Πόσο μ’ αρέσεις τελεβιζιόν…
Τι έχουμε μάθει φέτος από το αναγεννημένο τηλεοπτικό σκηνικό στην ελλάδα της κρίσης που γίνεται ευκαιρία; Σε τι γίναμε σοφότεροι από τις πολιτικές συζητήσεις και τις εκπομπές διαλόγου που παρακολουθήσαμε;
Καταρχάς είχαμε την επιστροφή στα τηλεοπτικά δρώμενα του χατζηνικολάουυ, που είναι έξυπνος δημοσιογράφος κι ακόμα πιο έξυπνος επιχειρηματίας, μαζεύοντας όλα τα δυνατά χαρτιά στο ‘αληθινό’ ραδιόφωνο του real, που κάνει πάρτι πρωτιάς στις ακροαματικότητες. Και δεν έχει κανένα πρόβλημα να φιλοξενεί στη συχνότητά του και δηλωμένους κομμουνιστές ή συμπαθούντες, σαν τον μπογιόπουλο, την κανέλλη και τους συντελεστές της ελληνοφρένειας, εφόσον του εξασφαλίζουν αυτά τα νούμερα, μαζί με το άλλοθι της πολυσυλλεκτικής αντικειμενικότητας. Όπως λέει και ένα γνωστό τσιτάτο, οι καπιταλιστές είναι ικανοί να μας πουλήσουν και το σχοινί με το οποίο θα τους κρεμάσουμε, προκειμένου να βγάλουν κέρδος.
Ο χατζηνικολάου αποδείχτηκε αρκετά έξυπνος, ώστε να βάλει στο περιθώριο το οννεδίτικο παρελθόν του και να πλασάρει ένα μετριοπαθή κριτικό αντιμνημονιακό λόγο, που έμοιαζε με όαση στη γενική ξεραΐλα του ειδησεογραφικού τοπίου. Κι ανάγκασε εν μέρει και τους ανταγωνιστές του να προσαρμόσουν ανάλογα το δικό τους λόγο, κρατώντας μερικά προσχήματα, για να μην εκτίθενται χειρότερα κι από κυβερνητικό εκπρόσωπο.
Η μεγάλη φετινή καινοτομία του (εκτός από τη μετατόπισή του σε θέση πολιτικού σχολιαστή του δελτίου αντί για παρουσιαστής ειδήσεων) ήταν θεωρητικά το κοινό του ενικού στο στούντιο, με τις άμεσες ερωτήσεις και τον απευθείας διάλογο με τους πολιτικούς, πέρα από την ξύλινη, καθιερωμένη δομή αυτών των εκπομπών.
Αυτό το καινούριο στοιχείο κέντρισε αρχικά την περιέργεια και το ενδιαφέρον αρκετών τηλεθεατών, που κινούνταν από διαφορετικά ελατήρια. Από το να δουν ένα τηλεοπτικό στούντιο να γίνεται αρένα και να το απολαύσουν τρώγοντας ποπ-κορν και πατατάκια ως συνοδευτικό του θεάματος. Μέχρι το να παρακολουθήσουν μια πιο ουσιαστική συζήτηση με καίρια ερωτήματα που να στριμώχνουν στον τοίχο τους κρατούντες και να επέλθει ένα είδος τηλεοπτικής κάθαρσης σε συναισθηματικό επίπεδο για τους τηλεθεατές που πλήττονται άμεσα από την πολιτική που εφαρμόζεται.
Γρήγορα βέβαια οι ελπίδες αυτές αποδείχτηκαν φρούδες κι εξανεμίστηκαν. Γιατί το αστικό πολιτικό προσωπικό είναι είτε αρκετά χοντρόπετσο, ώστε να μην το νοιάζει που εκτίθεται με όσα λέει, είτε ειδικευμένο να ξεφεύγει επαγγελματικά σα χέλι από την ουσία του πράγματος με περίτεχνες φράσεις και καταιγισμό αριθμών που ευημερούν. Και ο ενδεδειγμένος τρόπος για να ξεφύγει από τον κλοιό ένα πολιτικό παχύδερμο είναι να διαλαλήσει σε όλους τους τόνους την ευαισθησία του για το δράμα που περνά η χώρα κι οι συμπολίτες μας αυτή την περίοδο και πόσο βαθιά τον έχει συγκλονίσει.
