Δε θα ήταν υπερβολή να ονομάζεται ο χριστιανισμός παυλιανισμός.
Πιθανόν και να του άξιζε του Παύλου. Εφ’ όσον βεβαίως, δεχτούμε πως
πρόκειται για υπαρκτό πρόσωπο. Σ’ αυτόν τον παράξενο –το λιγότερο που
μπορεί να τον χαρακτηρίσει κανείς– τύπο, οφείλει ο χριστιανισμός την
εξάπλωσή του. Ο Σαούλ ή Σαύλος ή Παύλος, αργότερα, επιτυγχάνει το
ακατόρθωτο. Βεβαίως, με σχετική βοήθεια από τα ιερά κείμενα των Εβραίων,
την ανοχή ή και την κάλυψη από τους προστάτες του Ρωμαίους κι απ’ όλους
όσοι, από τους κρατούντες της εποχής, αντιλήφθησαν σύντομα την αξία
ενός δόγματος που πειθανάγκαζε τις μάζες και αντάλλασσε την παρούσα
δουλεία με την υπερβατική αναγνώριση στη μέλλουσα ζωή. Όποιος κι αν ήταν
ο χριστιανισμός στα πρώτα του βήματα, η παρουσία του Παύλου τον
εξαπλώνει, σχετικώς τουλάχιστον, στις μάζες αλλά και τον μολύνει
ανεπανόρθωτα. Ανεξάρτητα από το αν υπήρξε κάποιος Ιησούς, ο Παύλος
κατορθώνει να διαδώσει μια διδασκαλία που μισεί τη ζωή, περιφρονεί τον
κόσμο, μολύνει τη σχέση μας με τον εαυτόν μας. Η απέχθεια του νευρωτικού
και σεξουαλικά ανίκανου Παύλου για το σώμα, τη σάρκα, το σεξ, τις
επιθυμίες, ο απόλυτος μισογυνισμός του διαμόρφωσαν τον κόσμο σε
κατακόμβη δακρύων και αιώνιας τιμωρίας. Με τη χαρακτηριστική ευχέρεια
επαγγελματία οπορτουνιστή (σας θυμίζει κάτι;), ανάλογα με το ακροατήριο
προσαρμόζει το ακόμη εύπλαστο δόγμα, προσέχοντας πάντα μη δυσαρεστήσει
τους Ρωμαίους προστάτες του και κρατούντες της εποχής.
Ο
τύπος δεν είχε πολλά πράγματα να του ζηλέψεις. Κοντός, κοκαλιάρης,
φαλακρός, υστερικός, τεντάς στο επάγγελμα, από την Ταρσό, τον συναντάμε
για πρώτη φορά, (Πράξεις αποστόλων) ως νεανία Σαύλο, δύο τρία χρόνια
μετά τον υποτιθέμενο θάνατο του Ιησού, στο θεάρεστο έργο του
λιθοβολισμού του ελληνιστή Στέφανου, ως μαθητευόμενο βασανιστή. Είναι
αστός Φαρισαίος και, μέγα προτέρημα για την εποχή, Ρωμαίος πολίτης. Όσο ο
εμπαθής Σαύλος ανδρώνεται τόσο γίνεται ο φόβος και ο τρόμος των
χριστιανών. Κάτι σαν ασφαλίτης, όπως θα λέγαμε σήμερα, ο Σαύλος
μπαινοβγαίνει στα σπίτια γεμάτος φανατισμό και τραβά στα βασανιστήρια,
στις φυλακές και τους λιθοβολισμούς άντρες και γυναίκες αδιακρίτως,
εντεταλμένος από τους ορθόδοξους Εβραίους και προστατευμένος από τους
Ρωμαίους συμπολίτες του. Η περιοχή δεν μπορεί να ικανοποιήσει τα
ανεπτυγμένα σαδιστικά ένστικτα του Σαύλου και αποφασίζουν με αίτημά του
να κατευθυνθεί προς τη Δαμασκό όπου έχει πολύ πράγμα για εκκαθαρίσεις.
