Το
δωδεκάμηνο που πέρασε η ανάπτυξη πολύ αποτελεσματικών εμβολίων για την
αντιμετώπιση του νέου κορονοϊού, του SARS-CoV-2, προχώρησε με ραγδαίο
ρυθμό. Αντίθετα, η ανάπτυξη αποτελεσματικών θεραπειών για όσους αρρωσταίνουν από την COVID-19 υστέρησε.
Μια από τις πολλά υποσχόμενες κατηγορίες φαρμάκων ήταν τα μονοκλωνικά
αντισώματα. Η χρήση ενός κοκτέιλ μονοκλωνικών αντισωμάτων της
«Regeneron» για τη θεραπεία του πρώην Προέδρου των ΗΠΑ Ντ. Τραμπ, τα
έκανε πολύ γνωστά σε παγκόσμια κλίμακα. Λίγο αργότερα, δύο τέτοια μόρια
έλαβαν άδεια επείγουσας χρήσης από την FDA, την αρμόδια αμερικανική
κρατική αρχή και αναμενόταν να αποτελέσουν σημαντικό όπλο στην
αντιμετώπιση της πανδημίας. Μάλιστα μετά την COVID του Τραμπ, η
αμερικανική κυβέρνηση αγόρασε 500.000 δόσεις δύο σκευασμάτων
μονοκλωνικών αντισωμάτων, αναμένοντας υψηλή ζήτηση γι' αυτά τα φάρμακα.
Τα
μονοκλωνικά αντισώματα είναι μόρια κατασκευασμένα στο εργαστήριο, που
μιμούνται την απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος στον SARS-CoV-2,
στοχεύοντας ένα συγκεκριμένο τμήμα των πρωτεϊνών ακίδας του ιού, είτε
εμποδίζοντάς το να προσδεθεί στα κύτταρα του οργανισμού, είτε
μαρκάροντάς το για καταστροφή από τους μηχανισμούς του ανοσοποιητικού.
Οι ερευνητές πρώτα απομονώνουν λευκοκύτταρα Β που παράγουν αντισώματα,
από ασθενείς που ανάρρωσαν από COVID. Στη συνέχεια, εντοπίζουν τα πιο
αποτελεσματικά απ' αυτά και μετά τα παράγουν μαζικά μέσα σε ποντίκια στα
οποία έχουν εισαχθεί στοιχεία του ανθρώπινου ανοσοποιητικού συστήματος.
Εμπόδια
Ομως
μια σειρά από παράγοντες περιόρισαν τη χρήση των μονοκλωνικών
αντισωμάτων. Εμφανίστηκαν πιο μολυσματικές παραλλαγές του SARS-CoV-2,
μερικές από τις οποίες είναι πιο ανθεκτικές στα μονοκλωνικά αντισώματα.
Δυσκολίες υπήρξαν και στη χορήγηση αυτών των ενώσεων σε εξωτερικούς
ασθενείς με ελαφρές ή μέτριες εκδηλώσεις της νόσου,
καθώς το
αδυνατισμένο σύστημα δημόσιας Υγείας σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο
έφτασε ή και ξεπέρασε τα όριά του, αφήνοντας ελάχιστες δυνατότητες για
την ενδοφλέβια χορήγηση μονοκλωνικών αντισωμάτων σε ασθενείς, που «δεν
είναι αρκετά βαριά». Η καθυστερημένη καταφυγή για ιατρική βοήθεια
πολλών ασθενών, δηλαδή μετά τις 10 πρώτες μέρες εκδήλωσης συμπτωμάτων,
επίσης συνέβαλε αρνητικά στη χρήση των μονοκλωνικών αντισωμάτων, που
πρέπει να δίνονται νωρίς στην εξέλιξη της νόσου. Παρ' όλ' αυτά, η χρήση
αυτών των φαρμάκων μπορεί σε ορισμένους ασθενείς που κινδυνεύουν από
σοβαρή επιδείνωση να επιβραδύνει την εξέλιξη της νόσου και ίσως είναι
χρήσιμα και για την αποτροπή της νόσησης.
