Με αφορμή την αντικομμουνιστική φιέστα Αγτζίδη, Τζούχα, Παπαχελά, Τέλογλου και ενόψει την 23η Αυγούστου («ημέρα μνήμης για τα θύματα κομμουνισμού-φασισμού»)
Πριν λίγες ημέρες πραγματοποιήθηκε
στην Αγία Βαρβάρα εκδήλωση «για τις σταλινικές εκτοπίσεις», όπου
μετείχαν οι γνωστοί «προοδευτικοί» κομμουνιστοφάγοι Βλάσσης Αγτζίδης
(μετανοήσας ΜΛας, πρώην μαθηματικός, νύν κομπογιανίτης ιστορικός και
καριερίστας αντικομμουνιστής), Ιβάν Τζούχα (Στέλεχος του Ρωσικού
«Κόμματος των Δεξιών Δυνάμεων», επίσης κομπογιανίτης ιστορικός και
καριερίστας αντικομμουνιστής), ενώ επρόκειτο να προβληθεί (τελικά
αναβλήθηκε) και «ντοκυμαντέρ» των Τέλογλου και Alexis Παπαχελά (US
Embassy, CIA), κ.α. Μπορει η βλακεία και η γραφικότητα των ίδιων και των
«ιστορικών» τους «αναλύσεων» να είναι εξόφθαλμη και να μη «πιάνει»
πολύ, ούτε στους ίδιους τους Ποντίους, αλλά ούτε και γενικότερα, αλλά η
έξαρση του αντικομμουνισμού σε όλες του τις εκφάνσεις είναι άξια
προβληματισμού. Βέβαια στην Ελλάδα υπάρχει ισχυρό -σχετικά- εργατικό /
λαϊκό κίνημα και οι αγωνιστικές παραδόσεις του λαού μας αντέχουν σε
τέτοιες διαστρεβλώσεις, προπαγάνδες, συκοφαντίες. Εδώ αντέξαν μια
ολόκληρη μετεμφυλιακή περίοδο, μια χούντα και έναν ψυχρό πόλεμο…
Δεν πρέπει ωστόσο τέτοιες χυδαιότητες
να μένουν αναπάντητες. Εδώ στον Ηρόδοτο έχουμε ασχοληθεί ήδη πολύ με το
θέμα (περισσότερο ίσως από ότι θα πρεπε), αλλά δε πειράζει. Βρίκαμε άλλο
ένα άρθρο-απάντηση του Α. Γκίκα (Δρ. Πολιτικών Επιστημών, Συνεργάτη του
Τμήματος Ιστορίας του ΚΚΕ) στον Βλ. Αγτζίδη, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα
στην εφημερίδα «Εύξεινος Πόντος» και παρότι μας πήρε πολλές βδομάδες να
το αντιγράψουμε (δεν υπήρχε ηλεκτρονικά), νομίζουμε ότι άξιζε ο κόπος.
Ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη πόσο τους τσαντίζει ο Γκίκας (γιατί
βέβαια τους κάνει ρόμπα στην κυριολεξία)…
Για την αντικομμουνιστική αναθεώρηση της Ιστορίας
Σε μια εποχή όπου ο κομμουνισμός εξισώνεται με τον φασισμό, όπου οι
κομμουνιστές και όλοι οι αντιφασίστες-αντιστασιακοί χαρακτηρίζονται
«κόκκινοι τρομοκράτες» και διώκονται ως «προδότες», ενώ οι πρώην
συνεργάτες των Ναζί τιμώνται ως «μαχητές της ελευθερίας», ίσως δεν θα
έπρεπε να μας προξενεί εντύπωση ο χυδαίος αντικομμουνισμός του κ.
Αγτζίδη [i]. Άλλωστε,
εμείς οι κομμουνιστές είμαστε μάλλον συνηθισμένοι στο να μας προσάπτουν
διάφορα ανά καιρούς, από τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ (που ο Χίτλερ
απέδωσε στους κομμουνιστές, ώστε να ξεκινήσει τις διώξεις και να
στερεώσει το φασιστικό του καθεστώς) μέχρι το «σαμποτάζ του Έβρου» (τη
δολιοφθορά σε στρατιωτικά οχήματα το 1965, που σκηνοθέτησε ο μετέπειτα
δικτάτορας Παπαδόπουλος, για να ενισχύσει τον «κομμουνιστικό μπαμπούλα»
στο δρόμο προς τη Χούντα).Οι κομμουνιστές έχουν επανειλημμένα κατηγορηθεί στο παρελθόν ως «συνωμότες», «υποκινητές», «κατάσκοποι», «ξενόδουλοι», «ανήθικοι» και βεβαίως ως «αιμοσταγείς» ή «δολοφόνοι». Και κάθε φορά η αντικομμουνιστική προπαγάνδα κατέρρεε υπό το βάρος της πραγματικότητας. Ο λαός γνωρίζει τους κομμουνιστές από τους αγώνες τους στους χώρους δουλειάς και τις γειτονιές, από την αυταπάρνηση και τη συνέπεια με την οποία αγωνίστηκαν και συνεχίζουν να αγωνίζονται για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των εργαζομένων, της φτωχής αγροτιάς, των μικρομεσαίων στρωμάτων της πόλης, των γυναικών, της νεολαίας. Δικαιώματα και ελευθερίες που υπερασπίστηκαν με τίμημα ακόμα και την ίδια τους τη ζωή. Όπως έγραψε και ο ποιητής «Σε τούτα δω τα μάρμαρα, κακιά σκουριά δε πιάνει»…
Τα τελευταία χρόνια ο κ. Αγτζίδης, μέσα από μια αποσπασματική, επιφανειακή, πλήρως κακοποιημένη και διαστρεβλωμένη εκδοχή της ιστορικής διαδρομής των Ελληνοποντίων της ΕΣΣΔ, προσπαθεί να μας πείσει πως η Σοβιετική Ένωση είχε κάποια μεταφυσικού τύπου εμμονή με τους Έλληνες, κάνοντας μάλιστα λόγο ακόμη και για «γενοκτονία». Αν και είναι αδύνατο να αποδομήσει κανείς όλα τα ψέματα και τις συκοφαντίες του κ. Αγτζίδη μέσα σε λίγες μόνο παραγράφους, θα μπορούσαμε να σταθούμε ενδεικτικά στο «επίμαχο» ζήτημα των διώξεων της περιόδου 1937-1939, οι οποίες -σύμφωνα με τον ίδιο- έγιναν «με εθνικά κριτήρια» και οδήγησαν «στη σύλληψη και εξόντωση της πλειονότητας των ενήλικων Ελλήνων».