Είναι τόση η δουλειά που τον περιμένει στη Δαμασκό, που συνοδεύεται από
απόσπασμα ώστε να είναι πιο αποτελεσματικός στο έργο του. Κάπου στο
δρόμο γίνεται το θαύμα. Να θυμάστε πάντα πως οι πληροφορίες που έχουμε
είναι από αυτούς που ήθελαν να φτιάξουν αργότερα την εικόνα του. Το
θαύμα λοιπόν, στο δρόμο για τη Δαμασκό, μπορεί και να ’ναι το
απαλλακτικό του Σαύλου από κανένα αιματοβαμμένο πογκρόμ στη Δαμασκό.
Τέλος πάντων, οι Πράξεις των αποστόλων ξαπλώνουν κάτω τον Σαύλο σε μια
καραμπινάτη υστερική κρίση που θα τη ζήλευε το καλύτερο ψυχιατρικό
σύγγραμμα σήμερα και επί τρεις μέρες παρουσιάζει τα μύρια όσα. Έχει όλων
των ειδών τις παραισθήσεις – τυφλώνεται από ένα έντονο φως, ακούει τη
φωνή του Ιησού, “Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις…”, και άλλα τέτοια που σε
κάνουν κι ανατριχιάζεις, δεν τρώει και δεν πίνει για όλο το διάστημα.
Μαζί με τον Σαύλο είναι και το απόσπασμα που έχει την εξής περίεργη
σχέση με το θαύμα, και πάντα από τις Πράξεις των αποστόλων:
«Οι άνδρες που τον συνόδευαν έμειναν ενεοί, ακούοντες μεν την φωνήν, μηδένα δε θεωρούντες».
Κι
από τον Σαύλο, υποτίθεται, πάντα από το ίδιο κείμενο: «Εκείνοι που ήσαν
μαζί μου το μεν φως είδον και κατεφοβήθησαν, την φωνήν όμως του
λαλούντος προς εμέ δεν ήκουσαν». Άντε βγάλε άκρη. Τελικά άκουσαν και
είδαν, είδαν και δεν άκουσαν ή δεν πήραν χαμπάρι την τύφλα τους;
Φαίνεται πως για την εποχή αυτά τα κείμενα, όσο ασυνεπή λογικά και
αλληλοαναιρούμενα κι αν ήταν, έπαιξαν το ρόλο τους. Και θα τον χάναμε
τον Σαύλο αν δεν τον χειροθετούσε ο Ανανίας που εσπευσμένα απεστάλη από
τον Θεό εν είδη 166. Αυτός ο υστερικός και φανατικός Φαρισαίος με τη
βλαμμένη λίμπιντο ακολουθεί το πανάρχαιο από τότε “όσα δε φτάνει η
αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια” και κηρύσσει άκυρη κάθε μορφή
σεξουαλικότητας για τον ίδιο αλλά και για όλο τον υπόλοιπο κόσμο και
θεσπίζει το μίσος για το σώμα, τις γυναίκες και τη ζωή. Η απέχθειά του
για τη σεξουαλικότητα, η εξύμνηση της αγνότητας, η λατρεία της αποχής,
το εγκώμιο της χηρείας και της αγαμίας, η προτροπή να φέρονται σαν κι
αυτόν, η κατ’ ανάγκη συγκατάνευση στο γάμο ωσάν το ελάχιστο κακό
αποτελούν συμπτώματα της υστερίας του που καταφέρνει να διαπεράσει όλο
το οικοδόμημα του χριστιανικού δόγματος ακόμη και μέχρι τις μέρες μας. Ο
Παύλος μισεί τον εαυτόν του και μισεί όλο τον κόσμο. Ο κατ’ επάγγελμα
λιθοβολιστής και διώκτης των χριστιανών Σαούλ, μετατρεπόμενος σε
χριστιανό Παύλο, παραμένει ο μίσαυτος και κατ’ επέκταση ο μισάνθρωπος
διώκτης της ζωής και ό,τι τη συνθέτει, του έρωτα, του πόθου, της ηδονής,
των αισθήσεων εν γένει, της χαράς, της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας
αλλά και της σάρκας, του σώματος. Για τον Παύλο, η θεολογία είναι το
μέσο προς την πολιτική. Είναι πολιτικάντης και προσαρμόζεται ανάλογα με
το ακροατήριο. Προς τους Ρωμαίους βαπτίζει την εξουσία τους θεόπνευστη,
προτρέποντας τους δύσμοιρους χριστιανούς στη γνωστή υποταγμένη στάση.
