Τα πορίσματα της επιτροπής του Τζον Τσίλκοτ αξιοποιούνται στη μετά - Βrexit αντιπαράθεση των αστών
Associated Press
|
Σκηνή από βασανιστήρια Βρετανών στρατιωτών απέναντι σε Ιρακινό
|
Καθώς
η Βρετανία, μετά την απόφαση του δημοψηφίσματος της 23ης Ιούνη για
έξοδο από την ΕΕ, βρίσκεται σε διαδικασία αναμόρφωσης του αστικού
πολιτικού συστήματος, το οποίο βρέθηκε διχασμένο στο ζήτημα της επιλογής
συμμαχιών, άλλο ένα στοιχείο έρχεται να προστεθεί στην αντιπαράθεση
αυτή. Χτες δημοσιεύτηκε η λεγόμενη έκθεση για την εμπλοκή της κυβέρνησης
των Εργατικών, με πρωθυπουργό τον
Τόνι Μπλερ, στον πόλεμο στο Ιράκ το 2003. Επικεφαλής της έκθεσης είναι ο σερ
Τζον Τσίλκοτ,
πρώην ανώτερος κρατικός υπάλληλος με θητεία στις μυστικές υπηρεσίες που
ορίστηκε για τη συγκεκριμένη «έρευνα» από το 2009. Οπως ανακοινώθηκε
μετά από καταθέσεις τουλάχιστον 150 μαρτύρων και τη μελέτη 150.000
εγγράφων, «η Βρετανία μπήκε στον πόλεμο στο Ιράκ προτού εξαντληθούν όλα
τα περιθώρια». Ο χαρακτήρας της έκθεσης είναι επί της διαδικασίας και
δεν τοποθετείται στην ουσία αυτής καθαυτής της ιμπεριαλιστικής
επέμβασης, που έγινε εντελώς συνειδητά και από τη Βρετανία (και όχι
βέβαια ότι σύρθηκε από τις ΗΠΑ) για τα συμφέροντα των μονοπωλίων της
στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, που σχετίζονται με την Ενέργεια, το μοίρασμα
αγορών και γεωστρατηγικών σφαιρών επιρροής.
Τα βασικά σημεία της έκθεσης
Αξίζει πάντως να δούμε τα βασικά σημεία της έκθεσης αυτής:
--
«Το Ηνωμένο Βασίλειο επέλεξε να ενταχθεί στην εισβολή στο Ιράκ πριν οι
ειρηνικές λύσεις εξαντληθούν. Η στρατιωτική δράση σε εκείνη την εποχή
δεν ήταν η τελευταία λύση. Μπορεί να ήταν απαραίτητη αργότερα, αλλά όχι
τον Μάρτη του 2003. Δεν υπήρξε καμία άμεση απειλή από τον Σαντάμ
Χουσεΐν.
-- Η στρατηγική του περιορισμού θα μπορούσε να έχει προσαρμοστεί και να συνεχιζόταν για κάποιο χρονικό διάστημα.
--
Η πλειοψηφία του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ υποστήριξε τη συνέχιση
των επιθεωρήσεων και της παρακολούθησης των αποφάσεων σχετικά με τη
σοβαρότητα της απειλής που θέτουν τα όπλα του Ιράκ. Οι αναφορές για όπλα
μαζικής καταστροφής παρουσιάστηκαν με βεβαιότητα που δεν ήταν
δικαιολογημένη.
-- Οι μυστικές υπηρεσίες δεν είχαν απόλυτα
επιβεβαιωμένες πληροφορίες ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν συνέχισε να παράγει
χημικά και βιολογικά όπλα και η πολιτική σχετικά με το Ιράκ έγινε με
βάση εσφαλμένες αξιολογήσεις.
-- Οι κίνδυνοι που υπήρχαν δεν
συζητήθηκαν διεξοδικά στο υπουργικό συμβούλιο και στη συνέχεια υπήρξαν
ελλείψεις στον εξοπλισμό. Ο σχεδιασμός και η προετοιμασία για το Ιράκ
μετά τον Σαντάμ Χουσεΐν ήταν «εντελώς ανεπαρκής».
-- Περισσότεροι
από 200 Βρετανοί πολίτες (οι 179 στρατιώτες) έχασαν τη ζωή τους ως
αποτέλεσμα της σύγκρουσης. Ο ιρακινός λαός υποφέρει πολύ περισσότερο.
