23 Οκτ 2019
Πολιτική ως ανάδειξη ή ως ευθύνη;
Είναι γνωστό τοις πάσι το δικαίωμα όλων
των πολιτών στην πολιτική ζωή και πάγιο αίτημα η ενεργός συμμετοχή σε
αυτή. Ωστόσο, παρατηρώντας την υπάρχουσα πολιτική πραγματικότητα,
γεννάται η ανάγκη προσδιορισμού των εννοιών «πολιτική» και «πολιτικός»,
προκαλώντας έντονο προβληματισμό που οδηγεί κάποιους στην πεποίθηση πως η
πολιτική πρακτική στην Ελλάδα απέτυχε ολοκληρωτικά λόγω της εσφαλμένης
σύλληψης του όρου και των κινήτρων ενασχόλησης με το λειτούργημα. Το
πρόβλημα ξεκινά από τους λόγους που ωθούν τον απλό, μέχρι εκ των
προτέρων πολίτη, να κομματικοποιηθεί –η ορολογία μόνη αναδεικνύει την
πηγή του σφάλματος- και να ασχοληθεί ενεργά με την δήθεν συλλογική ζωή.
Σε κάθε προεκλογική περίοδο εμφανίζονται
άνθρωποι να επιζητούν την ψήφο του εκλογικού σώματος, το οποίο διερωτά
εαυτόν σχετικά με την συνειδησιακή και ηθικοπνευματική σχέση τους με τον
τομέα. Και το ερώτημα σαφώς και είναι εύλογο αφού, κατά το μάλλον ή
ήττον, δεν πληρούν τα θεμελιώδη αξιολογικά κριτήρια κατάληψης της
επιθυμητής θέσης. Η ατομική ώθηση ενασχόλησής τους με την πολιτική
αρύεται από ιδιοτελείς ανάγκες και αριβιστικές επιδιώξεις. Άνθρωποι με
παντελή έλλειψη γνώσης ή εμπειρίας διοίκησης και πολιτικής σκέψης
αγκομαχούν να εκλεγούν με εξυγιαντικούς λόγους και υποσχέσεις.
Στηριζόμενοι σ’ αυτήν την υποσχεσιολογική πρακτική αναζητούν τους
ακολούθους που θα τους εμπιστευτούν με την ανάληψη των θέσεων εξουσίας.
Όταν λοιπόν κρατούν πια την εξουσία, ξεκινούν την ανταμοιβή των πιστών
σκυλιών, τα οποία γαβγίζοντας στις ομιλίες τους και τραμπουκίζοντας τους
«εχθρούς», τους τοποθέτησαν ψηλά (βέβαια, άξιο προβληματισμού είναι το
γεγονός ότι έχουμε δημοκρατία και άρα ο πολιτικός θα έπρεπε να είναι
ακόλουθος του λαού με σαφή επιδίωξη την ανέλιξη του συνόλου αυτού βάσει
των συλλογικών απαιτήσεων και διεκδικήσεων). Συλλογιζόμενος κανείς πως
αν η παραβολή της προαναφερθείσας εικόνας παραπέμπει κυρίως σε
αυτοδιοικητικές και τοπικές πολιτικές διεργασίες, ξεκινά να
αντιλαμβάνεται τι γίνεται στους μεγάλους και ως επί το πλείστον
οικογενειοκρατικούς κομματικούς σχηματισμούς της χώρας.
Όπως η τοπική ηγεσία στηρίζεται σε
μικρούς επιχειρηματικούς κύκλους για την ώθηση του πολιτικού «αγώνα»,
έτσι και τα εθνικά κόμματα βασίζονται σε μεγάλα επιχειρηματικά και
επενδυτικά κεφάλαια (γεγονός που καθιστά πασιφανές ότι οι μετέπειτα
πρακτικές των πολιτικών αυτών θα υπαγορεύονται από το κεφάλαιο κι όχι
από τις συλλογικές ανάγκες). Ωστόσο, στην περίπτωση των εθνικών κομμάτων
τα συμφεροντολογικά και ιδιοτελή κίνητρα ενασχόλησης με την πολιτική
ανάγονται σε μία ευρεία κλίμακα συλλογικότητας. Μιας συλλογικότητας όχι
φιλικής προς το ευρύ πλήθος αλλά το πλήθος των λίγων, των οποίων τα
συμφέροντα θα εξυπηρετηθούν από την άσκηση του «ευγενικού» πολιτικού
καθήκοντος. Άρα παρατηρείται πως η τοπική αυτοδιοίκηση είναι μία
μικρογραφία και ένα προπαρασκευαστικό στάδιο της ευρύτερης κομματικής
ζωής, καθώς οι περισσότεροι που διεκδικούν τοπικά αξιώματα χτίζουν το
απαραίτητο βιογραφικό ώστε στο μέλλον να κατευθυνθούν στους κομματικούς
σχηματισμούς, οι οποίοι θα εξυπηρετήσουν καλύτερα τις προσωπικές τους
επιδιώξεις. Εννοείται πως η ιδεολογική βάση σε όλη αυτή την πρακτική
περισσεύει, αφού η ιδεολογία στην προκειμένη περίπτωση πλάθεται
συμφεροντολογικά (γεγονός ξεκάθαρο άλλωστε από τις συμμαχίες βουλευτών
με προηγουμένως εχθρικές και αντίπαλες ιδεολογικά παρατάξεις).
Κατάληξη λοιπόν των ανωτέρω είναι
εξουσίες με σοβαρό έλλειμμα πολιτικής συνείδησης συλλογικού χαρακτήρα.
