9 Ιαν 2012

Τα πειράματα άρχισαν το 1950!


«ΛΕΥΚΑ ΚΕΛΙΑ»
Τα πειράματα άρχισαν το 1950!
  Το ΝΑΤΟ διέταξε, οι κυβερνήσεις, η μία μετά την άλλη, εφαρμόζουν.  Το θέμα δεν αφορά μόνο την Τουρκία 
Ολα άρχισαν σχεδόν 15 χρόνια πριν - το 1984 - ότανη Αντιτρομοκρατική Επιτροπή του ΝΑΤΟ κάνει πρόταση στα μέλη - κράτη του, για τη μετατροπή όλων των φυλακών σε ατομικά κελιά απομόνωσης. Μια πρόταση που βρήκε την Τουρκία φανατικό υποστηρικτή της, με όλες τις γνωστές - μέχρι σήμερα - συνέπειες.
Ωστόσο, η ιστορία των φυλακών τύπου «κελί» ξεκινά πολύ νωρίτερα και ήταν μια σειρά πειραμάτων σε Ευρώπη και ΗΠΑ που οδήγησαν στην «ανακάλυψή» τους, αλλά και στα αποτελέσματα που κάποιοι προσδοκούσαν. Μετά από τον πόλεμο της Κορέας - λίγο μετά το 1950 - έγιναν στις ΗΠΑ πάρα πολλά πειράματα από την CΙΑ, με την ονομασία «μέθοδοι αλλαγής συμπεριφοράς» και με τη συμμετοχή πολλών γνωστών χειρούργων εγκεφάλου και ψυχολόγων (Dr. Schein, Dr. Bidermann και Cameron). To πρόγραμμα «αλλαγής συμπεριφοράς» του δόκτωρ Σέιν, που αποτελείται από 24 άρθρα, αποκαλύφθηκε μετά απ' αυτά τα πειράματα. Κάθε άρθρο αυτού του προγράμματος περιέχει ψυχολογικές και διοικητικές εφαρμογές που εξασφαλίζουν την... εξαφάνιση της ταυτότητας του κρατουμένου!
Τα ίδια πειράματα πραγματοποιήθηκαν αργότερα - το 1971 - στη Γερμανία, συγκεκριμένα στο πανεπιστήμιο του Αμβούργου, σε ένα ειδικό εργαστήριο που ονομαζόταν Camere Silens. Το γερμανικό κράτος ξόδεψε γι' αυτά τα πειράματα τότε περίπου 40 εκατομμύρια μάρκα. Και οι ειδικές φυλακές χτίστηκαν με βάση τα αποτελέσματα αυτών των πειραμάτων. Μάλιστα σε διάφορες χώρες της Ευρώπης (Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία και Μ. Βρετανία) με βάση αυτά τα πειράματα έχουν αναπτυχθεί και ειδικές μέθοδοι (π.χ. στη Γερμανία, στην περιοχή Stammheim έχουν γίνει οι φυλακές - φέρετρα και στη Βρετανία τα Η - Μπλοκ).
Ποιος είναι ο σκοπός τους;

Το σύστημα απομονωμένων ατομικών κελιών - όπως αποκαλύπτουν όλες οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που όλα αυτά τα χρόνια ασχολήθηκαν με το συγκεκριμένο ζήτημα - καταστρέφει και αφανίζει τη συνείδηση και την προσωπικότητα των κρατουμένων, χωρίς να απαιτεί μεθόδους βασανισμού. Καταστρέφει όλο το νευρολογικό σύστημα των κρατουμένων και έτσι χάνουν την αίσθηση του χρόνου και του χώρου. Παρατηρούνται κινήσεις εκτός ελέγχου και εξαφανίζονται τα αντανακλαστικά. Επίσης παρατηρείται υπερβολική εφίδρωση, στομαχικός πόνος, χάσιμο βάρους, σπονδυλικοί πόνοι, διαταραχές στο κυκλοφορικό και ανοσοποιητικό σύστημα, διαταραχές στην όραση και στην περίοδο των γυναικών.
Διαπιστώθηκαν, επίσης, κάποιες διαταραχές στους κρατούμενους που έμειναν πολύ χρονικό διάστημα στα κελιά απομόνωσης, όπως διαρκής κατάσταση υπνηλίας που προκαλεί κατάθλιψη και αδράνεια, υπερβολικός φόβος και συναισθηματικότητα. Εμφανίζονται προβλήματα αυτοσυγκέντρωσης, ψυχολογικές διαταραχές, δυσκολίες σε λογικές σκέψεις, δυσκολίες και αποκοπές στην ομιλία και στο σχηματισμό των προτάσεων, με αποτέλεσμα να ξεχνιέται το περιεχόμενο του θέματος. Εμφανίζονται ακόμη διαταραχές στις αισθήσεις και στις αντιλήψεις που προκαλούν υπερβολικές διεγέρσεις και παραισθήσεις. Ιδιαίτερα στην αρχή της απομόνωσης των κρατουμένων παρατηρούνται σοβαρές ψυχοσωματικές κρίσεις. Οι τυπικοί χαρακτήρες των κρίσεων είναι παράνοια, παραίσθηση και παραλήρημα.

«Σκοπός τους είναι να ασκήσουν πίεση στους αντιφρονούντες, να καταρρακώσουν την προσωπικότητά τους, ώστε να υποκύψουν και να μην υψώνουν "φωνή", καθώς επίσης να τους διαιρέσουν για να εξαφανίσουν την όποια αντίσταση μέσα στις φυλακές. Γι' αυτό το λόγο αυτή η απομόνωση ως μέθοδος βασανισμού είναι γνωστή με το όνομα "λευκή τρομοκρατία". Βάζοντας τους κρατούμενους σε κελιά, τους απομονώνουν από τον κοινωνικό τους περίγυρο (εντός των φυλακών), εμποδίζουν την επαφή τους με το παρελθόν και το μέλλον τους, μετατρέποντάς τους έτσι σε άβουλα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται σε πειράματα πλύσης εγκεφάλου», τονίζει χαρακτηριστικά η Επιτροπή Αλληλεγγύης για τους πολιτικούς κρατούμενους στην Τουρκία και το Κουρδιστάν.
Να σημειωθεί ακόμα πως σε διάφορες αναφορές της η Διεθνής Αμνηστία - απ' το 1980 έως και το 1983 - εξετάζοντας τις συνθήκες κράτησης στις φυλακές της Γερμανίας, διαπίστωσε ότι τα συγκεκριμένα κελιά δημιουργούν στους κρατουμένους σοβαρά σωματικά και ψυχολογικά προβλήματα. Ο ψυχίατρος Rolf Binkswanger από τη Ζυρίχη εξέφρασε στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών ότι «η κράτηση κρατουμένων σε απομονωμένα κελιά είναι ένας τρόπος βασανισμού, σύμφωνα με τα παγκόσμια κριτήρια». Οσο για τη Δημοκρατική Ενωση Γιατρών επισήμανε ότι ούτε η κράτηση των κρατουμένων σε ομάδες 10-15 ατόμων στις φυλακές προστατεύει την εμφάνιση ψυχολογικών και σωματικών διαταραχών.






Αντίσταση στην κτηνωδία και τη βία



ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟ
Αντίσταση στην κτηνωδία και τη βία
Ας μη μιλούν για ανθρώπινα δικαιώματα και πολιτισμό οι θιασώτες της "νέας τάξης"
Για τη Μακρόνησο έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλά. Ολοι στον τόπο μας γνωρίζουν λίγο - πολύ τι υπήρξε η Μακρόνησος. Κείνο που θα αγνοούν ίσως μερικοί είναι πως στη Μακρόνησο βασανίστηκαν και χτυπήθηκαν το ίδιο άγρια και οι γυναίκες εξόριστες.
Η 30ή Ιανουαρίου 1950 είναι η μέρα του ξυλοδαρμού των γυναικών. Εχουν περάσει 46 χρόνια από τη μέρα εκείνη και στη μνήμη μας, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα μένουν το ίδιο ζωντανά όλα τα βιώματα που ζήσαμε στο στρατόπεδο εκείνο.
Η 30ή Ιανουαρίου είναι η μέρα που χαράχτηκε βαθιά στο μνημονικό κάθε γυναίκας, που είχε την κακιά τύχη να περάσει από το καταραμένο εκείνο νησί, και είμαι σίγουρη, πως σήμερα, όσες ζούμε ακόμα, η σκέψη μας έτρεξε στη μέρα εκείνη.
Κάτι που δε θα ξεχαστεί ποτέ απ' όλη τη ζωή της εξορίας μας, ήταν ο σκληρός εκείνος εγκλωβισμός μας στο Α ΕΤΟ ΕΣΑΓ (Α Ειδικό Τάγμα Οπλιτών, Ειδική Σχολή Αναμορφώσεως Γυναικών) της Μακρονήσου. Τη μεταχείριση που είχαμε από τη Διοίκηση και τους Αλφαμίτες κι ας ήμασταν γυναίκες. Χαραγμένες βαθιά οι εικόνες αυτές, θα μας έρχονται στο νου ως το τέλος της ζωής μας.
Αποβίβαση απ' το αρματαγωγό
Καμιά μας δε θα ξεχάσει αυτό που αντίκρισαν τα μάτια μας, εκείνο το παγωμένο πρωινό της 27 Ιανουαρίου 1950, όταν άραζε το αρματαγωγό "Αχελώος" στο λιμάνι της Μακρονήσου. Την κρυάδα που πήραμε διαβάζοντας πάνω στο γυμνό και αποκρουστικό λόφο το "Ζήτω ο Βασιλεύς Παύλος". Τις αμέτρητες σειρές από σκηνές και συρματοπλέγματα, τα σκορπισμένα κτίρια εδώ κι εκεί, τις σκοπιές, τις χαράδρες.
Καμιά μας δε θα ξεχάσει τις τραγικές εκείνες εικόνες της αποβίβασής μας από το αρματαγωγό. Το κατέβασμά μας από την κρεμαστή σκάλα στο οπλιταγωγό, που στεκόταν δίπλα κι έκανε το πήγαινε - έλα στο λιμανάκι.
Ξεθεωμένες από τη ναυτία του ταξιδιού, και σκοτωμένες από το ξεφόρτωμα όλου του στρατοπεδικού υλικού και ξυλιασμένες από το δυνατό βοριά, έπρεπε να επιστρατεύσουμε όλες μας τις δυνάμεις, για να καταφέρουμε και το σάλτο εκείνο. Ευτυχώς που βρέθηκαν μερικοί φαντάροι και βοήθησαν τις ηλικιωμένες, τις άρρωστες και τα παιδιά.
Το πρωινό εκείνο στη Μακρόνησο θα μας μείνει για πάντα χαραγμένο, ανάγλυφο.
Οι αλφαμίτες που μας περικύκλωσαν με τα ρόπαλα στο ζωστήρα τους και ουρλιάζοντας με τ' αυστηρά τους παραγγέλματα, καθώς μας οδηγούσαν κατά πεντάδες στον κλωβό μας κι εμείς διαλυμένες, ξεψυχισμένες, να σέρνουμε τα υπάρχοντά μας, κουτές, μπόγους κλπ. και στα αυτιά μας να ηχούν οι ιαχές εκείνες από τα μεγάφωνα που αντηχούσαν απ' άκρη σ' άκρη: "Ελληνίδες, γυρίστε πίσω στα σπίτια σας, δε σας ταιριάζουν οι αλυσίδες του κομμουνισμού. Ζητήστε τη συγνώμη της πατρίδας σας".
Τι καταθλιπτικές εικόνες συντριβής και απόγνωσης, μας είχαν περιβάλει κατά μήκος της διαδρομής μας! Τι μάτια γουρλωμένα και ξερακιανά κορμιά σκεπασμένα με κουβέρτες, ήταν αυτά που όρθια είχαν κολλήσει πάνω στα συρματοπλέγματα, για να δουν τις γυναίκες, που κείνη την ώρα περνούσαν μπροστά από τον καταυλισμό τους! Αθελα ο νους τρέχει σε παρόμοιες εικόνες άλλων στρατοπέδων. Πόσο υπόκωφα ακούγονταν τα διάφορα ονόματα που ξέφευγαν από κείνα τα πικραμένα χείλη των πατεράδων, των αδελφών, που έβλεπαν να περνούν από δίπλα τους πρόσωπα αγαπημένα.
Πέτρα η ψυχή
Πατήσαμε στα χώματα της Μακρονήσου με την ψυχή μας πέτρα. Δεν ξέραμε τι μας περίμενε. Η διοίκηση όμως είχε καλώς μελετήσει και καταστρώσει το σχέδιό της.
Ωσπου να ακουμπήσουμε τα πράγματά μας στη σκηνή, ώσπου να πάρουμε την ανάσα μας, ακούστηκαν από τα μεγάφωνα οι κανονισμοί της καινούριας μας ζωής. Παραδίδονται τα ράντζα, τα βιβλία κλπ. Το καθημερινό μας πρόγραμμα εις το εξής θα είναι: Εγερτήριο στις 6.30', τσάι στις 7 και τέταρτο, προσκλητήριο στις 7.30', μάθημα Εθνικής αγωγής στις 10 - 11, συσσίτιο στις 12, μάθημα Εθνικής αγωγής στις 2.30', συσσίτιο στις 5.30', προσκλητήριο στις 8 παρά τέταρτο και σιωπητήριο στις 8.30'. Μετά τις 8.30' αλίμονο σε όποιαν μιλούσε, αλίμονο σ' εκείνην που για οποιοδήποτε λόγο τολμούσε να ανάψει τη λάμπα πετρελαίου. Και μόνο απ' αυτό μπορεί να πάρει κανείς μια θαμπή εικόνα της άθλιας εκείνης ζωής μας.
Την επομένη στο θέατρο έπρεπε να γίνουν οι συστάσεις με τους ανωτέρους του Λόχου μας. Από τη μια μέρα στην άλλη γίναμε "οπλίτες". Από τη μια μέρα στην άλλη η έκφραση στα πρόσωπά μας πήρε να αλλάζει. Τα κορίτσια μας μεγάλωσαν, οι μεσόκοπες πήραν χρόνια. Τα μικρά παιδιά που βρίσκονταν ανάμεσά μας δεν καταλαβαίνουν τι τους συμβαίνει.
Στα γραφεία της Διοίκησης, οι άρρωστοι εγκέφαλοι συνέρχονται, μελετούν όλα τα διαβρωτικά μέσα και αποφασίζουν. Θα μας επιτρέψουν λένε και επισκεπτήριο. Ξέρουν πως πολλές από μας έχουμε τους δικούς μας εδώ. Μα πιο πολύ λογαριάζουν και ελπίζουν πως η επικοινωνία αυτή, μπορεί να τους φέρει τη "δήλωση" που τόσο περιμένουν.
"Βουλγάρες θα πεθάνετε! "
Σκοπός τους είναι να ακούσουμε και να μάθουμε από πρώτο χέρι, το τι μας περιμένει. Να προσπαθήσουν δε να μας πείσουνε για τη "δήλωση" γιατί μόνο έτσι θα δείξουν έμπρακτα οι "ανανήψαντες" τη μεταμέλειά τους και θα τους επιτραπεί να φύγουν. Κι ακούστηκαν κείνη τη μέρα τα πιο παράλογα και φρικιαστικά, τα πιο αδιανόητα κι απάνθρωπα βασανιστήρια που είχαν δοκιμάσει. Να τους ακούμε και να μην μπορούμε να τα πιστέψουμε: Να τους κλείνουν, λέει, μέσα σε τσουβάλι με γάτα και να τους ρίχνουν στη θάλασσα, να τους χτυπάν στα γεννητικά τους όργανα, να τους σπάνε χέρια, πόδια, σπονδυλικές στήλες. Κι όλες οι γυναίκες να κάνουν το γύρο από το ένα "πηγαδάκι" στο άλλο για να τ' ακούσουν με τα ίδια τους τ' αυτιά.
Δεν τελείωσαν τα εφιαλτικά όνειρα της νύχτας εκείνης κι από τα βαθιά χαράματα ακούστηκαν οι άγριες φωνές. Οι αλφαμίτες είχαν περικυκλώσει τις σκηνές μας. Με τις στριγκλιές τους, που τρυπούσαν τ' αυτιά μας, φώναζαν να βγούμε αμέσως όλες έξω. "Βουλγάρες, έφτασε η μέρα σας. Ολες γρήγορα να κατεβείτε στο θέατρο". Είναι 30 Ιανουαρίου. Μια πολύ παγωμένη και σκυθρωπή μέρα. Εξω δεν έχει, ακόμα, καλά καλά φέξει κι εμείς, μέσα στις μισοσκότεινες σκηνές μας, ψάχνουμε να βρούμε κανένα χοντρό ρούχο να ρίξουμε στους ώμους μας. Να φυλαχτούμε από το κρύο, μα περισσότερο να μην πονέσουμε από το ξύλο. Ξέραμε πως δόθηκε πια το σύνθημα για τις γυναίκες. Οι αλφαμίτες το διαλαλούσαν συνέχεια: "Βουλγάρες έφτασε η μέρα σας. Σήμερα ή θα υπογράψετε ή θα πεθάνετε".
Κάτω στο θέατρο τα σκηνικά είναι έτοιμα και τα μεγάφωνα στη διαπασών: "Γυναίκες τα γραφεία του Α2 είναι ανοιχτά και σας περιμένουν να ξεκαθαρίσετε τη θέση σας. Σας μένουν λίγα ακόμα λεπτά, επωφεληθείτε της ευκαιρίας που σας δίνουμε".
"Οποιος δεν υπογράφει πεθαίνει! "
Πάνω από χίλιες γυναίκες έχουμε κουλουριαστεί στο χώρο του θεάτρου, ενώ οι αλφαμίτες συνέχεια προστάζουν: "Ολες κάτω, καθίστε κάτω". Φορτισμένες οι ψυχές μας, το μυαλό μας σταματά στη σκέψη, τι θα γίνει, πώς θα μας χτυπήσουν. Τα όμορφα πρόσωπα των κοριτσιών μας τώρα γίναν αγνώριστα, φόρεσαν τη μάσκα του τρόμου. Μπροστά στην εξέδρα, ο Παπαγιαννόπουλος με το μαστίγιο στο χέρι και το πιστόλι στο ζωστήρα, ενώ οι αξιωματικοί του Α2 περιφέρονται ανάμεσά μας. Οι αλφαμίτες με τα ρόπαλα και τις βρισιές εντείνουν την ατμόσφαιρα. Η υπερένταση έχει φτάσει στο κατακόρυφο. Η ψυχή μας, το σώμα μας, όλα έχουν τσιτώσει. Ζούμε μια αναμονή αφόρητη. Τα μεγάφωνα μεταδίδουν διάφορα προστάγματα, λες και πρόκειται να δοθεί μια στρατιωτική μάχη: "Να κατέλθουν οι κουρείς του τάγματος, καλούμε τους ιατρούς του λόχου", ενώ επιδεικτικά εμφανίζονται μερικά φορεία.
Ο Παπαγιαννόπουλος με το δερμάτινο σακάκι του και το μαστίγιό του, κάνει μερικά βήματα κι αρχίζει τον εξάψαλμο. Αυτά τα ίδια που μας είπε και ο Βασιλόπουλος, ο διοικητής του λόχου μας, τη μέρα που κάναμε τη γνωριμία μας. Μόνο που αυτός εδώ είναι πιο κυνικός. Μας αποκαλεί "γύναια", "έχιδνες φαρμακερές". Για μας, δε θα υπάρξει ο παραμικρός οίκτος.Διατάζει να απομονωθούν οι καθοδηγήτριες: Σιάντου, Καραγιώργη, Κούσκου, Παϊζη, Μαρκεζίνη, ενώ συνέχεια επαναλαμβάνει πως εδώ είναι Μακρόνησος κι όποιος δεν υπογράφει πεθαίνει. Μας υπογραμμίζει δε, πως υπάρχουν και ΑΛΛΑ ΜΕΣΑ για να μας πείσουν να υπογράψουμε, γι' αυτό, όσο είναι ακόμα καιρός, να πάμε στα γραφεία να τακτοποιηθούμε.
"Θέατρο" βασανιστηρίων
Σε λίγο αρπάζουν οι αλφαμίτες, ύστερα από διαταγή του, τα μωρά από τις μωρομάνες και τα παραδίδουν στις γυναίκες που έχουν υπογράψει, ενώ τα μεγάφωνα κάθε τόσο μας υπενθυμίζουν πως μας απομένουν λίγα ακόμα λεπτά. Στη συνέχεια παρακολουθούμε έντρομες το ξύλο που τρώει η Αννα Δαγκλή μπροστά σε όλες τις γυναίκες. Μερικές αρχίζουν να μας εγκαταλείπουν, καθώς οι αλφαμίτες περιφέρονται ανάμεσά μας, με τους υποκόπανους να μας σπρώχνουν και να μας κλοτσούν.
Κάτω από αυτό το κλίμα της έντασης και της ψυχολογικής βίας, ζήσαμε αρκετές ώρες στο χώρο του θεάτρου, ώσπου τελικά δόθηκε η διαταγή να μεταφερθούμε κατά πεντάδες στις άδειες σκηνές και να παραδοθούμε στα χέρια των αλφαμιτών. Καμιά από εμάς δε θα ξεχάσει το τι ζήσαμε μέσα σ' αυτές. Μένουν βαθιά χαραγμένες και αμετακίνητες οι εικόνες εκείνες του ξυλοδαρμού και των βανδαλισμών πάνω στις γυναίκες.
Καμιά μας δε θα λησμονήσει το φτερούγισμα εκείνο της ψυχής μας όταν μπαίνανε στη σκηνή με τους φακούς τους και ψάχνανε να δούνε ποιες θα βγάλουν έξω για ξύλο, ποιες θα πάνε στα γραφεία για "αλφάδιασμα" ή ποιες θα χτυπήσουν εκεί μπροστά στα μάτια ολωνών μας. Αλήθεια πώς μπόρεσαν να σηκώσουν τα ρόπαλά τους και να χτυπήσουνε γυναίκες. Πόσο πωρωμένες θα έπρεπε να ήταν οι ψυχές τους για να μπορέσουν να κάνουν αυτά που κάνανε.
Η 30ή Ιανουαρίου 1950 ήταν η μέρα της αντίστασης των γυναικών ενάντια στη βία, ήταν η μέρα των γυναικών ενάντια στην καταπίεση. Δε θα ξεχαστεί ποτέ ο εφιάλτης εκείνος. Στ' αυτιά μου φτάνουν ακόμα οι φωνές της Βαγγελίτσας, καθώς φώναζε στον Κατσιμίχα: "Χτύπα ρε φασίστα, χτύπα όσο θες, εγώ το αίμα του αδερφού μου δε θα τ' απαρνηθώ". Και η Βαγγελίτσα ήταν μόλις δεκαοχτώ χρονών. Και σαν τη Βαγγελίτσα φάγανε ξύλο πολλές. Αμέτρητες ήταν οι γυναίκες, που την επομένη μέναν κατάχαμα πάνω στα χώματα, ανήμπορες να κουνηθούν με αποκρουστικά αιματώματα και κατάγματα, περιμένοντας να τις μεταφέρουν με φορεία.
Στη Μακρόνησο και οι γυναίκες χτυπήθηκαν χωρίς διάκριση, σακατεύτηκαν ψυχικά και σωματικά, μείναν με ψυχοπάθειες και τραύματα για τη ζωή τους όλη.
Νίτσα ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΟΥ

«Απόψε χτυπούνε τις γυναίκες»


ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ - 30 ΓΕΝΑΡΗ 1950
«Απόψε χτυπούνε τις γυναίκες»
Ενα σπάνιο φωτογραφικό ντοκουμέντο, αδιάψευστος μάρτυρας της βάρβαρης εκτόπισης γυναικών, ακόμη και μικρών παιδιών, στο κολαστήρι της Μακρονήσου.
 30 Ιανουαρίου 1950είναι η μέρα του ξυλοδαρμού των εξορίστων γυναικών στο κολασμένο νησί της Μακρονήσου. Στο ματοβαμμένο αυτό νησί της φρίκης και του τρόμου.
Στο ημερολόγιο, η μέρα αυτή είναι των Τριών Ιεραρχών, μα για μας τις εξόριστες, ήταν η χειρότερη μέρα της ζωής μας.
Για τη Μακρόνησο έχουν γραφτεί και ακουστεί πολλά. Κυρίως για τους άντρες πολίτες ή στρατιώτες. Λίγοι όμως φαίνεται γνωρίζουν πως στο κολαστήρι αυτό πάτησαν το πόδι τους και εξόριστες γυναίκες. Και το λέω αυτό, γιατί με ευκαιρία τις συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη στη Μακρόνησο, είχα διαβάσει τότε στον «Ταχυδρόμο» (τεύχος 184) ένα άρθρο του Ζακ Σαμουήλ με τίτλο «Αυτόπτης Μάρτυρας» και είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό, διαβάζοντας τη λεζάντα μιας φωτογραφίας που έλεγε: «Στη Μακρόνησο τα χρόνια που λειτούργησε ως Εθνικό Αναμορφωτήριο δεν υπήρχαν γυναίκες. Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο όμως, σύζυγοι, αδελφές, κόρες πρώην κρατουμένων προσπάθησαν να χωρέσουν χρόνους πολλούς μέσα σε λίγες ώρες σ' αυτό το νησί που ήταν τόπος εξορίας από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας».
Ισως η έκπληξη που δοκίμασα, διαβάζοντάς το τότε να είναι σήμερα το έναυσμα της επιθυμίας μου να πιάσω την πένα και ν' αραδιάσω στο χαρτί, με ευκαιρία την επετειακή αυτή μέρα του ξυλοδαρμού των γυναικών, όσα σαλεύουν ακόμα στο νου, μια και οι μνήμες όσο πάνε θολώνουν. Τα χρόνια περνούν και τα «θα» που αναβάλλουμε για το μέλλον όλο και τελειώνουν.
Πάντως, είμαι σίγουρη πως το ίδιο θα αισθανόταν κάθε εξόριστη γυναίκα που έζησε σ' εκείνο το κολαστήρι. Κι αυτό γιατί η Μακρόνησος μας άφησε άλλες αναμνήσεις. Μας άφησε βιώματα που δεν ξεκολλούν από το πετσί μας και η κάθε αναφορά τους ξεφλουδίζει ακόμα τις πληγές μας. Πάει μισός αιώνας και παραπάνω από τότε και οι φρικιαστικές εκείνες εικόνες που ζήσαμε εκεί δεν παύουν να μας συνοδεύουν ακόμα.
Οπως ξέρουν όλοι, η Μακρόνησος δεν ήταν ένας απλός τόπος εξορίας. Ηταν ένα οργανωμένο σύστημα εξόντωσης των αντιφρονούντων αριστερών και κυρίως των κομμουνιστών. Ηταν μια μελετημένη καταπιεστική και ψυχολογική μάχη που δινόταν καθημερινά ενάντια στη συνείδηση και αξιοπρέπεια όλων μας, ενάντια στην αντοχή του ανθρώπου.
Τα δύσκολα εκείνα χρόνια της συμφοράς και των διωγμών βρέθηκαν μερικοί έξυπνοι εγκέφαλοι που συνέλαβαν την ιδέα κάτω από τα φώτα και τις οδηγίες Αγγλων και Αμερικάνων να δημιουργήσουν ένα σύστημα «Αναμόρφωσης» για όλα τ' αγύριστα κεφάλια της αριστεράς, προκειμένου ν' αναβαπτιστούν και ν' αλλάξουν τα φρονήματά τους, τις ιδέες τους, τα ιδανικά τους. Να γίνουν άλλοι άνθρωποι. Να γίνουν εθνικόφρονες!
Και οι εγκέφαλοι αυτοί έκριναν σκόπιμο, στο σχολείο αυτό να μεταφέρουν και τις εξόριστες γυναίκες. Τη γενιά της Αντίστασης και της Κατοχής, που αντί να γονατίσουνε μπροστά της, ετοιμάσανε ρόπαλα να της επιτεθούν.
Τις γυναίκες αυτές τις μεταχειρίστηκαν με τον ίδιο βάναυσο τρόπο που μεταχειρίστηκαν και τους άντρες. Αλλωστε, ο Βασιλόπουλος μας το δήλωσε κατηγορηματικά μόλις φτάσαμε: «Να μην έχουμε αυταπάτες πως σαν γυναίκες θα μας σεβαστούν. Στη Μακρόνησο δεν υπάρχουν εύνοιες και διακρίσεις. Μας περιμένει αυτό που πάθαν χιλιάδες άντρες. Στο χέρι μας είναι να διαλέξουμε» και με έμφαση αποτελείωνε: «Πάντως, να ξέρετε πως εδώ είναι Μακρόνησος και όποιος δεν υπογράφει πεθαίνει».
Κι όπως μας το είπαν έτσι και το πραγματοποίησαν. Οι μαστόροι αυτοί της βίας και του εγκλήματος δε σεβάστηκαν ούτε ηλικιωμένες γυναίκες, ούτε άρρωστες κατάκοιτες, ούτε παιδιά και μωρομάνες. Μας πέρασαν όλες από το ίδιο κόσκινο.
Καμιά μας δε θα ξεχάσει το φτερούγισμα εκείνο της ψυχής μας, όταν μας πλησίαζαν μέσα στη νύχτα οι Αλφαμίτες με τους φακούς κι αρπάζανε ανάμεσά μας, άλλες να τις πάνε στα γραφεία του Α2 για αλφάδιασμα, άλλες τις απομόνωναν σε σκηνές και τις χτυπούσαν κι άλλες τις στήναν και μπροστά μας για να βλέπουμε το βούρδουλα να πέφτει στα κορμιά τους.
Το βράδυ εκείνο που αποφάσισαν να χτυπήσουν τις γυναίκες, όλες οι σκηνές των φαντάρων, όλοι οι κλωβοί των ιδιωτών, ακόμη κι οι χαράδρες, όλα είχαν βουβαθεί παντελώς. Τη νύχτα εκείνη η σκέψη του καθενός πετούσε στις γυναίκες. Ο πατέρας που είχε την κόρη του, ο γιος τη μάνα, την αδελφή του, όλων η σκέψη βρισκόταν στον κλωβό των γυναικών. Το βράδυ εκείνο της 30 Ιανουαρίου του 1950 μία μόνο σκέψη κυριαρχούσε στη Μακρόνησο: «ΑΠΟΨΕ ΧΤΥΠΟΥΝΕ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ».
Το κράτος, παρότι είχε λήξει ο Εμφύλιος και δεν υπήρχε πλέον λόγος να μας κρατεί εξόριστες, έκρινε σκόπιμη τη μεταφορά μας στη Μακρόνησο για να ζήσουμε κι εμείς την «Αναμόρφωση» το σύστημα αυτό της βάναυσης βίας και κτηνωδίας, το σύστημα αυτό που υπήρξε όχι μόνο για τον τόπο μας, αλλά και διεθνώς η μεγάλη ντροπή της Ελλάδας.
Και για να μη μαθευτούν τα αίσχη της εποχής εκείνης κρατούν ακόμη ερμητικά κλειστά τ' αρχεία της Μακρονήσου, για να γράφονται και να διαβάζονται πως στη Μακρόνησο δεν υπήρχαν γυναίκες!!! Ευτυχώς που, τον καιρό αυτό, κυκλοφορούν από τη «Σύγχρονη Εποχή» οι δύο τόμοι του ιστορικού βιβλίου «Μακρόνησος. Ιστορικός τόπος» κι ελπίζω ο κύριος Ζακ Σαμουήλ να ενδιαφερθεί ν' αναγνώσει.
Οσο για τ' αποτελέσματα που έδωσε το «Αναμορφωτικό» τους σύστημα πάνω στις χιλιάδες των κρατουμένων, το απέδωσαν με την ψήφο τους ανάγλυφα οι «Δελτα-πίτες» στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950.
Ολα τα παιδιά αυτά, που ζητωκραύγαζαν πότε υπέρ του Βασιλόπουλου κι άλλοτε υπέρ του Μπαϊρακτάρη, όλα τα παιδιά που τραγουδούσαν συντεταγμένα: «Μολυσμένη ως τώρα η ψυχή μας / θέλει βάπτισμα ξανά εθνικό, ναι εθνικό / φόβο πια δε θα έχει η φυλή μας / απ' τον άτιμο κομμουνισμό /. Ολα τα παιδιά αυτά της ΕΠΟΝ και της Εθνικής Αντίστασης, που κάτω από άγρια βασανιστήρια είχαν κάνει τη δήλωση μετανοίας και που με τη νοσηρή κι εγκληματική του φαντασία ο Βασιλόπουλος πίστευε και μας έλεγε: «πως είχαν αποβάλει τον παλιό τους εαυτό για να ενταχθούν στους κόλπους της πατρίδας». Ψήφισαν όλα τη Δημοκρατική Παράταξη - το σύνθημα της ομάδας κρατουμένων - και τίναξαν τη Μακρόνησο και το σύστημά της στον αέρα.
Συμπτωματικά Μάρτιο μήνα θα γίνουν και οι προσεχείς εκλογές. Ας ρίξουμε λοιπόν την ψήφο μας και τώρα, εκεί που πραγματικά θα πιάσει τόπο, εκεί που θ' ακουστεί η φωνή μας, στο ΚΚΕ που με συνέπεια αγωνίζεται για τα προβλήματα του λαού και της νεολαίας.