Προς τους Κορινθίους (Α΄ επιστολή) το παίζει ολίγον τσαχπίνης:
«Δεν
είμαι ελεύθερος;[…] Μη δεν έχομεν εξουσίαν να συμπεριφέρωμεν αδελφήν
γυναίκα, ως και οι λοιποί απόστολοι, και οι αδελφοί του Κυρίου, και ο
Κηφάς»;
Στους
Κορίνθιους απευθύνεται. Γνωρίζει πως διαφέρουν οι απόψεις τους για τις
γυναίκες. Ως γνωστόν, η μαγκιά μέχρι εκεί που μας παίρνει. Οι Πράξεις
των αποστόλων αναφέρουν και μια ερωτική, τρόπον τινά, περιπετειούλα του
με τη Θέκλα. Φαίνεται πως κανείς δε χάνεται. Στο Ικάριο ζει η Θέκλα,
αρραβωνιασμένη με ευγενή νέο. Ακούει τον Παύλο, εκστασιάζεται και
παρατάει σύξυλο τον αρραβωνιαστικό. Ο τελευταίος διαμαρτύρεται στον
έπαρχο, ο οποίος και μπουζουριάζει τον Παύλο. Η Θέκλα τον επισκέπτεται
επιμένοντας. Φυλακίζεται. Αργότερα ο Παύλος εξορίζεται και η Θέκλα
οδηγείται στην πυρά. Συμβαίνει το θαύμα. Μια βροχή, κατακλυσμιαία, τη
σώζει. Τρέχει και τον βρίσκει. Βλέπετε, ακόμη και για τον Παύλο υπάρχει
μια γυναίκα. Την παίρνει μαζί του στην Αντιόχεια.
Εκεί την ερωτεύεται
κάποιος ευγενής και προσφέρει στον Παύλο ένα μεγάλο ποσό, αυτός
αρνείται πως τη γνωρίζει, η Θέκλα τα στυλώνει πιστή στον έρωτά της (ο
άλλος ζωντάνευε παστά ψάρια, εδώ θα κολλήσουμε τώρα;) και τη ρίχνουν στ’
άγρια θηρία. Φαίνεται πως δεν τρώγεται με τίποτα, τη γλιτώνει κι
ελευθερώνεται. Στη δεύτερη επιστολή του προς τους, φαντάζομαι,
έκπληκτους, Κορίνθιους απαριθμεί με υπερηφάνεια τους εξευτελισμούς και
τις διώξεις που υπέστη, αποκαλύπτοντας σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια τον
καλπάζοντα μαζοχισμό του. Πέντε μαστιγώματα από “τεσσαράκοντα παρά
μίαν”, βλέπετε πρόκειται για Ρωμαίο πολίτη, βουρδουλιές, τρεις άγριους
ραβδισμούς, ένα λιθοβολισμό απ’ όπου τη γλίτωσε φτηνά και την πληρώσαμε
οι υπόλοιποι, τρία ναυάγια όπου στο ένα πέρασε ένα μερόνυχτο στα
παγωμένα νερά, χώρια όλα τα άλλα που συνεπάγονταν τα πολυάριθμα ταξίδια
εκείνη την εποχή. Η απόλαυση του μαζοχιστή ολοκληρώνεται με τις
φυλακίσεις, τη διετή παραμονή σε μπουντρούμι, την εξορία. Η γελοιοποίηση
και ο εξευτελισμός δεν τον πτοούν. Υφίσταται αδιαμαρτύρητα τους γέλωτες
και τα γιουχαΐσματα των στωικών κι επικούρειων Αθηναίων, όταν τους μιλά
για την ανάσταση, καθαρή ανοησία για τους καλλιεργημένους Αθηναίους. Ο
μαζοχιστής κι εκτρωματικός Φαρισαίος αποδέχεται την καταδίκη της
γυναίκας στη Γένεση και τις εκτοξεύει (τις γυναίκες) συλλήβδην στο φόβο
και την υποταγή. Πρεσβεύει πως κάθε εξουσία εκπορεύεται από το θεό και
θεωρεί απόλαυση να είναι κανείς υπάκουος και δούλος. Ο πανάγαθος και
φιλεύσπλαχνος θεός του χαίρεται με την αρρώστια, τη φτώχεια, τα βάσανα
και τη δουλεία.