Την περασμένη βδομάδα για παράδειγμα ο βρούτσης στον ενικό είχε ως μόνιμη επωδό σε ό,τι κι αν του έλεγαν, μια κασέτα που έλεγε: έχετε δίκιο, σας καταλαβαίνω. Κι αν ήταν πιο κοντά στο κοινό, σε απόσταση βολής, μπορεί να τους έκανε κι ένα φιλικό ταπ-ταπ στην πλάτη, ως έμπρακτο δείγμα της ενεργού συμπαράστασης της πολιτείας. Μέχρι που τον περιέλαβε κάποιος από το κοινό και ξέσπασε: δε θέλω να μου πεις ότι καταλαβαίνεις το πρόβλημα, λύση θέλω. Για να του απαντήσει ο βρούτσης «δε θα σας πω πως συμμερίζομαι το πρόβλημά σας, αφού δε θέλετε… Αν και είναι αλήθεια!».
Μπράβο ρε γίγαντα, την ατάκα σου εσύ…
Οι απαντήσεις για την ταμπακέρα δεν είχαν περισσότερη πρωτοτυπία. Παραδέχονταν μεν την ύπαρξη του προβλήματος, αλλά έβαζαν ως προοπτική το επόμενο χρονικό διάστημα, που θα εφαρμοστούν διάφορα ηλεκτρονικά προγράμματα με ωραίες ονομασίες (ήλιος, άτλας, εργάνης) και θα επιλύσουν αυτομάτως όλες τις παθογένειες, ενώ ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός. Με τον ήλιο τα βάζω, με τον άτλα τα βγάζω, τι έχουν οι έρμοι οι συνταξιούχοι και ψοφάνε;
Την περασμένη βδομάδα παρεμπιπτόντως βγήκαν τα μισθολογικά στοιχεία από το πληροφοριακό σύστημα εργάνης και ο ριζοσπάστης δημοσίευσε ένα διαφωτιστικό στατιστικό πίνακα, όπου φαίνεται πως το 80% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα αμείβεται με λιγότερα από 1500 ευρώ μικτά το μήνα –ενώ ένας στους πέντε εργαζόμενους έχει απολαβές που δε φτάνουν ούτε καν τα 500 μικτά. Κάτι που δείχνει το μέγεθος της φτώχιας και της εξαθλίωσης στη σημερινή ελλάδα, ιδίως αν συνυπολογίσουμε πως το σύνθημα που βάζει το παμε για 1500 βασικό μισθό, δε βγαίνει σαν αθηνά από το κεφάλι μας, αλλά έπαιρνε υπόψη του το όριο φτώχιας.
To 80% του ιδιωτικού τομέα παίρνει κάτω από 1500 μικτά
Αλλά το πιο απογοητευτικό κομμάτι στον ενικό είναι το ίδιο το κοινό, που σε κάνει συχνά ν’ απορείς από πού το ψωνίζει ο χατζηνικολάου (πιθανόν απ’ το κοινό του καζάκη) και γιατί δηλώνει συμμετοχή στην εκπομπή, εφόσον δεν έχει κάτι δικό του να πει και δανείζεται κλισέ που έχει αποστηθίσει απ’ τα δελτία, για να συνθέσει άποψη –γιατί ως γνωστόν, η κοινή γνώμη δεν έχει γνώμη. Δέχεται ευχάριστα, σα ζάπινγκ, τις μικρές εναλλαγές, αλλά δε σκέφτεται ποτέ να κλείσει την τηλεόραση και να αλλάξει το έργο, μένοντας προσκολλημένη με τη δύναμη της συνήθειας στον καναπέ. Υπνωτίζεται από οθόνης και παπαγαλίζει όσα άκουσε, όπως στην υπνοθεραπεία, με τις ίδιες ακριβώς κούφιες φράσεις, που δεν είναι καν ξύλινες. Αναπτύσσει τηλεοπτική συνείδηση και μαθαίνει να μιλά και να σκέφτεται με όρους τηλεοπτικούς και ελεγχόμενους, ακόμα και να αντιδρά ή να ‘εξεγείρεται’ στα πρότυπα της κοινωνίας του θεάματος, χάνοντας κάθε στοιχείο αυθεντικής λαϊκότητας.