Ποιο ήταν το γενικό πλαίσιο που συνδιαμόρφωσε και εν πολλοίς καθόρισε τις εξελίξεις (που ο κ. Αγτζίδης αποσιωπά ή αγνοεί παντελώς, εμφανίζοντας τα όσα έγιναν ως λίγο-πολύ απόρροια «ψυχασθένειας» της σοβιετικής ηγεσίας); Οι παράγοντες που οδήγησαν στην ανάγκη λήψης επείγοντων και δραστικών μέτρων ήταν πολλοί και σύνθετοι. Σε γενικές όμως γραμμές είχαν να κάνουν: α) με την άνοδο του φασισμού στη Γερμανία και γενικότερα στην Ευρώπη, β) με την εκτίμηση ότι ένας δεύτερος ιμπεριαλιστικός πόλεμος ήταν αναπόφευκτος, γ) με τη δράση διαφόρων εθνικιστικών-φασιστικών ομάδων, όπως η Ουκρανική Στρατιωτική Οργάνωση (UVO) και η Οργάνωση των Ουκρανών Εθνικιστών (OUN), που στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αποτέλεσαν τη μαγιά της ουκρανικής «πέμπτης φάλαγγας» και δ) με την όξυνση της ταξικής πάλης στην ΕΣΣΔ, η οποία έλαβε και νέες μορφές. Όπως χαρακτηριστικά τόνισε ένας Ουκρανός αντεπαναστάτης, μετά την ήττα της αντίδρασης στη μάχη της κολεκτιβοποίησης «προτιμήθηκε ένα σύστημα παθητικής αντίστασης, το οποίο στόχευε σε μια συστηματική παρακώλυση του προγραμματισμού των Μπολσεβίκων». Δηλαδή σαμποτάζ, το οποίο σύντομα επεκτάθηκε από τους αγρούς στα εργοστάσια.[ii]
Ορισμένοι πάλι ισχυρίζονται πως κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ. Πως δεν ήταν παρά ένα πρόσχημα για τα όσα επακολούθησαν. Όμως, σοβιετικές εκθέσεις και αρχειακά ντοκουμέντα της εποχής σκιαγραφούν μια τελείως διαφορετική εικόνα. Υλικά της ίδιας της ΚΕ του Κόμματος των Μπολσεβίκων (Φλεβάρης-Μάρτης 1937) αναφέρουν: «Η βαριά βιομηχανία, όπως και οι σιδηροδρομικές μεταφορές, χαίρουν της ιδιαίτερης προσοχής των δολιοφθορέων…Και είναι κατανοητό. Είναι τα πιο σημαντικά, τα αποφασιστικά στοιχεία όλης μας της οικοδόμησης. Είναι η βάση της σοσιαλιστικής μας ανόδου και ανάπτυξης. Γι’ αυτό ο εχθρός δίνει ιδιαίτερη προσοχή στη πάλη για την αποδιοργάνωση των κλάδων και των επιχειρήσεων της βαριάς βιομηχανίας…» Καταλήγουν δε με την αναγκαιότητα να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των δολιοφθορών όσο το δυνατόν γρηγορότερα ενόψει και του επερχόμενου πολέμου: «πρέπει να βιαστούμε να ολοκληρώσουμε αυτό το έργο πριν την αρχή αυτών των μαχών».[iii]
Πως φτάσαμε στις διώξεις της περιόδου 1937-1939; Η Αμερικανίδα ανταποκρίτρια των Moscow Times, A. L. Strong, η οποία έζησε και κατέγραψε από κοντά τα γεγονότα έγραψε: «Ο αντισοβιετικός Τύπος έχει μια εύκολη απάντηση. Ισχυρίζεται πως ο σοσιαλισμός είναι από την φύση του ‘ολοκληρωτικός και αδίστακτος’. Κανείς ο οποίος γνωρίζει τη δυναμικότητα των σοβιετικών ανθρώπων τα τελευταία χρόνια και το πάθος τους για αυτό που αποκαλούν την ‘δική τους ελευθερία’ δεν αποδέχεται μια τέτοια άποψη.»[iv]
Σε γενικές γραμμές, η διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας γύρω από τις διώξεις πραγματοποιήθηκε σε δύο κυρίως άξονες: α) τον χαρακτήρα των διώξεων και β) την έκτασή τους. Συχνά ακούμε για τα «εφτασφράγιστα αρχεία» της Σοβιετικής Ένωσης, που τώρα δήθεν φωτίζουν προηγουμένως αθέατες πλευρές της σοβιετικής Ιστορίας, και άλλα τέτοια πολλά. Τίποτε όμως από όλα αυτά δεν είναι αληθές. Τα Κρατικά Αρχεία της ΕΣΣΔ είναι προσβάσιμα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και έχουν ερευνηθεί εκτενώς. Τα διεθνή ακαδημαϊκά έντυπα βρίθουν στη κυριολεξία από πληθώρα μελετών πάνω σε πτυχές του σοβιετικού παρελθόντος.
