Όταν άρχισε η κατρακύλα του ελληνικού χρηματιστηρίου, κάπου εκεί στο
λυκόφως τηής περασμένης χιλιετίας, μόνο για δυο χαρτιά δεν βρισκόταν
κανείς να πει άσχημη κουβέντα: για την μετοχή τής Τράπεζας της Ελλάδος
και για την μετοχή του ΟΠΑΠ. Κι αν για την μετοχή τής ΤτΕ υπάρχει λογική
ερμηνεία, αφού είναι η μόνη μετοχή που, όπως έχουμε εξηγήσει στο παρελθόν, εγγυημένα δεν πρόκειται να πέσει κάτω από 5,60 ευρώ, η μετοχή τού ΟΠΑΠ κέρδισε την αναγνώριση με το σπαθί της.
Πράγματι, σύμφωνα με τα στοιχεία τής ICAP, κατά την δεκαπενταετία πριν από την πώλησή του το 2012, ο ΟΠΑΠ υπήρξε η πλέον κερδοφόρα εταιρεία της χώρας, μεταξύ όλων των εταιρειών, δημόσιων και ιδιωτικών, κερδίζοντας επάξια τον τίτλο τής "κότας με τα χρυσά αβγά". Από το 7ο ετήσιο ελληνικό Road Show που διεξήχθη στο Λονδίνο 6-7 Σεπτεμβρίου 2012, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ΟΠΑΠ Κώστας Λουρόπουλος (προσωπική επιλογή τού τότε υπουργού οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα γι' αυτή την θέση), μιλώντας στο κανάλι Bloomberg, είπε χαρακτηριστικά:
Τα νούμερα συμφωνούν με τον Λουρόπουλο. Κατά την δεκαετία 2002-2011, τα κέρδη του ΟΠΑΠ έφτασαν τα 5,29 δισ. ευρώ, ενώ ακόμη και κατά τα χρόνια τής κρίσης διατηρήθηκαν σε αξιοσέβαστα ύψη και, μάλιστα, χωρίς να χάσουν ιδιαίτερα την δυναμική τους. Το 2008, τελευταία προ κρίσης χρονιά, ο ΟΠΑΠ κατέγραψε κέρδη 728,8 εκατ. ευρώ, το 2009 593,8 εκατ., το 2010 575,8 εκατ., το 2011 537,5 εκατ. και το 2012 505,5 εκατ. ευρώ. Το ελληνικό δημόσιο, με το 34% των μετοχών που κατείχε, εισέπραττε ετησίως από μερίσματα γύρω στα 70 με 80 εκατομμύρια και από φόρους επί των κερδών τής εταιρείας αλλά 160-170 εκατομμύρια, ενώ ο ΟΠΑΠ διέθετε ετησίως πάνω από εκατό εκατομμύρια ευρώ σε χορηγίες και "κοινωνικές δράσεις".
Με απλά λόγια, μιλάμε για "μαγαζί γωνία", για "πολύφερνη νύφη", που στην ποδιά της θα έπρεπε να σφάζονται παλληκάρια προκειμένου να την κατακτήσουν. Και πώς να μην είναι πολύφερνη μια νύφη που είχε για προικιά της:
- Κίνο (54,02% του τζίρου 2012, με έσοδα 2,15 δισ.)
- Πάμε Στοίχημα (34,78% του τζίρου 2012, με έσοδα 1,38 δισ.)
- Τζόκερ (5,25% του τζίρου 2012, με έσοδα 208,7 εκατ.)
- ΠροΠό, Λόττο, Πρότο, Super3, Extra5 (αθροιστικά 5,95% του τζίρου 2012 με έσοδα 236,5 εκατ.)
Παρά ταύτα, η κυβέρνηση κάνει ό,τι μπορεί για να προικίσει ακόμη περισσότερο τον ΟΠΑΠ, ώστε να βρεθεί ευκολώτερα και γρηγορώτερα γαμπρός. Το καλοκαίρι τού 2011, ο τότε υπουργός οικονομικών Ευάγγελος Βενιζέλος χορηγεί στον ΟΠΑΠ αποκλειστική άδεια λειτουργίας 35.000 παιγνιομηχανών (VLT, τα γνωστά μας "φρουτάκια"). Όπως προβλέπει ο Ν.4002/2011, ο ΟΠΑΠ θα μπορεί να εκμεταλλεύεται ο ίδιος 16.500 παιγνιομηχανές ενώ τις υπόλοιπες 18.500 θα πρέπει να τις παραχωρήσει σε αναδόχους τής επιλογής του έναντι ανταλλάγματος. Για να πάρει την άδεια, ο ΟΠΑΠ καταβάλλει 560 εκατομμύρια (16.000 ανά παιγνιομηχανή). Παράλληλα, ο οργανισμός πληρώνει άλλα 375 εκατ. για να παρατείνει μέχρι το 2030 το μονοπώλιο όλων των τυχερών παιχνιδιών που διοργανώνει.