Αυτό οδηγεί, μοιραία, σε ελλιπή πολιτική πρακτική συλλογικού
περιεχομένου με αποτέλεσμα ένα σύστημα δυσλειτουργικό για τους πολλούς.
Όλα τα παραπάνω προέρχονται από την σύλληψη της πολιτικής ως μέσο
καταξίωσης, ισχύος και ιδιοτέλειας κι όχι από την αμιγώς ανθρωπιστική
ενασχόληση με τα κοινά, από το αίσθημα ευθύνης, το αίσθημα προσφοράς.
Παρακείμενα κι ένα μέρος του λαού, λόγω της εύθραυστης εποχής που
βιώνει, γίνεται κοινωνός του πελατειακού συστήματος για να βολευτεί μαζί
του. Δεν συνειδητοποιεί όμως πως αυτή η βολή είναι και η χαριστική για
την δημοκρατία, την επικράτηση των πολλών, βυθίζοντας το σύνολο ακόμη
πιο βαθιά στον πολιτικό βούρκο που βρίσκεται χρόνια τώρα και
αποθαρρύνοντας κάθε προσπάθεια εξυγίανσης και ομαλής πολιτικής
λειτουργίας είτε του εκλέγειν είτε του εκλέγεσθαι.
Καθώς λοιπόν η πολιτική αποτελεί μεν
δικαίωμα όλων αλλά λησμονείται δε η ευθύνη άσκησής του, είναι καιρός οι
πολίτες και οι πολιτικοί να συνειδητοποιήσουν τον βαρύνουσας σημασίας
ρόλο τους. Από την μία πλευρά οι πολίτες θα έπρεπε να χρησιμοποιούν όλα
τα διατιθέμενα δημοκρατικά μέσα για ενημέρωση και ουσιαστική συμμετοχή
στα κοινά – όχι μόνο το εκλογικό δικαίωμα μετά το πέρας της εξουσίας –
με σκοπό την διεύρυνση της λαϊκής κυριαρχίας και ελέγχου, σκοπεύοντας
στην προάσπιση της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων. Από την άλλη, οι εν
δυνάμει ή υπάρχοντες πολιτικοί θα έπρεπε να αντιληφθούν πλέον την
πολιτική τους ευθύνη υπό συλλογικότερο πρίσμα, πραγματώνοντας μέσω της
θέσης τους την λαϊκή βούληση και εντολή με σκοπό την ανάπτυξη του
συνόλου και την προαγωγή της δημοκρατίας. Η πολιτική δεν είναι το όχημα
που θα οδηγήσει τον πολίτη στο βόλεμα, ούτε όμως και το μέσο ιδιοτελών
σκοπών του κάθε πολιτικού, γιατί αν οι θεωρήσεις επί του φαινομένου
τείνουν προς τα εκεί, τότε αναπόφευκτα χάνεται κι ο εννοιολογικός
χαρακτήρας του δημοκρατικού καθεστώτος.
Γιώργος Σαρδέλης
Τοξικά Απόβλητα – Ο Μαύρος της Ταινίας
Τα “Ταξικά Απόβλητα” κυκλοφόρησαν το νέο τραγούδι τους, για τα
αφόρητα στερεότυπα της μικρής και της μεγάλης οθόνης, που μας μαθαίνουν
ιστορία. Η συνέχεια στο βίντεο που ακολουθεί…
Στίχοι
Το βασικό πρόβλημα σ’ αυτή την κοινωνίαείναι πως με ταινίες μαθαίνει Ιστορία
Μαύροι αστυνόμοι λύνουν υποθέσεις
μαύροι σ’ εταιρείες με μεγάλες θέσεις
εκείνο που ξεχάσαν να βάλουν στο πορτραίτο
είναι πως οι μαύροι δε φύγαν απ’ το γκέτο
δίπλα στο διάσημο αυθορμητισμό τους
λευκοί δημοφιλείς για το φλεγματισμό τους
πριν κάνουν στο Ιράκ τη λυκοσυμμαχία
έπρεπε να μπει και Άγγλος στην ταινία
Κινηματογραφικά ζούμε τα όνειρά μας
ξανά και ξανά, ξανά και ξανά
σα να ξεχνάνε τι περνάμε ζητάνε τα πάντα
τόσο μα τόσο αλαζονικά
όλα κανονικότατα μια ζωή λάθος πρότυπα
προσκυνάν στερεότυπα που μάθαν στην TV
είναι οι μέρες που περνάνε φυλακές
και μολύνουν το μυαλό μου με οργή
Αντιδρούν στην καύση νεκρών κληρικοί των Μητροπόλεων Θηβών και Λεβαδείας…
Την
αντίθεση τους στην καύση των νεκρών εκφράζουν με ψήφισμά τους οι
κληρικοί της Ιεράς Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας, υπογραμμίζοντας ότι
δεν θα δεχθούν να τελούν «νεκρώσιμη ακολουθία (κηδεία), υπέρ αναπαύσεως
της ψυχής ατόμου, το οποίο αποφάσισε και ζήτησε, το ίδιο ή το
οικογενειακό περιβάλλον του, την καύση και όχι την ταφή του νεκρού
σώματός του».
