε ένας αναγκαστικός συμβιβασμός για τη διάσωση της επανάσταση στην υπόλοιπη επικράτεια της τέως τσαρικής αυτοκρατορίας.
Ήδη η συμμετοχή της Ρωσίας στην Αντάντ από την αρχή του πολέμου είχε εμπλέξει επί τρία χρόνια το λαό σε έναν αιματηρό πόλεμο χωρίς προοπτική, και σημαντική συνέπεια του αντιπολεμικού κλίματος ήταν οι ίδιες οι επαναστατικές διεργασίες το 1917, με αποκορύφωμα την κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους. Τα ρωσικά στρατεύματα ευρισκόμενα σε επαναστατική διάθεση ήταν εν πολλοίς υπό διάλυση, ενώ είχαν σημειωθεί περιστατικά συναδέλφωσης με Γερμανούς στρατιώτες πριν την υπογραφή της συνθήκης. Παράλληλα η οικονομική κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας ήταν τραγική, ενώ οι αντεπαναστατικές δυνάμεις ήταν έτοιμες να εξαπολύσουν την αντεπίθεσή τους, με τη βοήθεια των ξένων συμμάχων τους. Ήταν λοιπόν επιτακτική ανάγκη η νέα σοβιετική εξουσία να περιορίσει τον αριθμό των ανοιχτών μετώπων, ώστε να επικεντρωθεί στην εδραίωσή της και τη μέγιστη αντιμετώπιση των ανερχόμενων κινδύνων. Ήδη με δική της πρωτοβουλία είχε συναφθεί εκεχειρία σε όλο το Ανατολικό Μέτωπο στις 15 Δεκέμβρη 1917. Στη συνέχεια ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των Σοβιετικών και των εκπροσώπων των Κεντρικών Δυνάμεων στην πόλη Μπρεστ-Λιτόφσκ, που βρίσκονταν κοντά στη γραμμή του μετώπου στα σύνορα της υπό γερμανική διοίκηση περιοχής.
Στόχος των Γερμανικών δυνάμεων ήταν να κλείσουν το δεύτερο μέτωπο, ώστε να ξεκινήσουν την αντεπίθεση στα Δυτικά με το μέγιστο αριθμό διαθέσιμων δυνάμεων, ενώ στηρίζοντας αποσχιστικά αντισοβιετικά κινήματα στην Ουκρανία, ευελπιστούσαν να την κρατήσουν μακριά από την επιρροή των επαναστατικών δυνάμεων, στερώντας της ένα βασικό σιτοβολώνα, τα αγαθά της οποίας ήλπιζαν να προσποριστούν οι ίδιοι. Ένας εξίσου σημαντικός στόχος του Γερμανικού Στρατιωτικού Επιτελείου εξάλλου ήταν η δημιουργία ενός δικτύου κρατών από την Πολωνία ως τη Βαλτική, που θα βρισκόταν υπό έμμεσο, αλλά σαφή γερμανικό έλεγχο.
Οι μπολσεβίκοι από την πλευρά τους στόχευαν κατά βάση στη διάσωση της επανάστασης στο εσωτερικό. Ο Τρότσκι που πρωταγωνίστησε στις διαπραγματεύσεις ευελπιστούσε πως παρατείνοντας τις διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν οι μπολσεβίκοι να κερδίσουν με το μέρος τους και να κινητοποιήσουν την εργατική τάξη σε άλλες χώρες, ποντάροντας και στην αρχή της κατάργησης της μυστικής διπλωματίας και της πρότασης ειρήνης χωρίς προσαρτήσεις και αποζημιώσεις. Παράλληλα στις τάξεις των επαναστατών προσδοκούσαν σε γρήγορη νίκη τη Αντάντ που θα εξάλειφε την αναγκαιότητα ρωσικών παραχωρήσεων στις Κεντρικές δυνάμεις. Η ταχεία προέλαση του γερμανικού στρατού ματαίωσε αυτές τις ελπίδες, ενώ οι απεργίες και αντιπολεμικές εκδηλώσεις σε Γερμανία και Αυστρία που σημειώθηκαν ιδίως στις αρχές του 1918, αν και σημαντικές, δεν έλαβαν τελικά επαναστατική κατεύθυνση.
