Δεκαετία του 80′. Πήραμε την απόφαση
να διοργανώσουμε μια συναυλία – αφιέρωμα στο ρεμπέτικο με όσους είχαν
απομείνει από τους δημιουργούς.
– Θα γεμίσουμε το ΣΕΦ οι μισοί…
– Θα μας πάρουν με τις πέτρες, οι άλλοι μισοί…
Δεν μας έλειπαν οι ιδέες άλλωστε, ούτε
η όρεξη, το θάρρος και το θράσος. Είχαμε απ’ όλα: Ενθουσιασμό, πείσμα,
φιλοδοξία, αλλά και άγνοια κινδύνου.
Άρχισαν οι επαφές, κλείσαμε την
νεόδμητη «αρένα» της εποχής και ψάχναμε να βρούμε…τι θα την κάνουμε.
Ποιοι θα πλαισιώσουν το πρόγραμμα, την ορχήστρα, τους ρεμπέτες, τους
λαϊκούς, τους τραγουδιστές…Ήταν περίπου σαν να έχει ορίσει κάποιος
ημερομηνία γάμου, εκκλησία η δημαρχείο, παππάδες και κουμπάρους…χωρίς
ακόμη να έχει αποδεχτεί η νύφη την πρόταση.
Ασυγκράτητη αισιοδοξία, ασύγκριτη φιλοδοξία, μέχρι την προσγείωση.
Γιατί από εκεί και πέρα το πράμα άρχισε να δυσκολεύει:
– Δεν ξέρω ο ένας ….
– Και πώς θα το διοργανώσετε εσείς, ο άλλος ……
– Ποιοι άλλοι θα είναι, ο τρίτος …..
-Αν έλθει αυτός και εκείνος, θα το σκεφτώ κι εγώ, ό τέταρτος ……
Αδιέξοδο κι απόγνωση μαζί. Καθώς περνούσαν οι μέρες ήρθε και η αφίσα:
«Αφιέρωμα στο Ρεμπέτικο και το Λαικό τραγούδι», ημερομηνία, ώρα και η ζωγραφιά ενός μπουζουκιού στο επίκεντρο!
Σ’ όσους «την πέφταμε», είχαμε μαζί και την αφίσα, για να δείχνουμε πόσο αποφασισμένοι είμαστε…
Οι πιο επώνυμοι της εποχής, γνωστοί
καλλιτέχνες, απολάμβαναν τους καρπούς και τη δόξα του ρεμπέτικου και
μόνο ελάχιστοι έριχναν μια «ματιά» σε όσους είχαν απομείνει από τους
πραγματικούς δημιουργούς. Φανταστείτε πώς κοίταζαν εμάς !!!!!!!!
«Να βρείτε το Μπαγιαντέρα, θα σας πω που μένει, θα τον ειδοποιήσω εγώ» μας είπε κάποιος, αφού του δείξαμε το μοναδικό πειστήριο του εγχειρήματος, την αφίσα με το μπουζούκι.
«Άμα δεχτεί αυτός θ’ ακολουθήσουν όλοι οι παλιοί, αν όχι… λυπάμαι παιδιά. Να κρατάτε οπωσδήποτε και την αφίσα» μας είπε ενώ φεύγαμε σχεδόν απογοητευμένοι, για άλλη μια φορά.
Μας έριξε κι ένα χαμόγελο από εκείνα που λες πως είναι από λύπηση, η από συμπόνοια η από αμηχανία …
Επτά το βράδυ σ’ ένα φτωχικό στον
Ιερόθεο. Δημήτρης και Δέσποινα Γκόγκου έγραφε το μισοσκότεινο κουδούνι
στην εξώπορτα. Οι περισσότεροι εκείνο το βράδυ μάθαμε πως το
«Μπαγιαντέρας» ήταν το παρατσούκλι που του είχαν βγάλει οι συνάδελφοί
του ρεμπέτες από την διασκευή για μπουζούκι που είχε κάνει στην οπερέτα
του Έριχ Κάλμαν με τον ομώνυμο τίτλο.
Ακόμη μεγαλύτερη ήταν η έκπληξη
κάποιων που, μόλις εκείνο το βράδυ, συνειδητοποίησαν ότι ο συνομιλητής
μας δεν έβλεπε. Ναι, ο μοναδικός αυτός ρεμπέτης, ο Δημήτρης Γκόγκος
είχε χάσει το φως του από αβιταμίνωση στην πείνα του 1941.