Για
τον παυλιανισμό κάθε εξουσία προέρχεται από το θεό και πηγάζει απ’
αυτόν. Οποιαδήποτε ανυπακοή στους εξουσιαστές σημαίνει εναντίωση σ’
αυτόν το θεό. Ποιος νοήμων αυτοκράτορας θα εναντιωνόταν σ’ ένα τέτοιο
δόγμα που από τα πρώτα του βήματα φλερτάρει με τους ισχυρούς διαλαλώντας
τα συμφέροντά τους και που αργότερα θα καταστεί αγαστός σύντροφος όλων
των δυναστών και δικτατόρων της ιστορίας; Ο Παύλος δεν έχει γνωρίσει τον
Χριστό – πως θα το κατάφερνε άλλωστε, δεν έχει διαβάσει τα ευαγγέλια,
το πρώτο κατά Μάρκον γράφεται όταν αυτός δε ζει πια, μάλλον αυτά
στηρίζονται αργότερα σ’ αυτόν, περιφέρει την υστερία του σ’ όλη την
αυτοκρατορία, και στο πρόσφορο έδαφος της δουλοκτητικής κρίσης,
κοινωνικής εξαθλίωσης και ηθικής κατάπτωσης μολύνει τα πάντα στο πέρασμά
του. Πολύ σύντομα η αρρώστια του Παύλου διαποτίζει όλη την αυτοκρατορία
και σημαδεύει ακόμη και τις μέρες μας. Ο αμόρφωτος τεντοποιός
–εικάζεται πως δε γνώριζε γραφή– διαλύει την ήδη δοκιμαζόμενη ενότητα
των Εβραίων, προσφέροντας ανάσταση και δεύτερη παρουσία. Οι Ζηλωτές, οι
Σαδδουκαίοι, οι Σαμαρείτες αρνούνται τα περί ανάστασης του Παύλου. Οι
Φαρισαίοι όμως βρίσκουν μια καλή ευκαιρία με την ανάσταση να μεταθέσουν
τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις για καλύτερη ζωή των μαζών. Το εσαιικό και
ζηλωτικό κίνημα, απελευθερωτικό απ’ τη φύση του, αντιδρά στη δουλική
αποχαύνωση που πρεσβεύει ο Παύλος. Πάνω εκεί οι Ιουδαίοι παίρνουν
ανάποδες και καμιά σαρανταριά από δαύτους ορκίζονται να μη φάνε και να
μην πιουν μέχρι να σκοτώσουν τον Παύλο. Μια μέρα πριν τον καθαρίσουν, οι
Φαρισαίοι το καρφώνουν στον εκατόνταρχο, αυτός με τη σειρά του στο
χιλίαρχο και 200 Ρωμαίοι λεγεωνάριοι σπεύδουν και σώζουν τον Παύλο. Ο
Παύλος φτάνει στη Ρώμη όταν η συνωμοσία των αυλικών του Νέρωνα ενάντιά
του είναι στο αποκορύφωμά της. Ο Νέρωνας με την κλασική του παιδεία και
τα φιλολαϊκά του μέτρα έχει μπει για τα καλά στο μάτι των Ρωμαίων
φεουδαρχών. Φιλέλληνας, φιλόδουλος, ειρηνιστής και καταδεχτικός,
κυκλοφορεί στην αγορά και αποκαλεί με τα ονόματά τους όσους τον
χαιρετούν. Από τους πραξικοπηματίες, για αντικαταστάτης του προοριζόταν ο
Σενέκας. Ο τελευταίος φαίνεται να εκμεταλλεύεται το φιλόδοξο και
ημιμαθή βάρβαρο, αλλά κι ο Παύλος αποκρύπτει το μίσος του για τους
ειδωλολάτρες.