Οι διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν με διακοπές από τις 8 Νοέμβρη 1917 ως τις 3 Μάρτη 1918 και διακρίθηκαν σε δυο μεγάλες φάσεις. Κατά την πρώτη, ως τις 8 Γενάρη του 1917, επικεφαλής από γερμανικής πλευράς ήταν ο διπλωμάτης Ρίχαρντ φον Κίλμαν, ενώ στη δεύτερη ο στρατηγός Μαξ Χόφμαν, ενώ από σοβιετικής πλευράς επικεφαλής της πρώτης φάσης ήταν ο Άντολφ Αμπράμοβιτς Γιόφε, και στην επόμενη ο Λέων Τρότσκι. Συμμετείχαν επίσης εκπρόσωποι της Αυστροουγγαρίας, της Βουλγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η κατάσταση στην Ουκρανία έγειρε αποφασιστικά την πλάστιγγα ενάντια στους μπολσεβίκους, καθότι ο Κόκκινος Στρατός, που επιχειρούσε κατά των εθνικιστών της χώρας, δεν μπόρεσε να αποτρέψει τη δημιουργία της αστικής “Ουκρανικής Λαϊκής Δημοκρατίας”, η οποία απέστειλε αντιπροσωπεία στο Μπρεστ-Λιτόφσκ, κλείνοντας στις 9 Φλεβάρη ξεχωριστή συνθήκη ειρήνης με τις κεντρικές δυνάμεις. Εκμεταλλευόμενοι τη συγκυρία οι Γερμανοί στις 16 Φλεβάρη ανακοίνωσαν στο Ρώσο στρατηγό Σαμοϊλο πως θεωρούσαν λήξασα την εκεχειρία από την επομένη. Πράγματι η λεγόμενη “Επιχείρηση Γροθιά” εξαπολύθηκε στις 17 του μήνα χωρίς ο ρωσικός στρατός να είναι σε θέση να προβάλει αντίσταση. Ο Λένιν διακήρυσσε πως “Πρέπει να δράσουμε, δεν έχουμε καιρό για χάσιμο!”, ενώ στις 20 του Φλεβάρη ανακοίνωνε στο σοβιέτ της Μόσχας “Δεν υπάρχει πια στρατός. Οι Γερμανοί επιτίθενται από τη Ρίγα σε όλο το μέτωπο”. Λίγες μέρες μετά η γερμανική στρατιωτική ηγεσία επανήλθε στο σοβιετικό αίτημα ειρήνευσης με σκληρότερους όρους, που περιλάμβαναν την εκκένωση της Φινλανδίας, της Λιβονίας, της Εσθονίας και της Ουκρανίας, όπως και την πλήρη αποστράτευση του ρωσικού στρατού. Προβλεπόταν προθεσμία απάντησης μόλις 48 ωρών με διάρκεια διαπραγματεύσεων τριών ημερών το μέγιστο.
O Λένιν πίεζε για άμεση αποδοχή των όρων ειρήνης, έχοντας να αντιμετωπίσει μεγάλη πολεμική τόσο στο εσωτερικό του κόμματός του, με τον Τρότσκι να τηρεί παρελκυστική στάση ενάντια στις εντολές του Λένιν για υπογραφή ειρήνης και τους “αριστερούς” κομμουνιστές υπό τους Μπουχάριν και Ράντεκ να τάσσονται υπέρ της διεξαγωγής ενός
“επαναστατικού πολέμου” κατά του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού, όσο και από αντίπαλες δυνάμεις, όπως οι μενσεβίκοι και οι εσέροι, που προέβαλαν μεταξύ άλλων και εθνικιστικά συνθήματα. Ο ηγέτης της επανάστασης επέβαλε τελικά τη θέλησή του, εξαλείφοντας τον κίνδυνο παραπέρα υποχωρήσεων σε βάρος της σοβιετικής επικράτειας, απειλώντας με παραίτηση από όλα του τα αξιώματα. Έτσι, η συνθήκη υπογράφηκε στις 3 Μάρτη για να επικυρωθεί 12 μέρες αργότερα στο 4ο έκτακτο συνέδριο των Σοβιέτ στη Μόσχα.