Αντίστοιχα, τα αρχειακά δεδομένα για τις διώξεις έχουν ερευνηθεί και έχουν αναπαραχθεί από το 1993 κιόλας σε πολλά επιστημονικά περιοδικά της Δύσης, όπως το Αμερικανικό Historical Review ή το L’ Historie του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας. Τα δεδομένα αυτά προσφέρουν μια σειρά ακράδαντων στοιχείων που αποδομούν από τα θεμέλιά τους τις διάφορες «θεωρίες» περί εθνοκάθαρσης των μειονοτήτων στην ΕΣΣΔ[v]. Συγκεκριμένα, η έρευνα αυτή κατέληξε συμπερασματικά πως η λεγόμενη «περίοδος της τρομοκρατίας» (αναφέρεται στην περίοδο 1936-1940) «στόχευε κυρίως στις ελίτ παρά στις εθνικές ομάδες αυτές καθαυτές.» Επηρέασε δηλαδή μέλη εθνοτήτων τα οποία ανήκαν στη διοικητική και οικονομική ελίτ (και τα οποία αντιμετώπιζαν κατηγορίες διαφθοράς, κατάχρησης εξουσίας, κλπ.), λόγω της θέσης που κατείχαν και όχι εξαιτίας της καταγωγής τους. Ιδιαίτερα για «τους λαούς του Καυκάσου», τα αρχειακά ευρήματα αποδεικνύουν πως «ως εθνικές ομάδες επηρεάστηκαν λιγότερο συγκριτικά κατά το 1937-1938».[vi]
Τα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία που προκύπτουν από τα Σοβιετικά Κρατικά Αρχεία, επιβεβαιώνονται και ειδικά με τους Έλληνες από τα αντίστοιχα ελληνικά. Συγκεκριμένα, τα αρχεία του ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών (φάκελος 143/β του 1939) κάνουν λόγο για 2.177 συλληφθέντες ως το 1939 (και όχι δεκάδες χιλιάδες όπως ισχυρίζονται ορισμένοι), εκ των οποίων μόλις οι 86 αντιμετώπιζαν κατηγορίες επί παραβάσει του άρθρου 58 για αντεπαναστατική δράση. Τα στοιχεία της NKVD για τους συλληφθέντες ανά εθνότητα μιλούν για 1.291 συλλήψεις το 1937 και 2.171 το 1938 (συλλήψεις, όχι καταδίκες). Σύμφωνα με τις αναφορές του ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών τουλάχιστον το 1/3 εξ αυτών αφέθηκαν ελεύθεροι άμεσα. Η πλέον συνήθης κατηγορία που προέκυπτε επανειλημμένα στις αιτήσεις των ίδιων των ομογενών στη Πρεσβεία της Μόσχας, αφορούσε την παράνομη κατοχή και διακίνηση συναλλάγματος, καθώς και το μαύρο εμπόριο. Στον «εθνικό» καταμερισμό των εγκλείστων στα Gulag οι Έλληνες δεν προβάλλουν καν στη λίστα με τις 14 εθνότητες με την μεγαλύτερη «αντιπροσώπευση» σε αυτά. Πράγματι, τα αρχεία της ΕΣΣΔ κάνουν λόγο για 2.610 Έλληνες στα Gulag το 1942 και 1.247 το 1947 (και πάλι, όχι δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες όπως έχει ανά καιρούς ειπωθεί). Είναι λοιπόν σαφές ότι α) οι διώξεις της περιόδου 1937-1939 δεν είχαν εθνικό χαρακτήρα και πως β) οι Έλληνες της ΕΣΣΔ επηρεάστηκαν λιγότερο συγκριτικά.[vii]
Αυτά αναφέρουν τα αρχειακά δεδομένα για τις λεγόμενες «σταλινικές διώξεις». Δεν τα γνωρίζει ο κ. Αγτζίδης; Τα γνωρίζει γιατί τα έχουμε δημοσιεύσει εδώ και 2,5 χρόνια (αν υποθέσουμε ότι για τους χ ή ψ λόγους τα αγνοούσε μέχρι τότε, αφού στην ακαδημαϊκή κοινότητα διεθνώς είναι γνωστά πάνω από 15 χρόνια τώρα). Αυτά και πληθώρα άλλων δεδομένων από αρχεία της ΕΣΣΔ, της Ελλάδας, της Βρετανίας και των ΗΠΑ, εμπλουτισμένα και διασταυρωμένα με πάνω από 200 προφορικές και γραπτές μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα, παρατίθενται επίσης στο έργο «Οι Έλληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» (Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή). Και όμως, στις τόσες «απαντήσεις» του, ο κ. Αγτζίδης δε βγήκε ουσιαστικά να διαψεύσει συγκεκριμένα ή να αντιπαρατεθεί χειροπιαστά σε τίποτε (πως θα μπορούσε άλλωστε; Τα δεδομένα είναι δεδομένα). Τουναντίον απαντά καταφεύγοντας στην προσφιλή -και «εύκολη»- μέθοδο μιας γενικής και αόριστης σταλινολογίας. Απαντά στη λογική «αν η πραγματικότητα διαφωνεί με μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα»…
Μιας όμως και αναφερθήκαμε σε μαρτυρίες ας παραθέσουμε ενδεικτικά ορισμένες. Ένας Πόντιος από τη Κριμαία δήλωσε σε συνέντευξή του (από το Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού):
«-Διωγμούς εκεί από το κομμουνιστικό καθεστώς είχατε;
-Όχι! Όχι δεν το είπαμε; Παρακαλώ…
-Γιατί φύγατε;
-Υπήρχε μια αρρώστια να πάμε στην Ελλάδα. Όταν ήρθανε οι δικοί μου στην Ελλάδα (21 Αυγούστου 1937) εγώ δεν έφυγα μαζί τους…
-Για την Ελλάδα τι ακούγατε;
-Για την Ελλάδα; Θαύμα! Γι’ αυτό μαζεύτηκαν όλοι και φύγανε εδώ…»[viii]
Ένας άλλος από την Αμπχαζία (ήρθε στην Ελλάδα το 1939):
«-Δηλαδή από φόβο φύγατε; Γιατί φύγατε; Φοβόσασταν και φύγατε;
-Το 1939 που φύγαμε από φόβο δεν φύγαμε. Με την άδεια φύγαμε. Ελεύθερα. Αν είχες διαβατήρια και άδεια απ’ την πρεσβεία πήγαινες στην Ελλάδα.