Της
Νίτσας ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΟΥ


«ΙΝΤΙΜΙΝΤΙΑ»


«ΙΝΤΙΜΙΝΤΙΑ»
Αντρα ρεφορμισμού και ανώνυμης λασπολογίας
Τα Ιντιμίντια, που πρωτοεμφανίστηκαν στην Αμερική μετά το Σιάτλ ως ένα είδος εναλλακτικής - ως προς τα καθιερωμένα ΜΜΕ -ενημέρωσης, μέσα από το Ιντερνετ, ξεκίνησαν με πολλές υποσχέσεις. Σήμερα έχουν εξαπλωθεί παντού στο Βορρά με 50 Ιντιμίντια στη Βόρεια Αμερική και 20 στην Ευρώπη, ενώ άλλα περίπου 20 βρίσκονται στο Νότο, τα μισά από τα οποία συγκεντρώνονται στη Λατ. Αμερική. Η γεωγραφική συγκέντρωση στο Βορρά δεν είναι τυχαία και δείχνει την πρώτη θεμελιακή αδυναμία των Ιντιμίντια ως μέσου για εναλλακτική - πολλοί μάλιστα, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, μιλούν και για αντικαπιταλιστική - ενημέρωση και σχολιασμό. Η συγκέντρωση αυτή απλώς αντανακλά την πελώρια συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου ανάμεσα σε Βορρά και Νότο - αλλά και μέσα στο Βορρά και το Νότο - στην οποία αναπόφευκτα οδηγεί το σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Και αυτό, διότι βέβαια η πρόσβαση στο Ιντερνετ, ή ακόμη και σε υπολογιστή, είναι αδύνατη για τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα και σήμερα στην Ελλάδα ούτε το 10% του πληθυσμού δεν έχει αυτή τη δυνατότητα.
Εντούτοις η νεολαία, ιδιαίτερα του Βορρά, που έχει και τη μεγαλύτερη δυνατότητα πρόσβασης, αγκάλιασε την ιδέα των Ιντιμίντια με βάση αυτό που θα ονομάσω «ιδεολογία των Ιντιμίντια» για να το διακρίνω από την πράξη. Η ιδεολογία των Ιντιμίντια είναι ότι ο καθένας που έχει πρόσβαση στο Ιντερνετ μπορεί να «μπει» σε αυτά τα ηλεκτρονικά Φόρα και να δημιουργήσει είτε μια «είδηση», είτε να σχολιάσει οποιαδήποτε υπάρχουσα είδηση, με τον περιορισμό συνήθως ότι η είδηση (ή σχολιασμός) δε θα είναι υβριστική, σεξιστική, φασιστική κλπ. Η κεντρική στήλη της σελίδας αυτής (το πρωτοσέλιδο θα λέγαμε) αποτελείται από λίγες ειδήσεις (συνοδευόμενες από φωτογραφίες) που η Διαχειριστική Ομάδα του «Ιντι» κρίνει πως αντανακλούν τις ειδήσεις που δημοσιεύονται στη στήλη των ειδήσεων. Οι επισκέπτες που δημοσιεύουν ειδήσεις και σχόλια κατά κανόνα δημοσιεύουν ανώνυμα, με το δικαιολογητικό ότι έτσι προστατεύεται η ταυτότητά τους από τους καταπιεστικούς μηχανισμούς. Τέλος, οι Διαχειριστικές Ομάδες είναι αυτοδιοριζόμενες, δηλαδή κάποιοι ζητούν τη σχετική άδεια και κωδικούς αριθμούς από το κεντρικό Ιντιμίντια στην Αμερική ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούν το «σήμα» και τρόπο λειτουργίας των Ιντιμίντια. Οι ομάδες λειτουργούν συνήθως με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες και έχουν σημαντικές εξουσίες. Δηλαδή πέρα από την παραπάνω διακριτική ευχέρεια να επιλέγουν τι θα αποτελέσει το πρωτοσέλιδο, έχουν την εξίσου σημαντική εξουσία να σβήνουν όποια σχόλια ή ειδήσεις θεωρούν ότι είναι υβριστικά κλπ. ή αντίστοιχα την εξουσία να επιτρέπουν κατά βούληση το μη σβήσιμο υβριστικών σχολίων.
Είναι λοιπόν φανερό ότι τα Ιντιμίντια παρέχουν αρκετά κίνητρα όχι μόνο σε ακτιβιστές, οι οποίοι έτσι αποκτούν τη δυνατότητα να διαφημίζουν τις δραστηριότητες τους που τα έντυπα ΜΜΕ συνήθως αποσιωπούν, αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο άτομο, ομάδα, πολιτικό γκρουπούσκουλο κλπ. να έχει βήμα για να εκθέτει τις απόψεις του. Γι' αυτό και ιδιαίτερα στην Ελλάδα τα Ιντιμίντια αγκαλιάστηκαν στην αρχή από αρκετά γκρουπούσκουλα και οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, αλλά και από πολλούς «ανένταχτους» συνήθως του «ελευθεριακού» χώρου - μέχρι τουλάχιστον να αρχίσουν να καταλαβαίνουν τον πραγματικό ρόλο τους.
Εχω παρακολουθήσει για αρκετούς μήνες (από την αρχή του χρόνου) το Ιντιμίντια της Αθήνας και τελευταία και αυτό της Θεσσαλονίκης και νομίζω ότι μπορώ να εκφέρω μια υπεύθυνη γνώμη για το πώς λειτουργούν στην πράξη τα ελληνικά Ιντιμίντια, πέρα από την ιδεολογία τους. Η συντριπτική λοιπόν πλειοψηφία των νέων «ειδήσεων» που δημοσιεύονται, ιδιαίτερα στην Αθήνα, εκφράζουν τις απόψεις και περιγράφουν τις δραστηριότητες της ρεφορμιστικής Αριστεράς. Δηλαδή όλης αυτής της Αριστεράς, η οποία όχι μόνο δε θέτει θέμα αντικατάστασης του σημερινού θεσμικού πλαισίου (οικονομία της αγοράς και αντιπροσωπευτική «δημοκρατία») για τη διέξοδο από την πολυδιάστατη κρίση (οικονομική, πολιτική, οικολογική, κοινωνική), αλλά ούτε καν θέμα εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ενωση, δηλαδή την Ευρώπη των αγορών και του κεφαλαίου, που ελέγχουν οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ. Είναι η ίδια Αριστερά που στο κρίσιμο θέμα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης δε θέτει θέμα ανατροπής της οικονομίας της αγοράς για να δημιουργηθεί μια παγκοσμιοποίηση των λαών, αλλά απλώς μιλά για μεταρρυθμίσεις μέσα στο σύστημα της αγοράς (φόρος Τόμπιν, μείωση των Χρεών του Τρίτου Κόσμου, κάποιοι έλεγχοι στις πολυεθνικές κλπ.) ώστε να οδηγηθούμε σε μια «ανθρώπινη» καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση που θα ελέγχουν οι σοσιαλ-φιλελεύθεροι της κεντροαριστεράς μαζί με τους συνοδοιπόρους τους στη ρεφορμιστική Αριστερά. Αυτή η Αριστερά μετά το Πόρτο Αλέγκρε, που οργανώθηκε και χρηματοδοτήθηκε με τη μαζική βοήθεια των ελίτ («Le Monde Diplomatique», Ιδρυμα Φορντ κλπ.) σήμερα ελέγχει το «κίνημα» της αντιπαγκοσμιοποίησης μέσω των Κοινωνικών Φόρουμ, που ιδρύει σε όλον τον κόσμο η ATTAC («παιδί» της «Le Monde Diplomatique») και παρόμοιες οργανώσεις, περιθωριοποιώντας κάθε ριζοσπαστικό αντικαπιταλιστικό ρεύμα μέσα στο «κίνημα» αυτό.
Στην Ελλάδα, η ρεφορμιστική Αριστερά εκφράζεται κατ' εξοχήν από το Συνασπισμό, αλλά και από τα διάφορα άμεσα ή έμμεσα παρακλάδια του, δηλαδή τα Κοινωνικά Φόρουμ που σκαρώνονται σήμερα και στη χώρα μας, τα διάφορα Δίκτυα για τα δικαιώματα, όπως το Δίκτυο για τα Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα (του οποίου μέλος, ο Αριστος Γιαννόπουλος, παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη Διαχ. Ομάδα του Ιντι Αθηνών), την εφημερίδα «Εποχή» κλπ. Είναι λοιπόν αξιοπερίεργο από πρώτη ματιά ότι η ρεφορμιστική αυτή Αριστερά, που έχει σχεδόν μηδαμινή απήχηση στη νεολαία (όπως δείχνουν οι φοιτητικές εκλογές, οι συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις κλπ.) κυριαρχεί στις ειδήσεις και τα σχόλια του Ιντιμίντια, δημιουργώντας ουσιαστικά μια ύπουλη ιδεολογική ηγεμονία μέσα στη νεολαία, που, αν συνεχιστεί, κινδυνεύει να έχει σοβαρές συνέπειες για το αντικαπιταλιστικό κίνημα στην Ελλάδα. Και αυτό, διότι είναι βέβαια φυσικό στη σημερινή εποχή του άκρατου καπιταλισμού, που επιβάλλει ένα συνεχή αγώνα επιβίωσης, οι νέοι, ιδιαίτερα αυτοί που είναι κάπως «βολεμένοι», να στραφούν στις ρεφορμιστικές ιδέες που προσφέρουν κάποια ψευτοδράση (συμμετοχή σε πορείες, φεστιβάλ κλπ. για δικαιώματα, μεταρρυθμίσεις και παρόμοια) χωρίς τους προσωπικούς κινδύνους που συνεπάγεται η πολιτική δράση μέσα από κάποιο κίνημα που στοχεύει στην ανατροπή του σημερινού συστήματος. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι περισσότεροι νέοι σήμερα, όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις, είναι πολιτικά ανώριμοι και διαβάζουν λίγο, καταφεύγοντας στην τηλεόραση και κάποιοι στο Ιντερνετ για να «ενημερωθούν».
Ο τρόπος που επέτυχε η ρεφορμιστική Αριστερά τον ιδεολογικό έλεγχο του αθηναϊκούΙντιμίντια είναι γνωστός. Μερικά, βασικά ανώνυμα, στελέχη της (που έχουν όμως ομολογήσει τους σχετικούς δεσμούς τους με τον ΣΥΝ, τις κρατικοδίαιτες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις - ΜΚΟ - κλπ.) απλώς ανήκαν στην ιδρυτική Ομάδα, η οποία (ως άτομα, υποτίθεται αδέσμευτα) έκανε αίτηση στο κεντρικό Ιντιμίντια. Η ιδρυτική Ομάδα κατόπιν άρχισε να ελέγχει ποια νέα μέλη μπαίνουν στη Διαχ. Ομάδα, σύμφωνα βέβαια με τη «συνεργασιμότητά» τους. Αυτοί, σε συνεργασία με μερικούς ανώριμους πολιτικά «αναρχικούς» που δεν είναι σε θέση να διακρίνουν το ρεφορμισμό από τη συνεπή αντικαπιταλιστική αντίληψη - στους οποίους οι ρεφορμιστές παραχώρησαν βήμα για να εκθέτουν τις απόψεις τους με ενδόμυχο στόχο να εκθέτουν τους εαυτούς τους ώστε να επιπλέουν ως «σοβαρές» οι ρεφορμιστικές απόψεις - ελέγχουν το αθηναϊκό Ιντιμίντια. Στη Θεσσαλονίκη οι «αναρχικοί» φαίνεται αποτελούν την πλειοψηφία, αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι περίπου το ίδιο άθλιο με το αθηναϊκό και βασιλεύει και εκεί η ασύδοτη λασπολογία και βωμολοχία, με την ανοχή της Διαχ. Ομάδας.
Ετσι η Διαχ. Ομάδα στο αθηναϊκό Ιντι όχι μόνο κατακλύζει τη στήλη των ειδήσεων με νέα για ρεφορμιστικές δραστηριότητες (Κοινωνικά Φόρα, δραστηριότητες των ΜΚΟ - ακόμη και του ίδιου του ΣΥΝ - αναδημοσίευση άρθρων στελεχών της ρεφορμιστικής Αριστεράς κλπ.) αλλά και επιτίθεται με ανώνυμα χυδαιολογικά σχόλια (μέλη της, όπως ο Γιαννόπουλος, αναγκάστηκαν να ομολογήσουν ότι χρησιμοποιούν ακόμη και πολλαπλά ψευδώνυμα!) εναντίον κάθε αντικαπιταλιστικής είδησης ή σχολίου που υποστηρίζεται από υποστηρικτές του ΚΚΕ, των αντικαπιταλιστικών εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων και έντυπων, ή από «ανέντακτους». Η μήνις τους προπαντός συγκεντρώνεται εναντίον οποιουδήποτε ασκήσει κριτική στις ρεφορμιστικού περιεχομένου ειδήσεις και σχόλια. Φυσικά, για να γίνεται πιστευτή η ιδεολογία του Ιντιμίντια επιτρέπεται η δημοσίευση και αντικαπιταλιστικών σχολίων και ειδήσεων, τα οποία όμως έχουν εντελώς διαφορετική μεταχείριση από αυτά που ευνοεί η Διαχ. Ομάδα. Είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα, ότι όταν προ μηνών δημοσίευσα (ενυπόγραφα) στο Ιντι μια πρόταση - για να γίνει πραγματικά αντιπροσωπευτικό του εναλλακτικού χώρου - δέχτηκα μια προσωπική φασιστική επίθεση από ανώνυμους λασπολόγους και χυδαιολόγους, που σαφώς ενορχηστρώθηκε από την Ομάδα (μέλη της οποίας συμμετείχαν φανερά στην επίθεση) η οποία πήρε τη μορφή λιντσαρίσματος. Τα σχόλια αυτά, αν δημοσιεύονταν σε οποιοδήποτε έντυπο ΜΜΕ, σίγουρα θα προκαλούσαν την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας της ΕΣΗΕΑ, αν όχι της ποινικής δίωξης.
Σήμερα, το αθηναϊκό Ιντιμίντια είναι καθαρό άντρο του ρεφορμισμού, παίζοντας το ρόλο του Δούρειου Ιππου της ρεφορμιστικής Αριστεράς στη νεολαία. Είναι φανερό ότι μερικοί από τους ακτιβιστές στον εναλλακτικό χώρο παγιδεύονται σήμερα από τον ψευτοπλουραλισμό του «Athens IMC» του οποίου η Διαχειριστική Ομάδα, όπως και οι ιδιοκτήτες πολλών αστικών ΜΜΕ, επιτρέπει μεν τη δημοσίευση αντισυστημικών κινηματικών απόψεων, αλλά, χειρότερα από αυτούς, φροντίζει συγχρόνως με μύριους άμεσους ή έμμεσους τρόπους να τις διαστρεβλώνει ή να τις διασύρει. Οι πολιτικά ώριμοι επομένως νέοι και νέες που δεν ανήκουν στη ρεφορμιστική Αριστερά θα πρέπει να δημιουργήσουν εναλλακτικά ηλεκτρονικά Φόρα, όπου θα γίνεται πραγματικά εποικοδομητικός διάλογος και ενημέρωση, με στόχο μια νέα πραγματικά δημοκρατική κοινωνία. Ετσι μόνο θα μπορούσε να αποδειχθεί στην πράξη ο σκοτεινός ρόλος που παίζει το αθηναϊκό Ιντιμίντια και ο γενικά αποπροσανατολιστικός ρόλος που παίζουν τα Ιντιμίντια. Σήμερα, τα Ιντιμίντια αποτελούν κάτι σαν τις ΜΚΟ των ΜΜΕ. Αύριο μπορεί να χρηματοδοτούνται κιόλας, όπως και οι ΜΚΟ, από τις ίδιες τις ελίτ για να αποπροσανατολίζουν τη νεολαία, προσφέροντας μια ψευτοπλουραλιστική «ελευθερία» αντίστοιχη αυτής που προσφέρει η οικονομία της αγοράς και η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία».


Τάκης ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Καθηγητής σε βρετανικό πανεπιστήμιο


Η θλιβερή «Αριστερά»