Μέχρι τον Ιούλη του 2009, είχαν σκοτωθεί τουλάχιστον 150.000 Ιρακινοί
και πολύ περισσότεροι στη συνέχεια. Περισσότεροι από ένα εκατομμύριο
εκτοπίστηκαν».
Η έκθεση περιγράφει τα διδάγματα που πρέπει να
αντληθούν: Η σχέση της Βρετανίας με τις ΗΠΑ δεν απαιτεί την άνευ όρων
υποστήριξη. Ειδικά στο ζήτημα της στενής σχέσης Βρετανίας - ΗΠΑ που δεν
αμφισβητείται, ασκείται κριτική στη φράση του Μπλερ προς τον Αμερικανό
Πρόεδρο, Τζορτζ Μπους, «θα είμαι μαζί σου ό,τι κι αν γίνει». Η υπουργική
συζήτηση ενθαρρύνει την ειλικρινή και τεκμηριωμένη συζήτηση.
Σε
συζήτηση που έγινε στο βρετανικό Κοινοβούλιο για την έκθεση Τσίλκοτ,
υπήρξε αντιπαράθεση των αστικών κομμάτων κυρίως στο επίπεδο των
εντυπώσεων αξιοποιώντας και την οργή των συγγενών των θυμάτων των
Ενόπλων Δυνάμεων της Βρετανίας, που αντιπροσωπεία τους έδωσε συνέντευξη
Τύπου χτες, κατηγορώντας τον Μπλερ ως «εγκληματία τρομοκράτη».
Οι
αστοί πολιτικοί που στρατηγικά συμφωνούν, «διασταύρωσαν τα ξίφη τους»
για τη διαδικασία, τιμώντας υποτίθεται τους νέους που σκοτώθηκαν. Ο
πρωθυπουργός υπό παραίτηση,
Ντέιβιντ Κάμερον, δήλωσε πως η
κυβέρνηση «είναι ανάγκη να αντλήσει τα διδάγματα από ό,τι πήγε στραβά
στην πορεία ως προς τη συμμετοχή της Βρετανίας στην εισβολή στο Ιράκ».
Χαρακτηριστικά, ασκώντας κριτική στα λάθη της διοίκησης των Εργατικών
του Μπλερ, που ισχυρίστηκε ο ίδιος διόρθωσε και κρατώντας μια απόσταση
σημείωσε: «Η στρατιωτική επέμβαση είναι πάντα δύσκολη, ο σχεδιασμός για
την εποχή μετά την επέμβαση αυτό είναι πάντα δύσκολο και δεν πιστεύω ότι
στη Βουλή αυτή θα πρέπει να είμαστε αφελείς ότι υπάρχουν τέλεια σχέδια
... που μπορούν να λύνουν στο διηνεκές αυτά τα προβλήματα». Επίσης,
υπερασπίστηκε τη στρατηγική εταιρική σχέση με τις ΗΠΑ, δήλωσε ότι «οι
βουλευτές που ψήφισαν υπέρ της συμμετοχής της Βρετανίας στην εισβολή
πρέπει να αναλάβουν το μερίδιο της ευθύνης που τους αναλογεί για τα λάθη
που έγιναν» και συμπέρανε ότι «η Βρετανία πρέπει να εξασφαλίσει πως οι
Ενοπλες Δυνάμεις της είναι καλά εξοπλισμένες για οποιαδήποτε μελλοντική
σύγκρουση».
Με το σχετικό «αέρα» της διαφωνίας του με τον πόλεμο στο Ιράκ, ο ηγέτης των Εργατικών,
Τζέρεμι Κόρμπιν,
αξιοποίησε την έκθεση στην εσωκομματική αντιπαράθεση, καθώς με το
Brexit πολλοί βουλευτές του Κόμματος τον αμφισβητούν. Χαρακτηριστικά
δήλωσε χωρίς και αυτός να αμφισβητεί τη σχέση με τις ΗΠΑ ότι «η Βρετανία
χρειάζεται μια πιο ανοικτή και ανεξάρτητη σχέση με τις ΗΠΑ, για να
αποφύγει μια επανάληψη της εισβολής του 2003 στο Ιράκ, η οποία ήταν
πράξη στρατιωτικής επίθεσης». Υιοθετώντας τις αιτιάσεις της έκθεσης
ζήτησε «εξωτερική πολιτική βασισμένη στις αρχές του διεθνούς Δικαίου και
των αποφάσεων του ΟΗΕ». Βεβαίως, σήμερα αυτό το Δίκαιο είναι η θέληση
των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Οχι τυχαία, η Ρωσία έσπευσε να
δηλώσει ότι επιβεβαιώθηκε από την έκθεση, όταν είχε διαφωνήσει με την
επέμβαση και μετέπειτα στη Λιβύη και τη Συρία. Βεβαίως, η σημερινή
καπιταλιστική Ρωσία πασχίζει για τα συμφέροντα των δικών της μονοπωλίων
και μόνο.