-Δηλαδή γιατί φύγατε;
-Γιατί θέλαμε να πάμε στην Ελλάδα, στην πατρίδα. Σε ξένα μέρη ήμασταν.»[ix]
Σύμφωνα με τον κ. Αγτζίδη, δεν υπήρχε Έλληνας που να μην επηρεάστηκε από τις διώξεις. Και όμως, αυτοί -και άλλοι πολλοί- οι οποίοι έζησαν τα γεγονότα σκιαγραφούν μια εντελώς διαφορετική εικόνα από αυτή που προσπαθεί να μας επιβάλλει η αντικομμουνιστική αναθεώρηση της ιστορίας. Προφανώς, όλοι αυτοί δε ζούσαν σε «γυάλα», ή σε κάποια άλλη ΕΣΣΔ σε κάποιο άλλο «παράλληλο σύμπαν»…
Υπήρχαν και Έλληνες που πολέμησαν στην αντίπερα όχθη της ταξικής πάλης; Η απάντηση είναι πως ναι, υπήρχαν. Χαρακτηριστική είναι η αίτηση του Αλέξιου Ελευθεριάδη προς τις προξενικές αρχές (22 Σεπτεμβρίου 1935), που αναφέρει συγκεκριμένα: «Πλην εάν εγώ απηλλάγην εκ των δεινών της Κομμουνιστικής Ρωσίας υπάρχουν εκεί οικογένειαι υποφέρουσι τα πάνδεινα διότι είναι εχθροί του Κομμουνιστικού καθεστώτος. Οι άνθρωποι ούτοι υπό την ηγεσία μου κατ’ επενάληψιν εξεγερθέντες τα έτη 1929 και ιδίως κατά τα έτη 1931-1932 έστρεψαν τα όπλα κατά των κομμουνιστών, πλην όμως δεν είχον την τύχην να ιδούν τας προσπάθειάς των ευδοκιμούσας…»[x]
Η μαρτυρία του Γιάννη Αθανασιάδη (του οποίου ο πατέρας συνελήφθη την περίοδο 1937-1939) είναι αποκαλυπτική:
«Έγινε όντως ξαφνικά. Δεν ήταν προετοιμασμένοι. Ζούσανε ωραία, δουλεύανε στα κολχόζ, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Το 1937 ήταν μια μεταβατική περίοδος γενικά για το καθεστώς αυτό, μια ανήσυχη περίοδος που επηρέασε όχι μόνο τους απλούς ανθρώπους, αλλά και τα κομματικά στελέχη και τον στρατό.
-Γιατί ήταν ανήσυχη εκείνη η περίοδος;
-Αυτοί, και τότε ακόμα, περιμένανε και θέλανε να διαλυθεί το σοβιετικό καθεστώς. Υπονομεύανε.
-Ποιοι;
-Όλοι αυτοί που είχαν αποκουλακοποιηθεί. Αυτούς δεν μπορούσαν να τους στείλουν όλους στη Σιβηρία ή να τους βάλουν στις φυλακές. Αυτοί παραμένανε και ζούσανε, κάνανε πως υιοθετούσανε, αλλά συνέχεια υπονομεύανε. Κάνανε σαμποτάζ. Και όταν το σαμποτάζ έφτασε στο απροχώρητο οι σοβιετικές αρχές έπρεπε να επέμβουν.
-Υπήρχε δηλαδή όντως σαμποτάζ, γιατί κάποιοι ισχυρίζονται πως όλα αυτά ήταν σκευωρία των σοβιετικών αρχών.
