-Στον έβδομο ουρανό όλοι αδέλφια!
Οι ξελαρυγγιασμένες κραυγές του βερνίκου, ακριβώς δέκα
χρόνια πριν, θα μπορούσαν να είναι από θρίλερ, αλλά όχι· θεωρητικά τουλάχιστον
πανηγύριζαν την κατάκτηση του euro (ευρωπαϊκού κυπέλλου και πάλαι ποτέ κυπέλλου εθνών) από
την εθνική. Και το... «μεγάλο καλοκαίρι» της ελλάδας –με το χρυσό φαγοπότι των
ολυμπιακών που ακολούθησε. Το οποίο δεν ήταν σύντομο και συνεχίστηκε την
επόμενη χρονιά με την πρώτη θέση στη γιουροβίζιον και στο ευρωμπάσκετ της
σερβίας, σε ένα σαξές στόρι διαρκείας της.. ισχυρής ελλάδας, που αν έμενες στην
επιφάνεια των γεγονότων, δε θα ‘βρισκες κάτι να προμηνύει το άδοξο τέλος του.
Σε αγωνιστικό επίπεδο, η κατάκτηση του γιούρο
βασίστηκε σε γιουρούσια (αν και δεν έχουν τη ίδα ετυμολογική ρίζα) ταμπούρι,
κλεφτοπόλεμο και πατροπαράδοτες εθνικές αξίες. Αλλά οι γνήσιοι φουστανελοφόροι
ήταν εκτός αγωνιστικού χώρου, πίσω από μικρόφωνα και πίσω στην πατρίδα, όπου
υποδέχτηκαν το βασιλιά όθωνα (ότο ρεχάγκελ) και την αποστολή του, μαζί με
διάφορους κοσμαγάπητους προύχοντες και κοτζαμπάσηδες, που ήθελαν να κάνουν τη
λεζάντα τους και τους αποδοκίμασε το σύμπαν, στο καλλιμάρμαρο και από οθόνης.
Το βασικό πρόβλημα με τις αθλητικές επιτυχίες στη
σύγχρονη ελλάδα, ιδίως αν τις συγκρίνουμε με το πρόσφατο παρελθόν και το
ευρωμπάσκετ του 87’ πχ, δεν είναι αυτό καθαυτό το αγωνιστικό κομμάτι, αλλά η
διαχείριση της νίκης κι όλα τα δευτερεύοντα στοιχεία που τη συμπληρώνουν. Η
μουσική υπόκρουση του ευρωμπάσκετ πχ ήταν το final countdown, που δεν το λες και αθάνατο, αλλά ακούγεται μέχρι σήμερα. Ενώ η αντίστοιχη
επιτυχία του 2004 ήταν το «σήκωσέ το», ένα τρισάθλιο μπιτάκι, κάτι σαν μουσική
–που δεν ήταν καν το κάτι σα σουτ του μπέρι, για να έχει λίγη πλάκα- με τη φωνή
του χελάκη, που ξεχάστηκε μετά από ένα καλοκαίρι.
Ο χελάκης του αριστερού σύριζα ήταν η φωνή-ορόσημο του
γιούρο –οι τσιρίδες του βερνίκου ήταν εκτός συναγωνισμού- που έστησε μια
ολόκληρη βιομηχανία εμπορικής εκμετάλλευσης της εθνικής, πάνω στο πειρατικό και
τις γραφικές περιγραφές του. {*Θυμάμαι το δούλεμα που είχαμε ρίξει τότε σε ένα
φίλο από μια παρέα στο ποσείδι, στη φοιτητική κατασκήνωση, όταν προσπάθησε να
σώσει με το πόδι μια μπαλιά στο μπιτς βόλεϊ κι έστειλε την μπάλα στη θάλασσα:
ΝΑΙ! Ο βάσκο ντε γκάμα ήταν έλληνας! Δεν περιγράφω άλλο!}. Καμία σχέση δηλ με
την περιγραφή του καλού πασόκου συρίγου το 87’, που έμεινε μακριά από
γραφικότητες, εθνικιστικές κορόνες και λοιπά μαυριτανικά έθιμα. Κι αυτό
αποτελεί ακόμα μια ένδειξη πως ναι μεν ο σύριζα μετεξελίχθηκε στο πασόκ της
νέας εποχής, ο κόσμος του όμως δε θυμίζει σε πολλά τους τίμιους, ρεφορμιστές
και τους δυνητικούς συμμάχους-φιλοκομμουνιστές, που θα έβρισκε ενδεχομένως
κανείς στη βάση του παλιού πασόκ.