Οι υπογράφοντες το ψήφισμα παραδέχονται ότι η αποτέφρωση των νεκρών σε ειδικές εγκαταστάσεις αποτεφρωτηρίων μπορεί να λύνουν προβλήματα για τη δημόσια υγεία, για το περιβάλλον αλλά και χωροταξικά, ωστόσο, όπως αναφέρουν, για την εκκλησία το ζήτημα έχει και άλλες προεκτάσεις. Κι αυτό γιατί «άπτεται του δόγματος και σχετίζεται με την ανθρωπολογία της Ἁγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας».
Κατά τους υπογράφοντες το ψήφισμα «Είναι αδιανόητο συνειδητός Ορθόδοξος Χριστιανός να αρνείται τον ἐνταφιασμό και να επιλέγει την αποτέφρωση».
Κι αυτό επειδή «Ένας τέτοιος άνθρωπος με την επιλογή του αυτή δηλώνει έμπρακτα ότι αυτονομήθηκε και αποξενώθηκε από την πίστη και πράξη της Εκκλησίας, εφόσον ο ενταφιασμός ήταν και είναι ο μόνος χριστιανικά αποδεκτός τρόπος “διαχείρισης” των νεκρών σωμάτων».
Το ψήφισμα των κληρικών ξεκαθαρίζει ότι δεν τίθεται κάποιο ζήτημα για τους ετεροδόξους, αλλοθρήσκους, αθέους ή αθρήσκους και καταλήγει διευκρινίζοντας ότι «κάθε πρόταση για δήθεν “ιερολογία” της διαδικασίας αποτέφρωσης πέφτει ἐξ ὁρισμού στο κενό ὡς αντίθετη προς τους ιερούς κανόνες και την Αλήθεια της Ορθόδοξης Εκκλησίας…
Το ψήφισμα των κληρικών της Μητρόπολης Θηβών και Λεβαδείας προέκυψε ύστερα από συζήτηση κατά την ετήσια γενική ιερατική σύναξη των κληρικών της Βοιωτίας τη Δευτέρα.
Σημειώνεται ότι πριν λίγες μόλις μέρες ξεκίνησε την λειτουργία του στη Ριτσώνα Εύβοιας το πρώτο (ιδιωτικό) αποτεφρωτήριο στην Ελλάδα μόλις 75 χιλιόμετρα από την Αθήνα, 13 ολόκληρα χρόνια μετά την ψήφιση του σχετικού νόμου.
Οι υπογράφοντες το ψήφισμα παραδέχονται ότι η αποτέφρωση των νεκρών σε ειδικές εγκαταστάσεις αποτεφρωτηρίων μπορεί να λύνουν προβλήματα για τη δημόσια υγεία, για το περιβάλλον αλλά και χωροταξικά, ωστόσο, όπως αναφέρουν, για την εκκλησία το ζήτημα έχει και άλλες προεκτάσεις. Κι αυτό γιατί «άπτεται του δόγματος και σχετίζεται με την ανθρωπολογία της Ἁγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας».
Κατά τους υπογράφοντες το ψήφισμα «Είναι αδιανόητο συνειδητός Ορθόδοξος Χριστιανός να αρνείται τον ἐνταφιασμό και να επιλέγει την αποτέφρωση».
Κι αυτό επειδή «Ένας τέτοιος άνθρωπος με την επιλογή του αυτή δηλώνει έμπρακτα ότι αυτονομήθηκε και αποξενώθηκε από την πίστη και πράξη της Εκκλησίας, εφόσον ο ενταφιασμός ήταν και είναι ο μόνος χριστιανικά αποδεκτός τρόπος “διαχείρισης” των νεκρών σωμάτων».
Το ψήφισμα των κληρικών ξεκαθαρίζει ότι δεν τίθεται κάποιο ζήτημα για τους ετεροδόξους, αλλοθρήσκους, αθέους ή αθρήσκους και καταλήγει διευκρινίζοντας ότι «κάθε πρόταση για δήθεν “ιερολογία” της διαδικασίας αποτέφρωσης πέφτει ἐξ ὁρισμού στο κενό ὡς αντίθετη προς τους ιερούς κανόνες και την Αλήθεια της Ορθόδοξης Εκκλησίας…
Το ψήφισμα των κληρικών της Μητρόπολης Θηβών και Λεβαδείας προέκυψε ύστερα από συζήτηση κατά την ετήσια γενική ιερατική σύναξη των κληρικών της Βοιωτίας τη Δευτέρα.
Σημειώνεται ότι πριν λίγες μόλις μέρες ξεκίνησε την λειτουργία του στη Ριτσώνα Εύβοιας το πρώτο (ιδιωτικό) αποτεφρωτήριο στην Ελλάδα μόλις 75 χιλιόμετρα από την Αθήνα, 13 ολόκληρα χρόνια μετά την ψήφιση του σχετικού νόμου.
Το «κουκούλι» της νέας επίθεσης στις συντάξεις
«Γαλαντόμα» εμφανίζεται η κυβέρνηση
απέναντι στους συνταξιούχους και προαναγγέλλει «αυξήσεις» για όσους
είδαν τις επικουρικές τους να περικόπτονται κατ' εφαρμογή του νόμου
Κατρούγκαλου, τον Ιούνη του 2016. Πρόκειται για συνταξιούχους που είχαν
τότε άθροισμα κύριας - επικουρικής πάνω από 1.300 ευρώ και οι περικοπές
που τους έγιναν κρίθηκαν αντισυνταγματικές από το Συμβούλιο της
Επικρατείας. Στην πράξη, δηλαδή, δεν πρόκειται για καμία αύξηση, αλλά
για χρήματα που δικαιούνται ούτως ή άλλως οι συνταξιούχοι, χωρίς μάλιστα
η απόφαση του ΣτΕ να έχει αναδρομική ισχύ. Αυτό σημαίνει ότι για τους
40 μήνες που μεσολάβησαν μεταξύ Ιούνη 2016 και Οκτώβρη 2019, οπότε
εκδόθηκε η απόφαση του ΣτΕ, περίπου 250.000 συνταξιούχοι χάνουν
αμετάκλητα 1 δισ. ευρώ!