Η απάντηση του Μπλερ
Ο πρώην πρωθυπουργός,
Τόνι Μπλερ,
στάθηκε στο γεγονός ότι η έκθεση θεωρεί την απόφαση επέμβασης πρόωρη.
Είπε χαρακτηριστικά: «Η έρευνα υποστηρίζει ότι η στρατιωτική δράση δεν
ήταν η ύστατη επιλογή, επισημαίνει ωστόσο ότι ενδεχομένως θα μπορούσε να
καταστεί αναγκαία αργότερα. Με σεβασμό σάς λέω πως δεν είχα την επιλογή
αυτής της καθυστέρησης» και πρόσθεσε επαναλαμβάνοντας όλα τα γνωστά
προσχήματα της επέμβασης: «Ελαβα αυτήν την απόφαση διότι πίστευα ότι
ήταν το σωστό βάσει των πληροφοριών που είχα στην κατοχή μου και των
απειλών που είχα αντιληφθεί». Τέλος, ισχυρίστηκε ότι «μετά την ανατροπή
του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν το 2003, ο κόσμος είναι καλύτερος και
ασφαλέστερος». Βεβαίως, το γεγονός ότι σήμερα μετά τις επεμβάσεις σε
Λιβύη και Συρία υπάρχουν οι τζιχαντιστές του «Ισλαμικού Κράτους», δεν το
αμφισβήτησε, αλλά φυσικά απέκρυψε ότι αυτά είναι τα δημιουργήματα των
ίδιων των ιμπεριαλιστών, που χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται ως τα
εργαλεία για την προώθηση των συμφερόντων τους.
Επιμένει σε μείωση φορολογίας για επιχειρήσεις
Ο Βρετανός υπουργός Επιχειρήσεων,
Σατζίντ Τζαβίντ,
δήλωσε χτες ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να εισαγάγει μια σειρά περικοπών
φόρων για επιχειρήσεις και ιδιώτες, προκειμένου να αποσοβήσει τον
αντίκτυπο από την αναμενόμενη επιβράδυνση της οικονομίας μετά την ψήφο
της Βρετανίας υπέρ του Brexit. Ο Τζαβίντ δήλωσε στην εφημερίδα
«Financial Times» η κυβέρνηση χρειάζεται να μετατοπίσει το βάρος από την
μείωση του ελλείμματος στην τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης.
Πάντως, χαρακτηριστική είναι και η παρέμβαση του προέδρου του Οικονομικού Επιμελητηρίου Αυστρίας,
Κρίστοφ Λάιτλ,
που την ίδια ώρα που ζητά περισσότερη πολιτική ένωση όσων παραμείνουν
στην ΕΕ προτείνει και μια μεγάλη Ευρωπαϊκή Οικονομική Ζώνη με συμμετοχή
της Βρετανίας και της Νορβηγίας και όσων διαφωνούν με τη στενή πολιτική
ένωση. Η πρόταση αυτή έρχεται να «δέσει» με τα διάφορα σχέδια για ΕΕ
πολλών ταχυτήτων.
Κατά τα άλλα, σήμερα αναμένεται να γίνει νέα
ψηφοφορία στην κοινοβουλευτική ομάδα του Συντηρητικού Κόμματος στη
διαδικασία ανάδειξης του νέου ηγέτη και πρωθυπουργού της χώρας. Στην
«κούρσα» παραμένουν η επικρατέστερη Τερέζα Μέι (ήταν στο δημοψήφισμα
υπέρ της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ), η Αντρέα Λίντσομ και ο Μάικλ
Γκόουβ (ήταν υπέρ της εξόδου). Ενώ όσον αφορά τους Λίαμ Φοξ και Στέφεν
Γκραμπ, ο πρώτος αποσύρθηκε κατατασσόμενος πέμπτος στην ψηφοφορία της
περασμένης Τρίτης και ο δεύτερος παραιτήθηκε γιατί ήταν τέταρτος.