Η θλιβερή «Αριστερά»
Με την ευκαιρία της ίδρυσης του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ (ΕΚΦ), σαν «εθνικής συνιστώσας» του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ (ΠΚΦ), που συνέρχεται κάθε χρόνο στο Πόρτο Αλέγκρε, με τη συμμετοχή σύμπασας της διεθνούς ρεφορμιστικής Αριστεράς και μερικών «εισοδιστικών» αντισυστημικών ρευμάτων, τα εδώ παρακλάδια της ρεφορμιστικής Αριστεράς (με προεξάρχοντα τον ΣΥΝ, την ΑΚΟΑ κλπ. και τα έντυπα ή ηλεκτρονικά όργανά της «Αυγή», «Εποχή», «Ιντιμίντια» κ.ά.), καθώς και σημαντικό τμήμα των ΜΜΕ, ξεκίνησαν μια μαζική εκστρατεία προβολής του.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Τάσος Τρίκκας (Τ.Τ.) εξαπέλυσε στην «Αυγή» της 26/1 λυσσώδη επίθεση κατά του ΚΚΕ και του υπογράφοντος για το άρθρο του στην «Ελευθεροτυπία» της 11/1, που αναδημοσιεύτηκε στο «Ριζοσπάστη» της 15/1, όπου προσπαθούσα να δείξω το ρεφορμιστικό χαρακτήρα του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ, όπως προκύπτει από τα επίσημα κείμενά του, που δεσμεύουν όλα τα Κοινωνικά Φόρα - μέλη ανά τον κόσμο. Ομως, ο καθαρά ρεφορμιστικός χαρακτήρας του Κοινωνικού Φόρουμ δεν προκύπτει μόνο από τα κείμενα του ΠΚΦ, που μιλούν για νεοφιλελεύθερο «μοντέλο» και όχι για νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό (πράγμα που σημαίνει ότι μια καλή σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση θα μπορούσε ν' αλλάξει μοντέλο διαχείρισης) και για την ανάγκη καθιέρωσης της «εκλογικής» και «συμμετοχικής Δημοκρατίας σε όλο τον κόσμο» (ακριβώς όπως υποστηρίζει και η υπερεθνική ελίτ, δηλαδή οι ελίτ των ΗΠΑ, ΕΕ και Ιαπωνίας) παρά τις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες που καθιερώνονται στην εσωτερική οργάνωσή του. Ο ρεφορμιστικός χαρακτήρας των Κοινωνικών Φόρα προκύπτει αβίαστα και από τους χρηματοδότες τους, τη σύνθεσή τους, τα αιτήματά τους και τη μέχρι τούδε δράση τους.
Οσον αφορά πρώτα στους χρηματοδότες: Εκτός από τα γνωστά «αντιιμπεριαλιστικά» όργανα «Μοντ Ντιπλοματίκ» και Ιδρυμα Φορντ, που χρηματοδότησαν την πρώτη σύνοδο στο Πόρτο Αλέγκρε το 2001 και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο (ιδιαίτερα η «Μοντ») για το στήσιμο του ΠΚΦ, όπως ακόμη και συμπαθούντες το ΠΚΦ ομολογούν, «το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ χρηματοδοτείται εμμέσως (μέσω των Inter Press Services) και από τα υπουργεία Εξωτερικών της Ολλανδίας, της Δανίας, της Φινλανδίας, της Ιταλίας και της Νορβηγίας, από την Κομισιόν, από το γερμανικό υπουργείο Οικονομικής Ανάπτυξης, από την Ομάδα των G77 καθώς και από τρία μεγάλα αμερικανικά ιδιωτικά ιδρύματα» (Γιώργος Καλπαδάκης,Εποχή, 26/1). Το γεγονός, βέβαια, ότι γραφειοκρατικές ηγεσίες συνδικαλιστικών οργάνων συμβάλλουν στη χρηματοδότηση των Κοινωνικών Φόρα δεν αλλάζει την εικόνα. Η θεωρία, άλλωστε, που υποστηρίζουν τα επίσημα κείμενα του ΠΚΦ είναι της αταξικής «κοινωνίας των πολιτών», στην οποία μετέχουν όλοι, εργάτες και εργοδότες (εναντίον ποίου άραγε;) που θ αγωνιστεί για «ένα διαφορετικό κόσμο» (που προφανώς μας ήρθε από το Διάστημα!) Παρ' όλα αυτά ο Τ.Τ. δε διστάζει να μιλά για σκοινί στο σπίτι του κρεμασμένου και να γράφει ότι τα Κοινωνικά Φόρα «υλοποιούν την αναζωπύρωση της ταξικής και κοινωνικής πάλης»!
Οσον αφορά στη σύνθεσή τους: Μια ματιά στη σύνθεση του ΕΚΦ αποδείχνει τον καθαρά ρεφορμιστικό χαρακτήρα του: ΣΥΝ, ΚΕΔΑ, ΑΚΟΑ, Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, ΑΔΕΔΥ, ΕΛΜΕ, ΟΤΟΕ, Δίκτυο Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών, Νεολαία ενάντια στο Ρατσισμό, ΑΡΣΙΣ, Φίλοι της Γης, Οικολογική Κίνηση Θεσσαλονίκης, Α/συνέχεια, ΟΚΒΕ (Σπάρτακος, Εργατική Πάλη), Πρωτοβουλία για την παγκόσμια πορεία γυναικών κ.ά. Είναι φανερό ότι εκτός από ελάχιστες οργανώσεις ανάμεσα σε αυτές που θέτουν θέμα ανατροπής του συστήματος, η συντριπτική πλειοψηφία τους αποτελείται από «μονοθεματικά» ρεύματα (αντιρατσιστικά, φεμινιστικά, οικολογικά κλπ.) και συνδικαλιστικές ηγεσίες, σε μια μεταμοντέρνα «σούπα», χωρίς συνολικό στόχο και στρατηγική που ονομάζεται το «κίνημα των κινημάτων»!
Οσον αφορά στα αιτήματά τους: Τα βασικά αιτήματά τους είναι ο γνωστός «επαναστατικός» φόρος Τόμπιν πάνω στις διεθνείς χρηματιστηριακές συναλλαγές, η κατάργηση του χρέους των φτωχών χωρών στο Νότο, ενώ τάσσονται γενικά κατά των νεοφιλελεύθερων ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ για τις ιδιωτικοποιήσεις, την Κοινωνική Ασφάλιση, την ανεργία κλπ., χωρίς όμως να θέτουν αιτήματα που θίγουν τις γενεσιουργές αιτίες αυτών των πολιτικών και αφορούν στο ίδιο το σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς. Ετσι, όχι μόνο τα αιτήματα που θέτουν, εφόσον δεν αποτελούν τμήμα ενός αντισυστημικού προγράμματος, λειτουργούν ως ρεφορμιστικά, αλλά και από τη φύση τους είναι ρεφορμιστικά. Δεν είδαμε, για παράδειγμα, τα Κοινωνικά Φόρα να εγείρουν αιτήματα για τον πραγματικό κοινωνικό έλεγχο των αγορών εργασίας, κεφαλαίου και εμπορευμάτων (και όχι τα «μερεμέτια» και γενικολογίες που υποστηρίζουν), πράγμα που προϋποθέτει αγώνα εναντίον των ελεύθερων και ελαστικών αγορών, οι οποίες αποτελούν την πεμπτουσία της παγκοσμιοποίησης, εναντίον της οποίας όμως υποτίθεται ότι μάχονται. Ούτε ακόμη τα είδαμε να απαιτούν να κοινωνικοποιηθούν όλες οι ιδιωτικοποιηθείσες επιχειρήσεις και φυσικά όλες οι κοινωνικές υπηρεσίες (Υγεία, Εκπαίδευση κλπ.) σαν πρώτο βήμα για το «διαφορετικό κόσμο», που επαγγέλλονται.
Τέλος, η μέχρι τούδε δράση τους είναι ενδεικτική του ρόλου που θέλουν να παίξουν. Οι διαδηλώσεις που οργανώνουν παίρνουν απλώς τη μορφή συμβολικών διαμαρτυριών και όχι συστηματικής προσπάθειας να εμποδίσουν τις ελίτ να αποφασίζουν το μέλλον μας (αντίθετα με τις πρώτες διαδηλώσεις στο Σιάτλ, τη Γένοβα κλπ.). Σήμερα, αντί να οργανώσουν μαζικές διαδηλώσεις για τον αποκλεισμό των στρατιωτικών βάσεων και των δρόμων από όπου τη στιγμή αυτή ξεκινά η φοβερή πολεμική μηχανή που ετοιμάζεται να αιματοκυλήσει το Ιράκ, οργανώνουν ανώδυνες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας.
Και εδώ ερχόμαστε στην κατάφωρη λαθροχειρία, που κάνουν οι υποστηρικτές της ρεφορμιστικής Αριστεράς σαν τον Τ.Τ., που ταυτίζουν το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης με το Κοινωνικό Φόρουμ. Ομως, ούτε στο ΠΚΦ, ούτε βέβαια στο ΕΚΦ μετέχουν όλες οι δυνάμεις που πρωτοστάτησαν στις αρχικές διαδηλώσεις, ακριβώς γιατί διαπίστωσαν τη σαφή πρόθεση της ρεφορμιστικής Αριστεράς να καπελώσει το αυθόρμητο αρχικά «κίνημα». Για ποια ενότητα, λοιπόν, μιλά η ρεφορμιστική Αριστερά στη βάση «κοινών ενδιάμεσων στόχων που δε θα εξαρτούν τον αγώνα από την αντικαπιταλιστική στόχευση»; Οταν η μοναδική καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση που είναι δυνατή σήμερα είναι η νεοφιλελεύθερη, η οποία επομένως, όπως και οι πολιτικές που την υλοποιούν, δεν είναι αντιστρέψιμες, παρά με αντισυστημικό αγώνα, πώς είναι δυνατό να γίνουν συμμαχίες με δυνάμεις, που απλώς θέλουν να εξωραΐσουν το σύστημα και την παγκοσμιοποίηση, όπως ακριβώς επιθυμούν τα «προοδευτικά» τμήματα της υπερεθνικής ελίτ, που ουσιαστικά έστησαν τα Κοινωνικά Φόρα, για να αποπροσανατολίσουν και να ξεφουσκώσουν τη διογκούμενη λαϊκή αντίδραση;
Τέλος, αποτελεί θράσος να μιλά η ρεφορμιστική Αριστερά για ιδεολογική ένδεια και έλλειψη στρατηγικής, όταν η στρατηγική είναι προφανής και την υπονομεύει η ίδια με τη θλιβερή πρακτική της: Μια πλατιά αντισυστημική συμμαχία όπου θα μετέχουν όλα τα αντικαπιταλιστικά ρεύματα με κοινό ενδιάμεσο στόχο την ανατροπή της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης που στηρίζεται στην οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» και με τελικούς στόχους αυτούς που θα προκύψουν από μέσα από τις συνιστώσες της. Ηδη προτείνονται εναλλακτικές λύσεις, τις οποίες βέβαια η ρεφορμιστική Αριστερά καταδικάζει ως δήθεν «ολοκληρωτικές» ή αντικομμουνιστικές με προφανή στόχο να τις δυσφημίσει και να στρέψει τα λαϊκά στρώματα που πληρώνουν την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση σε ρεφορμιστικούς αγώνες. Ο Τ.Τ. επέκρινε τον «Ριζοσπάστη» για την αναδημοσίευση, όπως έγραφε, του άρθρου «γνωστού πολέμιου του μαρξισμού και της "παραδοσιακής Αριστεράς", κήρυκα μιας αντικομμουνιστικής "περιεκτικής δημοκρατίας"». Ομως, το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας είναι απλώς μια από τις προτάσεις που προβάλλονται σήμερα διεθνώς για μια εναλλακτική κοινωνία και σίγουρα δεν είναι ούτε αντικομμουνιστικό ούτε αντιμαρξιστικό όπως το παρουσιάζει ο Τ.Τ. Ο σοσιαλισμός, όπως τονίζεται σε αυτό, αποτελεί μια από τις βασικές συνιστώσες της σύνθεσης που επιχειρεί και σίγουρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αντικομμουνιστική μια πρόταση που προβλέπει την οικονομική και πολιτική ισότητα με την κοινωνικοποίηση (δημοτικοποίηση) των μέσων παραγωγής και την άμεση δημοκρατία, όπου οι πολίτες θα παίρνουν όλες τις σημαντικές αποφάσεις για τη ζωή τους.

Του
Τάκη ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ*
*Ο Τάκης Φωτόπουλος είναι διευθυντής του διεθνούς περιοδικού Democracy & Nature και δίδασκε επί εικοσαετία στο North London University



ΤΟ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟ: ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΟΡΙΣΤΙΚΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ  
του Κυριάκου Ιωαννίδη

Η συζήτηση για το μεταμοντέρνο δεν είναι νέα. Στις μέρες μας επιβάλλεται ακόμα πιο επιτακτικά να ασχοληθούμε με αυτό το φιλοσοφικό ρεύμα αλλά και τη γενικότερη φιλολογία περί μεταμοντέρνου αφού αποτελεί ένα μόνιμο συνοδευτικό- αιτιολογικό πολλών πλευρών της ιδεολογικής και πολιτικής παρέμβασης της αστικής τάξης και ταυτόχρονα, η λογική αλλά και η στάση του απέναντι σε επίκαιρα πολιτικά ζητήματα προωθείται με διάφορους τρόπους μέσα από μια ποικιλία φορέων.
Το πρόθεμα «μετα» μπροστά από ένα επίθετο -προσδιοριστικό μιας συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας- αποτελεί ένα μόνιμο ιδεολογικό μοτίβο της αστικής φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας. Εκφράζει κατά τη γνώμη μας δυο βασικές πλευρές του αδιεξόδου της αστικής σκέψης όπως αυτή αναπτύσσεται κατά την περίοδο του ιμπεριαλισμού. Οι δυο πτυχές αφορούν:
α) Στην εγγενή ανικανότητα και απροθυμία της αστικής σκέψης να στοχαστεί, φιλοσοφικά και ιστορικά, πέρα από τα όρια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και
β) Στον αντικειμενικό περιορισμό της αστικής φιλοσοφίας που την οδηγεί να θεωρεί ότι η τεχνική πλευρά της διαδικασίας παραγωγής, οι παραγωγικές δυνάμεις και ιδιαίτερα η τεχνολογία που ενσωματώνεται σε αυτές, είναι το καθοριστικό στοιχείο σε μια κοινωνία[1] και όχι οι σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στους ανθρώπους κατά τη διαδικασία της παραγωγής.
Το μεταμοντέρνο λοιπόν αναπτύσσεται ιστορικά «κουβαλώντας» όλη την προηγούμενη παράδοση της αστικής φιλοσοφίας. Παρ’ όλα αυτά αρνείται την καταγωγή του και μάλιστα αυτή η άρνηση γίνεται ακόμα πιο πεισματική όσο στα πλαίσια του συνυπάρχουν οι πιο διαφορετικές αποχρώσεις και ρεύματα της αστικής φιλοσοφίας, δείγμα και αυτό του πλουραλισμού των αδιεξόδων της αστικής φιλοσοφίας.
Τι είναι όμως το μεταμοντέρνο; Ας αφήσουμε τους ίδιους τους μεταμοντέρνους να προσδιορίσουν αυτό το ρεύμα:
«Απλοποιώντας υπερβολικά, μπορούμε να πούμε ότι θεωρούμε «μεταμοντέρνα» τη δυσπιστία απέναντι στις μετααφηγήσεις. Αναμφίβολα αυτή η δυσπιστία είναι επακόλουθο της προόδου των επιστημών…»[2].
Κατά τους μεταμοντέρνους, με τον όρο αφήγηση υποδηλώνεται η φιλοσοφική στάση απέναντι στα ερωτήματα της φύσης των πραγμάτων και της γνωσιμότητας του κόσμου. Ακόμα, με τον όρο μετααφήγηση, ορίζεται η νομιμοποίηση της επιστήμης μέσω της φιλοσοφίας. Σύμφωνα με αυτούς, ο ρόλος της φιλοσοφίας αλλάζει και διέρχεται μια κρίση η οποία αντιστοιχεί στην μεταμοντέρνα κατάσταση της γνώσης.
Μια τέτια σύλληψη της σχέσης επιστήμης και φιλοσοφίας δεν είναι νέα, βασίζεται στην ψευδεπίγραφη αντιπαράθεση επιστήμης-φιλοσοφίας που συναντάμε στη θετικιστική σκέψη, η οποία γίνεται ακόμα πιο έντονη στην νεοθετικιστική μετεξέλιξη της φιλοσοφίας σε έρευνα των γλωσσικών προβλημάτων.
Η μεταμοντέρνα δυσπιστία στις μετααφηγήσεις, άρα στη φιλοσοφία, συμβαδίζει με την πιο χαρακτηριστική τάση της σύγχρονης αστικής σκέψης (νεοθετικισμό) η οποία θεωρεί τα προβλήματα της φιλοσοφίας «ψευδοπροβλήματα», δημιουργημένα από την αποπροσανατολιστική επίδραση της γλώσσας στη νόηση...

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟΥ

Αν και η μεταμοντέρνα άποψη παρουσιάζεται κατά τη δεκαετία του ‘70, οι περισσότεροι στοχαστές συμφωνούν πως η αφετηριακή ιδέα της εμφανίζεται με την κριτική του Νίτσε στο Διαφωτισμό και στο σύνολο των ιδανικών και εννοιών που αυτός εκπροσωπούσε. Eννοιες όπως ιστορία, νόμος, αλήθεια αποτελούν το πρώτιστο στόχο στη σκέψη του Νίτσε και ουσιαστικά οδηγούν σε μια συνολική απόρριψη των διαφωτιστικών ιδεών. Με αυτή τη φιλοσοφική κατεύθυνση, έντονα αντιφατική αφού στηλιτεύει όσο και καταφάσκει στην καπιταλιστική πραγματικότητα[3] των ημερών του, εγκαινιάζεται η αντι-διαφωτιστική φιλοσοφία που σε συνδυασμό με έναν έντονο τεχνοκρατισμό αποτελούν τις δύο όψεις του μεταμοντέρνου νομίσματος. Οπως είπαμε όμως, αναφερόμαστε στην προϊστορία του μεταμοντέρνου. Ομως η αστική τάξη δεν είναι πια αυτή που ήταν πριν δυο αιώνες, η συνεχόμενη και εγγενής κρίση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και η εμφάνιση του ανώτατου σταδίου του, του ιμπεριαλισμού, επιφέρανε μια δραματική αλλαγή στην αστική φιλοσοφική σκέψη, ώστε ουσιαστικά να μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε ως μεταφυσική και βαθιά θρησκευτική.

ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΓΕΝΕΣΗΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

Το μεταμοντέρνο ως συγκροτημένο ρεύμα της αστικής σκέψης έχει τις πολιτικές και φιλοσοφικές ρίζες του στο Παρίσι μετά το Μάη του 1968. Θα λέγαμε μάλιστα πως η ποικιλία των φιλοσοφικών και πολιτικών ρευμάτων εκείνο το διάστημα θα προκαλέσει (με την απογοήτευση της ήττας) έναν έντονο σκεπτικισμό απέναντι σε επαναστατικές ιδέες. Αμεσο αποτέλεσμα αυτής της ριζικής μετατόπισης στο τρόπο σύλληψης της κοινωνικής πραγματικότητας είναι η απόλυτη άρνηση των ολικών συστημάτων σκέψης, αυτών δηλαδή που αξιώνουν -έστω και με την ιδεαλιστική έννοια- την κατανόηση και σύλληψη της πραγματικότητας.
Μπορούμε λοιπόν να αντιληφθούμε το μεταμοντερνισμό ως μια ιδιαίτερη σύνθεση των πολιτικών και φιλοσοφικών ρευμάτων της εποχής από τους ίδιους τους  φορείς των προηγούμενων θεωρητικών παραδειγμάτων. Ετσι, μέσα σε λίγα χρόνια, κάποιοι από τους πρωταγωνιστές του Μάη θα εξαπολύσουν μια εκστρατεία ενάντια σε κάθε επεξεργασμένο φιλοσοφικό σχέδιο συνολικής αλλαγής της κοινωνίας. Με αυτόν τον τρόπο όμως δε θα κρύψουν και την ιδιαίτερη προτίμησή τους σε έναν μόνιμο –και  τον πιο δύσκολο- φιλοσοφικά αντίπαλο, το μαρξισμό.
Μιλώντας για το χώρο γένεσης της μεταμοντέρνας σκέψης, δεν πρέπει να ξεχνάμε τις ανάλογες αλλαγές στην οργάνωση της παραγωγής αλλά και στις παραγωγικές δυνάμεις που  μπαίνουν σε κίνηση στα πλαίσια του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού. Οι παραπάνω αλλαγές πιστεύουμε ότι διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο τόσο στο ύφος και στην προβληματική, όσο και στην ίδια την εμφάνιση του μεταμοντερνισμού. Αυτές συνδέονται:
            ÿ Με τη διεύρυνση των  εφαρμογών των επιτευγμάτων των φυσικών επιστημών στο πεδίο της παραγωγής. Αυτό που με τρόπο απλουστευτικό η κυρίαρχη ιδεολογία ονομάζει «νέες τεχνολογίες»[4].
            ÿ Με την προώθηση ευέλικτων μορφών παραγωγής σε σύγχρονους κλάδους  (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρώτον εξαλείφεται η μορφή οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας στη βάση της αλυσίδας και δεύτερον ότι αναιρείται η βασική τάση του καπιταλισμού που είναι η κοινωνικοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας)[5].
            ÿ Με την επέκταση της εμπορευματοποίησης του συνόλου σχεδόν των πλευρών της ζωής του ανθρώπου, την ανάπτυξη της μαζικής κουλτούρας και τον ιδιαίτερο ρόλο που κατέχουν τα ΜΜΕ και το σύνολο των μηχανισμών επίδρασης και ακρωτηριασμού της κριτικής σκέψης και της συνείδησης των λαϊκών μαζών.
            ÿ Τέλος, με την επέκταση του κοινωνικού στρώματος των διευθυντικών στελεχών (γιάπηδες) των οποίων «…οι πολιτιστικές τους πρακτικές και αξίες, οι τοπικές τους ιδεολογίες άρθρωσαν για το παρόν στάδιο του κεφαλαίου ένα χρήσιμο και κυρίαρχο ιδεολογικό και πολιτιστικό παράδειγμα»[6].
Είναι φανερό πως με την παραπάνω έκθεση των όρων εμφάνισης του μεταμοντέρνου, δεν μπορούμε πια να περιοριζόμαστε στον εντοπισμό μιας γαλλικής μόδας. Πράγματι, η καλύτερη και μαζικότερη υποδοχή του μεταμοντέρνου πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ υπό την έντονη παρουσία τόσο των αντικειμενικών συνθηκών που προαναφέρθηκαν, όσο και μιας προσπάθειας να εμφανιστεί ως «...ένας εναλλακτικός προς το μαρξισμό και το συντηρητισμό λόγος»[7].