Λέει όμως και κάτι άλλο η κυβέρνηση. Οτι η «διόρθωση» των συντάξεων δεν θα γίνει άμεσα, αλλά μέσα στο 2020, αφού ψηφιστεί πρώτα ο νέος νόμος για τις επικουρικές. Ενας νόμος που - σύμφωνα με τη δηλωμένη πρόθεση της κυβέρνησης - ανοίγει το δρόμο για την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, η οποία παραδίδεται στον χρηματιστηριακό τζόγο. Ετσι, κάτω από τον κουρνιαχτό που σηκώνεται για τις «αυξήσεις που έρχονται στις επικουρικές», όπως και τον καβγά που άνοιξε ξανά μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ για τις καθυστερούμενες συντάξεις, επιχειρούν να κρύψουν το νέο έγκλημα που σχεδιάζεται σε βάρος της δημόσιας Κοινωνικής Ασφάλισης.
Μια τέτοια παγκόσμια μελέτη, που δημοσιεύτηκε τις προηγούμενες μέρες, κατατάσσει την Ολλανδία και τη Δανία πρώτες ανάμεσα σε 37 χώρες για τα συνταξιοδοτικά τους συστήματα, με την Αυστραλία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία, τη Νορβηγία, τη Σιγκαπούρη, τη Νέα Ζηλανδία, τον Καναδά και τη Χιλή να ακολουθούν. Σύμφωνα με τους συντάκτες της έρευνας, οι αξιολογήσεις τους αφορούν το κατά πόσο ένα σύστημα «οδηγεί σε βελτιωμένα οικονομικά αποτελέσματα για συνταξιούχους, αν είναι βιώσιμο και αν έχει την εμπιστοσύνη της κοινότητας».
Το συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι «τα συστήματα σε όλο τον κόσμο αντιμετωπίζουν πρωτοφανές προσδόκιμο ζωής και αυξανόμενη πίεση στους δημόσιους πόρους», πίσω από τα οποία κρύβουν την πολιτική στήριξης του κεφαλαίου, με χαμηλούς μισθούς, ανασφάλιστη εργασία, περικοπές δαπανών για τις ανάγκες ασφαλισμένων και συνταξιούχων κ.τ.λ. Σ' αυτήν τη βάση, η έρευνα αραδιάζει μια σειρά από κριτήρια και επείγουσες κατευθύνσεις, για να αντιμετωπιστούν οι «προκλήσεις» των επόμενων δεκαετιών. Μεταξύ άλλων, προτείνονται αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης, μείωση του κόστους των συνταξιοδοτικών παροχών που χρηματοδοτούνται από το κράτος, αύξηση της συμμετοχής των μεγαλύτερων ηλικιών στο εργατικό δυναμικό, υψηλότερα επίπεδα ιδιωτικής αποταμίευσης εντός και εκτός του συνταξιοδοτικού συστήματος, που θα μειώνουν τη μελλοντική εξάρτηση από τη δημόσια σύνταξη, ένταξη μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων στο ιδιωτικό συνταξιοδοτικό σύστημα, αναγνωρίζοντας ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει για όλους χωρίς μέτρα καταναγκασμού ή «αυτόματης εγγραφής», μεγαλύτερη διαφάνεια στα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά προγράμματα κ.ά.
Δεν είναι δύσκολο στις παραπάνω κατευθύνσεις να αναγνωρίσει κανείς τον πυρήνα όλων των μεταρρυθμίσεων που έγιναν μέχρι σήμερα, απ' όλες τις κυβερνήσεις, στο ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα, με τελευταία αυτήν της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (νόμος Κατρούγκαλου). Πάνω εκεί έρχεται να πατήσει η κυβέρνηση της ΝΔ, υποσχόμενη ένα «πρωτοπόρο» ασφαλιστικό σύστημα και διαφημίζοντας τη δυνατότητα των ασφαλισμένων να εξασφαλίσουν για τα γεράματα ένα καλύτερο εισόδημα από τη σύνταξη. Με τη διαφορά ότι για να το αποκτήσουν, θα πρέπει να φτάσουν ένα βήμα πριν από τον τάφο, να έχουν πληρώσει τα μαλλιοκέφαλά τους σε όλη τη διάρκεια του εργάσιμου βίου τους και ο ιδιωτικός ασφαλιστικός οργανισμός που θα διαχειρίζεται τα λεφτά τους να μην έχει χρεοκοπήσει στον τζόγο ή από κάποια επόμενη οικονομική κρίση...
Λέει όμως και κάτι άλλο η κυβέρνηση. Οτι η «διόρθωση» των συντάξεων δεν θα γίνει άμεσα, αλλά μέσα στο 2020, αφού ψηφιστεί πρώτα ο νέος νόμος για τις επικουρικές. Ενας νόμος που - σύμφωνα με τη δηλωμένη πρόθεση της κυβέρνησης - ανοίγει το δρόμο για την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, η οποία παραδίδεται στον χρηματιστηριακό τζόγο. Ετσι, κάτω από τον κουρνιαχτό που σηκώνεται για τις «αυξήσεις που έρχονται στις επικουρικές», όπως και τον καβγά που άνοιξε ξανά μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ για τις καθυστερούμενες συντάξεις, επιχειρούν να κρύψουν το νέο έγκλημα που σχεδιάζεται σε βάρος της δημόσιας Κοινωνικής Ασφάλισης.