-Ήταν γεγονός. Εγώ τα έζησα τότε. Οι άνθρωποι, οι πλούσιοι, όταν τους αποκουλακοποιήσανε γίνανε απλοί, μπήκαν και δουλεύανε στα κολχόζ κάνοντας μονίμως σαμποτάζ, μονίμως καταστρέφανε τα τρακτέρ, καίγανε τα σιτηρά, καταστρέφανε τους νερόμυλους και πηγαίνανε πίσω την παραγωγή, πηγαίνανε πίσω τα πάντα. Ο κόσμος όμως πεινούσε, γιατί αν η αγροτιά δεν τροφοδοτούσε την πόλη δεν μπορούσε να λειτουργήσει ούτε η βιομηχανία της πόλης. Πιστεύανε μέχρι τελευταία στιγμή ότι θα διαλυθεί το καθεστώς.»[xi]
Έγιναν λάθη, αυθαιρεσίες και υπερβολές; Η απάντηση είναι πως ναι, έγιναν. Αυτό κανείς δεν το αρνείται (όσο και αν θέλετε εσείς κ. Αγτζίδη να παρουσιάζετε για προπαγανδιστικούς λόγους ότι «ωραιοποιούμε» τα πράγματα). Και δεν χρειάζεται καν να «καταφεύγετε» στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ για να πείτε «να, το λένε και οι ίδιοι». Η ίδια η ΚΕ του Κόμματος των Μπολσεβίκων εξέδωσε απόφαση στις 11 Νοεμβρίου 1938, όπου κατήγγειλε τα φαινόμενα κατάχρησης εξουσίας και τις αυθαιρεσίες μερίδας των οργάνων του Λαϊκού Επιτροπάτου Εσωτερικών, τονίζοντας μεταξύ άλλων πως «προσπάθησαν με όλα τα μέσα να περιπλέξουν το προανακριτικό έργο…παρερμήνευαν εσκεμμένα τους σοβιετικούς νόμους, προέβαιναν σε μαζικές και αστήριχτες συλλήψεις.» Κατέληγε δε ως εξής: «Το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού και η ΚΕ του ΚΚ(μπ) προειδοποιούν όλους τους υπαλλήλους του ΛΕΕ και της δικαιοσύνης, ότι για την παραμικρή παραβίαση των σοβιετικών νόμων και οδηγιών του Κόμματος και της Κυβέρνησης, κάθε υπάλληλος, αδιακρίτως, θα γίνει αντικείμενο αυστηρής ποινικής δίωξης.» Επίσης απαγόρευε κάθε μαζική σύλληψη και εκτοπισμό. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλοί βρέθηκαν ένοχοι και τιμωρήθηκαν. Ο ίδιος ο επικεφαλής της NKVD δικάστηκε για τις ευθύνες του και καταδικάστηκε στην υψίστη των ποινών.
Ήταν αυτά τα μέτρα αναγκαία; Η A. L. Strong, έγραψε σχετικά: «…Ο συντάκτης μου, όταν διαμαρτυρήθηκα για την σύλληψη τριών υπαλλήλων της εφημερίδας μας, μου έκανε μια ακόμα πιο αφοπλιστική δήλωση ως προς το λόγο γιατί ο σοβιετικός λαός δεν αντιδρούσε [στο κύμα συλλήψεων].
‘Γιατί δεν βλέπεις την βασική εικόνα; Οι κορυφαίοι μας οικονομολόγοι πιστεύουν ότι ο κόσμος θα έρθει στο χείλος του γκρεμού το 1939. Η μεγαλύτερη μάχη που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα πλησιάζει. Η μάχη αυτή θα καθορίσει αν η ανθρωπότητα θα κατρακυλήσει πίσω στον μεσαίωνα της δουλείας και του πολέμου, ή αν η ανθρωπότητα θα νικήσει δημιουργώντας έναν καλύτερο κόσμο…Ολόκληροι πολιτισμοί κατέρρευσαν στο παρελθόν. Ποιο είναι το καθήκον μας μπροστά στην επερχόμενη παγκόσμια κρίση; Πρέπει να είμαστε σε θέση να την αντιμετωπίσουμε όσο το δυνατόν πιο δυνατοί, με όσο το δυνατόν περισσότερη σοφία και σύνεση, με όσο το δυνατόν περισσότερους υγιείς ανθρώπους και όσο το δυνατόν λιγότερους δολιοφθορείς.»[xii]
Ο Αμερικανός Πρέσβης στην Μόσχα υπήρξε επίσης κατηγορηματικός: «Η κάθαρση [της περιόδου 1936-1939]», τόνισε στη βιογραφία του, «καθάρισε την χώρα και την εξασφάλισε από την προδοσία.»[xiii]
Πράγματι, η Σοβιετική Ένωση ήταν η μόνη δύναμη που στάθηκε όρθια στην επέλαση του φασισμού στην Ευρώπη, όταν οι υπόλοιπες χώρες (όπως η Γαλλία) παραδίδονταν η μία μετά την άλλη σε διάστημα μόλις λίγων εβδομάδων. Το γεγονός αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα όσα είχαν προηγηθεί την αμέσως προηγούμενη περίοδο. Αυτό τείνουν να το ξεχνούν εκείνοι που σήμερα σπεύδουν αβίαστα να κατακρίνουν αυτό το ομολογουμένως κρίσιμο, όχι μόνο για την ΕΣΣΔ αλλά και για την ανθρωπότητα γενικότερα, κεφάλαιο της Ιστορίας. Δεν αποκλείεται βέβαια να υπάρχουν και ορισμένοι που ενδεχομένως επιθυμούσαν διαφορετική εξέλιξη των γεγονότων, τα οποία οδήγησαν στη συντριβή του φασισμού…
Οι οποιεσδήποτε ενέργειες από πλευράς Σοβιετικού κράτους είχαν συγκεκριμένα αίτια και σκοπούς, που καθορίζονταν από τον χαρακτήρα και την όξυνση της ταξικής πάλης στις δοσμένες ιστορικές συνθήκες, την άνοδο του φασισμού και την απειλή του πολέμου. Αποτελεί λίαν υποτιμητικό, κατά την γνώμη μου, για τον ποντιακό ελληνισμό, για την πορεία και την προσφορά του στην Σοβιετική Ένωση, να ταυτίζεται τόσο ισοπεδωτικά και εξολοκλήρου με τις διώξεις του 1937-1939, όπως έχει επικρατήσει να αποτυπώνεται σε μερίδα της ιστοριογραφίας. Οι εκδοχές αυτές της Ιστορίας, απογυμνώνοντας τις μερικές εξελίξεις από το γενικότερο πλαίσιο που τις επέβαλλε –και εν πολλοίς τις καθόρισε- προσπάθησαν να στοιχειοθετήσουν μια σχεδόν μεταφυσική ανθελληνική εμμονή στην πολιτική της Σοβιετικής Πολιτείας.