Με απλά λόγια, δηλαδή, ο υπό δημόσιο έλεγχο ΟΠΑΠ διαθέτει ένα δισ. ευρώ για επενδύσεις, όχι με στόχο την περαιτέρω ανάπτυξή του αλλά προκειμένου να κάνει πιο ελκυστική την πώλησή του. Ο μελλοντικός αγοραστής θα βρει ένα στρωμένο μονοπώλιο τουλάχιστον ως το 2030 και ένα έτοιμο πεδίο για 35.000 "φρουτάκια" δίχως να χρειαστεί να ξοδέψει δεκάρα.
Παράλληλα, η κυβέρνηση προχωρά και σε μια άλλη, αποφασιστική κίνηση. Στις 19 Σεπτεμβρίου 2012 αναπροσαρμόζει το ποσοστό φορολόγησης των κερδών τού ΟΠΑΠ σε 30%, από 20% που ίσχυε ως τότε. Από την μια, είναι σχεδόν υποχρεωμένη να το κάνει, ώστε να εναρμονιστεί η φορολόγηση του ΟΠΑΠ με την φορολόγηση που ισχύει στην ευρωπαϊκή αγορά τυχερών παιχνιδιών. Από την άλλη, όμως, αυτή η "κίνηση καλής θέλησης" εξευμενίζει την Κομμισσιόν, με συνέπεια το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να αποδεχτεί την διατήρηση του μονοπωλίου στα τυχερά παιχνίδια τού ΟΠΑΠ.
Μόνο που αυτή η αύξηση της φορολογίας έχει άμεση δυσμενή επίδραση στην τιμή τής μετοχής τού οργανισμού, ρίχνοντάς την ακόμη και στα 4 ευρώ, ενώ στις αρχές τού 2011 διαπραγματευόταν περί τα 16 ευρώ. Αυτή η πτώση άναψε πράσινο φως για τα απανταχού κοράκια, τα οποία όρμησαν καθώς περίμεναν πως η αποτίμηση του προς πώληση οργανισμού θα γινόταν με βάση την χρηματιστηριακή του αξία και όχι την πραγματική. Δεν είχαν άδικο.
Το πραγματικό σκάνδαλο στο ξεπούλημα του ΟΠΑΠ έχει να κάνει με την εκ μέρους τού πωλητού (δηλαδή, του δημοσίου) αποτίμηση του πωλούμενου οργανισμού. Με το πόσο αξίζει, βρε αδελφέ, για να δούμε πόσα θα ζητήσουμε. Σε ένα σύστημα ιδανικά δομημένο, η χρηματιστηριακή αξία θα έπρεπε να απεικονίζει με ακρίβεια την πραγματική αξία μιας εισηγμένης επιχείρησης. Επειδή, όμως, στον καπιταλισμό δεν υπάρχουν ιδανικά συστήματα και ιδανικά εν γένει, οι τιμές των μετοχών εν πολλοίς χειραγωγούνται κατά τα συμφέροντα είτε των αγοραστών είτε των πωλητών. Έτσι, λοιπόν, η μετοχή τού ΟΠΑΠ βρέθηκε να χάνει το 75% της αξίας της μέσα σε λιγώτερο από δυο χρόνια, ενώ η κερδοφορία τού οργανισμού συνεχιζόταν αμείωτη. Και όμως, η χρηματιστηριακή αξία έγινε η βάση των συζητήσεων για την πώληση της εταιρείας.
Στο επόμενο θα δούμε λεπτομέρειες από το παιχνίδι που παίχτηκε. Κι επειδή δεν έχουμε λόγο να κάνουμε διαφορετικά, θα επιχειρήσουμε και μια αναδρομή ως πίσω το 2001. Τότε που η κυβέρνηση Σημίτη άρχισε το ξεπούλημα...