* * *
Τα πανηγύρια όμως της κυβέρνησης
για τις δήθεν «αυξήσεις» στις επικουρικές συντάξεις και οι
ψευτοκαβγάδες με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι οι μόνες «τροχιοδεικτικές» για όσα
περιμένουν τους επόμενους μήνες ασφαλισμένους και συνταξιούχους. Για
παράδειγμα, δεν περνάει απαρατήρητο ότι το τελευταίο διάστημα ολοένα και
πιο συχνά βλέπουν το φως δημοσιεύματα για τον «κίνδυνο» που
αντιμετωπίζουν τα συστήματα Ασφάλισης από την αύξηση του προσδόκιμου
ζωής, για τις συστάσεις που κάνει ο ΟΟΣΑ στα κράτη - μέλη σχετικά με τη
βιωσιμότητα των ασφαλιστικών τους συστημάτων, ακόμα και μελέτες που
εκθειάζουν κράτη με «προηγμένα» κοινωνικο-ασφαλιστικά συστήματα, που
προβάλλονται ως «υπόδειγμα» για τις μεταρρυθμίσεις και σε άλλες χώρες.Μια τέτοια παγκόσμια μελέτη, που δημοσιεύτηκε τις προηγούμενες μέρες, κατατάσσει την Ολλανδία και τη Δανία πρώτες ανάμεσα σε 37 χώρες για τα συνταξιοδοτικά τους συστήματα, με την Αυστραλία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία, τη Νορβηγία, τη Σιγκαπούρη, τη Νέα Ζηλανδία, τον Καναδά και τη Χιλή να ακολουθούν. Σύμφωνα με τους συντάκτες της έρευνας, οι αξιολογήσεις τους αφορούν το κατά πόσο ένα σύστημα «οδηγεί σε βελτιωμένα οικονομικά αποτελέσματα για συνταξιούχους, αν είναι βιώσιμο και αν έχει την εμπιστοσύνη της κοινότητας».
* * *
Το «ζουμί» ωστόσο της έρευνας
βρίσκεται στις συστάσεις που απευθύνει σε χώρες με χαμηλότερη
αξιολόγηση, προκειμένου να ανέβουν βαθμίδα με βάση τα συγκεκριμένα
κριτήρια. Για παράδειγμα, σε Βρετανία και ΗΠΑ συστήνεται «να ενισχύσουν
τα αποτελέσματά τους αυξάνοντας την ελάχιστη σύνταξη για συνταξιούχους
χαμηλού εισοδήματος», δηλαδή το ελάχιστο κομμάτι της σύνταξης που
εγγυάται το κράτος για όλους τους συνταξιούχους, στην Ιαπωνία να αυξήσει
τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, καθώς το προσδόκιμο ζωής συνεχίζει να
αυξάνεται, στην Ταϊλάνδη «να εισαγάγει ένα ελάχιστο επίπεδο υποχρεωτικής
αποταμίευσης», ώστε να ενισχυθεί ο ανταποδοτικός και ιδιωτικός τομέας
της Ασφάλισης.Το συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι «τα συστήματα σε όλο τον κόσμο αντιμετωπίζουν πρωτοφανές προσδόκιμο ζωής και αυξανόμενη πίεση στους δημόσιους πόρους», πίσω από τα οποία κρύβουν την πολιτική στήριξης του κεφαλαίου, με χαμηλούς μισθούς, ανασφάλιστη εργασία, περικοπές δαπανών για τις ανάγκες ασφαλισμένων και συνταξιούχων κ.τ.λ. Σ' αυτήν τη βάση, η έρευνα αραδιάζει μια σειρά από κριτήρια και επείγουσες κατευθύνσεις, για να αντιμετωπιστούν οι «προκλήσεις» των επόμενων δεκαετιών. Μεταξύ άλλων, προτείνονται αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης, μείωση του κόστους των συνταξιοδοτικών παροχών που χρηματοδοτούνται από το κράτος, αύξηση της συμμετοχής των μεγαλύτερων ηλικιών στο εργατικό δυναμικό, υψηλότερα επίπεδα ιδιωτικής αποταμίευσης εντός και εκτός του συνταξιοδοτικού συστήματος, που θα μειώνουν τη μελλοντική εξάρτηση από τη δημόσια σύνταξη, ένταξη μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων στο ιδιωτικό συνταξιοδοτικό σύστημα, αναγνωρίζοντας ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει για όλους χωρίς μέτρα καταναγκασμού ή «αυτόματης εγγραφής», μεγαλύτερη διαφάνεια στα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά προγράμματα κ.ά.
