Με φουσκωμένα τα πανιά από τον νέο αντεργατικό αέρα
που «φύσηξε» με το αντιλαϊκό πολυνομοσχέδιο της κυβέρνησης, ο ΣΕΒ, σε
απόλυτο συγχρονισμό με την κυβερνητική πολιτική, έστειλε προχτές
επιστολή προς τους «κοινωνικούς εταίρους» (ΓΣΕΕ, υπόλοιπες εργοδοτικές
οργανώσεις), όπου οριοθετεί το πλαίσιο και τις αξιώσεις του για τη
λεγόμενη «μεταμνημονιακή εποχή». Στην πραγματικότητα, ο ΣΕΒ διατυπώνει
παλιές και νέες απαιτήσεις σε βάρος της εργατικής τάξης, τις οποίες
μάλιστα βιάζεται να κατοχυρώσει μέσα από τον περίφημο «κοινωνικό
διάλογο». Ειδικότερα, στην επιστολή του ο ΣΕΒ επιδιώκει να μετατρέψει
την τυπική έναρξη της «διαπραγμάτευσης» για την Εθνική Γενική Συλλογική
Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) του 2018, σε όχημα θωράκισης και επέκτασης των
αντεργατικών ρυθμίσεων που ισχύουν σήμερα συνολικά για τους μισθούς, τις
Συλλογικές Συμβάσεις, την ασφάλιση, τη λειτουργία της διαιτησίας
(ΟΜΕΔ). Θυμίζουμε ότι στην τωρινή τους μορφή, οι διαπραγματεύσεις για
την ΕΓΣΣΕ δεν έχουν ουσιαστικό αντίκρισμα για τους εργαζόμενους, μιας
και ο κατώτερος μισθός διέπεται από τις γνωστές διατάξεις της ΠΥΣ του
2012, που απαγορεύει οποιαδήποτε επανεξέτασή του από εργοδότες και
συνδικάτα. Την άθλια αυτή ρύθμιση, που ψήφισε η προηγούμενη κυβερνητική
πλειοψηφία, διατηρεί ανέγγιχτη η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, κουνώντας
μάλιστα προκλητικά το δάκτυλο στους εργαζόμενους, που διεκδικούν την
κατάργησή της, επαναφορά με νόμο του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ,
επαναφορά των Συλλογικών Συμβάσεων, κατάργηση του υποκατώτερου μισθού
κ.ά.
***
Οπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει ο ΣΕΒ,
ο οποίος εκπροσωπεί ένα ισχυρό τμήμα του ελληνικού κεφαλαίου και δίνει
συνολικά τον τόνο των εργοδοτικών απαιτήσεων, «η οικονομία μας την
μεταμνημονιακή περίοδο χρειάζεται μια πολιτική μεταρρυθμίσεων για την
απασχόληση, την αγορά εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις, εγχώριου
σχεδιασμού και, κυρίως, ιδιοκτησίας. Για να διαμορφωθεί και να
λειτουργήσει αυτή η στρατηγική χρειάζεται και το κατάλληλο πλαίσιο
κοινωνικού διαλόγου». Κατά συνέπεια, ο ΣΕΒ όχι μόνο υπερασπίζεται το
σημερινό απαράδεκτο καθεστώς που έχει διαμορφωθεί στην αγορά εργασίας,
με ευθύνη όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων, και της σημερινής των
ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, αλλά, επιπλέον, μέσω του μηχανισμού του «κοινωνικού
διαλόγου», σπεύδει να κατοχυρώσει την κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης,
στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση. Στην πραγματικότητα, διακηρύττει ότι το
τέλος των μνημονίων δεν συνεπάγεται και το τέλος της αντεργατικής -
αντιλαϊκής πολιτικής και ότι, αντίθετα, οι μεταρρυθμίσεις για λογαριασμό
του κεφαλαίου θα πρέπει να συνεχιστούν και να ενταθούν. Τα ίδια πάνω -
κάτω ομολογεί και η κυβέρνηση, διαβεβαιώνοντας το κεφάλαιο ότι
αποκλείεται οποιαδήποτε επιστροφή στο παρελθόν, όπως άλλωστε ορίζεται
ρητά και από τις μέχρι τώρα συμφωνίες με την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ.