Και όμως, ο ποντιακός ελληνισμός, ως εθνική κοινότητα στο σύνολό της, διέπρεψε σε όλα ανεξαιρέτως τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας, στις Τέχνες, τις Επιστήμες, τα Γράμματα, τον Αθλητισμό, κλπ. Μορφές του σοβιετικού και παγκόσμιου πολιτισμού όπως οι Οδυσσέας Δημητριάδης (στη Μουσική) και ο Αλέξανδρος Σγουρίδης (στο Κινηματογράφο), διέγραψαν τα πρώτα βήματα της λαμπρής τους καριέρας στην κατά τ’ άλλα «ανήσυχη» δεκαετία του 1930. Το 1939, πάνω από 1 στους 10 Έλληνες στην ΕΣΣΔ είχε ανώτατη μόρφωση.
Ο ποντιακός ελληνισμός μετείχε ενεργά στις κοινωνικές διεργασίες, σε όλες τις περιόδους και πτυχές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (στην κολεκτιβοποίηση, εκβιομηχάνιση και ούτω καθεξής). Οι Έλληνες κατείχαν από τα υψηλότερα ποσοστά ένταξης στο ΚΚ και συμμετοχής στις εκλογές. Ιδιαίτερα δε οι ελληνίδες, οι οποίες απέκτησαν για πρώτη φορά ισονομία ή το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στην ΕΣΣΔ και όχι στην Ελλάδα. Ο ποντιακός ελληνισμός απέδειξε έμπρακτα το ποιόν της σχέσης του με το σοβιετικό καθεστώς, όταν με ηρωισμό και αυταπάρνηση ρίχτηκε στα πεδία των μαχών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπερασπιζόμενος την σοσιαλιστική του πατρίδα, ακόμα και με τίμημα την ίδια του την ζωή. Ορισμένες αναφορές κάνουν λόγο μέχρι και για 13.000 Έλληνες που πολέμησαν στα μέτωπα του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου μόνο από την Γεωργία. Θα μάχονταν όλοι αυτοί για μια χώρα που τους αντιμετώπιζε ως «ξένους», ως εχθρούς; Θα έδιναν τη ζωή τους για ένα καθεστώς που όλο το προηγούμενο διάστημα τους καταδυνάστευε, τους δίωκε, τους εξόντωνε; Ακόμη και η στοιχειώδης λογική ενίσταται στις απαράδεκτες ιστορικές διαστρεβλώσεις του αντικομμουνισμού.
Υπήρξε γενοκτονία των Ελληνοποντίων στην Σοβιετική Ένωση; Τα πληθυσμιακά δεδομένα δεν υποστηρίζουν αυτή την άποψη. Αν μη τι άλλο, στο διάστημα 1926-1959 ο ελληνικός πληθυσμός αυξήθηκε 10% παραπάνω από τον μέσο όρο της επικράτειας.
Η αφερεγγυότητα όμως τέτοιων ισχυρισμών αποδεικνύεται επίσης και από την ίδια την πορεία των Ελλήνων στην ΕΣΣΔ και την καταξίωσή τους μέσα από όλα σχεδόν τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας. Μέλη μιας ομάδας ανθρώπων που δραστηριοποιείται και αναπτύσσεται σε ένα περιβάλλον «εχθρικό», δεν είναι δυνατό να διαπρέψουν παρά μόνο ως μεμονωμένες εξαιρέσεις. Οι επαναλαμβανόμενες «εξαιρέσεις», διάχυτες στο σύνολο της βιβλιογραφίας (ακόμα και της αντικομμουνιστικής), παύουν πλέον εκ των πραγμάτων να καθίστανται εξαιρέσεις και αναπόφευκτα συνθέτουν την πραγματική αλήθεια. Πως δηλαδή ήταν το συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό σύστημα το οποίο έδωσε την δυνατότητα σε μια εθνική μειονότητα όπως οι Έλληνες να αναπτυχθεί και στα μέλη της να αναδείξουν τα ταλέντα, τις δεξιοτεχνίες και τις δημιουργικές τους ικανότητες. Γι’ αυτό και στα τέλη της δεκαετίας του 1930 πάνω από ένας στους δέκα Έλληνες στην ΕΣΣΔ κατείχε ανώτατη μόρφωση, ενώ αντίστοιχα στην Ελλάδα τα ποσοστά του αναλφαβητισμού ξεπερνούσαν το 40% (ιδίως στους πρόσφυγες). Και βέβαια πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού στην καπιταλιστική Ελλάδα πάνω από το ένα τρίτο των εργαζομένων στις βιομηχανικές επιχειρήσεις της πρωτεύουσας ήταν παιδιά;
Πόσοι γνωρίζουν σήμερα ότι ένας από τους πρωτοπόρους που άνοιξαν το δρόμο για την πρώτη πτήση του ανθρώπου στο διάστημα ήταν Έλληνας και «Ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης»; Ότι ο διευθυντής του Θεάτρου Μπολσοι, ο διευθυντής της κρατικής ορχήστρας της Σοβιετικής Ένωσης, ο μουσικός που επιμελήθηκε της τελετής έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Μόσχας το 1980, ο Πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης Επιστημονικού Κινηματογράφου, ο βραβευμένος στα Διεθνή Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Βενετία το 1946 και στο Κάρλοβι Βάρι το 1950 διδάκτωρ του Πανενωσιακού Κρατικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου, και πόσοι άλλοι, ήταν όλοι Έλληνες Πόντιοι της Σοβιετικής Ένωσης; Ποιος γνωρίζει τα έργα τους; Ορισμένες από τις λαμπρότερες σελίδες της ιστορίας του ποντιακού ελληνισμού διαγράφονται στον βωμό του αντικομμουνισμού.