Με τη συνθήκη οι Σοβιετικοί έχαναν την κυριαρχία της Πολωνίας, της Λιθουανίας και της Κουρλάνδης στη Λετονία. Το μέλλον των περιοχών θεωρητικά θα καθορίζονταν από το Γερμανικό Ράιχ στη βάση υποτίθεται της αυτοδιάθεσης των Εθνών. Η Εσθονία, η Λιβονία και σχεδόν όλη η Λευκορωσία δυτικά του ποταμού Δνείπερου θα παρέμενε υπό γερμανική στρατιωτική κατάληψη, ενώ η Ουκρανία και η Φινλανδία αναγνωρίζονταν ως ανεξάρτητα κράτη. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποσπούσε αρμενικά εδάφη που είχε χάσει στο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1878 καθώς και το Βατούμι της Γεωργίας. Οι Κεντρικές δυνάμεις δέχτηκαν να μη ζητήσουν πολεμικές αποζημιώσεις ή προσαρτήσεις. Οι απώλειες εδαφών αντιστοιχούσαν στο 1/4 της προπολεμικής ρωσικής επικράτειας, όπου ταυτόχρονα βρισκόταν το 1/3 της υφαντουργίας καθώς και τα 2/3 της παραγωγής σιδήρου και άνθρακα, ενώ πληθυσμιακά οι απώλειες ανέρχονταν στο 1/3 των κατοίκων προπολεμικά. Ακολούθησε και συμπληρωματική συνθήκη μεταξύ Σοβιετικών και Κεντρικών δυνάμεων στις 27 Αυγούστου 1918, με παραχώρηση της Εσθονίας, της Λιβονίας αλλά και της Γεωργίας, ενώ συμφωνήθηκε η πληρωμή αποζημίωσης έξι δισεκατομμυρίων χρυσών μάρκων για περιουσίες που είχαν απαλλοτριώσει στα εδάφη τους οι μπολσεβίκοι από την αρχή της επανάστασης. Ως αντάλλαγμα, ο γερμανικός στρατός δεσμεύτηκε να εγκαταλείψει τη Λευκορωσία και να μη συμπράξει στρατιωτικά με τους εχθρούς της επανάστασης. Τα σχέδια εξάπλωσης προς ανατολάς και αντεπίθεσης προς δυσμάς για τους Γερμανούς έπεσαν στο κενό. Αφενός η είσοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο αποδεικνυόταν οικονομικά όλο και πιο καθοριστική, αφετέρου 1 εκ. Γερμανοί στρατιώτες παρέμεναν δεσμευμένοι για τον έλεγχο των ανατολικών εδαφών, ενώ και η ροή πρώτων υλών και τροφίμων από τις νέες περιοχές αποδείχτηκε πολύ μικρότερη από το αναμενόμενο. Η ηγεσία των μπολσεβίκων, παρά τις απώλειες που υπέστη, τελικά δικαιώθηκε στους κύριους στόχους της, δηλαδή την επικράτηση έναντι των εσωτερικών κι εξωτερικών αντιπάλων της επανάστασης, ενώ κατόρθωσε από νωρίς, το 1919, να ξανακατακτήσει την Ουκρανία, και δυο χρόνια αργότερα τη Γεωργία (οι χώρες της Βαλτικής έγιναν σοβιετικές δημοκρατίες το 1940). Εξάλλου οι εξελίξεις στο πολεμικό μέτωπο κατέστησαν κενό γράμμα τη συνθήκη με την υπογραφή της ανακωχής μεταξύ Γερμανικού Ράιχ και Αντάντ στις 11 Νοέμβρη 1918, οδηγώντας τη σοβιετική κυβέρνηση σε ακύρωση της συνθήκης.
Για την ίδια τη σημασία της συνθήκης ο Λένιν τον Οκτώβρη του 1918 σημείωνε τα εξής:  «Πρώτο, αν δεν υπογράφαμε την ειρήνη του Μπρεστ, θα είχαμε παραδώσει μεμιάς την εξουσία στη ρωσική αστική τάξη και έτσι θα είχαμε βλάψει πάρα πολύ τη σοσιαλιστική επανάσταση. Δεύτερο, με τίμημα τις εθνικές θυσίες διατηρήσαμε μια τέτοια διεθνή επαναστατική επιρροή που τώρα να μιμείται αμέσως η Βουλγαρία, κοχλάζουν η Αυστρία και η Γερμανία, εξασθένισαν και οι δύο μεγάλοι ιμπεριαλισμοί, ενώ εμείς δυναμώσαμε και αρχίσαμε να δημιουργούμε έναν πραγματικά προλεταριακό στρατό»

TOP READ