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΙΣ «ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ»

Πώς όμως γίνεται το μεταμοντέρνο ένα από τα κυρίαρχα φιλοσοφικά παραδείγματα της αστικής σκέψης; Με τον ίδιο τρόπο που κάθε θεωρία εδραιώνεται στη συνείδηση της αστικής τάξης και παρουσιάζεται ως το νεότατο και ρηξικέλευθο επίτευγμα της αστικής απολογητικής φιλοσοφίας. Με την υιοθέτηση ενός τέλους και την ευρεία χρησιμοποίηση του προθέματος μετά. Το μεταμοντέρνο μάλιστα έχει τη διπλή πολυτέλεια να αναφέρεται και στους δυο αυτούς όρους, αφού είναι ένας λόγος για το μετά το μοντέρνο και ταυτόχρονα μια θεωρία για το τέλος και την εξάντληση των Μεγάλων αφηγήσεων[8].
Ας παρακολουθήσουμε όμως πώς εξηγείται αυτή η μεταμοντέρνα δυσπιστία απέναντι στις Μεγάλες αφηγήσεις από το Λυοτάρ:
«Μέσα στη σύγχρονη κοινωνία και στο σύγχρονο πολιτισμό, στη μεταμοντέρνα κοινωνία και στο μεταμοντέρνο πολιτισμό το ζήτημα της νομιμοποίησης της γνώσης τίθεται με άλλους όρους. Η μεγάλη αφήγηση απώλεσε την αξιοπιστία της, όποιος και αν είναι ο τρόπος ενοποίησης που της αποδίδεται: θεωρητική αφήγηση, αφήγηση της χειραφέτησης…»[9].
Με την παράθεση αυτού του αποσπάσματος, μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι ο μεταμοντέρνος λόγος για την εξάντληση των μεγάλων αφηγήσεων ξεκινά από δύο (διαλεκτικά συνδεδεμένες) θεμελιακές αφετηρίες μια γνωσιοθεωρητική, με πυρήνα τη νεοθετικιστική αντιπαράθεση φιλοσοφίας και επιστήμης στις σύγχρονες συνθήκες και μια κοινωνικο-πολιτική με βάση την κριτική, του ρεύματος σκέψης που ξεκινά με το Νίτσε, στο συνολικό σύστημα αξιών και ιδανικών του αστικού διαφωτισμού.
Ως προς την πρώτη αφετηριακή πηγή του Λυοτάρ, οι μεταμοντέρνοι αποδέχονται τη μονόπλευρη αναγωγή της φιλοσοφίας σε ανάλυση των μορφών έκφρασης της γλώσσας και των μαθηματικών προβλημάτων υπό την επίδραση των εξελίξεων στην σύγχρονη επιστήμη. Αυτή η φιλοσοφική κατεύθυνση, έχοντας θέσει ως στόχο της την «κάθαρση της επιστήμης από τη μεταφυσική» δεν μπορεί να κατανοήσει ότι η σχέση και η οριοθέτηση των πεδίων ανάμεσα σε επιστήμη και φιλοσοφία δεν έχει στατικό αλλά ιστορικά παροδικό χαρακτήρα. Ως προς τη δεύτερη πλευρά του μεταμοντέρνου σκεπτικισμού προς τις Μεγάλες αφηγήσεις, την κοινωνικο-πολιτική, παρατηρούμε πως και σε αυτό το σημείο η επίθεση εξαπολύεται στο όνομα της αντι-μεταφυσικής, ορμώμενη από μια αντιπάθεια προς αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε καθολικό τρόπο σύλληψης και θέασης της πραγματικότητας που στην περίπτωση του μαρξισμού οδηγεί σε μια συνολική αναπαράσταση τόσο της στατικής όσο και της δυναμικής πλευράς της κοινωνίας, μέσω της, επιστημονικά τεκμηριωμένης, κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας και πολιτικής. Με λίγα λόγια, η αντι-μεταφυσική του μεταμοντέρνου είναι ένας λόγος ενάντια στη φιλοσοφία ως ολοποιητικό σύστημα μελέτης των κοινών νομοτελειών των φαινομένων του υλικού κόσμου. Ετσι, στη γλώσσα του μεταμοντέρνου η φιλοσοφία θα ονομαστεί μεταγλώσσα και θα «εξορκιστεί» ως εξής: «Μέσα στην επιστήμη δεν υπάρχει γενική μεταγλώσσα, στην οποία να μπορούν να μετεγγραφούν και να αναπτυχθούν όλες οι άλλες. Αυτό ακριβώς απαγορεύει την ταύτιση με το σύστημα και, εν κατακλείδι, την τρομοκρατία»[10]. Στο σημείο αυτό βρισκόμαστε σε μια κεντρικής σημασίας θέση στο σύνολο της μεταμοντέρνας σκέψης. Η τοποθέτηση του Λυοτάρ για «τρομοκρατία» είναι φανερό ότι δεν εκφράζει μια αντίθεση σε τρομοκρατικές ενέργειες, παρά στις απόπειρες ολικής σύλληψης και αλλαγής της πραγματικότητας.
Ομως αυτή η εναντίωση προς τις Μεγάλες αφηγήσεις  εμπεριέχει τα όριά της αφού για να προτείνει κάτι σε θετική κατεύθυνση πρέπει να κρατήσει ένα έλλογο αφετηριακό σημείο (αξίωμα) απ’ όπου θα μπορεί να εξορμά ενάντια στους «ανεμόμυλους» της καθολικής σκέψης…
Τα πράγματα από αυτό το σημείο γίνονται ξεκάθαρα. Το μεταμοντέρνο θα επεξεργαστεί ένα σύστημα αντιτιθέμενων εννοιών σε κεντρικές αναφορές του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού. Κατευθυντήρια ιδέα είναι το πρόσταγμα του Μισέλ Φουκό (κατά πολλούς, πρόδρομου της μεταμοντέρνας σκέψης) που καλεί στα εξής:
«…η ιστορική οντολογία του εαυτού μας πρέπει να απομακρυνθεί απ’ όλα τα σχέδια που ισχυρίζονται ότι είναι καθολικά ή ριζοσπαστικά. Πράγματι, γνωρίζουμε από την εμπειρία μας ότι η προσπάθεια να ξεφύγουμε από το σύστημα της σύγχρονης πραγματικότητας έτσι ώστε να παραγάγουμε τα ολικά προγράμματα μιας άλλης κοινωνίας, ενός άλλου τρόπου σκέπτεσθαι, μιας άλλης κουλτούρας, μιας άλλης θέασης του κόσμου, έχει οδηγήσει μόνον στην επαναφορά των πλέον επικίνδυνων παραδόσεων.
Προτιμώ τους πολύ συγκεκριμένους μετασχηματισμούς που αποδείχθηκαν δυνατοί κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια σε έναν ορισμένο αριθμό περιοχών που αφορούν τους τρόπους μας να υπάρχουμε και να σκεπτόμαστε, τις σχέσεις προς την εξουσία, τις σχέσεις μεταξύ των φύλων, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την τρέλα ή την αρρώστεια, προτιμώ ακόμα αυτούς τους μερικούς μετασχηματισμούς που έχουν γίνει στο συσχετισμό της ιστορικής ανάλυσης και της πρακτικής στάσης, από τα προγράμματα για έναν καινούργιο άνθρωπο που έχουν διατυπώσει τα χειρότερα πολιτικά συστήματα καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα»[11].
Ο Φουκό είναι ξεκάθαρος. Η απομάκρυνση από τον καθολικό και ριζοσπαστικό τρόπο σκέψης, σημαίνει την παραίτησή μας από την αξίωση για ριζικά διαφορετικές συνθήκες ζωής για τους λαούς και ταυτόχρονα συνειδητοποίηση ότι αφού τα πράγματα δεν μπορούν να αλλάξουν, πρέπει να αποδεχτούμε την πολιτική του εφικτού.
Το κάλεσμα βρήκε συνεχιστές. Η πορεία της μεταμοντέρνας σκέψης αναδείχνει την αξιοσημείωτη δημιουργικότητα των μεταμοντέρνων στην επεξεργασία εννοιών, κατηγοριών αλλά και φιλοσοφικών συστημάτων με κοινό παρανομαστή την κάθετη εναντίωση στη ριζοσπαστική, καθολική και σε τελική ανάλυση επαναστατική σκέψη.
Μέσα όμως από αυτήν τη διαδικασία συγκρότησης του εννοιολογικού του οπλοστασίου, το μεταμοντέρνο παίρνει σταδιακά το χαρακτήρα ολοκληρωμένης θεωρίας, η οποία μπορεί να εμπεριέχει αποκλίνουσες απόψεις, ωστόσο διατηρεί έναν κεντρικό κοσμοθεωρητικό πυρήνα. Γινόμαστε έτσι μάρτυρες μιας ριζικής, αν και αναμενόμενης, μεταστροφής της μεταμοντέρνας σκέψης αφού, έχοντας ως αφετηρία την άσκηση κριτικής στη μεταφυσική, αυτονομιμοποιείται ως φιλοσοφία μόνο υπό τον όρο ότι αντιστοιχούν τα πορίσματά της σε αντίστοιχες επιστημονικές ανακαλύψεις. Ετσι αυτό που μπορεί να χαρακτηρίσει τη μεταμοντέρνα σκέψη είναι η στρεβλή κατανόηση των πορισμάτων της σύγχρονης επιστήμης, με έμφαση στις επιστήμες που μελετούν το φαινόμενο γλώσσα και τις φυσικές επιστήμες, σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι η κατανόηση της μεταμοντέρνας σκέψης δεν μπορεί να πάρει ολοκληρωμένο χαρακτήρα αν δε συνδυαστεί από την εξέταση των γνωσιολογικών παραμέτρων της.

Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΒΑΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ

Η απάντηση στο βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας, αυτό της σχέσης της νόησης με το Είναι συνδέεται άμεσα με το ερώτημα της σχέσης των σκέψεών μας με τον κόσμο που μας περιβάλλει και της δυνατότητας του ανθρώπου, μέσω των παραστάσεων και των εννοιών του για τον πραγματικό κόσμο, να συνθέσει ένα σωστό αντικαθρέφτισμα της πραγματικότητας.
Σε αυτά τα ερωτήματα το μεταμοντέρνο δεν παίρνει μια σαφή θέση. Ακολουθώντας τη φιλοσοφική παράδοση του νεοθετικισμού αλλά και της σκέψης του Νίτσε, δίνει έμφαση στην απάντηση στο δεύτερο κυρίως ερώτημα, αυτό της δυνατότητας του υποκειμένου να γνωρίσει την αντικειμενική πραγματικότητα.
Ενδειξη αυτής της φιλοσοφικής στάσης είναι η τοποθέτηση του Φουκό σύμφωνα με τον οποίο «…το θέμα είναι να εκλείψει το δίλημμα του γνωρίζοντος υποκειμένου…»[12], ενώ χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση του Λυοτάρ ως προς το ζήτημα της αντικειμενικής πραγματικότητας. Ο γάλλος στοχαστής υποστηρίζει πως «με τη σύγχρονη επιστήμη συμβαδίζει, με όποιο τρόπο κι αν τη χρονολογήσουμε, ένας κλονισμός της πίστης και τρόπον τινά, ως επακόλουθο της ανακάλυψης άλλων πραγματικοτήτων, η ανακάλυψη πόσο λίγο πραγματική είναι η πραγματικότητα»[13].
Είναι φανερό ότι διατυπώσεις τέτοιου είδους βασίζονται στη στρεβλή κατανόηση των πορισμάτων των φυσικών επιστημών σε συνάρτηση με τη νεοθετικιστική παράδοση[14] και τη Νιτσεϊκή σύνδεση μεταξύ αλήθειας και δύναμης[15]. Συνείδηση αυτής της επιρροής από τις εξελίξεις στις θετικές επιστήμες φαίνεται να έχουν και οι ίδιοι αφού αναγνωρίζουν ότι η μεθοδολογία και η γλώσσα της γνωστικής διαδικασίας είναι αυτή των θετικών επιστημών. Περίοπτη θέση στην γνωσιολογία των μεταμοντέρνων έχει η φιλολογία περί συνηγορίας των πορισμάτων της κβαντικής θεωρίας και της μικροφυσικής στη μεταμοντέρνα απάντηση στο ζήτημα της γνωστικής ικανότητάς μας να αναπαραστήσουμε την πραγματικότητα[16]. Απέναντι σε αυτήν την, κατά βάθος, φιλοσοφική τοποθέτηση και κατανόηση της κβαντικής δεν τοποθετήθηκαν μόνο μαρξιστές επιστήμονες αλλά και άλλοι προοδευτικοί επιστήμονες οι οποίοι αναγνώρισαν σε αυτήν μια τάση ανορθολογισμού στην επιστήμη και ακύρωσης των νόμων του φυσικού και κοινωνικού γίγνεσθαι. Ετσι, η άρνηση της δυνατότητας στον άνθρωπο να γνωρίσει - άρα και να μεταμορφώσει τον κόσμο- θα συνδεθεί άμεσα με τη μετωπική επίθεση στους νόμους της αιτιότητας[17].
Στο σημείο αυτό, οι κατηγορίες της αιτιότητας και της νομοτέλειας θα γίνουν αντικείμενο κριτικής υπό το πρίσμα της σχέσης τους με τις διαφωτιστικές αξίες και ιδανικά. Ο κύριος όμως στόχος είναι η μαρξιστική φιλοσοφία και η θεμελίωση των νόμων του ιστορικού υλισμού άρα και της επαναστατικής δράσης των μαζών. Σύμφωνα με το Jean Baudrillard, η έννοια της αναγκαιότητας είναι ηθική έννοια υπαγορευμένη από την πολιτική οικονομία. Ο μαρξισμός, υποστηρίζει, «…έχει κρατήσει τη θρησκεία, έχει κρατήσει αυτό το ηθικολόγο φάντασμα μιας Φύσης που πρέπει να υπερνικηθεί, έχει υιοθετήσει χωρίς να περιστείλει την ιδέα της Αναγκαιότητας, εκκοσμικεύοντάς την κάτω από την οικονομική έννοια της στέρησης»[18].
Δεν είναι δύσκολο να συμπεράνουμε τα φιλοσοφικά και πολιτικά συμπεράσματα από τη μεταμοντέρνα απόρριψη της αιτιοκρατίας και την αποδοχή των «ριζικών μεταπτώσεων». Αμεσο επακόλουθο είναι η έμπρακτη εφαρμογή αυτών των σκέψεων στο πολιτικό επίπεδο, γενικεύοντας έτσι έναν αντιδραστικό στοχασμό που θεωρεί ότι όλα είναι σχετικά και αναμενόμενα (αφού δεν υπάρχουν νόμοι) αλλά αυτά που αναμένουμε δεν μπορούν να υπερβαίνουν τα όρια του μικρού και πολύ συγκεκριμένου τόπου δράσης μας, (αφού η καθολική σκέψη και πράξη έχει «εξοριστεί» στο χώρο της μεταφυσικής).
Πριν όμως σταθούμε αναλυτικά στις ιστορικές και πολιτικές στοχεύσεις των μεταμοντέρνων, κρίνουμε σκόπιμο να παρουσιάσουμε την (κακο)-μεταχείριση μιας άλλης σημαντικής έννοιας, αυτήν της ολότητας.

ΟΛΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑ, ΜΙΑ ΨΕΥΔΕΠΙΓΡΑΦΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ

Ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφωνίες των μεταμοντέρνων, όλοι συμφωνούν σε ένα σημείο, που παίρνει το χαρακτήρα υπεράσπισης των φιλοσοφικών και εννοιολογικών οχυρών του μεταμοντέρνου, ο πόλεμος ενάντια στην ολότητα και την καθολική φιλοσοφική δραστηριότητα αποτελεί τον όρο ύπαρξης και αναπαραγωγής αυτού και άλλων ρευμάτων της αστικής φιλοσοφίας και συμβάλλει αποφασιστικά στην απορρόφηση των κραδασμών από την πάλη των λαών και την -έστω και θολή- αμφισβήτηση της καπιταλιστικής κυριαρχίας.
Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν αρχικά το Λυοτάρ να μας παρέχει τη γνωσιολογική τεκμηρίωση αυτής της εναντίωσης:
«Διαθέτουμε βέβαια την ιδέα του κόσμου (της ολότητας αυτού που είναι), αλλά όχι και την επιτηδειότητα να επιδείξουμε ένα παράδειγμά της. Εχουμε την ιδέα του απλού (του μη περαιτέρω διαιρετού), όμως δεν μπορούμε να το καταστήσουμε εποπτικά σαφές μέσω ενός αισθητού αντικειμένου, το οποίο θα δρούσε ως περίπτωση ιδέας…»[19]. Ενώ οι φιλοσοφικές και πολιτικές του στοχεύσεις εκφράζονται ως εξής:
«Πληρώσαμε ακριβά τη νοσταλγία για το όλο και το ένα, για τη συμφιλίωση έννοιας κι αισθητικότητας, για διαφανή και κοινοποιήσιμη εμπειρία. Πίσω από τη γενική απαίτηση για χαλάρωση κι εφησυχασμό διακρίνουμε, εντούτοις, πολύ καθαρά τον ψίθυρο της επιθυμίας να ξαναρχίσει ο τρόμος για μια ακόμη φορά… Η απάντηση σ’ αυτά είναι: να πολεμήσουμε το όλον, να δώσουμε μαρτυρία για το μη-αναπαραστάσιμο, να ενεργοποιήσουμε τις διαφορές, να σώσουμε την τιμή του ονόματος»[20] .
Πιστεύουμε πως το κουβάρι αρχίζει να ξετυλίγεται σιγά-σιγά. Ανακηρύσσοντας τον πόλεμο στο όλο, το μεταμοντέρνο αναδεικνύεται ως εχθρός α) της καθολικής αναπαράστασης της πραγματικότητας και β) της ριζικής αλλαγής ενός κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού που στην περίπτωσή μας δεν είναι άλλος από τον καπιταλιστικό (και αυτό δε νομίζουμε ότι το έχουν ξεχάσει οι μεταμοντέρνοι). Αυτή όμως η προτροπή «να πολεμήσουμε το όλον» φανερώνει και την οριστική ρήξη των μεταμοντέρνων με τις καλύτερες στιγμές της σκέψης της ανθρωπότητας. Ας γίνουμε όμως πιο αναλυτικοί.
Η ιδέα της ολοκλήρωσης του ανθρώπου και της προσωπικότητάς του μέσα στην κοινότητα, δεν είναι μαρξιστική (στον Μαρξ όμως παίρνει έναν ποιοτικά διαφορετικό χαρακτήρα και βάθος). Από τον Αριστοτέλη μέχρι το Χέγγελ, είναι βασική κατευθυντήρια ιδέα τόσο από την άποψη του προβληματισμού πάνω στο ερώτημα για την ουσία του ανθρώπου, όσο και από την πλευρά της οικοδόμησης του πολιτειακού ιδανικού κάθε φιλοσόφου (από την Πολιτεία του Πλάτωνα μέχρι την Αυτοσυνείδηση του Πνεύματος στον Χέγγελ). Είναι φανερό πως αυτός ο προβληματισμός μέσα στην πορεία της ιστορίας της φιλοσοφίας αλλά και γενικότερα της ανθρωπότητας, απηχεί την ένταση με την οποία τίθεται κάθε φορά το ερώτημα της ευτυχίας και ολοκλήρωσης του ατόμου. Για τους μεταμοντέρνους όμως δε φαίνεται να ισχύει ούτε καν το ενδιαφέρον για τη ριζική ανάπλαση του ανθρώπου και της ζωής του. Ακόμα παραπέρα, «αυτός ο πόλεμος εναντίον του όλου, (…) εκπίπτει αναπόφευκτα σ’ ένα παιχνίδι αυτοκαταστροφής, όπου η κατάφαση της διαφοράς αναδεικνύεται σε αυτοσκοπό, όπου η αποδοχή της ιδιαιτερότητας όχι μόνο δε λειτουργεί ως έναυσμα για συνάντηση, αλλά καταδικάζει το φορέα της να ζήσει σε μια απέραντη έρημο εκατομμυρίων απομονωμένων υπάρξεων…»[21].
Ποιες όμως είναι οι αιτίες αυτού του πολέμου μέχρις εσχάτων ενάντια στην έννοια της ολότητας;
Ο Φουκό μιλώντας για τις συνθήκες ανάπτυξης του «νέου τύπου» του διανοούμενου αναφέρεται στις αλλαγές στο πεδίο έρευνας των ίδιων των διανοουμένων. Υποστηρίζει ότι «γεννήθηκε ένας νέος τρόπος σύνδεσης «της θεωρίας με την πρακτική. Οι διανοούμενοι συνήθισαν να δουλεύουν, όχι στην τροπικότητα του «καθολικού» (…) αλλά σε ειδικούς τομείς…»[22], ενώ συνεχίζοντας μας καλεί να πάψουμε να θεωρούμε το διανοούμενο ως φορέα καθολικών αξιών.
Κατά τη γνώμη μας οι αιτιάσεις των μεταμοντέρνων δε στερούνται αντικειμενικότητας. Εκφράζουν την αστική –άρα περιορισμένη και στρεβλή- κατανόηση αντικειμενικών αλλαγών στα πλαίσια της επιστημονικής κοινότητας. Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι αυτές οι αλλαγές «μεταφράζονται» σε απόρριψη της ιδέας της καθολικότητας συνδέεται με γενικότερους πολιτικούς προσανατολισμούς καθώς και με την έκφραση σε αφηρημένο επίπεδο, των αλλαγών στα πλαίσια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που ήδη αναφέραμε.
Για να απαντήσουμε όμως συγκεκριμένα για τις συνθήκες ανάπτυξης του πολέμου ενάντια στην ολότητα, πρέπει να δώσουμε μια ξεκάθαρη απάντηση για την έννοια που δέχεται το μεταμοντέρνο. Αυτή δεν είναι άλλη από τη διαφορά ή αλλιώς ετερότητα[23]. Μπορούμε λοιπόν να θεωρήσουμε τη μεταμοντέρνα προτίμηση στη διαφορά ως:
            ÿ Φυγή από μια πραγματικότητα που φαντάζει τρομακτική και ολοκληρωτική.
            ÿ Εκφραση του τεχνολογικού φετιχισμού της αστικής σκέψης με βάση τον οποίο, η εικόνα ενός απέραντου δικτύου ηλεκτρονικής επικοινωνίας συνηγορεί στην αλλοίωση των καθολικών χαρακτηριστικών της πραγματικότητας, όπως αυτή προσλαμβάνεται από το «αποκεντρωμένο υποκείμενο»[24] (άλλη μια προσφιλής έννοια στην μεταμοντέρνα φιλολογία).
            ÿ Πολιτικό και φιλοσοφικό κατάλοιπο της γενιάς του Μάη του ‘68, όπου οι κυρίαρχες φιλοσοφικές έννοιες είχαν ως πεδίο αναφοράς μια στρεβλή αντίληψη για την ατομικότητα.
            ÿ Εκφραση της τάσης διεύρυνσης της ευέλικτης και εξατομικευμένης οργάνωσης της παραγωγής και των ελαστικών σχέσεων εργασίας που αναπτύσσονται σε μαζική κλίμακα και της φαινομενικής πολλαπλότητας επιλογών κατανάλωσης που καλλιεργούνται ιδιαίτερα μέσα από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της αστικής τάξης και  του κράτους της.
            ÿ Εκφραση του φόβου απέναντι στην «νοσταλγία» της επανάστασης, όπως αυτός εμφανίζεται με το μυθιστόρημα «1984» του Οργουελ και συνδέεται άμεσα με τη μυθολογία περί Ολοκληρωτισμού[25].
Κατά τη γνώμη μας, η απόλυτη αντιπαράθεση διαφοράς- ολότητας μπορεί να δικαιολογηθεί αν γίνει αντιληπτή στατικά και όχι διαλεκτικά. Οι μεταμοντέρνοι επιτίθενται  στην έννοια της ολότητας στο όνομα της διάσωσης της διαφοράς και της πολυπλοκότητας. Εμείς πιστεύουμε πως μια διαλεκτική εξέταση των δύο αυτών εννοιών θα κατέληγε στο συμπέρασμα πως αυτές οι κατηγορίες είναι αντιθετικές πλευρές της πραγματικότητας και ότι υπάρχουν σαν τέτοιες μόνο υπό την προϋπόθεση της σχέσης τους. Με λίγα λόγια, και για να εισαχθούμε στο επόμενο κεφάλαιο του άρθρου μας, οι κομμουνιστές πιστεύουν πως ο αγώνας για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και την οικοδόμηση από την εργατική τάξη και τους συμμάχούς της του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, συνδέεται άμεσα όχι μόνο με την επίλυση των διαφορετικών-ατομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι λαοί αλλά και με την ίδια την ολοκλήρωση του ανθρώπου. Ετσι, «η σύμπτωση της αλλαγής των συνθηκών με την αλλαγή της ανθρώπινης δράσης μπορεί να θεωρηθεί και να κατανοηθεί σωστά μονάχα σαν ανατρεπτική πράξη»[26].
Στα επόμενα κεφάλαια θα παρουσιάσουμε τη στάση των μεταμοντέρνων απέναντι σε έννοιες και κατηγορίες που αφορούν άμεσα ή έμμεσα το κεφαλαιώδες ζήτημα της αλλαγής του κόσμου, της επαναστατικής δραστηριότητας.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ: ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ;

Η απάντηση από έναν μεταμοντέρνο στοχαστή στο παραπάνω ερώτημα θα προσέκρουε εξαρχής σε μια αναμενόμενη σκεπτικιστική στάση εκ μέρους του. Του ερωτήματος για το αν υπάρχει επαναστατικό υποκείμενο, προηγείται η αρνητική απάντηση στην ύπαρξη υποκειμένου[27] γενικά.
Τις φιλοσοφικές ρίζες αυτής της αρνητικότητας τις συναντάμε στη θεωρία του Νίτσε περί θανάτου του θεού και την εξαφάνιση του ανθρώπου ενώ συνεχιστής αυτής της σκέψης θεωρείται ο Φουκό για τον οποίον, όπως τονίσαμε προηγούμενα,  τίθεται με τέτιο τρόπο το ζήτημα της ύπαρξης του γνωρίζοντος υποκειμένου ώστε να κηρύττει το «θάνατο του υποκειμένου». Η μεταμοντέρνα προσέγγιση του υποκειμένου πραγματοποιείται υπό το πρίσμα της απώλειας και της αδυναμίας του ανθρώπου να συλλάβει, να κατανοήσει και να μετασχηματίσει τους όρους της ζωής του, ενώ εκφράζει τις γλωσσολογικές αφετηρίες της σύμφωνα με τις οποίες «μέσα σε αυτή την διασπορά των παιχνιδιών της γλώσσας, εκείνο που φαίνεται να διαλύεται είναι το ίδιο το κοινωνικό υποκείμενο»[28].
Σύμφωνα με το Γ. Βέλτσο, το υποκείμενο έχει μια σχέση με «…μια γλώσσα από την οποία αποκλείεται, μια εμπειρία οριακή που το υπερβαίνει, μια υλικότητα που αδιαφορεί για τη διαλεκτική, έναν «κόσμο της ζωής» που θέλει στο παρόν να ζήσει, θεωρώντας εξωτερική τη σχέση του τόσο με την Ιστορία όσο και με την κοινωνία…»[29].
Είναι προφανές πως το απόσπασμα αυτό αποδίδει ανάγλυφα την εσωστρέφεια της μεταμοντέρνας σκέψης ως προς το ζήτημα του υποκειμένου, η οποία πηγάζει από την άρνηση της αντικειμενικής πραγματικότητας, την υποτίμηση σε βαθμό ειρωνείας απέναντι στο βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας καθώς και την ιδιαίτερη σχέση του με τη φιλοσοφική και επιστημονική παράδοση του στρουκτουραλισμού[30]. Μια άλλη πλευρά όμως εξηγείται από την εμμονή του συνόλου της ύστερης αστικής σκέψης στις έννοιες του τέλους και της κρίσης (τέλος της εργατικής τάξης, των ιδεολογιών, κρίση του κομμουνισμού κ.ά.), που η μαζική και καθημερινή χρησιμοποίησή τους συμβάλουν στην εμπέδωση ενός αισθήματος αδυναμίας από τις λαϊκές μάζες. Αυτό όμως που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι η αντιιστορική διάθεση των μεταμοντέρνων η οποία παίρνει από τους ίδιους το χαρακτήρα μιας «αντικειμενικής απόδοσης» της πραγματικότητας.
Ετσι, η κριτική στην έννοια του υποκειμένου, μέσα από τον εντοπισμό της αδυναμίας του (βασικό μοτίβο σκέψης στο σύνολο σχεδόν της ύστερης αστικής σκέψης) και της απώλειας της δυνατότητας να γνωρίσει και να πράξει ριζικά ως προς την αντικειμενική πραγματικότητα, εντάσσεται στη γενικότερη φιλοσοφική και γνωσιολογική βάση ανάπτυξης της μεταμοντέρνας σκέψης. Ταυτόχρονα όμως δημιουργεί το έδαφος για τη μεταφορά μας στο χώρο της ιστορικής και πολιτικής αντίληψης των μεταμοντέρνων.
Παρουσιάζοντας τη φιλοσοφική πορεία των μεταμοντέρνων σταθήκαμε στο «αριστερό» παρελθόν τους. Τονίσαμε μάλιστα πως οι έννοιες απελευθέρωση και αλλοτρίωση κυριαρχούσαν στον κύκλο τους, πριν τη μεγάλη απογοήτευση (Μάης ‘68) και μεταστροφή. Ετσι η επίθεση στον ορθολογικό πυρήνα αυτών των εννοιών θα αποτελέσει το μέσο δια του οποίου θα αποκηρύξουν το παρελθόν τους.
Ο Λυοτάρ χωρίς περιστροφές δηλώνει πως «…δεν έχουμε να κάνουμε αληθινά με έναν σκοπό ζωής. Ο σκοπός αυτός έχει αφεθεί στην διάκριση του καθενός. Ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του. Και όλοι γνωρίζουν πόσο λίγος είναι τούτος ο εαυτός»[31]. Αυτή η δήλωση μας προκαλεί πράγματι ερωτηματικά για τη «ρηξικέλευθη» συνεισφορά του Λυοτάρ στη φιλοσοφική σκέψη. Πότε άραγε ο άνθρωπος δεν ήταν υπεύθυνος για τον εαυτό του; Είναι προφανές ότι σε αυτό το σημείο ο Λυοτάρ δεν υπονοεί τη δουλοκτητική κοινωνία αλλά μάλλον την κομμουνιστική ιδεολογία και την αντίληψή της για τη σχέση ατομικότητας και στράτευσης σε ένα συλλογικό αγώνα. Αυτό φαίνεται να ξεκαθαρίζεται ακριβώς παρακάτω όταν αναφέρεται στην αδυναμία του εαυτού. Αν και δε μας μιλάει για το μαρξισμό, είναι προφανές ότι έχει στο μυαλό του την κοσμοθεωρία εκείνη που αναδεικνύει τον άνθρωπο σε υπεύθυνο και δημιουργικό συντελεστή της κοινωνικής αλλαγής. Το βάρος της άμεσης επίθεσης στον μαρξισμό θα αναλάβει ο Baudrillard ο οποίος ασκώντας κριτική στην έννοια της αλλοτρίωσης στον μαρξισμό γράφει μεταξύ άλλων τα εξής:
«Η προοπτική του υποκειμένου να ξαναβρεί στο τέρμα της ιστορίας τη διαφάνειά του, ή την πλήρη «αξία χρήσης» του, είναι εξίσου θρησκευτική όσο και η επανένωση των ουσιών. Η «αλλοτρίωση» είναι μια ακόμη φαντασία του υποκειμένου, έστω κι αν πρόκειται για το υποκείμενο της ιστορίας. Το υποκείμενο δεν έχει προορισμό να ξαναγίνει πλήρης άνθρωπος, δεν έχει να ξαναβρεί τον εαυτό του, το μόνο που έχει να κάνει σήμερα είναι να χαθεί. Η ολοκλήρωση του υποκειμένου είναι ακόμη το αποκορύφωμα της πολιτικής οικονομίας της συνείδησης, που επισφραγίζεται από την ταυτότητα του υποκειμένου, όπως και η πολιτική οικονομία από την αρχή της ισοδυναμίας. Τούτο είναι που πρέπει να καταργηθεί αντί να βαυκαλίζονται οι άνθρωποι με το φάντασμα της χαμένης τους ταυτότητας και της μελλοντικής τους αυτονομίας. Τι παράλογο να ισχυρίζεται κανείς πως οι άνθρωποι είναι «άλλοι» και να προσπαθήσει να τους πείσει πως ο πιο διακαής τους πόθος είναι να ξαναγίνουν «ο εαυτός τους»!»[32].
Πράγματι, τι παράλογο να αποδίδει κανείς στην αλλοτρίωση χαρακτήρα αποκάλυψης! Τι εξωφρενικό να συλλαμβάνεις την ιστορική διαδικασία υπό το πρίσμα ενός τέλους, μιας κατάστασης όπου ο άνθρωπος θα ξαναβρεί τη χαμένη ουσία του! Αλλά αλήθεια, έχουν αυτές οι προτάσεις σχέση με τον ιστορικό υλισμό; Στην προσπάθειά μας να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα θα στραφούμε στον ίδιο το Μαρξ.  
Πράγματι, αν αντιληφθούμε την αλλοτρίωση με όρους «καθαρής ουσίας» δεν μπορούμε παρά να βαδίζουμε στο χώρο της θρησκείας και του ιδεαλισμού, όμως «…η ουσία του ανθρώπου δεν είναι αφαίρεση που υπάρχει στο μεμονωμένο άτομο. Στην πραγματικότητά της είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων»[33].
Φαίνεται λοιπόν πως ο Baudrillard ασκώντας κριτική στην έννοια της αλλοτρίωσης επιστρέφει νοερά στον «τόπο του εγκλήματος», δηλαδή στην αντίληψη που ο ίδιος- και οι φίλοι του- είχαν, όντας νεομαρξιστές, για την αλλοτρίωση και τον άνθρωπο γενικότερα. Ομως η αλλοτρίωση είναι κυρίως μια υλική κοινωνική διαδικασία η οποία γεννιέται μέσα στις συνθήκες της παραγωγής του κοινωνικού πλούτου και έχει τις ρίζες της στη σχετική απομόνωση των ατόμων στην παραγωγή, στην ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και στον ανταγωνιστικό καταμερισμό εργασίας και μετέπειτα απλώνεται στον χώρο της κοινωνικής συνείδησης. Για την απόδειξη αυτής της πρότασης, δεν έχουμε παρά να μελετήσουμε τους υλικούς όρους ζωής της εργατικής τάξης και την αντιφατική πορεία διαμόρφωσης της κοινωνικής της συνείδησης. Αν δεν το έκανε ποτέ αυτό ο Baudrillard,  ίσως να οφείλεται στο είδος του ακροατηρίου του και τους προσανατολισμούς της έρευνάς του κατά τη διάρκεια του Μάη του ‘68 αλλά και ύστερα… Ισως, αυτή η απόρριψη των εννοιών της αλλοτρίωσης και της ελευθερίας να οφείλεται και στο γεγονός ότι η ύστερη αστική συνείδηση δεν μπορεί να στοχαστεί τον άνθρωπο παρά μόνο μέσα από ένα παραμορφωτικό φακό που επιβάλλει την εικόνα της απώλειας της ολότητας και του ενιαίου. Σίγουρα πάντως είναι ένας κομψός και επιστημονικοφανής τρόπος για να πολεμήσει κανείς το μαρξισμό[34].
Την απάντηση στην «απορία» μας θα φροντίσει να δώσει ο Γ. Βέλτσος, ο οποίος φαίνεται να ασφυκτιά στην κρυψίνοια και τη διστακτικότητα των συναδέλφων του.
«Χρειάζεται», μας λέει, «να παραδεχτούμε, σε πείσμα όλων εκείνων «που θέλουν ακόμα να μιλούν για άνθρωπο, για τη βασιλεία ή για την απελευθέρωσή του», όλων όσων «βεβαιώνουν ότι δεν υπάρχει φιλοσοφία χωρίς πολιτική επιλογή», ότι κάθε σκέψη δεν είναι υποχρεωτικά «προοδευτική ή αντιδραστική»»[35].
Μπορεί όμως πράγματι να ισχύει κάτι τέτιο;