***
Μάλιστα, ο ΣΕΒ «ντύνει» αυτές τις αξιώσεις του
με τα ίδια προπαγανδιστικά ρετάλια που χρησιμοποιούν η κυβέρνηση και τα
υπόλοιπα αστικά κόμματα, καλλιεργώντας προσδοκίες για «αύξηση των
εισοδημάτων» στο μέλλον και ενίσχυση της απασχόλησης, αρκεί ο λαός να
συνεχίσει αδιαμαρτύρητα να δέχεται τις θυσίες για την καπιταλιστική
ανάπτυξη! Στο διά ταύτα, ο ΣΕΒ επιζητεί «συλλογικές διαπραγματεύσεις»,
υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα θα
«λαμβάνουν υπόψη και τις οικονομικές επιπτώσεις από τη διαμόρφωση του
σχετικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην ανταγωνιστικότητα
της ελληνικής οικονομίας και έναντι των εμπορικών της εταίρων», ενώ ένας
από τους δείκτες που πρέπει επίσης να κατοχυρώνεται, είναι «η
παραγωγικότητα της εργασίας». Δεν προκαλούν εντύπωση η προκλητικότητα
και ο κυνισμός του ΣΕΒ. Στο νόμο που καθορίζει τη διαδικασία για τη
διαμόρφωση του κατώτερου μισθού από την κυβέρνηση, τα κριτήρια που θέτει
ο ΣΕΒ είναι κυρίαρχα, προκειμένου να θωρακίζονται αδιάλειπτα η
ανταγωνιστικότητα και η κερδοφορία του κεφαλαίου. Απ' αυτήν τη σκοπιά, ο
ΣΕΒ «παραβιάζει ανοιχτές πόρτες», μιας και η σημερινή κυβέρνηση
διατηρεί στο ακέραιο αυτόν τον νόμο. Το γεγονός εξάλλου ότι όλοι κάνουν
«σημαία» την ανάκαμψη της οικονομίας, τη διατήρηση και αύξηση των ρυθμών
ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια, καθιστά δεδομένο ότι ο κατώτερος και οι
άλλοι μισθοί θα είναι απόλυτα προσαρμοσμένοι στα κριτήρια που επιτάσσουν
η ανταγωνιστικότητα και η κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων.
***
Απόρροια αυτής της αντιλαϊκής στρατηγικής,
στην οποία συγκλίνουν ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, ΝΔ, ΔΗΣΥ, Ποτάμι και τα άλλα αστικά
κόμματα, είναι οι ειδικότερες θέσεις του ΣΕΒ για «πάγωμα» του κατώτερου
μισθού στα σημερινά εξευτελιστικά επίπεδα, η πλήρης αποσύνδεση των
κλαδικών και επιχειρησιακών μισθών από τυχόν μελλοντικές αυξήσεις στον
κατώτερο μισθό, καθώς αυτοί θα πρέπει να καθορίζονται ανάλογα με την
οικονομική κατάσταση του κλάδου και ξεχωριστά της κάθε επιχείρησης κ.λπ.
Θυμίζουμε ότι ανάλογες προτάσεις έχει καταθέσει και η ΕΚΤ, με έμφαση
στις επιχειρησιακές συμβάσεις και στην υπερίσχυσή τους έναντι όλων των
άλλων συμβάσεων (ΕΓΣΣΕ, κλαδικές κ.ά.). Θυμίζουμε επίσης ότι ανάλογες
προτάσεις υπήρχαν και στο πόρισμα Κουκιάδη, επί υπουργίας Κατρούγκαλου,
με βάση το οποίο σχεδιάζονται τα επόμενα βήματα της αντεργατικής
πολιτικής της κυβέρνησης. Η αποδοχή, εξάλλου, εκ μέρους του ΣΕΒ της
πρότασης της ΓΣΕΕ, για τη σύσταση Εθνικού Επαγγελματικού Ταμείου
(πρόκειται για καθαρή μορφή ιδιωτικής ασφάλισης), όπως και η αξίωση για
χρηματοδότηση των επιχειρήσεων από κρατικούς πόρους (βλέπε φορολογία των
εργαζομένων και του λαού) προκειμένου να προωθούν προγράμματα
επαγγελματικής ενδο-επιχειρησιακής κατάρτισης, δείχνουν τη μεγάλη
σύγκλιση που υπάρχει ανάμεσα στους «κοινωνικούς εταίρους», στην
εργοδοσία και τη συνδικαλιστική πλειοψηφία. Σε κάθε περίπτωση, η
πρωτοβουλία του ΣΕΒ να βάλει θέμα «κοινωνικού διαλόγου» την ίδια ώρα που
η κυβέρνηση φέρνει προς ψήφιση το παραπέρα χτύπημα του δικαιώματος της
απεργίας, είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Δηλαδή, της κοινής τους
προσπάθειας, είτε με το «καρότο» είτε με το «μαστίγιο», να δέσουν
χειροπόδαρα την εργατική τάξη στο άρμα των ταξικών συμφερόντων του
κεφαλαίου, διαιωνίζοντας τη ζούγκλα στους χώρους δουλειάς.
Γ.