Γεγονός
είναι πάντως πως μάλλον τα βρήκαν και το Μάρτη του 64 ο Παύλος επιτελεί
το θεάρεστο έργο του καίγοντας τη Ρώμη εν τη, βεβαιωμένη, απουσία του
Νέρωνα στο Άντιο, 50 χιλιόμετρα μακριά. Το ανοσιούργημα είναι μεγάλο. Η
εγκατάλειψη των παλιών φίλων είναι πλήρης. Ο Παύλος έπαιξε το χαρτί των
Ρωμαίων και τώρα διώκεται. Γίνεται επίσης η αιτία για τον πρώτο,
ουσιαστικό διωγμό των χριστιανών. Ο εμπρηστής της Ρώμης τη γλιτώνει
καταδιωκόμενος. Οι χριστιανοί σφαγιάζονται και καίγονται στον ιππόδρομο.
Τελικά συλλαμβάνεται και το 67 αποκεφαλίζεται, όχι για την ιδεολογία
του αλλά ως κοινός εγκληματίας, με τον πιο ατιμωτικό για την εποχή
θάνατο. Το σώμα του αφήνεται βορά στα όρνεα, οι βάσεις του παυλιανισμού
όμως έχουν τεθεί, και για τις επόμενες δυο χιλιάδες χρόνια θα φρενάρουν
την πρόοδο της ανθρωπότητας κατακρεουργώντας ψυχές και σώματα
εκατομμυρίων ανθρώπων. Τι άθλιος θάνατος για τον άνθρωπο που το έργο του
εξαπλώθηκε σ’ όλο τον πολιτισμένο κόσμο της εποχής! Ο αδύναμος και
ψυχικά άρρωστος αυτός ανθρωπάκος, πριν κατασπαραχτεί από τα όρνεα,
κατάφερε να μολύνει ολόκληρη την ανθρωπότητα στοχεύοντας στην αιτία όλων
των προβλημάτων του και δημιουργώντας παράλληλα έναν αποδιοπομπαίο
τράγο. Οι γυναίκες, η ερωτική επιθυμία, η αγάπη προς το σώμα της ύπαρξής
μας πνίγονται στη νεύρωσή του. Ο άρρωστος Παύλος, αδυνατώντας να ζήσει
αλλά και αρνούμενος την ανικανότητά του, μισεί τη ζωή και προσφέρει στην
ανθρωπότητα πρότυπα προς μίμηση. Μιας και το σώμα του τον προδίδει, τον
ταπεινώνει, τον πληγώνει, προτείνει στην ανθρωπότητα την ιδεολογική
βάση για να πράξει το ίδιο στο δικό της σώμα. Τριακόσια χρόνια αργότερα,
ο χριστιανισμός έχει εξαπλωθεί, έχει εναγκαλιστεί μέχρι πνιγμού την
κρατική εξουσία, η τρομοκρατία του ασκείται αμείλικτα και αποτελεσματικά
και οι αυτόπτες μάρτυρες έχουν εξαφανιστεί. Ο τρόμος βασιλεύει. Καιρός
λοιπόν να αποκατασταθεί ο ήρωας και να απαλλαγούν από τον εμπρησμό της
Ρώμης οι εβραιοχριστιανοί. Με τον άγιο Ιερώνυμο (362) και τον άγιο
Αυγουστίνο (414) ο Παύλος ξαναβγαίνει στο προσκήνιο. Αρκετά πριν όμως,
με ό,τι μας είναι γνωστό ως ευαγγέλια, αποπειράθηκαν να διαμορφώσουν ένα
πρόσωπο λιγότερο ειδεχθές από τον παυλιανισμό, αλλά και πλήρως
αποτελεσματικό στη στήριξη της κάθε εξουσίας.
«Ιερές Βλακείες», Στέλιος Κανάκης, Εκδόσεις Εντύποις