Η ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Εφόσον η γλώσσα αποτελεί το θεμέλιο ύπαρξης της κοινωνίας, συνιστά επίσης και τον παράγοντα εκείνον που δημιουργεί τις εξουσιαστικές δομές. Ετσι, σύμφωνα με το Λυοτάρ, «Ο εαυτός είναι κάτι ελάχιστο, αλλά δεν είναι απομονωμένος, έχει εμπλακεί μέσα σε ένα υφάδι σχέσεων πιο περίπλοκο και πιο ευκίνητο από ποτέ. Είναι πάντα (…) τοποθετημένος σε «σταυροδρόμια» κυκλωμάτων επικοινωνίας, έστω και αν είναι μηδαμινά (…) ακόμα και ο πιο απόκληρος δε στερείται ποτέ την εξουσία πάνω σε αυτά τα μηνύματα που τον διαπερνούν…»[36]. Επηρεασμένη από την αντίληψη του Φουκό για την πρωταρχικότητα των μη κρατικών μορφών εξουσίας και εμπλουτισμένη με το νεοθετικιστικό λόγο περί πρωταρχικότητας της γλώσσας, η αντίληψη αυτή για την εξουσία θα αποτελέσει μια θεωρητική αφετηρία για τη μικροπολιτική (άσκηση πολιτικής για τα ειδικά ζητήματα) και την ενδυνάμωση του σοσιαλδημοκρατικού ιδεολογικού οπλοστασίου.
Η διάχυση της εξουσίας σε αποκεντρωμένα και ανταγωνίσιμα σημεία (και όχι υποκείμενα) θα καταλήξει σε έναν πολιτικό σχετικισμό του τύπου «όλα επιτρέπονται» (μην ξεχνάμε το «αριστερό» παρελθόν) και μια ελευθεριακή και συνάμα τεχνοκρατική πρόταση αναμόρφωσης της κοινωνικής πραγματικότητας όπου «…το κοινό προσπελάζει ελεύθερα τις μνήμες και τις τράπεζες πληροφοριών»[37]. Μπορεί όμως αυτή η «γραμμή πάλης»- που μας θυμίζει έντονα το ιδεολόγημα της «κοινωνίας της γνώσης»- να δράσει ανατρεπτικά; Αν ακολουθούσαμε την καθαρή και ουδέτερη μικροπολιτική των μεταμοντέρνων θα απαντούσαμε πως δεν τίθεται καν τέτοιο ζήτημα. Κι όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Ο Λυοτάρ μας καθησυχάζει λέγοντας ότι το γεγονός της απώλειας της αφήγησης διόλου δε συνεπάγεται καταδίκη στη βαρβαρότητα (εδώ ως βαρβαρότητα εννοείται οτιδήποτε υπερβαίνει τα όρια της αστικής δημοκρατίας) και ότι αυτή η γλωσσική αλληλενέργεια, μέσα από την αντιθετικότητά της, καθορίζει τους όρους συγκράτησης του κοινωνικού ιστού. Με αυτό όμως τον τρόπο ο Λυοτάρ καταλήγει σε μια άλλη «μεγάλη αφήγηση», το  φιλελευθερισμό.
Ομως, η απάντησή στο ερώτημα που θέσαμε αρχικά δεν έχει ακόμα δοθεί ολόπλευρα. Για μια όσο το δυνατόν ολοκληρωμένη απάντηση απαιτείται να φωτίσουμε εκείνη την πλευρά που αφορά στη στάση του μεταμοντέρνου απέναντι στο επαναστατικό κίνημα και το σοσιαλισμό.
Ο πόλεμος ενάντια στην ολότητα παίρνει, σε αυτό το σημείο, τη μορφή της πάλης ενάντια στον «ολοκληρωτισμό». Φαίνεται ότι οι μεταμοντέρνοι εξαντλούν τον «ιερό αγώνα» τους ενάντια στις αφηγήσεις με την επίκληση του γνωστού μύθου φασισμός=σταλινισμός. Η θεωρία αυτή ούτε καινούργια είναι ούτε βαθυστόχαστη, έχει όμως ιδιαίτερη αξία να συνδεθεί όχι τόσο με την κριτική των μεταμοντέρνων στο σοσιαλιστικό κοινωνικοπολιτικό σύστημα αλλά με την ίδια την επαναστατική διαδικασία και τα αποτελέσματά της.
Γράφει ο Λυοτάρ:
«Γνωρίζουμε σήμερα ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση υπό την αιγίδα του μαρξισμού, δεν έκανε, και ότι κάθε επανάσταση δεν κάνει και δε θα κάνει τίποτε άλλο παρά να ξανανοίγει την ίδια πληγή. Ο εντοπισμός και η διάγνωση μπορούν να αλλάξουν, όμως η ίδια ασθένεια εμφανίζεται εκ νέου σ’ αυτές τις επαναγραφές. Οι μαρξιστές πίστεψαν ότι εργάσθηκαν για την κατάργηση της αλλοτρίωσης της ανθρωπότητας, η αλλοτρίωση όμως του ανθρώπου επαναλήφθηκε αμέσως μόλις μετατοπίστηκε»[38].
Στο απόσπασμα αυτό, πέρα από την επανάληψη του γνωστού μοτίβο περί αλλοτρίωσης στο σοσιαλισμό, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον μια σιωπηρή μετατόπιση. Από την άρνηση του υποκειμένου δημιουργού και τη διάχυση των μικροεξουσιών, καταλήγουμε μπροστά στον εξής συλλογισμό: Ακόμα και αν νικήσει μια επανάσταση, είναι φορέας αναλλοίωτων χαρακτηριστικών τα οποία «επαναγράφονται» στο σώμα της νέας κοινωνίας. Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ δεν είναι η αναφορά στα χαρακτηριστικά αλλά αυτή καθαυτή η αναφορά. Οι μεταμοντέρνοι έχουν απόλυτη συναίσθηση των κενών στη θεωρία τους και έτσι υποχωρούν σταδιακά, χρησιμοποιώντας το τελευταίο τους όπλο στην προσπάθεια τους να συγκροτήσουν μια βιώσιμη θεωρητική βάση. Ετσι, θα εκδηλωθούν σε όλη τους την έκταση τα αδιέξοδα από την οικοδόμηση του μεταμοντέρνου πολιτικο-ιστορικού στοχασμού. Η οξεία κριτική του Φουκό στη Φιλοσοφία της Ιστορίας και στα «δράματα στα οποία οδήγησε» συνυπάρχει με τη σιωπηρή αποδοχή βασικών αρχών του κλασικού ιδεαλιστικού ιστορικού στοχασμού. Πράγματι, τι άλλο παρά γερμανικός κλασικός ιδεαλισμός είναι η θέση για την αναλλοίωτη ουσία των πραγμάτων, μέσα στην εξέλιξή τους;
Αν όμως μπορούμε να μιλήσουμε για μοιραία και αναπόδραστα αποτελέσματα, αυτά δεν αφορούν τις επαναστάσεις –που αποτελούν την πιο φανερή εκδήλωση της ενεργητικότητας και δημιουργικότητας των λαών- αλλά μάλλον την εσωτερική πορεία του μεταμοντέρνου το οποίο από σκεπτικισμός απέναντι στις μεγάλες Αφηγήσεις κατέληξε (ή μάλλον ήταν εξαρχής;) σε μια εκλεπτυσμένη αντεπαναστατική θεωρία[39]. Και όπως κάθε θεωρία για την επανάσταση έχει μια ιστορική αντίληψη, αυτό ισχύει και για το μεταμοντέρνο. Θα εξετάσουμε λοιπόν πώς μια αντεπαναστατική φιλοσοφία συνδέεται με μια αντιιστορική θεωρία.

Η ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΑ ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΗΝ  ΙΣΤΟΡΙΑ

Η επίθεση στην Ιστορία δεν είναι νέα. Τις απαρχές της τις εντοπίζουμε στην σκέψη του Νίτσε οι οποία σηματοδοτεί σε γενικές γραμμές το σημείο καμπής της αστικής σκέψης και εντάσσεται –αν και με αντιφατικό τρόπο- στην πορεία μετάβασης του καπιταλισμού στο μονοπωλιακό του στάδιο.
Αφετηρία αυτής της κριτικής είναι η αμφισβήτηση της αντικειμενικότητας της ιστορικής γνώσης που δεν περιορίζεται στην ιδεαλιστική μορφή της αλλά και στον ιστορικό υλισμό. Οπως είναι φυσικό, ο αντίπαλος είναι ένας, η επιστημονική προσέγγιση της Ιστορίας και τα πολιτικά συμπεράσματά της. Η πορεία της αντιιστορικής σκέψης θα πάρει νέα, πιο έντονη αλλά πιο επιστημονικοφανή μορφή υπό το φως των πορισμάτων της φυσικής κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Ετσι, η νεοθετικιστικής φύσεως επιστημολογία θα συναντηθεί άλλη μια φορά με τη φιλοσοφία της ζωής στον κοινό αγώνα ενάντια στην Ιστορία.
Το μεταμοντέρνο δε θα αποτελέσει εξαίρεση και κατά κάποιον τρόπο θα συμβάλει και αυτό δημιουργικά στην αντιπαράθεση αυτή. Θα προσθέταμε μάλιστα πως η μεταμοντέρνα επίθεση στην Ιστορία έχει δύο πλευρές:
α) Το σκεπτικισμό απέναντι στην κλασσική- ιδεαλιστική αντίληψη της Ιστορίας με τη μορφή μιας ριζικής ρήξης με το διαφωτιστικό παρελθόν, και
β) Την εναντίωση απέναντι στις έννοιες του ιστορικού υλισμού με τη μορφή μιας άρνησης καθολικών ιδεών και σχετικοποίησης των πολιτικών στοχεύσεων.
Οι μεταμοντέρνοι ασκούν κριτική στην έννοια της σωρευτικής αντίληψης της ιστορίας διαπράττοντας ξανά το γνωστό τους λάθος. Ουσιαστικά, εντοπίζουν την κριτική τους στην αστική φιλοσοφία της Ιστορίας (η οποία ακόμα και στις καλύτερες στιγμές της δεν μπόρεσε να αποφύγει τον εξελικτισμό) και στον δικό τους τρόπο κατανόησης του μαρξισμού (ο οποίος συνδέεται άμεσα με το «επαναστατικό» τους παρελθόν). Ετσι, στη μαρξιστική αντίληψη της ιστορίας δε βλέπουν παρά μια σωρευτική αντίληψη και όχι μια προσέγγιση της αντιφατικότητας της ιστορίας και της δυναμικής της ταξικής πάλης.
Σύμφωνα με τους μεταμοντέρνους, αφετηριακό λάθος του ιστορικού υλισμού είναι η σύλληψη της ιστορίας με βάση την αρχή της επανάστασης. Ο Baudrillard υποστηρίζει χαρακτηριστικά ότι «Ο μαρξισμός αναλύει ακόμη και την εξέγερση, ή την κίνηση της κοινωνίας, μόνο πίσω από τις γραμμές της επανάστασης, σαν μια πραγματικότητα στο δρόμο της ωρίμανσης»[40], ενώ, αναφερόμενος στους ανθρώπους που πήραν μέρος στις επαναστάσεις γράφει πως «…δεν είναι η επανάσταση που μιλάει πίσω απ’ αυτούς, αυτοί είναι η επανάσταση, (…) είναι μια φωνή πριν την ιστορία, πριν την πολιτική, πριν την αλήθεια…»[41].
Αποτελούν όμως οι σκέψεις αυτές μια κριτική στον μαρξισμό με αξιώσεις αντικειμενικότητας ή, για να το θέσουμε με τα λόγια των μεταμοντέρνων, ο μαρξισμός, κρίνοντας την ιστορία υπό την οπτική της επανάστασης, μήπως πράγματι μετατρέπεται σε μια  φιλοσοφία της ιστορίας με ιδεαλιστική χροιά;
Ο πλέον αρμόδιος για την απάντηση αυτού του ερωτήματος είναι ο ίδιος ο Μαρξ, σύμφωνα με τον οποίο:
«Η ιστορία είναι απλώς η διαδοχή ξεχωριστών γενιών, που καθεμιά τους εκμεταλλεύεται τα υλικά, τα κεφάλαια, τις παραγωγικές δυνάμεις που της παραδόθηκαν από όλες τις προηγούμενες γενιές, και έτσι από τη μια μεριά, συνεχίζει την παραδοσιακή δραστηριότητα μέσα σε τελείως αλλαγμένες συνθήκες και, από την άλλη, μεταβάλει τις παλιές περιστάσεις με μια τελείως αλλαγμένη δραστηριότητα. Αυτό μπορεί να διαστρεβλωθεί θεωρητικά έτσι που η κατοπινή ιστορία να γίνεται ο σκοπός της προηγούμενης ιστορίας (…) ενώ αυτό που σημαίνει οι λέξεις «προορισμός», «σκοπός», «σπέρμα», ή «ιδέα» της παλιότερης ιστορίας δεν είναι τίποτε περισσότερο από μιαν αφαίρεση δημιουργημένη από την κατοπινή ιστορία, μια αφαίρεση της δραστήριας επίδρασης που η παλιότερη ιστορία ασκεί πάνω στην κατοπινή ιστορία»[42].