Το 87’ επίσης η επιτυχία κεφαλαιοποιήθηκε με ένα σπουδαίο
περιοδικό, το τρίποντο και για να μπουν μπασκέτες και στο τελευταίο χωριό της
επαρχίας (σε μια καρικατούρα εφαρμογής του μαζικού λαϊκού αθλητισμού), που
σήμερα είτε είναι σπασμένες κι αχρηστευμένες, είτε η βασική αξία χρήσης τους
είναι να κάνουν το κάθετο δοκάρι της εστίας, μαζί με μια πέτρα ή μια τσάντα
στην απέναντι γωνία. Το 2004 όμως δεν έγινε καν αυτό ή κάτι παρόμοιο.
Ο αθλητισμός στην ελλάδα είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό
παράδειγμα για τις συνέπειες της καπιταλιστικής αναρχίας και των γιγαντωμένων
μονοπωλίων που πνίγουν οτιδήποτε κινείται στο ζωτικό τους χώρο (πχ τα τμήματα
στίβου που στεγάζονταν στο καραϊσκάκη), την παντελή έλλειψη προγραμματισμού και
την απαξίωση των τμημάτων των αθλητικών ομοσπονδιών που υποχρηματοδοτούνται από
τον κρατικό προϋπολογισμό (ακόμα κι η πιο προβεβλημένη εθνική του ποδοσφαίρου
κινδυνεύει να χάσει το προπονητικό της κέντρο). Είναι επίσης μια απόδειξη πως
στο υπάρχον καπιταλιστικό πλαίσιο, δύσκολα μπορούν να ευδοκιμήσουν και να
σταθούν ερασιτεχνικές προσπάθειες, που να μένουν μακριά από τις βρωμιές και
τους κανόνες της «ελεύθερης αγοράς» και να μην είναι καταδικασμένες να
φυτοζωούν και να οδηγηθούν σε αφανισμό.
Αυτά και άλλα ζητήματα είχαν συζητηθεί και σε μια παλιά
εκδήλωση του κόμματος στο παμακ για το ποδόσφαιρο, με τον μπογιό, το βοϊτσίδη
της εσηεμθ, το αθλητικό τμήμα της κοθ και κάποιους παλαίμαχους ποδοσφαιριστές,
όπου ένας «μακεδονομάχος» σφος ρώτησε το γάβρο μπογιόπουλο αν πρέπει να
περιμένουμε τη λαϊκή εξουσία και να έχουμε σπαρτάκ και ντιναμό θεσσαλονίκης,
για να ξαναδούμε πρωτάθλημα στο βορρά. Ενώ ένας από τους παλαίμαχους του
απόλλωνα καλαμαριάς, αν δε με απατά η μνήμη μου, σχολίασε γλαφυρά το υπερθέαμα
που πρόσφερε η εθνική στο πρόσφατο τότε γιούρο λέγοντας ότι πέσαμε από την
ακρόπολη (ή μήπως από το λευκό πύργο;) και βρήκαμε πορτοφόλι!