Πράγματι, σύμφωνα με τα στοιχεία τής ICAP, κατά την δεκαπενταετία πριν από την πώλησή του το 2012, ο ΟΠΑΠ υπήρξε η πλέον κερδοφόρα εταιρεία της χώρας, μεταξύ όλων των εταιρειών, δημόσιων και ιδιωτικών, κερδίζοντας επάξια τον τίτλο τής "κότας με τα χρυσά αβγά". Από το 7ο ετήσιο ελληνικό Road Show που διεξήχθη στο Λονδίνο 6-7 Σεπτεμβρίου 2012, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ΟΠΑΠ Κώστας Λουρόπουλος (προσωπική επιλογή τού τότε υπουργού οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα γι' αυτή την θέση), μιλώντας στο κανάλι Bloomberg, είπε χαρακτηριστικά:
Είμαστε στην κορυφή της κεφαλαιοποίησης στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Σύμφωνα με ορισμένα κριτήρια, είμαστε η δεύτερη μεγαλύτερη λοταρία του κόσμου και η πιο κερδοφόρα εισηγμένη επιχείρηση του κλάδου πανευρωπαϊκά. Λειτουργούμε μέσα σε ένα πλήρως παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, αν και ενεργούμε τοπικά με τους εθνικούς μας παίκτες-πελάτες. Οι πωλήσεις μας και πάλι εφέτος τείνουν στα 4 δισ. ευρώ. Παρά την κρίση, καταφέρνουμε διαχρονικά να διατηρήσουμε την κερδοφορία μας και την μερισματική πολιτική σε υψηλά επίπεδα. Θεωρούμε, μάλιστα, ότι οι προοπτικές μας παραμένουν ισχυρές λόγω της υλοποίησης σημαντικών έργων στο άμεσο μέλλον. Πέρυσι ξεκινήσαμε ένα τεράστιο επενδυτικό πρόγραμμα, ίσως το μεγαλύτερο αυτή την περίοδο στην χώρα και ένα από τα μεγαλύτερα στον κλάδο διεθνώς, το οποίο χρηματοδοτούμε με ίδια κεφάλαια.
Τα νούμερα συμφωνούν με τον Λουρόπουλο. Κατά την δεκαετία 2002-2011, τα κέρδη του ΟΠΑΠ έφτασαν τα 5,29 δισ. ευρώ, ενώ ακόμη και κατά τα χρόνια τής κρίσης διατηρήθηκαν σε αξιοσέβαστα ύψη και, μάλιστα, χωρίς να χάσουν ιδιαίτερα την δυναμική τους. Το 2008, τελευταία προ κρίσης χρονιά, ο ΟΠΑΠ κατέγραψε κέρδη 728,8 εκατ. ευρώ, το 2009 593,8 εκατ., το 2010 575,8 εκατ., το 2011 537,5 εκατ. και το 2012 505,5 εκατ. ευρώ. Το ελληνικό δημόσιο, με το 34% των μετοχών που κατείχε, εισέπραττε ετησίως από μερίσματα γύρω στα 70 με 80 εκατομμύρια και από φόρους επί των κερδών τής εταιρείας αλλά 160-170 εκατομμύρια, ενώ ο ΟΠΑΠ διέθετε ετησίως πάνω από εκατό εκατομμύρια ευρώ σε χορηγίες και "κοινωνικές δράσεις".
Με απλά λόγια, μιλάμε για "μαγαζί γωνία", για "πολύφερνη νύφη", που στην ποδιά της θα έπρεπε να σφάζονται παλληκάρια προκειμένου να την κατακτήσουν. Και πώς να μην είναι πολύφερνη μια νύφη που είχε για προικιά της:
- Κίνο (54,02% του τζίρου 2012, με έσοδα 2,15 δισ.)
- Πάμε Στοίχημα (34,78% του τζίρου 2012, με έσοδα 1,38 δισ.)
- Τζόκερ (5,25% του τζίρου 2012, με έσοδα 208,7 εκατ.)
- ΠροΠό, Λόττο, Πρότο, Super3, Extra5 (αθροιστικά 5,95% του τζίρου 2012 με έσοδα 236,5 εκατ.)
Παρά ταύτα, η κυβέρνηση κάνει ό,τι μπορεί για να προικίσει ακόμη περισσότερο τον ΟΠΑΠ, ώστε να βρεθεί ευκολώτερα και γρηγορώτερα γαμπρός. Το καλοκαίρι τού 2011, ο τότε υπουργός οικονομικών Ευάγγελος Βενιζέλος χορηγεί στον ΟΠΑΠ αποκλειστική άδεια λειτουργίας 35.000 παιγνιομηχανών (VLT, τα γνωστά μας "φρουτάκια"). Όπως προβλέπει ο Ν.4002/2011, ο ΟΠΑΠ θα μπορεί να εκμεταλλεύεται ο ίδιος 16.500 παιγνιομηχανές ενώ τις υπόλοιπες 18.500 θα πρέπει να τις παραχωρήσει σε αναδόχους τής επιλογής του έναντι ανταλλάγματος. Για να πάρει την άδεια, ο ΟΠΑΠ καταβάλλει 560 εκατομμύρια (16.000 ανά παιγνιομηχανή). Παράλληλα, ο οργανισμός πληρώνει άλλα 375 εκατ. για να παρατείνει μέχρι το 2030 το μονοπώλιο όλων των τυχερών παιχνιδιών που διοργανώνει.