ΤΟ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟ «ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ»

Η θεωρία για το «τέλος της Ιστορίας» επανήλθε στο προσκήνιο με το έργο του Φ. Φουκουγιάμα «Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος». Σύμφωνα με το έργο αυτό, μετά την ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων, η ανθρωπότητα διέρχεται ένα τελικό στάδιο όπου κυριαρχεί η αστική δημοκρατία και ο οικονομικός φιλελευθερισμός. Πριν από αυτόν, αλλά και μετά, οι μεταμοντέρνοι διακήρυξαν τη δική τους εκδοχή του «τέλους της Ιστορίας», μια εκδοχή που δε θα μπορούσε παρά να θυμίζει το «αριστερό» τους παρελθόν.
Ετσι, το μεταμοντέρνο «…«τέλος» της ιστορίας (…) σημαίνει απλώς όλα δεκτά»[43] που πολύ απλά σημαίνει ότι όλα είναι πιθανά και όλα επιτρέπονται, αλλά δεν μπορεί να γίνει καν αποδεκτή οποιαδήποτε αξίωση επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Στο σημείο αυτό, οι μεταμοντέρνοι επιστρέφουν στο φιλοσοφικό μοτίβο της ανθρωπολογικής αδυναμίας. Ο Baudrillard μάλιστα αξιώνοντας τον τίτλο του προφήτη αυτής της αδυναμίας υποστηρίζει:
«Αντίθετα με τους παραδοσιακούς προφήτες, οι οποίοι αναγγέλλουν πάντα κάτι που θα γίνει, εγώ είμαι ο αντίστροφος προφήτης ο οποίος αναγγέλλει ότι κάτι δε θα γίνει» και συνεχίζει πιο αποκαλυπτικά γράφοντας ότι «μπροστά μας δεν είναι πλέον το μέλλον, αλλά η αδυναμία να τελειώνουμε με αυτό ταυτόχρονα με την αδυναμία να δούμε επέκεινα», ενώ εκφράζοντας και τις πολιτικές του στοχεύσεις καταλήγει στο γνωστό και καθόλου καινοτόμο επιχείρημα της αστικής σκέψης, ως εξής: «…η κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου, μάλλον σηματοδότησε μια τεράστια μεταμέλεια της ιστορίας, που αντί να χαράζει νέες προοπτικές εκρήγνυται σε σκόρπια θραύσματα, επανεπικαιροποιώντας γεγονότα και συγκρούσεις που θεωρούνται για πάντα ξεπερασμένες»[44].
Είναι, κατά τη γνώμη μας, εμφανές ότι σε αυτό το σημείο οι μεταμοντέρνοι, στην προσπάθειά τους να στοχαστούν πέρα και αντίθετα από την κλασσική αστική σκέψη, καταλήγουν σε μια μεταφυσική αντίληψη της ροής της ιστορίας, η οποία όπως είναι αναμενόμενο, συνδυάζεται με την άκρως πολιτική τοποθέτηση απέναντι στις ανατροπές των σοσιαλιστικών χωρών. Με αυτόν τον τρόπο όμως η μεταμοντέρνα οπτική όχι μόνο δεν μπορεί να δει πέρα από το μέλλον αλλά επιστρέφει προς το παρελθόν, αφού η σύγχρονη ιστορική συγκυρία, «…η κατάσταση της κρίσης παρουσιάζεται σαν αποτυχία του μέλλοντος, σαν επιστροφή του παρελθόντος…»[45].
Διατυπώνοντας όμως τη θεώρησή τους για το «τέλος της Ιστορίας», οι μεταμοντέρνοι, διαδραματίζουν έναν εποικοδομητικό και λειτουργικό ρόλο στο οικοδόμημα αναπαραγωγής της αστικής κυριαρχίας και αυτό γιατί η αστική τάξη δε θα μπορούσε να διατηρήσει την ιδεολογική της επιρροή αν πλάι στην ύπαρξη αυστηρών κανόνων και δομών δεν υπήρχε ένα ολόκληρο ρεύμα πολιτικού και πνευματικού σχετικισμού ικανού να ενσωματώνει χωρίς κραδασμούς κάθε φωνή διαμαρτυρίας και να νομιμοποιεί την «απώλεια» της σοσιαλιστικής προοπτικής. Ο σχετικισμός αυτός θα πάρει μια οξεία μορφή στην αμηχανία του Ντεριντά να επιλέξει πλευρά στον πόλεμο του ΝΑΤΟ ενάντια στη Γιουγκοσλαβία[46] και ταυτόχρονα θα αναδείξει τα όρια της μεταμοντέρνας θεωρίας όταν αυτή καλείται να τοποθετηθεί σε κρίσιμα ζητήματα της πολιτικής επικαιρότητας.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Με το μεταμοντέρνο γινόμαστε μάρτυρες της αντιφατικής πορείας συγκρότησης της ύστερης αστικής σκέψης, η οποία δε φαίνεται να έχει ανεξάντλητες δυνατότητες παραγωγής «νέων» θεωριών. Θα λέγαμε μάλιστα ότι η μελέτη της μεταμοντέρνας κατεύθυνσης στη φιλοσοφία, μας δίνει τη δυνατότητα να αντιληφθούμε σε όλο της το μεγαλείο την έλλειψη διεξόδων και την επιμελημένη προσπάθεια παρουσίασης παλιών φιλοσοφικών συνταγών σαν νέων.
Το γεγονός αυτό όμως δε σημαίνει ότι η βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν εύκολο και ευκαιριακό αντίπαλο, αφού το έδαφος για την αναπαραγωγή της αστικής ιδεολογίας και φιλοσοφίας είναι οι ίδιες οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής αλλά και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί της αστικής τάξης. Ετσι, για τους κομμουνιστές είναι φανερό πως η ιδεολογική διαπάλη απέναντι σε κάθε ρεύμα της αστικής σκέψης, πρέπει να συνδυάζει την επιστημονική προσπάθεια κριτικής και ανάδειξης των ασυνεπειών και ορίων του αστικού στοχασμού με την όξυνση της ταξικής πάλης ενάντια στις πραγματικές, υλικές συνθήκες που δημιουργούν την αστική ιδεολογική κυριαρχία γιατί «…όχι η κριτική, αλλά η επανάσταση είναι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας, και επίσης της θρησκείας, της φιλοσοφίας και κάθε άλλης θεωρίας»[47].
           


  Ο Κυριάκος Ιωαννίδης είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής του ΚΣ της ΚΝΕ.
[1] Η αστική φιλοσοφία, στο σύνολό της, δε δέχεται την έννοια του τρόπου παραγωγής, δηλαδή τη συγκεκριμένη ιστορικά ενότητα ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής.
[2] Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ: «Η μεταμοντέρνα κατάσταση», εκδ. «Γνώση», σελ.26.
[3] Είναι χαρακτηριστική η διπλή εναντίωση του Νίτσε, τόσο στην αστική, μαζική δημοκρατία των ημερών του, όσο και στην Παρισινή Κομμούνα την οποία χαρακτήρισε «Λερναία Υδρα», βλ. Αντρας Γκέντε: «Η Φιλοσοφία της κρίσης», σελ. 163-164.
[4] Βλ. ΚΜΕ: «Προσεγγίσεις στην κατάσταση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», ιδιαίτερα, σελ. 51-75.
[5] Βλ. ΚΜΕ: «Προσεγγίσεις στην κατάσταση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 75-85.
[6] Fredric Jameson: «Το μεταμοντέρνο ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού», εκδ. «Νεφέλη», σελ. 249.
[7] Γιάννης Πλάγγεσης: «Αποδόμηση και Μαρξισμός ή τα φαντάσματα του Derrida», περιοδικό «Ουτοπία», τεύχος 22, σελ. 125.
[8] Σύμφωνα με το Λυοτάρ, το μεταμοντέρνο συγκροτείται ως σκεπτικισμός απέναντι στις εξής Μεγάλες αφηγήσεις: α) την αφήγηση του Χριστιανισμού, β) την αφήγηση του Διαφωτισμού, γ) την Εικασιακή αφήγηση, δ) την καπιταλιστική αφήγηση και τέλος τη Μαρξιστική αφήγηση. Οπως είναι κατανοητό, κάθε μια από αυτές τις σκέψεις δεν έχει το ίδιο φιλοσοφικό, επιστημονικό, ιστορικό και πολιτικό βάρος. Ετσι, η κύρια κατεύθυνση της κριτικής του μεταμοντέρνου είναι αυτή στη μαρξιστική φιλοσοφία.
[9] Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ: «Η μεταμοντέρνα κατάσταση», εκδ. Γνώση, σελ. 99.
[10] Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ: «Η μεταμοντέρνα κατάσταση», εκδόσεις «Γνώση», σελ. 150-151.
[11] Michel Foucault: «Τι είναι Διαφωτισμός», εκδόσεις «Ερασμος», σελ. 25.
[12] Μισέλ Φουκό: «Η μικροφυσική της εξουσίας», εκδόσεις «Υψιλον», σελ. 24.
[13] Jean Francois Lyotard: «Απάντηση στο ερώτημα: Τι είναι μεταμοντέρνο;», περιοδικό «Λεβιάθαν» τεύχος 2, 1988, σελ. 15.
[14] Σύμφωνα με τους νεοθετικιστές: «Η μεταφυσική (βλ. φιλοσοφία) καταρρέει όχι επειδή η εκτέλεση της αποστολής της θα ήταν μια παρακινδυνευμένη επιχείρηση […], αλλά γιατί αυτή η αποστολή δεν υπάρχει». Φιλοσοφία και Επιστήμη, εκδ. «Gutenberg», σελ. 69.
[15] Ο Νίτσε υποστήριζε πως υπάρχει στενή σύνδεση ανάμεσα στη γνωστική δραστηριότητα του υποκειμένου και στην ικανοποίηση της βούλησής του για εξουσία. Αμεσο επακόλουθο αυτής της θεώρησης είναι η σχετικιστική και σε τελική ανάλυση υποκειμενικά ιδεαλιστική σύλληψη της γνωστικής διαδικασίας.
[16] Σύμφωνα με τον Λυοτάρ: «Η αναζήτηση της ακρίβειας δεν προσκρούει σε ένα όριο που οφείλεται στο κόστος της, αλλά στη φύση της ύλης. Δεν αληθεύει ότι η αβεβαιότητα, δηλαδή η έλλειψη ελέγχου, μειώνεται στο βαθμό που η ακρίβεια αυξάνεται: αυξάνεται και αυτή επίσης» (Μεταμοντέρνα Κατάσταση, σελ. 135). Απέναντι σε αυτή την αντίληψη κατά την οποία η φύση της ύλης «εμποδίζει» την προσέγγιση της πραγματικότητας και της «αλήθειάς» της, ηχεί κυριολεκτικά επίκαιρη η άποψη του Λένιν για τη δυναμική, σχετική και συνάμα απόλυτη πορεία της γνώσης μας για την ύλη.
[17] Φυσικά το τυχαίο δεν αποτελεί άρνηση της αναγκαιότητας αλλά εκφράζει μια αντιφατική ενότητα με αυτήν. Το τυχαίο δεν αποδεικνύει την αδυναμία των αντικειμενικών νόμων αλλά την πολυπλοκότητα της εκδήλωσής τους.
[18] Jean Baudrillard: «Ο καθρέφτης της παραγωγής ή η κριτική αυταπάτη του ιστορικού υλισμού», εκδ. «Αλεξάνδρεια», σελ. 56.
[19] Jean Francois Lyotard: «Απάντηση στο ερώτημα: Τι είναι μεταμοντέρνο;», περιοδικό «Λεβιάθαν», τεύχος 2, 1988, σελ. 15-16.
[20] Jean Francois Lyotard: «Απάντηση στο ερώτημα: Τι είναι μεταμοντέρνο;», περιοδικό «Λεβιάθαν», τεύχος 2, 1988, σελ. 19.
[21] Αλέξανδρος Χρύσης: «Μεταμοντέρνα Κατάσταση και απελευθερωτική προοπτική», περιοδικό «Ουτοπία», τεύχος 22, σελ. 92.
[22] Μισέλ Φουκό: «Εξουσία, γνώση και ηθική», εκδόσεις «Υψιλον», σελ. 29.
[23] Η έννοια της διαφοράς ή αλλιώς ετερότητας στους μεταμοντέρνους σημαίνει ότι η βασική ιδέα και φιλοσοφική κατηγορία είναι το μεμονωμένο, το αποκομμένο συμβάν, το σημείο. Ετσι, γι’ αυτούς, η έννοια του όλου δεν υπάρχει ή δεν μπορεί να αποδώσει ορθά την πραγματικότητα. Σε τελική ανάλυση αρνούνται όχι μόνο την ιδιαίτερη σύνδεση των φαινομένων και πραγμάτων αλλά και την ίδια την ενότητα μέσα από την πολυπλοκότητα της υλικής πραγματικότητας.
[24] Fredric Jameson: «Το μεταμοντέρνο ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού», εκδόσεις «Νεφέλη», σελ. 79.
[25] Βλ. Αποστόλη Χαρίση: «Ολοκληρωτισμός: Η επιστροφή της μυθολογίας του ψυχρού πολέμου», ΚΟΜΕΠ, τεύχος 2/2000.
[26] Καρλ Μαρξ: «3η Θέση για τον Φόυερμπαχ, στο Φρίντριχ Ενγκελς: «Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 66.
[27] Με τον όρο υποκείμενο εννοούμε το φορέα της υλικής πρακτικής δραστηριότητας, του οποίου η ενεργητικότητα κατευθύνεται προς ένα αντικείμενο.
[28] Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ: «Η μεταμοντέρνα κατάσταση», εκδ. «Γνώση», σελ. 104.
[29] Γιώργος Βέλτσος: «Απάντηση στο ερώτημα: Τι ήταν ο Διαφωτισμός», σελ. 229, στο «Η Διαμάχη. Κείμενα για τη νεοτερικότητα», εκδ. «Πλέθρον».
[30] Ρεύμα στις επιστήμες του ανθρώπου που συνδέεται με τη φάση περάσματος μιας σειράς κοινωνικών επιστημών από το περιγραφικό και εμπειρικό στο αφηρημένο και θεωρητικό στάδιο της έρευνας. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή η δομή, το σύνολο δηλαδή των σχέσεων που αναπτύσσονται σε ένα φαινόμενο είναι αμετάβλητη σε ορισμένους μετασχηματισμούς. Ο στρουκτουραλισμός απορρίπτει έννοιες της κλασικής επιστήμης του ανθρώπου όπως δημιουργός, ενώ, ασκώντας κριτική στην υπαρξιστική φιλοσοφία που αρνείται τη δυνατότητα αντικειμενικής γνώσης της πραγματικότητας, υποστηρίζει ουσιαστικά ότι δεν μπορεί να υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους (ως υποκείμενα) και την Ιστορία.
[31] Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ: «Η μεταμοντέρνα κατάσταση», εκδ. «Γνώση», σελ. 55.
[32] Jean Baudrillard: «Ο καθρέφτης της παραγωγής ή η κριτική αυταπάτη του ιστορικού υλισμού», εκδ. «Αλεξάνδρεια», σελ. 153.
[33] Καρλ Μαρξ: «6η Θέση για τον Φόυερμπαχ», στο Φρίντριχ Ενγκελς: «Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 67.
[34] Το γεγονός ότι η έννοια της αλλοτρίωσης παρουσιάζεται στα πιο διαφορετικά συστήματα της προμαρξιστικής σκέψης, αποδεικνύει, κατά τη γνώμη μας, όχι απλά τη διαχρονικότητα του αιτήματος για την άρση της (και την επακόλουθη οικοδόμηση του ανάλογου κοινωνικού ιδεώδους) αλλά και τη συνεχή ύπαρξη των αντικειμενικών συνθηκών διαιώνισής της. Οι μεταμοντέρνοι αρνούμενοι αυτή την έννοια, κάνουν σαφές ότι η αλλοτρίωση δεν είναι «λειτουργική» κατηγορία για το φιλοσοφικό τους σύστημα, αφού οδηγεί, έστω και με στρεβλό τρόπο, στην αναζήτηση μιας άλλης, ριζικά διαφορετικής τάξης πραγμάτων.
[35] Γιώργος Βέλτσος: «Απάντηση στο ερώτημα: Τι ήταν ο Διαφωτισμός», σελ. 232, στο «Η Διαμάχη. Κείμενα για τη νεοτερικότητα», εκδ. «Πλέθρον».
[36] Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ: «Η μεταμοντέρνα κατάσταση», εκδ. «Γνώση», σελ. 56.
[37] Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ: «Η μεταμοντέρνα κατάσταση», εκδ. «Γνώση», σελ. 155.
[38] Jean Francois Lyotard: «Να ξαναγράψουμε τη Νεοτερικότητα», στο «Η Διαμάχη. Κείμενα για τη νεοτερικότητα», εκδ. «Πλέθρον», σελ. 210.
[39] Ο Γ. Βέλτσος κλείνει το άρθρο του με τίτλο: «Απάντηση στο ερώτημα: Τι ήταν ο Διαφωτισμός», με ένα απόσπασμα  το οποίο καταλήγει: «Επανάσταση είναι η μάσκα του θανάτου. Ο θάνατος είναι η μάσκα της Επανάστασης»…
[40] Jean Baudrillard: «Ο καθρέφτης της παραγωγής ή η κριτική αυταπάτη του ιστορικού υλισμού», εκδ. «Αλεξάνδρεια», σελ. 153.
[41] Jean Baudrillard: «Ο καθρέφτης της παραγωγής ή η κριτική αυταπάτη του ιστορικού υλισμού» εκδ. «Αλεξάνδρεια», σελ.154.
[42] Καρλ Μαρξ- Φρίντριχ Ενγκελς: «Η γερμανική ιδεολογία», εκδ. «Gutenberg», σελ. 83, πρώτος τόμος.
[43] Fredric Jameson: «Το μεταμοντέρνο ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού», εκδ. «Νεφέλη», σελ.139.
[44] Ζαν Μπωντριγιάρ: «Στη σκιά της χιλιετίας», «Αυγή» 17/10/1999, σελ. 34.
[45] Αντρας Γκέντε: «Η φιλοσοφία της κρίσης», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 11.
[46] Ο Ζακ Ντεριντά υποστηρίζει χαρακτηριστικά: «Σ’ αυτούς τους καιρούς πολέμου, ενός ευρωπαϊκού πολέμου, μάλιστα ενός παγκοσμίου πολέμου που δεν τολμά πλέον να διακηρυχτεί ως τέτιος και με αυτό το όνομα, μέσα από μια δοκιμασία που είναι απερίγραπτη και δύσκολα αναλύεται, (…) συχνά είναι αδύνατον να επιλέξει κανείς το στρατόπεδό του και να υποστηρίξει μια παράταξη…», περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 1715/Σεπτέμβριος 1999, σελ. 188.
[47] Καρλ Μαρξ-Φρίντριχ Ενγκελς: «Η γερμανική ιδεολογία», εκδ. «Gutenberg», σελ. 87-88, πρώτος τόμος.

TOP READ