Ο κόσμος ωστόσο θυμάται με νοσταλγία το (αθλητικό και
πολιτικό) 2004, όχι τόσο για τα κίβδηλα μεγαλεία της ελλάδας του κινέζου και
του δάμαλου (όπως τους έλεγε η μαλβίνα) –και πώς θα μπορούσε άραγε να νοσταλγεί
μια τέτοια σαπουνόφουσκα;- όσο για το μίζερο παρόν του και τις μελλοντικές
προοπτικές, που διαγράφονται εξίσου (ή ακόμα πιο) ζοφερές. Σήμερα ο «σάββας
καφέ» του 2004 θα κατασκήνωνε στην πορτογαλία, όχι για άλλο λόγο, αλλά γιατί δε
θα είχε λεφτά για το εισιτήριο της επιστροφής. Κι αν δε συνέπιπτε η επέτειος με
τον απόηχο από την καλή πορεία της εθνικής του σάντος στο μουντιάλ, τα σημερινά
επετειακά αφιερώματα θα ήταν ακόμα πιο συγκρατημένα και μελαγχολικά –περασμένα
μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις..
Ευτυχώς που αποκλειστήκαμε πάντως από μια άποψη, όπως
έγραψε κι ο θοδωρής στο cogito ergo sum. Αφενός για να σταματήσουμε να ακούμε μετά από κάθε αγώνα βαθυστόχαστα
κλισέ του τύπου «όλοι μαζί μπορούμε» {ε ναι, αν παίζουν έντεκα αυτοί και όλοι
εμείς μαζί έντεκα εκατομμύρια, θα τους παίρναμε και τα κεφάλια –που πιθανότατα
ήταν η πρόδρομη μορφή της μπάλας και του ποδοσφαίρου, όπως το ξέρουμε στη
σημερινή ευγενή μορφή του}. Αφετέρου γιατί ως εδώ ήταν ελεγχόμενο το πράγμα,
αλλά αν τυχόν περνούσαμε την κόστα ρίκα κι αργότερα στα ημιτελικά, αυτοί που θα
έπαιρναν κεφάλια θα ήταν τα τάγματα των προγονόπληκτων με τις σάρισες και τις
περικεφαλαίες. Αυτή θα ήταν κι η βασική διαφορά με τους πανηγυρισμούς του 04’,
όπου ναι μεν ο υφέρπων φασισμός-εθνικισμός περπατούσε στους δρόμους ελεύθερος
και γιγαντώθηκε λίγους μήνες αργότερα με το πογκρόμ κατά των αλβανών και το
χαζοπερήφανο σύνθημα «δε θα γίνεις έλληνας ποτέ, αλβανέ» αλλά δεν είχε
αποκτήσει οργανωμένη μορφή και δεν είχε οσμωθεί ακόμα με το χρυσαυγίτικο
μόρφωμα.
Εν τω μεταξύ το μουντιάλ μπαίνει από σήμερα στην τελική
ευθεία, με τα φαβορί να προχωράνε ασθμαίνοντας (πέντε από τα οκτώ παιχνίδια της
φάσης των 16 κρίθηκαν στην παράταση ή στα πέναλτι) αλλά να μην πέφτουν θύματα
εκπλήξεων. Με τις αφρικανικές ομάδες να πέφτουν ηρωικά μαχόμενες (λίγα πράγματα
ξεπερνούν την εμπειρία να βλέπεις αγώνα τους στο κέντρο της αθήνας, κοντά σε
καφενείο με μετανάστες) και την ευρώπη να έχει τις μισές ομάδες της τελικής
οκτάδας, παρά τα αλλεπάλληλα βατερλό που υπέστησαν παραδοσιακές δυνάμεις της.
Και με το ενδεχόμενο ενός τελικού βραζιλίας-αργεντινής (και αναπληρωματικό
ζευγάρι το γερμανία-ολλανδία) να παραμένει ζωντανό ως ιδανικό φινάλε σε ένα
σχεδόν τέλειο μουντιάλ. Που θα γινόταν όμως ακόμα καλύτερο αν συνεχιστούνε οι
εκπλήξεις που αφήνουν τα φαβορί στο καναβάτσο.