Εδώ μπορεί να κολλήσει ένας πιο συνολικός προβληματισμός για το είδος και την ποιότητα του διαλόγου που μπορεί να γίνει στην τηλεόραση. Μια αρθρογράφος της ελευθεροτυπίας εξηγούσε την άρνησή της σε μια τηλεοπτική πρόσκληση και επικαλέστηκε μεταξύ άλλων μια πρόσφατη έρευνα που έδειχνε πως «ο μέσος όρος διακοπής καλεσμένου σε talk show στην προ εικοσαετίας κρατική ήταν περί τα τέσσερα λεπτά, ενώ σήμερα τα είκοσι πέντε δευτερόλεπτα!»
Αναρωτιέται κανείς συνεπώς πόσο εύκολο είναι να αναπτύξει έναν ολοκληρωμένο συλλογισμό σε τέτοια πάνελ και αφετέρου πόσοι σύγχρονοι τηλεθεατές θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν μέχρι τέλους μια συζήτηση «παλαιού τύπου» από ένα κοινό που έχει διαπαιδαγωγηθεί στην κουλτούρα της ατάκας και αδυνατεί να αποκωδικοποιήσει πιο σύνθετα μηνύματα που ξεπερνούν αυτό το μέγεθος.
Τις προάλλες πχ βρέθηκαν μαζί στο πάνελ του ενικού ο παφίλης κι ο μπογιόπουλος, ως εκπρόσωπος του κουκουέ και συνεργάτης του ενικού αντίστοιχα, δηλ δύο από τους ικανότερους αγκιτάτορες του κόμματος, με ευρύτερες συμπάθειες, που τηρουμένων των αναλογιών είναι σαν απαγορευμένη φαντασίωση ή σα να έχεις πχ στο τραπέζι σου πίτσα μαζί με πιτόγυρα. Ειδικά ο παφίλης έκανε μια φοβερή κατά τη γνώμη μου εκλαϊκευτική ανάλυση, που αξίζει να τη δει κάποιος είτε τοποθετεί τον εαυτό του κοντά στο κόμμα είτε όχι. Για να ακούσει όμως κανείς ζωντανά ένα δεκάλεπτο σοβαρής ανάλυσης, έπρεπε να περιμένει ένα τρίωρο μαζί με τις διαφημίσεις και να λουστεί όλα τα υπόλοιπα, χώρια οι διακοπές του φιλελφασίστα τζήμερου.
Στο τέλος τουλάχιστον βγήκε η είδηση πως σε κάποια από τις επόμενες εκπομπές ο χατζηνικολάου θα φιλοξενήσει τον κουτσούμπα που είναι πολύ καλός όταν έχει χρόνο να αναλύσει τη σκέψη του. Το θέμα είναι τι κοινό θα έχει να αντιμετωπίσει και αν θα είναι το ίδιο επιθετικό όσο ήταν προεκλογικά και με την αλέκα, όπου κάποιοι επαγγελματίες αγανακτισμένοι σηκώθηκαν να φύγουν από το studio, πριν καν τελειώσει η εκπομπή, ενώ μετά ήταν αρνάκια στον τσίπρα και τον κουβέλη –ο τελευταίος πρέπει να τους νανούριζε κιόλας με το λόγο του.