* * *
Μάλιστα, όπως σημειώνει η έκθεση,
όλα τα παραπάνω μέτρα θα πρέπει να υπηρετούν ένα σύστημα «τριών
πυλώνων», που θα προβλέπει την παροχή μιας σύνταξης «ασφαλούς» για
όλους, την αναβάθμιση της πρόσβασης σε ανταποδοτικά συνταξιοδοτικά
προγράμματα και βέβαια την υποστήριξη των συνταξιούχων, ώστε να
αποταμιεύουν σε ιδιωτικά συστήματα ασφάλισης και συνταξιοδότησης.Δεν είναι δύσκολο στις παραπάνω κατευθύνσεις να αναγνωρίσει κανείς τον πυρήνα όλων των μεταρρυθμίσεων που έγιναν μέχρι σήμερα, απ' όλες τις κυβερνήσεις, στο ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα, με τελευταία αυτήν της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (νόμος Κατρούγκαλου). Πάνω εκεί έρχεται να πατήσει η κυβέρνηση της ΝΔ, υποσχόμενη ένα «πρωτοπόρο» ασφαλιστικό σύστημα και διαφημίζοντας τη δυνατότητα των ασφαλισμένων να εξασφαλίσουν για τα γεράματα ένα καλύτερο εισόδημα από τη σύνταξη. Με τη διαφορά ότι για να το αποκτήσουν, θα πρέπει να φτάσουν ένα βήμα πριν από τον τάφο, να έχουν πληρώσει τα μαλλιοκέφαλά τους σε όλη τη διάρκεια του εργάσιμου βίου τους και ο ιδιωτικός ασφαλιστικός οργανισμός που θα διαχειρίζεται τα λεφτά τους να μην έχει χρεοκοπήσει στον τζόγο ή από κάποια επόμενη οικονομική κρίση...
Κοινό «έργο»
«Μέλι
έσταζαν» ο ένας για τον άλλο, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, ο πρώην και ο νυν υπουργός
Ανάπτυξης, στη συζήτηση για το «αναπτυξιακό» πολυνομοσχέδιο, τη
Δευτέρα, στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής.
Με τον Γ. Δραγασάκη να λέει πως «θέλω να εκφράσω την ικανοποίησή μου δημόσια, διότι ο κ. Γεωργιάδης τήρησε το λόγο του, σεβάστηκε το έργο το οποίο αφήσαμε» και για το γεγονός ότι «το βασικό πλαίσιο, το θεσμικό, σε ό,τι αφορά το αναπτυξιακό μέρος, τον νόμο για τις στρατηγικές επενδύσεις, την αναπτυξιακή τράπεζα (...) αλλά και το νομοσχέδιο που είχαμε ετοιμάσει εμείς για τα εθνικά προγράμματα ανάπτυξης, αυτή είναι η βάση του νομοσχεδίου».
Και τον Αδ. Γεωργιάδη να ανταπαντά πως «παρέλαβα από τον προκάτοχό μου συγκροτημένη εργασία, την αναγνώρισα από την πρώτη βδομάδα που πήγα στο υπουργείο και είπα ότι ένα μεγάλο τμήμα του νομοσχεδίου προέρχεται από προηγούμενα σχέδια νόμου που παρέλαβα», διευκρινίζοντας πως «προτιμώ να βλέπω την πολιτική σαν συνέχεια».
Η αντιλαϊκή αυτή «συνέχεια» αποτυπώνεται σε όλο το πολυνομοσχέδιο που συζητιέται από σήμερα στην Ολομέλεια της Βουλής, με την κυβέρνηση της ΝΔ να παραλαμβάνει τη σκυτάλη από τον ΣΥΡΙΖΑ τόσο στα προκλητικά προνόμια προς τους επιχειρηματικούς ομίλους, όσο και στην άρση των όποιων στοιχειωδών προϋποθέσεων παραμένουν για την προστασία της ασφάλειας των εργαζομένων, της υγείας του λαού και του περιβάλλοντος, ώστε να στρωθεί φαρδιά - πλατιά το «κόκκινο χαλί» στους «επενδυτές».
Κοινή τους «βάση» είναι επομένως τα συμφέροντα του κεφαλαίου, των επιχειρηματικών ομίλων, η ανταγωνιστικότητα και κερδοφορία τους, παρά τις επιμέρους διαφωνίες που εκφράστηκαν και στη συζήτηση του πολυνομοσχεδίου, για το πώς αυτά θα διασφαλιστούν καλύτερα.
Ενδεικτική είναι για παράδειγμα η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ πως η έκθεση της ΤτΕ, που επικαλείται η κυβέρνηση, «κατανοεί την ανταγωνιστικότητα όχι ως διαρθρωτική που είναι, αλλά απλώς ως ανταγωνιστικότητα τιμών» και έτσι «ακυρώνεται η έννοια των κινήτρων... για να κινητοποιήσεις δραστηριότητες που σε μέρος της αγοράς δεν γίνονται».
Με τον Αδ. Γεωργιάδη να ανταπαντά πως «δεν ήταν το αναπτυξιακό μοντέλο της έντασης του κόστους εργασίας που μας έφερε στη χρεοκοπία, ήταν κυρίως η στροφή μας στην κατανάλωση με την έλλειψη ανταγωνιστικότητας».
Αλλά με ό,τι «όρους» κι αν «κατανοείται» η ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου, όπου κι αν μπαίνει κάθε φορά ο «τόνος» των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και των «κινήτρων» του αστικού κράτους, δεδομένο είναι ότι αυτή περνάει απαραίτητα μέσα από την παραπέρα επίθεση στα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα, το «άνοιγμα της ψαλίδας» ανάμεσα στις σημερινές δυνατότητες για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών και την άθλια πραγματικότητα που βιώνει ο λαός.