Σήμερα, υπάρχουν
μονοκλωνικά αντισώματα που έχουν μελετηθεί αρκετά, ώστε να πάρουν άδεια
επείγουσας χρήσης τους από την FDA. Αρχικά τα φάρμακα που διέθεταν
τέτοια άδεια ήταν το μπαμλανιβιμάμπ, το ετεσιβιμάμπ, το καρισιβιμάμπ και
το ιμντεβιμάμπ. Τον περασμένο Νοέμβρη δόθηκε επείγουσα άδεια για χρήση
σε εξωτερικούς ασθενείς με ελαφρά έως μέτρια COVID και κίνδυνο για
άσχημη εξέλιξη της νόσου, στο μπαμλανιβιμάμπ και τον συνδυασμό
καρισιβιμάμπ και ιμντεβιμάμπ. Οι άδειες στηρίζονταν σε ενδιάμεσες
αναλύσεις κλινικών δοκιμών δεύτερης φάσης, που έδειξαν μείωση του ιικού
φορτίου σε ασθενείς με αυτά τα χαρακτηριστικά. Ωστόσο, η αύξηση του
αριθμού των μεταλλαγμένων στελεχών του SARS-CoV-2, που εμφανίζουν αντοχή
στο μπαμλανιβιμάμπ (από 5% το Γενάρη σε 20% το Μάρτη), οδήγησε στην
αφαίρεση της άδειας επείγουσας χορήγησης του φαρμάκου αυτού τον Απρίλη.
Πάντως, δύο συνδυασμοί μονοκλωνικών αντισωμάτων συνεχίζουν να είναι
διαθέσιμοι για χρήση σε εξωνοσοκομειακούς ασθενείς με τα συγκεκριμένα
χαρακτηριστικά, καθώς κανένα από τα μονοκλωνικά αντισώματα δεν έδειξε
οφέλη για τους βαρύτερα ασθενείς που νοσηλεύονται.
Χρήσιμα
Σήμερα,
οι οδηγίες των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας (NIH), της κρατικής υπηρεσίας
δημόσιας Υγείας των ΗΠΑ συστήνουν ένα από τα δύο κοκτέιλ μονοκλωνικών
αντισωμάτων να χορηγείται σε εξωτερικούς ασθενείς με ήπια έως μέτρια
COVID, οι οποίοι διατρέχουν κίνδυνο σοβαρής επιδείνωσης της νόσου, με
κριτήρια δείκτη μάζας σώματος 35 και πάνω, ηλικίας 65 ετών και πάνω,
διαβήτη, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, ανοσοκατασταλτική νόσο ή λήψη
ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, προβλέπεται η
δυνατότητα χορήγησής τους και σε ασθενείς κάτω των 65 ετών.
Σύμφωνα
με τον Κάρλος ντελ Ρίο, καθηγητή στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου
Εμορι και καθηγητή επιδημιολογίας στη Σχολή Δημόσιας Υγείας Ρόλινς, οι
θεραπείες αυτές είναι σημαντικό να χορηγούνται το ταχύτερο δυνατό μετά
τη διάγνωση και μέσα στις πρώτες 10 μέρες από την εμφάνιση των
συμπτωμάτων. Πρέπει επίσης να παίρνεται υπόψη ποιες παραλλαγές του
κορονοϊού κυκλοφορούν στην κοινότητα από την οποία προέρχεται ο ασθενής,
ώστε να επιλέγεται ο συνδυασμός μονοκλωνικών αντισωμάτων στον οποίο ο
ιός είναι λιγότερο ανθεκτικός.
Η δυνατότητα θεραπευτικής χρήσης
των μονοκλωνικών αντισωμάτων εμφανίστηκε ελάχιστα πριν από τη δημιουργία
πολύ αποτελεσματικών εμβολίων. Με την άφιξη των εμβολίων, τα
μονοκλωνικά δεν χρησιμοποιήθηκαν τόσο όσο είχε εκτιμηθεί ότι θα
χρησιμοποιηθούν στα πρώτα στάδια της έρευνας για την αντιμετώπιση της
πανδημίας (και όσο ήλπιζαν οι εταιρείες παραγωγής τους, όπως η
«Regeneron»). Συνήθως δίνονται σε ασθενείς που για συγκεκριμένους λόγους
δεν μπορούν να εμβολιαστούν, σε αυτούς που δεν αντιδρούν στο εμβόλιο ή
σε ανθρώπους που χρειάζονται άμεση προφύλαξη μετά από σημαντική έκθεση
στον ιό.
Κατά τη γνώμη του ντελ Ρίο, τα μονοκλωνικά αντισώματα παραμένουν χρήσιμα φάρμακα.