Σε φιλικό περιβάλλον πάντως ο κουτσού πιάνει μία ώρα τουλάχιστον στις ομιλίες του. κι αν ποτέ γίνει η επανάσταση, νομίζω πως θα βάλει στο μάτι και το ρεκόρ του φιντέλ στον οηε…
Προβοκάτσια από Μπρεζνιεφικό απολίθωμα
Τι έχουμε μάθει φέτος από το αναγεννημένο τηλεοπτικό σκηνικό στην ελλάδα της κρίσης που γίνεται ευκαιρία; Σε τι γίναμε σοφότεροι από τις πολιτικές συζητήσεις και τις εκπομπές διαλόγου που παρακολουθήσαμε;
Καταρχάς είχαμε την επιστροφή στα τηλεοπτικά δρώμενα του χατζηνικολάουυ, που είναι έξυπνος δημοσιογράφος κι ακόμα πιο έξυπνος επιχειρηματίας, μαζεύοντας όλα τα δυνατά χαρτιά στο ‘αληθινό’ ραδιόφωνο του real, που κάνει πάρτι πρωτιάς στις ακροαματικότητες. Και δεν έχει κανένα πρόβλημα να φιλοξενεί στη συχνότητά του και δηλωμένους κομμουνιστές ή συμπαθούντες, σαν τον μπογιόπουλο, την κανέλλη και τους συντελεστές της ελληνοφρένειας, εφόσον του εξασφαλίζουν αυτά τα νούμερα, μαζί με το άλλοθι της πολυσυλλεκτικής αντικειμενικότητας. Όπως λέει και ένα γνωστό τσιτάτο, οι καπιταλιστές είναι ικανοί να μας πουλήσουν και το σχοινί με το οποίο θα τους κρεμάσουμε, προκειμένου να βγάλουν κέρδος.
Ο χατζηνικολάου αποδείχτηκε αρκετά έξυπνος, ώστε να βάλει στο περιθώριο το οννεδίτικο παρελθόν του και να πλασάρει ένα μετριοπαθή κριτικό αντιμνημονιακό λόγο, που έμοιαζε με όαση στη γενική ξεραΐλα του ειδησεογραφικού τοπίου. Κι ανάγκασε εν μέρει και τους ανταγωνιστές του να προσαρμόσουν ανάλογα το δικό τους λόγο, κρατώντας μερικά προσχήματα, για να μην εκτίθενται χειρότερα κι από κυβερνητικό εκπρόσωπο.
Η μεγάλη φετινή καινοτομία του (εκτός από τη μετατόπισή του σε θέση πολιτικού σχολιαστή του δελτίου αντί για παρουσιαστής ειδήσεων) ήταν θεωρητικά το κοινό του ενικού στο στούντιο, με τις άμεσες ερωτήσεις και τον απευθείας διάλογο με τους πολιτικούς, πέρα από την ξύλινη, καθιερωμένη δομή αυτών των εκπομπών.
Αυτό το καινούριο στοιχείο κέντρισε αρχικά την περιέργεια και το ενδιαφέρον αρκετών τηλεθεατών, που κινούνταν από διαφορετικά ελατήρια. Από το να δουν ένα τηλεοπτικό στούντιο να γίνεται αρένα και να το απολαύσουν τρώγοντας ποπ-κορν και πατατάκια ως συνοδευτικό του θεάματος. Μέχρι το να παρακολουθήσουν μια πιο ουσιαστική συζήτηση με καίρια ερωτήματα που να στριμώχνουν στον τοίχο τους κρατούντες και να επέλθει ένα είδος τηλεοπτικής κάθαρσης σε συναισθηματικό επίπεδο για τους τηλεθεατές που πλήττονται άμεσα από την πολιτική που εφαρμόζεται.
Γρήγορα βέβαια οι ελπίδες αυτές αποδείχτηκαν φρούδες κι εξανεμίστηκαν. Γιατί το αστικό πολιτικό προσωπικό είναι είτε αρκετά χοντρόπετσο, ώστε να μην το νοιάζει που εκτίθεται με όσα λέει, είτε ειδικευμένο να ξεφεύγει επαγγελματικά σα χέλι από την ουσία του πράγματος με περίτεχνες φράσεις και καταιγισμό αριθμών που ευημερούν. Και ο ενδεδειγμένος τρόπος για να ξεφύγει από τον κλοιό ένα πολιτικό παχύδερμο είναι να διαλαλήσει σε όλους τους τόνους την ευαισθησία του για το δράμα που περνά η χώρα κι οι συμπολίτες μας αυτή την περίοδο και πόσο βαθιά τον έχει συγκλονίσει.
