Περί «έντιμου συμβιβασμού»...
Καθώς
προχωρούν τα παζάρια με τους «εταίρους» για την «εξειδίκευση» της
αντιλαϊκής συμφωνίας της 20ής Φλεβάρη, αλλά και για τη νέα συμφωνία που
επιδιώκεται να την ακολουθήσει μετά τον Ιούνη, τα στελέχη της κυβέρνησης
όλο και πιο συχνά αναφέρονται στην επιδίωξη ενός «έντιμου συμβιβασμού».
Καθόλου τυχαία, αντίστοιχη αναφορά έκανε και ο πρωθυπουργός, Αλ.
Τσίπρας, μετά τη συνάντησή του με τον πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου, Μ.
Σουλτς, την προηγούμενη Παρασκευή, ενώ το έδαφος έχουν προετοιμάσει με
πολλούς τρόπους όλο το προηγούμενο διάστημα τα επιτελεία του συστήματος,
π.χ. με σχετικά ερωτήματα σε δημοσκοπήσεις, αναλύσεις στα αστικά ΜΜΕ
κ.ά.
Το ζήτημα εδώ για το λαό είναι να μπορέσει να διακρίνει ανάμεσα στον πραγματικό συμβιβασμό που επιδιώκει η κυβέρνηση για λογαριασμό του εγχώριου κεφαλαίου, στα παζάρια με τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, και στην προσπάθεια που καταβάλλεται, από την άλλη, να παρουσιαστεί στα λαϊκά στρώματα η συνέχιση της αντιλαϊκής πολιτικής ως ένας «προσωρινός, αλλά αναγκαστικός συμβιβασμός για να αποφευχθούν τα χειρότερα», «για να κερδηθεί χρόνος» κ.ο.κ.
Η
κυβέρνηση, διαπραγματευόμενη για τα συμφέροντα των εγχώριων
επιχειρηματικών ομίλων, πραγματικά επιδιώκει έναν «έντιμο συμβιβασμό»
ανάμεσα στα συμφέροντα αυτά και τις δεσμεύσεις που απορρέουν από τη
συμμετοχή της ελληνικής αστικής τάξης στις διακρατικές συμμαχίες του
κεφαλαίου, στο φόντο μάλιστα των οξυμένων ενδοϊμπεριαλιστικών
ανταγωνισμών στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, με την εντεινόμενη συμμετοχή
των ΗΠΑ σε αυτούς τους ανταγωνισμούς, σε κόντρα με τη Γερμανία.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το ελληνικό κεφάλαιο διεκδικεί μια «χαλάρωση» της περιοριστικής πολιτικής, μια «ελάφρυνση» του κρατικού χρέους, έτσι ώστε να μπορέσει να εξασφαλίσει περαιτέρω κρατική ενίσχυση, με «ζεστό» χρήμα και κάθε είδους άλλες «διευκολύνσεις», στις επενδύσεις του, στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς του. Ανταποκρινόμενη σε αυτήν την επιδίωξη - και καθώς η ελληνική καπιταλιστική οικονομία αντιπροσωπεύει ένα σχετικά μικρό μέγεθος σε ό,τι αφορά τη Ζώνη του Ευρώ - η κυβέρνηση επιχειρεί να συντονιστεί με άλλες κυβερνήσεις, στην Ευρωζώνη και όχι μόνο, που επιδιώκουν αντίστοιχες προσαρμογές στο μείγμα της αστικής διαχείρισης, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι τα συμφέροντα των αστικών τάξεων που εκπροσωπούν είναι ποτέ δυνατό να ταυτιστούν πλήρως.