Μεταξύ των 60.000 νέων κρουσμάτων COVID-19 που εμφανίζονται κάθε μέρα
στις ΗΠΑ, υπάρχουν πολλοί που θα ωφελούνταν απ' αυτά, ώστε να μην
εξελιχθεί άσχημα η νόσος και χρειαστεί να νοσηλευτούν. Η ανάπτυξη μιας
παραλλαγής τους, που να μπορεί να χορηγηθεί υποδόρια ή ενδομυικά,
οπωσδήποτε θα διευκόλυνε. Ο ντελ Ρίο τονίζει ότι ο εμβολιασμός δεν
πρέπει να είναι η μόνη στρατηγική για τον έλεγχο της πανδημίας, αλλά να
αξιοποιηθούν και τα θεραπευτικά πρωτόκολλα που μπορούν να εμποδίσουν τη
χειροτέρευση της νόσου σε όσους έχουν κολλήσει τον κορονοϊό, ώστε να μη
χρειαστεί να νοσηλευτούν και να μην κινδυνεύουν από θάνατο.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο
Πόσο
διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα και στη δυνατότητα αξιοποίησης των
μονοκλωνικών αντισωμάτων, πόσες ζωές θα είχαν σωθεί, αν τα συστήματα
δημόσιας Υγείας δεν υπονομεύονταν σε όφελος του ιδιωτικού τομέα Υγείας
και δεν λειτουργούσαν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, ακόμη
περισσότερο αν όλοι οι πόροι Υγείας ήταν κοινωνική ιδιοκτησία, ώστε να
μπορούν να τεθούν σχεδιασμένα και έγκαιρα στην υπηρεσία της δημόσιας
υγείας, εξασφαλίζοντας επάρκεια και την καλύτερη θεραπεία για τον
καθένα. Αν υπήρχε αναπτυγμένο σύστημα πρωτοβάθμιας υγειονομικής
φροντίδας, που θα μπορούσε να ανιχνεύσει έγκαιρα τα κρούσματα και να
διαγνώσει ποιοι κινδυνεύουν, ώστε σε πρώιμη φάση της νόσου να τους
δοθούν τα κατάλληλα φάρμακα, μεταξύ αυτών και τα μονοκλωνικά αντισώματα.
Αν τα προϊόντα της επιστημονικής γνώσης, όπως τα φάρμακα, ήταν
διαθέσιμα σε οποιονδήποτε τα έχει ανάγκη, όταν τα έχει ανάγκη, χωρίς
τους περιορισμούς των πατεντών και τα κέρδη, που βγάζουν από την πώλησή
τους τα φαρμακευτικά μονοπώλια.
Σίγουρα, ο εμβολιασμός δεν πρέπει
να είναι η μόνη στρατηγική για τον έλεγχο μιας πανδημίας. Για μια
πραγματικά ολοκληρωμένη και υλοποιήσιμη στρατηγική απαιτείται άλλη
οργάνωση της κοινωνίας, εξουσία που θα μπορεί να αξιοποιήσει σωστά και
προς το κοινωνικό συμφέρον όλους τους διαθέσιμους πόρους, μακριά από την
αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής και το κίνητρο του κέρδους. Ο
καπιταλισμός έδειξε πάλι και πάλι ότι δεν μπορεί να πάρει ούτε τα
στοιχειώδη μέτρα προφύλαξης σε τόπους εργασίας, συγκοινωνίες, χώρους
Εκπαίδευσης. Ούτε την πιο κρίσιμη ώρα δεν θέλει και δεν μπορεί να
επιτάξει τον ιδιωτικό τομέα Υγείας, που έχει γιγαντώσει. Οχι να
εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις για να αξιοποιούνται προληπτικά φάρμακα,
που ίσως προστάτευαν τη ζωή ασθενών από κορονοϊό και μείωναν την πίεση
στις δομές Υγείας. Σε ορισμένες χώρες δεν διαθέτει ούτε οξυγόνο για να
δίνει στους ασθενείς, καθώς δεν θέλει να το στερήσει από βιομηχανικές
δραστηριότητες, που χρησιμοποιούν σημαντικό μέρος της διαθέσιμης
παραγωγικής ικανότητας...
Επιμέλεια:
Σταύρος ΞΕΝΙΚΟΥΔΑΚΗΣ
Πηγή: «Scientific American»