Την περασμένη βδομάδα για παράδειγμα ο βρούτσης στον ενικό είχε ως μόνιμη επωδό σε ό,τι κι αν του έλεγαν, μια κασέτα που έλεγε: έχετε δίκιο, σας καταλαβαίνω. Κι αν ήταν πιο κοντά στο κοινό, σε απόσταση βολής, μπορεί να τους έκανε κι ένα φιλικό ταπ-ταπ στην πλάτη, ως έμπρακτο δείγμα της ενεργού συμπαράστασης της πολιτείας. Μέχρι που τον περιέλαβε κάποιος από το κοινό και ξέσπασε: δε θέλω να μου πεις ότι καταλαβαίνεις το πρόβλημα, λύση θέλω. Για να του απαντήσει ο βρούτσης «δε θα σας πω πως συμμερίζομαι το πρόβλημά σας, αφού δε θέλετε… Αν και είναι αλήθεια!».
Μπράβο ρε γίγαντα, την ατάκα σου εσύ…
Οι απαντήσεις για την ταμπακέρα δεν είχαν περισσότερη πρωτοτυπία. Παραδέχονταν μεν την ύπαρξη του προβλήματος, αλλά έβαζαν ως προοπτική το επόμενο χρονικό διάστημα, που θα εφαρμοστούν διάφορα ηλεκτρονικά προγράμματα με ωραίες ονομασίες (ήλιος, άτλας, εργάνης) και θα επιλύσουν αυτομάτως όλες τις παθογένειες, ενώ ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός. Με τον ήλιο τα βάζω, με τον άτλα τα βγάζω, τι έχουν οι έρμοι οι συνταξιούχοι και ψοφάνε;
Την περασμένη βδομάδα παρεμπιπτόντως βγήκαν τα μισθολογικά στοιχεία από το πληροφοριακό σύστημα εργάνης και ο ριζοσπάστης δημοσίευσε ένα διαφωτιστικό στατιστικό πίνακα, όπου φαίνεται πως το 80% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα αμείβεται με λιγότερα από 1500 ευρώ μικτά το μήνα –ενώ ένας στους πέντε εργαζόμενους έχει απολαβές που δε φτάνουν ούτε καν τα 500 μικτά. Κάτι που δείχνει το μέγεθος της φτώχιας και της εξαθλίωσης στη σημερινή ελλάδα, ιδίως αν συνυπολογίσουμε πως το σύνθημα που βάζει το παμε για 1500 βασικό μισθό, δε βγαίνει σαν αθηνά από το κεφάλι μας, αλλά έπαιρνε υπόψη του το όριο φτώχιας.
To 80% του ιδιωτικού τομέα παίρνει κάτω από 1500 μικτά
Αλλά το πιο απογοητευτικό κομμάτι στον ενικό είναι το ίδιο το κοινό, που σε κάνει συχνά ν’ απορείς από πού το ψωνίζει ο χατζηνικολάου (πιθανόν απ’ το κοινό του καζάκη) και γιατί δηλώνει συμμετοχή στην εκπομπή, εφόσον δεν έχει κάτι δικό του να πει και δανείζεται κλισέ που έχει αποστηθίσει απ’ τα δελτία, για να συνθέσει άποψη –γιατί ως γνωστόν, η κοινή γνώμη δεν έχει γνώμη. Δέχεται ευχάριστα, σα ζάπινγκ, τις μικρές εναλλαγές, αλλά δε σκέφτεται ποτέ να κλείσει την τηλεόραση και να αλλάξει το έργο, μένοντας προσκολλημένη με τη δύναμη της συνήθειας στον καναπέ. Υπνωτίζεται από οθόνης και παπαγαλίζει όσα άκουσε, όπως στην υπνοθεραπεία, με τις ίδιες ακριβώς κούφιες φράσεις, που δεν είναι καν ξύλινες. Αναπτύσσει τηλεοπτική συνείδηση και μαθαίνει να μιλά και να σκέφτεται με όρους τηλεοπτικούς και ελεγχόμενους, ακόμα και να αντιδρά ή να ‘εξεγείρεται’ στα πρότυπα της κοινωνίας του θεάματος, χάνοντας κάθε στοιχείο αυθεντικής λαϊκότητας.