Κι εμείς κρατούσαμε στα χέρια μας, προκειμένου να του το δείξουμε, ένα «μοναδικό πειστήριο», μια αφίσα …………..
Ήταν όμως εκεί και μας περίμενε. Δίπλα
του η κυρά Δέσποινα,- εκείνη που του «μετάφραζε» τον κόσμο προκειμένου
να τον τραγουδήσει- υποδεχόταν κάτι αλλόκοτους νυχτερινούς επισκέπτες.
Εκείνος έπινε καφέ και «κάπνιζε με κομπολόι», έτσι μας είπε: «Αυτά τα τρία πάνε μαζί, άμα δε βλέπεις όπως εγώ».
Αρχίσαμε να του λέμε. Μας διέκοψε
σχετικά γρήγορα σαν να μην ήθελε ν ακούσει παραπέρα. Λες και τον
κουράσαμε ή μας απέρριψε με το «καλημέρα» …
Μας ρώτησε αν έχουμε την αφίσα μαζί μας. Αυτή την καταραμένη που μας εξέθετε ανεπανόρθωτα σε σχολές, στέκια, πλατείες και Café.
Ήταν το μόνο που είχαμε να πάρει η
ευχή! Το μοναδικό δεδομένο εκτός από τη φλόγα, μαζί και την απογοήτευσή
μας. Μια αφίσα με ημερομηνία, τόπο, ώρα κι ένα μπουζούκι, έτσι λοξά
καταμεσίς ….
Κοιταχτήκαμε.
ΝΑΙ, απάντησε ο ένας και μοναδικός σύντροφος, που βρήκε το κουράγια.
Τη δείξαμε. Όχι σ’ εκείνον! Τι να δει; Στην κυρά Δέσποινα που την κοίταξε κι έριξε αμέσως ένα διακριτικό χαμόγελο.
«Είναι το σωστό»; τη ρώτησε εκείνος.
«Το σωστό είναι!» αποκρίθηκε εκείνη ορθά – κοφτά, φτιάχνοντας το φλυτζάνι του καφέ που είχε στραβοκάτσει στο πιατάκι.
Πάλι σιωπή. Πιο μεγάλη αυτή τη φορά, ή έτσι μου φάνηκε από την αγωνία!
«Λοιπόν το μπουζούκι στη διαφήμισή σας είναι τρίχορδο, άρα είστε ξηγημένοι, άρα εγώ και οι άλλοι θάρθουμε»! Αυτή ήταν η απάντηση σε μια ερώτηση που δεν πρόλαβε να γίνει ποτέ! Κοντέψαμε να σηκωθούμε από τις ψάθινες καρέκλες.
Κανείς μας φυσικά δεν είχε προσέξει
αυτή την κρίσιμη «λεπτομέρεια» στην αφίσα. Και ακόμη περισσότερο, λίγοι
γνωρίζαμε την έκταση της διαμάχης ανάμεσα στους «Τρίχορδους» και τους «Αλλοτριωμένους τετράχορδους» που κρατούσε με αμείωτη ένταση ακόμη από τη δεκαετία του 60!
Μπαγιαντέρας, Μπάμπης Τσετίνης, Τάκης
Μπίνης, Πόλυ Πάνου και τόσοι άλλοι ήταν στο κατάμεστο ΣΕΦ, μαζί με
δεκάδες νεότερους καλλιτέχνες.
Όλα αυτά από τον άνθρωπο που έγραψε το
«Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει», το «Από βραδύς ξεκίνησα», το
«Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη», το «Ξεκινάει μια ψαροπούλα» και τόσα άλλα.
Αλλά και από κάτι Κνίτες
αποφασισμένους να παλέψουν μέχρι τέλους μια υπόθεση που ξεκίνησαν χωρίς
τις καλύτερες προϋποθέσεις και χωρίς τις πιο ώριμες των συνθηκών.
Πάνε σχεδόν 35 χρόνια από τότε. Τότε που η ΚΝΕ, κι εμείς μαζί, βγαίναμε από εκείνη την «εφηβεία».
Μη φοβάστε σύντροφοι, την ίδια «ποινή» κουβαλάμε και σήμερα!
Την «ποινή της αιώνιας εφηβείας» κι ένα μπουζούκι τρίχορδο να συμβολίζει αρχές κι αξίες αναλλοίωτες στο χρόνο!
Και μη χολοσκάτε για τις συνθήκες και τα δεδομένα:
ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΩΡΙΜΑ –ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΤΑ 50χρονα της ΚΝΕ – ΑΠΟ ΠΟΤΕ !