Η περιβόητη αναζήτηση «έντιμου συμβιβασμού» επομένως, για την οποία μάλιστα επισημαίνεται ότι γίνεται προσπάθεια για να «κερδηθεί χρόνος», στην πραγματικότητα αναφέρεται στην προσπάθεια που καταβάλλει η κυβέρνηση, ώστε οι προτεραιότητες του εγχώριου κεφαλαίου να κερδίσουν έδαφος στην «εξειδίκευση» του τρέχοντος μνημονίου και πολύ περισσότερο στο μνημόνιο που ετοιμάζουν για μετά τον Ιούνη (με την επίγνωση, βέβαια, που πάντα έχουν οι αστοί, ότι ο όποιος συμβιβασμός ενδεχομένως επιτευχθεί, θα φέρει τη «σφραγίδα» της ανισομετρίας που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο των λυκοσυμμαχιών του κεφαλαίου)...
Την
ίδια ώρα βέβαια, η όλη ιστορία της αναζήτησης «έντιμου συμβιβασμού»
παρουσιάζεται στο λαό με ένα πολύ διαφορετικό, αποπροσανατολιστικό
περιεχόμενο. Στην προπαγάνδα της κυβέρνησης, αλλά και μιας σειράς
αστικών επιτελείων που αναλαμβάνουν να την υποστηρίξουν, καλλιεργείται η
εντύπωση ότι η κυβέρνηση αναζητά έναν συμβιβασμό ανάμεσα στα
«φιλολαϊκά» μέτρα που εκείνη επιθυμεί να πάρει και στα αντιλαϊκά μέτρα
που επιχειρούν να επιβάλουν οι δανειστές. Κάπως έτσι, η αντιλαϊκή
συμφωνία της 20ής Φλεβάρη και οι περιβόητες «δημιουργικές ασάφειες», για
τις οποίες γίνεται λόγος, παρουσιάζονται σαν ένας «προσωρινός,
αναγκαίος συμβιβασμός» και σαν μια διαρκής «διελκυστίνδα» που διεξάγεται
ανάμεσα στα λαϊκά συμφέροντα και στο «σκληρό συντηρητικό κατεστημένο
της Ευρωζώνης»...
Στην πραγματικότητα, βέβαια, καμία «διελκυστίνδα» δεν διεξάγεται σε ό,τι αφορά τα συμφέροντα και τις ανάγκες του λαού, ακριβώς γιατί αυτές, ανεξαρτήτως μείγματος διαχείρισης, δε «χωράνε» στην πολιτική διασφάλισης της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Ακριβώς για αυτό, καμιά από τις πλευρές των εξελισσόμενων παζαριών δε θέτει καν το ζήτημα της αναπλήρωσης των τεράστιων απωλειών του λαού στα χρόνια της κρίσης, πόσο μάλλον το ζήτημα της κάλυψης των σύγχρονων εργατικών - λαϊκών αναγκών. Ακριβώς γι' αυτό, στη συμφωνία της συγκυβέρνησης με τους «εταίρους» δεν υπάρχει καμιά «δημιουργική ασάφεια» σε ό,τι αφορά τη ρητή αποδοχή του πυρήνα του αντεργατικού - αντιλαϊκού πλαισίου που διαμορφώθηκε τα προηγούμενα χρόνια, στη διάρκεια της «μνημονιακής περιόδου», ικανοποιώντας πάγιες απαιτήσεις του κεφαλαίου, διατυπωμένες στα ντοκουμέντα της ΕΕ (αλλά και άλλων οργανισμών του κεφαλαίου, τύπου ΟΟΣΑ), πολλά χρόνια πριν από την κρίση.
Η κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης σε όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ, ανεξαρτήτως του ύψους του χρέους και των ελλειμμάτων, του μείγματος διαχείρισης, της ύπαρξης μνημονίων ή τρόικας, επιβεβαιώνει ότι κανένας «συμβιβασμός» δεν μπορεί να υπάρξει ανάμεσα στα συμφέροντα του κεφαλαίου και τα συμφέροντα των εργαζομένων, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, κανένας τέτοιος «έντιμος» και «φιλολαϊκός συμβιβασμός» δεν μπορεί να προκύψει από τα παζάρια εντός των τειχών της ΕΕ και της εξουσίας των μονοπωλίων.