Γι' αυτό, μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να κατηγορεί την κυβέρνηση ότι «επιδιώκει ανάπτυξη μέσω συμπίεσης των μισθών», αλλά αυτό δεν μπορεί να ξεπλύνει το γεγονός ότι ως κυβέρνηση έδωσε το «πάτημα» για το επόμενο βήμα της επίθεσης στις Συλλογικές Συμβάσεις και τη συλλογική οργάνωση και δράση των εργαζομένων, «έργο» που έρχεται τώρα να ολοκληρώσει η ΝΔ.
Ετσι, οι μεταξύ τους διαφορές απομένουν ως «άδειο κουφάρι» για τους εργαζόμενους, για να στήνονται οι μεταξύ τους κάλπικες διαχωριστικές γραμμές για την κυβερνητική εναλλαγή, με τον υπουργό Ανάπτυξης να διερωτάται χαρακτηριστικά: «Αλλωστε, άμα συμφωνούμε σε όλα, τι είδους διαφωνίες θα είχαμε;»!
Εξίσου αποκαλυπτικό είναι και το πώς η «δομική αντιπολίτευση» του ΣΥΡΙΖΑ, με βάση τα ζητούμενα του κεφαλαίου, δίνει πάσα στην κυβέρνηση της ΝΔ να πάει την επίθεση ένα βήμα πιο πέρα. Για παράδειγμα, στις επιφυλάξεις του ΣΥΡΙΖΑ περί «αποσπασματικών μέτρων», ο υπουργός της ΝΔ απάντησε ότι έρχεται εντός ολίγου και νέα φουρνιά αναδιαρθρώσεων, μέτρων και «εργαλείων», όπως η ενεργοποίηση της «Αναπτυξιακής Τράπεζας» που δημιουργήθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ για τη στήριξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας, όπως και άλλο «αναπτυξιακό» νομοσχέδιο, αφού αυτό «κυρίως λύνει τα ζητήματα που κολλάνε οι επενδύσεις».
Η αντιλαϊκή αυτή σκυταλοδρομία, η «κοινή βάση» συζήτησης για όλα τα αστικά κόμματα φέρνει στην επιφάνεια και τον βασικό «κόμπο» για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα: Τη στρατηγική του κεφαλαίου που υπηρετούν διαδοχικά και με μοιρασμένους ρόλους. Αυτή δηλαδή που πρέπει να στοχεύσουν με τον αγώνα και τη δράση τους, αξιοποιώντας και την πείρα από τις απεργιακές μάχες, τα συλλαλητήρια, την πολύμορφη πάλη απέναντι στο κατάπτυστο πολυνομοσχέδιο που δόθηκε όλο αυτό το διάστημα. Βάζοντας μπροστά τις δικές τους ανάγκες και διεκδικώντας την ικανοποίησή τους.
Με τον Γ. Δραγασάκη να λέει πως «θέλω να εκφράσω την ικανοποίησή μου δημόσια, διότι ο κ. Γεωργιάδης τήρησε το λόγο του, σεβάστηκε το έργο το οποίο αφήσαμε» και για το γεγονός ότι «το βασικό πλαίσιο, το θεσμικό, σε ό,τι αφορά το αναπτυξιακό μέρος, τον νόμο για τις στρατηγικές επενδύσεις, την αναπτυξιακή τράπεζα (...) αλλά και το νομοσχέδιο που είχαμε ετοιμάσει εμείς για τα εθνικά προγράμματα ανάπτυξης, αυτή είναι η βάση του νομοσχεδίου».
Και τον Αδ. Γεωργιάδη να ανταπαντά πως «παρέλαβα από τον προκάτοχό μου συγκροτημένη εργασία, την αναγνώρισα από την πρώτη βδομάδα που πήγα στο υπουργείο και είπα ότι ένα μεγάλο τμήμα του νομοσχεδίου προέρχεται από προηγούμενα σχέδια νόμου που παρέλαβα», διευκρινίζοντας πως «προτιμώ να βλέπω την πολιτική σαν συνέχεια».
Η αντιλαϊκή αυτή «συνέχεια» αποτυπώνεται σε όλο το πολυνομοσχέδιο που συζητιέται από σήμερα στην Ολομέλεια της Βουλής, με την κυβέρνηση της ΝΔ να παραλαμβάνει τη σκυτάλη από τον ΣΥΡΙΖΑ τόσο στα προκλητικά προνόμια προς τους επιχειρηματικούς ομίλους, όσο και στην άρση των όποιων στοιχειωδών προϋποθέσεων παραμένουν για την προστασία της ασφάλειας των εργαζομένων, της υγείας του λαού και του περιβάλλοντος, ώστε να στρωθεί φαρδιά - πλατιά το «κόκκινο χαλί» στους «επενδυτές».
Κοινή τους «βάση» είναι επομένως τα συμφέροντα του κεφαλαίου, των επιχειρηματικών ομίλων, η ανταγωνιστικότητα και κερδοφορία τους, παρά τις επιμέρους διαφωνίες που εκφράστηκαν και στη συζήτηση του πολυνομοσχεδίου, για το πώς αυτά θα διασφαλιστούν καλύτερα.
Ενδεικτική είναι για παράδειγμα η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ πως η έκθεση της ΤτΕ, που επικαλείται η κυβέρνηση, «κατανοεί την ανταγωνιστικότητα όχι ως διαρθρωτική που είναι, αλλά απλώς ως ανταγωνιστικότητα τιμών» και έτσι «ακυρώνεται η έννοια των κινήτρων... για να κινητοποιήσεις δραστηριότητες που σε μέρος της αγοράς δεν γίνονται».