Μακριά από ωραιοποιήσεις και πάντοτε με κριτικό πνεύμα, πέρα από στερεότυπα και δογματικά στεγανά, η μελέτη του σοσιαλιστικού παρελθόντος –ιδιαίτερα σε περιόδους έξαρσης του αντικομμουνισμού- αποτελεί αναγκαιότητα. Η Ιστορία δεν μπορεί να γράφεται με κραυγές, με όρους «σατανικών αυτοκρατοριών», «υποχθόνιων ηγετών», κ.α. τινά, που προσεγγίζουν τα όρια του θρίλερ επιστημονικής φαντασίας. Ένα είναι σίγουρο: αν πάρουμε τους ισχυρισμούς του κ. Αγτζίδη (και του κάθε κ. Αγτζίδη) ως δεδομένους, τότε η Σοβιετική Ένωση θα αποτελεί πραγματικά ένα πρωτοφανές παράδοξο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Θα είναι το μοναδικό «δικτατορικό», «απολυταρχικό», «αιμοσταγές» (κλπ., κλπ.) καθεστώς, που ενέπνευσε τόσα εκατομμύρια ανθρώπους ανά τον κόσμο (περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον 20ο αιώνα) στους αγώνες τους για δικαιώματα και ελευθερίες, για μια καλύτερη ζωή, ενάντια στην εκμετάλλευση και την αδικία, ενάντια σε κάθε είδους καταπίεση, σε κάθε αποικιοκρατικό, ιμπεριαλιστικό ή φασιστικό ζυγό…
Το 1923-1924 οι κρατούντες, φοβούμενοι τη μετατροπή των προσφύγων σε μαχητική, διεκδικητική, ριζοσπαστική κοινωνική δύναμη, καλλιέργησαν με κάθε τρόπο τον μπαμπούλα του κομμουνισμού. Ενίσχυσαν με κάθε μέσο τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ γηγενών και προσφύγων εργατών, αποσκοπώντας στη διάσπαση των κοινών τους αγώνων και στη μεγαλύτερη εκμετάλλευση και των δύο. Τότε οι πρόσφυγες τους γύρισαν την πλάτη, εντασσόμενοι δυναμικά στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες της χώρας μας. Οι δεσμοί των προσφύγων με το ΚΚΕ παραμένουν έκτοτε δυνατοί και ακατάλυτοι. Σήμερα, κάποιοι άλλοι σύγχρονοι «πεφωτισμένοι προσφυγοσωτήρες» κραδαίνουν και πάλι τον μπαμπούλα του κομμουνισμού. Δε «βλέπουν» τα μύρια όσα προβλήματα που μαστίζουν την εργατική τάξη της χώρας μας, ανεξαρτήτως καταγωγής. Οι έλληνες ποντιακής καταγωγής δεν ζουν μέσα στην εργασιακή-οικονομική ανασφάλεια; Δεν απολύονται από τις δουλειές τους; Δεν γίνονται θύματα της καπιταλιστικής κρίσης; Δεν εκμεταλλεύονται εξίσου από τους εργοδότες τους (ανεξαρτήτως επίσης καταγωγής); Και όμως, σε μια περίοδο όπου απαιτείται ταξική ενότητα και αντεπίθεση των εργαζομένων μπροστά στη λαίλαπα που έρχεται (αν δεν έχει έρθει ήδη) κάποιοι καλλιεργούν και πάλι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ «γηγενών και προσφύγων». Κάποιοι «βλέπουν» ως το μεγαλύτερό τους πρόβλημα τον…Στάλιν!
Η γενικότερη αντικομμουνιστική επίθεση που βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη δεν είναι μόνο υπόθεση των κομμουνιστών, είναι υπόθεση όλων εργαζομένων, των αγροτών, της νεολαίας, όλων των προοδευτικών και δημοκρατικών ανθρώπων, ανεξάρτητα από τις όποιες διαφωνίες τους με το ΚΚΕ ή το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε. Ο αντικομμουνισμός ιστορικά υπήρξε πάντοτε προπομπός απολυταρχικών, δικτατορικών ή φασιστικών καταστάσεων. Το γεγονός αυτό μας το υπενθυμίζουν τα λόγια του πάστορα Martin Niemoller, βγαλμένα από την ίδια του την εμπειρία στη ναζιστική Γερμανία (επέζησε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Νταχάου και του Σάτσενχαουζεν):
«Πρώτα ήρθαν για τους κομμουνιστές, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκα γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής.