Με απλά λόγια, δηλαδή, ο υπό δημόσιο έλεγχο ΟΠΑΠ διαθέτει ένα δισ. ευρώ για επενδύσεις, όχι με στόχο την περαιτέρω ανάπτυξή του αλλά προκειμένου να κάνει πιο ελκυστική την πώλησή του. Ο μελλοντικός αγοραστής θα βρει ένα στρωμένο μονοπώλιο τουλάχιστον ως το 2030 και ένα έτοιμο πεδίο για 35.000 "φρουτάκια" δίχως να χρειαστεί να ξοδέψει δεκάρα.
Παράλληλα, η κυβέρνηση προχωρά και σε μια άλλη, αποφασιστική κίνηση. Στις 19 Σεπτεμβρίου 2012 αναπροσαρμόζει το ποσοστό φορολόγησης των κερδών τού ΟΠΑΠ σε 30%, από 20% που ίσχυε ως τότε. Από την μια, είναι σχεδόν υποχρεωμένη να το κάνει, ώστε να εναρμονιστεί η φορολόγηση του ΟΠΑΠ με την φορολόγηση που ισχύει στην ευρωπαϊκή αγορά τυχερών παιχνιδιών. Από την άλλη, όμως, αυτή η "κίνηση καλής θέλησης" εξευμενίζει την Κομμισσιόν, με συνέπεια το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να αποδεχτεί την διατήρηση του μονοπωλίου στα τυχερά παιχνίδια τού ΟΠΑΠ.
Μόνο που αυτή η αύξηση της φορολογίας έχει άμεση δυσμενή επίδραση στην τιμή τής μετοχής τού οργανισμού, ρίχνοντάς την ακόμη και στα 4 ευρώ, ενώ στις αρχές τού 2011 διαπραγματευόταν περί τα 16 ευρώ. Αυτή η πτώση άναψε πράσινο φως για τα απανταχού κοράκια, τα οποία όρμησαν καθώς περίμεναν πως η αποτίμηση του προς πώληση οργανισμού θα γινόταν με βάση την χρηματιστηριακή του αξία και όχι την πραγματική. Δεν είχαν άδικο.
Καλοκαίρι 2013. Η δουλειά έγινε. Κώστας Λουρόπουλος και Δημήτρης Μελισσανίδης δίνουν τα χέρια, υπό το βλέμμα του υπουργού οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα και του προέδρου του ΤΑΙΠΕΔ Στέλιου Σταυρίδη. |
Το πραγματικό σκάνδαλο στο ξεπούλημα του ΟΠΑΠ έχει να κάνει με την εκ μέρους τού πωλητού (δηλαδή, του δημοσίου) αποτίμηση του πωλούμενου οργανισμού. Με το πόσο αξίζει, βρε αδελφέ, για να δούμε πόσα θα ζητήσουμε. Σε ένα σύστημα ιδανικά δομημένο, η χρηματιστηριακή αξία θα έπρεπε να απεικονίζει με ακρίβεια την πραγματική αξία μιας εισηγμένης επιχείρησης. Επειδή, όμως, στον καπιταλισμό δεν υπάρχουν ιδανικά συστήματα και ιδανικά εν γένει, οι τιμές των μετοχών εν πολλοίς χειραγωγούνται κατά τα συμφέροντα είτε των αγοραστών είτε των πωλητών. Έτσι, λοιπόν, η μετοχή τού ΟΠΑΠ βρέθηκε να χάνει το 75% της αξίας της μέσα σε λιγώτερο από δυο χρόνια, ενώ η κερδοφορία τού οργανισμού συνεχιζόταν αμείωτη. Και όμως, η χρηματιστηριακή αξία έγινε η βάση των συζητήσεων για την πώληση της εταιρείας.
Στο επόμενο θα δούμε λεπτομέρειες από το παιχνίδι που παίχτηκε. Κι επειδή δεν έχουμε λόγο να κάνουμε διαφορετικά, θα επιχειρήσουμε και μια αναδρομή ως πίσω το 2001. Τότε που η κυβέρνηση Σημίτη άρχισε το ξεπούλημα...