Εδώ μπορεί να κολλήσει ένας πιο συνολικός προβληματισμός για το είδος και την ποιότητα του διαλόγου που μπορεί να γίνει στην τηλεόραση. Μια αρθρογράφος της ελευθεροτυπίας εξηγούσε την άρνησή της σε μια τηλεοπτική πρόσκληση και επικαλέστηκε μεταξύ άλλων μια πρόσφατη έρευνα που έδειχνε πως «ο μέσος όρος διακοπής καλεσμένου σε talk show στην προ εικοσαετίας κρατική ήταν περί τα τέσσερα λεπτά, ενώ σήμερα τα είκοσι πέντε δευτερόλεπτα!»
Αναρωτιέται κανείς συνεπώς πόσο εύκολο είναι να αναπτύξει έναν ολοκληρωμένο συλλογισμό σε τέτοια πάνελ και αφετέρου πόσοι σύγχρονοι τηλεθεατές θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν μέχρι τέλους μια συζήτηση «παλαιού τύπου» από ένα κοινό που έχει διαπαιδαγωγηθεί στην κουλτούρα της ατάκας και αδυνατεί να αποκωδικοποιήσει πιο σύνθετα μηνύματα που ξεπερνούν αυτό το μέγεθος.
Τις προάλλες πχ βρέθηκαν μαζί στο πάνελ του ενικού ο παφίλης κι ο μπογιόπουλος, ως εκπρόσωπος του κουκουέ και συνεργάτης του ενικού αντίστοιχα, δηλ δύο από τους ικανότερους αγκιτάτορες του κόμματος, με ευρύτερες συμπάθειες, που τηρουμένων των αναλογιών είναι σαν απαγορευμένη φαντασίωση ή σα να έχεις πχ στο τραπέζι σου πίτσα μαζί με πιτόγυρα. Ειδικά ο παφίλης έκανε μια φοβερή κατά τη γνώμη μου εκλαϊκευτική ανάλυση, που αξίζει να τη δει κάποιος είτε τοποθετεί τον εαυτό του κοντά στο κόμμα είτε όχι. Για να ακούσει όμως κανείς ζωντανά ένα δεκάλεπτο σοβαρής ανάλυσης, έπρεπε να περιμένει ένα τρίωρο μαζί με τις διαφημίσεις και να λουστεί όλα τα υπόλοιπα, χώρια οι διακοπές του φιλελφασίστα τζήμερου.
Στο τέλος τουλάχιστον βγήκε η είδηση πως σε κάποια από τις επόμενες εκπομπές ο χατζηνικολάου θα φιλοξενήσει τον κουτσούμπα που είναι πολύ καλός όταν έχει χρόνο να αναλύσει τη σκέψη του. Το θέμα είναι τι κοινό θα έχει να αντιμετωπίσει και αν θα είναι το ίδιο επιθετικό όσο ήταν προεκλογικά και με την αλέκα, όπου κάποιοι επαγγελματίες αγανακτισμένοι σηκώθηκαν να φύγουν από το studio, πριν καν τελειώσει η εκπομπή, ενώ μετά ήταν αρνάκια στον τσίπρα και τον κουβέλη –ο τελευταίος πρέπει να τους νανούριζε κιόλας με το λόγο του.
Σε φιλικό περιβάλλον πάντως ο κουτσού πιάνει μία ώρα τουλάχιστον στις ομιλίες του. κι αν ποτέ γίνει η επανάσταση, νομίζω πως θα βάλει στο μάτι και το ρεκόρ του φιντέλ στον οηε…
Προβοκάτσια από Μπρεζνιεφικό απολίθωμα