Μετά ήρθαν για τους Εβραίους, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκα γιατί δεν ήμουν Εβραίος.
Μετά ήρθαν για τους συνδικαλιστές, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκα γιατί δεν ήμουν συνδικαλιστής.
Μετά ήρθαν για τους Καθολικούς, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκα γιατί ήμουν Προτεστάντης.
Μετά ήρθαν για μένα, αλλά δεν υπήρχε πια κανείς να διαμαρτυρηθεί.»
Υ.Γ.1 Άραγε δεν προβληματίζει τον ίδιο τον κ. Αγτζίδη το γεγονός ότι τα άρθρα του αναπαράγονται συνεχώς και με μνεία από μια σειρά ακροδεξιά-φασιστικά σάιτ στο ίντερνετ;
Υ.Γ.2. Με τις διαστρεβλώσεις του όσον αφορά την ιστορία του ΚΚΕ θα ασχοληθούμε πιο επισταμένα μια άλλη φορά. Είναι όμως ενδεικτικό το πώς σε άρθρο του στον «Εύξεινο Πόντο» το Δεκέμβρη του 2008 «κατάφερε» να αποδώσει «δωσιλογικές συμπεριφορές» (!) σε «ομάδα» μέσα στο ΚΚΕ την οποία κατασκεύασε ο ίδιος (ομάδα Πουλιόπουλου-Μπεναρόγια δεν υπήρξε ΠΟΤΕ), να «διαγράψει» τον Πουλιόπουλο το 1923 (ενώ εκλέχθηκε Γραμματέας του Κόμματος το 1924) και να τους εμφανίσει ως «δολοφονηθέντες από την ΟΠΛΑ» (ενώ ο μεν Α. Μπεναρόγια εγκαταστάθηκε από το 1953 και έπειτα στο Ισραήλ, ο δε Πουλιόπουλος εκτελέστηκε από τις Ιταλικές δυνάμεις κατοχής το 1943 στο Νεζερό). Τι να πει κανείς…
Αναστάσης Γκίκας
Δρ. Πολιτικών Επιστημών
Συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ[i] Ο κ. Αγτζίδης μιλά για «έρευνα» σε «λευκές σελίδες» της Ιστορίας, όμως η προπαγάνδα περί «σταλινικών εθνοκαθάρσεων» δεν είναι καθόλου καινούργια, τουναντίον μετρά πολλές δεκαετίες. Επίσης, να εξηγούμεθα προς αποφυγή παρεξηγήσεων (μιας και ο ίδιος το έχει επικαλεστεί πολλές φορές): η κριτική στο ΚΚΕ ή τον σοσιαλισμό που γνωρίσαμε ΔΕΝ είναι αντικομμουνισμός. Η σκόπιμη όμως διαστρέβλωση της ιστορίας του ντόπιου και διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος με σκοπό τη συκοφάντησή του είναι.
[ii] Mazepa I (1934) «Ukraine under Bolshevik Rule», στο Slavonic Review, Γενάρης, σελ.342-343
[iii] Υλικά της Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚ(μπ), Φλεβάρης-Μάρτης 1937, Εισήγηση Μολότοφ, Πρωινή Συνεδρίαση, 28/2/1937
[iv] Strong A L (1957) «The Stalin Era» (New York: Mainstream Publishers) σελ.58
[v] Getty J A, Rittersporn G T, Zemskov V N (1993) «Victims of the Soviet Penal System in the pre-war Years: A First Approach on the Basis of Archival Evidence», στο «American Historical Review», τόμος 98, τεύχος 4 Οκτωβρίου. Πρόκειται για μια ανάλυση των σχετικών αρχειακών δεδομένων που περικλείονται στα GARF (Κρατικά Αρχεία της Ρωσικής Ομοσπονδίας) και TsGAOR (Κεντρικά Κρατικά Αρχεία της Οκτωβριανής Επανάστασης της ΕΣΣΔ). Για λόγους χώρου δε παραθέτουμε εδώ αναλυτικά τους φακέλους.
[vi] Getty J A, Rittersporn G T, Zemskov V N (1993) σελ.1028-1029
[vii] Για τα Σοβιετικά Αρχεία βλέπε: GARF και TsGAOR στο Getty J A, Rittersporn G T, Zemskov V N (1993) και στο Pohl J O (1999) «Ethnic cleansing in the USSR, 1937-1939» (Westport: Greenwood Press) σελ.123, Khaustov V N (1997) «Deiatel’nost organov gosudarstvennoi bezopastnosti NKVD SSSR (1934-1941gg.)» (Moscow: Dokt. diss. ist. nauk. Academia FSB RF) σελ.482-483. Για τα ελληνικά: Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο του Υπουργείου των Εξωτερικών, Φάκελοι 143/Β του 1939 και 43 του 1940
[viii] Συνέντευξη Ρ17 και Ρ18: Κουκοζίδης Ηρακλής και Κουκοζίδου Ευτυχία, Κερτς Κριμαίας (ΙΑΠΕ)
[ix] Συνέντευξη Ρ30: Ελευθεριάδης Χρήστος, Σούλι Αμπχαζίας (πρόσφυγας από Πόντο), ΙΑΠΕ
[x] Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, Φάκελος 45.5 του 1936
[xi] Συνέντευξη Αθανασιάδη Γιάννη (19/7/2006)
[xii] Strong A L (1957) σελ.69
[xiii] Davis J E (1944) «Mission to Moscow» (London: Gollancz) σελ.280