Με τον Αδ. Γεωργιάδη να ανταπαντά πως «δεν ήταν το αναπτυξιακό μοντέλο της έντασης του κόστους εργασίας που μας έφερε στη χρεοκοπία, ήταν κυρίως η στροφή μας στην κατανάλωση με την έλλειψη ανταγωνιστικότητας».
Αλλά με ό,τι «όρους» κι αν «κατανοείται» η ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου, όπου κι αν μπαίνει κάθε φορά ο «τόνος» των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και των «κινήτρων» του αστικού κράτους, δεδομένο είναι ότι αυτή περνάει απαραίτητα μέσα από την παραπέρα επίθεση στα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα, το «άνοιγμα της ψαλίδας» ανάμεσα στις σημερινές δυνατότητες για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών και την άθλια πραγματικότητα που βιώνει ο λαός.
Γι' αυτό, μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να κατηγορεί την κυβέρνηση ότι «επιδιώκει ανάπτυξη μέσω συμπίεσης των μισθών», αλλά αυτό δεν μπορεί να ξεπλύνει το γεγονός ότι ως κυβέρνηση έδωσε το «πάτημα» για το επόμενο βήμα της επίθεσης στις Συλλογικές Συμβάσεις και τη συλλογική οργάνωση και δράση των εργαζομένων, «έργο» που έρχεται τώρα να ολοκληρώσει η ΝΔ.
Ετσι, οι μεταξύ τους διαφορές απομένουν ως «άδειο κουφάρι» για τους εργαζόμενους, για να στήνονται οι μεταξύ τους κάλπικες διαχωριστικές γραμμές για την κυβερνητική εναλλαγή, με τον υπουργό Ανάπτυξης να διερωτάται χαρακτηριστικά: «Αλλωστε, άμα συμφωνούμε σε όλα, τι είδους διαφωνίες θα είχαμε;»!
Εξίσου αποκαλυπτικό είναι και το πώς η «δομική αντιπολίτευση» του ΣΥΡΙΖΑ, με βάση τα ζητούμενα του κεφαλαίου, δίνει πάσα στην κυβέρνηση της ΝΔ να πάει την επίθεση ένα βήμα πιο πέρα. Για παράδειγμα, στις επιφυλάξεις του ΣΥΡΙΖΑ περί «αποσπασματικών μέτρων», ο υπουργός της ΝΔ απάντησε ότι έρχεται εντός ολίγου και νέα φουρνιά αναδιαρθρώσεων, μέτρων και «εργαλείων», όπως η ενεργοποίηση της «Αναπτυξιακής Τράπεζας» που δημιουργήθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ για τη στήριξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας, όπως και άλλο «αναπτυξιακό» νομοσχέδιο, αφού αυτό «κυρίως λύνει τα ζητήματα που κολλάνε οι επενδύσεις».
Η αντιλαϊκή αυτή σκυταλοδρομία, η «κοινή βάση» συζήτησης για όλα τα αστικά κόμματα φέρνει στην επιφάνεια και τον βασικό «κόμπο» για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα: Τη στρατηγική του κεφαλαίου που υπηρετούν διαδοχικά και με μοιρασμένους ρόλους. Αυτή δηλαδή που πρέπει να στοχεύσουν με τον αγώνα και τη δράση τους, αξιοποιώντας και την πείρα από τις απεργιακές μάχες, τα συλλαλητήρια, την πολύμορφη πάλη απέναντι στο κατάπτυστο πολυνομοσχέδιο που δόθηκε όλο αυτό το διάστημα. Βάζοντας μπροστά τις δικές τους ανάγκες και διεκδικώντας την ικανοποίησή τους.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
TOP READ
-
To κομμουνιστικό μανιφέστο εικονογραφημένο (Pdf) Eπειδή διαβάζουμε τρομερά πράγματα πάλι για τη δήθεν μετάλλαξη του ΚΚΕ από αυτο...
-
ΤΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ Στιγμές από την άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ Το σημερινό ένθετο «Ιστορία» του «Ριζοσπάστη» αν...
-
Αντιδραστική τομή στην Εκπαίδευση Στην καρδιά της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της λειτουργίας του σχολείου στοχεύει η κυβέρνηση με το ν...
-
Με αφορμή την αθώωση του κομμουνιστή δημάρχου Πάτρας Με αφορμή την αθωωτική απόφαση για τον δήμαρχο Πάτρας, Κώστα Πελετίδη, αξίζει να στ...
-
Πολιτισμός: Μια κερδοφόρα διέξοδος των μονοπωλίων Ηταν το 2003, όπου οι τότε διαχειριστές της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα προέ...
-
Δ. Κουτσούμπας στο «ΣKAΪ»: «Η πρόταση του ΚΚΕ μιλάει για έξοδο από την κρίση προς όφελος του λαού. Είναι η μόνη φιλολαϊκή πρόταση. Αυτή εί...
-
Κατιούσα Σε λίγες ώρες γίνεται η παρουσίαση των ψηφοδελτίων του ΚΚΕ στο Νοvotel και ήδη τα πρώτα ...
-
Το χρονικό των κομμένων κεφαλών Το 1944 τα προσχήματα των Βρετανών αφεντάδων μας είχαν τελειώσει. Εν όψει των επικείμενων εκ...
-
«Συναινετικοί καβγάδες» Σαράντα ολόκληρες μέρες μετά το Γιούρογκρουπ της 20ής Φλεβάρη και την υπογραφή της νέας αντιλαϊκής συμφωνί...
-
Απορριπτική απόφαση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τις αγωγές Ελλήνων συνταξιούχων ...